Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παναγια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα παναγια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Μαρτίου, 2024

Ασκητές μέσα στον κόσμο – Οἱ προσκυνητές τοῦ Παναγίου Τάφου – Ἡ Παναγία θέλει να τιμοῦμε το «Ἄξιόν ἐστιν»



Οἱ προ­σκυ­νη­τές τοῦ Πα­να­γί­ου Τά­φου
Εἶ­ναι πα­νάρ­χαι­α εὐ­λα­βι­κή συ­νή­θεια τῶν χρι­στια­νῶν ἡ προ­σκύ­νη­ση τοῦ Πα­να­γί­ου Τά­φου τοῦ Χρι­στοῦ καί τῶν Ἁγίων Τό­πων. Ἀ­πό πό­θο καί εὐ­λά­βεια μέ κό­πους, θυ­σί­ες καί κιν­δύ­νους, πή­γαι­ναν πολ­λοί ἔ­στω καί μί­α φο­ρά στήν ζωή τους νά προ­σκυ­νή­σουν τά μέ­ρη πού ἔ­ζη­σε καί περ­πά­τη­σε ὁ Χρι­στός.

Πή­γαι­ναν προ­ε­τοι­μα­σμέ­νοι ὅ­σο τό δυ­να­τόν, κα­θα­ροί καί ἐ­ξω­μο­λο­γη­μέ­νοι. Ἄλ­λοι ἔ­κα­ναν τήν θυ­σί­α νά πη­γαί­νουν μέ τά πό­δια. Ἄλλοι με­τέ­φε­ραν χρή­μα­τα καί εὐ­λο­γί­ες στά προ­σκυ­νή­μα­τα. Ἄλ­λοι ἐρ­γά­ζο­νταν ἀ­φι­λο­κερ­δῶς γιά ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο στά ἐ­κεῖ μο­να­στή­ρια καί προ­σκυ­νή­μα­τα ὡς κτί­στες καί ἐρ­γά­τες. Προ­σκυ­νοῦ­σαν σ᾽ ὅ­λα τά πα­νά­για προ­σκυ­νή­μα­τα, βα­φτί­ζονταν στόν Ἰ­ορ­δά­νη πο­τα­μό καί ἔ­παιρ­ναν μα­ζί τους τό Ἅ­γιο φῶς καί δι­ά­φο­ρες εὐ­λο­γί­ες, ὅ­πως σταυ­ρου­δά­κια, σά­βα­να, κε­ριά κ.ἄ.

Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­φαν στό χω­ριό ὅ­λοι οἱ κά­τοι­κοι μέ τόν ἱ­ε­ρέ­α τούς ὑ­πο­δέ­χονταν ἔ­ξω ἀ­πό τό χω­ριό, χτυ­ποῦ­σαν τήν καμ­πά­να καί μέ πομ­πή τούς συ­νώ­δευ­αν μέ­χρι τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Τούς ἀσπάζονταν στά μάτια γιατί ἀξιώθηκαν νά δοῦν τό Ἅγιο Φῶς. Γιά τήν εὐ­λο­γί­α πού ἀ­ξι­ώ­θη­καν νά προ­σκυ­νή­σουν στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους τούς ἔ­δει­χναν σε­βα­σμό καί τούς ἄλ­λα­ζαν καί τό ὄ­νο­μα, προ­σθέ­τοντας τό τι­μη­τι­κό Χατ­ζῆς. Π.χ. ὁ Γιάν­νης ὁ Χατ­ζῆς. Τό ὄ­νο­μα αὐ­τό τό κλη­ρο­νο­μοῦ­σαν καί τά ἄλ­λα μέ­λη τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας. Ἡ γυ­ναῖ­κα τοῦ Χατ­ζῆ ἦταν «Χατ­ζέ­σκα» ἤ «Χα­τζί­να» ἤ «Χα­τζα­νά» (οἱ ἡλι­κι­ω­μέ­νες) καί τά παι­διά καί τά ἐγ­γό­νια του ἦ­ταν «Χατ­ζοῦ­δες». Ὁ ἱ­ε­ρέ­ας, ὅ­ταν μνη­μό­νευ­ε τά ὀ­νό­μα­τα τῶν Χατ­ζή­δων, πρό­σθε­τε καί τό προ­σκυ­νη­τής ἤ προ­σκυ­νή­τρια. Π.χ. Ἑρ­μι­ό­νης προ­σκυ­νη­τρί­ας.

Οἱ Χατ­ζῆ­δες μέ τό προ­σκύ­νη­μά τους δέν ἄλ­λα­ζαν μό­νο τό ὄ­νο­μά τους ἀλ­λά καί τήν ζω­ή τους. Ἀ­φι­ε­ρώ­νονταν πε­ρισ­σό­τε­ρο στήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ πιό τα­κτι­κό ἐκ­κλη­σια­σμό, νη­στεῖ­ες, προ­σευ­χές, ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση καί θεί­α Κοι­νω­νί­α ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπ᾿ ὅλα πρό­σε­χαν νά εἶ­ναι δί­και­οι. Ἀ­πέ­φευ­γαν πά­ρα πο­λύ τήν ἀ­δι­κί­α. Τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους ἦ­ταν ὅ­τι σ᾽ ὅ­λη τους τήν ζω­ή δέν ἔ­πια­ναν ζυ­γα­ριά νά ζυ­γί­σουν γιά νά μήν ἀ­δι­κή­σουν στό ζύ­γι. Ἀ­κό­μη καί τά παι­διά τους δέν ζύ­γι­ζαν. Ζύ­γι­ζαν οἱ ἄλ­λοι καί αὐ­τοί γύ­ρι­ζαν τό κε­φά­λι τους νά μή βλέ­πουν ἀδια­φο­ρώ­ντας γιά τό ἐν­δε­χό­με­νο νά ἀδι­κη­θοῦν. Μά­λι­στα στό ζυ­γι­σμέ­νο σι­τά­ρι ἄ­νοι­γαν τό τσου­βά­λι καί ἔ­βα­ζαν καί δυ­ό χοῦ­φτες ἐ­πί πλέ­ον. Ἤ, ὅ­ταν κά­τι ἀ­γό­ρα­ζαν πά­ντα πλή­ρω­ναν κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πό τό κα­νο­νι­κό.

Κά­πο­τε σ᾿ ἕνα χωριό ἕ­νας καρ­βου­νιά­ρης περ­νοῦ­σε μέ τό κάρ­ρο του που­λώντας κάρ­βου­να. Πῆ­γε ἕ­νας νά ἀ­γο­ρά­ση. Λέ­γει ὁ καρ­βου­νιά­ρης: «Τά κάρ­βου­να ἐ­σύ θά τά ζυ­γί­σης, ἐ­πει­δή ἐ­γώ εἶ­μαι Χατ­ζῆς καί δέν ζυ­γί­ζω». Τοῦ ἀ­παντᾶ καί ὁ ἄλ­λος: «Καί ἐ­γώ δέν ζυ­γί­ζω. Καί ἐ­γώ εἶ­μαι χατ­ζῆς». Ἔτσι πε­ρί­με­ναν στόν δρό­μο μέ­χρι πού πέ­ρα­σε ὁ πρῶ­τος πε­ρα­στι­κός καί ζύ­γι­σε ἐ­κεῖ­νος τά κάρ­βου­να.

Τό προ­σκύ­νη­μα τῶν Χατ­ζή­δων ἔ­δει­χνε τήν ἀ­γά­πη καί τήν εὐ­λά­βειά τους πρός τόν Χρι­στό, ἀ­πο­τε­λοῦ­σε σταθ­μό στήν ζω­ή τους, συγ­χρό­νως δέ καί ἀ­φε­τη­ρί­α γιά και­νή καί πνευ­μα­τι­κή πο­λι­τεί­α. Ἡ ἐν­θύ­μι­ση τοῦ προ­σκυ­νή­μα­τος συντη­ροῦ­σε καί ἔ­τρε­φε, ὅ­πως τό λά­δι τήν φλό­γα τοῦ καντη­λιοῦ, τήν ἀ­γά­πη τους πρός τόν Χρι­στό καί τήν Πα­να­γί­α, τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­ξι­ώ­θη­καν νά προ­σκυ­νή­σουν τόν τό­πο ὅ­που ἔζη­σαν καί πά­τη­σαν τά ἄ­χραντα πό­δια Τους.

Ἡ Παναγία θέλει νά τιμοῦμε τό «Ἄξιόν ἐστιν»

Μαρ­τυ­ρία Εἰ­ρή­νης Μπε­ντε­νιώ­του ἀπό τόν Πό­ρο, καν­δη­λα­νά­πτριας τοῦ ἱε­ροῦ Να­οῦ τοῦ ἁγί­ου Γε­ωρ­γί­ου: «Ἕ­να ἀ­πό­γευ­μα κα­θά­ρι­ζα τά μα­νουά­λια καί βλέ­πω νά μπαί­νη μιά γυ­ναῖ­κα στό να­ό.

–Χαί­ρε­τε, μοῦ λέ­ει.

–Χαί­ρε­τε, λέ­ω.

–Τί κά­νε­τε;

–Νά, κα­θα­ρί­ζω τά μα­νουά­λια για­τί βου­λώ­νουν καί δέν μπο­ρεῖ ὁ κό­σμος νά βά­λη τό κε­ρί του.

–Σή­με­ρα εἴ­χα­τε Λει­τουρ­γί­α;

–Εἶ­χε ὁ πα­πᾶς ἰ­δι­ω­τι­κή Λει­τουρ­γί­α σέ ἄλ­λη Ἐκ­κλη­σί­α ἀλ­λά ἐ­γώ δέν πῆ­γα.

–Σή­με­ρα εἶ­ναι τό «Ἄ­ξιόν ἐστιν», ἡ Πα­να­γί­α. Στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος γί­νε­ται με­γά­λη γι­ορ­τή.

–Τί λές; τῆς λέ­ω. Δέν τό ξέ­ρα­με οὔ­τε καί ὁ πα­πᾶς μοῦ εἶ­πε τί­πο­τε.

–Τέ­λος πάντων, ἔ­πρε­πε ὅ­μως.

