Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεωργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γεωργία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 26 Απριλίου 2014

Washington’s Inconsistent Stance on Territorial Integrity

U.S. officials scarcely miss any opportunity to denounce Russia for severing Crimea from Ukraine and then annexing the peninsula. Yet Washington’s own track record regarding respect for the sovereignty and territorial integrity of countries is inconsistent, to say the least. Critics have noted that the position the United States and its NATO allies adopted toward the issue of Kosovo is at sharp variance with the current denunciation of Moscow’s conduct in Crimea. Not only did NATO launch an air war against Serbia to detach one of its provinces in 1999, but it proceeded to encourage and defend Kosovo’s subsequent unilateral declaration of independence in 2008 from what had become a fully democratic Serbia. 
The insistence of U.S. officials that the Kosovo situation was unique and, therefore, did not set any precedent, barely passed the laugh test. Russia explicitly cited Western policy in Kosovo for its own actions in Georgia, detaching two of that country’s secessionist-minded territories, South Ossetia and Abkhazia, later in 2008. More recent efforts by staunch critics of Russia’s amputation of Crimea to argue that Western actions in Kosovo were entirely different are scarcely more credible than Washington’s original justifications. The reality is that the Kosovo, Georgia, and Crimea episodes were all acts of aggression.
Cyprus is another case that undermines Washington’s professed reverence for the territorial integrity of nations. NATO ally Turkey invaded the island in 1974 and proceeded to occupy the northern 37 percent of Cypriot territory. At the very least, the U.S. government looked the other way while its ally committed a blatant act of territorial theft. And a provocative new book, Kissinger and Cyprus: A Study in Lawlessness, by former Nixon Administration official Eugene Rossides, makes a solid case that the administration aided and abetted Ankara’s aggression. 
The Turkish government certainly has never paid a significant price for invading and partitioning its neighbor. Nor has it done so for later establishing a secessionist entity, the Turkish Republic of Northern Cyprus, in the occupied territory and bringing in tens of thousands of settlers from the Turkish mainland. 
It would be charitable to describe Washington’s response to these repeated violations of international law as anemic. Although an angry Congress imposed sanctions against Turkey following the invasion, the executive branch did everything possible to evade and undermine those restrictions. That was doubly true of subsequent administrations. There was not even an effort to exclude Turkey temporarily from its role in NATO. United States policy in the succeeding decades has been more critical of the victims of Ankara’s ongoing aggression than it has of Turkey’s conduct. Indeed, Washington’s primary goal has been to pressure the Cypriot government and public into signing an agreement that would accept the Turkish Republic of Northern Cyprus in all but name and legitimize the continued presence of Turkish occupation troops in the north.
Given that record, it is difficult to regard the U.S. opposition to Russia’s actions in Crimea as based on sincere respect for international law. There appears to be a disturbing double standard. Washington certainly has not held itself or its allies to the behavioral standards that it demands of other countries.
Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

ΤΟΥΡΚΙΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΥΚΑΣΟ Η θεσμική απόφαση των υπουργών εξωτερικών Τουρκίας, Αζερμπαϊτζάν και Γεωργίας

Η σταθερότητα στον Καύκασο ο κανόνας της εξωτερικής πολιτικής της Τουρκίας…
«Μνημόνιο Περιφερειακής Συνεργασίας» ήταν η δημιουργία της συνάντησης που είχαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Τουρκίας, του Αζερμπαϊτζάν και της Γεωργίας , στην μίνι σύνοδο τηςTrabzon, στην οποία τοποθετήθηκαν και σχολιάστηκαν τα σχέδια οικονομικού και πολιτιστικού περιεχομένου και αποφασιστεί τέλος η διοργάνωσης της παρόμοιας συνόδου κάθε έξη μήνες.

Η σύνοδος φιλοξένησε εκτός των υπουργών Εξωτερικών των τριών χωρών τους Davutoğlu,Grigol Vaşadzeκαι Elmar Memmedyarovκαι ανώτερους κυβερνητικούς αξιωματούχους.

Οι συνομιλίες εστιάσθηκαν κυρίως στην συνεργασία στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο και οι συνομιλίες έκλεισαν με την υπογραφή του Μνημονίου Περιφερειακής Συνεργασίας της Trabzon.
« Η συνεργασία ανάμεσα στην Τουρκία, το Αζερμπαϊτζάν και την Γεωργία αποτελεί κατά ένα τρόπο και την βάση των σχεδίων που συσχετίζονται με την Μαύρη Θάλασσα , την Κασπία θάλασσα και την Μεσόγειο « δήλωσε ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας και πρόσθεσε … «ο αγωγός ενέργειας Μπακου-Τιφλίδα-Ceyhan και η σιδηροδρομική γραμμή Μπακου -Τιφλίδα –Karsθα ένωση τις σημαντικότερες γραμμές της Ευρασίας και αυτό θα ξαναζωντανέψει τον ιστορικό δόμο του Μεταξιού» ανέφερε ο Davutoğlu.

Η περιφερειακή ασφάλεια και η σταθερότητα ήταν τα δεύτερα πιάτα που σερβιρίστηκαν στην τριμερή σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών και στο θέμα αυτό ακολούθησε η αξιολόγησης του Davutoğlu, ο οποίος υπενθύμισε τους 5 μάρτυρες Αζερους στρατιώτες που σκοτώθηκαν από τα πυρά των Αρμενικών δυνάμεων στο σύνορο του Άνω Καραμπάχ.

« Αισθανόμαστε σοβαρούς ενδοιασμούς λόγο της τελευταίας έντασης που κυριάρχησε στα υπό κατοχήν εδάφη και κυρίως νιώθω βαθιά λύπη για τον θάνατο των πέντε αδελφών Αζέρων στρατιωτών μας. Εμείς ως μέλος της ομάδας Μινσκ , κάνουμε το κάθε τι δυνατό για την επίλυση του προβλήματος αλλά οι προσπάθειες αυτές δυστυχώς είναι άκαρπες λόγο της αδιαλλαξίας που δείχνει η Αρμενία», σημείωσε ο ΥΠΕΞ.

Ο τριμερής μηχανισμός πιστεύω είπε ο επικεφαλής της τουρκικής διπλωματίας θα αποτελέσει τον μοχλό διασφάλισης τη μόνιμης σταθερότητας και της ειρήνης στον Καύκασο και κανείς να μην παρασυρθεί από τις σκέψεις ότι αποτελεί τον μηχανισμό παραβλέψεις αλλά είναι ένα έργο που βασίζεται καθολικά στην συνεργασία .

Η δεύτερη συνάντησης των υπουργών Εξωτερικών της Τουρκίας. Αζερμπαϊτζάν και της Γεωργίας θα πραγματοποιηθεί τον προσεχή Φεβρουάριο στο Μπατουμ της Γεωργίας σύμφωνα με την απόφαση που πάρθηκε στην τωρινή σύνοδο.
ΤRT-ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΑΣ
*Επίσημο Οργανο προπαγάνδας του Τουρκικού Κράτους
Πηγή http://infognomonpolitics.blogspot.com/2012/06/blog-post_5184.html?utm_source=feedburner&utm_medium=email&utm_campaign=Feed%3A+InfognomonPolitics+%28InfognomonPolitics%29#.T9dz0hctjks
Διαβάστε περισσότερα...

Πέμπτη 1 Δεκεμβρίου 2011

«Προσοχή στη Ρωσία», λέει η Γεωργία στην ΕΕ



Οι δυτικοί πρέπει να ανοίξουν τα μάτια τους και να δουν τι γίνεται γύρω από τη Ρωσία, όπου ο ρώσος πρωθυπουργός Vladimir Putin οικοδομεί την «εκσυγχρονισμένη Σοβιετική Ένωση» με την πρόταση της Ευρασιατικής Ένωσης, τονίζει ο αντιπρόεδρος της γεωργιανής κυβέρνησης, Giorgi Baramidze.

Εξαιτίας της παθητικής στάσης της Δύσης, η Ρωσία νομίζει ότι μπορεί να χρησιμοποιήσει μεθόδους όπως ο εκβιασμός για να σύρει χώρες στην Ευρασιατική Ένωση, είπε σε αποκλειστική συνέντευξη στη EurActiv.


Σε δημοσίευμα της Izvestia, ο Putin, που αναμένεται να είναι ο επόμενος πρόεδρος της Ρωσίας στις εκλογές του επόμενου έτους, φαίνεται να υπογραμμίζει τις γεωπολιτικές του φιλοδοξίες για τα επόμενα χρόνια.

Ως σημείο εκκίνησης, ο Putin τόνισε ότι η έναρξη του Ενιαίου Οικονομικού Χώρου μεταξύ Ρωσίας, Λευκορωσίας και Καζακστάν την 1η Ιανουαρίου, αποτελεί «ιστορικό ορόσημο».

Ωστόσο τόνισε ότι η ένωση αυτή παραμένει ανοιχτή και για άλλα μέλη. «Οικοδομώντας την Τελωνειακή Ένωση και τον Ενιαίο Οικονομικό Χώρο», θέτουμε τα θεμέλια για μια μελλοντική ευρασιατική οικονομική ένωση. Ταυτόχρονα, η Τελωνειακή Ένωση και ο Ενιαίος Οικονομικός Χώρος θα επεκταθούν περιλαμβάνοντας και το Κιργιστάν και το Τατζικιστάν», γράφει.

«Η Δύση δεν πρέπει να παραμείνει σιωπηρή. Ό, τι συμβαίνει μπροστά στα μάτια της Δύσης απειλεί τα δυτικά συμφέροντα», προειδοποιεί ο Baramidze, προσθέτοντας επείγει άμεση αντίδραση.

Ο Baramidze συνέδεσε τον σύντομο πόλεμο μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας τον Αύγουστο του 2008, όταν η χώρα του έχασε την κυριαρχία της Αμπχαζίας και της Νότιας Οσσετίας, ως μέρος της ίδιας στρατηγικής. Η πίεση στο να οικοδομηθεί η «εκσυγχρονισμένη Σοβιετική Ένωση» ξεκίνησε πριν τον πόλεμο του 2008, υποστήριξε.

«Η Ρωσία πάντα ήθελε να τιμωρήσει τη Γεωργία για την επιθυμία της να είναι ανεξάρτητη και μέρος της Δύσης και πρόσφατα, ο Medvedev είπε ανοιχτά ότι αυτό που έκανε το 2008, ήταν σημαντικό προκειμένου να μπλοκάρει τη Γεωργία και άλλες χώρες να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ», υπογράμμισε.

«Υπάρχει μεγάλο περιθώριο για ΕΕ και ΗΠΑ να ασκήσουν πιέσεις διπλωματικά και πολιτικά στη Ρωσία για να σταματήσει την κατοχή των γεωργιανών εδαφών, επειδή αυτό το πρόβλημα μας πάει πίσω πολύ, πολύ σοβαρά. Πρόκειται για τη γενικότερη ανάπτυξη της χώρας. Μπορείτε να φανταστείτε τι μεγάλο εμπόδιο είναι αυτό για εμάς: 350.000 εσωτερικά εκτοπισμένα άτομα και συνολικά 500.000, υπολογίζοντας και τους πρόσφυγες», είπε ο γεωργιανός αξιωματούχος.

Ερωτηθείς για το εάν οι τάσεις στην ΕΕ περί Ευρώπης δύο ταχυτήτων ευνοούν τη χώρα του, παραδέχτηκε ότι θα μπορούσε να προβλεφθεί μια σχέση τύπου ΕΕ-Ελβετίας, χωρίς προκατάληψη για το στόχο πλήρους ένταξης μακροπρόθεσμα.

«Η υποψηφιότητα ένταξης στην ΕΕ δεν αποτελεί άμεσο στόχο για εμάς, παρόλο που είναι στόχος μας», είπε.

Ιστορικό
Τον Αύγουστο του 2008 Ρωσία και Γεωργία είχαν πολεμική σύρραξη που διήρκησε πέντε ημέρες. Κατά τη συμπλοκή, ρωσικά στρατεύματα απέκρουσαν επίθεση από την αποσχισθείσα φιλορωσική περιοχή της Νότιας Οσσετίας, που απαγκιστρώθηκε από την εξουσία της Τιφλίδας στις αρχές του 1990.

Αργότερα η Ρωσία αναγνώρισε τη Νότια Οσσετία και τη δεύτερη αποσχισθείσα περιοχή της Αμπχαζίας, ως ανεξάρτητα κράτη. Η Ρωσία εγκατέστησε χιλιάδες στρατεύματα και στις δύο περιοχές.

Μεταξύ τους, οι εκπρόσωποι της ΕΕ γενικά αναγνωρίζουν ότι ο Γεωργιανός Πρόεδρος Mikheil Saakashvili ήταν υπεύθυνος για τον πόλεμο του Αυγούστου. Ωστόσο, εξακολουθεί να απολαμβάνει τη δυτική υποστήριξη ως σύμβολο της «Ροζ Επανάστασης» το 2003 στη Γεωργία.

Μια ανεξάρτητη διερευνητική αποστολή που διορίστηκε από την ΕΕ δημοσίευσε μια έκθεση τον Σεπτέμβριο του 2009, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ότι και οι δύο πλευρές ευθύνονται για την έναρξη της σύγκρουσης.
http://www.skai.gr
Διαβάστε περισσότερα...

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Νέα ένταση μεταξύ Ρωσίας και Γεωργίας

Η Τιφλίδα καταργεί τη βίζα για τους ρώσους πολίτες που ζουν στο Βόρειο Καύκασο. Η Μόσχα καταδικάζει την απόφαση αυτή.

Η Ρωσία καταδίκασε σήμερα ανοιχτά την απόφαση της Γεωργίας να καταργήσει το καθεστώς της θεώρησης διαβατηρίου (βίζα) για τους Ρώσους πολίτες που ζουν στον Βόρειο Καύκασο, κρίνοντας ότι η Τιφλίδα επιζητεί κατ' αυτόν τον τρόπο να αποσταθεροποιήσει την περιοχή αυτή.

«Η μονομερής απόφαση των αρχών της Γεωργίας για την εγκαθίδρυση ενός καθεστώτος χωρίς βίζα για τους Ρώσους πολίτες σε πολλές δημοκρατίες του Βορείου Καυκάσου μπορεί να ειδωθεί μόνον ως πρόκληση», σημειώνει το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών σε ανακοίνωσή του.

«Η προσπάθεια αυτή να διαιρεθεί ο ρωσικός πληθυσμός σε διαφορετικές κατηγορίες αντιβαίνει στους κανόνες του πολιτισμένου διαλόγου μεταξύ των κρατών», προσθέτει το ρωσικό υπουργείο, το οποίο κατηγορεί την Τιφλίδα ότι θέλει «να αποσταθεροποιήσει την κατάσταση στο Βόρειο Καύκασο».

