Παρασκευή 31 Αυγούστου 2007

Στα στενά της παλιάς Γαλιλαίας

Σε παρατηρώ που τρέχεις στα στενά της παλιάς Γαλιλαίας.

Έχεις το χρώμα των πεθαμένων ημερών στα μαλλιά
το ίδιο σάβανο σου κατασπαράζει το κορμί
σήπεσαι αργά σαν τους αιώνες
από έναν θάνατο ακαθόριστο
από μιαν αιτία ανάρμοστη για θάνατο
κι όταν τα βράδια
σε καταδιώκω σ’ εκείνα τα συντρίμμια
με κινήσεις γρήγορες σαν τις μνήμες
εξαϋλώνεσαι
αφήνοντας μου την πιο μεγάλη πίκρα
να μου ματώνει τα μάτια.

Πέμπτη 30 Αυγούστου 2007

Πινακίδες Νέον

Στις φωτεινές επιγραφές
το αίμα μου κυλάει για νέον καθώς ανάβουν.
Καίγομαι, μη με κοιτάζεις που μπορώ ακόμα και σου χαμογελώ
μέσα μου φλέγονται οι πόλεις του κόσμου.
Πολεμούν οι στρατοί τους
χιλιάδες παιδιά σφαγμένα
λάβαρα νίκης νικητών νικημένων
με τη λάβα του θανάτου στα χέρια.

Την επόμενη φορά που ψηλά θα κοιτάξεις
μην πεις καλημέρα
πρέπει να πάψουμε πια μεταξύ μας τα ψέματα

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2007

Χάρτινες βαρκούλες

Ένα ξύλινο γεφύρι κι ένα ρυάκι ο χρόνος,
η ζωή μας.
Φτιάχνε χάρτινες βαρκούλες και ρίξε τες να ταξιδέψουν
Μη λογαριάσεις που θα φτάσουν
μήτε και τον κόπο να λογαριάσεις
άνοιγε μονάχα καλά τα πανιά
κι όπως τα χρόνια τα επόμενα θα έρχονται
θ’ ανοίγουν τα κύματα την αγκαλιά τους να ταξιδεύεις.

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2007

Χρωμάτισα τα σημάδια για να περάσεις

Χρωμάτισα τα σημάδια για να περάσεις.
Πήρες την ανηφόρα έχοντας φασκιωμένες τις μέρες τις επόμενες πάνω στο στήθος σου.
Χαμογελούσες.
Μα ήταν μακρινό ακόμα το χαμόγελο.
Μετρούσες ένα ένα τα βήματα θαρρείς τ’ άφηνες δανεικά πάνω στον δρόμο κι έπρεπε κάποια στιγμή να σου τα επιστρέψει.
Είναι αλήθεια λοιπόν που λένε πως δε μάθαμε να πιστεύουμε στα όμορφα.
Κλείσε τα μάτια είπα κάποτε κι εσύ τ’ άφησες ανοιχτά και φυσούσε, κι όσο φυσούσε έκλειναν εκείνα και τ’ άνοιγες πάλι.
Για τούτο δε χάρηκες πότε το ταξίδι.
Καβάλα σε μια μηχανή ήμασταν κ’ ήθελες να μιλάς εσύ.
Ψυχή μου, οι μηχανές είναι για ν’ ανεβαίνεις και να φεύγεις, να σε παίρνουν μακριά.

Τρίτη 21 Αυγούστου 2007

Κλείνουν άραγε οι κύκλοι των ποιητών...

Ένα τρένο φέρνει κοντά ότι αγαπάμε, έπειτα πάλι μακριά το ταξιδεύει.
Ένα φιλί στον σταθμό αποχαιρετιστήριο, ένα δάκρυ ψυχής, μυστικό καθώς λένε.

Πες μου, τι απομένει πίσω από το σφύριγμά του, πίσω από την πόρτα που καθώς κλείνει υψώνει τοίχους ανάμεσα στα λόγια;

Ταξιδεύω μ’ εκείνη την στάση την γνώριμη.
Το κεφάλι ακουμπισμένο στο τζάμι και οι εικόνες να διαδέχονται η μία την άλλη…
Και τα μάτια κάποτε κλείνουν.