»Μό­λις ἔ­φυ­γε ἀ­κού­ω ­μιά βο­ή, ἕ­να θό­ρυ­βο, ἄ­νοι­ξαν τά πα­ρά­θυ­ρα τοῦ τρούλ­λου μό­να τους πού πο­τέ δέν ἀ­νοί­γουν, καί ἡ πόρ­τα τοῦ Ἱ­ε­ροῦ˙ τό δέ τέ­μπλο κόντε­ψε νά πέ­ση. Μέ ἕ­να κρό­το ἀ­κό­μη ξα­νά­κλει­σαν τά πα­ρά­θυ­ρα καί ἡ πόρ­τα τοῦ Ἱ­ε­ροῦ, μά­λι­στα δέ ἔ­σπα­σε καί τό τζά­μι της. Ὅ­ταν ἦρ­θε ὁ πα­πᾶς τοῦ δι­η­γή­θη­κα τί συ­νέ­βη καί μοῦ εἶ­πε: “Κυρία Εἰ­ρή­νη, ἡ Πα­να­γί­α ἦ­ταν. Σή­με­ρα γι­ορ­τά­ζε­ται τό θαῦ­μα πού συ­νέ­βη μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τοῦ “Ἄ­ξιόν ἐστιν”.

»Καί ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα (ἦ­ταν Τε­τάρ­τη) κά­νο­με πάντα κά­θε Τε­τάρ­τη τήν Πα­ρά­κλη­ση τῆς Πα­να­γί­ας».

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtes_ston_kosmo/23peristatika-apo-tin-askitiki/

17 Φεβρουαρίου, 2024

Περὶ τῆς Χαναναίας καὶ τῆς Παναγίας

Χριστόδουλος Παρασκευαΐδης (+)
Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν (1998-2008)

Tὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας ἀναφέρεται σὲ μία γυναίκα, τὴ Χαναναία. Τὴν ἀκούσατε νὰ φωνάζει τὸν Κύριο, νὰ τὸν ἔχει πάρει ἀπὸ πίσω παρακαλώντας τον κι Ἐκεῖνος νὰ μὴν τῆς ἀπαντᾶ. Οἱ μαθητὲς του ἀποροῦν γιατί δὲν τὴ βοηθᾶ ἢ γιατί δὲν τὴ διώχνει, παρὰ τὴν ἀφήνει νὰ ἱκετεύει. Κι Ἐκεῖνος ἐξηγεῖ τὴ σιωπή του: ἦλθα μόνο γιὰ τὸ Ἰσραήλ, ὄχι γιὰ τοὺς ξένους, ὄχι γιὰ ἀλλοεθνεῖς, ὅπως εἶναι ἡ γυναίκα αὐτή, ἡ Χαναναία. Ὅμως, ἡ γυναίκα ἐπέμενε, τὸν πλησίασε καὶ τὸν προσκύνησε ζητώντας βοήθεια. Ὁ Κύριος, διδάσκοντας καὶ τοὺς μαθητὲς καὶ ἐκείνην κι ὅλους ἐμᾶς ἔκτοτε, ἀπαντᾶ προσβάλοντάς την: «Δὲν εἶναι σωστὸ νὰ παίρνεις τὸ ψωμὶ τῶν παιδιῶν σου καὶ νὰ τὸ πετᾶς στὰ σκυλιά». Παρομοιάζει ἔτσι τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ μὲ τὴν πιὸ βασικὴ ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου, τὸ ψωμί. Ἡ γυναίκα δὲν ὑποχωρεῖ καὶ ἐπιμένει: « Ναὶ Κύριε, ὅμως τὰ σκυλιὰ τρῶν’ ἀπὸ τὰ ψίχουλα ποὺ πέφτουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν ἀφεντικῶν τους». Τότε, ὁ Ἰησοῦς τῆς εἶπε, «Μεγάλη ἡ πίστη σου, γυναίκα· νὰ γίνει λοιπὸν αὐτὸ ποὺ θέλεις».


Ἂς σταθοῦμε λίγο στὸ περιστατικό. Ὁ Κύριος εἶχε βγεῖ ἀπὸ τὴν Ἰουδαία, καὶ πήγαινε στὴ Σιδώνα, στὸ σημερινὸ Λίβανο. Ἐκεῖ ἦταν ἡ χώρα τῶν Χαναανιτῶν, ἔθνους ποὺ ζοῦσε στὴν περιοχὴ πρὶν ἀκόμη ἔλθουν οἱ Ἰσραηλίτες μὲ τὸν Μωυσῆ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο. Ἦσαν εἰδωλολάτρες, οἱ δὲ γυναῖκες των ἀσκοῦσαν τὴ μαγεία.
Ἐπῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς στὰ μέρη της, ἀλλὰ ἔπρεπε ἡ ἴδια ἡ Χαναναία νὰ τὸν θελήσει, νὰ τὸν ἀναζητήσει, νὰ τὸν φωνάξει ἀπὸ τὰ βάθη τῆς ψυχῆς της. Ἡ Χαναναία καταλαβαίνει τὴν ὕπαρξή του κοντά της, καὶ ἀρχίζει νὰ τὸν φωνάζει. Δὲν φωνάζει κάποιον γητευτή, κάποιον μάγο θαυματοποιό: Τὸν ἐπικαλεῖται μὲ τὴ συγκεκριμένη ἰδιότητά του, τρόπον τινὰ μὲ τὸ ὄνομά του: «υἱὸς Δαυίδ», ὁ Κύριος. Καὶ ὅσο τὸν ἐπικαλεῖται τόσο τὸν πλησιάζει, ὅσο τὸν ζητᾶ τόσο τὸν βρίσκει. Ὁ Κύριος στὴν ἀρχὴ δὲν τῆς μιλᾶ, ὁδηγώντας σὲ σκληρὴ δοκιμασία τὴν ἀντοχὴ τῆς πίστης της. Τὴν ἀφήνει νὰ τὸν ἀκολουθεῖ χωρὶς καμιὰν ἀπόκριση, κι ἔπειτα τῆς μιλᾶ προσβάλοντάς την. Δὲν πρόκειται, βέβαια, ἐδῶ γιὰ φυλετικὴ διάκριση, ἀλλὰ γιὰ προσβολὴ καὶ ἀπόρριψη τῆς εἰδωλολατρείας καὶ τῆς μαγείας. Καὶ βλέπουμε πὼς ἡ πίστη τῆς Χαναναίας δὲν κλονίζεται καθόλου ἀπὸ τὴν προσβολή, παρὰ ζητᾶ ἔλεος, ζητᾶ τὴ θαυματουργικὴ παρέμβασή Του στὴ ζωὴ τὴ δική της καὶ τῆς κόρης της.
Οἱ φωνὲς τῆς Χαναναίας, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ προσευχὲς πρὸς τὸν Κύριο; Τὸ τρέξιμό της ὀπίσω του, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ στροφὴ τῆς ζωῆς της πρὸς τὸν λόγο Του; Ἡ ταπείνωσή της, ἡ παραδοχή της ὅτι ναί, εἶναι ἕνα ἀνάξιο σκυλὶ ποὺ ζητᾶ μόνο λίγα ψίχουλα εὐλογίας, αὐτὰ ποὺ περισσεύουν ἀπὸ τὸ τραπέζι τῶν πιστῶν, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ μετάνοια κι ἐξομολόγηση; Καὶ ἡ τελικὴ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου, τί ἄλλο εἶναι ἀπὸ ἄνοιγμα τῆς ἀγκαλιᾶς Του, ἀπὸ συγκατάθεση τοῦ Θεοῦ στὴν ἀταλάντευτη πίστη τοῦ ἀνθρώπου;
Τὸ Εὐαγγέλιο τῆς ἡμέρας δὲν ἀφηγεῖται ἁπλῶς καὶ μόνο ἕνα θαῦμα τοῦ Κυρίου. Παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο πλησιάζουμε τὸν Κύριο, τὸν μοναδικὸ τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο βγαίνουμε ἀπὸ τὶς παγίδες τῶν εἰδώλων τοῦ κόσμου τούτου καὶ ριχνόμαστε κλαίγοντας στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα μας. Παρουσιάζει τὸ πῶς ἐργάζεται ὁ Θεὸς γιὰ νὰ μᾶς ἀνοίξει τὸ δρόμο ἐπιστροφῆς σ΄ Αὐτόν, χωρὶς νὰ καταργεῖ τὴν ἐλευθερία μας. Παρουσιάζει τὸ πρόσωπο τοῦ Σωτήρα μας. Παρουσιάζει τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ἀνοίγουμε τὴν ψυχή μας στὴ θαυματουργὸ χάρη Του. Μὲ ἄλλα λόγια, παρουσιάζει αὐτὴ τὴν ἴδια τὴν ἑορτὴ τῆς σωτηρίας μας, παρουσιάζει τὴν Ἐκκλησία.
Ἐκκλησία εἶναι ὁ μυστικὸς χῶρος ὅπου συναντώμεθα ὅλοι. Ἐδῶ ὁ Κύριος, ἐδῶ οἱ Ἄγγελοι, ἐδῶ οἱ Ἅγιοι καὶ οἱ πιστοί. Ἐδῶ ἐπίσης, ἐδῶ μαζί μας, μᾶς τραβᾶ κοντὰ της γεμάτη ἀγάπη, ἡ Δέσποινα τοῦ οἴκου τούτου, ἡ Θεοτόκος.
Γιὰ νὰ ἀνοίξει ὁ Θεὸς τὴν ἀγκαλιά Του στὴ Χαναναία γυναίκα καὶ σὲ ὅλους ἐμᾶς, ἐργάσθηκε πολὺ ἡ Κυρία Θεοτόκος. Ἡ Μαρία δὲν ἦταν ἁπλῶς καὶ μόνον μία εὐσεβὴς κοπέλα, ἡ ὁποία συμμετέχει στὴ σωτηρία μας μ’ ἕνα παθητικὸ τρόπο, δεχόμενη τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ ἔτσι ὅπως τῆς τὸ εἶπε ὁ Ἄγγελος. Δὲν εἶναι τὸ χῶμα ποὺ τὸ πῆρε στὰ χέρια Του ὁ Δημιουργὸς κι ἔπλασε τὸν ἄνθρωπο χωρὶς νὰ κάνει τίποτε αὐτὸ τὸ ἴδιο. Ἡ Μαρία συμμετεῖχε στὸ σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἐργάσθηκε γιὰ νὰ προσφέρει στὸν Θεὸ ὅλα τὰ στοιχεῖα ποὺ χρειαζόταν τὸ φιλάνθρωπο σχέδιό Του νὰ σαρκωθεῖ καὶ νὰ μᾶς λυτρώσει.
Ποιὰ εἶναι τὰ στοιχεῖα αὐτά, μᾶς ἐξηγεῖ ὁ Ἅγιος Πατὴρ τῆς Ἐκκλησίας μας, Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «Βίος πανάμωμος, ζωὴ πάναγνος, ἄρνησις κακίας ἁπάσης, ἄσκησις ἀρετῆς ἁπάσης, ψυχὴ καθαρωτέρα φωτός, σῶμα διὰ πάντων πνευματικόν…» Ὅπως ψάλλουμε στὸν Ὄρθρο τῆς παραμονῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, «Ἠράσθη τοῦ κάλλους σου Χριστός, Πανάμωμε, καὶ τὴν μήτραν σου κατώκησεν, ὅπως παθῶν ἐξ ἀμορφίας, τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων λυτρώσηται…»
Ἀποδεχόμενη τὴν ἐνεργὸ συμμετοχή της στὸ φιλάνθρωπο σχέδιο τοῦ Θεοῦ, ἡ Μαρία λέγει ἡ ἴδια, ἐν πνεύματι προφητικῷ: «Ἰδοὺ γὰρ ἀπὸ τοῦ νῦν μακαριοῦσι με πᾶσαι αἱ γενεαί». Καὶ πράγματι, τὸν ἴδιο κι ὄλας χρόνο, ἐμακάρισε τὴν Θεοτόκο πρώτη ἡ Ἐλισάβετ, ἀναφωνώντας πλήρης πνεύματος ἁγίου: « Εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξὶ καὶ εὐλογημένος ὁ καρπὸς τῆς κοιλίας σου· καὶ μακαρία ἡ πιστεύσασα, ὅτι ἔσται τελείωσις τοῖς λελαλημένοις αὐτῇ παρὰ Κυρίου».
Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ δοῦμε χριστιανικὸ ναὸ χωρὶς τὴν εἰκόνα τῆς Δεσποίνης μας Θεοτόκου νὰ μᾶς ὑποδέχεται καὶ νὰ μᾶς εἰσάγει στὸ Μυστήριον τῆς σωτηρίας μας. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσευχηθοῦμε, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ σκεφθοῦμε τὴν Ἐκκλησία, χωρὶς νὰ ἀναφερθοῦμε σ’ Ἐκείνην ποὺ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ δική της τελεία συνέργεια στὸ θέλημά Του, τὴν κατέστησε Παναγία Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ Μητέρα τῆς Ἐκκλησίας.
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος χαρακτηρίζει τὴν Κυρία Θεοτόκο φιλοτιμία τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, πύλη τῆς ἡμετέρας ζωῆς, πρόξενο τῆς σωτηρίας μας. Ἔχουν γραφτεῖ λαμπρὲς σελίδες ποὺ ἐξηγοῦν τὴ θέση τῆς Θεοτόκου ὡς Μητέρας τοῦ Χριστοῦ καὶ Μητέρας τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουν γραφτεῖ ἀπείρως λαμπρότερα, θεόπνευστα κείμενα τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ποὺ ἐξηγοῦν τὸ ἔργο τῆς Μαρίας καὶ ὑμνοῦν τὸ σεπτὸ πρόσωπό της.
Ἀλλὰ γνωρίζουμε ἐπίσης ὅτι κάθε χριστιανὸς ἔχει μέσα στὴ καρδιά του τὴν εἰκόνα Της. Ἐκεῖ, μέσα στὸ κρυμμένο βάθος τῆς ψυχῆς του, ὁ ἁπλὸς κι ἀνώνυμος ἄνθρωπος ποὺ διαφεύγει ἀπὸ τὸ δίχτυ τῆς ἱστορίας ὄχι ὅμως ἀπὸ τὸ βλέμμα τοῦ Θεοῦ, ἔχει πάντοτε ἀναμένο ἕνα καντήλι στὴν Παναγία. Κι ὅσο πυκνώνει τὸ νέφος τῆς ἀγωνίας, ὅσο θεριεύουν τὰ βάσανά μας, σ’ Ἐκείνης τὴν ἀγκαλιὰ σπεύδουμε νὰ κρυφτοῦμε, ν’ ἀφήσουμε τὰ δάκρυά μας νὰ τρέχουν στὴν ποδιά Της. Σ’ Ἐκείνην, τὴν Μυστηριακὴ Μητέρα μας καταφεύγουμε, περιμένοντας νὰ νιώσουμε τὸ χέρι Της νὰ μᾶς σκουπίζει τὰ δάκρυα, νὰ μᾶς δίνει δύναμη, νὰ γαληνεύει τὴν τρικυμισμένη μας ψυχή.
Σ’ Ἐκείνην καταφεύγει καὶ τὸ Γένος τῶν Ἑλλήνων, ὅποτε νιώσει τὴν ἀπειλὴ τοῦ ἀφανισμοῦ του, καὶ ἀφήνεται στὴν χάρη Της, τὴν Ὑπέρμαχο. Τέτοια ὥρα, ἀγωνίας μεγάλης γιὰ τὸ Γένος καὶ τὸν Αὐτοκράτορα, ἀνηγέρθη καὶ ὁ ἱερὸς αὐτὸς ναός. (Κοσμοσώτηρας Φερῶν)
Σ’ Ἐκείνην καταφεύγω καὶ ἐγὼ σήμερα, παρακαλώντας Την νὰ πρεσβεύει ὑπὲρ τῆς ψυχῆς τοῦ κτήτορος, καὶ ὑπὲρ τοῦ Γένους μας. Καὶ τὴν παρακαλῶ νὰ μᾶς δίνει τὴ χάρη νὰ τὴν νιώθουμε πάντοτε, νὰ τὴν νιώθουμε ὅλοι Παναγία καὶ Δέσποινά μας, ἀληθῶς καὶ σταθερῶς Κοσμοσώτηρα, ρόδον τὸ ἀμάραντον.