Η εκπρόσωπος του γεωργιανού προέδρου Μιχαήλ Σαακασβίλι αιτιολόγησε από την πλευρά της το μέτρο αυτό, το οποίο αποσκοπεί σύμφωνα με την ίδια «στην εμβάθυνση του διαλόγου ανάμεσα στους λαούς του Καυκάσου».

Η Ρωσία και η Γεωργία δεν διατηρούν διπλωματικές σχέσεις μετά τον σύντομο πόλεμο του Αυγούστου του 2008 μεταξύ των δύο χωρών. Για να επισκεφθούν τη Γεωργία, οι Ρώσοι οφείλουν να πάρουν βίζα είτε κατά την άφιξή τους στο αεροδρόμιο, είτε στην πρεσβεία της Ελβετίας που εκπροσωπεί τα γεωργιανά συμφέροντα στη Ρωσία.

Η Τιφλίδα προκαλεί συχνά την οργή της Μόσχας με πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει για τη βελτίωση της εικόνας του απέναντι στους Ρώσους, όπως για παράδειγμα η δημιουργία του τηλεοπτικού δικτύου Perviy Kavkazky, το οποίο παρουσιάζεται ως «το πρώτο ρωσόφωνο τηλεοπτικό δίκτυο του Καυκάσου εκτός του ελέγχου του Κρεμλίνου».

Η Μόσχα κατηγορεί την Τιφλίδα ότι υποστηρίζει τους ισλαμιστές αντάρτες που δρουν στις δημοκρατίες του ρωσικού Καυκάσου.

www.kathimerini.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ (14/10/2010)


Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 16 Μαρτίου 2010

Αμετανόητος ο Σαακασβίλι


Του Γιώργου Δελαστίκ

Αυτό ήταν ήδη γνωστό, βεβαίως, ιδίως από τη στιγμή που πριν από ενάμιση χρόνο οδήγησε τη χώρα του σε πόλεμο εναντίον της Ρωσίας εισβάλλοντας στη Νότια Οσετία. Υπήρχε όμως η ελπίδα ότι η εξευτελιστική στρατιωτική συντριβή της Γεωργίας στον πόλεμο εκείνο εντός ολίγων ωρών και η διατήρηση της Γεωργίας ως ανεξάρτητης χώρας μόνο χάρη στην πολιτική «φιλευσπλαχνίας» του Κρεμλίνου θα είχαν κάπως συνετίσει τον Σαακασβίλι - πόσω μάλλον που και η δική του προσωπική επιβίωση και διατήρηση στην εξουσία οφείλεται στον Βλαντιμίρ Πούτιν. Έχουμε όμως να κάνουμε με έναν αμετανόητο «πολιτικό γκάνγκστερ», ιδιαίτερα επικίνδυνο για την ειρήνη σε τοπικό και διεθνές επίπεδο.

Η προβοκάτσια, στην οποία προχώρησε το Σαββατόβραδο ο Σαακασβίλι, είναι αδιανόητη για δημοκρατική χώρα: έβαλε τον φιλοκυβερνητικό τηλεοπτικό σταθμό Ιμέντι να αναγγείλει σε έκτακτο δελτίο του ότι... η Ρωσία εισέβαλε δήθεν στη Γεωργία!


Μάλιστα ο παρουσιαστής του δελτίου ανέφερε ότι σποραδικές μάχες με τα ρωσικά στρατεύματα διεξάγονταν ήδη σε δρόμους της πρωτεύουσας Τιφλίδας, ενώ ρωσικά βομβαρδιστικά κατευθύνονταν ήδη προς τη Γεωργία για να βομβαρδίσουν τις πόλεις της!

Προς ενίσχυση δε του τρόμου των Γεωργιανών πολιτών, που φυσικά ξεχύθηκαν πανικόβλητοι στους δρόμους, διακόπηκαν και οι επικοινωνίες με κινητά τηλέφωνα, χωρίς να έχει ακόμη διαπιστωθεί αν αυτό συνέβη κατόπιν κυβερνητικής παρέμβασης, όπως καταγγέλλει η γεωργιανή αντιπολίτευση ή εξαιτίας υπερφόρτωσης του δικτύου λόγω αυξημένων κλήσεων.

Η προσχεδιασμένη και αποκλειστική πολιτική στόχευση αυτής της κίνησης του Σαακασβίλι συνάγεται και από το γεγονός ότι το «ρεπορτάζ» του σταθμού παρουσίαζε τους ηγέτες της γεωργιανής αντιπολίτευσης να συνεργάζονται με τις δυνάμεις των υποτιθέμενων Ρώσων εισβολέων και να τις καλωσορίζουν στο γεωργιανό έδαφος! Καθώς ο σταθμός του Σαακασβίλι χρησιμοποιούσε εικόνες από τον πραγματικό ρωσογεωργιανό πόλεμο του 2008 με ψεύτικη περιγραφή που παρουσίαζε τις μάχες ως δήθεν σημερινές, ο πανικός του κόσμου έφτασε στο απόγειο.

Είναι χαρακτηριστικό επίσης ότι ο Σαακασβίλι, τον οποίο ο τηλεοπτικός σταθμός εμφάνιζε ως δήθεν νεκρό για να προκαλέσει συμπάθεια περί το άτομό του, δεν παρουσιάστηκε να κάνει δηλώσεις παρά μόνο την Κυριακή μία μέρα μετά. Είπε δε ότι αυτό το προβοκατόρικο «ρεπορτάζ» ουσιαστικά προαναγγέλλει το μέλλον της Γεωργίας! Δεν άφησε έτσι την παραμικρή αμφιβολία ως προς το ποιος βρισκόταν πίσω από αυτή την επαίσχυντη ιστορία...

Τα κίνητρα πίσω από αυτήν την πράξη του Σαακασβίλι είναι προφανή.

Μετά την αποχώρηση των προστατών του, των πιο επιθετικών κύκλων των Ρεπουμπλικάνων από την εξουσία στην Ουάσιγκτον, ο Σαακασβίλι αισθάνεται -και δικαιολογημένα- ότι και οι δικές του μέρες στην εξουσία είναι μετρημένες.

Έχοντας μάλιστα δει πόσο εύκολα και ταπεινωτικά απομακρύνθηκε από την εξουσία στην Ουκρανία ο ομοϊδεάτης του και εξίσου υστερικά αντιρώσος πρόεδρος Βίκτορ Γιούστσενκο, ο οποίος από «λαϊκός ήρωας» κατάντησε να μην πάρει ούτε το 5% στις τελευταίες προεδρικές εκλογές για να αντικατασταθεί από τον ρωσόφιλο αντίπαλό του Βίκτορ Γιανουκόβιτς, ο Σαακασβίλι τρέμει μήπως επαναληφθεί στη Γεωργία το ουκρανικό προηγούμενο.

Το πιθανότερο είναι πως έτσι θα εξελιχθούν τα πράγματα. Οι δύο σημαντικότεροι ηγέτες της γεωργιανής αντιπολίτευσης, συμπεριλαμβανομένης της υπ’ αριθμόν ένα υποψήφιας για αντικαταστάτρια του Σαακασβίλι, της Νίνο Μπουρζανάτζε, που αρχικά ήταν στενότατη συνεργάτριά του και τώρα έχει εξελιχθεί σε θανάσιμη πολιτική και προσωπική του αντίπαλο, συναντήθηκαν φέτος με τον Ρώσο πρωθυπουργό Βλαντιμίρ Πούτιν.

Ο Σαακασβίλι έσπευσε αμέσως να καταγγείλει ως... «προδότες» τους ηγέτες της αντιπολίτευσης, επειδή συναντήθηκαν με τον Πούτιν. Γι’ αυτό και η τηλεοπτική προβοκάτσια του Σαακασβίλι τούς εμφάνιζε ως «συνεργάτες των εισβολέων της Μόσχας».

Με τέτοια κόλπα όμως ο Σαακασβίλι είναι αδύνατον να σωθεί...

ΠΗΓΗ: ΕΘΝΟΣ

Διαβάστε περισσότερα...

Η εισβολή των Ρώσων ήταν φάρσα


«Ο πρόεδρος Μιχαήλ Σαακασβίλι δολοφονήθηκε. Ρωσικά άρματα εισέβαλαν στη χώρα». Αυτό έλεγε το ρεπορτάζ αλλά δεν ήταν αλήθεια. Γεγονός είναι όμως ότι στη Γεωργία, χθες, προκλήθηκε πανικός. Το θέμα που πρόβαλε το ιδιωτικό τηλεοπτικό δίκτυο Imedi TV, διάρκειας 20 λεπτών, αναφερόμενο σε ένα "σενάριο" όπως ανέφερε, προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση μεταξύ των πολιτών, ορισμένοι από τους οποίους λέγεται ότι έπαθαν καρδιακή προσβολή. Τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας κατέρρευσαν, όπως και τα κέντρα των υπηρεσιών εκτάκτων αναγκών. Για πολλούς Γεωργιανούς η χώρα είχε γυρίσει πίσω, στον Αύγουστο του 2008, στον πόλεμο με τη Ρωσία.

Στις εικόνες που κατέκλυσαν τις τηλεοπτικές οθόνες δεν υπήρχε η προειδοποίηση ότι πρόκειται για "σενάριο", για να μην πανικοβληθεί ο κόσμος. Μόνο μια εξαιρετικά σύντομη, βιαστική ενημέρωση είχε κάνει το κανάλι που, όπως αποδείχτηκε, ελάχιστοι την συγκράτησαν. Ακόμη και ρωσικά μέσα ενημέρωσης διέκοψαν το κανονικό πρόγραμμά τους για να αναφερθούν σε ό,τι μετέδιδε το γεωργιανό δίκτυο.



Το σενάριο
Σύμφωνα με το σενάριο, «κατά την χειρότερη μέρα στην ιστορία της Γεωργίας», ρωσικές δυνάμεις προωθούνται στην Τυφλίδα και βομβαρδίζουν το αεροδρόμιο. Ο Σαακασβίλι δολοφονείται. Οι ηγέτες της αντιπολίτευσης έχουν συμμαχήσει με τους Ρώσους και τους έχουν ζητήσει βοήθεια, ώστε να σταματήσει η πολιτική αναταραχή που προκλήθηκε, ύστερα από τις τοπικές εκλογές στην Τυφλίδα. Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπαράκ Ομπάμα ζητά από τη Ρωσία να σταματήσει τη στρατιωτική δράση, όμως ο Ρώσος ομόλογός του, δεν πείθεται.

Η πραγματικότητα
Γεγονός είναι πάντως ότι οι δημοτικές εκλογές αναμένεται να πραγματοποιηθούν μέχρι το τέλος Μαίου. Επίσης, δύο ηγέτες της αντιπολίτευσης είχαν πρόσφατα χωριστές συναντήσεις με τον Ρώσο πρωθυπουργό Βλαντιμίρ Πούτιν. Σύμφωνα με τον τηλεοπτικό σταθμό, το θέμα προβλήθηκε για να δει το τηλεοπτικό κοινό τι μπορεί να συμβεί στο μέλλον.

Ο συγκεκριμένος σταθμός διοικείται από στενό συνεργάτη του Γεωργιανού προέδρου Μιχαήλ Σαακασβίλι. Όταν εκπρόσωπος του προέδρου ρωτήθηκε αν ο Σαακασβίλι έχει οποιαδήποτε ανάμειξη ή ήταν ενημερωμένος για το θέμα, πριν προβληθεί, απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να κάνει κάποιο σχόλιο. Ο ίδιος ο Σαακασβίλι απολογήθηκε για τον τρόπο που παρουσιάστηκε το "σενάριο" προκαλώντας πανικό, αλλά τόνισε ότι δεν είναι απίθανο να συμβούν αυτά που αναφέρθηκαν στο τηλεοπτικό θέμα: «Ήταν δυσάρεστα αυτά που είδαμε αλλά πιο δυσάρεστο είναι το γεγονός ότι το ρεπορτάζ προσεγγίζει σε μεγάλο βαθμό αυτό που θα μπορούσε να συμβεί ή αυτό που ο εχθρός της Γεωργίας έχει κατά νου».

«Οι γεωργιανές αρχές είναι υπεύθυνες για την προετοιμασία και τις επιπτώσεις του θέματος», επισήμανε από την αντιπολίτευση η Συμμαχία για τη Γεωργία.

Πηγή: http://www.tanea.gr
Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Πόκερ ΗΠΑ - Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα


Με τις επισκέψεις Μπάιντεν σε Ουκρανία και Γεωργία, η Ουάσιγκτον πιέζει τη Μόσχα να σκληρύνει τη στάση της έναντι του Ιράν


Του Πετρου Παπακωνσταντινου
«Σε είχα προειδοποιήσει Τζο ότι δεν υπάρχει περίπτωση να φας τζάμπα στη Γεωργία»! Αυτό το χοντροκομμένο αστείο απηύθυνε, ενώπιον δημοσιογράφων, ο ηλικίας 41 ετών πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι στον κατά 26 χρόνια μεγαλύτερό του αντιπρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζόζεφ Μπάιντεν, κατά το επίσημο δείπνο που του παρέθεσε, την Τετάρτη. Το ιδιότροπο χιούμορ παρέπεμπε στο αίτημά του για αμερικανικά όπλα και Αμερικανούς παρατηρητές που θα θωρακίσουν τη Γεωργία, ένα χρόνο μετά τη στρατιωτική συντριβή της από τη Ρωσία. Ωστόσο, ο πολύπειρος Μπάιντεν θα πρέπει να αναγνώρισε το ποιόν του οικοδεσπότη του – ένα αλαζονικό «ποντίκι που βρυχάται», προκαλώντας με τον πιο ανεύθυνο τρόπο τον μεγάλο γείτονά του με την πεποίθηση ότι, την κατάλληλη στιγμή, θα έρθουν οι Αμερικανοί να τον σώσουν, σαν το Ιππικό στις ταινίες με Ινδιάνους.
Αν όμως κάτι τέτοιο δεν έπραξε τον περασμένο Αύγουστο η Αμερική του Μπους, είναι πολύ απίθανο να το πράξει σήμερα η Αμερική του Ομπάμα. Ο Μπάιντεν, που απέφυγε να ανταποδώσει το «Τζο» με το αντίστοιχό του «Μιχαλάκη» ή «Μίκι», προτιμώντας την ψυχρή επισημότητα του «κύριε πρόεδρε», δήλωσε μεν το αναμενόμενο «στεκόμαστε το πλευρό σας», αλλά απέφυγε κάθε δέσμευση στα συγκεκριμένα. Αλλωστε, η Ρωσία είχε προειδοποιήσει ότι θα εμποδίσει με κάθε τρόπο τον επανεξοπλισμό της Γεωργίας, ενώ ούτε η Αμερική ούτε κάποια άλλη μεγάλη Δυτική δύναμη έχουν κάνει το παραμικρό που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την ντε φάκτο απόσχιση από τη Γεωργία της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας. Απόσχιση, η οποία, πλην των άλλων, έδωσε στη Ρωσία το ήμισυ των γεωργιανών ακτών στη Μαύρη Θάλασσα.


