-Του κόρακα τ’ αυγά, δεν βγάζουν περιστέρια!
-Του κακού κακό μην κάνεις, το δικό του τόνε φθάνει!
-Όποιος αρνιέται το σφάλμα του, σφάλλει δύο φορές!
-Ο εργατικός ευκαιρεί πάντοτε, ο τεμπέλης ποτέ!
-Του κόρακα τ’ αυγά, δεν βγάζουν περιστέρια!
-Του κακού κακό μην κάνεις, το δικό του τόνε φθάνει!
-Όποιος αρνιέται το σφάλμα του, σφάλλει δύο φορές!
-Ο εργατικός ευκαιρεί πάντοτε, ο τεμπέλης ποτέ!
Ενίοτε, με ρωτάει κανένας καρκινοπαθής:
«Τί λες, Γέροντα, θα ζήσω ή θα πεθάνω;».
Αν του πω, «θα πεθάνεις», θα πεθάνει εκείνη την ώρα από την στενοχώριά του.
«Nα έχετε υπ’ όψιν, ότι θα κάνωμε κάτι άλλο. Θα διοργανώσωμε ομάδα κρούσεως, θα πάμε σε αυτοάμυνα, εκεί οδηγούμεθα. Καλή είναι η δημοκρατία, αλλά κατήντησε σκιά. Και σήμερα κυριαρχούν οι απατεώνες και οι λωποδύτες. Σε τέτοιες εποχές ζούμε. Και εσείς θα αναγκασθήτε αργότερα να πάτε σε αυτοάμυνα, να υπερασπίσετε την τιμή και την υπόληψι της οικογενείας σας.
Καταλάβατε;
Και αυτό μας το επιβάλλει και το Σύνταγμα. Είμεθα εντός του Συντάγματος. Τί λέει το Σύνταγμα; Το τελευταίο άρθρο του λέει το εξής:
Όταν κινδυνεύη η Πατρίς, όταν κινδυνεύη η Θρησκεία, όταν κινδυνεύουν τα ιδανικά, και αδρανούν οι εντεταλμένοι και υπάρχη αναρχία, τότε φύλακας του Συντάγματος, φύλακας της ελευθερίας, φύλακας της Θρησκείας είναι ο Λαός!!
<<Αδελφοί! Η Πατρίδα μας δεν είναι χθεσινή. Αριθμεί ιστορία 3.000 ετών. Αφ’ ής στιγμής επαρουσιάσθη εις την σκηνή της Παγκοσμίου Ιστορίας η Ελλάδα, έπαιξε τον ρόλο πρωταγωνιστού. Προς την Ελλάδα είχαν στραμμένα τα βλέμματα όλοι. Από την Ελλάδα έπαιρναν φως! Το όνομα «ΕΛΛΗΝ», ήτο το πλέον τιμημένο όνομα! Η ακτινοβολία της Ελλάδος, της Οποίας η δύναμις δεν υπήρξε η ύλη, αλλά το ΠΝΕΥΜΑ, το αθάνατο Ελληνικό πνεύμα, έφθανε μέχρι των πηγών του Νείλου, των Ηρακλείων στηλών, του Ευφράτου, του Γάγγου. Παντού είναι σπαρμένα μύρια μνημεία, τα οποία φωνάζουν ότι, απ’ εδώ επέρασεν, όχι η βάναυσος βία των σημερινών κατακτητών και των Νερώνων της Ρώμης, αλλά η Ελληνική ιδέα, η οποία εθαυματούργησε!
Ώ Ελλάς, ποιός θα ψάλη την δόξαν σου;
Αλλά ήλθε η ημερομηνία της 29ης Μαΐου 1453…
Σχεδόν σε κάθε κήρυγμά του, ο π. Κλεόπας ο Ρουμάνος, ερωτούσε τους Χριστιανούς:
«Έχετε την Εικόνα της Παναγίας μας στο σπίτι σας;
Καντήλι μπροστά στην Εικόνα Της έχετε;».
Κατόπιν τους συμβούλευε:
Όταν επρόκειτο να κοιμηθή ο αββάς Σισόης, όλοι οι πατέρες κάθονταν κοντά του. Ξαφνικά το πρόσωπο του έλαμψε σαν τον ήλιο, και λέει στους πατέρες:
«Να, ήλθε η χορεία των Προφητών!».
Και πάλι το πρόσωπο του έλαμψε, ακόμη πιο πολύ, και είπε:
«Να, ήλθε η χορεία των Αποστόλων!».
Και πάλι έλαμψε διπλά το πρόσωπο του, και ήταν σαν να μιλούσε με κάποιους.
Τότε τον ερώτησαν οι γέροντες:
«Με ποιόν μιλάς πάτερ;».
Ο δάσκαλος, πρέπει να συμπληρώσει όλα εκείνα που οι γονείς παραμέλησαν και να διορθώσει όλα εκείνα που οι γονείς χάλασαν.
Είναι πιό δύσκολο να είσαι δάσκαλος απ’ ότι γονιός.
Γιά να είσαι γονιός, χρειάζεται μόνο η αγάπη!
Γιά να είσαι δάσκαλος χρειάζεται και αγάπη και μυαλό!
Ο αββάς κάποιας Ιεράς Μονής στην Παλαιστίνη, είπε στον Άγιο Επιφάνιο τον Επίσκοπο Κύπρου:
«Με τη βοήθεια των ευχών σου, Άγιε Επίσκοπε, δεν παραμελήσαμε τον κανόνα μας, αλλά τηρούμε με ζήλο και την τρίτη και την έκτη και την ενάτη ώρα!».
Ο Άγιος τότε τους είπε αυστηρά:
Ήταν καλοκαίρι και ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ξεκίνησε από το Βράνιε (Vranje- Serbia) με προορισμό την Ιερά Μονή του Αγίου Προχόρου. Πήγαινε συχνά στο Μοναστήρι αυτό, με το οποίο και είχε ιδιαίτερο σύνδεσμο, γιατί είχε μεγάλη αγάπη στον Άγιο Πρόχορο.
Ο δρόμος μέχρι το Μοναστήρι ήταν δύσβατος και αρκετά κουραστικός. Ο Άγιος, λοιπόν, χρησιμοποιούσε κάποιο αυτοκίνητο, γιά να διασχίσει τον δύσκολο αυτό βουνήσιο δρόμο που ωδηγούσε στο Μοναστήρι.
Σε αυτή την επίσκεψή του, λοιπόν, συνάντησε στο δρόμο μία γερόντισσα, η οποία κατευθυνόταν και αυτή στο Μοναστήρι, αλλά με τα πόδια. Ο Άγιος Ιουστίνος ζήτησε από τον οδηγό να σταματήσει και προσκάλεσε την γριούλα να ανέβη στο αυτοκίνητο, ώστε να πάνε στο Μοναστήρι χωρίς κόπο.
«Σε ευχαριστώ, παιδί μου!», του απάντησε η γριούλα. «Αλλά εγώ είμαι πτωχή…».
«Κύριε Ιησού, Εσύ που εδημιούργησες τους Αγγέλους, και είσαι ο Κύριος όλων των Αΰλων όντων, που Σε δοξολογούν ασίγητα, Σε δοξολογώ και εγώ, διότι καλλώπισες όλα τα κτίσματα Σου, και Σε ευχαριστώ, διότι με το λογικό που μου έδωσες, τα βλέπω και τα χαίρομαι.
Κύριε Ιησού, Εσύ που με ένα Νεύμα Σου, έφτιαξες τον Ουρανό, εξομολογούμαι ότι με το βάρος των αμαρτιών μου, δεν μπορώ να σηκώσω το βλέμμα μου, να τον ιδώ.
<<Το κάλλος του ορατού κόσμου ενθουσίαζε την ψυχή του Αγίου γέροντα Σιλουανού. Αυτό τον ενθουσιασμό του, δεν τον εκδήλωνε όμως με χειρονομίες ούτε με στάσεις του σώματος. Μπορούσες να τον αντιληφθής μόνον από την έκφραση του προσώπου και από τον τόνο της φωνής του. Με αυτό το συγκρατημένο και καθόλου επιδεικτικό ύφος, γινόταν ακόμα πιό αισθητό το βάρος του βιώματός του. Συγκεντρωμένος στον εσωτερικό άνθρωπο, πρόσεχε λίγο τον εξωτερικό κόσμο. Όταν όμως έστρεφε το βλέμμα του στην ομορφιά του κόσμου, εύρισκε μία νέα αφορμή να θεωρήσει τη Δόξα του Θεού και να ξαναστρέψει την καρδιά στον Θεό. Στο σημείο αυτό έμοιαζε με τα παιδιά· όλα του προκαλούσαν έκπληξη!
