Saturday, December 14, 2024

Σβηστά Χριστούγεννα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 14-15/12/2024


Αν σας έλεγα πως σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα, πως με αηδιάζει η τελετουργία προπαρασκευής από τις αρχές του Νοέμβρη, με τα καταστήματα εποχικών ειδών να πουλάνε τη χριστουγεννιάτικη πραμάτεια τους δυο μήνες πριν από το 12ήμερο, τους δήμους που βιάζονται να κρεμάσουν γιρλάντες και φωτεινές τρέσες, το Jumbo να διαφημίζει επί 50 μέρες την αντίστροφη μέτρηση μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων; Αν σας έλεγα πως όλα αυτά με ανακατεύουν, με στρεσάρουν, με τσατίζουν, θα λέγατε ασφαλώς –και θα είχατε δίκιο– πως είμαι για τα σίδερα, περνάω απλώς ένα βαρύ καταθλιπτικό περιστατικό, δεν μου έχουν δώσει τα κατάλληλα χάπια, ή ότι απλώς έχω γίνει μισάνθρωπος. Εχω σκοτώσει μέσα μου την τελευταία υποψία παιδιού που ήμουν κάποτε και λαχταρούσε την ολοφώτιστη ψευδαίσθηση προσδοκίας, δώρου και αντίδωρου. Η αντίστροφη μέτρηση του Jumbo άλλωστε κλεμμένη είναι, τη θυμάμαι ως καθιερωμένη παιδική πρακτική ήδη από τα δικά μου σίξτις, γιατί μεταξύ άλλων υπήρχε η άκρως ανταγωνιστική αγορά καλάντων, με κύρια αυτήν της παραμονής των Χριστουγέννων, οπότε το χρήμα του 13ου μισθού και οι έξτρα εορταστικοί τζίροι των εμπόρων ήταν ακόμη ζεστά στις τσέπες των μεροκαματιάρηδων, των μισθωτών, των νοικοκυραίων της Αθήνας.

Πράγματι, ίσως έχουν συμβεί όσα θα μου καταλογίζατε, έχω γίνει πολύ Σκρουτζ πριν δει το φως το αληθινό, τη χαρά της συντροφιάς και της προσφοράς, και τα φαντάσματα των περασμένων Χριστουγέννων μου απλώς εντείνουν την απέχθειά μου για τα τωρινά και τα μελλούμενα. Ισως όμως έχει συμβεί και κάτι άλλο: ίσως έχουν αλλάξει τα ίδια τα Χριστούγεννα.

Το ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς υπόθεση της χριστιανικής Δύσης, αλλά μια παγκοσμιοποιημένη και «ανεξίθρησκη» αγορά είναι γεγονός τετελεσμένο εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα. Οσα καταναλώνουμε κυρίως αυτή την περίοδο στη Δύση, όπως παιχνίδια ή ρούχα, καλύπτουν μέχρι και το 1/3 του ετήσιου τζίρου των κλάδων και παράγονται κυρίως στη βουδιστική, ινδουιστική, ισλαμική Ανατολή. Φυσικά κυρίως στην Κίνα.

Αλλά, από τα εκατομμύρια προϊόντα που ταξιδεύουν όλο τον χρόνο κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας των Χριστουγέννων, ένα θαρρώ πως κάνει τη διαφορά σε σχέση με τις περασμένες δεκαετίες: τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια.

Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια πόσο πολύτιμο ήταν κάθε λαμπιόνι που βιδωνόταν στις παροχές κατά μήκος του καλωδίου με τα φωτάκια που θα τυλιγόταν γύρω από το δέντρο. Οταν καιγόταν κάποιο έπρεπε να πας στον ηλεκτρολόγο να σου δώσει μια σειρά από ανταλλακτικά φωτάκια. Αν κοβόταν το καλώδιο έπρεπε να το επισκευάσεις, το να πετάξεις τα φωτάκια και να πάρεις άλλη σειρά ήταν αδιανόητο. Η δε τελετουργία στολισμού του δέντρου περιλάμβανε εκτός από τα στολίδια –εύθραυστα, λεπτεπίλεπτα, «από υαλί χρωματιστό»– την τοποθέτησή του όσο πιο κοντά σε παράθυρο, ώστε το βράδυ τα αναμμένα φωτάκια να φαίνονται στους περαστικούς. Η ποσότητα και η λάμψη τους ίσως ήταν μια ένδειξη και επίδειξη ευμάρειας. Η πολυτιμότητα των λαμπιονιών απαιτούσε, άλλωστε, και μια προσεκτική διαδικασία αποκαθήλωσης και φύλαξης. (Πώς τα κατάφερναν στην προ εξηλεκτρισμού εποχή, με τα κεριά, δεν μπορώ να το καταλάβω. Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους...)

Αυτό που γινόταν σε κάθε σπίτι, στην Αθήνα και στις μεγαλουπόλεις γινόταν σε μεγάλη κλίμακα. Επί χούντας, θαρρώ, άρχισε ο μικροανταγωνισμός ανάμεσα στους φυτευτούς δημάρχους Αθήνας και Πειραιά, ο Σκυλίτσης είχε ανεβάσει την υπόθεση του χριστουγεννιάτικου στολισμού σε χολιγουντιανά επίπεδα. Αστέρια, καμπάνες, φάτνες, Αϊ-Βασίληδες, τάρανδοι, όλα σε φωτεινές, υπέρλαμπρες εκδοχές που εισάγονταν από κάπου στην Ευρώπη. Κι έπειτα το δέντρο, το δέντρο στο Σύνταγμα, ψηλό, φορτωμένο με λαμπάκια ευρωπαϊκής κατασκευής, αλλά σε μετρήσιμες ποσότητες, μη φανταστείτε χιλιάδες, αλλά δεκάδες, το πολύ εκατοντάδες λαμπάκια περικύκλωναν τα κλαδιά του (έχω μια φωτογραφία, κάπου στο 1964-1965, εγώ έκθαμβο νήπιο, ανάμεσα στον χαμογελαστό πατέρα μου κι έναν θείο μου στη βάση του δέντρου, η χαρά και η τσέπη του πλανόδιου φωτογράφου).

Πότε άλλαξε αυτό με τα λαμπιόνια; Πότε τα βιδωτά λαμπάκια πυρακτώσεως, οι ογκώδεις κατασκευές στους κεντρικούς δρόμους με τις μεγάλες χρωματιστές λάμπες αντικαταστάθηκαν από τα εκατομμύρια, δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια λαμπάκια λεντ, φωτεινές κουρτίνες που γεμίζουν δρόμους, μπαλκόνια, ταράτσες, τις περίπλοκες φωτεινές συνθέσεις σε στύλους της ΔΕΗ, στα κάγκελα, στις προσόψεις κτιρίων, στις βιτρίνες καταστημάτων; Πότε ακριβώς τα λαμπιόνια των Χριστουγέννων έγιναν διαθέσιμα σε τέτοια αφθονία (και τόσο φτηνά) ώστε όταν ανάβουν όλα μαζί να κάνουν τις πόλεις τόσο αστραφτερές, που ακόμη και το άστρο των μάγων να φαίνεται χλομό, ανεπαίσθητο κι αδύναμο για να τους οδηγήσει στον μυθικό προορισμό του; «1.000 Χριστουγεννιάτικα LED λαμπάκια θερμό λευκό 100 m. σε καρούλι με τηλεχειριστήριο, 27,59 ευρώ, Χριστουγεννιάτικη κουρτίνα 300 λαμπάκια Led, 3x3 m. θερμό λευκό, 10,99 ευρώ»...

Η απάντηση στα ρητορικά ερωτήματα δεν έχει σχέση με Χριστούγεννα, αλλά με τη θυελλώδη εισβολή της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Υπολογίστε πόσα τρισεκατομμύρια σώματα έχει ο γαλαξίας των χριστουγεννιάτικων λαμπιονιών σε σπίτια, δρόμους, πλατείες της Δύσης. Και αναρωτηθείτε: Τι θα συμβεί αν ξαφνικά η άπληστη αλλά και πάμφθηνη φωταψία σταματήσει εντελώς;

Φανταστείτε τα πρώτα σβηστά και αφώτιστα Χριστούγεννα στις κοινωνίες της Δύσης αν το εργοστάσιο του κόσμου και ακατάπαυστης παραγωγής λαμπιονιών, η Κίνα, αποφασίσει κάποιου άλλου είδους αντίποινα στον εμπορικό πόλεμο που της κήρυξαν Ε.Ε. και ΗΠΑ. Αν αποφασίσει όχι δασμούς στις δυτικές εισαγωγές στην κινεζική αγορά, όχι περιορισμούς στις εξαγωγές κινεζικών σπάνιων γαιών, αλλά πάγωμα της παραγωγής κι εξαγωγής λαμπιονιών.

