Πέμπτη 23 Ιουλίου 2009

Το τρυφερό Αστέρι

στον ανιψιό μου Άγγελο



 

Καμιά φορά, έτσι όπως ονειρεύομαι τα βράδια, ανοίγω τα μάτια και μιλώ στους αγγέλους μου.

Νιώθουν, βλέπεις, κάποτε κι εκείνοι την επιθυμία να μιλήσουν.


Καλοκαίρι ήταν, στα χρόνια τα παλιά, μου είπαν λίγο πριν από κάποιο ξημέρωμα, βάδιζε στο νιόβγαλτο σκοτάδι ένα παιδί δακρυσμένο.

- Τι θα κάνω, μονολογούσε…

 

Λίγο πιο κάτου, τρία μικρά αστέρια είχαν βγει στη θάλασσα τ’ ουρανού να κολυμπήσουν.

Ένας λυγμός διαπέρασε το σκοτάδι διαταράσσοντας το ανέμελο θαλασσινό παιγνίδι.

- Κοιτάξτε εκείνο το παιδί που κλαίει, είπε το μεγαλύτερο κι έδειξε κατά την πλευρά που βάδιζε το παιδί.

Μεμιάς, έπαψαν το κολύμπι και με την βοήθεια των φεγγαραχτίδων κατέβηκαν στον δρόμο του παιδιού.

 

- Έι, εσύ, του φώναξαν όλα μαζί, καθώς τα προσπερνούσε δίχως να τα έχει δει.

Σάστισε το παιδί σαν αντίκρισε τα φωτεινά τους προσωπάκια.

- Τι είσαστε εσείς, ρώτησε.

- Μα δε βλέπεις, είπε ελαφρώς ενοχλημένο το πιο μεγάλο.

- Μα αδελφέ μου, οι άνθρωποι δεν μας έχουν δει ποτέ ξανά, δε γνωρίζουν τα πρόσωπα μας, είπε όλο σοφία μα και ταπεινότητα το μικρότερο.

- Έχεις δίκιο, ανταπάντησε συνοφρυωμένο εκείνο.

- Τέλος πάντων. Είμαστε αστέρια του ουρανού, είπε όλο καμάρι. Μπορείς να με φωνάζεις Γιορτινό. Από εδώ είναι το μικρότερο απ’ όλα μας, ο Πρωινός. Και η όμορφη μας είναι η Ζαχαρένια.

- Γιασεμή με βάφτισαν εμένα, είπε το παιδί με το ξάφνιασμα να εξακολουθεί να φέρνει βόλτες μέσα στα μάτια του.

- Γιατί κλαίς, σε είδαμε από την θάλασσα μας, γι’ αυτό κατεβήκαμε, ακούσθηκε πάλι η φωνή του Γιορτινού μόνο που τούτη τη φορά ο ήχος της είχε κάτι συμπονετικό.

 

Ξέσπασε σε δάκρυα το παιδί, κι έτσι καθώς από τα μάτια του ταξίδευαν, με το ποτάμι που ξεχύνονταν ορμητικό πια, μακριά οι εικόνες που είχαν φυλαγμένες εντός τους, ένιωσε ένα χέρι μικρό, όχι περισσότερο από το δικό του, να μπαίνει απαλά στα μαλλιά του.

- Μην κλαίς Γιασεμή μου, κι έτσι όπως τρυφερά έφθανε η φωνή της Ζαχαρένιας στην ψυχή του τα μάγουλά της έπαιρναν το χρώμα του δειλινού…

Κόπασε τότε το κλάμα, ότι από εκείνο έπεσε κάτω είχε μαλακώσει την γη.

 

- Η Μάνα μου, πριν για το βουνό κινήσει ν’ ανεβάσει φαγητό του Πατέρα, μ’ άφηκε λίγα γρόσια ν’ αγοράσω ένα σταμνί που ‘σπασε και δεν μπορεί να φέρνει πια νερό για ζύμωμα, μαγείρεμα και πλύσιμο, κι ακόμα ν’ αφήσω μου μήνυσε παράδες στον στάβλο για το τριφύλλι των ζωντανών που μας δίδει.

 

Στο άκουσμα αυτό, τ’ αστέρι απ’ όλα το μικρότερο, ο Πρωινός, ξεκίνησε έναν γρήγορο βηματισμό γύρω από το παιδί, κι όσο κύκλωνε το παιδί, τόσο σήκωνε πίσω του σκόνη, ολοένα και περισσότερη, ολοένα και πιο πυκνή.

