Αναγνώστες

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δικαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Δικαιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 12 Αυγούστου 2022

Σύνταγμα και Μετασυνταγμα

 Σύνταγμα  και Μετασυνταγμα

---------
Το Σύνταγμα ηταν το ιερό κείμενο της Νεωτερικοτητας : 'όπως η εφημερίδα αντικατέστησε -κατά Χεγκελ- την καθημερινή προσευχή έτσι και το Σύνταγμα αντικατέστησε τα Ιερά βιβλία :ο 19ος αιώνας ,εποχή του Συνταγματισμου ήταν και η εποχή της αποθέωσης του Τυπωμένου λογου : ο έντυπος λογος υπαινίσσεται μια σταθερότητα , μια μακροβιότητα στο χρόνο και το Σύνταγμα ήταν ΚΑΙ ανθεκτικό κείμενο , ενα ανθεκτικο νομικό κείμενο της εκκοσμικευσης .
Τι κανει, τι προκαλει το Ιντερνετ στο συνταγμα ..; Το Ιντερνετ μας ενσταλασσει την ιδέα ενος κόσμου αλα καρτ , ενος Σολιψιστικά διαμορφωμένους κόσμου , οπου οι ειδησεις , οι γνώσεις , οι απόψεις φιλτραρονται μεσα απο τα προσωπικά μας γουστα .. Κοιταξτε εδστο FB ... η κάθε σελιδα ειναι ο κοσμος μας προσαρμοσμένος στα μετρα μας .ω
και το Συνταγμα λοιπόν κομματιάζεται στα μέτρα του καθε μετανεωτερικου απίστευτα εξατομικευμένου, επιμέρους κόσμου. Ομως το Συνταγμα ειναι το Νομικό πλαίσιο του κοσμου μας και ενα Σύνταγμα αλα καρτ δεν ειναι ..Σύνταγμα τουλάχιστον οπως μας το αφησε η εποχή του εντυπου λογου

Τετάρτη 10 Αυγούστου 2022

Ο Στωικισμός και το Φυσικο δικαιο στη Ρωμη

 

Ο Στωικισμός οδηγεί στο ιδανικό του ανθρωπισμού .

Με την επίδραση του Στωικισμού διαμορφώθηκε για πρώτη φορά στη Ρώμη το ιδανικό του ανθρωπισμού. Ιδιαίτερα ο αριστοκρατικός κύκλος του Σκιπίωνα του Νεώτερου του έδωσε  τη μόνιμη θέση μέσα στο Ρωμαϊκό πολιτισμό. Ο ανθρωπισμός δεν ήταν αόριστη έννοια, δεν σήμαινε μόνο ένα ηθικό, αλλά και ένα αισθητικό ιδεώδες ΄ αποτελούσε  το αίτημα για ένα ορισμένο  τύπο ζωής. Διαμέσου μεταγενέστερων συγγραφέων ,όπως ο Κικέρωνας και ο Σενέκας, αυτό τα ιδεώδες του ανθρωπισμού καθιερώθηκε μόνιμα στη ρωμαϊκή φιλοσοφία. Ρωμαίοι συγγραφείς σαν τον Κικέρωνα , τον Σενέκα , τον Μάρκο Αυρήλιο , δεν δέχονταν κανένα ρήγμα μεταξύ ατομικής  και πολιτικής σφαίρας καθώς  πίστευαν  ότι η πραγματικότητα, αν την δούμε ως σύνολο, τόσο η φυσική πραγματικότητα όσο και ο ηθικός βίος , ήταν μια μεγάλη «δημοκρατία». ίδια για όλα τα έθνη, για ¨θεούς  και ανθρώπους.¨ «Οποίος ζει σε αρμονία με τον εαυτό του, με το δαιμόνιο του” ,- έλεγε ο Μάρκος Αυρήλιος- «ζει σε αρμονία με το σύμπαν ».Η προσωπική και η οικουμενική τάξη δεν είναι παρά διαφορετικές εκδηλώσεις μιας  κοινής θεμελιακής αρχής 

Σύμφωνα με τους στωικούς για κάθε άνθρωπο υπάρχουν δυο νόμοι ,ο νόμος της πόλης  του και ο νόμος της οικουμενική πόλης, ο νόμος των εθίμων και ο νόμος της Λογικής. Από τους δυο ο δεύτερος έχει μεγαλύτερη αυθεντικότητα και παρέχει έναν κανόνα με τον οποίο θα έπρεπε να συμμορφώνονται οι νόμοι και τα έθιμα των πόλεων. Τα έθιμα είναι πολλά αλλά η λογική είναι μία, και πίσω από την ποικιλία των εθίμων υπάρχει κάποιος ενότητα σκοπού. Ο στωικισμός έτεινε έτσι προς της ιδέα ενός οικουμενικού  συστήματος δικαίου με αμέτρητους τοπικούς κλάδους.Ο Στωικισμός έτσι πρόβαλε ένα ιδανικό λογικής και δικαιοσύνης σαν μέσο επίκρισης του νόμου σε μια  εποχή που ο νόμος βασιζόταν σε μια στενή αντίληψη του εθίμου: Οι Στωικοί πρότειναν το δόγμα των δυο νόμων, του νόμου που πηγάζει από τα έθιμα της πόλης και του τελειότερου νόμου της φύσης[

Η κεντρική ιδέα του φυσικού δικαίου από την εποχή της ρωμαϊκής οικουμένης αφορά τη φύση του ανθρώπου ως λογικού και κοινωνικού όντος ,που είναι η έπρεπε να είναι η δικαιοσύνη κάθε λογής νομοθεσίας σύμφωνα και με τη ρήση του Ρωμαίου νομοδιδασκάλου Ουλπιανού« Η δικαιοσύνη είναι μια σταθερή και έμμονη τάση να απονέμουμε στους ανθρώπους το δίκιο τους. Οι προϋποθέσεις του νόμου είναι οι ακόλουθες :να ζεις  έντιμα , να μη βλάπτεις κανένα ,να δίνεις  στον άλλον ο,τι του αναλογεί. Νομοθεσία είναι η γνώση των ανθρώπινων και των θειων,η επιστήμη του δικαίου και  το αδίκου». . Επικρατούσε η γνώμη ότι «η φύση βάζει ορισμένα πρότυπα που τα δίκαιο πρέπει να φτάσει οπωσδήποτε,» σύμφωνα και με τον Κικέρωνα, γιατί ένας «παράνομος» νόμος απλούστατα δεν είναι νόμος