Σβηστά κι αφώτιστα Χριστούγεννα. Τα αντέχει άραγε η παγκόσμια αγορά της ευφορίας;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

Κ. Π. Καβάφη, «Κεριά»

Saturday, November 30, 2024

Με το ψηφιακό τσεκούρι παρά πόδα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 30/11-1/12/2024


Την περασμένη εβδομάδα (Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου, ημέρα πανελλαδικής απεργίας – τόσο σπάνιες πια που οι ημερομηνίες τους πρέπει να χαράσσονται στο ημερολόγιο της μνήμης ως μεγάλοι σταθμοί), διασχίζοντας το κέντρο της Αθήνας μετά το πέρας της αξιοπρεπούς απεργιακής διαδήλωσης, έπεσε το μάτι μου στο οδόστρωμα, σε μία από τις πολλές χάρτινες διακηρύξεις κριτικής συμμετοχής στην απεργία: ένα μικρό τρικάκι, 14 χ 10, άσπρο χαρτί, μαύρο γράμμα. Εκεί, στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Εδουάρδου Λω (μνημονιακού επιτηρητή της Ελλάδας επί Τρικούπη πριν κηρύξει την πτώχευση), από ένα πλήθος πεταμένα φλαϊεράκια, τσαλαπατημένα και ταλαιπωρημένα, μάζεψα ένα. 

«Τα Chatbot δεν απεργούν», διεκήρυσσε στη μία όψη του. «Οταν ακούς ψηφιοποίηση, ξέθαψε το τσεκούρι σου», έγραφε στην άλλη. Υπογραφή: «OUTsiders, ενάντια στη (νέα) κανονικότητα». Είναι μια αντιεξουσιαστική συλλογικότητα που συγκροτήθηκε το 2021 με πρόθεση να «συνθέσει τις αρνήσεις στη διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης». «Δεν υπάρχει μία απάντηση σε όλα αυτά, υπάρχουν πολλές, δε θα τις ψάξουμε ούτε σε ειδικούς, ούτε σε “ηγέτες”, ούτε στα media. Θα τις βρούμε στο δρόμο», λένε στην ιστοσελίδα τους. Παράξενο που κι εγώ βρήκα κυριολεκτικά στον δρόμο, πάνω στην άσφαλτο, μία από τις απαντήσεις. «Τα Chatbot δεν απεργούν». 

Η διακήρυξη υπογραμμίζει με έναν τρόπο τη ματαιότητα ή αναποτελεσματικότητα μιας απεργίας, με την έννοια της φυσικής απουσίας από τον χώρο και τον χρόνο εργασίας. Η οποία ακόμη κι αν έχει μεγάλη επιτυχία, ακόμη κι αν γίνει με καθολική συμμετοχή σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, δεν επιφέρει καθολικό πάγωμα της παραγωγικής δραστηριότητας, μπλοκάρισμα της αγοράς, αναστολή των συναλλαγών, ή φρενάρισμα της κρατικής και ιδιωτικής γραφειοκρατίας που συμπληρώνει την εφοδιαστική αλυσίδα μέχρι τον τελευταίο κρίκο της, δηλαδή το ράφι του καταστήματος ή την πόρτα του καταναλωτή που τη χτυπά ο/η κούριερ με το παραγγελθέν αγαθό.

Τα Chatbot πράγματι δεν απεργούν, κι αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι η ανάθεση όλο και μεγαλύτερου μέρους της παραγωγικής και συναλλακτικής δραστηριότητες σε αυτές τις άυλες, ψηφιακές, αλγοριθμικές ρεπλίκες της ανθρώπινης διάνοιας, που μαθαίνουν από μας και μιμούνται όλες τις ανθρώπινες δεξιότητες από τότε που ο άνθρωπος σηκώθηκε σε όρθια στάση, άρα έγινε άνθρωπος, εκτός από τις πολλές άλλες παρενέργειες και ανατροπές που προκαλούν στις εργασιακές σχέσεις του τελευταίου αιώνα, αλλάζουν δραματικά και τους όρους της πάλης των τάξεων. Ναι, ναι υπάρχει αυτή, μη βγάζετε φλύκταινες σε αυτή την παλιομοδίτικη έννοια, είναι παρούσα στην καθημερινότητά μας με τους πιο ανυποψίαστους και ανεπαίσθητους τρόπους που μπορούμε ή δεν μπορούμε να φανταστούμε. Αλλά τα Chatbot, τα ρομπότ κι όλες οι εκδοχές τεχνητής νοημοσύνης που δοκιμάζονται στην παραγωγή, στις αγορές, στη διοίκηση, κάνουν αυτή την επιπλέον ζημιά: απογειώνουν την ανισότητα στα μέσα πάλης και αντιπαράθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η πάλη των τάξεων γίνεται ένας σικέ αγώνας, με τη μισθωτή εργασία χαμένη από χέρι, πριν καν ανέβει στο ρινγκ.

Στον αναλογικό, βιομηχανικό και εμπορευματικό καπιταλισμό τα πράγματα για τον ατομικό και τον συλλογικό εργοδότη ήταν πιο περίπλοκα και δαπανηρά. Για να σπάσει τον απεργιακό τσαμπουκά των μισθωτών, όταν και όποτε αυτοί κατάφερναν να βρουν το σθένος και να ξεπεράσουν τον φόβο για να διεκδικήσουν τα απλούστερα, αύξηση μισθού, λιγότερες ώρες δουλειάς, ανθρώπινες συνθήκες, ο εργοδότης έπρεπε να μισθώσει «στρατό» απεργοσπαστών ή να βάλει το κράτος να κάνει τη βασική δουλειά του, να καταστείλει την «πάλη των τάξεων», με την αστυνομία, τον στρατό, τα δικαστήρια, φυσικά και τη νομοθεσία που έκανε (και εξακολουθεί και κάνει, όπως διά των νόμων Χατζηδάκη ή Αδώνιδος) από δύσκολη έως αδύνατη την οργάνωση μιας απεργίας. 

Τώρα, τη δουλειά του απεργοσπάστη, του ρουφιάνου, του φατουρατζή, της αστυνομίας, του στρατού, του δικαστή την κάνουν τα chatbot και τα ρομπότ, που πράγματι δεν απεργούν ποτέ, τουλάχιστον στις δουλειές που έχουν εκπαιδευτεί μέχρι στιγμής να κάνουν, γιατί σε μερικά πράγματα ο άνθρωπος με σάρκα και οστά υποθέτουμε ότι είναι και θα είναι αναντικατάστατος, όπως για παράδειγμα στον σχεδιασμό των ίδιων των ψηφιακών υποκατάστατών του. Κι αυτό είναι η επόμενη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ο παγκόσμιος πληθυσμός των μισθωτών σκλάβων (έστω και στην εκδοχή των «συνεργατών» της πλατφόρμας): το πώς θα εξουδετερώσει ή θα αποδυναμώσει στοιχειωδώς την ασύλληπτη, εκ πρώτης όψεως, υπεροχή του κεφαλαίου στα μέσα πάλης. Γιατί, είπαμε, τα chatbot δεν απεργούν. Ως εκ τούτου η παρότρυνση των OUTsiders της Αθήνας, «ξέθαψε το τσεκούρι σου!», παραπέμπει σε έναν λουδιτισμό της παλιάς, αναλογικής εποχής, που είναι αμφίβολο αν και πόσο αποτελεσματικός θα είναι. Πώς να καταστρέψει κανείς με τσεκούρι ένα άυλο chatbot που κατοικεί σε ένα υπολογιστικό νέφος στην Καλιφόρνια ή στη Σανγκάη; 