Γύρω από τα πόδια του παιδιού σχηματίσθηκε μια ολόχρυση γραμμή.

- Αυτή είναι η αστερόσκονη μου, είναι χρυσή, μπορείς να την μαζέψεις να πληρώσεις τα πράγματα που σου ζήτησε η μητέρα σου ν’ αγοράσεις.

 

Έσκυψε το παιδί, σήκωσε στα χέρια του τον χρυσό, τύλιξε τα κομμάτια του μ’ ευλάβεια σε μια λουρίδα ύφασμα που ‘χε μαζί του.

Πλήρωσε τον στάβλο για το τριφύλλι, αγόρασε δύο στάμνες να μη χρειάζεται η Μάνα να κατεβαίνει συχνά στην πηγή, μαζί της να πηγαίνει κι εκείνος να την βοηθά.

 

Καθώς στο σπίτι επέστρεψε, ευτυχισμένος σχεδόν, άφηκε στο κατώι τα σταμνιά, στον μπουφέ τα χαρτιά με την υπογραφή της πληρωμής του χρέους, τον χρυσό που απόμεινε, και θα εξηγούσε της Μάνας τι γίνηκε.

Ένιωσε όμως κάτι να του λείπει.

Το άγγιγμα του έλειπε.

 

Σαν ήρθε το βράδυ, βγήκε στην αυλόπορτα και στάθηκε, πιο πολύ ψηλά έψαχνε μήπως και την δει κάπου να παίζει ή να στέκεται.

Τρίτο βράδυ δεν άντεξε να περιμένει, σαν έπεσε η νύχτα λοιπόν φώναξε δυνατά «που βρίσκεσαι, γιατί κρύφθηκες και δεν μπορώ μήτε να σε κοιτάξω;»

Και τ’ αστέρια που εκείνη την ώρα είχαν μεγάλο πανηγύρι στήσει, έστρεψαν το βλέμμα τους και τον κοίταξαν.

- Εδώ είμαι Γιασεμή μου, φανερώθηκε πίσω του η φωνή της Ζαχαρένιας και μαζί της ένα φώς απαλό.

Δάκρυσε πάλι το παιδί, από εκείνο, περισσότερο τούτη τη φορά δάκρυσε το τρυφερό αστέρι.

Τυλίχθηκαν σε μια ζεστή αγκαλιά.

 

- Γνωρίζεις πως άνθρωποι κι αστέρια δεν μπορούν μαζί να ζήσουν; Πως το ‘χει η μοίρα τους γραμμένο να στέκονται αντίκρυ ο ένας στον άλλο και να μιλούν, πότε με δάκρυα να μιλούν, πότε με λέξεις;

- Κι αν δε το γνώριζα, τις μέρες τις τελευταίες το ένιωσα να μου πονάει την ψυχή.

- Να μην πονάς Γιασεμή μου, θα έρχομαι συχνά για να σε βλέπω, κι αν κάποτε νιώσεις εσύ την ανάγκη να με δεις, να με φωνάξεις και τότε πάλι θα έρθω.

 

Από τότε, πολλά βράδια ακούγεται ένα απαλό τραγούδι ν’ ανεβαίνει ψηλά στον ουρανό κι ένα αστέρι μικρό, σα δάκρυ χρυσό από μάτι παιδικό, διαγράφει μια πορεία φωτεινή και κατεβαίνει στην γη.

 

Οι άγγελοι μου, τους συνάντησαν, μου ορκίσθηκαν, να στέκουν αγκαλιασμένοι πλάι στα κύματα, ταξιδεύοντας ο ένας στα μάτια του άλλου.

Τρίτη 21 Ιουλίου 2009

Γυρίζω μεθυσμένος

Απόψε γυρίζω μεθυσμένος

από μια ταβέρνα

στα στενά της Άνω Πόλης

 

αλλού τα βήματα, η ψυχή αλλού

 

αφήνω το κλειδί στην πόρτα

αφήνω κι ένα ποτήρι με νερό

στο γυάλινο τραπέζι


αφήνομαι στις σκέψεις τις νυχτερινές

 

μα μένει ανέγγιχτο το ποτήρι το νερό

το γυάλινο τραπέζι δίχως δαχτυλιές

η πόρτα κλειστή με το κλειδί επάνω

 

και μόνο εκείνο το κρασί με γυροφέρνει

 

δύο καράφες ήτανε

που ‘καμαν τα δάκρυα

με θάλασσα να μοιάζουν…




από το e-book: Ιωάννης Τσιουράκης, Αίθουσα Αναμονής - Εισιτήρια