Μείναμε λίγοι πια.
Κλείσαμε πόρτες που πίσω τους
βυθίστηκαν οι άνθρωποι στο ψέμα
σμίλεψαν στο πρόσωπο τους την αχαριστία
χάραξαν μ’ ένα μαχαίρι
πληγή βαθιά.
Χειμώνας, τρέμουν τα χέρια σα φύλλα
σα μάτια παιδικά που τα κλειδώσαν
πίσω από λέξεις, ξένες απ’ τις πράξεις
κι αφήνουν μια λύπη
ένα παράπονο στ’ αγκάλιασμα
έναν σπαραγμό που δε φανερώθηκε ακόμα.
Και τα βήματα μας γυμνά
δίχως ρίζες, δίχως αποσκευές, δίχως μνήμες
με μια τραυματισμένη αθωότητα
αγγίζουν παιχνίδια παλιά
απ’ ανθρώπους που σπάσαμε μέσ’ στον καθρέφτη
και στρέψαμε αλλού το βλέμμα.
Είναι τόση η ερημιά, κι εμείς, νικημένοι
τα βράδια δίχως ύπνο μας στοιχειώνουν
κι ολοένα χιονίζει, μεσοκαλόκαιρο τάχα
η ράχη μας καμένη απ’ τη σιωπή της ψυχής.
Δε θα ‘χει πέτρα κάτω απ’ τα πόδια μας το βήμα
καθώς θ’ ανεβαίνει προς τα νεκρά τοπία που ζωγραφίζουμε.