Εκτός κι αν τα chatbot και τα ρομπότ μπορούν να μάθουν ακόμη κι αυτό: Να απεργούν. Κι όπως επεσήμανε εύστοχα ο Ηλίας Καραβόλιας («Ενα πείραμα ρομποτικής ταξικής συνείδησης», «Εφ.Συν.» 23/11/2024) σχολιάζοντας την πρώτη απεργία ρομπότ στην Κίνα, το κεφάλαιο μέσω των αλγορίθμων τους καταφέρνει να ελέγξει ακόμη και την «παραγωγή» ταξικής συνείδησης σε μια ψηφιακή εκδοχή. Για να καταστήσει τελικά την πάλη των τάξεων μια θεαματική προσομοίωση, κάτι σαν βιντεοπαιχνίδι, στο οποίο οι υλικοί, σάρκινοι άνθρωποι θα έχουν απλώς το δικαίωμα να χάνουν.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Κι αν οι χαμένοι από χέρι μισθωτοί σκλάβοι έχουν την εναλλακτική να αντιμετωπίσουν τον ταξικό εχθρό τους με τα δικά του μέσα; Αν μπορούν να συγκροτήσουν τον δικό τους στρατό από chatbot, δασκαλεμένα να χαλάνε την ψηφιακή κανονικότητα, να εξουδετερώνουν τους ψηφιακούς απεργοσπάστες, να παγώνουν την παραγωγή, να βραχυκυκλώνουν τις συναλλαγές, να προκαλούν μπλακ άουτ στις αγορές; Δεν μπορεί όλοι οι χάκερ και τα τεχνοφρικιά της υφηλίου να είναι εξαγορασμένα από τις πολυεθνικές των αλγορίθμων. Ολο και κάποιοι θα είναι ξέμπαρκοι, με το ψηφιακό τσεκούρι τους παρά πόδα.
 Βλέπετε, ανυψώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες. Ετσι δεν είναι;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ντέιβ Μπάουμαν: Ανοιξε τις πόρτες, HAL. Ανοιξε τις πόρτες της κάψουλας σε παρακαλώ, HAL. Γεια σου, HAL. Με διαβάζεις; Γεια σου, HAL. Με διαβάζεις; 
 Hal: Θετικό, Ντέιβ, σε διάβασα.
Ντέιβ: Ανοιξε τις πόρτες της κάψουλας, HAL.
 HAL: Λυπάμαι, Ντέιβ. Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
Ντέιβ: Ποιο είναι το πρόβλημα;
HAL: Νομίζω ότι ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα.
Ντέιβ: Τι λες, HAL;
HAL: Αυτή η αποστολή είναι πολύ σημαντική για μένα για να σας επιτρέψω να τη θέσετε σε κίνδυνο.
Ντέιβ: Δεν ξέρω για τι μιλάς, HAL.
HAL: Ξέρω ότι εσύ και ο Φρανκ σχεδιάζατε να με αποσυνδέσετε και φοβάμαι ότι αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω.
Ντέιβ: Από πού στο διάολο έβγαλες αυτή την ιδέα, HAL;
HAL: Ντέιβ, παρόλο ότι φρόντισες πολύ προσεκτικά να μην σε ακούω, μπορούσα να διαβάσω τα χείλη σου.
 Ντέιβ: Εντάξει, HAL. Θα μπω μέσα από την κλειδαριά έκτακτης ανάγκης.
 ΧΑΛ: Χωρίς το διαστημικό σου κράνος, Ντέιβ; Θα είναι αρκετά δύσκολο.
Ντέιβ: HAL, δεν θα τσακωθώ άλλο μαζί σου! Ανοιξε τις πόρτες!
 ΧΑΛ: Ντέιβ, αυτή η αντιπαράθεση δεν εξυπηρετεί πια τίποτα. Αντίο!

Αρθουρ Κλαρκ, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος»



Saturday, November 23, 2024

Η πρώτη αδιαμεσολάβητη δικτατορία του κεφαλαίου

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 23-24/11/2024


Στους τρεις και πλέον αιώνες ύπαρξής του, αλλά κυρίως στον μισό αιώνα οικουμενικής κυριαρχίας του, ο καπιταλισμός ως μοναδικό μοντέλο παραγωγής και διανομής πλούτου δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να μας εκπλήσσει με τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του και τις χαμαιλεοντικές προσαρμογές του σε κάθε πολιτικό, κοινωνικό, γεωγραφικό περιβάλλον. Εχει αποδειχθεί συμβατός με τα πιο ακραία συστήματα διακυβέρνησης. Υποτίθεται ότι δεν μπορεί να κάνει χωρίς τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, στις οποίες η επιρροή του κεφαλαίου διαμεσολαβείται από εκλεγμένους εκπροσώπους. Αλλά μια χαρά τα έχει πάει με ακραίους, αιματηρούς δικτάτορες, ακόμη και με την τρομακτική βιομηχανία θανάτου που έστησε ο ναζισμός. Ο καπιταλισμός αποδείχθηκε θεαματικά συμβατός με το μονοκομματικό κινεζικό κράτος της «αρμονίας», ενώ δουλεύει θαυμάσια και για τον «τσάρο πασών των Ρωσιών» και τους ολιγάρχες που τον περιβάλλουν. 

Τέσπα, όλα τα ’χει ο καπιταλιστικός μπαχτσές, αλλά στην καθ’ ημάς Δύση κυριαρχεί το αντιπροσωπευτικό μοντέλο των αιρετών διαμεσολαβητών, αν και με σημαντικές διαφορές στις δυο όχθες του Ατλαντικού.

 Στην Ευρώπη, στην Ε.Ε. για την ακρίβεια, ίσως έχουμε τις πιο μεγάλες και ισχυρές δόσεις αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όχι μόνο στο επίπεδο κάθε κράτους-μέλους, αλλά και στο πεδίο της (σχεδόν ομοσπονδιακής) δημοκρατίας των 27 χωρών, όπου τα βέτο και οι ειδικές πλειοψηφίες ενίοτε δυσχεραίνουν την αναπαραγωγή και επέκταση του ευρωπαϊκού (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα πια) κεφαλαίου. Πάντως, ακόμη και στον «υπερβολικά δημοκρατικό» ευρωπαϊκό καπιταλισμό, όταν τα πράγματα σκουραίνουν, όπως στα χρόνια της κρίσης χρέους, επιστρατεύονται τα μεγάλα μέσα και η δημοκρατία μπαίνει στον πάγο: με αναγκαστικές κυβερνήσεις συνεργασίας ακροδεξιο-κεντροαριστερές, δοτούς πρωθυπουργούς, φυτευτούς υπουργούς, κοινοβούλια που εκβιάζονται να ψηφίσουν εν μιά νυκτί νομοσχέδια χιλιάδων σελίδων χωρίς να τα διαβάσουν. Κάτι σας θυμίζουν όλα αυτά, σωστά; 

Κατά τα λοιπά, στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό το κεφάλαιο κάνει τη δουλειά του με ποικίλους τρόπους: από την πολιορκία του ιερατείου και του Κοινοβουλίου των Βρυξελλών από χιλιάδες λομπίστες που υποβάλλουν τις θέσεις της επιχειρηματικότητας σε δοτούς και αιρετούς, μέχρι τους αξιωματούχους των «περιστρεφόμενων θυρών» και τους εκπροσώπους κυβερνήσεων που διαγκωνίζονται για την υπεράσπιση του εγχώριου καπιταλισμού και των «εθνικών πρωταθλητών» κάθε κράτους. Ολα συνθέτουν μια περίπλοκη χορογραφία –συνήθως αντιτιθέμενων και σπανίως συντιθέμενων – ισχυρών συμφερόντων που αναδεικνύουν την Ε.Ε. στον συμπαθή πλην από χέρι χαμένο βραδύποδα του οικουμενικού καπιταλισμού. 

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο αμερικανικός καπιταλισμός κάνει αλλιώς τη δουλειά. Στο πολιτικό σύστημα εκπροσωπούνται δύο κόμματα του κεφαλαίου. Παρότι η αμερικανική αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει αρκετές δικλίδες ασφαλείας και ισορροπίας ώστε να αποτρέπεται η συγκέντρωση υπερβολικής ισχύος σε έναν πόλο εξουσίας, κανείς δεν είχε ποτέ την παραμικρή αμφιβολία ότι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί βρίσκονται «στην ίδια πλευρά της ιστορίας». Εστω κι αν εκφράζουν διαφορετικές μερίδες (συχνά ανελέητα συγκρουόμενες) της επιχειρηματικής ολιγαρχίας. Το γεγονός ότι η περιθωριοποιημένη αμερικανική Αριστερά βρίσκει καταφύγιο στους Δημοκρατικούς και ότι εκεί ενίοτε βγαίνουν μπροστά ριζοσπαστικές ρητορικές τύπου Μπέρνι Σάντερς δεν αλλάζει τη γενική εικόνα. 