Επαναπροσέγγιση
Το τετραήμερο ταξίδι του Αμερικανού αντιπροέδρου σε δύο γεωστρατηγικά κρίσιμες πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες, Ουκρανία και Γεωργία, είχε προφανή πολιτική σημασία. Ο Μπάιντεν ήταν εκείνος που έριξε το σύνθημα για μια συνολική «επανεκκίνηση» των ρωσοαμερικανικών σχέσεων στη μετά Μπους εποχή, κάτι που άρχισε να υλοποιείται με την πρόσφατη, επίσημη επίσκεψη του Ομπάμα στη Μόσχα. Μάλιστα, το ηγετικό δίδυμο του Λευκού Οίκου έχει αναλάβει εξ ολοκλήρου την αμερικανική «Οστ - Πολιτίκ» προς τη Ρωσία, περιθωριοποιώντας τη Χίλαρι Κλίντον, η οποία δεν συνόδευσε καν τον Ομπάμα στη Μόσχα – επειδή υπέστη κάταγμα στον ώμο, όπως είπε η ίδια.
Το ενδεχόμενο μιας κάποιας, έστω ασταθούς και περιορισμένης, επαναπροσέγγισης ΗΠΑ - Ρωσίας θορύβησε τους πιο ρωσοφοβικούς κύκλους της Ανατολικής Ευρώπης. Στις 16 Ιουλίου, είκοσι πολιτικές προσωπικότητες από τις πρώην κομμουνιστικές χώρες (Βαλέσα, Χάβελ, Κβασνιέφσκι κ.ά.) δημοσιοποίησαν ανοιχτή επιστολή προς τον Μπαράκ Ομπάμα. Βασιλικότεροι του βασιλέως, οι υπογράφοντες εκφράζουν «ανησυχία για την εξασθένηση του ΝΑΤΟ» και για το γεγονός ότι οι χώρες τους «δεν βρίσκονται πια στην καρδιά της αμερικανικής, εξωτερικής πολιτικής». Επίσης, εκλιπαρούν την Ουάσιγκτον να μην εγκαταλείψει το σχέδιο για αντιπυραυλική ασπίδα σε Πολωνία και Τσεχία – ένα σχέδιο που εξοργίζει τους Ρώσους και διχάζει τους Ευρωπαίους.
Υπό αυτό το πρίσμα, είναι πολύ πιθανό ο Ομπάμα να έστειλε τον Μπάιντεν σε Ουκρανία και Γεωργία, πλην των άλλων και για να διασκεδάσει τις ανησυχίες που προκάλεσε η δική του επίσκεψη στη Μόσχα. Πράγματι, ο Αμερικανός αντιπρόεδρος ξεκαθάρισε, στο Κίεβο, ότι «οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν αναγνωρίζουν σε καμία περίπτωση σφαίρες επιρροής» – μια ευθεία απάντηση στο «δόγμα Μεντβέντεφ», που ανακήρυξε τις πρώην σοβιετικές Δημοκρατίες σε «ζώνη ζωτικών, ρωσικών συμφερόντων». Επιπλέον, δήλωσε ότι η Ουάσιγκτον θα υποστηρίξει την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ, αν ο λαός της επιθυμεί κάτι τέτοιο. Μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν casus belli για τη Ρωσία, η αντίδραση της οποίας πιθανόν να έφτανε μέχρι την απόσχιση της ανατολικής Ουκρανίας και της Κριμαίας –όπου βρίσκεται και ο ρωσικός ναύσταθμος της Σεβαστούπολης– κατά το πρότυπο της Ν. Οσετίας και της Αμπχαζίας.

Ενταξη στο ΝΑΤΟ
Η αλήθεια είναι, όμως, ότι ο Μπάιντεν δεν πέρασε την «κόκκινη γραμμή». Συνδέοντας την ένταξη της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ με τη θέληση του λαού της, ουσιαστικά έστειλε την υπόθεση στις ελληνικές καλένδες, καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πλειοψηφία των Ουκρανών αντιτίθεται. Οσο για τη Γεωργία, ο Σαακασβίλι αναγνώρισε με συνέντευξη στη Wall Street Journal ότι «η προοπτική ένταξης στο ΝΑΤΟ είναι ουσιαστικά νεκρή», λόγω των ρωσικών αντιρρήσεων. Τέλος, ο Μπάιντεν όχι μόνο δεν υποσχέθηκε στη Γεωργία όπλα και παρατηρητές, αλλά προειδοποίησε αυστηρά τον Σαακασβίλι να αποφύγει ένα νέο στρατιωτικό τυχοδιωκτισμό για την ανακατάληψη των δύο ντε φάκτο ανεξάρτητων περιοχών.
Θα μπρούσε, επομένως, να εικάσει κανείς ότι η κυβέρνηση Ομπάμα βλέπει, σ’ αυτή τη φάση, την προοπτική ένταξης Ουκρανίας και Γεωργίας στο ΝΑΤΟ περισσότερο ως διαπραγματευτικά ατού, ώστε να πετύχει μια πιο ευνοϊκή στάση της Ρωσίας σε άλλα μέτωπα που ενδιαφέρουν πρωτίστως, αυτή την περίοδο, τους Αμερικανούς και πρώτα απ’ όλα στο ζήτημα του Ιράν.
Αντίστοιχα, επιφυλακτική είναι και η τακτική του Κρεμλίνου: Υπόσχεται στο καθεστώς Αχμεντινετζάντ, το οποίο στηρίζει πολιτικά, πυρηνική τεχνολογία και συζητάει την παράδοση πυραύλων S–300, που θα μπορούσαν να αλλάξουν τον συσχετισμό δυνάμεων με το Ισραήλ, αλλά βρίσκει διαρκώς προσχήματα να αναστέλλει τις κρίσιμες αποφάσεις. Αφήνει έτσι ανοιχτή την πόρτα για ένα μεγάλο παζάρι, μια «τράμπα» μεταξύ Ουκρανίας και Ιράν, η οποία, σε πείσμα των δηλώσεων Μπάιντεν, θα διεμήνυε ότι, 64 χρόνια μετά τη Γιάλτα, οι ζώνες επιρροής παραμένουν λιγότερο θεωρητικές απ’ ό,τι πολλοί θα ήθελαν να φαντάζονται.

Ξέβαψαν οι «έγχρωμες επαναστάσεις»
Ηρωες των λεγόμενων «έγχρωμων επαναστάσεων» (της «ροζ», στη Γεωργία, το 2003 και της «πορτοκαλί», στην Ουκρανία, το 2004), οι οικοδεσπότες του Τζόζεφ Μπάιντεν υπήρξαν αγαπημένα παιδιά της κυβέρνησης Μπους. Με την κυβέρνηση Ομπάμα, όμως, οι μέρες του Μιχαήλ Σαακασβίλι στην προεδρία της Γεωργίας και του Βίκτορ Γιούσενκο σε εκείνη της Ουκρανίας προμηνύονται δύσκολες ή και μετρημένες.
Σε δημόσια ομιλία του, στο Κίεβο, ο Μπάιντεν κατσάδιασε τον Γιούσενκο και την πρωθυπουργό του Ιουλία Τιμοσένκο, τους κάλεσε «να σταματήσουν να καβγαδίζουν και να παίρνουν πόζες» και αναρωτήθηκε «γιατί η κυβέρνηση δεν επιδεικνύει την ίδια πολιτική ωριμότητα με τον απλό κόσμο». Η λυσσαλέα αντιπαράθεση μεταξύ των δύο πολιτικών λειτουργεί σε βάρος του φιλοδυτικού μπλοκ εν όψει των προεδρικών εκλογών της 17ης Ιανουαρίου. Το γεγονός ότι ο Μπάιντεν επέλεξε να συναντηθεί όχι μόνο με τους Γιούσενκο και Τιμοσένκο, αλλά και με τον ηγέτη της φιλορωσικής αντιπολίτευσης, Βίκτορ Γιανουκόβιτς και με τον νεαρό πρώην υπουργό Εξωτερικών Αρσένι Γιάτσενουκ, από τα αουτσάιντερ των προεδρικών εκλογών, μαρτυρεί ότι η κυβέρνηση Ομπάμα επιθυμεί να κρατήσει όλες τις πόρτες ανοιχτές.
Ιδια γεύση στην Τιφλίδα, όπου, όπως δήλωσε ανώτατος Αμερικανός αξιωματούχος, ο Μπάιντεν μίλησε, κεκλεισμένων των θυρών, «χωρίς περιστροφές» στον Σαακασβίλι, για να συναντηθεί, στη συνέχεια, με τους βασικούς ηγέτες της αντιπολίτευσης, οι οποίοι τον κατηγορούν ως δικτάτορα και τυχοδιώκτη: Την πρώην πρόεδρο της Βουλής, Νίνο Μπουρτζανάτζε και τον πρώην βουλευτή της χώρας στις ΗΠΑ, Νίνο Αλασάνια.
Διαβάστε περισσότερα...

Παρασκευή 22 Μαΐου 2009

Η διάσπαση έναντι της Γεωργίας


Le Monde Diplomatique

Που κινείται η Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική;

Του Federico Santopinto
Ερευνητή της Ομάδας έρευνας και πληροφόρησης για την ειρήνη και την ασφάλεια (GRIP) 



Ενόσω η Ουάσιγκτον φαίνεται να παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες την ένταξη της Γεωργίας (και της Ουκρανίας) στο ΝΑΤΟ, οι Ρώσοι και Γεωργιανοί ιθύνοντες συναντήθηκαν εκ νέου, τον περασμένο Δεκέμβριο, για τον τρίτο γύρο των συνομιλιών της Γενεύης. Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της συμφωνίας που επετεύχθη με τη διαμεσολάβηση του Γάλλου προέδρου, Νικολά Σαρκοζί, κατά την κρίση του περασμένου Αυγούστου. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, παρότι χαιρετίστηκε σαν επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άφησε να διαφανούν οι ρωγμές της.

Τον Αύγουστο του 2008, η Γαλλία, η οποία είχε μόλις αναλάβει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πέτυχε την παύση των εχθροπραξιών ανάμεσα στις ρωσικές και τις γεωργιανές δυνάμεις. Πολλοί αναλυτές θεώρησαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εν λόγω συμφωνία, ρόλο πρωτοφανή για τα δεδομένα της. Ωστόσο, η εξής αμφιβολία ανακύπτει αναπόφευκτα: ποιος μεσολάβησε στην πραγματικότητα για την επίλυση της γεωργιανής κρίσης, η Γαλλία ή η Ευρωπαϊκή Ένωση;

Η ταυτότητα της ΕΕ στη διεθνή σκηνή
Το νήμα της απάντησης μπορεί να αναζητηθεί σε μία λεπτομέρεια, φαινομενικά ήσσονος σημασίας. Όταν ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και ο υπουργός εξωτερικών, Μπερνάρ Κουσνέρ, μετέβησαν στη Μόσχα και, κατόπιν, στην Τιφλίδα, στις 12 Αυγούστου, δεν συνοδεύονταν ούτε από τον Ύπατο Αρμοστή για την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια (ΚΕΠΑΑ), Χαβιέ Σολάνα, ούτε από τον πρόεδρο της Επιτροπής, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόσο. Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός την οποία απέσπασαν αντιμετωπίστηκε, στη συνέχεια, με δριμείες επικρίσεις από πολλούς εταίρους τους. Αναμφίβολα, κατά το δεύτερο ταξίδι τους, στις 8 Σεπτεμβρίου, οι Σαρκοζί και Κουσνέρ εμφανίστηκαν μαζί με τους Σολάνα και Μπαρόσο. Όμως η παρτίδα είχε ήδη παιχτεί. Και σίγουρα όχι με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τι θα είχε συμβεί αν η Ρωσο-Γεωργιανή σύρραξη είχε ξεσπάσει μερικούς μήνες αργότερα ή νωρίτερα; Την 1η Ιανουαρίου 2009, η προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πέρασε στη Δημοκρατία της Τσεχίας, η διπλωματική ισχύς της οποίας φαίνεται αναμφίβολα λιγότερο βαρύνουσα από εκείνη της Γαλλίας, ενώ και οι σχέσεις της με τη Ρωσία είναι πολύ πιο τεταμένες. Πριν από τη Γαλλία, η εκπροσώπηση της Ευρώπης ανά τον κόσμο είχε επιφορτίσει τη Σλοβενία. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή αντίδραση θα ήταν η ίδια. Είναι, επομένως, η τύχη που καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσδιορίζει την αποτελεσματικότητά της;

Αποτελεί πρόκληση το να κατανοήσει κανείς τον ρόλο και την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διεθνή σκηνή. Η γεωργιανή κρίση διαφωτίζει τις δυσκολίες της να αναπτύξει διακριτή και ενιαία εξωτερική πολιτική. Η έκτακτη ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, την 1η Σεπτεμβρίου, είναι πολύ πιο αποκαλυπτική, ως προς αυτό, απ' ό,τι το ταξίδι των Σαρκοζί και Κουσνέρ στη Ρωσία και στη Γεωργία. Πράγματι, εκείνη την ημέρα, οι αμφισημίες και δη η σύγχυση που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές τοποθετήσεις αναδύθηκαν εκ νέου στην επιφάνεια. Από τη μία πλευρά, οι Βρυξέλλες δείχνουν κατά τα φαινόμενα ιδιαίτερη αυστηρότητα έναντι της Μόσχας: καταδικάζουν με σπάνια αυστηρότητα τη «δυσανάλογη απάντηση» των Ρώσων, παραμένουν ασαφείς ως προς τις ευθύνες της γεωργιανής κυβέρνησης, χαρακτηρίζουν απαράδεκτη την αναγνώριση ανεξαρτησίας της Νοτίου Οσετίας και της Αμπχαζίας, στέλνουν παρατηρητές. Μεταξύ άλλων, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραχωρεί στη Γεωργία σημαντική βοήθεια για την ανάπτυξη και την ανοικοδόμηση (880 εκ. ευρώ, κονδύλιο τεράστιο συγκριτικά με τη σημασία της πληγείσας εδαφικής επικράτειας και με τις καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος), ενώ, τέλος, εξετάζει το ενδεχόμενο να διευκολύνει την παραχώρηση βίζας και υπόσχεται τη σύναψη συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου.