Οι δύο αντιλήψεις ,ο ιδανικός νόμος των Στωικών και ο ius gentium ως νόμος του κράτους έφτασαν σε ένα σημείο συνεργασίας. Η ιδέα του φυσικού νόμου επέτρεψε την άσκηση κριτικής στα έθιμα: συνέτεινε στην κατάργηση του θρησκευτικού και τελετουργικού χαρακτήρα του νόμου και προήγαγε την ισότητα απέναντι στο νόμο 


Π. θ 




Πέμπτη 23 Δεκεμβρίου 2021

Σύνταγμα και Μετα σύνταγμα

 

Υπάρχει κάτι που συνδέει την απουσία συνοχής των πληροφοριών που διαχέονται μέσω του Ίντερνετ με τους " θεματοφύλακες του Συντάγματος " αλλά και άλλα φαινόμενα όπως η γενικευμένη απαίτηση για Αυστηροποίηση των Ποινών από διάφορες Παρτικουλαριστικες ομάδες που η κάθε μία ιεραρχεί διαφορετικά την σπουδαιότητα των εγκλημάτων: Τα Νομικά κείμενα , τόσο το Σύνταγμα όσο και οι Ποινικοί κώδικες έχουν μια εσωτερική συνοχή ' το ίντερνετ την διασπά και το Άρθρο 120 ας πούμε εμφανίζεται ως κάτι εντελώς ξεχωριστό από τα υπόλοιπα άρθρα ... ετσι έχουμε έναν Φονταμενταλισμό του Συντάγματος η έναν Φονταμενταλισμό της ποινής , αποκομμένα και τα δύο από ένα ερμηνευτικό πλαίσιο , όπως ας πούμε τις λέξεις που αποσπώνται από την πρόταση και προσπαθούμε να αποδώσουμε σε αυτές ένα πάγιο , καρφωμένο νόημα ενώ είναι η Πρόταση , το πλαίσιο που δίνει νόημα στις λέξεις. Η εποχή μας καταστρέφει την Ερμηνεία αλλά χωρίς ερμηνεία δεν υπάρχει και νόημα. Δείτε και

Σύνταγμα και Μετα σύνταγμα

---------

Το Σύνταγμα ήταν το ιερό κείμενο της Νεωτερικοτητας : 'όπως η εφημερίδα αντικατέστησε -κατά Χέγκελ- την καθημερινή προσευχή έτσι και το Σύνταγμα αντικατέστησε τα Ιερά βιβλία :ο 19ος αιώνας ,εποχή του Συνταγματισμού ήταν και η εποχή της αποθέωσης του Τυπωμένου λογού : ο έντυπος λόγος υπαινίσσεται μια σταθερότητα , μια μακροβιότητα στο χρόνο και το Σύνταγμα ήταν ΚΑΙ ανθεκτικό κείμενο , εάν ανθεκτικό νομικό κείμενο της εκκοσμικευσης .

Τι κάνει, τι προκαλεί το Ιντερνέτ στο σύνταγμα ..; Το Ιντερνέτ μας εναλλάσσει την ιδέα ενός κόσμου αλα καρτ , ενός Σολιψιστικά διαμορφωμένους κόσμου , όπου οι ειδήσεις , οι γνώσεις , οι απόψεις φιλτράρονται μέσα από τα προσωπικά μας γούστα .. Κοιτάξτε το FB ... η κάθε μας σελίδα είναι ο κόσμος μας προσαρμοσμένος στα μετρά μας .

και το Σύνταγμα λοιπόν κομματιάζεται στα μέτρα του κάθε μετανεωτερικου απίστευτα εξατομικευμένου, επιμέρους κόσμου. Όμως το Σύνταγμα είναι το Νομικό πλαίσιο του κόσμου μας και ένα Σύνταγμα αλα καρτ δεν είναι ..Σύνταγμα τουλάχιστον όπως μας το άφησε η εποχή του εντύπου λογού

Πέτρος  Θεοδωρ.

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

Ενα σχολιο για μια αναρτηση του Μη μαδάς την Μαργαρίτα ..


   Ωστε  ετσι  ε; ''Οι ιδέες του είναι το θέμα.''
 Η ιδεολογική οργάνωση του τρόπου που βλέπει το έγκλημα και την κοινωνία.

Η ρουσσωική του ανθρωπολογία και η κοινωνιολογική δικαιολόγηση που αυτή προσφέρει στο έγκλημα, η φαντασίωση ότι η εξουσία και η άδικη κοινωνία παράγει το έγκλημα - ένα έγκλημα που για την σύλληψη αυτή είναι πάντοτε υπερκατασκευασμένο από την επικοινωνιακή στρατηγική των ΜΜΕ και τον εκφοβισμό εκείνον που προάγει μια (δήθεν) φοβισμένη κοινωνία- είναι το επίδικο ζήτημα."
Μάλιστα .. Εμπρος  λοιπόν να εγκαταλείψουμε   αυτές τις ...ιδέες.  Ποιες  ιδεες;   Οχι τις σταλινικές... Ουτε τις ..μαρξιστικές ..
Την .. Ρουσσωική  ανθρωπολογια,παρακαλώ.. 
Τις  αρχές  του διαφωτισμου δηλαδή.. Τον  Τσεζαρε Μπεκαρία. ..
Εμπρός λοιπόν...Προσω Ολοταχώς   ..
 Εγκαταλειψτε   τον Ρουσσω , τον διαφωτισμο  την φαντασιωση  ''ότι η εξουσία και η άδικη κοινωνία παράγει το έγκλημα -''
..Πισω στον ΛΟΜΠΡΟζΟ .., Μπροστα  για εναν νεο Μεσαίωνα 