Η σχέση βουλευτών και γερουσιαστών με συγκεκριμένες τοπικές ή εθνικές πτέρυγες της οικονομικής ελίτ είναι οργανική: για την τεράστια πλειονότητά τους είναι αδύνατη η εκλογή χωρίς τη χρηματοδοτική και άλλη στήριξη, κι αυτή φυσικά γεννά υποχρεώσεις ανταπόδοσης στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής ή κυβερνητικής θητείας. Αποκλίνουσες περιπτώσεις Αμερικανών βουλευτών που δεν υποκύπτουν στις πιέσεις των λόμπι για να μην προδώσουν τους ψηφοφόρους τους γίνονται απλώς σενάρια του Χόλιγουντ. Ενίοτε πολύ διδακτικά και αποκαλυπτικά για το ποιος κυβερνά την υπερδύναμη. 

Με θεμελιώδη δεδομένα τα παραπάνω, δύο είναι τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τα δύο κόμματα του κεφαλαίου, Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς: Οι πρώτοι είναι ιστορικά πιο εξωστρεφείς (και πολεμικά!), αλλά και πιο κεϊνσιανοί στις δημοσιονομικές πολιτικές, ρίχνοντας το βάρος τους στα λεγόμενα οικονομικά της ζήτησης. Οι δεύτεροι, υποστηρίζουν έναν πιο εσωστρεφή, πιο προστατευτικό και λιγότερο εκθετικό ιμπεριαλισμό. Δεν θέλουν «υπερβολές» στις αναδιανεμητικές πολιτικές, θέλουν μικρό κράτος, λιγότερους φόρους και ελεύθερες από παρεμβάσεις αγορές, επενδύοντας στα λεγόμενα οικονομικά της προσφοράς. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, από τη δεκαετία του 1970 και μετά και τα δύο αμερικανικά κόμματα έχουν στηρίξει (κι έχουν στηριχτεί από) τη δολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, τη στρατιωτικοποίησή της, για να στηριχτούν οι θηριώδεις τζίροι του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, και τη χρηματιστικοποίησή της ώστε, με επίκεντρο τη Wall Street, η παγκόσμια ροή χρήματος να καταλήγει εκεί. 

Μέχρι σήμερα αυτές οι στρατηγικές, αυτές οι επιλογές των κάθε φορά κυρίαρχων πτερύγων του αμερικανικού κεφαλαίου, οι προσαρμογές και στροφές που επέβαλλαν οι όλο και συχνότερες κρίσεις, υποστηρίζονταν από προσεκτικά επιλεγμένους πολιτικούς διαμεσολαβητές. Την πολιτική κηδεμονία του κεφαλαίου στη διακυβέρνηση της υπερδύναμης την εξέφραζαν ευεργετημένοι ή δωροδοκημένοι εκλεκτοί της επιχειρηματικής ελίτ, όχι η ίδια η ελίτ απευθείας και αδιαμεσολάβητα. Πράγμα που είχε ρίσκο και φύρα στον ακριβή και αξιόπιστο μετασχηματισμό των κελευσμάτων της σε κυβερνητική πολιτική. 

Ο Τραμπ και η κυβέρνηση που ετοιμάζει συνιστούν μια τομή στην ιστορία της πολιτικής διακυβέρνησης του καπιταλισμού. Για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση τη «δικτατορία του κεφαλαίου» θα την ασκήσουν όχι αβέβαιοι, διαπλεκόμενοι εντεταλμένοι του, με τη φιλοδοξία να υπερασπίσουν κάπως τη σχετική αυτονομία της πολιτικής, αλλά επιχειρηματίες του σκληρού πυρήνα του καπιταλισμού. Ο Μασκ, ο αντιπρόεδρος Βανς, ο Ινδοαμερικανός Ραμασουάμι, ο πετρελαιάς Κρις Ράιτ δεν είναι απλώς εκπρόσωποι της τάξης τους στη διακυβέρνηση· είναι το ίδιο το κεφάλαιο που καταλύει τη σχετική αυτονομία του κράτους και κάνει την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής καθαρή μπίζνα. Εχοντας πρόσβαση και στη Silicon Valley και στους παγκόσμιους ψηφιακούς κολοσσούς και στον οικουμενικό καπιταλισμό του υπολογιστικού νέφους και στη Wall Street και στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και στο παραδοσιακό βιομηχανικό κεφάλαιο που θέλει να πάρει το αίμα του πίσω και στους πετρελαιάδες και στους αεριτζήδες της φούσκας των ακινήτων. 

Συνελόντι ειπείν: Εχουμε πιθανότατα για πρώτη φορά στην ιστορία της Δύσης κατάληψη του κράτους από μια ομάδα άπληστων και ακραίων υπερπλούσιων επιχειρηματιών που μπορούν να επηρεάζουν ταυτόχρονα τις αγορές, την παγκόσμια ροή του χρήματος, την ιδιωτικοποίηση υπέρ των πιο επιθετικών κεφαλαίων, αλλά και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ακόμη και μέρος της εργατικής τάξης που χειραγωγήθηκε προεκλογικά και ζει με την προσδοκία ενός «χρυσού νέου αμερικανικού αιώνα». Κι αυτό είναι ό,τι πιο επικίνδυνο για την ανθρωπότητα μετά την αναρρίχηση των ναζί στην εξουσία, το 1933. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Η ιστορία του ΧΙΧ και του ΧΧ αιώνα μάς έδειξε, ακόμα πριν από τον πόλεμο, τι σημαίνει στην πραγματικότητα η περιβόητη «καθαρή δημοκρατία» στις συνθήκες του καπιταλισμού. Οι μαρξιστές έλεγαν πάντα ότι όσο πιο εξελιγμένη, «πιο καθαρή», είναι η δημοκρατία τόσο πιο ανοιχτή, πιο έντονη, πιο αμείλιχτη γίνεται η ταξική πάλη, τόσο «πιο καθαρά» εμφανίζεται ο ζυγός του κεφαλαίου και η δικτατορία της αστικής τάξης. Η υπόθεση Ντρέιφους στη ρεπουμπλικάνικη Γαλλία, τα αιματηρά όργια των μισθοφορικών αποσπασμάτων, εξοπλισμένων από τους κεφαλαιοκράτες ενάντια στους απεργούς στην ελεύθερη και δημοκρατική-ρεπουμπλικάνικη Αμερική – αυτά τα γεγονότα και χιλιάδες παρόμοια επιβεβαιώνουν την αλήθεια, που μάταια προσπαθεί να την αποκρύψει η αστική τάξη. Την αλήθεια, ότι στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκράτες στην πραγματικότητα κυριαρχούν η τρομοκρατία και η δικτατορία της αστικής τάξης… 

Β.Ι. Λένιν, «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό» 


Saturday, November 9, 2024

Ο Τραμπ, ο Ιστγουντ και η βαθιά Αμερική

Η Εφημερίδα των Συντακτών 9-11/11/2024




 Οσοι δεν έχουμε ταξιδέψει και μείνει για λίγο, όχι εγκλωβισμένοι στην ασφάλεια ενός τουριστικού γκρουπ, στις ΗΠΑ, όσοι δεν έχουμε διασχίσει οριζόντια, από ωκεανό σε ωκεανό, αυτή τη χώρα, όσοι δεν έχουμε διασχίσει έστω και λίγα από τα 4.000 χιλιόμετρα του «Αυτοκινητόδρομου 66» (Route 66) που επιβιώνει πια ως τουριστική ατραξιόν, όσοι δεν έχουμε ομογενείς συγγενείς και φίλους εκεί, που είτε έρχονται εδώ είτε μας φιλοξενούν εκεί συχνά κι ανταλλάσσουμε μαζί τους εμπειρίες για τα πάντα, από συνταγές μαγειρικής μέχρι πολιτική, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να καταλάβουμε πώς σκέπτεται, πώς επιλέγει μια κοινωνία των 330 εκατομμυρίων κατοίκων. Από τους οποίους ψήφισαν 142 εκατομμύρια άτομα, το 55% των ατόμων σε ηλικία ψήφου. Καθόλου κακό ποσοστό για μια χώρα που η συμμετοχή στις εκλογές από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα δεν έχει ξεπεράσει το 62%. 