Οι διακριτές τάσεις
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι Βρυξέλλες σπεύδουν να τείνουν το χέρι στη Μόσχα και να δηλώσουν ότι «ενόψει της αλληλεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας (...), δεν υφίσταται επιθυμητή εναλλακτική αντί μίας σχέσης δυνατής, θεμελιωμένης στη συνεργασία, στην εμπιστοσύνη και στο διάλογο». Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφεύγει, λοιπόν, να προβεί σε κυρώσεις. Κυρίως, δεν αναβάλλει τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας, οι οποίες είχαν ξεκινήσει τον προηγούμενο Ιούλιο, αναβάλλοντάς τες απλώς μερικούς μήνες. Από τη δική της πλευρά, η Μόσχα δεν διέκοψε τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή δύναμη (Eufor) στο Τσαντ και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Η Ρωσία ετοιμάζεται, μάλιστα, να συνεισφέρει το ένα τρίτο σχεδόν των απαιτούμενων ελικοπτέρων.

Αναμφίβολα, η θεαματική διάσπαση η οποία χαρακτήρισε την έκτακτη ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ενόψει του πολέμου στο Ιράκ, το 2003, αποφεύχθηκε. Ωστόσο, η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη γεωργιανή κρίση μοιάζει με παζλ το οποίο φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να συναρμολογηθεί, αντικατοπτρίζοντας έναν περίπλοκο συμβιβασμό μεταξύ άκρως αποκλινόντων συμφερόντων.

Στην πραγματικότητα, μετά την ιρακινή κρίση, οι έντονες διαφοροποιήσεις στους κόλπους της Ευρώπης μεταβλήθηκαν ελάχιστα. Αυτό που άλλαξε, και δεν είναι λίγο, είναι η ικανότητα των κρατών-μελών να συνυπάρχουν με αυτές τις διαφορές, συγκαλύπτοντάς τες, αναμφισβήτητα, αλλά επιτυγχάνοντας, τουλάχιστον, τον συμβιβασμό. Παρ' όλα αυτά, το 2008 όπως και το 2003, δύο μείζονες τάσεις παραμένουν διακριτές. Από τη μία πλευρά, υφίσταται ο άξονας με επίκεντρο το Ηνωμένο Βασίλειο και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα εν λόγω κράτη προάγουν θέσεις οι οποίες προσιδιάζουν σε εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ συχνά παρεμποδίζουν την ενσωμάτωση. Από την άλλη, οι ιδρύτριες χώρες και τα κράτη της Ιβηρικής χερσονήσου είναι λιγότερο «ουραγοί» της Ουάσιγκτον και προσπαθούν να παγιώσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και την άμυνα.

Προφανώς, ο παραπάνω διαχωρισμός είναι σχετικός, κυρίως ανάλογα με τις εναλλαγές στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό των κρατών-μελών. Υπό τις κυβερνήσεις της δεξιάς ή της κεντροδεξιάς, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία τείνουν να υιοθετούν τις θέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, ενόσω η Ολλανδία προσεγγίζει το Ηνωμένο Βασίλειο (1). Όμως, πέρα από αυτές τις διαφοροποιήσεις, η προαναφερθείσα θεμελιακή διάκριση φαίνεται να εδραιώνεται προοδευτικά. Προφανής κατά το ξέσπασμα του πολέμου στο Ιράκ το 2003, την ξαναβρίσκουμε αμβλυμένη στη Γεωργιανή κρίση, όταν η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία ανέκοψαν την αντιρωσική ζέση των εταίρων τους στην αγγλοσαξονική επικράτεια και στην Ανατολή.

Κενά και αδυναμίες 
Οι θεμελιώδεις διαφωνίες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξηγούνται από την έλλειψη πολιτικής βούλησης σε ό,τι αφορά την ενοποίηση. Όμως, απορρέουν, επίσης, από στρατηγικές επιλογές οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν. Πώς θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει ενιαία εξωτερική πολιτική στον Καύκασο από τη στιγμή που δεν διαθέτει κοινή ενεργειακή πολιτική; Με άλλα λόγια, αν η BP (πρώην British Petroleum) κατασκευάζει, από κοινού με την αμερικανική Chevron, τον πετρελαιαγωγό Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϋχάν (BTC) ο οποίος παρακάμπτει τη Ρωσία και διασχίζει τη Γεωργία, την ώρα που η Γερμανία υλοποιεί έναν αγωγό φυσικού αερίου ο οποίος περνάει κάτω από τη Βαλτική αποφεύγοντας τη μισή Ευρώπη και τη συνδέει απευθείας με τη Μόσχα, πώς να εκπλαγεί κανείς, κατόπιν, που το Λονδίνο και το Βερολίνο ακολούθησαν αποκλίνουσες στρατηγικές έναντι της γεωργιανής κρίσης; Το πρόβλημα, λοιπόν, αφορά στα θεμέλια και όχι στο επιστέγασμα. Ελλείψει θάρρους για την ανάπτυξη ενεργειακής πολιτικής ικανής να συγκροτήσει πλατφόρμα κοινών συμφερόντων, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καταδικασμένη στην υιοθέτηση αδύναμης και συγκεχυμένης εξωτερικής πολιτικής.

Πολύ περισσότερο απ' ό,τι διαμέσου των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, είναι χάρη στην ανάληψη απτών και συγκεκριμένων πρωτοβουλιών –όπως στον ενεργειακό τομέα, για παράδειγμα– που η Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέσει τις βάσεις μίας εξωτερικής πολιτικής αποτελεσματικής και συνεκτικής. Μέχρι και σήμερα ακόμη, η ΕΕ είναι αδύναμη ν’ αντιμετωπίσει σοβαρές καταστάσεις. Ο έλεγχος του εμπορίου όπλων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρά την υιοθέτηση ενός δεοντολογικού κώδικα μη δεσμευτικού από τους 27, η παραχώρηση αδειών για την πώληση όπλων παραμένει προνόμιο καθαρά εθνικό, το οποίο δεν εναρμονίζεται με τις δεδηλωμένες φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μετατραπεί σε παίκτη αποφασιστικής σημασίας για την πρόληψη και τη διαχείριση των ένοπλων συγκρούσεων, κυρίως διαμέσου της πολιτικής της συνεργασίας για την ανάπτυξη. Η γεωργιανή κρίση είναι η πιο πρόσφατη μαρτυρία του παραπάνω γεγονότος.
Πολύ πριν από τον πόλεμο του περασμένου Αυγούστου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προβλέψει την παραχώρηση, για την περίοδο 2007-2010, πάνω από 120 εκ. ευρώ στη Γεωργία, στο πλαίσιο της αναπτυξιακής της βοήθειας. Σημαντικό μέρος του εν λόγου ποσού προορίζεται για την προώθηση της ειρήνης, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (31,5 εκ ευρώ). Επιπροσθέτως, προβλέφθηκε προϋπολογισμός της τάξης των 19 εκ. ευρώ για την ειρηνική επίλυση των εσωτερικών γεωργιανών διαμαχών. Το εν λόγω κονδύλιο, μεταξύ άλλων, στοχεύει στην καταπολέμηση της μάστιγας των ελαφρών όπλων στην περιοχή.


Εξωτερική πολιτική και πωλήσεις όπλων
Παράλληλα, φαίνεται ότι οι κύριοι προμηθευτές όπλων στη Γεωργία είναι, εκτός από την Ουκρανία, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επικεφαλής τη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Βουλγαρία. Σε διάστημα πέντε ετών, η Τιφλίδα πολλαπλασίασε κατά δεκατέσσερις φορές τις στρατιωτικές της δαπάνες. Είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι τέτοια αύξηση δικαιολογείται από τη φιλοδοξία της χώρας να εκσυγχρονίσει το οπλοστάσιό της με προοπτική το ενδεχόμενο ένταξης στο ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριμένα, οι Γεωργιανές αγορές αφορούν κυρίως εξοπλισμό παρωχημένης τεχνολογίας, όπως παλαιά τανκς σοβιετικής παραγωγής, πολεμικά αεροσκάφη τύπου «Sukhoi», βλήματα κατά τεθωρακισμένων και πύραυλοι εδάφους αέρος. Εν ολίγοις, πρόκειται για μέσα προσαρμοσμένα στις ανάγκες άμεσων συρράξεων, όπως συνέβη στη Νότια Οσετία (2).

Έτσι, ενόσω η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαμέσου της πολιτικής της συνεργασίας για την ανάπτυξη, δαπανεί εκατομμύρια ευρώ για να προωθήσει την ειρήνη και για να καταπολεμήσει τον πολλαπλασιασμό των ελαφρών όπλων στη Γεωργία, μέλη των 27 κατακλύζουν τη χώρα με όπλα. Πώς να προσδιορίσει κανείς τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Πρέπει να θεωρείται οργάνωση η οποία, διαμέσου της αναπτυξιακής βοήθειας, ευνοεί τη σταθερότητα ή η οποία, διαμέσου της πώλησης όπλων, υποδαυλίζει την αστάθεια; Η Συνθήκη της Λισαβόνας, αν κάποια μέρα επικυρωθεί (3), δεν θα δώσει σαφή απάντηση. Η τροποποίηση της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητά της στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων.

Η Συνθήκη, εξάλλου, δεν θα πετύχει, ενδεχομένως, να διασαφηνίσει τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τους σημαντικούς διεθνείς φακέλους. Η δημιουργία σταθερού πόστου για τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (με θητεία δυόμισι ετών, ανανεώσιμη άπαξ) και του νέου πόστου ύπατης αρμοστείας, καθώς και η ανάπτυξη ενιαίας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, θα όφειλαν, αναμφίβολα, να εντείνουν τον συντονισμό. Ο πρόεδρος και ο ύπατος αρμοστής θα παραμείνουν, ωστόσο, «πρέσβεις», εκπρόσωποι των κρατών-μελών, και όχι «policy makers», δηλαδή αρχές ικανές να χαράξουν πολιτική γραμμή. Ως προς το τελευταίο, η νέα Συνθήκη δεν θα μεταβάλει ιδιαίτερα το τοπίο.

Σταθερή προεδρία και συνοχή
Κυρίως, δεν θα μεταβάλει το διακυβερνητικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή της συναίνεσης, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Τόσο πριν όσο και μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι δύσκολες συμφωνίες, όπου είναι απαραίτητος ο συνυπολογισμός των αποκλίσεων μεταξύ των κρατών-μελών, θα συνεχίσουν να παράγουν θέσεις αμφίσημες και συγκεχυμένες.

Απεναντίας, σε μία προεδρία δυόμισι ετών, θα είναι ανέφικτη η ανάληψη πρωτοβουλιών όπως εκείνη του Σαρκοζί εν μέσω της Γεωργιανής κρίσης. Τον Αύγουστο, ο Γάλλος πρόεδρος πραγματοποίησε κατεπείγουσα παρέμβαση εν ονόματι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να έχει την έγκρισή της. Μία σταθερή προεδρία, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη, θα ευνοούσε άραγε παρόμοιο περιθώριο ελιγμού; Ο πρόεδρος δεν θα όφειλε να περιμένει το πράσινο φως των βασικών κρατών-μελών προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια;

Ορισμένοι θα θεωρήσουν το παραπάνω γεγονός βελτίωση, γιατί η Ευρώπη δεν θα είναι σε θέση να παρέμβει παρά μόνο με δεδομένη τη συναίνεση, αποφεύγοντας έτσι τις βεβιασμένες κινήσεις. Κάποιοι άλλοι θα το εκλάβουν αρνητικά, γιατί θα υπονομευτεί η δυνατότητα ταχύτατης διπλωματικής αντίδρασης από ορισμένα κράτη-μέλη. Παραδόξως, οι χώρες οι οποίες χαρακτηρίζονται, παραδοσιακά, από ευρωσκεπτικισμό, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Πολωνία, οι οποίες έθεσαν τόσα εμπόδια στη διαπραγμάτευση και στην επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, θα έπρεπε να τοποθετηθούν μεταξύ των πρώτων. Μία σταθερή προεδρία, πράγματι, θα υποχρεούνταν να λάβει υπόψη την οπτική τους από τα πρώτα στάδια οποιασδήποτε επικείμενης κρίσης.


Υποσημειώσεις 

(1) Βεβαίως, τίποτα δεν εγγυάται ότι μία ενωμένη Ευρώπη θα αποδεικνυόταν λιγότερο ουραγός έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών.
(2) Luc Mampaey, «Les pyromanes du Caucase: les complicités du réarmement de la Géorgie», «Les Notes d' analyse du GRIP» (www.grip.org/bdg/pdf/g0908.pdf). Βλ. επίσης, του ιδίου συγγραφέα, «De mauvaises fées sur le berceau de l' Europe de la défense», «Le Monde Diplomatique», Οκτώβριος 2006.
(3) Στις 12 Ιουνίου 2008, η Ιρλανδία απέρριψε, με δημοψήφισμα, τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η επικύρωση του εν λόγω κειμένου στα υπόλοιπα κράτη-μέλη έγινε με παραπομπή του στα εθνικά κοινοβούλια. Μονάχα η Τσεχική Δημοκρατία, η κυβέρνηση της οποίας έχει εκφράσει δημοσίως το σκεπτικισμό της αναφορικά με τη Συνθήκη, δεν την έχει υποβάλει ακόμη ούτε στην κρίση του λαού ούτε στους αιρετούς αντιπροσώπους του. Βλ. Anne-Cecile Robert, «L'Union européenne d'une crise à l' autre», 18 Ιουνίου 2008, http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2008-06-18-Apres-le-non Διαβάστε περισσότερα...

Δευτέρα 11 Μαΐου 2009

Ποιον συμφέρει η κλιμάκωση στις σχέσεις Ρωσίας - ΝΑΤΟ - Γεωργίας


 Το κατασκοπευτικό θρίλερ, οι απελάσεις διπλωματών, η αντίδραση της Μόσχας και οι φάκελοι για δυτικές ΜΚΟ και εταιρείες 

Του ανταποκριτή  στη Μόχα Αχιλλέα Πατσούκα

Στο ίδιο έργο θεατής βρέθηκε για άλλη μια φορά η διεθνής κοινότητα παρακολουθώντας τη νέα κρίση που ξέσπασε στις πολυτάραχες σχέσεις Ρωσίας - ΝΑΤΟ, με κυρίαρχο το ερώτημα αν αυτό το περιστατικό θα αποτελέσει μια ακόμα σκιά στις σχέσεις τους ή αν η ρήξη αυτή θα παγιωθεί. Το κατασκοπευτικό θρίλερ διαδραματίστηκε μεταξύ του τριγώνου Βρυξελλών, Τιφλίδας και Μόσχας. Ολα ξεκίνησαν πριν από δέκα περίπου ημέρες όταν από την έδρα της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας απελάθηκαν δύο Ρώσοι διπλωμάτες με την κατηγορία της κατασκοπείας.