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2015

Alain Badiou. H Ηθική : Δοκιμιο για τη συνειδηση του Κακου. Μεταφραση Β Σκολίδης . Κ . Μπομπας Scipta (1993).1998. Τα θεμέλια της ηθικής των ανθρωπινων δικαιωματων

Alain Badiou. H Ηθική : Δοκιμιο για τη συνειδηση του Κακου. Μεταφραση Β Σκολίδης . Κ . Μπομπας Scipta (1993).1998.
Τα θεμέλια της ηθικής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων

«Η σημερινή συγκυρία συνίσταται σε  μια ευρεία επιστροφή στον Καντ .... Εδώ δεν θα λάβω υπόψη μου παρά τον μέσο όρο αυτών των θεωριών :
Εκείνο που ουσιαστικά συγκρατούν από τον Καντ(η από μια εικόνα του Καντ ή καλύτερα από τους θεωρητικούς του «φυσικου Δικαιου») είναι ότι υπάρχουν  επιτακτικές απαιτήσεις, τυπολογικά παραστασιμες ,και οι οποίες  δεν χρειάζονται να υπαχθούν σε εμπειρικές θεωρήσεις ....ότι αυτές οι επιτακτικοτητες αφορούν σε περιπτώσεις προσβολής, εγκλήματος , Κακού 'σε αυτά προσθέτουν οτι ενα δίκαιο, εθνικό και διεθνές  οφείλει να τις επικυρωνει'οτι κατά συνέπεια οι κυβερνήσεις είναι υποχρεωμένες να συμπεριλάβουν στηνομοθεσια τους αυτές τις επιταγές  και να τους προσδώσουν όλη τηνπραγματικοτητα που απαιτούν ότι στην αντίθετη περίπτωση, νομιμοποιείται κανείς να τους υποχρεώσει να το κάνουν (δικαίωμα ανθρωπιστικής παρέμβασης η παρεμβατικό δικαίωμα του δικαίου).
η ηθική εδώ νοείται ταυτόχρονα ως a priori ικανότητα διάκρισης του Κακού(διότι σύμφωνα με την σύγχρονη  χρήση της ηθικής , το Κακό-η το αρνητικό-προηγούνται : υποτίθεται η συναίνεση για το τι είναι βάρβαρο ) και ως έσχατη αρχή της κρίσης ,ιδιαίτερα της πολιτικής κρίσης : είναι καλό ο,τι εμφανώς εναντιώνεται σ'ενα a priori ταυτοποιημένο Κακό. Το ίδιο το δίκαιο είναι πρωτίστως το δίκαιο«εναντιον »του Κακού. Αν απαιτείται ενα «Κράτος δικαιου» είναι επειδή αυτό μόνο επιτρέπει ενα χώρο ταυτοποιησης  του  Κακού( η ελευθερία της γνώμης στο πλαίσιο της ηθικής  θεώρησης , είναι πρωτίστως  ελευθερια να υποδείξει κανείς το Κακό) και παρέχει τα μέσα διαιτησίας , όταν το πράγμα δεν είναι σαφές (μηχανισμός δικαστικών επιφυλάξεων )
Οι προϋποθέσεις αυτού του πυρήνα πεποιθησεων είναι σαφεις :
1. Υποθετει κανεις ενα γενικό ανθρωπινο υποκειμενο, τετοιο που οποιοδηποτε κακό του συμβει να είναι οικουμενικά ταυτοποιησιμο(αν και αυτή η οικουμενικότητα συμβαινει συχνά να απαοκαλειται , μενα εντελώς  παραδοξο ονομα ,«κοινή γνωμη») , κι ετσι το εν λόγω  υποκειμενο ειναι ενα παθητικο, ή δεσμιο του πάθους, η αυτοπαθές υποκειμενο : εκεινο που υποφέρει : και, ταυτοχρονα, ενα υποκείμενο κρίσης , η ενεργο, η προσδιοριστικο: εκείνο που , ταυτοποιωντας την οδύνη, ξερει οτι πρέπει να την αναστείλει με όλα τα διαθεσιμα μέσα .
2. Η πολιτική υπάγεται στην ηθική, απο τη μόνιμη οπτική γωνια που μετραει γι αυυτη την θεωρηση των  πραγματων : τη συμπονετική και αγανακτισμένη κρίση του θεατή των περιστάσεων .
3. Το Κακό είναι η αφετηρια για τον προσδιορισμό του Καλού και οχι το αντιθετο.
4. Τα «ανθρωπινα δικαιώματα» είναι τα δικαιωματα στο μη -Κακό: να μη δεχεται κανεις  προσβολή και κακομεταχειριση ουτε στη ζωή του αποτροπιασμός του φόνου και της εκτέλεσης) ,ουτε στο σωματου,(αποτροπασμός  των βασανιστηριων, της κακοποισησης  και του λιμου), ούτε στην πολιτιστιική του ταυτοτητα (αποτροπιασμός του εξευτελισμου των Γυναικών , των μειονοτητων ,κλπ)

σελ 18-19

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2015

ο Καρλ Κορς για τους ''χυδαίους'' μαρξιστές και την Μαρξικη θεωρια του κρατους και Δικαιου


''O Καρλ Κορς ονομάζει χυδαίους μαρξιστές όσους αρνουνται την πραγματικότητα των ιδεολογιών όσους αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα των λεγόμενων ''πνευματικών ''φαινόμενων με ένα καθαρά αφηρημένο, αρνητικό και μη διαλεκτικό τρόπο'' Ο Μαρξ τόνιζε πάντα ότι αυτή η ''υπερβατική αφαίρεση'' του κρατους και της πολιτικής δράσης ήταν θέση μη υλιστική και συνεπώς ανεπαρκής στο θεωρητικό πεδίο και επικίνδυνη στο πρακτικό''Στην υλιστική σύλληψη της ιστορίας ,όχι μόνο η οικονομική δομή της κοινωνίας πού είναι η υλική βάση όλων των άλλων ιστορικών και κοινωνικών φαινόμενων αλλά ακόμη και το Δίκαιο και Tο Κρατος αποτελούν πραγματικότητα.'' Δίπλα στο κοινωνικό είναι και γίγνεσθαι θα έπρεπε να συμπεριλαμβάνεται η κοινωνική συνείδηση στις διάφορες εκδηλώσεις της και να θεωρείται ως στοιχείο πραγματικό αν και ιδεατό της όλης ιστορικης πραγματικότητας. ''