https://agiazoni.gr/slug-1111/

09 Φεβρουαρίου, 2024

Η παλαιολόγεια ιερά Εικόνα της Παναγίας Χορταϊτίσσης

Εορτή της Παναγίας του Χορταΐτου (Κυριακή του Θωμά, στην Ι.Μονή Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χορτιάτη όπου φυλάσσεται η παλαιολόγεια ιερά Εικόνα της Παναγίας Χορταΐτου (Παναγίας Χορταϊτίσσης) του 14ου αιώνα.


Το μοναστήρι αυτό, μετόχι της Μονής Παντοκράτορος Κωνσταντινουπόλεως, ήταν η υδροδότις μονή της πόλεως Θεσσαλονίκης, που μέσα στο καλλιμάρμαρο καθολικό της δέσποζε η εικόνα της Πανάγνου Θεοτόκου, της Παναγίας της Χορταΐτισσας.
Έπειτα ήλθαν δίσεκτοι καιροί, μέχρι που οι υιοί της Άγαρ μετέτρεψαν το λαμπρό εκείνο παλλάδιο σ' έναν ερειπιώνα, από τον οποίο σώζονται μόνον ο Κοιμητηριακός Ναός της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος και η εφέστιος εικόνα της Παναγίας Χορταϊτίσσης, που θαυματουργικά επανήλθε σε τούτο τον τόπο μετά την καταστροφή και φυλάχθηκε με ευλάβεια στον Ενοριακό Ναό του Αγίου Γεωργίου.
Ο Βυζαντινός Ναός Μεταμορφώσεως Σωτήρος Χορτιάτη (12ος αιώνας) και υπολείμματα τοιχοδομιών, πιθανόν του περιβόλου της μονής του Χορταΐτου κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας και κτιριακά υπολείμματα, πιθανόν της ίδιας της μονής, διασκορπισμένα εντός της αυλής του δημοτικού σχολείου Χορτιάτη και στον περιβάλλοντα χώρο (Υδρόμυλος, υδρομάστιγγες κ.ά.), καθώς η μονή του Χορταΐτου καταστράφηκε ολοσχερώς το 1424.

Η σημερινή μονή ιδρύθηκε το 1961 και εγκαινιάσθηκε ο ναός της το 1962 από τον μακαριστό Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Παντελεήμων τον Α΄ και στην οποία τα πρώτα χρόνια λειτούργησαν οι μαθητικές κατασκηνώσεις της Ιεράς Μητρόπολης Θεσσαλονίκης.
Η τοποθεσία της Μονής «κρύβει» ένα σημαντικό και μεγάλο παρελθόν καθώς στην περιοχή αυτή φαίνεται να λειτούργησε κατά τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας ένα μεγάλο μοναστικό κέντρο, το οποίο πιθανότατα ήταν μετόχι της Ι. Μ. Χριστού Παντοκράτορος της Κωνσταντινουπόλεως. Στον ιστορικό Κισσό των Βυζαντινών, δηλαδή στο σημερινό Χορτιάτη, αυτό το μοναστικό κέντρο σταμάτησε την λειτουργία του στα τέλη του 14ο αιώνα και εκεί έζησαν και αγίασαν αρκετοί ανώνυμοι Άγιοι. Ένα σημαντικό γεγονός για την ιστορία της Μονής αυτής, κατέχει η απόφαση της Ιεράς Συνόδου το 1979, με βάση την οποία το μοναστήρι περιέρχεται στην δικαιοδοσία της νεοσύστατης τότε Μητρόπολης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως.
Η εικόνα της Παναγίας της Χορταΐτισσας αποτελεί ιερώτατο κειμήλιο, το οποίο θησαυρίζεται στο μοναστήρι από τον περασμένο Οκτώβριο, όταν τη μετέφερε και την εγκατέστησε με την απαιτούμενη επισημότητα και μεγαλοπρέπεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος από τον ενοριακό Ιερό Ναό Αγίου Γεωργίου Χορτιάτη, όπου φυλασσόταν επί αιώνες.
https://proskynitis.blogspot.com/2018/04/blog-post_15.html?fbclid=IwAR1uZqGQf3-V57yY0xSdRgRwdcvfD7mv89fR-QcEGZUWkq8HGaqeUtI2rxE

02 Ιανουαρίου, 2024

Η ΕΜΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΣΤΟΝ ΟΣΙΟ ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΣΑΡΩΦ

Κατά τα 1831, δυό μέρες πριν από του Ευαγγελισμού, ο Άγιος είχε πληροφορία άνωθεν πως θα του φανερωνότανε η Παναγία τη νύχτα της γιορτής της. Εκείνη τη νύχτα πιάσανε την προσευχή ο Άγιος μαζί με μια ευσεβέστατη μοναχή Ευπραξία.
Άξαφνα, εκεί που προσευχότανε, άκουσε η Ευπραξία μια βουή και ψαλμωδίες που ερχόντανε από ψηλά. Ύστερα είδε ένα θαμπωτικό φως κ᾿ ένοιωσε στον αγέρα μία γλυκειά ευωδία. Ανατρίχιασε σαν είδε τον Άγιο ν᾿ απλώνη τα χέρια του και να φωνάζη «Θεομήτωρ Πανάχραντε!». Η μοναχή είδε δυό Αγγέλους που προπορευόντανε από την Παναγία, κι᾿ από πίσω της ακολουθούσανε ο άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος, ο απόστολος Ιωάννης και δώδεκα παρθενομάρτυρες. Το κελλί άστραφτε από ένα φως ουράνιο, κι᾿ οι τοίχοι είχανε χαθή. Το φως έγινε τόσο δυνατό που ξεπερνούσε τη λάμψη του ήλιου. Η Ευπραξία τυφλώθηκε από τη φωτοχυσία, κ᾿ έπεσε χάμω σαν κεραυνόπληκτη. Της φάνηκε σαν νάκουγε από μακριά την Παναγία να μιλά με τον Άγιο, χωρίς να καταλαβαίνη τι λέγανε. Μοναχά ξεχώρισε τα τελευταία λόγια που είπε η Παναγία στον άγιο Σεραφείμ: «Σύντομα, τέκνον μου, θα είσαι μαζί μας». Ύστερα η Θεοτόκος σήκωσε απάνω την Ευπραξία και της έδειξε τις άγιες μάρτυρες που ήτανε μαζί της και που μαρτυρήσανε για την αγάπη του Υιού της, λέγοντάς της: «Μαρτύριο δεν είναι μοναχά η θυσία του σώματος, αλλά κι᾿ ο πόνος που υποφέρει η ψυχή για την αγάπη του Κυρίου». Τέσσαρες ώρες βάσταξε αυτή η όραση. Ο Άγιος είπε στην Ευπραξία πως ήτανε η δωδέκατη φορά που είδε την Παναγία.
Εκείνον τον καιρό ο άγιος Σεραφείμ ήτανε εβδομήντα τριών χρονών. Συχνά έλεγε μοναχός του: «Το σώμα μου είναι πιά νεκρό, μα η ψυχή μου είναι σαν να γεννήθηκα τώρα». Προαισθανότανε το τέλος της ζωής του σε τούτον τον κόσμο. Προσκάλεσε τον πνευματικό του μοναστηριού του Ντιβεέβο πάτερ Βασίλειο, και του παράδωσε τα επιμάνικά του και την κυβέρνηση του μοναστηριού.
Φώτης Κόντογλου, απόσπασμα από το Ασάλευτο Θεμέλιο, Ακρίτας 1996.

https://www.ekklisiaonline.gr/ekklisiaonline/i-emfanisi-tis-panagias-ston-osio-serafim-sarof-2/

27 Οκτωβρίου, 2023

Τρεις συγκλονιστικές εμφανίσεις της Παναγίας στο Μέτωπο το 1940

 


«Στο μέτωπο, σ’ όλη τη γραμμή από τη γαλανή θάλασσα του Ιονίου μέχρι ψηλά τις παγωμένες Πρέσπες, ο Ελληνικός στρατός άρχιζε να βλέπει παντού το ίδιο όραμα». Το κοινό στα όραμα όλων ήταν η Παναγία. Τρεις ξεχωριστές συγκλονιστικές αφηγήσεις.

Στο μέτωπο ο ελληνικός στρατός έβλεπε το εξής όραμα με την Παναγία: «Έβλεπε τις νύχτες μια γυναικεία μορφή να προβαδίζει ψηλόλιγνη, αλαφροπερπάτητη, με την καλύπτρα της αναριγμένη από το κεφάλι στους ώμους. Την αναγνώριζε, την ήξερε από παλιά, του την είχαν τραγουδήσει όταν ήταν μωρό κι ονειρευόταν στην κούνια. Ήταν η μάνα η μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, η λαβωμένη της Τήνου, η υπερμάχος Στρατηγός».

Γράμμα από τη Μόροβα

Ὁ Τάσος Ῥηγόπουλος, στρατευμένος στήν Ἀλβανία το 1940, ἔστειλε ἀπό το μέτωπο παρακάτω γράμμα στόν αδελφό του.

«Ἀδελφέ μου Νίκο.

Σοῦ γράφω ἀπὸ μιά ἀετοφωλιά, τετρακόσια μέτρα ψηλότερη από την κορυφή της Πάρνηθας. Ἡ φύσῃ τριγύρω εἶναι πάλλευκη. Σκοπός μου ὅμως δέν εἶναι νά σοῦ περιγράψω τα θέλγητρα μιᾶς χιονισμένης Μόροβας με όλο το άγιο μεγαλεῖο της. Σκοπός μου εἶναι νά σοῦ μεταδώσω αὐτό πού ἔζησα, που το ειδα με τα μάτια μου καί πού φοβᾶμαι μήπως, ἀκούγοντας το από άλλους δεν το πιστέψεις.

Λίγες στιγμές πριν ορμήσουμε για το οχυρά της Μόροβας σε απόσταση καμιά δεκαριά μέτρων, μια ψηλή μαυροφόρα έστεκε ἀκινήτη.

– Τις εἶ; Μίλα…

Ὁ σκοπὸς θυμωμένος ξαναφώναξε:

– Τις εἶ;

Τότε, σὰν νά μᾶς πέρασε ὅλους ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα, ψιθυρίσαμε: Η ΠΑΝΑΓΙΑ!

Ἐκείνη ὄρμησε ἐμπρὸς σὰν νά εἶχε φτερὰ ἀετοῦ. Ἐ­μεῖς ἀπὸ πίσω της. Συνεχῶς τὴν αἰσθανόμασταν νά μᾶς μεταγγίζει ἀντρειοσύνη. Ὁλοκλήρη ἑβδομάδα παλαίψαμε σκληρά, γιά νά καταλάβουμε τὰ ὀχυρὰ Ἰβάν-Μόροβας.

Ὑπογραμμίζω πώς ἡ ἐπίθεση μας πέτυχε τοὺς Ἰτα­λοὺς στήν ἀλλαγή τῶν μονάδων τους. Τὰ παλιὰ τμημα­τα εἶχαν τραβηχθεῖ πίσῳ καὶ τὰ καινουργία… κοιμόνταν! Τό τί ἔπαθαν δέν περιγράφεται. Ἐκείνη ὀρμοῦσε πάντα μπροστά. Κι ὅταν πιὰ νικητὲς ῥοβολούσαμε πρὸς τὴν ἀνυπεράσπιστη Κορυτσά, τότε ἠ Υπέρμαχος ἔγινε ἀτμός, νέφος ἁπαλὸ καὶ χάθηκε».

Θαῦμα στό Μπούμπεση

Ἕνα ζωντανό θαῦμα τῆς Παναγίας ἔζησαν στόν Ἑλληνοϊταλικό πόλεμο οἱ στρατιῶτες τοῦ 51ου ανεξαρτήτου τάγματος, με διοικητή τον ταγματάρχῃ Πετράκη, στήν κορυφογραμή τοῦ Ῥοντένη, δεξιὰ τῆς θρυλικῆς Κλει­σούρας.

Κάθε βραδύ, ἀπό τίς 22-1-41 και ἔπειτα, στίς 9.20 ἀκριβῶς, το Βαρύ Ἰταλιό πυροβολικό ἄρχιζε βολή ἐ­ναντίον τοῦ τάγματος Πετράκη καὶ τοῦ δρόμου, ἂπ’ ὄ­που περνοῦσαν τὰ μεταγωγικά. Πέρασαν ἡμέρες καὶ τὸ κακὸ συνεχιζόταν, δημιουργώντας ἐκνευρισμὸ καὶ ἀ­πώλειες. Τολμηροὶ ἀνιχνευτὲς τῶν ἐμπροσθοφυλακῶν καὶ ἀεροπόροι ἐξαπολύθηκαν μέχρι βαθιὰ στίς Ἰταλικὲς γραμμές, ἀλλὰ ἐπέστρεψαν ἄπρακτοι. Δέν μποροῦσαν νά ἐντοπίσουν τὰ Ἰταλικὰ πυροβόλα, ἴσως γιατὶ οἱ Ἰτα­λοὶ κάθε βραδὺ τὰ μετακινοῦσαν.

Ἦταν ὅμως ἀπολύτη ἀνάγκη νά ἐντοπισθοῦν οἱ ἐχ­θρικὲς θέσεις. Ἕνα βράδυ τοῦ Φεβρουαρίου ἀκούστη­καν πάλι οἱ ὁμοβροντίες τῶν Ἰταλικῶν κανονιῶν.

— Παναγία μου, φώναξε τότε ὁ ταγματάρχης ἐντε­λῶς αὐθόρμητα, βοήθησέ μας! Σῶσε μας ἂπ’ αὐτοὺς τοὺς δαίμονες.

Ἀμέσως στό βάθος πρόβαλε ἕνα φωτεινὸ σύννεφο.

Σιγά-σιγά σχηματισε κάτι σὰν φωτοστέφανο. Καὶ κάτω ἂπ’ αὐτὸ μερικὰ ἀσημένια συννεφάκια σχημάτισαν τή μορφὴ τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία ἄρχισε νά γέρνει πρὸς τή γή καὶ στάθηκε σ’ ἕνα φάραγγι, ἀνάμεσα σὲ δύο ὑ­ψώματα τοῦ Μπούμπεση. Τὸ ὅραμα τὸ εἶδαν ὅλοι στό τάγμα καὶ ῥίγησαν.

— Θαῦμα! βροντοφώναξε ὁ ταγματάρχης.

— Θαῦμα! Θαῦμα! ἐπανέλαβαν οἱ στρατιῶτες καὶ σταυροκοπήθηκαν.