Πέραν της σοβαρότητος του ίδιου του γεγονότος, που προκάλεσε την αντίδραση της Μόσχας, υπάρχουν δύο λιγότερο γνωστές παράμετροι που έκαναν την οργή του Κρεμλίνου να ξεχειλίσει. Η πρώτη αφορά στον έναν εκ των δυο απελαθέντων Ρώσων διπλωματών, ο οποίος μόνο τυχαίο πρόσωπο δεν είναι, αλλά «τυγχάνει» να είναι ο γιος του πρέσβη της Ρωσίας στην Ε.Ε. Βλαντιμίρ Τσιζόφ, που αποτελεί προσωπική επιλογή του Βλαντιμίρ Πούτιν. Η δεύτερη και σημαντικότερη κρύβεται πίσω από το γεγονός πως, λίγες ημέρες μετά την εκλογή του Μπαράκ Ομπάμα, δημιουργήθηκε η αίσθηση πως οι σχέσεις Ρωσίας - ΝΑΤΟ ομαλοποιούνται. Προς αυτήν μάλιστα την κατεύθυνση, η ρωσική πλευρά το τελευταίο δίμηνο προχώρησε σε χειροπιαστές ενέργειες. Το «κερασάκι στην τούρτα» ήλθε από τις Βρυξέλλες, όταν παρά τις ρωσικές εκκλήσεις αποφάσισαν να διεξάγουν κανονικά τη νατοϊκή άσκηση στη Γεωργία. Η αιτιολογία μάλιστα που προέβαλε το ΝΑΤΟ, σύμφωνα με την οποία δεν μπορούσε να ματαιώσει την άσκηση εφόσον είχε προγραμματιστεί από τον περασμένο Απρίλιο, χαρακτηρίστηκε από το Κρεμλίνο επιεικώς παιδαριώδης. Το κεφάλαιο «Γεωργία» για τη ρωσική πλευρά δεν σταμάτησε στις νατοϊκές ασκήσεις. Την περασμένη Τρίτη είχαμε το πρώτο σοβαρό μεταπολεμικό επεισόδιο στις σχέσεις Γεωργίας - Ρωσίας, όταν η Μόσχα κατηγορήθηκε από τον πρόεδρο Σαακασβίλι για υποκίνηση πραξικοπήματος - φαντάσματος και τη στάση που εκδηλώθηκε σε στρατόπεδο έξω από τη Τιφλίδα.

Οι απαντήσεις που έδωσε το Κρεμλίνο προς το ΝΑΤΟ και την Τιφλίδα ήταν διαφορετικού ύφους.

Ως αντίδραση στην απέλαση των δύο Ρώσων διπλωματών, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ ανακοίνωσε πως δεν θα παραστεί στη Σύνοδο ΝΑΤΟ - Ρωσίας στα μέσα του τρέχοντος μηνός, ενώ λίγες ώρες αργότερα το ρωσικό ΥΠΕΞ ανακοίνωνε την απέλαση δύο Καναδών διπλωματών που εργάζονταν στην υπηρεσία ενημέρωσης στο γραφείο του ΝΑΤΟ στη Μόσχα, ως αντίποινα.

Μιλώντας στην «Κ», αξιόπιστη διπλωματική πηγή εξήγησε πως η επιλογή των δύο Καναδών δεν έγινε σε «καθεστώς λοταρίας», αλλά υπήρχαν συγκεκριμένα στοιχεία. Αλλη μάλιστα πηγή υποστήριζε πως αν το ΝΑΤΟ επιθυμεί να ανοίξει τέτοιου είδους πόλεμο με τη Μόσχα, τότε η «Αεροφλότ» θα αναγκαστεί να προσθέσει ειδικές πτήσεις προς αρκετές δυτικές πρωτεύουσες, καθώς οι φάκελοι για Δυτικούς διπλωμάτες, εργαζόμενους σε ΜΚΟ και ξένες εταιρείες, οι οποίοι πέραν των βασικών τους καθηκόντων έχουν «άλλου είδους ανησυχίες», είναι ογκώδεις…

Με δεδομένο ότι τα εθνικά ζητήματα για τους Ρώσους αποτελούν ισόβια το ευαίσθητο σημείο τους, τα νέα προβλήματα που ξέσπασαν στις σχέσεις της χώρας με τη Δύση και ο δυναμικός χειρισμός από το Κρεμλίνο ίσως λειτουργήσουν και ως βάλσαμο στις πληγές που αφήνει η οικονομική κρίση.

Πηγή : kathimerini.gr

Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 12 Απριλίου 2009

Η Ρωσία συνεχίζει να κατέχει Γεωργιανά εδάφη


Του C.J. Chivers
The New York Times 


Οκτώ μήνες μετά τον πόλεμο της Ρωσίας με τη Γεωργία, ρωσικά στρατεύματα εξακολουθούν να κρατούν γεωργιανά εδάφη που το Κρεμλίνο συμφώνησε να εκκενώσει στο πλαίσιο της επίσημης κατάπαυσης του πυρός. Ο ρωσικός στρατός, σε συνεργασία με τις κυβερνήσεις και τους μικρούς στρατούς της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, έχει αναπτύξει δυνάμεις σε δύο μεγάλες λωρίδες γης, που βρίσκονταν υπό γεωργιανό έλεγχο πριν από τον πόλεμο. Παρατηρητές και διπλωμάτες δηλώνουν επίσης ότι η Ρωσία χρησιμοποίησε μαχητικά ελικόπτερα και τανκ σε περιοχές που τίποτε από αυτά δεν υπήρξε πριν από τον Αύγουστο.

Η σταθερή ρωσική στρατιωτική παρουσία στη γη που κατελήφθη το περασμένο καλοκαίρι δημιουργεί πεδίο παρατεταμένων τριβών με τη Δύση σε μια κρίσιμη εποχή. (Η κυβέρνηση Ομπάμα δεσμεύεται να αναθερμάνει τις αμερικανορωσικές σχέσεις, να αποκαταστήσει τη συνεργασία σε άλλες περιοχές και να επεξεργαστεί νέα συνθήκη για τα πυρηνικά.) Επίσης, υπογραμμίζει την ισχύ της ρωσικής στρατιωτικής σχέσης στο νότιο Καύκασο και την υπονόμευση του Γεωργιανού προέδρου, Μιχαήλ Σαακασβίλι, ακόμη και σε αυτή την περίοδο της δρομολογούμενης βελτίωσης των σχέσεων Μόσχας - Δύσης. Στην πρόσφατη συνάντησή τους, οι κ. Ομπάμα και Μεντβέντεφ αντάλλαξαν θερμά λόγια και δεσμεύσεις για συνεργασία, εγείροντας το ερώτημα στην Τιφλίδα για το αν οι ΗΠΑ θα ασκήσουν τελικά πιέσεις προκειμένου να εφαρμοστεί πλήρως η κατάπαυση του πυρός. 

Είναι αλήθεια ότι μερικοί εκτοπισμένοι Γεωργιανοί επέστρεψαν σπίτια τους μετά την αποχώρηση των Ρώσων στρατιωτών. Χιλιάδες άλλοι, όμως, παρά την παρουσία των Ευρωπαίων παρατηρητών και παρά το γεγονός ότι τα σπίτια τους απέχουν πολύ από τις αμφισβητούμενες ζώνες, δεν έχουν ακόμη ελεύθερη πρόσβαση σε αυτά, καθώς η Ρωσία εξακολουθεί να κατέχει μεγάλες περιοχές. Τα πιο προφανή παραδείγματα είναι το φαράγγι Γκορζ και η αγροτική κοιλάδα έξω από την πόλη Ακαλγκόρι - δύο μεγάλα τμήματα γης σπαρμένα με γεωργιανά χωριά που εγκαταλείφθηκαν μερικώς στη διάρκεια του χειμώνα. 

Η κυβέρνηση της Ρωσίας αρνείται να αποσαφηνίσει το ρόλο των δυνάμεών της. Η κυβέρνηση Μπους διακήρυξε ότι η Ρωσία δεν συμμορφώνεται με τους όρους της εκεχειρίας, αλλά η κυβέρνηση Ομπάμα, που επεξεργάζεται τις εναλλακτικές οδούς συνεργασίας με το Κρεμλίνο, δεν έχει πάρει ακόμη επίσημη θέση. Γεωργιανοί αξιωματούχοι αποφεύγουν να ασκήσουν δημοσίως κριτική κατά των ΗΠΑ. Ωστόσο, έχουν καταστήσει σαφές ότι η δική τους δυνατότητα να αναγκάσουν τη Ρωσία να τηρήσει τη συμφωνία είναι επί της ουσίας ανύπαρκτη. Όπως το έθεσε ο πρώην πρεσβευτής της Γεωργίας στον ΟΗΕ, κ. Αλασάνια, «το μόνο το οποίο μπορούμε να κάνουμε τώρα, και το μόνο στο οποίο ελπίζουμε, είναι να αποτρέψουμε ένα νέο πόλεμο». Διαβάστε περισσότερα...

Κυριακή 29 Μαρτίου 2009

Που κινείται η Ευρωπαϊκή εξωτερική πολιτική;


Le Monde Diplomatique

Η διάσπαση έναντι της Γεωργίας
 

Του Federico Santopinto
Ερευνητή της Ομάδας έρευνας και πληροφόρησης για την ειρήνη και την ασφάλεια (GRIP) 


Ενόσω η Ουάσιγκτον φαίνεται να παραπέμπει στις ελληνικές καλένδες την ένταξη της Γεωργίας (και της Ουκρανίας) στο ΝΑΤΟ, οι Ρώσοι και Γεωργιανοί ιθύνοντες συναντήθηκαν εκ νέου, τον περασμένο Δεκέμβριο, για τον τρίτο γύρο των συνομιλιών της Γενεύης. Οι εν λόγω διαπραγματεύσεις εντάσσονται στο πλαίσιο της συμφωνίας που επετεύχθη με τη διαμεσολάβηση του Γάλλου προέδρου, Νικολά Σαρκοζί, κατά την κρίση του περασμένου Αυγούστου. Η συγκεκριμένη πρωτοβουλία, παρότι χαιρετίστηκε σαν επιτυχία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άφησε να διαφανούν οι ρωγμές της.

Τον Αύγουστο του 2008, η Γαλλία, η οποία είχε μόλις αναλάβει την προεδρία του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, πέτυχε την παύση των εχθροπραξιών ανάμεσα στις ρωσικές και τις γεωργιανές δυνάμεις. Πολλοί αναλυτές θεώρησαν ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εν λόγω συμφωνία, ρόλο πρωτοφανή για τα δεδομένα της. Ωστόσο, η εξής αμφιβολία ανακύπτει αναπόφευκτα: ποιος μεσολάβησε στην πραγματικότητα για την επίλυση της γεωργιανής κρίσης, η Γαλλία ή η Ευρωπαϊκή Ένωση;

Η ταυτότητα της ΕΕ στη διεθνή σκηνή
Το νήμα της απάντησης μπορεί να αναζητηθεί σε μία λεπτομέρεια, φαινομενικά ήσσονος σημασίας. Όταν ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί και ο υπουργός εξωτερικών, Μπερνάρ Κουσνέρ, μετέβησαν στη Μόσχα και, κατόπιν, στην Τιφλίδα, στις 12 Αυγούστου, δεν συνοδεύονταν ούτε από τον Ύπατο Αρμοστή για την εξωτερική πολιτική και την ασφάλεια (ΚΕΠΑΑ), Χαβιέ Σολάνα, ούτε από τον πρόεδρο της Επιτροπής, Χοσέ Μανουέλ Μπαρόσο. Η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός την οποία απέσπασαν αντιμετωπίστηκε, στη συνέχεια, με δριμείες επικρίσεις από πολλούς εταίρους τους. Αναμφίβολα, κατά το δεύτερο ταξίδι τους, στις 8 Σεπτεμβρίου, οι Σαρκοζί και Κουσνέρ εμφανίστηκαν μαζί με τους Σολάνα και Μπαρόσο. Όμως η παρτίδα είχε ήδη παιχτεί. Και σίγουρα όχι με πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Τι θα είχε συμβεί αν η Ρωσο-Γεωργιανή σύρραξη είχε ξεσπάσει μερικούς μήνες αργότερα ή νωρίτερα; Την 1η Ιανουαρίου 2009, η προεδρία του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης πέρασε στη Δημοκρατία της Τσεχίας, η διπλωματική ισχύς της οποίας φαίνεται αναμφίβολα λιγότερο βαρύνουσα από εκείνη της Γαλλίας, ενώ και οι σχέσεις της με τη Ρωσία είναι πολύ πιο τεταμένες. Πριν από τη Γαλλία, η εκπροσώπηση της Ευρώπης ανά τον κόσμο είχε επιφορτίσει τη Σλοβενία. Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι η ευρωπαϊκή αντίδραση θα ήταν η ίδια. Είναι, επομένως, η τύχη που καθοδηγεί την εξωτερική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και προσδιορίζει την αποτελεσματικότητά της;

Αποτελεί πρόκληση το να κατανοήσει κανείς τον ρόλο και την ταυτότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη διεθνή σκηνή. Η γεωργιανή κρίση διαφωτίζει τις δυσκολίες της να αναπτύξει διακριτή και ενιαία εξωτερική πολιτική. Η έκτακτη ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, την 1η Σεπτεμβρίου, είναι πολύ πιο αποκαλυπτική, ως προς αυτό, απ' ό,τι το ταξίδι των Σαρκοζί και Κουσνέρ στη Ρωσία και στη Γεωργία. Πράγματι, εκείνη την ημέρα, οι αμφισημίες και δη η σύγχυση που χαρακτηρίζουν τις ευρωπαϊκές τοποθετήσεις αναδύθηκαν εκ νέου στην επιφάνεια. Από τη μία πλευρά, οι Βρυξέλλες δείχνουν κατά τα φαινόμενα ιδιαίτερη αυστηρότητα έναντι της Μόσχας: καταδικάζουν με σπάνια αυστηρότητα τη «δυσανάλογη απάντηση» των Ρώσων, παραμένουν ασαφείς ως προς τις ευθύνες της γεωργιανής κυβέρνησης, χαρακτηρίζουν απαράδεκτη την αναγνώριση ανεξαρτησίας της Νοτίου Οσετίας και της Αμπχαζίας, στέλνουν παρατηρητές. Μεταξύ άλλων, η Ευρωπαϊκή Ένωση παραχωρεί στη Γεωργία σημαντική βοήθεια για την ανάπτυξη και την ανοικοδόμηση (880 εκ. ευρώ, κονδύλιο τεράστιο συγκριτικά με τη σημασία της πληγείσας εδαφικής επικράτειας και με τις καταστροφές που προκάλεσε ο πόλεμος), ενώ, τέλος, εξετάζει το ενδεχόμενο να διευκολύνει την παραχώρηση βίζας και υπόσχεται τη σύναψη συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου.