[ Κ Κορς . ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ/ΥΨΙΛΟΝ 1981/ σ53)

Πέμπτη 6 Αυγούστου 2015

Θεοδωρίδης Παντελής:Κριτική προσέγγιση των θεωριών για την αιτιότητα

Κριτική προσέγγιση των θεωριών για την αιτιότητα....
 Πλήρες κείμενο: PDF Αρχείο


Κριτική προσέγγιση των θεωριών για την αιτιότητα με επίκεντρο το πρόβλημα του αιτιώδους συνδέσμου σε περίπτωση επέλευσης του εγκληματικού αποτελέσματος με μεσολάβηση πράξεων περισσοτέρων προσώπων
Συγγραφείς:Θεοδωρίδης Παντελής Πέτρου
Σχολή/Τμήμα:Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Νομική Σχολή, Τμήμα Νομικής
Γλώσσα:Ελληνικά
Ημ/νία έκδοσης:2015
Περίληψη:H αναζήτηση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξης και αποτελέσματος είναι ένα από τα αρχαιότερα και πολυπλοκότερα προβλήματα της επιστήμης του Ποινικού Δικαίου. Κατά μια άποψη, εξάλλου, η εν λόγω προβληματική δεν επιλύεται με κριτήρια και αξιολογήσεις της ποινικής επιστήμης από τη στιγμή που το αντικείμενό της αφορά αμιγώς τον αντικειμενικό κόσμο, είναι επομένως προ-νομικό. Πράγματι, το γεγονός ότι η αναγκαιότητα ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ πράξης και αποτελέσματος δεν αποτυπώνεται ρητά στις αντικειμενικές υποστάσεις των εγκλημάτων δεν οφείλεται βέβαια σε κάποια αβλεψία του νομοθέτη, αλλά υποδηλώνει ακριβώς, ότι το εν λόγω στοιχείο αφορά την οντική διάσταση της πράξης και προηγείται οποιασδήποτε αξιολόγησης των στοιχείων εκείνων που καθιστούν μια συμπεριφορά αξιόποινη, όπως αυτά τυποποιούνται στην αντικειμενική υπόσταση του οικείου εγκλήματος. Κατά την ακριβώς αντίθετη άποψη, ωστόσο, η αιτιότητα, στο μέτρο που τίθεται ως πρόβλημα μιας νομικής πρότασης, δεν μπορεί παρά να μετατρέπεται σε νομική έννοια και να χρωματίζεται από τις ειδικότερες αξιολογήσεις του δικαιικού κλάδου που απασχολεί, εν προκειμένω του Ποινικού Δικαίου. Αυτή είναι σε αδρές γραμμές η κεντρική αντιπαράθεση στο πλαίσιο της αναζήτησης του αιτιώδους συνδέσμου, η οποία και απασχόλησε τη θεωρία του Ποινικού Δικαίου για τουλάχιστον δύο αιώνες. Γεγονός είναι ότι ένας φυσιοκρατικός, ντετερμινιστικός προσδιορισμός της αιτίας εκείνης που αναπόφευκτα οδηγεί σε ένα αποτέλεσμα, δεν κατέστη εφικτός στα πλαίσια της φυσικής επιστήμης και φιλοσοφίας. Περαιτέρω, αμφισβητήθηκε και σε γνωσιοθεωρητικό επίπεδο η ίδια η δυνατότητα της ανθρώπινης γνώσης να έχει πρόσβαση σε τέτοια δεδομένα, χωρίς να «χρωματίζονται» αυτά από τις αξιολογήσεις που ήδη προϋποθέτει η διερευνητική διαδικασία. Μήπως πρέπει λοιπόν να παραιτηθεί και η ποινική επιστήμη από τη χιμαιρική αναζήτηση μιας αμιγώς οντολογικά προσδιορίσιμης αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της πράξης και του αποτελέσματος, και να στραφεί αντίθετα στην αναζήτηση της πράξης εκείνης που αξιολογικά ενδιαφέρει το Ποινικό Δίκαιο, ως άξια να της καταλογιστεί αντικειμενικά το αξιόποινο αποτέλεσμα; Αυτή είναι η πρόταση των περισσότερων θεωριών από το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα έως σήμερα, θεωρίες που υιοθετούν μια μικτή έννοια περί αιτιότητας, προσθέτοντας –πλάι στα εμπειρικά-φυσιοκρατικά- και αξιολογικά κριτήρια για την ανεύρεσή της, τα οποία αντλούν από το ίδιο το Ποινικό Δίκαιο. Στην παρούσα μελέτη, καταβάλλεται η προσπάθεια να εκτεθεί η εν λόγω ιστορική διαδρομή από τις φυσιοκρατικές προσεγγίσεις του 19ου αιώνα στις κανονιστικές προσεγγίσεις του αιώνα που πέρασε και να επισημανθούν τα επιμέρους πλεονεκτήματα αλλά και οι αδυναμίες των θεωριών αυτών. Τούτη η αξιολόγηση λαμβάνει χώρα σε πολλαπλά επίπεδα. Η εξέταση της λογικοσυστηματικής συνέπειας των επιμέρους επιχειρημάτων που θέτει η κάθε επιμέρους θεωρία περί αιτιότητας αλληλοδιαπλέκεται με ευρύτερες θεματικές του ποινικού δικαίου, όπως η προβληματική σχετικά με τη φύση του αδίκου αλλά και με την δικαιολόγηση της ποινής. Ακόμα, εξετάζεται η αντοχή των εμπειρικών και των κανονιστικών προσεγγίσεων υπό ένα γνωσιοθεωρητικό και επιστημολογικό πρίσμα. Τέλος, επιχειρείται η υπεράσπιση μιας σύγχρονης εμπειρικής θεωρίας, απαλλαγμένης από «αφελείς» ντετερμινιστικές παραδοχές και εμπλουτισμένης αντίθετα από λογικοσυστηματικά και τελεολογικά κριτήρια, αντλούμενα κυρίως από το δογματικό χώρο της συμμετοχής, όπως ρυθμίζεται υπό τον ισχύοντα Ποινικό Κώδικα.