Κλείνουν άραγε οι κύκλοι των ποιητών, αναρωτιέμαι;

Μονάχα τα μάτια, κλείνοντας αφήνουν μία υπόσχεση για ένα ταξίδι επόμενο.
Τρέμουν τα χέρια στα όνειρα, το μυαλό ξεχνά την ορθογραφία των λέξεων.
Τάχα πως γράφεται η λέξη "ζωή".
Κ’ ίσως κατά τύχη να μένουν τα γράμματα στη σωστή τους θέση.

Κρατώ ένα παιδί από το χέρι σε τούτο το ταξίδι.
Κάθεται στο κάθισμα του διαδρόμου.
Ανεβαίνει στην αγκαλιά μου, κολλάει το πρόσωπο στο τζάμι και κοιτάζει την θάλασσα, κοιτάζει τους κάμπους, κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα.
Μικρά και αθώα πάντοτε τα παιδιά, κοιτάζουν μόνο τα γνήσια πράγματα, τα όμορφα.

Απλώνω τα χέρια και καθώς νυχτώνει ζωγραφίζω επάνω στο τζάμι.
Βουτώ το χέρι στον ήλιο κι απλώνω το χρώμα του στη γη.
Κάμπος ξανθός απλώνεται.
Βουτιά κάνω στα βαθιά της θάλασσας και βγαίνοντας, σταγόνες ρίχνω στον σχεδόν νυχτερινό ουρανό, πάλι γαλανός γίνεται.

«Σ’ αγαπώ» μου λέει το παιδί.
Κι αλήθεια, σκέπτομαι, με πόσο χρώματα ζωγραφίζεται άραγε η μια τέτοια λέξη σ’ έναν χρόνο τόσο ραγισμένο;



από το βιβλίο: Ιωάννης Τσιουράκης, Ήχος Πλάγιος. Μόνος…

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2007

Ιουδίθ

Το όνομά σου Ιουδίθ
παράπονο κι απορία για τη ζωή.

Δε σε συνάντησα ποτέ
είτε γιατί καθώς περνούσες δίπλα μου
ασυναίσθητα είχες χαμηλώσει τα μάτια
είτε γιατί βάδισες πίσω και κάτω από τις ρίζες των δέντρων
που ντύθηκαν κάποτε το πέρασμά μου.
Τώρα, εδώ,
με τις ληγμένες διορίες
των υποσχέσεων της ζωής στα χέρια
τραγουδώ ένα σκοπό θλιμμένο
και ταξιδεύω
μαθαίνοντας κάποτε πως μεγάλωσες
άλλοτε πως ταξίδεψες κι εσύ
για κάποιο τόπο μακρινό
κι άλλοτε πως δάκρυσες
σε μια εικόνα μπροστά γονατισμένη
σ' εκκλησία ερημική.

Δε σε συνάντησα ποτέ
δε σφίξαμε τα χέρια
κάτω από τα δάκρυα του φεγγαριού
και πες μου πως γίνεται να νιώθω τώρα πως σε χάνω
πως πριν κλείσω τα μάτια
θα οικειοποιηθώ τούτο το βράδυ
την απέραντη και πολυδάπανη
για την ψυχή μου απουσία σου.

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2007

Ο τελευταίος χορός

Άνοιξα μια καρέκλα θαλάσσης και κάθισα.
Είναι όμορφα εδώ πάνω.
Έβαλα να παίζει μουσική αγαπημένη.
Θα βρέξει αστέρια είπαν στο δελτίο των 14:00.
Είπαμε, οι ευχές δεν πιάνουν, είναι όμορφο θέαμα όμως, μοναδικό.
Κ’ ίσως πολλά χιλιόμετρα μακριά να είσαι κι εσύ κάπου να τα κοιτάζεις, καθώς εκείνα θα διαγράφουν την πορεία τους προς τη γη.
Κ’ είσαι κοντά σε θάλασσα, αλλάζει η αίσθηση, γλυκαίνει.

Ακούς;
Παίζει τώρα «ο τελευταίος χορός».

Σαν πανσέληνος Αυγούστου είναι απόψε, κι ας πέρασε.
Θα σε πάρω αγκαλιά να χορέψουμε, κι όπως θα πέφτουν τ’ αστέρια θα σου στολίζουν τα μαλλιά.
Μικρή νεράιδα πλάι σε λίμνη, καθισμένη σε πέτρα μεγάλη με τα πόδια γυμνά να παίζουν με τα νερά.
Κι αλήθεια πες μου που θα είσαι;
Πες μου πως γίνεται κι όλα απόψε αλητεύουν εντός μου.
Ο τόπος δεν τα χωρά.