Οι διακριτές τάσεις
Από την άλλη πλευρά, όμως, οι Βρυξέλλες σπεύδουν να τείνουν το χέρι στη Μόσχα και να δηλώσουν ότι «ενόψει της αλληλεξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ρωσίας (...), δεν υφίσταται επιθυμητή εναλλακτική αντί μίας σχέσης δυνατής, θεμελιωμένης στη συνεργασία, στην εμπιστοσύνη και στο διάλογο». Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποφεύγει, λοιπόν, να προβεί σε κυρώσεις. Κυρίως, δεν αναβάλλει τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας συνεργασίας, οι οποίες είχαν ξεκινήσει τον προηγούμενο Ιούλιο, αναβάλλοντάς τες απλώς μερικούς μήνες. Από τη δική της πλευρά, η Μόσχα δεν διέκοψε τη συμμετοχή της στην ευρωπαϊκή δύναμη (Eufor) στο Τσαντ και στην Κεντροαφρικανική Δημοκρατία. Η Ρωσία ετοιμάζεται, μάλιστα, να συνεισφέρει το ένα τρίτο σχεδόν των απαιτούμενων ελικοπτέρων.

Αναμφίβολα, η θεαματική διάσπαση η οποία χαρακτήρισε την έκτακτη ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ενόψει του πολέμου στο Ιράκ, το 2003, αποφεύχθηκε. Ωστόσο, η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέναντι στη γεωργιανή κρίση μοιάζει με παζλ το οποίο φαίνεται εξαιρετικά δύσκολο να συναρμολογηθεί, αντικατοπτρίζοντας έναν περίπλοκο συμβιβασμό μεταξύ άκρως αποκλινόντων συμφερόντων.

Στην πραγματικότητα, μετά την ιρακινή κρίση, οι έντονες διαφοροποιήσεις στους κόλπους της Ευρώπης μεταβλήθηκαν ελάχιστα. Αυτό που άλλαξε, και δεν είναι λίγο, είναι η ικανότητα των κρατών-μελών να συνυπάρχουν με αυτές τις διαφορές, συγκαλύπτοντάς τες, αναμφισβήτητα, αλλά επιτυγχάνοντας, τουλάχιστον, τον συμβιβασμό. Παρ' όλα αυτά, το 2008 όπως και το 2003, δύο μείζονες τάσεις παραμένουν διακριτές. Από τη μία πλευρά, υφίσταται ο άξονας με επίκεντρο το Ηνωμένο Βασίλειο και τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Τα εν λόγω κράτη προάγουν θέσεις οι οποίες προσιδιάζουν σε εκείνες των Ηνωμένων Πολιτειών, ενώ συχνά παρεμποδίζουν την ενσωμάτωση. Από την άλλη, οι ιδρύτριες χώρες και τα κράτη της Ιβηρικής χερσονήσου είναι λιγότερο «ουραγοί» της Ουάσιγκτον και προσπαθούν να παγιώσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, κυρίως σε ό,τι αφορά την ασφάλεια και την άμυνα.

Προφανώς, ο παραπάνω διαχωρισμός είναι σχετικός, κυρίως ανάλογα με τις εναλλαγές στο εγχώριο πολιτικό σκηνικό των κρατών-μελών. Υπό τις κυβερνήσεις της δεξιάς ή της κεντροδεξιάς, η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία τείνουν να υιοθετούν τις θέσεις των Ηνωμένων Πολιτειών, ενόσω η Ολλανδία προσεγγίζει το Ηνωμένο Βασίλειο (1). Όμως, πέρα από αυτές τις διαφοροποιήσεις, η προαναφερθείσα θεμελιακή διάκριση φαίνεται να εδραιώνεται προοδευτικά. Προφανής κατά το ξέσπασμα του πολέμου στο Ιράκ το 2003, την ξαναβρίσκουμε αμβλυμένη στη Γεωργιανή κρίση, όταν η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία ανέκοψαν την αντιρωσική ζέση των εταίρων τους στην αγγλοσαξονική επικράτεια και στην Ανατολή.

Κενά και αδυναμίες 
Οι θεμελιώδεις διαφωνίες στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξηγούνται από την έλλειψη πολιτικής βούλησης σε ό,τι αφορά την ενοποίηση. Όμως, απορρέουν, επίσης, από στρατηγικές επιλογές οι οποίες δεν πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν. Πώς θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει ενιαία εξωτερική πολιτική στον Καύκασο από τη στιγμή που δεν διαθέτει κοινή ενεργειακή πολιτική; Με άλλα λόγια, αν η BP (πρώην British Petroleum) κατασκευάζει, από κοινού με την αμερικανική Chevron, τον πετρελαιαγωγό Μπακού-Τιφλίδα-Τσεϋχάν (BTC) ο οποίος παρακάμπτει τη Ρωσία και διασχίζει τη Γεωργία, την ώρα που η Γερμανία υλοποιεί έναν αγωγό φυσικού αερίου ο οποίος περνάει κάτω από τη Βαλτική αποφεύγοντας τη μισή Ευρώπη και τη συνδέει απευθείας με τη Μόσχα, πώς να εκπλαγεί κανείς, κατόπιν, που το Λονδίνο και το Βερολίνο ακολούθησαν αποκλίνουσες στρατηγικές έναντι της γεωργιανής κρίσης; Το πρόβλημα, λοιπόν, αφορά στα θεμέλια και όχι στο επιστέγασμα. Ελλείψει θάρρους για την ανάπτυξη ενεργειακής πολιτικής ικανής να συγκροτήσει πλατφόρμα κοινών συμφερόντων, η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι καταδικασμένη στην υιοθέτηση αδύναμης και συγκεχυμένης εξωτερικής πολιτικής.

Πολύ περισσότερο απ' ό,τι διαμέσου των θεσμικών μεταρρυθμίσεων, είναι χάρη στην ανάληψη απτών και συγκεκριμένων πρωτοβουλιών –όπως στον ενεργειακό τομέα, για παράδειγμα– που η Ευρωπαϊκή Ένωση θα θέσει τις βάσεις μίας εξωτερικής πολιτικής αποτελεσματικής και συνεκτικής. Μέχρι και σήμερα ακόμη, η ΕΕ είναι αδύναμη ν’ αντιμετωπίσει σοβαρές καταστάσεις. Ο έλεγχος του εμπορίου όπλων αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρά την υιοθέτηση ενός δεοντολογικού κώδικα μη δεσμευτικού από τους 27, η παραχώρηση αδειών για την πώληση όπλων παραμένει προνόμιο καθαρά εθνικό, το οποίο δεν εναρμονίζεται με τις δεδηλωμένες φιλοδοξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μετατραπεί σε παίκτη αποφασιστικής σημασίας για την πρόληψη και τη διαχείριση των ένοπλων συγκρούσεων, κυρίως διαμέσου της πολιτικής της συνεργασίας για την ανάπτυξη. Η γεωργιανή κρίση είναι η πιο πρόσφατη μαρτυρία του παραπάνω γεγονότος.
Πολύ πριν από τον πόλεμο του περασμένου Αυγούστου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είχε προβλέψει την παραχώρηση, για την περίοδο 2007-2010, πάνω από 120 εκ. ευρώ στη Γεωργία, στο πλαίσιο της αναπτυξιακής της βοήθειας. Σημαντικό μέρος του εν λόγου ποσού προορίζεται για την προώθηση της ειρήνης, του κράτους δικαίου και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων (31,5 εκ ευρώ). Επιπροσθέτως, προβλέφθηκε προϋπολογισμός της τάξης των 19 εκ. ευρώ για την ειρηνική επίλυση των εσωτερικών γεωργιανών διαμαχών. Το εν λόγω κονδύλιο, μεταξύ άλλων, στοχεύει στην καταπολέμηση της μάστιγας των ελαφρών όπλων στην περιοχή.


Εξωτερική πολιτική και πωλήσεις όπλων
Παράλληλα, φαίνεται ότι οι κύριοι προμηθευτές όπλων στη Γεωργία είναι, εκτός από την Ουκρανία, οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με επικεφαλής τη Δημοκρατία της Τσεχίας και τη Βουλγαρία. Σε διάστημα πέντε ετών, η Τιφλίδα πολλαπλασίασε κατά δεκατέσσερις φορές τις στρατιωτικές της δαπάνες. Είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι τέτοια αύξηση δικαιολογείται από τη φιλοδοξία της χώρας να εκσυγχρονίσει το οπλοστάσιό της με προοπτική το ενδεχόμενο ένταξης στο ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριμένα, οι Γεωργιανές αγορές αφορούν κυρίως εξοπλισμό παρωχημένης τεχνολογίας, όπως παλαιά τανκς σοβιετικής παραγωγής, πολεμικά αεροσκάφη τύπου «Sukhoi», βλήματα κατά τεθωρακισμένων και πύραυλοι εδάφους αέρος. Εν ολίγοις, πρόκειται για μέσα προσαρμοσμένα στις ανάγκες άμεσων συρράξεων, όπως συνέβη στη Νότια Οσετία (2).

Έτσι, ενόσω η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διαμέσου της πολιτικής της συνεργασίας για την ανάπτυξη, δαπανεί εκατομμύρια ευρώ για να προωθήσει την ειρήνη και για να καταπολεμήσει τον πολλαπλασιασμό των ελαφρών όπλων στη Γεωργία, μέλη των 27 κατακλύζουν τη χώρα με όπλα. Πώς να προσδιορίσει κανείς τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα τέτοιο πλαίσιο; Πρέπει να θεωρείται οργάνωση η οποία, διαμέσου της αναπτυξιακής βοήθειας, ευνοεί τη σταθερότητα ή η οποία, διαμέσου της πώλησης όπλων, υποδαυλίζει την αστάθεια; Η Συνθήκη της Λισαβόνας, αν κάποια μέρα επικυρωθεί (3), δεν θα δώσει σαφή απάντηση. Η τροποποίηση της θεσμικής αρχιτεκτονικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα ενισχύσει την αποτελεσματικότητά της στο επίπεδο των εξωτερικών σχέσεων.

Η Συνθήκη, εξάλλου, δεν θα πετύχει, ενδεχομένως, να διασαφηνίσει τις θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τους σημαντικούς διεθνείς φακέλους. Η δημιουργία σταθερού πόστου για τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (με θητεία δυόμισι ετών, ανανεώσιμη άπαξ) και του νέου πόστου ύπατης αρμοστείας, καθώς και η ανάπτυξη ενιαίας ευρωπαϊκής εξωτερικής πολιτικής, θα όφειλαν, αναμφίβολα, να εντείνουν τον συντονισμό. Ο πρόεδρος και ο ύπατος αρμοστής θα παραμείνουν, ωστόσο, «πρέσβεις», εκπρόσωποι των κρατών-μελών, και όχι «policy makers», δηλαδή αρχές ικανές να χαράξουν πολιτική γραμμή. Ως προς το τελευταίο, η νέα Συνθήκη δεν θα μεταβάλει ιδιαίτερα το τοπίο.

Σταθερή προεδρία και συνοχή
Κυρίως, δεν θα μεταβάλει το διακυβερνητικό σύστημα που βασίζεται στην αρχή της συναίνεσης, η οποία αποτελεί το θεμέλιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και της πολιτικής ασφάλειας. Τόσο πριν όσο και μετά τη Συνθήκη της Λισαβόνας, οι δύσκολες συμφωνίες, όπου είναι απαραίτητος ο συνυπολογισμός των αποκλίσεων μεταξύ των κρατών-μελών, θα συνεχίσουν να παράγουν θέσεις αμφίσημες και συγκεχυμένες.

Απεναντίας, σε μία προεδρία δυόμισι ετών, θα είναι ανέφικτη η ανάληψη πρωτοβουλιών όπως εκείνη του Σαρκοζί εν μέσω της Γεωργιανής κρίσης. Τον Αύγουστο, ο Γάλλος πρόεδρος πραγματοποίησε κατεπείγουσα παρέμβαση εν ονόματι της Ευρωπαϊκής Ένωσης, χωρίς να έχει την έγκρισή της. Μία σταθερή προεδρία, όπως προβλέπεται από τη Συνθήκη, θα ευνοούσε άραγε παρόμοιο περιθώριο ελιγμού; Ο πρόεδρος δεν θα όφειλε να περιμένει το πράσινο φως των βασικών κρατών-μελών προτού προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια;

Ορισμένοι θα θεωρήσουν το παραπάνω γεγονός βελτίωση, γιατί η Ευρώπη δεν θα είναι σε θέση να παρέμβει παρά μόνο με δεδομένη τη συναίνεση, αποφεύγοντας έτσι τις βεβιασμένες κινήσεις. Κάποιοι άλλοι θα το εκλάβουν αρνητικά, γιατί θα υπονομευτεί η δυνατότητα ταχύτατης διπλωματικής αντίδρασης από ορισμένα κράτη-μέλη. Παραδόξως, οι χώρες οι οποίες χαρακτηρίζονται, παραδοσιακά, από ευρωσκεπτικισμό, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο ή η Πολωνία, οι οποίες έθεσαν τόσα εμπόδια στη διαπραγμάτευση και στην επικύρωση της Συνθήκης της Λισαβόνας, θα έπρεπε να τοποθετηθούν μεταξύ των πρώτων. Μία σταθερή προεδρία, πράγματι, θα υποχρεούνταν να λάβει υπόψη την οπτική τους από τα πρώτα στάδια οποιασδήποτε επικείμενης κρίσης.