Ἀμέσως ἔφυγε ἕνας σύνδεσμος μὲ σημείωμα τοῦ Πετράκη γιά τὴν πυροβολαρχία τοῦ Τζήμα. Σὲ δέκα λε­πτὰ βρόντησαν τὰ ἑλληνικὰ κανόνια καὶ σὲ εἴκοσι ἐσίγησαν τὰ ἰταλικά. Οἱ ὀβίδες μας εἶχαν πετύχει ἀπόλυτα τὸν στόχο.

Ὁ βλάσφημος ἀνθυπασπιστής

Ὁ Χρῆστος Βέργος, ἐπιστρατευμένος στόν πόλεμο τῆς Κορέας, διηγεῖται:

«Ἤμουν ἀνθυπασπιστὴς στό τάγμα τῆς Κορέας. Δέν πίστευα πουθενά, παρὰ μόνο στή δύναμη τῶν βαρέων ὅπλων πού κατεύθυνα. Ἐπὶ πλέον ἤμουν ἀδιόρθωτα βλάσφημος. Ὅλες οἱ βλασφημίες μου συγκεντρωνον­ταν στήν Παναγία. Ὅσοι μὲ ἄκουγαν ἀνατρίχιαζαν. Οἱ φαντάροι μου ἔκαναν τὸν σταυρὸ τους, γιά νά μὴν τοὺς βρεῖ κακό. Οἱ ἀνώτεροί μου διαρκῶς μὲ παρατηροῦ­σαν καὶ μὲ τιμωροῦσαν. Ὥσπου μιά νύχτα ἔζησα ἕνα ὁλοφάνερο θαῦμα.

Ξημέρωνε ἡ 7η Ἀπριλίου 1951. Μὲ τήν διμοιρίᾳ μου εἶχα καταλάβει μιά πλαγιά σὲ ὕψωμα κοντὰ στόν 38ο παράλληλο. Μέχρι τὰ ξημερώματα ἔμεινα ἄγρυπνος στό ὄρυγμά μου μαζὶ μὲ τὸν στρατιώτῃ Σταῦρο Ἀδαμάκο. Ὅταν ῥόδιζε ἡ αὐγή, ὁπότε δέν ὑπῆρχε φόβος αἰφνιδιασμοῦ, ἀποκοιμήθηκα. Εἶδα τότε ἕνα ὄνειρο πού μὲ συνετάραξε:

Μία γυναῖκα στά μαῦρα ντυμένη, μὲ ἁγνὴ ὀμορφιὰ καὶ γλυκύτατη φωνή, μὲ πλησιάζει καὶ μὲ ῥωτᾶ ἀκουμ­πώντας τὸ χέρι στον ὦμο μου:

– Θέλεις νά βρίσκομαι κοντὰ σου Χρῆστο; Ἔνοιωσα τότε μιΆ βαθειά ἀγαλλίαση.

– Καὶ ποία εἶσαι σύ; τήν ῥώτησα.

Τότε ἐκείνη ἄλλαξε ἔκφραση καὶ μὲ παρατήρησε αὐστηρά:

– Γιατί, Χρῆστο, διαρκῶς μὲ βρίζεις;

– Πρώτη φορὰ σὲ βλέπω! διαμαρτυρήθηκα. Πῶς εἶναι δυνατὸ νά βρίζω μιά ἄγνωστή μου;

– Ναί, Χρῆστο, ἐπέμεινε ἐκείνη πιὸ αὐστηρά. Μὲ βρίζεις. Ἐγὼ ὅμως εἶμαι πάντα κοντὰ σὲ σένα καὶ σ’ ὄ­λους τοὺς στρατιῶτες τοῦ τάγματος. Γιατὶ δέν πηγαίνετε στό Πουσάν, ν’ ἀνάψετε κεριὰ στ’ ἀδέλφια σας ποῦ ἔ­χουν ταφεῖ ἐκεῖ;

Μ’ αὐτὴ τή φράσῃ ξύπνησα τρομαγμένος. Ὁ Σταῦ­ρος δίπλα μου μὲ κοίταζε σαστισμένος.

– Κύριε ἀνθυπασπιστά, κάτι ἔχεις, μοῦ εἶπε. Βογγοῦσες καὶ παραμιλοῦσες στόν ὕπνο σου.

Τοῦ διηγήθηκα τὸ ὄνειρό μου καὶ καταλήξαμε πώς ἦταν ἀποτέλεσμα κοπώσεως καὶ συζητήσεων γύρω ἀπὸ τοὺς νεκροὺς τοῦ Πουσάν.

Ἐνῶ ὅμως λέγαμε αὐτά. ξαναβλέπω τή γυναῖκα τοῦ ὀνείρου μου μπροστά μου.

— Ἀδαμάκο! βάζω μιά φωνή. Ἡ γυναῖκα… Αὐτή… Νά… τή βλέπεις;

Ἐκεῖνος προσπαθοῦσε νά μὲ καθησυχάσει, ἀλλά πού ἐγώ! Ἡ μαυροφορεμένη γυναῖκα μὲ τὴν ἁγνὴ ὀ­μορφιὰ καὶ τή γλυκύτατη φωνή στάθηκε κοντά μου καί μοῦ εἶπε:

– Μὴ φοβᾶσαι… Μὴ φοβᾶσαι, παιδί μου. Εἶμαι ἡ Παναγία. Σᾶς προστατεύω ὅλους παντοῦ καὶ πάντοτε. Ἀλλά θέλω ἀπὸ σένα νά μὴ μὲ βρίσεις οὔτε στίς δυ­σκολότερες στιγμὲς τῆς ζωῆς σου.

Πέφτω ἀμέσως ταραγμένος νά φιλήσω τὰ πόδια της. Ἐκείνη ὅμως εἶχε γίνει ἀφάντη. Ἔκλαψα τότε ἂπ’ τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς μου ἕνα κλάμα ἀνακουφίσεως καὶ χαρᾶς, ἐγώ πού δέν εἶχα κλάψει ποτὲ στή ζωή μου».

Ὁ Ν. Ντραμουντανὸς διηγεῖται μιά θαυμαστὴ ἐμπει­ρία του ἀπὸ τὸν πόλεμο τοῦ ’40:

«Ὁ λόχος μας πῆρε διαταγὴ νά καταλάβει ἕνα προ­χωρημένο ὕψωμα γιά προγεφύρωμα. Στήσαμε ταμ­πούρι μέσα στά βράχια. Μόλις τακτοποιηθήκαμε, ἄρχι­σε νά πέφτει πυκνὸ χιόνι. Ἔπεφτε ἀδιάκοπα δύο μεροόνυχτα κι ἔφτασε σὲ πολλὰ μέρη τὰ δύο μέτρα. Ἀπο­κλειστήκαμε ἀπὸ τὴν ἐπιμελητεία. Καθένας εἶχε τροφὲς στό σακκίδιό του γιά μία ἡμέρα. Ἀπὸ τὴν πεῖνα καὶ τὸ κρύο δέν λάβαμε πρόνοια «διὰ τὴν αὔριον» καί τίς κα­ταβροχθίσαμε.

Ἀπὸ κεῖ καὶ πέρα ἄρχισε τὸ μαρτύριο. Τή δίψα μας τή σβήναμε μὲ τὸ χιόνι, ἀλλὰ ἡ πεῖνα μᾶς θέριζε. Πε­ράσαμε ἔτσι πέντε μερόνυχτα. Σκελετωθήκαμε. Τὸ ἠθι­κὸ μας τὸ διατηρούσαμε ἀκμαῖο, ἀλλὰ ἡ φύσῃ ἔχει καὶ τὰ ὅριά της. Μερικοὶ ὑπέκυψαν. Τὸ ἴδιο τέλος περιμέ­ναμε ὅλοι«ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος».

Τότε μία ἔμπνευση τοῦ λοχαγοῦ μας ἔκανε τὸ θαῦμα! Ἔβγαλε ἂπ’ τὸν κόρφο του μία χάρτινη εἰκόνα τῆς Παναγίας, τὴν ἔστησε στό ψήλωμα καὶ μᾶς κάλεσε γύ­ρω του:

— Παλληκάρια μου! εἶπε. Στήν κρίσιμη αὐτὴ περίσταση ἕνα θαῦμα μόνο μπορεῖ νά μᾶς σώσει. Γονατίστε, παρακαλέστε τὴν Παναγία, τή μητέρα τοῦ Θεαν­θρώπου, νά μᾶς βοηθήσει!

Πέσαμε στά γόνατα, ὑψώσαμε τὰ χέρια, παρακαλε­σαμε θερμά. Δέν προλάβαμε νά σηκωθοῦμε κι ἀκουύσαμε κουδούνια. Παραξενευτήκαμε καὶ πιάσαμε τὰ ὄ­πλα. Πήραμε θέση «ἐπὶ σκοπόν».

Δέν πέρασε ἕνα λεπτὸ καὶ βλέπουμε ἕνα πελώριο μουλάρι νά πλησιάζει κατάφορτο. Ἀνασκιρτήσαμε! Ζῶο χωρὶς ὁδηγὸ νά περνᾶ τὸ βουνό, μ’ ἕνα μέτρο χιόνι — τὸ λιγώτερο — ἦταν ἐντελῶς ἀφύσικο. Καταλα­βαμε: Τὸ ὁδηγοῦσε ἡ Κυρία Θεοτόκος. Τὴν εὐχαρι­στήσαμε ὅλοι μαζὶ ψάλλοντας σιγανά, μὰ ὁλόκαρδα, τὸ «Τῇ ὑπερμάχῳ» καὶ ἄλλους ὕμνους της. Τὸ ζῶο εἶχε πάνω του μία ὁλοκλήρη ἐπιμελητεία ἀπὸ τρόφιμα: κου­ραμάνες, τυριά, κονσέρβες, κονιὰκ καὶ ἄλλα.

Πολλὲς κι ἀπίστευτες κακουχίες πέρασα στόν πολε­μο. Ἀλλ’ αὐτή μοῦ μένει ἀξέχαστη, γιατὶ δέν εἶχε διε­ξοδο. Τὴν ἔδωσε ὅμως ἡ Παναγία».