Defining the causal link between act and result has always been a complex problem for Criminal Law Science. However, this is not a problem to be resolved with criteria and criminal law evaluations as it is exclusively objective and, therefore, deemed pre-legal. The need for a causal link between act and result is not expressly stated in the constituent elements of criminal acts, not to imply an oversight on the part of the legislator, but to indicate exactly that the particular element has an ontological dimension and precedes any evaluation of the elements that constitute a criminal practice, as these are standardized in the objective substantiation of the relevant crime. However, the opposition holds that causation, insofar as it forms part of a legal proposal, cannot constitute a legal construct connected to specific evaluations of a legal sector, in this case the Criminal Law. This is, in general terms, the main controversy in defining a causal link that has been a central issue in the Criminal Law theory for centuries. A naturalistic, deterministic definition of a cause that leads to an unavoidable result has not yet been achieved, by either science or philosophy. Furthermore, epistemology has long questioned the potential of the human knowledge to reach such information without being affected by the evaluations necessary in an explanatory process. Should Criminal Law refrain from the illusion of an ontologically determined causal link between act and result and search for an act that objectively deserves to be imputed the offence? Most theories expressed at the end of the 20th century support this view and a mixed concept of causation, adding benchmarks to the existing empirical and naturalistic criteria, which they derive from Criminal Law. The present study aims to mark the historical framework, from the naturalistic approaches of the 19th century to the regulatory approaches of the 20th century, as well as to underline the specific advantages and shortcomings of the aforementioned theories. The necessary assessment is conducted on multiple levels. The analysis of the logical consequence, for the specific arguments of each individual theory on causation, interweaves with broader thematic areas of the criminal law, such as nature of the crime and justification of sentence. In addition, empirical and regulatory approaches are being examined from an epistemological point of view. Finally, a new empirical theory is being proposed, one that is free of deterministic assumptions but enhanced with teleological criteria, derived mainly from the dogmatic domain of participation, as defined by the Criminal Code.
----------------------------------------------------------------------------------------------------- 

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Βιβλιοπαρουσίαση: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους και ειδικότερα του Συντάγματος, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.418 Πέτρος Θεοδωρίδης -Δημοσιεύτηκε στο νέο τεύχος του περιοδικού ΕΝΕΚΕΝ




ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Βιβλιοπαρουσίαση:  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, οι επιπτώσεις  της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των  θεσμών του ελληνικού κράτους  και ειδικότερα του Συντάγματος, εκδόσεις  Σάκκουλα, σελ.418
                                                         Πέτρος Θεοδωρίδης
  