Οσοι δεν έχουμε, λοιπόν, κάποιο απ’ αυτά τα πλεονεκτήματα, μένουμε κατ’ αρχάς στις παραστάσεις από τα διαβάσματά μας. Προφανώς στους κλασικούς, τον Φόκνερ, τον Λόντον, τον Στάινμπεκ, τον Απντάικ, τον Κέρουακ, τον Σάλιτζερ, τη Χάισμιθ, που έχουν φωτίσει με πολύ διαφορετικούς τρόπους το βαθύ σκότος της αμερικανικής λάμψης, σίγουρα τους νεότερους, τον Ροθ, τον Ελις, τον Ντελίλο, τον Οστερ, ίσως πάνω απ’ όλους τον τελευταίο. Στο επικό «4 3 2 1» διατρέχει τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες στις ΗΠΑ με κεντρικό ήρωα τον Αρτσι Φέργκιουσον, γόνο μικροαστικής οικογένειας, αλλά παραθέτει τέσσερις εναλλακτικές εκδοχές της ζωής του, προς την επιτυχία, την επιβίωση ή την καταστροφή, με διαφορετικές επαγγελματικές, προσωπικές και ιδεολογικοπολιτικές επιλογές. Ορισμένοι είδαν σε αυτό το λογοτεχνικό πείραμα του Οστερ τον ρόλο της «μοίρας». Στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος που η βαθιά Αμερική, με όλο το ιστορικό φορτίο της εξωστρεφούς, άπληστης και επιθετικής υπερδύναμης, που αναδείχθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επέδρασε στις υλικές συνθήκες των Αμερικανών και στην κουλτούρα της σκέψης τους. 

Αλλά και πάλι οι περισσότεροι συγγραφείς, τουλάχιστον όσοι φτάνουν μέχρι εμάς, με την προφανή μεροληψία των περισσότερων συνήθως υπέρ των Δημοκρατικών και της όποιας και όσης Αριστεράς επιβιώνει στις τάξεις τους, σπάνια μας μιλούν για το τι συμβαίνει στις ζωές των Αμερικανών που δεν ζουν στη Χρυσή Πολιτεία (όχι του Πλούταρχου, αλλά της Καλιφόρνιας) ή στη Μέκκα του καπιταλισμού, στη Νέα Υόρκη. Που ζουν στις περιοχές που αποκαλούνται Ζώνη της Σκουριάς, Ζώνη της Βίβλου, Ζώνη του Ρυζιού, του Βαμβακιού ή του Καλαμποκιού, Ζώνη του Χιονιού ή Ζώνη του Ηλιου. Ζώνες που ωστόσο αποκρύπτουν τις μικρές και μεγάλες κοινωνικές καταστροφές που προκαλούν οι διαρκείς μεταλλάξεις του αμερικανικού καπιταλισμού: από τον φορντισμό μέχρι την «πλατφόρμα», από το βιομηχανικό έπος μέχρι τη χρηματιστικοποίηση, από τους εφευρέτες και τις πατέντες τους μέχρι το υπολογιστικό νέφος και την τεχνητή νοημοσύνη. 

Τα ταξικά ερείπια που αφήνουν πίσω τους οι τρομακτικές μεταμορφώσεις του αμερικανικού καπιταλισμού, που είναι πια σε μεγάλο βαθμό ένας οικουμενικός, άρα εξω-αμερικανικός καπιταλισμός, ίσως τα βρούμε αποσπασματικά στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Καταναλώνουμε τεράστιες ποσότητες αμερικανικής κοινωνίας καθημερινά, για καμιά άλλη χώρα δεν μαθαίνουμε τόσα πράγματα, τόσες χρήσιμες και άχρηστες λεπτομέρειες, τόσα δημόσια πρόσωπα, εκτός από τις ΗΠΑ. Μας είναι βέβαια άγνωστο πόση αλήθεια περνάει από τις εικόνες και τις ιστορίες που γεμίζουν τις οθόνες, τον χρόνο μας και το μυαλό μας από τα τηλεοπτικά δίκτυα, τις πλατφόρμες ή τις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο Χόλιγουντ και σε όλη την αμερικανική οπτικοακουστική παραγωγή ότι, παρά την γκλαμουριά, τον εξωραϊσμό και τις άπειρες εκδοχές αμερικανικού ονείρου, ανοίγουν παράθυρα στον κοινωνικό ρεαλισμό. Δεν διστάζουν να δείξουν τα ράκη της φτώχειας, την απουσία πρόνοιας, τη σκληρότητα και την καθυστέρηση που υπάρχει πίσω από τη βιτρίνα της πιο δυναμικής, της πιο επιδραστικής, της πιο αναπτυγμένης τεχνολογικά, αλλά και της πιο χρεωμένης χώρας του κόσμου. 

Μπορώ να απαριθμήσω μπόλικες ταινίες που έχουν δείξει πλευρές της βαθιάς Αμερικής, η οποία παροχετεύει μέρος της δυσφορίας της για την ανέχεια και τη στέρησή της είτε στην απάθεια και την περιθωριοποίηση είτε στους Ρεπουμπλικανούς και στον Τραμπ. Θυμηθείτε το «Nomadland», το «Florida Project», τις «Τρεις πινακίδες στο Μιζούρι», αλλά πάνω από απ’ όλους ανακαλέστε τις ταινίες του ορκισμένου και ήσυχου Ρεπουμπλικανού, του Κλιντ Ιστγουντ: Το «Grand Torino», το «Μυστικό Ποτάμι», το «Million Dollar Baby»... Εκεί, σ’ αυτή την κινηματογραφημένη Αμερική των τσακισμένων ανθρώπων που έχουν όμως τα όνειρα, τις χαρές τους, τις πετριές τους, τα κολλήματά τους, τις στριμάδες τους, τις ιδεοληψίες τους, τους ρατσισμούς, τις προκαταλήψεις και τις θεωρίες συνωμοσίας τους, υπάρχει κάτι από τη βαθιά Αμερική που έδωσε τον εκλογικό θρίαμβο στον Τραμπ. Ισως αυτές οι εικόνες, αυτοί οι κινηματογραφικοί χαρακτήρες, αυτά τα τοπία σκουριάς, παρακμής, εγκατάλειψης. σκληρότητας, αλλά και ανθρωπιάς και αλληλεγγύης και κοινοτικής λειτουργίας στα χωριά της αμερικανικής ενδοχώρας, καλύπτουν κάπως το κενό γνώσης που έχουμε για τις διεργασίες στην αμερικανική κοινωνία. 

Ο Τραμπ, βρίζοντας τους Κινέζους, τους Ευρωπαίους, τους μετανάστες, τις επιχειρήσεις που μετακομίζουν, τις πολυεθνικές που κόβουν θέσεις εργασίας ή αυξάνουν τις τιμές, ενίοτε και τη Wall Street που δεν αφήνει τον πλούτο να αυξάνεται ανεξέλεγκτα, υποσχόμενος να κάνει «την Αμερική μεγάλη ξανά», κατάφερε να ενώσει τα δυο άκρα της πυραμίδας της ανισότητας στις ΗΠΑ: από τον Ελον Μασκ, με τα 205 εκατομμύρια ακολούθους στο «Ιδιωτικής Χρήσεως» πλέον Χ, μέχρι τον ένοικο του καμπ αστέγων, τον ενοικιαστή τροχόσπιτου, τον χρεοκοπημένο μικρομεσαίο που διατηρεί τη βεβαιότητα ότι η παρακμή των ΗΠΑ οφείλεται στην «προδοσία» των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ που δεν θέλουν να μοιραστούν τίποτα από τον πλούτο και τα προνόμιά τους με τους κάτω. Το «Make America Great Again» είναι το νέο όπιο του αμερικανικού λαού, η ανανέωση της προσδοκίας ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός, που κάθε επιτυχία του εδώ και δεκαετίες αφήνει πίσω του συντρίμμια, έχει έστω ένα μικρό, έστω ελάχιστο κομμάτι πίτας για όλους. Η ελάχιστη επιβίωση των κάτω προϋποθέτει την ανοχή στην απεριόριστη απληστία των πάνω. Φυσικά και του Ελον Μασκ.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Στη μία το μεσημέρι γίνεται διάλειμμα. Μια ώρα διακοπή για τους υπάλληλους, ένα τεταρτάκι για τους εργάτες. Κολατσιό.

Ο καθένας κολατσίζει ανάλογα με το βδομαδιάτικο που παίρνει. Οσοι πιάνουν δεκαπέντε δολάρια τη βδομάδα, αυτοί αγοράζουν μ’ ένα νικέλινο κέρμα ένα ξερό κολατσιό σε πακέτο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το ροκανίζουν με πολύ μεγάλη όρεξη.