Πηγή: «ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ»-ΕΚΔΟΣΗ 33η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΠΑΡΑΚΛΗΤΟΥ- ΩΡΩΠΟΣ ΑΤΤΙΚΗΣ 2011,

https://www.olympia.gr/1567384/istoria/treis-sygklonistikes-emfaniseis-tis-panagias-sto-metopo-to-1940/

08 Σεπτεμβρίου, 2023

Τὸ Γενέσιον τῆς Θεοτόκου καὶ οἱ Στεῖρες Καρδιές

 Γέρων Ἐφραίμ Βατοπαιδινός

Καθηγούμενος Ἱ. Μεγίστης Μονῆς Βατοπαιδίου

Αἰτία πνευματικῆς χαρᾶς καὶ ἀγαλλιάσεως -ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες- ἡ σημερινὴ ἡμέρα, γιατί σήμερα ἑορτάζομε τὴν γέννηση τῆς ἀειπαρθένου καὶ Θεοτόκου Μαρίας, τοῦ εὐωδεστάτου ἄνθους ποὺ βλάστησε «ἐκ τῆς ρίζης Ἰεσσαί». Ἑορτάζομε «παγκοσμίου εὐφροσύνης γενέθλιον», ποὺ καθίσταται «ἡ εἴσοδος ὅλων τῶν ἑορτῶν καὶ τὸ προοίμιο τοῦ μυστηρίου τοῦ Χριστοῦ», κατὰ τὸν ἅγιο Ἀνδρέα Κρήτης. Γέννηση, ποὺ ἔγινε πρόξενος τῆς ἀναγεννήσεως, ἀναπλάσεως, ὡραιοποιήσεως καὶ ἀνακαινίσεως τῶν πάντων. Σήμερα γεννιέται Αὐτὴ ποὺ θὰ γεννήσει χρονικῶς, κατὰ ἀνερμήνευτο καὶ παράδοξο τρόπο, τὸν ἄχρονο καὶ προαιώνιο Θεὸ Λόγο, τὸν Δημιουργὸ καὶ Σωτήρα τοῦ κόσμου.

Ὅλες οἱ προεικονίσεις, προτυπώσεις καὶ προφητεῖες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης σὲ Αὐτὴν ἀναφέρονται. Ἀποτελεῖ τὴν ἀποκορύφωση, τὴν ὁλοκλήρωση τῆς παλαιοδιαθηκικῆς παιδαγωγικῆς προετοιμασίας τῆς ἀνθρωπότητος γιὰ τὴν ὑποδοχὴ τοῦ σαρκωθέντος Σωτῆρος Θεοῦ. Τὴν Παναγία μας προεικόνιζαν ἡ ἄφλεκτος βάτος στὸ ὅραμα τοῦ Μωυσῆ, οἱ θεόγραφες πλάκες καὶ ἡ κιβωτὸς τοῦ Νόμου, τὸ οὐράνιο μάννα καὶ ἡ χρυσῆ στάμνα, ἡ λυχνία καὶ ἡ τράπεζα, ἡ ράβδος τοῦ Ἀαρὼν ἡ βλαστήσασα, ἡ κλῖμαξ τοῦ Ἰακώβ, ὁ πόκος τοῦ Γεδεών, τὸ ἀλατόμητον ὄρος τοῦ Δανιήλ, ἡ κάμινος ποὺ μὲ τὸ πῦρ δρόσιζε τοὺς Τρεῖς Παῖδες, ἀλλὰ καὶ αὐτὰ τὰ Ἅγια τῶν Ἁγίων τῆς σκηνῆς τοῦ μαρτυρίου. Ἡ Θεοτόκος εἶναι τὸ μεταίχμιο μεταξὺ Παλαιᾶς καὶ Καινῆς Διαθήκης. Γιὰ τὴν Παλαιὰ ἀποτελοῦσε τὸ κήρυγμα τῶν προφητῶν, τὴν προσδοκία τῶν δικαίων· ἐνῶ γιὰ τὴν Καινὴ Διαθήκη γίνεται ὁ γλυκασμὸς τῶν ἀγγέλων, ἡ δόξα τῶν ἀποστόλων, τὸ θάρρος τῶν μαρτύρων, τὸ ἐντρύφημα τῶν ὁσίων, τὸ καύχημα τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γι᾽ αὐτὸ καὶ μακαρίζεται ἀπὸ «πᾶσα γενεά».

Ὅλη ἡ δημιουργία περίμενε τὴν γέννησή Της. Ἡ Παναγία μας εἶναι «ὁ καρπὸς τῶν κτισμάτων», κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδὴ τὸ σημεῖο ἐκεῖνο στὸ ὁποῖο κατατείνει ὁλόκληρη ἡ κτίση. Ὅπως τὸ δένδρο ὑπάρχει γιὰ τὸν καρπό, ἔτσι ἡ κτίση ὑπάρχει γιὰ τὴν Παρθένο καὶ ἡ Παρθένος γιὰ τὸν Χριστό. Ὅπως τονίζουν οἱ Πατέρες ὄχι μόνον οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ καὶ ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ, ὅλη ἡ ὁρατὴ καὶ ἀόρατη κτίση δημιουργήθηκαν γιὰ τὴν ἄχραντο Παρθένο. Ὅταν ὁ Θεὸς στὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων ἀτενίζοντας πρὸς τὰ δημιουργήματά Του, εἶπε ὅτι εἶναι «καλὰ λίαν», οὐσιαστικὰ ἔβλεπε μπροστά Του τὸν καρπὸ ὅλης τῆς δημιουργίας, τὴν ὑπεραγία Θεοτόκο, καὶ ὁ ἔπαινός Του ἦταν στὴν πραγματικότητα «εὐφημία τῆς Παρθένου».

Κατὰ τὴν σημερινὴ ἡμέρα εὐεργετεῖται ὅλη ἡ κτίση ἀπὸ τὴν γέννηση τῆς πανάμωμης Δέσποινάς μας. «Τὸ καινότατον αὐτὸ δημιούργημα» δὲν ἦταν ἡ καλύτερη γυναίκα στὴν γῆ, οὔτε ἁπλὰ ἡ καλύτερη γυναίκα ὅλων τῶν ἐποχῶν, ἀλλὰ ἦταν Αὐτὴ ἡ μοναδικὴ ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ κατεβάσει τὸν οὐρανὸ στὴν γῆ, νὰ κάνει τὸν Θεὸ ἄνθρωπο. Ὁ δημιουργὸς Θεὸς Λόγος ἔπλασε τέτοια τὴν ἀνθρώπινη φύση, ὥστε ὅταν θὰ χρειαζόταν νὰ γεννηθεῖ, νὰ λάβει ἀπὸ αὐτὴν τὴν Μητέρα Του. Ὁ ἀόρατος καὶ ἀθέατος Θεὸς πρὸ Αὐτῆς, τώρα δι᾽Αὐτῆς, ἔρχεται ἐπὶ γῆς καὶ γίνεται ὁρατός· ἑνώνεται καὶ κοινωνεῖ μὲ τὴν κτίση μὲ ἕναν οὐσιαστικότερο καὶ πιὸ ἐνοειδῆ τρόπο. Ἑνώνει διὰ τῆς ἀνθρωπίνης φύσεώς Του ὅλη τὴν κτίση στὴν ὑπόστασή Του καὶ τὴν θεώνει. Ὁ ἀνείδεος, ἀπερίγραπτος καὶ ἀνέστιος Θεὸς λαμβάνει «δούλου μορφὴν» (Φιλιπ. β´7), ἀνθρώπινη σάρκα καὶ λογικὴ ψυχή, συναναστρέφεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους καὶ περπατᾶ πάνω στὴν γῆ. Ὁ «ἀχώρητος παντὶ» θὰ χωρέσει στὴν παρθενικὴ μήτρα τῆς Θεοτόκου, ὥστε ἡ Παναγία Μητέρα Του νὰ καταστεῖ ἡ «χώρα τοῦ Ἀχωρήτου».

Σήμερα λύνεται ἡ στειρότητα τῆς Ἄννας καὶ γεννᾶ «τὸ κειμήλιον τῆς Οἰκουμένης», κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Παρόμοιο θαῦμα ἔκανε ὁ Θεὸς πολλὲς φορὲς στὴν Παλαιὰ Διαθήκη στὴν Σάρρα τὴν σύζυγο τοῦ πατριάρχου Ἀβραάμ, στὴν Ρεβέκκα τὴν σύζυγο τοῦ Ἰσαάκ, στὴν Ἄννα τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Σαμουήλ, στὴν Ἐλισάβετ τὴν μητέρα τοῦ προφήτου Προδρόμου. Ὅμως διαφέρει κατὰ πολὺ τὸ σημερινὸ θαῦμα. Μπορεῖ τὰ τέκνα τῶν παραπάνω μητέρων, τῶν ὁποίων ἡ μακροχρόνια στειρότητα λύθηκε θαυματουργικά, νὰ ἦταν ἐνάρετα καὶ ἅγια, ἀλλὰ μόνον ἡ Μαρία –τὸ τέκνο τῆς Ἄννας καὶ τοῦ Ἰωακεὶμ– ἦταν «ἡ κεχαριτωμένη» καὶ κατέστη –τὸ ἀκατάληπτο γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ τοὺς ἀγγέλους– ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ.

Ἡ Παναγία μας δὲν γεννήθηκε ἀπὸ ἄσπιλη σύλληψη, ὅπως λανθασμένα πιστεύουν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί, ἀλλὰ μετὰ ἀπὸ τὴν φυσικὴ συνάφεια τοῦ Ἰωακεὶμ καὶ τῆς Ἄννας. Λύθηκε δὲ ἡ φυσικὴ στειρότητα τῆς Ἄννας χάρις στὴν ἄμεση παρέμβαση τοῦ Θεοῦ ὡς ἀπάντηση στὶς προσευχὲς τῶν δικαίων Θεοπατόρων. Οἱ γέροντες Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα συνῆλθαν χωρὶς καμμία σαρκικὴ ἕλξη, ἡδονή, μόνο ἀπὸ ὑπακοὴ στὸν Θεό. Ἐπεσφράγισαν καὶ μὲ αὐτὴν τὴν πράξη τους τὴν σωφροσύνη τους. Κατὰ αὐτὸν τὸν τρόπο ἡ Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως ἐν τῇ νηδύι τῆς Ἄννας ἐξ Ἰωακείμ». Τὸ ὅτι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ὅτι ὁ τρόπος τῆς συλλήψεως ἦταν ἁγνός. Γιὰ νὰ ἦταν ὅμως ἡ Παρθένος ἀπαλλαγμένη ἀπὸ τὸ προπατορικὸ ἁμάρτημα, δηλ. νὰ εἶχε ἄσπιλη σύλληψη, ἔπρεπε νὰ εἶχε γεννηθεῖ παρθενικῶς ὅπως καὶ ὁ Χριστός.

