ῼΔΗ ΤΩΝ ΑΝΑΒΑΘΜΩΝ † Νικ. Π. Βασιλειάδη
Περιφρόνηση καὶ δόξα Ψαλμὸς ΡΚΒ΄ (122), στίχ. 3-4
Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὁ εὐσεβὴς Ἰσραηλίτης διατυπώνει τὸ αἴτημά του στὸ Θεό. «Ἐλέησον ἡμᾶς, Κύριε, ἐλέησον ἡμᾶς, ὅτι ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως» (Ψαλ. ρκβ΄ [122] 3): Ἐλέησέ μας, Κύριε, Σὲ ἱκετεύουμε διαρκῶς, ἐλέησέ μας· χορτάσαμε ἀπὸ καταφρόνηση καὶ ἐξευτελισμὸ ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων. Αὐτὴ ἡ ἀναδίπλωση «ἐλέησον ἡμᾶς... ἐλέησον ἡμᾶς» προσδίδει μεγάλη δύναμη στὴν προσευχή. Δείχνει τὴ θερμότητα τῆς ψυχῆς. Ἱκετεύουν οἱ Ἰσραηλίτες τὸν Θεὸ γιὰ ἔλεος, χωρὶς νὰ Τοῦ λένε ἐκ προτέρου τί πρέπει νὰ κάνει γι’ αὐτούς. Εἶναι σὰν νὰ λένε στὸ Θεό: Κύριέ μας, δὲν ζητοῦμε ἔλεος διότι εἴμαστε ἄξιοι ἐλέους, ἀλλὰ διότι καταντήσαμε περιφρονημένοι, ἀξιολύπητοι. Ζητοῦν λοιπὸν ἔλεος μόνο ἀπὸ τὸν Θεό, διότι οἱ ἄνθρωποι εἶναι σκληροί. «Τὰ σπλάγχνα τῶν ἀσεβῶν ἀνελεήμονα», διδάσκει ὁ Παροιμιαστής (Παρ. ιβ΄ [12] 10). Οἱ ἄνθρωποι εἶναι συνήθως ἀδίστακτοι ἐμπαῖκτες. Ὁ Θεὸς ὅμως εἶναι γεμάτος ἔλεος, σπλαχνικός, φιλάνθρωπος. Ὁτιδήποτε καὶ ἂν συμβεῖ στὴ ζωή μας, τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ μόνιμο καὶ ἀποτελεσματικὸ φάρμακο. Γι’ αὐτὸ διδάσκει ὁ ὅσιος Νικόδημος: «Καὶ σύ, ἀδελφέ, ἐὰν ἔγινες σκεῦος ἄτιμον καὶ ἄχρηστον διὰ τῆς ἁμαρτίας, μὴ ἀπελπισθῇς· διότι ἐὰν θέλῃς, δύνασαι πάλιν νὰ γίνῃς σκεῦος τίμιον διὰ τῆς μετανοίας καὶ ἀρετῆς· χωρὶς ὅμως τοῦ ἐλέους τοῦ Θεοῦ καὶ τῆς βοηθείας, τοῦτο οὐ δύνασαι»1 . Εἶχαν δίκαιο οἱ Ἰσραηλίτες νὰ ἱκετεύουν τὸν ἅγιο Θεὸ γιὰ ἔλεος. Τιμωρήθηκαν δίκαια ἀπὸ τὸν Θεό, τὸν Ὁποῖο, ἐνῶ Ἐκεῖνος τοὺς εὐλόγησε πλούσια, Τὸν ἐγκατέλειψαν. «Ἐσμικρύνθημεν παρὰ πάντα τὰ ἔθνη καί ἐσμεν ταπεινοὶ ἐν πάσῃ τῇ γῇ σήμερον διὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν», ἔλεγε στὴν προσευχή του ὁ Ἀζαρίας μέσα στὴν κάμινο τῆς Βαβυλῶνος, ὅπου τὸν εἶχε ρίξει μὲ τοὺς Ἀνανία καὶ Μισαὴλ ὁ Ναβουχοδονόσορ (Δαν. γ΄ - προσευχὴ Ἀζαρίου καὶ ὕμνος τῶν Τριῶν Παίδων, στίχ. 13). Οἱ Ἰσραηλίτες στερήθηκαν τὴν πατρίδα καὶ τὴν ἐλευθερία τους. Περιφρονήθηκαν, καταπατήθηκαν. «Ἐπὶ πολὺ ἐπλήσθημεν ἐξουδενώσεως»· ἡ ψυχή μας χόρτασε ἀπὸ καταφρόνηση, παρέλυσε, ἐξασθένησε. Σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Τὰ ὑπέστησαν αὐτά, διότι ὁ Θεὸς τοὺς διορθώνει μὲ τὰ ἀντίθετα, ἐπειδὴ δὲν χρησιμοποίησαν ὅπως ἔπρεπε τὶς τιμές. Αὐτὸ κάνει πάντοτε. Τὸ ἴδιο συνέβη καὶ μὲ τὸν Ἀδάμ· ἐπειδὴ δὲν χρησιμοποίησε καλὰ τὴν κατοίκηση στὸν Παράδεισο, τὸν διόρθωσε διώχνοντάς τον. Τὴν δὲ γυναίκα, τὴν Εὔα, ποὺ ἔγινε χειρότερη μὲ τὴν ἰσοτιμία, τὴν ἔκανε καλύτερη μὲ τὴ δουλεία καὶ τὴν ὑποταγή. Τοὺς δὲ Ἰουδαίους, ποὺ ἔγιναν χειρότεροι μὲ τὴν ἐλευθερία καὶ τὴν ἀσφάλεια τῆς κατοικίας τους, ποὺ ἀπομακρύνθηκαν καὶ παρεξετράπησαν, τοὺς διορθώνει μὲ τὰ ἀντίθετα2. Ἦταν τόση ἡ θλίψη τῶν Ἰσραηλιτῶν, ὥστε ὁ εὐσεβὴς Ψαλμωδὸς ἀναφωνεῖ: «Ἐπὶ πλεῖον ἐπλήσθη ἡ ψυχὴ ἡμῶν»· δὲν παίρνει ἄλλο, χόρτασε ἡ ψυχή μας. Ἡ ἐπανάληψη «ἐπὶ πλεῖον ἐπλήσθη» τονίζει τὴ μεγάλη καὶ βαθιὰ θλίψη τους. Καὶ συμπληρώνει: «Τὸ ὄνειδος τοῖς εὐθηνοῦσι, καὶ ἡ ἐξουδένωσις τοῖς ὑπερηφάνοις» (Ψαλ. ρκβ΄ [122] 4). Ἡ ντροπὴ ἂς ἔλθει στοὺς τυράννους μας ποὺ καλοπερνοῦν, καὶ ὁ ἐξευτελισμὸς στοὺς ὑπερήφανους δυνάστες μας. Παρακαλοῦν δηλαδὴ τὸν Θεό, ὅπως γράφει ὁ Ὠριγένης, νὰ ἀντιστρέψει τὴν κατάσταση. Οἱ συμφορὲς νὰ φύγουν ἀπὸ αὐτοὺς καὶ νὰ χτυπήσουν τοὺς ὑπερήφανους τυράννους τους. Τὰ ἴδια καὶ ὁ Θεοδώρητος, ὁ ὁποῖος σχολιάζει: «Ἀντίστρεψον», λέγει, «τὰ πράγματα, Δέσποτα», καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ τώρα ἀλαζονεύονται γιὰ τὴν εὐτυχία ποὺ σήμερα ἀπολαμβάνουν, νὰ ἐπιφέρεις «τὰς ἡμετέρας συμφοράς», τὶς δικές μας συμφορές3. Συχνὰ οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ δέχονται τὸ ὄνειδος καὶ τὴν καταφρόνηση τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου. Θρηνεῖ ὁ προφήτης Ἱερεμίας: Τὰ τέκνα τῆς Σιών, οἱ πολυτιμότατοι αὐτοὶ λίθοι, οἱ ἀνώτεροι καὶ ἀπὸ τὸ χρυσάφι, πῶς θεωρήθηκαν καὶ συνετρίβησαν ὡς δοχεῖα εὔθραυστα καὶ χωματένια, ἔργα κατασκευασμένα ἀπὸ τὰ χέρια κεραμοποιοῦ; (βλ. Θρῆν. Ἱερεμίου δ΄ 2). Οἱ ἄνθρωποι τοῦ ἁμαρτωλοῦ κόσμου δυσφημοῦν καὶ ποδοπατοῦν τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ, νομίζοντας ὅτι μεγαλοποιοῦν τοὺς ἑαυτούς τους! Οἱ ἐχθροὶ τῶν ἀνθρώπων τοῦ Θεοῦ τοὺς περιγελοῦν καὶ τοὺς χλευάζουν ὅταν τοὺς χτυποῦν δυστυχίες, δεινά. Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ στίχος τοῦ 41ου Ψαλμοῦ, στὸν ὁποῖο ὁ εὐσεβὴς Ἰσραηλίτης ὁμολογεῖ: «Ἐν τῷ καταθλᾶσθαι τὰ ὀστᾶ μου», ἐνῶ τὰ κόκκαλά μου τσακίζονται καὶ οἱ σωματικές μου δυνάμεις συντρίβονται ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία καὶ τὴν ἐγκατάλειψη, οἱ ἐχθροὶ μὲ περιγελοῦν καὶ μὲ χλευάζουν (Ψαλ. μα΄ [41] 11). Δυστυχῶς αὐτὸς εἶναι συνήθως ὁ κλῆρος τῶν εὐσεβῶν μέσα στὸν ἁμαρτωλὸ καὶ ἀποστάτη κόσμο: ἡ χλεύη, ἡ περιφρόνηση, ἡ ἐπιβουλή, ὁ διωγμός. Γράφει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ὥσπερ τότε ὁ κατὰ σάρκα γεννηθεὶς ἐδίωκε τὸν κατὰ πνεῦμα, οὕτω καὶ νῦν» (Γαλ. δ΄ 29)· ὅπως τότε ὁ Ἰσμαήλ, ποὺ γεννήθηκε σύμφωνα μὲ τοὺς φυσικοὺς νόμους τῆς σάρκας, ἐπιβουλευόταν τὸν Ἰσαάκ, ποὺ γεννήθηκε ὑπερφυσικά, ἀπὸ ἐπαγγελία, ἔτσι γίνεται καὶ τώρα. Οἱ διὰ τοῦ Χριστοῦ πνευματικοὶ ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καταδιώκονται ἀπὸ τοὺς σαρκικοὺς ἀπογόνους του. Ἀλλ’ ἡ εὐσεβὴς ψυχὴ εἰρηνεύει μὲ τὴ βεβαιότητα ὅτι ὁ Θεὸς τὴν καταδιώκει κυριολεκτικὰ μὲ τὸ ἔλεος καὶ τὴν ἀγάπη Του. Ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος σχολιάζει: Ὁ Θεὸς συνηθίζει ἐκείνους ποὺ εἶναι πολὺ περήφανοι νὰ τοὺς χαμηλώνει, καὶ τοὺς ἀλαζόνες νὰ τοὺς ταπεινώνει, γιὰ νὰ ἀπομακρυνθοῦν ἀπὸ τὸν δρόμο ποὺ τοὺς ὁδηγεῖ στὴν κακία. Διότι τίποτε δὲν εἶναι χειρότερο ἀπὸ τὴν ὑπερηφάνεια. Γι’ αὐτὸ ὑπάρχουν δοκιμασίες, θλίψεις, θνητὸ σῶμα καὶ πολλὲς κρίσιμες περιστάσεις τῶν πραγμάτων. Μὴν ταράζεσαι λοιπὸν ὅταν δοκιμάζεσαι. Νὰ δέχεσαι τὴ συμφορὰ ὡς φάρμακο καὶ νὰ θυμᾶσαι τὸν Ψαλμωδὸ ποὺ λέει: Ἦταν πολὺ εὐεργετικὸ καὶ σωτήριο γιὰ μένα τὸ ὅτι μὲ ταπείνωσες μὲ θλίψεις. Διότι ἡ παιδαγωγία Σου αὐτὴ μὲ βοήθησε νὰ μάθω τὰ δικαιώματά Σου (Ψαλ. ριη΄ [118] 71)4 . «Ἁρμόζει», συμβουλεύει ὁ ὅσιος Νικόδημος, «ὁ Ψαλμὸς αὐτὸς καὶ εἰς ὅλους τοὺς Χριστιανούς, οἵτινες περιπατοῦν τὸν δρόμον ὁποὺ φέρει εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλὴμ καὶ ἐνοχλοῦνται ἀπὸ τοὺς ὁρατοὺς καὶ ἀοράτους ἐχθρούς»5 .
1. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, Νέα Κλῖμαξ, ἐκδ. Σωτ. Ν. Σχοινᾶ, ἐν Βόλῳ 1956, σελ. 227.
2. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ψαλ. ρκβ΄ [122], PG 55, 352.
3. ΘΕΟΔΩΡΗΤΟΥ ΚΥΡΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς Ψαλ. ρκβ΄ [122], PG 80, 1884C.
4. ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, ὅ.π., PG 55, 352-353.
5. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ - ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς Ψαλμούς, Τόμ. Γ΄, ἐκδ. «Ὀρθ. Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 33