Ήταν Μεγάλο Σάββατο (το 1970) και κάτι θαυμαστό συνέβη εδώ στον διπλανό συνοικισμό. Όταν κτύπησε η καμπάνα της Εκκλησιάς, γιά την Ανάσταση, όλο το χωριό, κατά οικογένειες, ξεκίνησε γιά την Εκκλησιά.
Μαζί τους ανέβαιναν και ο γερο-Γεωργακός, ο τσοπάνος με την οικογένειά του. Μόλις πέρασαν τη μεγάλη ανηφόρα, άκουσαν, μέσα στην ησυχία της νύχτας, πέρα στα μαντριά του Γεωργακού, μεγάλο θόρυβο.
Ο Γεωργακός έβαλε αυτί γιά ν’ ακούσει καλλίτερα τί συμβαίνει... Μαζί του στάθηκαν και οι άλλοι χωριανοί.
«Λύκοι μπήκαν στο μαντρί μου», είπε. «Απόψε διάλεξαν να το κάνουν... Ξέρω εγώ, ο σατανάς τους έστειλε γιά να με εμποδίσει να πάω στην Ανάσταση… Αλλά, έννοιά του, δεν θα του κάνω το χατίρι…»
Κοίταξε πέρα προς τα μαντριά και φώναξε δυνατά:
«Απόψε προβατάκια μου σας αφήνω στα Χέρια του Θεού μου»!