Οἱ δίκαιοι Θεοπάτορες γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ὅμως τέτοιο τέκνο ἔδειξαν πίστη ἀδίστακτη, ὑπομονὴ ἀλύγιστη, ἔτρεφαν τὴν ἐλπίδα ποὺ δὲν καταισχύνει, εἶχαν μεγάλη καρτερία στὶς προσευχές τους, ὅτι ὁ Θεὸς θὰ ἐκπληρώσει τὸ αἴτημά τους. Καὶ δὲν ὑπέμειναν τὴν ἀτεκνία τους γιὰ λίγο μόνο διάστημα. Ἡ παράδοση λέγει ὅτι μετὰ ἀπὸ πενήντα χρόνια στειρότητας ἀποκτᾶ ἡ Ἄννα τὴν Θεοτόκο.

Αὐτὴ ἡ στάση τῶν Θεοπατόρων πρέπει νὰ παραδειγματίζει, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, ὅλους μας. Ὄχι μόνον ὅσους λαϊκοὺς ἀδελφούς μας δὲν μποροῦν νὰ ἀποκτήσουν παιδιά, οἱ ὁποῖοι δὲν πρέπει νὰ χάνουν τὴν ἐλπίδα τους στὸν Θεό, γιὰ τὸν ὁποῖο «τὰ ἀδύνατα τοῖς ἀνθρώποις, δυνατὰ παρὰ Αὐτῷ ἐστιν» (βλ. Λουκ. ιη´27), ἀλλὰ καὶ ἐμᾶς τοὺς μοναχοὺς καὶ ὅλους τοὺς πιστοὺς ποὺ ἀγωνίζονται τὸν «καλὸν ἀγώνα».

Πολλὲς φορὲς ἀποδυσπετοῦμε, δυσφοροῦμε στὸν ἀγώνα μας καὶ λέμε ὅτι δὲν βρήκαμε ἀντίκρυσμα, δὲν ἔχουμε αἴσθηση τῆς Χάριτος, ἀδημονοῦμε. Καὶ ἔτσι λυπημένοι ποὺ εἴμαστε, μαραίνεται ὁ ζῆλος μας, χαλαρώνουμε τὴν ἀγωνιστικότητά μας, τὴν ἄσκησή μας. Ὅμως δὲν πρέπει νὰ κάνομε ἔτσι ἀδελφοί μου. Μήπως οἱ Θεοπάτορες, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς δὲν ἀπάντησε ἀμέσως στὶς προσευχές τους, σταμάτησαν νὰ Τὸν ἐπικαλοῦνται, νὰ πιστεύουν ὅτι θὰ λάβουν, σταμάτησαν νὰ κρούουν, νὰ ζητοῦν, νὰ ἐλπίζουν; Καὶ τί ἀδαμάντινη ὑπομονὴ καὶ καρτερία ἔδειξαν γιὰ τόσα χρόνια!

Γιὰ νὰ βιωθοῦν τὰ πνευματικὰ «χρεία μεγάλης ὑπομονῆς». Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος ἔζησε τὴν συστολή, τὴν στέρηση τῆς θείας Χάριτος, τὶς θλίψεις τοῦ νοητοῦ πολέμου γιὰ τριάντα χρόινια. Ἔλαβε μόνιμα τὴν θεία Χάρη μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ μακρὸ χρονικὸ διάστημα αἱματηροῦ ἀγώνα καὶ ὑπομονῆς. Αὐτὸ τὸ ἀναφέρουμε ἰδιαίτερα γιὰ ἐμᾶς τοὺς μοναχούς, ποὺ κληθήκαμε γιὰ νὰ λάβουμε τὸ πλήρωμα τῆς Χάριτος. Χρειάζεται ὑπομονὴ στὶς θλίψεις, πίστη στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Θεοῦ, τέλεια ὑπακοὴ στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ καὶ ἐλπίδα, ὥστε νὰ μὴν «ἐκκακοῦμε ἐν ταῖς προσευχαῖς» (βλ. Λουκ. ιη´1). Ὁ Θεός γνωρίζει πότε μᾶς συμφέρει νὰ μᾶς δώσει τὴν ἀνέκφραστη, τὴν ἀκατάληπτη καὶ ἀνεκτίμητη θεοποιὸ δωρεά Του, τὴν θεία Χάρη ὡς ἐνδημοῦσα κατάσταση. «Τὰ πνευματικὰ ἀφ᾽ ἑαυτῶν ἔρχονται», τονίζει ὁ ἀββὰς Ἠσαΐας, δὲν τὰ ρυθμίζομε ὅπως καὶ ὅποτε θέλομε ἐμεῖς.

Μάλιστα, πολλὲς φορές, πρὶν ὁ Θεὸς μᾶς δώσει κάποια εὐλογία, ἕνα χάρισμα, μᾶς δοκιμάζει μὲ ἕναν πειρασμό, τοῦ ὁποίου ἡ ἔκβαση καθορίζει καὶ τὸ ἂν ἀποδειχθοῦμε ἄξιοι νὰ δεχθοῦμε τὸ θεῖο αὐτὸ δῶρο. Αὐτὸ παρατηροῦμε καὶ στοὺς Θεοπάτορες, ποὺ ὅταν πλησίαζε ὁ καιρὸς γιὰ νὰ τοὺς δώσει ὁ Θεὸς τέκνο, παραχώρησε νὰ δοκιμασθοῦν ἀκόμη περισσότερο. Ἦταν ἡ ἑορτὴ τῆς Σκηνοπηγίας καὶ ὅταν πῆγαν στὸν ναὸ νὰ προσφέρουν δῶρα, ὁ ἱερεὺς Ρουβὶμ τοὺς ὀνείδισε λέγοντάς τους, ὅτι δὲν ἦταν ἄξιοι νὰ προσφέρουν δῶρα στὸν Θεό, ἀφοῦ δὲν ἔκαναν παιδιὰ γιὰ τὸν Ἰσραήλ. Οἱ Θεοπάτορες μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ συμβὰν λυπήθηκαν πάρα πολύ, ἀλλὰ δὲν ἀπελπίσθηκαν. Κατέφυγαν σὲ «ἐκ βαθέων προσευχὴ» –ὁ Ἰωακεὶμ στὸ ὅρος καὶ ἡ Ἄννα στὸν κῆπο– ἡ ὁποία τελικὰ εἰσακούστηκε ἄμεσα, ἀφοῦ ἄγγελος Κυρίου πληροφόρησε καθέναν ξεχωριστὰ ὅτι θὰ γίνει ἡ σύλληψη καὶ ἡ γέννηση τέκνου ποὺ θὰ διακηρυχθεῖ σὲ ὅλη τὴν οἰκουμένη.

Ἔτσι καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοί μου ἀδελφοὶ καὶ Πατέρες, νὰ ἐπιδεικνύουμε ἀγόγγυστη ὑπομονὴ στὶς θλίψεις καὶ στοὺς πειρασμούς, ποὺ παραχωρεῖ ὁ Θεὸς γιὰ τὴν δική μας ὠφέλεια καὶ πνευματικὴ προκοπή. Εὐχόμεθα ἡ Κυρία μας Θεοτόκος καὶ ἡ Θεοπρομήτωρ Ἄννα, ποὺ ἔχουν τὴν εὐλογία νὰ θεραπεύουν τὴν φυσικὴ στειρότητα, νὰ θεραπεύσουν τὶς στεῖρες καρδιές μας ἀπὸ πνευματικὰ ἔργα, ὥστε ὁ Θεὸς νὰ πέμψει στὶς ψυχές μας τὴν θεία καὶ γλυκυτάτη Χάρη Του, ἡ ὁποία ὀμορφαίνει, ἀνακαινίζει, ἀθανατίζει, ἀφθαρτίζει τὸν ἄνθρωπο.

Ὁμιλία τοῦ Ἀρχιμ. Ἐφραὶμ Βατοπεδινοῦ εἰς τὴν Γέννησι τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου (στὴν Τράπεζα τῆς Μονῆς Βατοπεδίου κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Γενεσίου τῆς Θεοτόκου τὸ 2002).

https://agiazoni.gr/slug-50/

07 Σεπτεμβρίου, 2023

Ἡ γέννηση τῆς Θεοτόκου

Schmemann Alexander
Protopresbyter (1921-1983)

Ἡ εὐλάβεια ποὺ δείχνει ἡ Ἐκκλησία στὴν Παναγία ριζώνει στὴν ὑπακοή της στὸν Θεό, στὴν ἑκούσια ἐπιλογή της νὰ δεχθεῖ μιὰ πρόσκληση ἀδύνατη στὰ ἀνθρώπινα μέτρα. Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀνέκαθεν τόνιζε τὴ σύνδεση τῆς Παναγίας μὲ τὸν ἄνθρωπο καὶ χαίρεται γι’ αὐτὴν καὶ τὴ θεωρεῖ ὡς τὸν καλύτερο, καθαρότερο καὶ πιὸ ὑπέροχο καρπὸ τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας καὶ τῆς ἀναζητήσεως τοῦ Θεοῦ ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, τῆς ἀναζητήσεως τοῦ ἔσχατου νοήματος, τοῦ ἔσχατου περιεχομένου τῆς ζωῆς τοῦ ἄνθρωπου.

Ἂν στὴ Δυτικὴ Χριστιανοσύνη ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία περιστράφηκε γύρω ἀπὸ τὴν ἀειπαρθενία της, ἡ καρδιὰ τῆς εὐλάβειας, τῆς σκέψεως καὶ τῆς ἀγάπης τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς πρὸς τὴν Παναγία, ὑπῆρξε πάντοτε ἡ Μητρότητά της, ἡ σχέση σαρκὸς καὶ αἵματος ποὺ εἶχε μὲ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἡ Ἀνατολὴ χαίρεται ποὺ ὁ ρόλος τοῦ ἀνθρώπου εἶναι βασικὸς στὸ θεῖο σχέδιο. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στὴ γῆ, ὁ Θεὸς ἐμφανίζεται γιὰ νὰ λυτρώσει τὸν κόσμο, γίνεται ἄνθρωπος γιὰ νὰ ἐνσωματώσει τὸν ἄνθρωπο στὴ θεϊκή του κλήση, καὶ σ’ αὐτὸ συμμετέχει ὁλόκληρη ἡ ἀνθρωπότητα.