Έχω μολύβι και χαρτί μαζί μου.
Θα με πάρει το ξημέρωμα, κι ας πρέπει να ξυπνήσω πρωί.

Κυριακή 12 Αυγούστου 2007

Δύσκολες μέρες

Ανοίγει η πόρτα καμιά φορά από τον άνεμο και φοβάμαι.
Θυμούμαι που ζούσα κάποτε στο βουνό, σε μία σκηνή.
Έμπαζε αέρα από παντού, και βροχή, αν τύχαινε να ρίξει πολύ νερό.
Δύσκολες μέρες.
Ζωή ερημίτη με μια δύσκολη προσευχή στα χείλη.
Πώς να κρατήσω την προσήλωση μου στο Θείο;

Κρατώ στο εσωτερικό περβάζι του παραθύρου μια φωτογραφία στρατιωτική.
Ασπρόμαυρη.
Όχι τόσο λόγω εποχής όσο για καλλωπισμό της ασχήμιας.
Κουβέρτες στρατιωτικές, ΕΣ 1952, κ’ είναι ίδια η ασχήμια ακόμα μόνο που χρόνο με τον χρόνο παλαιώνει όπως το κρασί, μόνο που το κρασί γίνεται πιο νόστιμο.

Νιώθω πως βρέχει σήμερα.
Κι ας θέλουμε τρεις μέρες για τον Δεκαπενταύγουστο.
Παράξενη αίσθηση αλήθεια. Δεν γνωρίζω γιατί.

Ίσως και να ‘ναι που όλα τριγύρω σιωπούν πεισματικά και μοιάζει να σαρώνει όπως ο άνεμος στα ψηλά βουνά τούτη η σιωπή.

Σάββατο 11 Αυγούστου 2007

Το φυλαγμένο αστέρι

Φύλαξα ένα αστέρι για εκείνες τις νύχτες που ο ουρανός θα ανασαίνει γυμνός από το φως των αδερφιών του.
Θα έρθεις θα κοιτάξουμε παρέα τούτο το αστέρι;

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2007

Κοίταξε με, δε γεννήθηκα Καρυάτιδα...

Ακούγεται ακόμα η θάλασσα και το πέταγμα του Γλάρου απ’ το παράθυρό σου, να είναι άραγε ο Ιωνάθαν;

Οι θέσεις των λεωφορείων κενές, παραμονές Δεκαπενταύγουστου βλέπεις.
Αν πω καλημέρα να πέσει στο δάπεδο του, θα θρυμματιστεί.
Έχεις δει ποτέ θρυμματισμένη στο πάτωμα καλημέρα;
Καλύτερα όχι.
Μοιάζει μ’ εκείνες τις καρδιές που τις σμπαράλιασε ο άνεμος.
Κατεβαίνω στο λιμάνι να σε προφτάσω.
Τι να προφτάσω δηλαδή που δεν είσαι εδώ.
Θα ρωτήσω να μου πουν που ήταν δεμένο το πλοίο που μαζί του έφυγες, θα σταθώ δίπλα στο ντοκ και λίγο μετά θα το αγγίξω.
Έχει κι εκείνο πάρει λίγο από το άρωμά σου ή μήπως ο δικός μου παραλογισμός το κάνει κι ευωδιάζει;
Μια θάλασσα μας χωρίζει.
Θυμάσαι από το σχολείο πόσο μεγάλη είναι η θάλασσα;
Μήνες και χρόνια να την ταξιδεύεις δεν τελειώνει.
Ας έφευγες τουλάχιστον μ’ αεροπλάνο, μ’ αυτοκίνητο έστω.
Μα δεν το έκανες, επέλεξες την μακρινή διαδρομή.
Χάνω ένα ένα τα κομμάτια μου γυρεύοντας σε.
Άφησα ένα στη ανατολή να φωνάζει τ’ όνομά σου, ένα στη δύση ξέχασα καθώς σε γύρευα στου βυθού τις σπηλιές, στον βορρά βορά έγινε η ψυχή μου απ’ τους ανέμους κι εδώ στον σχεδόν νότο απέμεινε μια ανεμώνη να μετράει κάθε ξημέρωμα την ταχύτητα της πτώσης από τον βράχο της ακρόπολης.
Ερήμωσα, κι νύχτες μου δεν κατάφεραν να γίνουν πιο όμορφες από τις μέρες σου ή τουλάχιστον από τις μέρες σου μαζί μου, αφού τώρα εσύ ακόμα περνάς καλά.
Έχασα και τον χρόνο από μέσα μου, από τα χείλη μου αναβλύζουν εικόνες μιας ζωής περασμένης.
Δεν ωφελούν πια οι δόσεις ευτυχίας σε μια ψυχή που δε την έμαθαν στην διάρκεια της ευτυχίας.