Στο  βιβλίο αυτό  του επίκουρου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου  στο Α.Π.Θ, Παναγιώτη Μαντζούφα, αναλύονται οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην λειτουργία του Συντάγματος. Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται κυρίως οι θεσμικές παρεμβάσεις  που πραγματοποίησαν τα όργανα της ΕΕ. Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στο τρόπο με τον οποίο η ελληνική δικαιοσύνη και ειδικότερα το ΣτΕ αντιμετώπισε τις αμφισβητήσεις των βασικών ρυθμίσεων που περιείχαν οι σημαντικότεροι εφαρμοστικοί νόμοι των μνημονίων στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ειδικότερατο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε α)στους νόμους που εκδόθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα και που αφορούν σε μισθολογικές και ασφαλιστικές περικοπές και αλλαγές και β)σε δικαστικές αποφάσεις, που εντάσσονται στο κλίμα της οικονομικής κρίσης και που  δικαιολογούν τη λήψη μέτρων που περιορίζουν δικαιώματα.
Στο τρίτο μέρος της μονογραφίας η συζήτηση μεταφέρεται στο πεδίο της λεγόμενης «απελευθέρωσης των επαγγελμάτων».
Σύμφωνα με τον Μαντζούφα, η προσχηματική επίκληση του Συντάγματος, πολύ συχνά, υποκρύπτει ένδεια εναλλακτικών προτάσεων, που θα αντικαθιστούσαν τα επώδυνα μέτρα με ισοδύναμα του αυτού αποτελέσματος, ενώ δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι, μέσω του Συντάγματος και όχι της πολιτικής πρωτοβουλίας, μπορεί να δοθεί βιώσιμη λύση στο οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο. Ο Μαντζούφας μας θυμίζει πως  ένα Σύνταγμα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση: τα μνημονιακά μέτρα βρίσκονταν εκτός του αξιακού πλαισίου του Συντάγματος  και είναι λάθος να φορτίζεται  το Σύνταγμα με προσδοκίες και ελπίδες, που δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει.
  Ο συγγραφέας μας θυμίζει  επίσης ότι η απώλεια της νομισματικής και δημοσιονομικής αυτονομίας της χώρας είναι αποτέλεσμα της ένταξης στην ΟΝΕ,(η οποία πραγματοποιήθηκε επί τη βάσει των συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ) )και δεν προέκυψε με την επιβολή των μνημονίων και  των δανειακών συμβάσεων. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας και η ένταξή της προέκυψε από την  ανάγκη να αποτραπεί τόσο η πτώχευσή της, όσο και η κατάρρευση της ευρωζώνης. Αυτές οι εξελίξεις δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή/και να αφομοιωθούν από ένα Σύνταγμα, που έρχεται αντιμέτωπο, αφενός, με τους ανεπαρκείς θεσμούς της ΕΕ και την πολιτική αβελτηρία των ηγετών της και, αφετέρου, με τις εξαρτήσεις που δημιουργεί η παγκοσμιοποιημένη κυριαρχία των αγορών.
Σύμφωνα με τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις  του Μαντζούφα,το εθνικό και το διεθνές επίπεδο αλληλεπιδρούν και αλληλοεξαρτώνται διαρκώς ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές σε ένα Σύνταγμα, που οικοδομήθηκε πάνω στο ιστορικό έδαφος των εθνών κρατών (συνταγματισμός) και που αντιλαμβανόταν τη διεθνή παρουσία ως απλή συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, και όχι ως ένα πεδίο, όπου διακυβεύεται αδιαλείπτως η εθνική της κυριαρχία. Από την άλλη, οι πολίτες αναμένουν από το Σύνταγμα να επιτελέσει τον συμβολικό και εγγυητικό του ρόλο, να διασφαλίσει τα δικαιώματά τους μέσω των δικαιοδοτικών μηχανισμών και, εν τέλει να αισθανθούν ασφαλείς.Το Σύνταγμα μοιάζει με το έσχατο καταφύγιο και η αποτυχία του στον συγκεκριμένο ρόλο προκαλεί καθολική απώλεια πίστης στους συνταγματικούς θεσμούς. Από την πλευρά τους, οι πολιτικές δυνάμεις προσδοκούν από το Σύνταγμα να τις διευκολύνει στην πολιτική τους δράση και να είναι αποτελεσματικό. Το πολιτικό σύστημα προσβλέπει στο Σύνταγμα, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και  για να στείλει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχουν όρια, που, αν κανείς τα υπερβεί, διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή και ανατρέπεται η συνταγματική τάξη. Όλα αυτά τα ενδεχόμενα δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πάνω σε ένα εκκρεμές, που κινούνταν ανάμεσα σε διαπιστώσεις, όπως το: «Σύνταγμα δεν είναι τίποτα» μέχρι το «Σύνταγμα είναι τα πάντα», δηλαδή ανάμεσα σε έναν εργαλειακό λόγο μνημονιακής προέλευσης, που αντιμετωπίζει τις συνταγματικές ενστάσεις για παραβίαση δικαιωμάτων ως δευτερεύοντα ζητήματα, και μιας αντιμνημονιακής ρητορικής, που απαξιώνει κάθε μέτρο ως εκ προοιμίου αντισυνταγματικό, καθιστώντας ανέφικτη οποιαδήποτε προοπτική εύρεσης κοινού τόπου.
Ο  Μαντζούφας  θεωρεί ότι   τόσο η ΕΕ όσο και η Ευρωζώνη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν την κρίση, καθώς δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο επιτυχημένης νομισματικής ένωσης χωρίς προηγούμενη πολιτική ένωση. Επιπλέον δεν λειτούργησαν και οι, προϋφιστάμενοι της κρίσης, μηχανισμοί πολυμερούς εποπτείας. Κατά τον συγγραφέα απαιτείται μια ριζική τομή στο οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης, με την πρόβλεψη ενός είδους ευρωομολόγου, που θα επιμερίζει και θα εγγυάται, υπό προϋποθέσεις, τα χρέη στο σύνολο των κρατών μελών, με ένα μηχανισμό εξισορρόπησης των διαφορών στην ανταγωνιστικότητα μεταξύ των κρατών μελών, με τη μεταβίβαση πόρων από το Βορρά προς το Νότο και με τις αντίστοιχες προσαρμογές των τραπεζικών συστημάτων.

Ο  συγγραφέας παρατηρεί ότι   περάσαμε σε μια εποχή αποσυνταγματοποίησης, όπου οι θεσμικές αδυναμίες σηματοδοτούν μια παρακμή της Ευρώπης, η οποία αναζητεί την ταυτότητά της, ανάμεσα σε οίκους αξιολόγησης και σε τεχνοκρατικές υποδείξεις του ΔΝΤ. Παραλληλα συντελείται και μια ουσιώδης μεταβολή της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δεν γίνεται αντιληπτό πλέον ως  εθνικό συμφέρον ενός κράτους, αλλά ως δημόσιο συμφέρον, που πρέπει να συνεκτιμά και τα κοινά συμφέροντα των κρατών μελών της ευρωζώνης, Έτσι τα μνημόνια αποτελούν ένα νέο πεδίο, στο οποίο μετατοπίστηκε το πολιτικό σύστημα, το οποίο καλείται να συναποφασίζει για το μεγαλύτερο μέρος των εσωτερικών πολιτικών της χώρας, υπό τα δεσμευτικά όρια που θέτει το άτυπο διεθνές «όργανο» της τρόικα και η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση.

Όπως παρατηρεί ο Μαντζούφας, η σημερινή κρίση δεν προέκυψε, επειδή οι συνταγματικοί θεσμοί παραβιάστηκαν και το πνεύμα της μεταπολίτευσης για εκδημοκρατισμό και ευρωπαϊκή πορεία νοθεύτηκε, αλλά, αντίστροφα, επειδή η σχετικά απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία των θεσμών του πολιτεύματος ανέδειξε τη βαθιά αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να αναλάβει την ευθύνη για ένα πραγματικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Αποτέλεσμα είναι το κομματικό και πολιτικό σύστημα να απονομιμοποιηθούν, η αναξιοπιστία της πολιτικής εξουσίας να ενταθεί και η κρίση εμπιστοσύνης να αγγίξει τον βασικό αντιπροσωπευτικό θεσμό, τη Βουλή. Έτσι η πολιτική και οικονομική κρίση, μολονότι δεν ανέτρεψε τις βάσεις του συνταγματικού πολιτεύματος, απαξίωσε το πολιτικό και κομματικό σύστημα. Συνεπώς ούτε μια εκτεταμένη αναθεώρηση του Συντάγματος ούτε μια πανηγυρική «ανάκτηση» της εθνικής μας κυριαρχίας, με κατάργηση όλων των μέτρων των μνημονίων, θα φέρει την ποθούμενη αλλαγή. Όπως καταλήγει ο συγγραφέας ,στο μέτρο που η οικονομική κρίση ξεπερνάει τις εθνικές δυνατότητες αντιμετώπισης, η προσφυγή στο Σύνταγμα σαν σωτήρια λέμβο αποδεικνύεται ανεπαρκής και παραπλανητική:το Σύνταγμα θα ανακτήσει τα νομιμοποιητικά και εγγυητικά του χαρακτηριστικά και το κύρος τους, εφόσον εγκαθιδρυθεί μια νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κυβερνώντων και εφόσον οι πολιτικοί ανακτήσουν με τη σειρά τους τη χαμένη τους αξιοπιστία.



Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014

ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ Βιβλιοπαρουσίαση: ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των θεσμών του ελληνικού κράτους και ειδικότερα του Συντάγματος, εκδόσεις Σάκκουλα, σελ.418




ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ
Βιβλιοπαρουσίαση:  ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΜΑΝΤΖΟΥΦΑ:ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΤΑΓΜΑ, οι επιπτώσεις  της οικονομικής κρίσης στη λειτουργία των  θεσμών του ελληνικού κράτους  και ειδικότερα του Συντάγματος, εκδόσεις  Σάκκουλα, σελ.418
                                                         Πέτρος Θεοδωρίδης
  

Στο  βιβλίο αυτό  του επίκουρου καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου  στο Α.Π.Θ, Παναγιώτη Μαντζούφα, αναλύονται οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην λειτουργία του Συντάγματος. Στο πρώτο μέρος, παρουσιάζονται κυρίως οι θεσμικές παρεμβάσεις  που πραγματοποίησαν τα όργανα της ΕΕ. Το δεύτερο μέρος είναι αφιερωμένο στο τρόπο με τον οποίο η ελληνική δικαιοσύνη και ειδικότερα το ΣτΕ αντιμετώπισε τις αμφισβητήσεις των βασικών ρυθμίσεων που περιείχαν οι σημαντικότεροι εφαρμοστικοί νόμοι των μνημονίων στο πεδίο των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Ειδικότερατο ενδιαφέρον επικεντρώθηκε α)στους νόμους που εκδόθηκαν από το 2010 μέχρι σήμερα και που αφορούν σε μισθολογικές και ασφαλιστικές περικοπές και αλλαγές και β)σε δικαστικές αποφάσεις, που εντάσσονται στο κλίμα της οικονομικής κρίσης και που  δικαιολογούν τη λήψη μέτρων που περιορίζουν δικαιώματα.
Στο τρίτο μέρος της μονογραφίας η συζήτηση μεταφέρεται στο πεδίο της λεγόμενης «απελευθέρωσης των επαγγελμάτων».
Σύμφωνα με τον Μαντζούφα, η προσχηματική επίκληση του Συντάγματος, πολύ συχνά, υποκρύπτει ένδεια εναλλακτικών προτάσεων, που θα αντικαθιστούσαν τα επώδυνα μέτρα με ισοδύναμα του αυτού αποτελέσματος, ενώ δημιουργείται η εσφαλμένη εντύπωση ότι, μέσω του Συντάγματος και όχι της πολιτικής πρωτοβουλίας, μπορεί να δοθεί βιώσιμη λύση στο οικονομικό και πολιτικό αδιέξοδο. Ο Μαντζούφας μας θυμίζει πως  ένα Σύνταγμα δεν μπορεί να αντιμετωπίσει μια οικονομική κρίση: τα μνημονιακά μέτρα βρίσκονταν εκτός του αξιακού πλαισίου του Συντάγματος  και είναι λάθος να φορτίζεται  το Σύνταγμα με προσδοκίες και ελπίδες, που δεν θα μπορούσε να εκπληρώσει.
  Ο συγγραφέας μας θυμίζει  επίσης ότι η απώλεια της νομισματικής και δημοσιονομικής αυτονομίας της χώρας είναι αποτέλεσμα της ένταξης στην ΟΝΕ,(η οποία πραγματοποιήθηκε επί τη βάσει των συνταγματικών ρυθμίσεων (άρθρα 28 παρ. 2 και 3 Σ) )και δεν προέκυψε με την επιβολή των μνημονίων και  των δανειακών συμβάσεων. Η δημοσιονομική εκτροπή της χώρας και η ένταξή της προέκυψε από την  ανάγκη να αποτραπεί τόσο η πτώχευσή της, όσο και η κατάρρευση της ευρωζώνης. Αυτές οι εξελίξεις δύσκολα θα μπορούσαν να προβλεφθούν ή/και να αφομοιωθούν από ένα Σύνταγμα, που έρχεται αντιμέτωπο, αφενός, με τους ανεπαρκείς θεσμούς της ΕΕ και την πολιτική αβελτηρία των ηγετών της και, αφετέρου, με τις εξαρτήσεις που δημιουργεί η παγκοσμιοποιημένη κυριαρχία των αγορών.
Σύμφωνα με τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις  του Μαντζούφα,το εθνικό και το διεθνές επίπεδο αλληλεπιδρούν και αλληλοεξαρτώνται διαρκώς ανοίγοντας συνεχώς ρωγμές σε ένα Σύνταγμα, που οικοδομήθηκε πάνω στο ιστορικό έδαφος των εθνών κρατών (συνταγματισμός) και που αντιλαμβανόταν τη διεθνή παρουσία ως απλή συμμετοχή της χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, και όχι ως ένα πεδίο, όπου διακυβεύεται αδιαλείπτως η εθνική της κυριαρχία. Από την άλλη, οι πολίτες αναμένουν από το Σύνταγμα να επιτελέσει τον συμβολικό και εγγυητικό του ρόλο, να διασφαλίσει τα δικαιώματά τους μέσω των δικαιοδοτικών μηχανισμών και, εν τέλει να αισθανθούν ασφαλείς.Το Σύνταγμα μοιάζει με το έσχατο καταφύγιο και η αποτυχία του στον συγκεκριμένο ρόλο προκαλεί καθολική απώλεια πίστης στους συνταγματικούς θεσμούς. Από την πλευρά τους, οι πολιτικές δυνάμεις προσδοκούν από το Σύνταγμα να τις διευκολύνει στην πολιτική τους δράση και να είναι αποτελεσματικό. Το πολιτικό σύστημα προσβλέπει στο Σύνταγμα, για να αντιμετωπίσει την οικονομική κρίση και  για να στείλει το μήνυμα στη διεθνή κοινότητα ότι υπάρχουν όρια, που, αν κανείς τα υπερβεί, διαρρηγνύεται η κοινωνική συνοχή και ανατρέπεται η συνταγματική τάξη. Όλα αυτά τα ενδεχόμενα δοκιμάστηκαν και δοκιμάζονται τα χρόνια της οικονομικής κρίσης πάνω σε ένα εκκρεμές, που κινούνταν ανάμεσα σε διαπιστώσεις, όπως το: «Σύνταγμα δεν είναι τίποτα» μέχρι το «Σύνταγμα είναι τα πάντα», δηλαδή ανάμεσα σε έναν εργαλειακό λόγο μνημονιακής προέλευσης, που αντιμετωπίζει τις συνταγματικές ενστάσεις για παραβίαση δικαιωμάτων ως δευτερεύοντα ζητήματα, και μιας αντιμνημονιακής ρητορικής, που απαξιώνει κάθε μέτρο ως εκ προοιμίου αντισυνταγματικό, καθιστώντας ανέφικτη οποιαδήποτε προοπτική εύρεσης κοινού τόπου.
Ο  Μαντζούφας  θεωρεί ότι   τόσο η ΕΕ όσο και η Ευρωζώνη δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένες να αντιμετωπίσουν την κρίση, καθώς δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο επιτυχημένης νομισματικής ένωσης χωρίς προηγούμενη πολιτική ένωση. Επιπλέον δεν λειτούργησαν και οι, προϋφιστάμενοι της κρίσης, μηχανισμοί πολυμερούς εποπτείας. Κατά τον συγγραφέα απαιτείται μια ριζική τομή στο οικοδόμημα της νομισματικής ένωσης, με την πρόβλεψη ενός είδους ευρωομολόγου, που θα επιμερίζει και θα εγγυάται, υπό προϋποθέσεις, τα χρέη στο σύνολο των κρατών μελών, με ένα μηχανισμό εξισορρόπησης των διαφορών στην ανταγωνιστικότητα μεταξύ των κρατών μελών, με τη μεταβίβαση πόρων από το Βορρά προς το Νότο και με τις αντίστοιχες προσαρμογές των τραπεζικών συστημάτων.