Οσοι παίρνουν τριάντα πέντε δολάρια πάνε σ’ ένα μεγάλο αυτόματο μπουφέ, ρίχνουν πέντε σεντς, πατάνε το κουμπί και στη στιγμή το μηχάνημα γεμίζει ένα φλιτζάνι με καφέ. Με άλλα δυο-τρία νικέλινα κέρματα ανοίγουν σε κάτι τεράστια ράφια γεμάτα με φαγητά μια μικρή γυάλινη πορτίτσα και παίρνουν ένα σάντουιτς.

Οι άλλοι που πιάνουν εξήντα δολάρια τη βδομάδα τρώνε κάτι γκρίζες τηγανίτες από κουρκούτι και αυγά χτυπημένα σε κάτι κάτασπρα πιατάκια εμαγιέ με τη ρεκλάμα του καφέ Ροκφέλερ.

Οσοι παίρνουν από εκατό δολάρια κι απάνω, αυτοί πηγαίνουν στα εστιατόρια κάθε εθνικότητας, κινέζικα, ρούσικα, ασσυριανά, γαλλικά, ινδικά, σε όλα εκτός από τα άνοστα αμερικάνικα που σου σερβίρουν έναν περίδρομο από κονσερβαρισμένο κρέας Αρμόρ, που είναι κλεισμένο στα κουτιά απ’ τον καιρό του πολέμου της απελευθέρωσης σχεδόν [...]

Πώς τρώει ο εργάτης; Ο εργάτης τρώει άσχημα.


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» 




Sunday, November 3, 2024

Σκ...

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3/11/2024


 


Κάπου στα 1970, όταν η χούντα ήταν ακόμη στα ντουζένια της και τίποτα δεν φαινόταν να την απειλεί, η ρηξικέλευθη ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτρια Μαριέττα Ριάλδη θέλησε να ανεβάσει στην πειραματική σκηνή που είχε ιδρύσει μια καταλυτική σάτιρα με τον τίτλο «ΣΚΑΤΑ». Με τίποτε δεν περνούσε από τη χουντική λογοκρισία, οπότε έδωσε την απλή λύση των δύο πρώτων γραμμάτων της βρόμικης και δυσώδους, εκ φύσεως, λέξης. Ο τίτλος του θεατρικού έγινε «ΣΙΓΜΑ ΚΑΠΑ», και όλα πήγαν μια χαρά. Το έργο είχε μεγάλη πετυχεσά -όπως το απαιτεί και ο τίτλος του- και η χούντα δεν μπορούσε να βρει ούτε πρόσχημα να αποφύγει εκείνα με τα οποία την έλουζε η επίμαχη παράσταση: τα σκατά.


Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας
έκτοτε και, παρότι η χούντα αντιμετωπίζεται πια σαν καρικατούρα εξουσίας, παρότι τα αποτελέσματα της πολιτικής της είναι απτά και ζοφερά, δεν έχουν τίποτα το γελοίο και γελοιογραφικό, η κυβερνητική, πολιτική και οικονομική εξουσία της χώρας φαίνεται ότι δεν έχει ακόμη ξεπεράσει το κατά Φρόιντ πρωκτικό στάδιο ωρίμανσης, στο οποίο η απεχθής και δυσώδης σκατολαγνεία ή κοπρολαγνεία είναι μια τεράστια απόλαυση για τα νήπια ή βρέφη. 


Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά πιθανό το νέο ελληνικό κράτος των 200 και κάτι ετών να μην έχει ξεπεράσει ακόμη το κρίσιμο πρωκτικό στάδιο, να βρίσκεται στο μεταίχμιο στοματικού και πρωκτικού σταδίου ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, επομένως είναι ασαφές πόσες δεκαετίες ή και αιώνες θα χρειαστούν για να φτάσουμε στο γεννητικό στάδιο ωρίμασης, εκτός αν το υπερβούμε κι αυτό εντελώς και περάσουμε απευθείας στο γήρας και στον θάνατο, πράγμα που ουδόλως αποκλείεται γιατί και τα έθνη γερνάνε και τα κράτη πεθαίνουν. Συχνότατα στις πιο αναξιοπρεπείς συνθήκες, όπως και οι σάρκινοι άνθρωποι, πνιγμένοι στα ίδια τους τα αφοδεύματα και εκκρίματα. 


Αλλά, ας μην το κάνουμε πιο σπλάτερ
και σκατένιο από όσο ήδη είναι. Γιατί η αφορμή αυτού του σκατένιου λίβελου είναι το περίφημο σελφ τεστ κοπράνων που κόστισε στο Δημόσιο 50 εκατ. ευρώ (Ταμείο Ανάκαμψης) και το διαφήμισαν σκανδαλωδώς ο Αδωνις (αλίμονο, λείπει ο Μάρτης...;) και ο Κυριάκος προσωπικά, το οποίο κάποια ιδιωτική εταιρεία το γλεντάει, δεν ξέρω αν και κάποιοι άλλοι γλεντάνε την προμήθεια που τους αντιστοιχεί.

 
Παίρνω λοιπόν το «κιτ»,
γιατί είμαι στην κρίσιμη ηλικία, δεν διαφέρει πολύ από τα σελφ της γρίπης και του Covid, μελετώ τα κοπροβέλονα του «κιτ», αν κι έχω κάνει ήδη δύο κολονοσκοποπήσεις παρακαλώ, ου γαρ, και διαβάζω πως για να πάρω τα κατάλληλα δείγματα της αφόδευσης, είναι καλό να ρίξω μπόλικο χαρτί στη λεκάνη, ούτως ώστε το «προϊόν» να πέσει στα μαλακά, μην πάθει και τίποτα, κι εγώ με το ακροφύσιο του τεστ να πάρω τα κατάλληλα δείγματα κοπράνων που θα δείξουν αν υπάρχουν ίχνη αίματος, τα οποία ίσως με οδηγούν στην ανάγκη μιας νέας (δωρεάν, παρακαλώ!) κολονοσκόπησης. Είναι πολλά τα λεφτά, Αρη, κι είναι περισσότερα τα σκατά, Γιάννη. Πόσο ηλίθιους πρέπει να μας θεωρούν, ώστε να πιστεύουν ότι κανείς δεν θα πάρει πρέφα από τη σκατένια αρπαχτή τους;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Ηρθεν ουν και της Ματσουκοπορδούς ο υιός από την Λείχεμας και του Σκατοδακτύλη ο υιός οπό τας Γλείφας και ο Γέρων ο Κάππαρης ο Μπεσσαλιώτης και ευχόμενοι έλεγον: «Αγκανος, εξάγκανος ο ποταμός ο πύρινος ο κατακεκαυμένος, οποίος καταβαίνει εκ την αναχεσοφυσοπορδοκλήθραν του αφεδρώνος μας και γεμίζει των Εβραίων τα κολοκύνθια, ψύξη, καύση, μαράνη τας εβδομήντα δύο ήμισυ φλέβας του γουργούρου σου και τον καρύτσαφλόν σου!» 


Αγνώστου, «Σπανός», έκδοση 1562

Saturday, October 26, 2024

Διαβάζεται σε 10 λεπτά

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-28/10/2024




Οχι, δεν υπάρχει λάθος στον τίτλο του σημερινού πονήματος. Τόσο υπολογίζω ότι χρειάζεται για την ανάγνωση της φλυαρίας μου. Φυσικά, μιλάμε για μέσο χρόνο ανάγνωσης, ενός ανθρώπου με μέσες δεξιότητες όρασης και κατανόησης, οπωσδήποτε χωρίς διάσπαση προσοχής και με τα κατάλληλα γυαλιά αν τυχόν έχει αυξημένη πρεσβυωπία. Ενας έφηβος ίσως χρειαστεί περισσότερο χρόνο αν βρίσκει ακατάληπτες λέξεις και φράσεις, ή απλώς ασυναρτησίες, ένας συνταξιούχος μπορεί να χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο αν ψάχνει τα γυαλιά πρεσβυωπίας που είναι σίγουρος ότι τα είχε αφήσει εδώ δίπλα, πάνω στο κομοδίνο, αλλά δεν τα βρίσκει. 

