Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Απο «Τα γράμματα της Υβόννης»...

Έπειτα ήρθες εσύ.

Εκείνος ο ζεστός καφές που έπινα, ήταν για να με κάνει να χαμογελάσω, να χαμογελάσω σε εσένα, για εσένα…


 

… … … … …


 

Κ’ ήρθες εσύ.

Ήρθες κι έσμιξες το στεγνό μου αύριο με το μουσκεμένο σου σήμερα…



 

Απόσπασμα από τη νουβέλα

«Τα γράμματα της Υβόννης»

εκδόσεις Δρόμων 2010

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Μεθυσμένες μέρες

Άνοιξαν τα μικρά μου φτερά

τα κλαδιά μου

έρχονται κύματα κύματα πουλιά πολύχρωμα

ακούγονται που τραγουδούν κάπου ανάμεσα

 

οι μέρες τόσο μεθυσμένες πια απ’ το τραγούδι

κι οι νύχτες νανουρισμένες τρυφερά απ’ το μεθύσι

μ’ ένα πέπλο εμείς στα μάτια

κι ένα χαμόγελο

με χρώμα και γεύση απ’ τ’ απόγευμα

που έφυγε πια

κι άφησε πίσω την ψυχή να ταξιδεύει.

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2011

Οι νύχτες με εσένα

Εμμένω στις νύχτες

τις νύχτες με εσένα

 

τις νύχτες που σε χώρεσαν

κι εκείνες που ξεχείλισες

γεμάτη από εμένα


από εμένα που έγινα εσύ

κι άλλο δε γυρεύω

απ’ το να κοιμίζω το φεγγάρι

κάθε βράδυ

πάνω στα στήθη σου.

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

Οι άγιοι των παιδικών μας χρόνων

στη Νίκη Λ.



Αφήσαμε τα κύματα πίσω από τις καλαμιές

με πόδια γυμνά προχωρήσαμε πάνω στα βράχια

δε μάτωσαν

αναδύουν από τότε ένα απαλό άρωμα τριαντάφυλλου

όπως τα πόδια των αγίων των παιδικών μας χρόνων

στις ιστορίες που μας έλεγε η γιαγιά

 

σταθήκαμε για λίγο στο κατώφλι κάποιου παλιού βιβλίου

ένας αγέρας απαλός χόρεψε με τις κουρτίνες του σπιτιού

κι έπειτα τις παράτησε

ησύχασαν κι οι σελίδες που γύριζαν

απόμεινε αλαφιασμένο το βιβλίο στο τραπέζι της βεράντας

καλοκαίρι ακόμα κι ο τζίτζικας πλάι του

με το τραγούδι του έκανε κάθε άλλο ήχο να πάψει

 

κάθουμαι τώρα και κοιτάζω μια παλιά φωτογραφία

κοιμούνται τα παλιά τούτα πρόσωπα

άλλα στο διπλανό δωμάτιο

κι άλλα στην αιωνιότητα

μα το σπίτι ίδιο, πιο αγέρωχο από ποτέ

ντυμένο το αστραφτερό του λευκό

κι έχοντας τον ήλιο να ψήνει

στις βαθιές του λαβωματιές

τον χρόνο…

 

σε πήρα απ’ το χέρι

τούτο το καλοκαίρι σαν δροσερή σταγόνα ζωής

θα κυλίσει στην ψυχή μας

θέλω να ‘μαστε μαζί καθώς θα πέφτει

να ‘μαστε μαζί καθώς θα μας διαπερνά…

 

κι εκείνος ο ναύτης

που ελέγχει στην είσοδο τα εισιτήρια

δε θα μάθει ποτέ πως φύγαμε δίχως πληρωμή

πως τούτο το καλοκαίρι

μάθαμε πάνω στα κύματα να περπατάμε

μ’ εκείνα τα πόδια των αγίων

πάνω απ’ την Ύδρα και πάνω απ’ τις Σπέτσες

πάνω απ’ τα νερά του Αιγαίου πελάγους

και πάνω απ’ τις μυστικές πηγές του Πήλιου Όρους

 

καθώς μια νύχτα

φυλάξαμε τις ψυχές μας

σ’ ένα κογχύλι που έπειτα

το δώσαμε στα χέρια της γοργόνας

και το ακούμπησε πλάι

στους πιο μεγάλους θησαυρούς της θάλασσας

και στων ανέμων το σακί

να μην μπορεί άνθρωπος κανείς να τις αγγίξει.

Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Τα πλοία του χειμώνα

Από τα παιδικά μου παραμύθια ως σήμερα

μπερδεύω τους δράκους με τους κακούς

και τους ανέμους με τις λιακάδες…

 

 

Στο λιμάνι ξεπροβοδούν τα μεγάλα πλοία

οι μανάδες, οι γυναίκες, οι αδελφές

λίγο πιο πίσω οι ερωμένες

κι απ’ τα μπαλκόνια

έχοντας το κεφάλι στραμμένο

πότε στην ανοιχτή θάλασσα

πότε στα πιο βαθιά τ’ ουρανού

γυναίκες μαυροφορεμένες

κουνώντας ένα μαντίλι λευκό

να εξευμενίσουν τη θάλασσα του Χειμώνα.

 

Και φεύγουν τα πλοία

κι αλλάζουν οι εικόνες μέσα στα μάτια

τα όνειρα αλλάζουν και τα τραγούδια τα νυχτερινά

στην κουπαστή και στα υγρά αμπάρια

και χορεύουν τα κύματα

τα κατάρτια μαζί τους

οι λέξεις στα χείλη και στα γράμματα τα μουσκεμένα.

 

Και σαν έρχονται πίσω

δένουν πάλι δυνατά οι καδένες στα ντόκ

και ξεπροβάλουν σ’ εκείνο το τσούρμο των γυναικών

πρόσωπα, με μόνη διαφορά μεταξύ τους

το χρώμα των ματιών

με ίδιο το μπέρδεμα των μαλλιών με τ’ αλάτι

ίδιο το φάγωμα της αρμύρας στο ρούχο

ίδιο το ράγισμα του κορμιού από το κύμα.

 

 

…κι εκείνος ο δράκος των παιδικών παραμυθιών

έρχεται πάντα και μου μιλάει

«δεν ήμουν εγώ που έριξα τα κάστρα

τότε, στα οχτώ σου χρόνια

μήτε που βούλιαξα τα πλοία τα πειρατικά σου

λίγο μετά…»

και ποιόν να πιστέψω πια

έχει τόσο βρέξει εδώ

που γίνηκαν θάλασσες οι σκέψεις

και πήραν πάλι μακριά τα καράβια.