Ο  συγγραφέας παρατηρεί ότι   περάσαμε σε μια εποχή αποσυνταγματοποίησης, όπου οι θεσμικές αδυναμίες σηματοδοτούν μια παρακμή της Ευρώπης, η οποία αναζητεί την ταυτότητά της, ανάμεσα σε οίκους αξιολόγησης και σε τεχνοκρατικές υποδείξεις του ΔΝΤ. Παραλληλα συντελείται και μια ουσιώδης μεταβολή της έννοιας του δημοσίου συμφέροντος, το οποίο δεν γίνεται αντιληπτό πλέον ως  εθνικό συμφέρον ενός κράτους, αλλά ως δημόσιο συμφέρον, που πρέπει να συνεκτιμά και τα κοινά συμφέροντα των κρατών μελών της ευρωζώνης, Έτσι τα μνημόνια αποτελούν ένα νέο πεδίο, στο οποίο μετατοπίστηκε το πολιτικό σύστημα, το οποίο καλείται να συναποφασίζει για το μεγαλύτερο μέρος των εσωτερικών πολιτικών της χώρας, υπό τα δεσμευτικά όρια που θέτει το άτυπο διεθνές «όργανο» της τρόικα και η εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση.

Όπως παρατηρεί ο Μαντζούφας, η σημερινή κρίση δεν προέκυψε, επειδή οι συνταγματικοί θεσμοί παραβιάστηκαν και το πνεύμα της μεταπολίτευσης για εκδημοκρατισμό και ευρωπαϊκή πορεία νοθεύτηκε, αλλά, αντίστροφα, επειδή η σχετικά απρόσκοπτη και ομαλή λειτουργία των θεσμών του πολιτεύματος ανέδειξε τη βαθιά αδυναμία του πολιτικού προσωπικού να αναλάβει την ευθύνη για ένα πραγματικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας. Αποτέλεσμα είναι το κομματικό και πολιτικό σύστημα να απονομιμοποιηθούν, η αναξιοπιστία της πολιτικής εξουσίας να ενταθεί και η κρίση εμπιστοσύνης να αγγίξει τον βασικό αντιπροσωπευτικό θεσμό, τη Βουλή. Έτσι η πολιτική και οικονομική κρίση, μολονότι δεν ανέτρεψε τις βάσεις του συνταγματικού πολιτεύματος, απαξίωσε το πολιτικό και κομματικό σύστημα. Συνεπώς ούτε μια εκτεταμένη αναθεώρηση του Συντάγματος ούτε μια πανηγυρική «ανάκτηση» της εθνικής μας κυριαρχίας, με κατάργηση όλων των μέτρων των μνημονίων, θα φέρει την ποθούμενη αλλαγή. Όπως καταλήγει ο συγγραφέας ,στο μέτρο που η οικονομική κρίση ξεπερνάει τις εθνικές δυνατότητες αντιμετώπισης, η προσφυγή στο Σύνταγμα σαν σωτήρια λέμβο αποδεικνύεται ανεπαρκής και παραπλανητική:το Σύνταγμα θα ανακτήσει τα νομιμοποιητικά και εγγυητικά του χαρακτηριστικά και το κύρος τους, εφόσον εγκαθιδρυθεί μια νέα σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ πολιτών και κυβερνώντων και εφόσον οι πολιτικοί ανακτήσουν με τη σειρά τους τη χαμένη τους αξιοπιστία.




Amacord του Φελίνι ..Πέτρος Θεοδωρίδης

 Για την ταινια  Αmacord ------------------------------ Πετρος Θεοδωριδης Στο επίκεντρο της ταινίας Αmacord,  είναι ένας νεαρός έφηβος, και ...