Κοίταξε με, δε γεννήθηκα Καρυάτιδα να κρατώ μέρος του κόσμου με το κεφάλι.
Είναι μικρό το κεφάλι μου κι έχει ξεχειλίσει από τις σκέψεις, και είναι όλες πικρές, πως κόβεις ένα λεμόνι το πλένεις εξωτερικά και το τρως θαρρείς αχλάδι, κάπως έτσι.
Και είναι ζουμερό πολύ τούτο που μου έβαλες στα χέρια καθώς κοιμόμουν.
Θα γεννηθώ ξανά και σε τούτη την επανάληψη θα θυμούμαι τα χαρακτηριστικά σου, θα θυμούμαι τα χαρακτηριστικά σου για μία μονάχα στιγμή εκείνη που καθώς θα ξημερώνομαι στην πρώτη μέρα της νέας μου ζωής θα σου λέω «Καλημέρα γλυκέ μου, αυτό το ταξίδι θα είναι δίχως εσένα».
Και θα σε φιλήσω νοητά πάνω στα μάτια.

***Το παραπάνω κείμενο ξεκίνησε ως σχόλιο στην ανάρτηση της Χνούδι: Happy Ever After, έτσι λοιπόν είναι αφιερωμένο σε εκείνη.

Τρίτη 7 Αυγούστου 2007

Γνωρίζω τι έκανες φέτος το καλοκαίρι

Γνωρίζω τι έκανες φέτος το καλοκαίρι, κι έτσι, για να σε μισήσουν όλοι θα βγάλω φόρα παρτίδα όσα γνωρίζω για να σε εκθέσω.

Σάμος.

Μέσα Ιουνίου.
Η θάλασσα καλή ήταν εκεί που τραβήχτηκε η φωτογραφία κι ας μην της φαίνεται αλλά η ταβέρνα όπου διαπράχθηκε το έγκλημα ήταν καλύτερη.
Κι άλλη μια με ομορφότερο κλίμα στην πόλη της Σάμου.



Η γάτα βγήκε παγανιά.
Όμορφα κοκτέιλ στο bar του ξενοδοχείου Σάμος.
Ο θείος Jack δεν αποτελεί εικαστική παρέμβαση διότι αργότερα ήρθε το βαρύ πυροβολικό της παρέας και χτυπήθηκε με μπόλικο Amaretto.
Δεν τρώμε την διάκοσμο είπαμε…
Πυθαγόρειο Σάμου και ο πολύ καλός φίλος Αντώνης λειτουργεί τον Οινολόγο στην φωτογραφία με την λατρευτή φίλη Γιώτα.
Και ναι είναι παντρεμένοι, όχι όμως μεταξύ τους.
Με τον Νίκο η Γιώτα με την Μαρία ο Αντώνης.
Ο Οινολόγος
Η Γιωτίνα μας με την Μαργαρίτα εξ Ολλανδίας και μόνη.
Ότι ομορφότερο επιθυμείς να βρεις σε αναμνησιακό παιγνίδι μα και σε τουριστικά ενθύμια υπάρχει εκεί.
Η Σάμος τη νύχτα.
Της Σάμου τα καμώματα (είναι και άλλα απλά τα έκοψε η λογοκρισία).
Αθήνα.
Και καλά βρεθήκατε κάτω για να δείτε τα καμένα.
Και, μόνο τα καμένα είδατε;
Αν ναι, στη Πλάκα πως βρεθήκατε;

Τι κάνετε μετά τα καμένα κύριε Ιωάννη μας;

Οδός Ερωτόκριτου.
Απο τα στενά της Πλάκας.
Λιμένας Καβάλας.
Στάση για καφέ.
Καφές με θέα.