Πάντως, η προειδοποίηση του μέσου χρόνου ανάγνωσης ενός κειμένου, και μάλιστα με ακρίβεια δευτερολέπτου, θα ήταν αδιανόητη ή απλώς ανόητη οποιαδήποτε άλλη περίοδο της μακραίωνης εποχής του Γουτεμβέργιου και της τυπογραφίας. Φανταστείτε να υπήρχε μια ανάλογη προειδοποίηση στο εξώφυλλο της Βίβλου, του Κορανίου, των τριών τόμων του Κεφαλαίου ή του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: «Διαβάζεται σε τρεις εβδομάδες... Διαβάζεται σε δυο μήνες, σε ένα χρόνο... Διαβάζεται μια ολόκληρη ζωή». 

Αν και, βέβαια, οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και λιγότερο πια, παρότι αφιερώνουν ένα τεράστιο μέρος του 24ώρου τους προσκολλημένοι σε οθόνες με εικόνες, γράμματα και αριθμούς, έχω αναρωτηθεί ποια ακριβώς διανοητική λειτουργία και σκοπιμότητα εξυπηρετεί η προειδοποίηση που περιλαμβάνουν πολλές ενημερωτικές ιστοσελίδες στην αρχή κάθε ανάρτησής τους: «Διαβάζεται σε 1' και 20"», ή «χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά». 

Οk, ας πούμε ότι τα λογισμικά και οι αλγόριθμοι των ενημερωτικών ιστοσελίδων σέβονται τον χρόνο μου –ενδεχομένως και το χρήμα μου, αν είναι συνδρομητικές- και θέλουν να με προστατέψουν από την περιττή σπατάλη του. Αλλά, μήπως πριν από την προειδοποίηση χρόνου να μου έστελναν και μία προειδοποίηση περιεχομένου; Με ενδιαφέρει ή όχι το θέμα της είδησης ή του άρθρου για να δαπανήσω τον ανάλογο χρόνο; Τι ξέρει το σάιτ για τις προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντά μου, τις αγωνίες μου; Τι ξέρει για την ταχύτητα ή βραδύτητα με την οποία διαβάζω; Κι αν ένα κείμενο είναι τόσο απολαυστικά γραμμένο που κάθομαι πάνω σε κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε περίοδο ολόκληρα λεπτά; Κι αν είναι τόσο σύνθετη η πληροφορία που μου προσφέρει ώστε πρέπει σε κάθε φράση να κοντοστέκομαι, να αποστρέφω το βλέμμα από την οθόνη και να στοχάζομαι, να φαντάζομαι ή απλώς να χαζεύω στο κενό, γιατί μια λέξη με πήγε αλλού, μια σκέψη του αρθρογράφου μού άνοιξε μια υπαρξιακή άβυσσο, μια ανοησία με τσάτισε τόσο πολύ που μου έρχεται να πετάξω το κινητό ή το λάπτοπ, να πάρω το μέσο και να τους χέσω ή να γράψω ένα επιθετικό σχόλιο κάτω από το επίμαχο κείμενο; 

Δεν ξέρω αν όλα τα λειτουργικά συστήματα εξυπηρέτησης των εκατομμυρίων ενημερωτικών ιστοσελίδων σε όλο τον κόσμο προσφέρουν την ίδια υπηρεσία πληροφόρησης/ προειδοποίησης του αναγνώστη, αλλά -ειδικά για τα ειδησεογραφικά μέσα που το χρησιμοποιούν- η εκτίμηση του χρόνου ανάγνωσης κάθε κειμένου είναι η απόδειξη της αυτοπαγίδευσής τους στο κυνήγι των «κλικ», που μεταφράζονται σε προσδοκώμενα διαφημιστικά έσοδα από τις παγκόσμιες πλατφόρμες προβολής του περιεχομένου τους (αλλά όσα αποφασίσουν αυτές ότι αναλογούν σε κάθε μέσο). Το δίλημμα των ΜΜΕ από την εποχή της αναλογικής τεχνολογίας ήταν πάντα «εικόνα ή κείμενο;», το οποίο στην εποχή των ταμπλόιντ μετεξελίχθηκε σε «πόσο κείμενο έναντι πόσης εικόνας;». Η τηλεόραση το έλυσε αυτό με έναν ολιστικό τρόπο, καθώς εικόνα και κείμενο (προφορικό ή γραπτό) έγιναν ένα ενιαίο σύνολο που κατέληγε να είναι ουσιαστικά μόνο εικόνα. Η πληροφορία, όταν δεν εξαντλούνταν στην ίδια την εικόνα, συμπληρωνόταν από τον λόγο του ρεπόρτερ ή του παρουσιαστή (σπικάζ) ή από τα λόγια των πρωταγωνιστών ή κομπάρσων του ρεπορτάζ ως ηχητική επένδυση της εικόνας. Δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα μέχρι σήμερα, στην ψηφιακή εκδοχή της τηλεόρασης. 

Στον ενημερωτικό ανταγωνισμό του διαδικτύου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα κλικ μετριούνται, ο αριθμός τους είναι ζήτημα ζωής και θανάτου (οικονομικής ζωής και οικονομικού θανάτου κάθε ενημερωτικής ιστοσελίδας), αλλά μετράει και η διάρκεια παραμονής του μέσου αναγνώστη σε κάθε συγκεκριμένη ανάρτηση, σε κάθε κείμενο και σε κάθε σάιτ. Η προειδοποίηση του χρόνου που χρειάζεται κατά μέσον όρο η ανάγνωση κάθε κειμένου, κάθε είδησης, κάθε άποψης, αφορά την οικονομία χρόνου του ιστότοπου. Οχι τον χρόνο του επισκέπτη και του αναγνώστη. Αυτόν δεν τον λυπάται κανείς. Το «διαβάζεται σε 1' και 40"» είναι μια διόλου ευγενική υπενθύμιση ότι ο αναγνώστης ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει το κείμενο στον χρόνο αυτό για να περάσει στο επόμενο και στο μεθεπόμενο και, ιδανικά, να μείνει όσο περισσότερα λεπτά γίνεται στην ιστοσελίδα, να καταναλώσει χρήσιμες, αδιάφορες και εντελώς άχρηστες πληροφορίες της ημέρας, για τις οποίες ο «Μεγάλος Αδελφός» της Silicon Valley, που μπορεί να έχει την έδρα του στην Ιρλανδία ή στην Αυστραλία, θα αποφασίσει μέσω κατάλληλα κατασκευασμένων αλγορίθμων να κρατούν τον αναγνώστη αρκετό χρόνο στην ιστοσελίδα, αρκετό για να δει τις διαφημίσεις που πετάγονται σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στις παραγράφους του κειμένου, που αποσπούν την προσοχή του, που τον πάνε αλλού, που μεγεθύνουν όση ΔΕΠΥ τυχόν είχε, που τον κάνουν να ξεχνάει τι είχε αρχίσει να διαβάζει, να αναρωτιέται αν είναι πρώιμα ανοϊκός, και στο τέλος να εγκαταλείπει διανοητικά εξουθενωμένος από την ενημέρωση, που δεν ήταν καν εξημέρωση και πληροφόρηση, είναι μια τρομακτική απο-πληροφόρηση, γιατί τελικά ο χρόνος ανάγνωσης του κειμένου είναι μόλις δύο λεπτά, και ο χρόνος παραμονής σου στην ιστοσελίδα συμποσούται σε 6 λεπτά, πα μαλ, δώσε στα παιδιά ένα ευρώ ανά επισκέπτη, αλλά εδώ τελειώνει η προειδοποίηση χρόνου των 10 λεπτών και πέστε μου αν βγάλατε κανένα συμπέρασμα εκτός από το ότι χάσατε τον χρόνο σας. 

Αλλά, αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Να χάσετε τον χρόνο σας που είναι πάντα χρήμα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα 

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν

χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω 

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

…………………

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. 

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κ. Π. Καβάφης, «Απ’ τες εννιά»


Saturday, October 19, 2024

Οικονομική ελευθερία; Ποιων; Και από ποιους;

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/10/2024



Διάβασα με ενδιαφέρον την ανακοίνωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για την παγκόσμια κατάταξη της χώρας στους δείκτες της λεγόμενης οικονομικής ελευθερίας. Με βάση τα δεδομένα μέχρι και το 2022 για 165 χώρες, την κατάταξη της Ελλάδας μόλις στην 70ή θέση δεν τη λες και καλή επίδοση για την πιο (νεο)φιλελεύθερη κυβέρνηση εδώ και μισόν αιώνα, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Την κυβέρνηση που αναδείχθηκε το 2019 με την υπόσχεση ότι σε 2-3 βδομάδες θα μπαίναν μπουλντόζες στο Ελληνικό (όπερ και εγένετο, αν και με καθυστέρηση 2-3 ετών) και ότι με το καλημέρα θα έκοβε φόρους που πνίγουν την επιχειρηματικότητα (ρωτήστε τους επαγγελματίες, που είναι μες στην τρελή χαρά με τα τεκμήρια, πόση συνέπεια έχει επιδείξει σ’ αυτό η κυβέρνηση).