<<Κάποτε, ήλθε και με βρήκε ένας πολύ γνωστός ιατρός, γιά να μιλήσουμε. Ήταν και η γυναίκα του ιατρός, θρησκευόμενοι άνθρωποι και οι δύο. Παραπονιόταν, ότι τα παιδιά του ζούσαν κοσμική ζωή και όχι μόνο δεν τηρούσαν τις Εκκλησιαστικές παραδόσεις της οικογενείας τους, αλλά και τις ειρωνεύονταν. Επί πλέον, τα παιδιά τους, χαρακτήριζαν τους Χριστιανούς καθυστερημένους, βολεμένους, ανειλικρινείς, υποκριτές και θεομπαίχτες, επειδή η ζωή τους, έλεγαν, δεν συμβαδίζει με τα λόγια τους, και τα έργα τους δεν είναι Χριστιανικά… Ακόμη και στο Ευχέλαιο, που οι γονείς κάνουν μία φορά το χρόνο στο σπίτι τους, τα παιδιά αντιδρούν και δεν παρευρίσκονται, ενώ όταν ήταν μικρά συμμετείχαν.
Ο ιατρός, έδειχνε πολύ κουρασμένος και απελπισμένος γιά την πνευματική αδράνεια των παιδιών του. Και νόμιζε ότι, όλες οι προσπάθειες, οι δικές του και της γυναίκας του, πήγαν χαμένες, δεν έπιασαν τόπο, δεν άγγιξαν τα παιδιά.
Κάποια στιγμή, ο ιατρός, βάζοντας το κεφάλι μέσα στις δύο του παλάμες, σαν να ήθελε να καλύψει το πρόσωπό του από ντροπή, μου είπε:
«Φοβάμαι πως το πολύ χρήμα, μάς έχει κάνει ζημιά».
Είπε ο αββάς Ζωσιμάς:
<<Όταν εμόναζα σε κάποιο Μοναστήρι της Τύρου, πριν βγω ακόμα στην έρημο, μας επισκέφθηκε ένας ενάρετος γέροντας, την ώρα μάλιστα που μελετούσαμε τα «Αποφθέγματα των Αγίων Γερόντων».
Διαβάζοντας, φθάσαμε στον ασκητή εκείνο, προς τον οποίο πήγαν οι λησταί και του είπαν:
«Θέλουμε όλα όσα έχεις στο κελλί σου».
Κι εκείνος απήντησε:
«Όσα σας φαίνονται καλά, παιδιά μου, πάρτε τα»!
Τα πήραν λοιπόν όλα, και έφυγαν. Άφησαν μόνο ένα σκαλιστήρι. Το παίρνει αμέσως ο γέροντας και τρέχει πίσω τους, φωνάζοντας:
«Παιδιά , πάρτε και αυτό, το ξεχάσατε!».
Οι λησταί, τότε, θαυμάζοντας την ανεξικακία του ασκητή, επέστρεψαν όλα τα πράγματα που είχαν πάρει και μετανοημένοι είπαν μεταξύ τους:
«Πραγματικά ο άνθρωπος αυτός είναι του Θεού».
Μόλις λοιπόν το διαβάσαμε αυτό, μου λέει ο γέροντας επισκέπτης μας:
<<Ήτο μία κόρη ονομαζομένη Μαρία. Ο πατήρ της ήτο Χριστιανός και εζήτει να την υπανδρεύση. Εκείνη όμως δεν ήθελε, θέλουσα να φυλάξη παρθενίαν. Τότε, την έβαλεν εις ένα Μοναστήριον γυναικείον και την παρέδωκε εις την Ηγουμένη να την έχη ως παιδί της.
Και αφού απέθανεν ο πατήρ της, έγινεν άλλος αφέντης εις την Χώραν εκείνην, όστις εβγήκε μίαν ημέραν και υπήγεν εις το Μοναστήριον, οπού ήτο η Μαρία. Και ευθύς οπού την είδεν ο αφέντης, ετρώθη η καρδιά του έρωτα σατανικόν, και γυρίζοντας εις το σπίτι του, έστειλε γράμματα εις την Ηγουμένην και της έλεγεν:
«Αμέσως να μου στείλης την Μαρίαν, διότι την είδον και με είδε, με ηγάπησε και την ηγάπησα».
Διαβάζει το γράμμα η Ηγουμένη, κράζει την Μαρίαν και της λέγει:
«Παιδί μου, τί καλόν είδες εις τον πασάν και τον εκοίταξες με αγάπην;
Κοίταξε τί μου γράφει εδώ…».
Λέγει τότε η Μαρία:
<<Εδώ, σε αυτή την ζωή, δεν μπορούμε να δούμε τον Παράδεισο όπως πραγματικά είναι, και μόνο τον πιστεύουμε. Και αυτή είναι όλη η μακαριότητα της Εκκλησίας: Να μην βλέπουμε και να πιστεύουμε!
«Μακάριοι οἱ μὴ ἰδόντες καὶ πιστεύσαντες» (Ιωάνν. Κ΄29΄)!!!