Υποσημειώσεις 

(1) Βεβαίως, τίποτα δεν εγγυάται ότι μία ενωμένη Ευρώπη θα αποδεικνυόταν λιγότερο ουραγός έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών.
(2) Luc Mampaey, «Les pyromanes du Caucase: les complicités du réarmement de la Géorgie», «Les Notes d' analyse du GRIP» (www.grip.org/bdg/pdf/g0908.pdf). Βλ. επίσης, του ιδίου συγγραφέα, «De mauvaises fées sur le berceau de l' Europe de la défense», «Le Monde Diplomatique», Οκτώβριος 2006.
(3) Στις 12 Ιουνίου 2008, η Ιρλανδία απέρριψε, με δημοψήφισμα, τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Η επικύρωση του εν λόγω κειμένου στα υπόλοιπα κράτη-μέλη έγινε με παραπομπή του στα εθνικά κοινοβούλια. Μονάχα η Τσεχική Δημοκρατία, η κυβέρνηση της οποίας έχει εκφράσει δημοσίως το σκεπτικισμό της αναφορικά με τη Συνθήκη, δεν την έχει υποβάλει ακόμη ούτε στην κρίση του λαού ούτε στους αιρετούς αντιπροσώπους του. Βλ. Anne-Cecile Robert, «L'Union européenne d'une crise à l' autre», 18 Ιουνίου 2008, http://www.monde-diplomatique.fr/carnet/2008-06-18-Apres-le-non
Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 12 Νοεμβρίου 2008

Πως άρχισε η κρίση στην Ν. Οσετία


Των C. J. Chivers και Ellen Barry
New York Times



Νέες μαρτυρίες από ανεξάρτητους παρατηρητές που βρίσκονταν στη Νότια Οσετία κατά την έναρξη της κρίσης τον περασμένο Αύγουστο θέτουν σε αμφισβήτηση τους μόνιμους ισχυρισμούς των Γεωργιανών ότι βρίσκονταν σε άμυνα στις 7 Αυγούστου, όταν άρχισαν να βομβαρδίζουν εναντίον των αποσχιστικών στρατευμάτων και των Ρώσων στην πρωτεύουσα της Νότιας Οσετίας Τσχινβάλι.

Οι μαρτυρίες των παρατηρητών του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ) δεν καταλήγουν σε απόλυτα συμπεράσματα ούτε είναι τόσο πλήρεις ώστε να επιλύουν όλες τις ανοικτές διαφωνίες για το ποιος έφταιξε στον πόλεμο που όξυνε τις σχέσεις του Κρεμλίνου με τη Δύση. Όμως, εγείρουν ερωτήματα για την ακρίβεια και την ειλικρίνεια των ισχυρισμών της Γεωργίας.

Ο πρόεδρος της Γεωργίας Μιχαήλ Σαακασβίλι έχει χαρακτηρίσει τη γεωργιανή επίθεση ως πράξη άμυνας και επιχείρηση ακριβείας. Όμως, σύμφωνα με τα όσα κατέγραψαν οι παρατηρητές στις 7 και 8 Αυγούστου, γεωργιανά βλήματα και ρουκέτες έπεφταν σε όλο το Τσχινβάλι κάθε 15- 20 δευτερόλεπτα. Επίσης, οι παρατηρητές δεν μπορούν να επιβεβαιώσουν ότι το ίδιο βράδυ η Ρωσία βομβάρδιζε χωριά στα οποία κατοικούσαν Γεωργιανοί και αμφισβητούν μία από τις κύριες δικαιολογίες που έχει προσφέρει ο Σαακασβίλι για την επίθεση.

Ανώτεροι Γεωργιανοί αξιωματούχοι προτρέπουν τις δυτικές κυβερνήσεις να αγνοήσουν τις μαρτυρίες. «Αυτές οι πληροφορίες δεν ξέρω τι είναι και πώς επιβεβαιώνονται», είπε ο αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών της Γεωργίας Γκίγκα Μποκερία.

Οι παρατηρητές, στους οποίους περιλαμβανόταν ένας Φινλανδός ταγματάρχης, ένας Λευκορώσος λοχαγός αλεξιπτωτιστών και ένας Πολωνός πολίτης, ήταν μέλη της αποστολής του ΟΑΣΕ στη Νότια Οσετία, που βρίσκεται στην περιοχή από την προηγούμενη συμφωνία εκεχειρίας, τη δεκαετία του 1990. Οι παρατηρητές ενημέρωσαν για τα ευρήματά τους διπλωμάτες στην Τιφλίδα, τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο. Οι New York Times πληροφορήθηκαν το περιεχόμενο των δύο ενημερώσεων από ανθρώπους που ήταν παρόντες και στις δύο. Εν συνεχεία, τρεις δυτικοί διπλωμάτες και ένας Ρώσος επιβεβαίωσαν τις λεπτομέρειες.

Στις 3 το μεσημέρι της 7ης Αυγούστου οι παρατηρητές είδαν ότι οι Γεωργιανοί συγκέντρωναν μεγάλο αριθμό πυροβόλων όπλων και εκτοξευτών πυραύλων τύπου grad λίγο νότια από τα σύνορα με τη Νότια Οσετία. Στις 11 το βράδυ, η Γεωργία ανακοίνωσε ότι γεωργιανά χωριά δέχονται επίθεση και εξήγγειλε επιχείρηση «για την αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης» στη Νότια Οσετία. Αμέσως άρχισε να βομβαρδίζει το Τσχινβάλι.

Όμως, οι παρατηρητές δηλώνουν ότι πριν αρχίσουν οι βομβαρδισμοί από τους Γεωργιανούς, δεν ακούγονταν βομβαρδισμοί από τη ρωσική πλευρά. «Αν το βαρύ πυροβολικό έριχνε στις περιοχές που η Γεωργία ισχυρίζεται ότι έριχνε, τότε οι άνθρωποί μας θα το είχαν ακούσει. Δεν το άκουσαν», είπε στην ενημέρωσή του προς τους στρατιωτικούς ακολούθους των πρεσβειών τον Οκτώβριο ο Βρετανός σμήναρχος Γιαγκ, επικεφαλής των παρατηρητών του ΟΑΣΕ στη Νότια Οσετία. «Ακούγονταν μόνο κάποιοι πυροβολισμοί».

Οι Γεωργιανοί άρχισαν τον βομβαρδισμό του Τσχινβάλι στις 11.35 το βράδυ της 7ης Αυγούστου. Στις 11.45 έσκαγε στην πόλη ένα βλήμα κάθε 15 με 20 δευτερόλεπτα. Ένα τέταρτο μετά τα μεσάνυχτα, ο επικεφαλής των ρωσικών ειρηνευτικών δυνάμεων στην περιοχή, υποστράτηγος Μαράτ Κουλαχμέτοφ επικοινώνησε με τους παρατηρητές και τους ανακοίνωσε ότι η μονάδα του είχε δεχθεί επίθεση και είχε απώλειες. Μέχρι το πρωί, είχαν σκοτωθεί δύο Ρώσοι στρατιώτες και είχαν τραυματισθεί 5. Δύο ανώτεροι δυτικοί στρατιωτικοί που υπηρετούν στη Γεωργία είπαν ότι όποιες κι αν ήταν οι προθέσεις της Ρωσίας στην Οσετία, άπαξ και το πυροβολικό της Γεωργίας βομβάρδισε ρωσικές θέσεις η σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη.

«Ήταν σαφές ότι τα πυρά έπεφταν εντελώς αδιακρίτως και η επίθεση ήταν τελείως δυσανάλογη προς όποια πρόκληση, αν πράγματι υπήρξε κάποια πρόκληση», είπε ο τότε επικεφαλής της αποστολής του ΟΑΣΕ στη Γεωργία, πρώην λοχαγός του Βρετανικού στρατού Ράιαν Γκράιστ. «Ήταν μια συνολική επίθεση εναντίον της πόλης ως πόλης». Τον Αύγουστο, ενώ η υπουργός Εξωτερικών Έκα Τκεσελασβίλι διαβεβαίωνε τους διπλωμάτες ότι η επίθεση ήταν μετρημένη και στοχευμένη, ο Γκράιστ ενημέρωσε τους διπλωμάτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το αντίθετο. Στη συνέχεια παραιτήθηκε υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Διαβάστε περισσότερα...

Τρίτη 9 Σεπτεμβρίου 2008

Israeli Strategy After the Russo-Georgian War

By George Friedman

The Russo-Georgian war continues to resonate, and it is time to expand our view of it. The primary players in Georgia, apart from the Georgians, were the Russians and Americans. On the margins were the Europeans, providing advice and admonitions but carrying little weight. Another player, carrying out a murkier role, was Israel. Israeli advisers were present in Georgia alongside American advisers, and Israeli businessmen were doing business there. The Israelis had a degree of influence but were minor players compared to the Americans. 

More interesting, perhaps, was the decision, publicly announced by the Israelis, to end weapons sales to Georgia the week before the Georgians attacked South Ossetia. Clearly the Israelis knew what was coming and wanted no part of it. Afterward, unlike the Americans, the Israelis did everything they could to placate the Russians, including having Israeli Prime Minister Ehud Olmert travel to Moscow to offer reassurances. Whatever the Israelis were doing in Georgia, they did not want a confrontation with the Russians. 

It is impossible to explain the Israeli reasoning for being in Georgia outside the context of a careful review of Israeli strategy in general. From that, we can begin to understand why the Israelis are involved in affairs far outside their immediate area of responsibility, and why they responded the way they did in Georgia.

We need to divide Israeli strategic interests into four separate but interacting pieces:
The Palestinians living inside Israel’s post-1967 borders.
The so-called “confrontation states” that border Israel, including Lebanon, Syria, Jordan and especially Egypt.
The Muslim world beyond this region.
The great powers able to influence and project power into these first three regions.
The Palestinian Issue

The most important thing to understand about the first interest, the Palestinian issue, is that the Palestinians do not represent a strategic threat to the Israelis. Their ability to inflict casualties is an irritant to the Israelis (if a tragedy to the victims and their families), but they cannot threaten the existence of the Israeli state. The Palestinians can impose a level of irritation that can affect Israeli morale, inducing the Israelis to make concessions based on the realistic assessment that the Palestinians by themselves cannot in any conceivable time frame threaten Israel’s core interests, regardless of political arrangements. At the same time, the argument goes, given that the Palestinians cannot threaten Israeli interests, what is the value of making concessions that will not change the threat of terrorist attacks? Given the structure of Israeli politics, this matter is both substrategic and gridlocked. 

The matter is compounded by the fact that the Palestinians are deeply divided among themselves. For Israel, this is a benefit, as it creates a de facto civil war among Palestinians and reduces the threat from them. But it also reduces pressure and opportunities to negotiate. There is no one on the Palestinian side who speaks authoritatively for all Palestinians. Any agreement reached with the Palestinians would, from the Israeli point of view, have to include guarantees on the cessation of terrorism. No one has ever been in a position to guarantee that — and certainly Fatah does not today speak for Hamas. Therefore, a settlement on a Palestinian state remains gridlocked because it does not deliver any meaningful advantages to the Israelis. 
The Confrontation States

The second area involves the confrontation states. Israel has formal peace treaties with Egypt and Jordan. It has had informal understandings with Damascus on things like Lebanon, but Israel has no permanent understanding with Syria. The Lebanese are too deeply divided to allow state-to-state understandings, but Israel has had understandings with different Lebanese factions at different times (and particularly close relations with some of the Christian factions). 

Jordan is effectively an ally of Israel. It has been hostile to the Palestinians at least since 1970, when the Palestine Liberation Organization attempted to overthrow the Hashemite regime, and the Jordanians regard the Israelis and Americans as guarantors of their national security. Israel’s relationship with Egypt is publicly cooler but quite cooperative. The only group that poses any serious challenge to the Egyptian state is The Muslim Brotherhood, and hence Cairo views Hamas — a derivative of that organization — as a potential threat. The Egyptians and Israelis have maintained peaceful relations for more than 30 years, regardless of the state of Israeli-Palestinian relations. The Syrians by themselves cannot go to war with Israel and survive. Their primary interest lies in Lebanon, and when they work against Israel, they work with surrogates like Hezbollah. But their own view on an independent Palestinian state is murky, since they claim all of Palestine as part of a greater Syria — a view not particularly relevant at the moment. Therefore, Israel’s only threat on its border comes from Syria via surrogates in Lebanon and the possibility of Syria’s acquiring weaponry that would threaten Israel, such as chemical or nuclear weapons. 
The Wider Muslim World

As to the third area, Israel’s position in the Muslim world beyond the confrontation states is much more secure than either it or its enemies would like to admit. Israel has close, formal strategic relations with Turkey as well as with Morocco. Turkey and Egypt are the giants of the region, and being aligned with them provides Israel with the foundations of regional security. But Israel also has excellent relations with countries where formal relations do not exist, particularly in the Arabian Peninsula. 

The conservative monarchies of the region deeply distrust the Palestinians, particularly Fatah. As part of the Nasserite Pan-Arab socialist movement, Fatah on several occasions directly threatened these monarchies. Several times in the 1970s and 1980s, Israeli intelligence provided these monarchies with information that prevented assassinations or uprisings. 

Saudi Arabia, for one, has never engaged in anti-Israeli activities beyond rhetoric. In the aftermath of the 2006 Israeli-Hezbollah conflict, Saudi Arabia and Israel forged close behind-the-scenes relations, especially because of an assertive Iran — a common foe of both the Saudis and the Israelis. Saudi Arabia has close relations with Hamas, but these have as much to do with maintaining a defensive position — keeping Hamas and its Saudi backers off Riyadh’s back — as they do with government policy. The Saudis are cautious regarding Hamas, and the other monarchies are even more so.

More to the point, Israel does extensive business with these regimes, particularly in the defense area. Israeli companies, working formally through American or European subsidiaries, carry out extensive business throughout the Arabian Peninsula. The nature of these subsidiaries is well-known on all sides, though no one is eager to trumpet this. The governments of both Israel and the Arabian Peninsula would have internal political problems if they publicized it, but a visit to Dubai, the business capital of the region, would find many Israelis doing extensive business under third-party passports. Add to this that the states of the Arabian Peninsula are afraid of Iran, and the relationship becomes even more important to all sides. 

There is an interesting idea that if Israel were to withdraw from the occupied territories and create an independent Palestinian state, then perceptions of Israel in the Islamic world would shift. This is a commonplace view in Europe. The fact is that we can divide the Muslim world into three groups. 

First, there are those countries that already have formal ties to Israel. Second are those that have close working relations with Israel and where formal ties would complicate rather than deepen relations. Pakistan and Indonesia, among others, fit into this class. Third are those that are absolutely hostile to Israel, such as Iran. It is very difficult to identify a state that has no informal or formal relations with Israel but would adopt these relations if there were a Palestinian state. Those states that are hostile to Israel would remain hostile after a withdrawal from the Palestinian territories, since their issue is with the existence of Israel, not its borders. 

