στη Νίκη Λ.
Αφήσαμε τα κύματα πίσω από τις καλαμιές
με πόδια γυμνά προχωρήσαμε πάνω στα βράχια
δε μάτωσαν
αναδύουν από τότε ένα απαλό άρωμα τριαντάφυλλου
όπως τα πόδια των αγίων των παιδικών μας χρόνων
στις ιστορίες που μας έλεγε η γιαγιά
σταθήκαμε για λίγο στο κατώφλι κάποιου παλιού βιβλίου
ένας αγέρας απαλός χόρεψε με τις κουρτίνες του σπιτιού
κι έπειτα τις παράτησε
ησύχασαν κι οι σελίδες που γύριζαν
απόμεινε αλαφιασμένο το βιβλίο στο τραπέζι της βεράντας
καλοκαίρι ακόμα κι ο τζίτζικας πλάι του
με το τραγούδι του έκανε κάθε άλλο ήχο να πάψει
κάθουμαι τώρα και κοιτάζω μια παλιά φωτογραφία
κοιμούνται τα παλιά τούτα πρόσωπα
άλλα στο διπλανό δωμάτιο
κι άλλα στην αιωνιότητα
μα το σπίτι ίδιο, πιο αγέρωχο από ποτέ
ντυμένο το αστραφτερό του λευκό
κι έχοντας τον ήλιο να ψήνει
στις βαθιές του λαβωματιές
τον χρόνο…
σε πήρα απ’ το χέρι
τούτο το καλοκαίρι σαν δροσερή σταγόνα ζωής
θα κυλίσει στην ψυχή μας
θέλω να ‘μαστε μαζί καθώς θα πέφτει
να ‘μαστε μαζί καθώς θα μας διαπερνά…
κι εκείνος ο ναύτης
που ελέγχει στην είσοδο τα εισιτήρια
δε θα μάθει ποτέ πως φύγαμε δίχως πληρωμή
πως τούτο το καλοκαίρι
μάθαμε πάνω στα κύματα να περπατάμε
μ’ εκείνα τα πόδια των αγίων
πάνω απ’ την Ύδρα και πάνω απ’ τις Σπέτσες
πάνω απ’ τα νερά του Αιγαίου πελάγους
και πάνω απ’ τις μυστικές πηγές του Πήλιου Όρους
καθώς μια νύχτα
φυλάξαμε τις ψυχές μας
σ’ ένα κογχύλι που έπειτα
το δώσαμε στα χέρια της γοργόνας
και το ακούμπησε πλάι
στους πιο μεγάλους θησαυρούς της θάλασσας
και στων ανέμων το σακί
να μην μπορεί άνθρωπος κανείς να τις αγγίξει.