Το χωριό, δηλαδή η ταβέρνα του χωριού.
Εναλλακτικός τουρισμός που λένε.
Κι ένα κατοικίδιο στο ζαχαροπλαστείο του Διδυμοτείχου, στου Νίκου.
Πελάτη που μας το δάνεισε για φωτογραφίες, ανταμείφθηκε με φρέσκα φύλλα μαρουλιού.
Αναχώρηση από Διδυμότειχο.

Αμαξοστοιχία IC75 για Θεσσαλονίκη (εδώ ο σταθμός).
Παίρνουμε τον χάρτη, τον ανοίγουμε.
Σημαδεύουμε Νότια.
Ηράκλειο (και Ρέθυμνό τούτη την φορά).

Για καφέ στην πόλη.
Οι παρακάτω φωτογραφίες είναι από το Ενυδρείο "Θαλασσόκοσμος" στις Γούρνες.
Δύο μάτια τρομαγμένα.
Όχι, δεν φταίει ο Ήχος…
Το... καρχαρίνι μας.
Να το φας λιαστό να πάθεις πλάκα...
Μην αγγίζετε παρακαλώ. Τι είσαι εσύ ομορφιά μου!
Κι άλλος εναλλακτικός τουρισμός.
Οι γύροι ήταν πράγματι εντυπωσιακοί.
Τσίμπιμα στο Μπαλί, στο Ρέθυμνο, δίπλα στο κύμα
και ο Κατής να ξανοίγει με το βλέμμα (το πήρε κι αυτός το κοψιδάκι του)
Εμπόλεμες καταστάσεις, τι να λέμε τώρα…Και η μάχη συνεχίζεται στον Κούμο έξω από το Ηράκλειο (αυτό είναι το τέλος - όλοι απολαμβάνοντας την πορεία περιμένουν το τέλος).
Εικόνες από την ζωή στην φύση της Κρήτης (θαυμάστε τον επόμενο μεζέ)..

Το φαράγγι της Τρυπητής.
Και θάλασσα...
Βαδίζοντας στην άμμο….
Μια γοργόνα στο ακρογιάλι….
Η ώρα της επιστροφής, χαρά και λύπη μαζί…
Και τα πράγματα να μην θέλουν να βγουν, και περιμέναμε, και περιμέναμε, και περιμέναμε…..
 Και κάπου ανάμενα σε εναλλακτικό τουρισμό, θάλασσα και αποσκευές μια φωνή που άλλαξε την ροή του ταξιδιού, τον σκοπό.

Κυριακή 5 Αυγούστου 2007

Λόγια του βράχου...

Έμεινες στην άκρη ενός βράχου με μάτια δακρυσμένα.
Ώρα απογεύματος κι έπειτα ώρα νυχτερινή, μεταμεσονύκτια.
Έσυρα τα σύγνεφα να φθάσουν παρακάτω.
Δεν ξέρω αν έφθασαν.
Δεν μου ‘πες ποτέ.
Να σκεπάσει τα δάκρυα η βροχή, να μη φαίνονται που κυλούν απ’ τα μάτια.
Όμως μένουν κόκκινα τα μάτια.
Μη σε νοιάζει, λίγοι έμαθαν να κοιτάζουν μέσα τους.
Είναι νύχτα εξάλλου κι ότι μέσα τους βλέπουν μπορεί να είναι κι απ’ τα χρώματα του δειλινού, από το χρώμα που αφήνουν πίσω τους τα αστέρια καθώς γυρίζει η γη.

Κοίταζε μονάχα ψηλά και μίλα.
Έχουν μια δύναμη ανεξήγητη κάποιες φωνές που κάνουν της φύσης τα στοιχεία να υπακούν.
Μίλα.
Κι ο άνεμος που σου μπερδεύει τα μαλλιά θα πάρει μακριά τις λέξεις.
Ίσως κάποιες αφήσει στην αγκαλιά της θάλασσας, εκείνη να τις ταξιδέψει.
Μίλα.

Όπως μιλούσες χρόνια τώρα σ’ εν’ άδειο σπίτι με ίχνη ληξιπρόθεσμα στα ξύλινα πατώματα του.

Πέμπτη 2 Αυγούστου 2007

Κοιτάζοντας τους βυθούς

Κοιτάζοντας τους βυθούς
έμαθες να μιλάς με χρώματα.

Βάφτισες γαλάζιο του ουρανού
πράσινο τη θάλασσας
βαθύ μαύρο της ψυχής

…που ολοένα νυχτώνει
κι αφανίζει τα ίχνη της η αναζήτηση.