Εκεί θα τον βλέπουμε όπως είναι, και πια δεν θα πιστεύουμε, διότι «ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι» (Α' Ιωάνν. Γ΄2΄)!!!
Εκεί δεν υπάρχει πλέον πίστη (λέει ο Απόστολος), γιατί θα υπάρχει όραση! Λύθηκε η σκιά, λάμπει το φως! Εκεί δεν υπάρχει ελπίδα, διότι υπάρχει απόλαυση! Έπαυσε το προσδοκώμενο μέλλον, φαίνεται το παρόν! Εκεί υπάρχει μόνο αγάπη, γιατί αγαπάμε εκείνο το άκρως Αγαθό που βλέπουμε, και χορταίνει ο νους μας με την όραση, χορταίνει η καρδιά μας με την απόλαυση!
«Χορτασθήσομαι ἐν τῷ ὀφθῆναί μοι τὴν δόξαν σου» (Ψαλμ. ΙΣΤ΄15΄)!!!
Κάποτε, πνευματικά τέκνα το
πατρός Επιφανίου, ανησύχησαν από κάποιες πληροφορίες ότι στην Μ. Βρετανία
άρχισαν να “χειροτονούνται” γυναίκες Κληρικοί από τους Αγγλικανούς. Και τον ερώτησαν,
τί άραγε θα μπορούσε να συμβή στην Ορθόδοξη Εκκλησία, αν έρχονταν ποτέ και εδώ τέτοιες
παρόμοιες πρακτικές.
Ο Γέροντας, με την γνωστή αίσθηση χιούμορ που τον διέκρινε πολλές φορές, απάντησε:
«Τί ανησυχείτε, παιδιά μου;
«Τρία είναι τα αίτια της φιλαργυρίας:
* Η φιληδονία...
* Η κενοδοξία...
* Και η απιστία...
Χειρότερη από αυτά είναι η απιστία…
Κάποτε, ένας άθεος, συζητούσε με τον σύγχρονο και διάσημο Γάλλο συγγραφέα François Mauriac (βραβευμένο με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1952), περί Πίστεως:
«Ξέρετε, γιατί δεν πιστεύω στον Θεό;», ερώτησε ο άθεος τον συγγραφέα και πρόσθεσε, απαντώντας στο δικό του ερώτημα: «Διότι πιστεύω μονάχα σε ό,τι καταλαβαίνω!».
Τον αντερώτησε τότε χαμογελώντας ο Mauriac:
Γέροντα Παΐσιε, γιατί ο κόσμος υποφέρει σήμερα τόσο πολύ;
«Από την Αγάπη του Θεού!!
Εσύ σαν μοναχή, σηκώνεσαι το πρωί, κάνεις τον κανόνα σου, κάνεις κομποσχοίνια, μετάνοιες κ.λπ.. Γιά τους κοσμικούς, οι δυσκολίες που περνούν είναι ο κανόνας τους, οπότε εξαγνίζονται μ’ αυτές. Τους κάνουν μεγαλύτερο καλό από την κοσμική καλοπέραση, η οποία δεν τους βοηθάει ούτε να πλησιάσουν στον Θεό, ούτε να αποταμιεύσουν μισθό Ουράνιο. Γι’ αυτό πρέπει, να τις δέχονται ως δώρα από τον Θεό.
Ο Καλός Θεός με τις δοκιμασίες, παιδαγωγεί σαν καλός Πατέρας τα παιδιά Του, από Αγάπη, από Θεία Καλωσύνη, και όχι από κακότητα, ούτε από κοσμική, νομική δικαιοσύνη, γιατί θέλει να επιστρέψουν κοντά Του. Επειδή δηλαδή θέλει να σώση τα πλάσματά Του και να κληρονομήσουν την Ουράνια Βασιλεία Του, επιτρέπει τις δοκιμασίες, γιά να παλέψη ο άνθρωπος, να αγωνισθή και να δώση εξετάσεις στην υπομονή στους πόνους, ώστε να μην μπορή να Του πη ο διάβολος:
“Πώς τον ανταμείβεις αυτόν ή πώς τον σώζεις, αφού δεν κοπίασε;”.
Τον Θεό, δεν Τον ενδιαφέρει τόσο αυτή η ζωή, όσο η άλλη! Πρώτα μας φροντίζει γιά την άλλη ζωή και ύστερα γι’ αυτήν!
Γιατί όμως, Γέροντα, ο Θεός σε μερικούς ανθρώπους δίνει πολλές δοκιμασίες, ενώ σε άλλους δεν δίνει;