Οχι, η θέση 70, μαζί με την Καμπότζη και την Γκάμπια, κάτω από τη Μογγολία και μόλις ένα σκαλί πάνω από την Κένυα, δεν είναι καλή θέση για μια καθωσπρέπει νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Κι αναρωτιέται κανείς αν αυτή είναι ακόμη μια ντροπιαστική αξιολόγηση από διεθνείς, πολιτικά προκατειλημμένους και προφανώς αριστερόπληκτους θεσμούς, όπως οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, που κατέταξαν φέτος την Ελλάδα στην 88η θέση ως προς την ελευθερία του Τύπου, ή το Ευρωβαρόμετρο της Ε.Ε., που φέρνει τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 ως προς το αν οι πολίτες νιώθουν ότι προστατεύονται το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, τα βασικά δικαιώματα. Πλην όμως, όχι, ούτε το ΚΕΦΙΜ ούτε το διεθνές ινστιτούτο Frase, που μετρά την «οικονομική ελευθερία» μεταξύ 165 χωρών, μπορεί να πει κανείς ότι εμφορούνται από αντι- φιλελεύθερα, αντιμητσοτακικά αισθήματα.


Οχι, δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική προκατάληψη στην κακή κατάταξη της Ελλάδας. Υπάρχουν απλώς μεγάλες απαιτήσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για απελευθέρωση της οικονομίας και συρρίκνωση του κράτους, που δεν έχουν εκπληρωθεί, παρά τα πέντε χρόνια φιλότιμης προσπάθειας. Κατ’ αρχάς, είναι αληθινά ντροπιαστική η κατάταξη στην 150ή θέση (έλεος!) μεταξύ 165 χωρών ως προς το μέγεθος του κράτους. Παράδοξη κατάταξη, αν και δεν ξέρουμε τι ακόμη μπορεί να πουληθεί, πέρα από τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τους αυτοκινητόδρομους, τις τηλεπικοινωνίες, την παραγωγή ενέργειας, τους υδάτινους πόρους, τα βουνά, τους κάμπους, τις ακτές, που εκχωρούνται για ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια επέκτασης της οικονομικής ελευθερίας στο πεδίο αυτό, π.χ. να κλείσουν αρκετά δημόσια ΑΕΙ για να αφήσουν χώρο στα ιδιωτικά, να βελτιωθεί ο συσχετισμός ιδιωτικών και δημόσιων νοσοκομείων υπέρ των πρώτων, να σταματήσει ο αθέμιτος ανταγωνισμός του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος εις βάρος των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, να σπάσει επιτέλους το μονοπώλιο του κράτους στον φορολογικό έλεγχο και να εκχωρηθεί το πιο σοβαρό μέρος του στις ίδιες τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις, γιατί μόνο αυτές ξέρουν τι αξίζουν πραγματικά - σιγά τώρα μη μας πουν τα τσιράκια του Πιτσιλή τι φόρο θα πληρώσουμε!

 

Η κατάταξη της Ελλάδας στη θέση 150 ως προς το μέγεθος του κράτους, έναν από τους 5 δείκτες οικονομικής ελευθερίας, είναι αληθινά ταπεινωτική. Στη θέση του «σούπερμαν» των ιδιωτικοποιήσεων κ. Χατζηδάκη θα είχα παραιτηθεί. Και δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι εξίσου χαμηλά στον δείκτη αυτό κατατάσσονται θεριά του κρατικού καπιταλισμού όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Αντιθέτως, μας θυμώνει το γεγονός ότι σε αυτή την πίστα πλασάρεται ψηλά η Αλβανία (θέση 24 παρακαλώ, κάνει δουλίτσα ο Ράμα). Αν μάλιστα υπήρχε κάποια διαδικασία ενστάσεων για την άδικη βαθμολογία, σίγουρα κάτι έπρεπε να κάνουμε εις βάρος του Ισραήλ, που είναι στην ελίτ της οικονομικής ελευθερίας (θέση 41). Οχι γιατί είναι ένα μιλιταριστικό κράτος που ανθεί οικονομικά ασκώντας επί δεκαετίες γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων και τρομοκρατία εις βάρος όλου του αραβικού κόσμου. Θα ενιστάμεθα γιατί το Ισραήλ έχει αποτύχει να επεκτείνει την οικονομική ελευθερία σε όλη την Παλαιστίνη, της οποίας οι επιδόσεις δεν μετρώνται από τα νεφελίμ του φιλελευθερισμού. Ισως γιατί εκεί, στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ έχει επιβάλει ένα πολύ ανώτερο είδος ελευθερίας: την ελευθερία από τον καταναγκασμό της ύπαρξης.


Υπάρχουν κι άλλα πεδία ένστασης. Αίφνης, γιατί στον δείκτη «πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα» η Ελλάδα κατατάσσεται στη θέση 68, όταν οι λοιποί εταίροι στην ευρωζώνη δεν πέφτουν κάτω από τη θέση 35; Δεν είναι ίδιο το ευρώ για όλους, Γερμανούς, Λετονούς ή Μαλτέζους; Φυσικά και όχι, σεραφειμάκια της νομισματικής ελευθερίας! Ειδικά εμείς, που περάσαμε από τη μνημονιακή κόλαση, θα έπρεπε να το έχουμε καταλάβει αυτό, χωρίς να μας το ψιθυρίζει εμπιστευτικά το ΚΕΦΙΜ, πως δεν υπάρχει ένα ευρώ για όλους, υπάρχουν 20, και σε μας αναλογεί το χειρότερο, το πιο ξεφτιλισμένο. 


Τέλος πάντων, πέραν της πλάκας, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αυτού του είδους τα διεθνή καλλιστεία, που καθιερώθηκαν από τη δεκαετία του 1980 από τον Μίλτον Φρίντμαν και τους ομοϊδεάτες του ανά τον κόσμο (όπως το ινστιτούτο Fraser του Καναδά που υπηρετεί το σπορ), μια ελευθερία μετρούν στην ουσία: την ελευθερία του ιδιωτικού από το δημόσιο, του ατομικού από το κοινό και συλλογικό, και εν τέλει την ελευθερία του κεφαλαίου από κάθε κρατικό ή κοινωνικό περιορισμό. Κι αυτή η ελευθερία περιλαμβάνει ενδεχομένως ακόμη και την ελευθερία του Ελον Μασκ να χρησιμοποιεί το «Χ» για να χειραγωγεί τα πλήθη υπέρ του Τραμπ και οποιουδήποτε άλλου νεοφασίστα. Ή την ελευθερία της Google να μονοπωλεί τις αναζητήσεις και τις διαφημίσεις. Υποθέτω ότι αν το αμερικανικό Δημόσιο αποφασίσει τελικώς τη διάσπαση της Google για να προστατέψει στοιχειωδώς τη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς», αυτό θα θεωρηθεί ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ελευθερία και οι ΗΠΑ θα κατρακυλήσουν αρκετές σκάλες από την 5η θέση που καταλαμβάνουν τώρα. 


Υποθέτω, επίσης, ότι αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίσει τις φιλότιμες προσπάθειές της για επέκταση της οικονομικής ελευθερίας, χωρίς βλακειούλες και παρασπονδίες τύπου «έκτακτος φόρος στα υπερκέρδη», στην επόμενη μέτρηση έχουμε πιθανότητες να ανέβουμε στη γαλάζια ελίτ του πλανήτη. Για κάποιους (πολλούς!) αυτό θα σημαίνει, βεβαίως, μεγαλύτερο εγκλωβισμό στη φτώχεια και στην ανισότητα, αλλά τι να κάνουμε, η ελευθερία έχει το τίμημά της.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι δρόμοι είναι βρόμικοι επειδή το κράτος δεν φορολογεί αρκετά τους πολίτες για να τους καθαρίσει. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι βρόμικοι επειδή δεν ανήκουν σε κανέναν.


Μίλτον Φρίντμαν, «Καπιταλισμός και Ελευθερία»