The point of all this is that Israeli security is much better than it might appear if one listened only to the rhetoric. The Palestinians are divided and at war with each other. Under the best of circumstances, they cannot threaten Israel’s survival. The only bordering countries with which the Israelis have no formal agreements are Syria and Lebanon, and neither can threaten Israel’s security. Israel has close ties to Turkey, the most powerful Muslim country in the region. It also has much closer commercial and intelligence ties with the Arabian Peninsula than is generally acknowledged, although the degree of cooperation is well-known in the region. From a security standpoint, Israel is doing well.
The Broader World

Israel is also doing extremely well in the broader world, the fourth and final area. Israel always has needed a foreign source of weapons and technology, since its national security needs outstrip its domestic industrial capacity. Its first patron was the Soviet Union, which hoped to gain a foothold in the Middle East. This was quickly followed by France, which saw Israel as an ally in Algeria and against Egypt. Finally, after 1967, the United States came to support Israel. Washington saw Israel as a threat to Syria, which could threaten Turkey from the rear at a time when the Soviets were threatening Turkey from the north. Turkey was the doorway to the Mediterranean, and Syria was a threat to Turkey. Egypt was also aligned with the Soviets from 1956 onward, long before the United States had developed a close working relationship with Israel. 

That relationship has declined in importance for the Israelis. Over the years the amount of U.S. aid — roughly $2.5 billion annually — has remained relatively constant. It was never adjusted upward for inflation, and so shrunk as a percentage of Israeli gross domestic product from roughly 20 percent in 1974 to under 2 percent today. Israel’s dependence on the United States has plummeted. The dependence that once existed has become a marginal convenience. Israel holds onto the aid less for economic reasons than to maintain the concept in the United States of Israeli dependence and U.S. responsibility for Israeli security. In other words, it is more psychological and political from Israel’s point of view than an economic or security requirement. 

Israel therefore has no threats or serious dependencies, save two. The first is the acquisition of nuclear weapons by a power that cannot be deterred — in other words, a nation prepared to commit suicide to destroy Israel. Given Iranian rhetoric, Iran would appear at times to be such a nation. But given that the Iranians are far from having a deliverable weapon, and that in the Middle East no one’s rhetoric should be taken all that seriously, the Iranian threat is not one the Israelis are compelled to deal with right now.

The second threat would come from the emergence of a major power prepared to intervene overtly or covertly in the region for its own interests, and in the course of doing so, redefine the regional threat to Israel. The major candidate for this role is Russia. 

During the Cold War, the Soviets pursued a strategy to undermine American interests in the region. In the course of this, the Soviets activated states and groups that could directly threaten Israel. There is no significant conventional military threat to Israel on its borders unless Egypt is willing and well-armed. Since the mid-1970s, Egypt has been neither. Even if Egyptian President Hosni Mubarak were to die and be replaced by a regime hostile to Israel, Cairo could do nothing unless it had a patron capable of training and arming its military. The same is true of Syria and Iran to a great extent. Without access to outside military technology, Iran is a nation merely of frightening press conferences. With access, the entire regional equation shifts.

After the fall of the Soviet Union, no one was prepared to intervene in the Middle East the way the Soviets had. The Chinese have absolutely no interest in struggling with the United States in the Middle East, which accounts for a similar percentage of Chinese and U.S. oil consumption. It is far cheaper to buy oil in the Middle East than to engage in a geopolitical struggle with China’s major trade partner, the United States. Even if there was interest, no European powers can play this role given their individual military weakness, and Europe as a whole is a geopolitical myth. The only country that can threaten the balance of power in the Israeli geopolitical firmament is Russia.

Israel fears that if Russia gets involved in a struggle with the United States, Moscow will aid Middle Eastern regimes that are hostile to the United States as one of its levers, beginning with Syria and Iran. Far more frightening to the Israelis is the idea of the Russians once again playing a covert role in Egypt, toppling the tired Mubarak regime, installing one friendlier to their own interests, and arming it. Israel’s fundamental fear is not Iran. It is a rearmed, motivated and hostile Egypt backed by a great power. 

The Russians are not after Israel, which is a sideshow for them. But in the course of finding ways to threaten American interests in the Middle East — seeking to force the Americans out of their desired sphere of influence in the former Soviet region — the Russians could undermine what at the moment is a quite secure position in the Middle East for the United States.

This brings us back to what the Israelis were doing in Georgia. They were not trying to acquire airbases from which to bomb Iran. That would take thousands of Israeli personnel in Georgia for maintenance, munitions management, air traffic control and so on. And it would take Ankara allowing the use of Turkish airspace, which isn’t very likely. Plus, if that were the plan, then stopping the Georgians from attacking South Ossetia would have been a logical move.

The Israelis were in Georgia in an attempt, in parallel with the United States, to prevent Russia’s re-emergence as a great power. The nuts and bolts of that effort involves shoring up states in the former Soviet region that are hostile to Russia, as well as supporting individuals in Russia who oppose Prime Minister Vladimir Putin’s direction. The Israeli presence in Georgia, like the American one, was designed to block the re-emergence of Russia.

As soon as the Israelis got wind of a coming clash in South Ossetia, they — unlike the United States — switched policies dramatically. Where the United States increased its hostility toward Russia, the Israelis ended weapons sales to Georgia before the war. After the war, the Israelis initiated diplomacy designed to calm Russian fears. Indeed, at the moment the Israelis have a greater interest in keeping the Russians from seeing Israel as an enemy than they have in keeping the Americans happy. U.S. Vice President Dick Cheney may be uttering vague threats to the Russians. But Olmert was reassuring Moscow it has nothing to fear from Israel, and therefore should not sell weapons to Syria, Iran, Hezbollah or anyone else hostile to Israel.

Interestingly, the Americans have started pumping out information that the Russians are selling weapons to Hezbollah and Syria. The Israelis have avoided that issue carefully. They can live with some weapons in Hezbollah’s hands a lot more easily than they can live with a coup in Egypt followed by the introduction of Russian military advisers. One is a nuisance; the other is an existential threat. Russia may not be in a position to act yet, but the Israelis aren’t waiting for the situation to get out of hand.

Israel is in control of the Palestinian situation and relations with the countries along its borders. Its position in the wider Muslim world is much better than it might appear. Its only enemy there is Iran, and that threat is much less clear than the Israelis say publicly. But the threat of Russia intervening in the Muslim world — particularly in Syria and Egypt — is terrifying to the Israelis. It is a risk they won’t live with if they don’t have to. So the Israelis switched their policy in Georgia with lightning speed. This could create frictions with the United States, but the Israeli-American relationship isn’t what it used to be.

source : www.stratfor.com Διαβάστε περισσότερα...

Τετάρτη 27 Αυγούστου 2008

ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΠΟΛΕΜΟ ΣΤΗ ΓΕΩΡΓΙΑ




του Ανδρέα Πενταρά*
 
 
Το να καταλήξει κάποιος σε ακριβή συμπεράσματα αναφορικά με τη στρατιωτική πτυχή των συγκρούσεων στο Καύκασο σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα θα ήταν παρακινδυνευμένο, με δεδομένο ότι η προς τα έξω πληροφόρηση που υπάρχει είναι αυτή που δόθηκε μέσα από τα ΜΜΕ και μόνο. Ωστόσο κάποιες πρώτες σκέψεις και γενικά συμπεράσματα, μπορούμε να καταθέσουμε με όση ασφάλεια επιτρέπει η πληροφόρηση αυτή. 
 
Από πλευράς Γεωργίας, όσο δίκαιο κι αν αποδώσει κανείς στις προθέσεις της χώρας αυτής να προστατεύσει την εδαφική της ακεραιότητα από αποσκιρτήσεις πληθυσμιακών μειονοτήτων όπως είναι οι Οσέτιοι και οι Απχάζιοι, δεν μπορεί να δικαιολογήσει από την άλλη το τρόπο με τον οποίο προσπάθησε να επιτύχει το σκοπό αυτό. Η επίθεση εναντίον της πρωτεύουσας της Ν. Οσετίας Τσινχβάλι με άρματα μάχης και ανηλεή βομβαρδισμό με πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων, έφερε τη στρατιωτική στρατηγική σε εποχές Β΄παγκοσμίου πολέμου, όπου η δολοφονίες αμάχων μέσα από βομβαρδισμούς (αεροπορικούς κυρίως) αποσκοπούσαν στην κάμψη της θέλησης του αντιπάλου για πόλεμο και στη παράδοσή του. Τέτοιοι βομβαρδισμοί έγιναν στη Δρέσδη, στο Αμβούργο, στο Βερολίνο, στο Τόκιο, στο Λονδίνο κλπ. Σήμερα όμως, με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την εφεύρεση όπλων ακριβείας, παράλληλα με την εξέλιξη του πολιτισμού και τη διαφορετική εκτίμηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής, οι τακτικές αυτές απαξιώθηκαν και εγκαταλείφθηκαν από το πολιτισμένο κόσμο. Εάν η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία της Γεωργίας διάβαζε Θουκυδίδη ή Σουν Τζου θα γνώριζε ότι κανένας πόλεμος δεν κερδίζεται χωρίς τη κοινωνική συναίνεση και αποδοχή. Με ποιο τρόπο θα επανένωνε τη πατρίδα του ο Γεωργιανός πρόεδρος; Με τη δολοφονία των κατοίκων της Ν. Οσετίας και τη καταστροφή των σπιτιών τους; Σε τακτικό επίπεδο ο στρατός της Γεωργίας διέπραξε επίσης απαράδεκτα σφάλματα. Αντί να στείλει τα άρματα να κυκλώσουν και να αποκλείσουν το μικρό Τσινχβάλι και στη συνέχεια να στείλει ειδικές δυνάμεις και πεζικό να καταλάβουν στρατηγικά σημεία της πόλης (κυβερνητικά κτίρια, σταθμούς επικοινωνιών, κυκλοφοριακούς κόμβους, κτίρια των ΜΜΕ κλπ), εισέβαλε στους στενούς δρόμους – παγίδες - της πόλης με άρματα μάχης και τεθωρακισμένα. Το αποτέλεσμα το είδαμε στις τηλεοράσεις με τα κατεστραμμένα άρματα κατά μήκος των δρόμων. Ένα δεύτερο σφάλμα ήταν η χρήση πολλαπλών εκτοξευτών πυραύλων εναντίον κατοικημένων τόπων. Το όπλο αυτό χρησιμοποιείται για τη καταστροφή εκτεταμένων συγκεντρώσεων στρατευμάτων εξ αιτίας της μεγάλης διασποράς που έχει και όχι εναντίον πόλεων και χωριών. Στη χρήση του όπλου αυτού οφείλονται κατά κύριο λόγο οι μεγάλες απώλειες αμάχων αλλά και η καταστροφή της κτιριακής υποδομής της πρωτεύουσας Τσινχβάλι.
 
Από πλευράς Ρώσων, φαίνεται ότι πέτυχαν κατ’ αρχή το στρατηγικό αιφνιδιασμό με την ακαριαία αντίδρασή τους στις ασύνετες στρατιωτικές ενέργειες της Γεωργίας. Είναι ξεκάθαρο ότι οι Ρώσοι στρατηγοί ήταν έγκαιρα ενημερωμένοι για τις προθέσεις της Τυφλίδας και διατηρούσαν τα στρατεύματά τους που στάθμευαν στη περιοχή σε ύψιστη ετοιμότητα. Ο Ρωσικός στρατός σχεδίασε τις επιχειρήσεις του εφαρμόζοντας πιστά την αρχή ότι ΄΄ο σκοπός του πολέμου είναι η κάμψη της θέλησης του εχθρού προς πόλεμο και η επιβολή της δικής μας θέλησης επ’ αυτού΄΄. Γι αυτό δεν περιορίσθηκε στην ανακατάληψη της Οσετίας και την εκδίωξη των εισβολέων, αλλά με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αποδιοργάνωσε τη στρατιωτική και οικονομική υποδομή της Γεωργίας, ενώ στο χερσαίο θέατρο επιχειρήσεων με μια θεαματική εισβολή στο έδαφος της Γεωργίας, προήλασε σε απόσταση βολής από τη πρωτεύουσα Τυφλίδα. Με το τρόπο αυτό -που ονομάσθηκε από τους Δυτικούς ΄΄δυσανάλογη αντίδραση΄΄ – υποχρέωσε το πρόεδρο Σαακασβίλι να αποδεχθεί όλους τους όρους του κειμένου ειρήνευσης που ο πρόεδρος Μεντβέντεφ και ο προεδρεύων της ΕΕ Νικολά Σαρκοζί συμφώνησαν.
 
Αξίζει να αναφερθούμε και στα οπλικά συστήματα που οι δύο αντίπαλοι χρησιμοποίησαν στη σύρραξη αυτή και που βασικά ήσαν τα ίδια, προερχόμενα από το οπλοστάσιο του πρώην Σοβιετικού στρατού. Από πλευράς αρμάτων μάχης και τεθωρακισμένων χρησιμοποιήθηκαν τα άρματα Τ-64 και Τ-72 της δεκαετίας του 60 και 70 αντίστοιχα. Δεν είδαμε στις φωτογραφίες τα σύγχρονα Τ- 80 και Τ-90 τα οποία οι Ρώσοι φαίνεται να διατηρούν σε μονάδες πέριξ της Μόσχας. Χρησιμοποιήθηκαν επίσης τα τεθωρακισμένα BMP -1 της δεκαετίας του 60 και τα μεταφοράς προσωπικού ΒΤR σε νεότερες εκδόσεις. Από πλευράς πυροβολικού οι μεν Γεωργιανοί χρησιμοποίησαν τους πολλαπλούς εκτοξευτές πυραύλων ΒΜ-21 GRAND της δεκαετίας του 60 επίσης, ενώ οι Σοβιετικοί τα πιο σύγχρονα αυτοκινούμενα πυροβόλα 152 χιλ. Στον αεροπορικό πόλεμο και οι δύο αντίπαλοι χρησιμοποίησαν το αεροσκάφος εγγύς αεροπορικής υποστήριξης Σουκουχόϊ - 24, ένα συμβατικό αεροπλάνο της δεκαετίας του 70, το εργοστάσιο κατασκευής του οποίου ήταν στη Τυφλίδα. Χρησιμοποιήθηκε επίσης ευρέως από τους Ρώσους το εκσυγχρονισμένο μαχητικό ελικόπτερο Μi-24 της δεκαετίας του 60. Η νεώτερη έκδοσή του το Μi-35 –σαν αυτά που διαθέτει η Εθνική Φρουρά - δεν έκανε την εμφάνισή του. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε με βάση πάντοτε τις εικόνες που είδαμε από τις τηλεοράσεις, ότι το οπλοστάσιο του Ρωσικού στρατού –και των πρώην χωρών της ΕΣΣΔ – στηρίζεται ακόμα στο οπλοστάσιο του Σοβιετικού στρατού. Η Ρωσία έχει πολύ δρόμο να διανύσει στο τομέα αυτό μέχρις ότου πλησιάσει το επίπεδο των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
 
 
* Υποστράτηγος ε.α. Διαβάστε περισσότερα...