Ἂν ἀντιληφθοῦμε πὼς ἡ κοινὴ φύση τοῦ Χριστοῦ μὲ τὴ δική μας εἶναι ἡ μεγαλύτερη χαρὰ καὶ τὸ μεγαλύτερο βάθος τοῦ Χριστιανισμοῦ, ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι γνήσιος ἄνθρωπος κι ὄχι κάποιο φάντασμα ἢ κάποιο ἀσώματο φαινόμενο, ὅτι εἶναι κάποιος ἀπό μᾶς καὶ παραμένει αἰωνίως ἑνωμένος μαζί μας μέσω τῆς ἀνθρώπινης φύσεώς Του, τότε ἡ εὐλάβεια πρὸς τὴν Παναγία γίνεται κατανοητὴ, ἐπειδὴ αὐτὴ τοῦ προσέφερε τὴν ἀνθρώπινη φύση, τὴ σάρκα καὶ τὸ αἷμα Του. Αὐτὴ δίνει τὴ δυνατότητα στὸν Χριστὸ νὰ ὀνομάζεται πάντοτε “Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου”.

Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου… ὁ Θεὸς ποὺ κατῆλθε κι ἔγινε ἄνθρωπος, ὥστε νὰ μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἐξαγιαστεῖ, νὰ μπορέσει νὰ γίνει κοινωνὸς “θείας φύσεως” (Β’ Πέτρου 1, 4), ἤ, σύμφωνα μὲ τὴν ἔκφραση τῶν διδασκάλων τῆς Ἐκκλησίας, νὰ “θεωθεῖ”.

Ἀκριβῶς ἐδῶ, σ’ αὐτὴ τὴν ἐξαιρετικὴ ἀποκάλυψη τῆς αὐθεντικῆς φύσεως καὶ κλήσεως τοῦ ἀνθρώπου, βρίσκεται ἡ πηγὴ αὐτῆς τῆς εὐγνωμοσύνης καὶ τρυφεράδας ποὺ περιβάλλει τὴ Θεοτόκο, ὡς σύνδεσμό μας μὲ τὸν Χριστό, καὶ μέσῳ Αὐτοῦ μὲ τὸν Θεό. Πουθενὰ δὲ ἄλλου δὲν ἀντικατοπτρίζεται αὐτὸ καλύτερα ἀπ’ ὅ,τι στὴ γέννηση τῆς Θεοτόκου.

Σὲ κανένα ὅμως σημεῖο τῆς ἁγίας Γραφῆς δὲν ἀναφέρεται τίποτε γι\’ αὐτὸ τὸ γεγονός. Γιατί ὅμως θὰ ἔπρεπε νὰ ἀναφέρεται; Ὑπάρχει κάτι τὸ ἀξιόλογο, κάτι τὸ ἰδιαίτερα μοναδικὸ στὴ συνηθισμένη γέννηση ἑνὸς παιδιοῦ, σὲ μία γέννα ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες; Ἂν ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἄρχισε νὰ μνημονεύει τὸ γεγονὸς μὲ μιὰ ἰδιαίτερη ἑορτή, αὐτὸ δὲν ἔγινε ἐπειδὴ ἡ γέννα καθαυτὴ ἦταν κάτι τὸ μοναδικὸ ἢ θαυματουργικὸ ἢ ἀσυνήθιστο γεγονός. Τὸ ἀντίθετο, μάλιστα.

Τὸ ὅτι εἶναι τόσο συνηθισμένο γεγονὸς ἀποκαλύπτει μιὰ φρεσκάδα καὶ μιὰ λάμψη ὅσον ἀφορᾶ τὸ καθετὶ ποὺ ἀποκαλοῦμε “ρουτίνα” καὶ συνηθισμένο, καὶ δίνει νέο βάθος στὶς “ἀσήμαντες” λεπτομέρειες τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου.

Τί παρατηροῦμε στὴν εἰκόνα τῆς ἑορτῆς, ὅταν τὴν ἀντικρίζουμε μὲ τὰ πνευματικά μας μάτια; Πάνω σ’ ἕνα κρεβάτι εἶναι ξαπλωμένη μιὰ γυναίκα, ἡ Ἄννα, σύμφωνα μὲ τὴν ἐκκλησιαστικὴ παράδοση, ποὺ μόλις ἔχει γεννήσει μία κόρη. Δίπλα της εἶναι ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ, ὁ Ἰωακείμ, σύμφωνα πάλι μὲ τὴν ἴδια παράδοση. Λίγες γυναῖκες στέκονται ἐκεῖ κοντά, ποὺ πλένουν τὸ νεογέννητο γιὰ πρώτη φορά. Τὸ πιὸ συνηθισμένο, δηλαδή, καὶ ἀπαρατήρητο γεγονός.

Ἢ δὲν εἶναι ἔτσι; Μήπως ἡ Ἐκκλησία θέλει, μέσα ἀπ’ αὐτὴ τὴν εἰκόνα, νὰ μᾶς πεῖ πὼς ἡ κάθε γέννα, ἡ εἴσοδος κάθε νέου ἀνθρώπου στὸν κόσμο καὶ στὴ ζωή, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα μέγιστο θαῦμα, ἕνα θαῦμα ποὺ διαρρηγνύει κάθε ρουτίνα, ἐπειδὴ σημαδεύει τὴν ἀρχὴ κάποιου γεγονότος δίχως τέλος, τὴν ἀρχὴ μιᾶς μοναδικῆς καὶ ἀνεπανάληπτης ζωῆς, τὴν ἀρχὴ ἑνὸς νέου προσώπου;

Μὲ κάθε γέννα ὁ κόσμος δημιουργεῖται, κατὰ μία ἔννοια, ἐξ ἀρχῆς, καὶ προσφέρεται ὡς δῶρο σ’ αὐτὸν τὸ νέο ἄνθρωπο γιὰ νὰ εἶναι ἡ ζωή του, ὁ δρόμος του, ἡ δημιουργία του.

Κατ’ ἀρχάς, αὐτὴ ἡ γιορτὴ δὲν εἶναι παρὰ ἕνας γενικὸς ἑορτασμὸς τῆς γεννήσεως τοῦ ἀνθρώπου, καί, ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, δὲν θυμόμαστε πλέον τὴν ἀγωνία “διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον” (Ἰωαν. 16,21).

Δεύτερον, τώρα γνωρίζουμε αὐτὸν τοῦ ὁποίου τὴν ἰδιαίτερη γέννηση καὶ τὸν ἐρχομὸ ἑορτάζουμε: τὴν Παναγία. Γνωρίζουμε τὴ μοναδικότητα, τὴν ὀμορφιά, τὴ χάρη ἀκριβῶς αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ, τὸν προορισμό του, τὴ σημασία του γιά μᾶς καὶ γιὰ ὁλόκληρο τὸν κόσμο.

Καὶ τρίτον, γιορτάζουμε ὅλους ὅσοι προετοίμασαν τὸν δρόμο τῆς Παναγίας, ποὺ συνέβαλαν στὸ νὰ κληρονομήσει τὴ χάρη καὶ τὴν ὀμορφιά. Σήμερα πολλοὶ ἄνθρωποι μιλοῦν γιὰ κληρονομικότητα, ἄλλα μόνο μὲ μία ἀρνητική, ὑποδουλωτικὴ καὶ αἰτιοκρατικὴ ἔννοια. Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει σὲ μία θετικὴ καὶ πνευματικὴ κληρονομικότητα. Πόση πίστη, πόση καλωσύνη, πόσες γενιὲς ἀνθρώπων ποὺ ἀγωνίστηκαν νὰ ζήσουν τὴν ἁγιότητα, δὲν χρειάστηκαν πρὶν τὸ δένδρο τῆς ἱστορίας μπορέσει νὰ βγάλει ἕνα τέτοιο ὑπέροχο καὶ εὐωδιαστὸ λουλούδι -τὴν Παρθένο Παναγία! Γι’ αὐτὸ ἡ ἑορτὴ τῆς Γεννήσεώς της εἶναι ἕνας ἑορτασμὸς τῆς ἀνθρώπινης ἱστορίας, ἑορτασμὸς τῆς πίστεως στὸν ἄνθρωπο, ἕνας ἑορτασμὸς τοῦ ἄνθρωπου.

Δυστυχῶς ὅμως, ἡ κληρονομιὰ τοῦ κακοῦ εἶναι πολὺ πιὸ ὁρατὴ καὶ γνωστὴ σήμερα. Ὑπάρχει τόσο κακὸ γύρω μας, ὥστε αὐτὴ ἡ πίστη στὸν ἄνθρωπο, στὴν ἐλευθερία του, στὴ δυνατότητά του νὰ παραδίδει στὶς μελλοντικὲς γενιὲς μία φωτεινὴ κληρονομιὰ καλοσύνης ἔχει σχεδὸν ἐξατμιστεῖ κι ἔχει ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὸν κυνισμὸ καὶ τὴν ὑποψία…

Αὐτὸς ὁ ἐχθρικὸς κυνισμὸς καὶ ἡ ἀποθαρρυντικὴ ὑποψία εἶναι ἀκριβῶς ὅ,τι μᾶς κάνει ν’ ἀπομακρυνόμαστε ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, τὴ στιγμὴ ποὺ αὐτὴ γιορτάζει, μὲ τέτοια χαρὰ καὶ πίστη, τὴ γέννηση ἑνὸς κοριτσιοῦ, στὸ ὁποῖο συγκεντρώνεται ὅλη ἡ καλοσύνη, ἡ πνευματικὴ ὀμορφιά, ἡ ἁρμονία καὶ ἡ τελειότητα, ποὺ εἶναι στοιχεῖα τῆς γνήσιας ἀνθρώπινης φύσεως.

Μέσα ἀπ’ αὐτὸ τὸ νεογέννητο κορίτσι, ὁ Χριστὸς -τὸ δῶρο τοῦ Θεοῦ, ἡ συνάντηση μαζί Του – ἔρχεται ν’ ἀγκαλιάσει τὸν κόσμο. Ἑορτάζοντας ἔτσι τὴ γέννηση τῆς Παναγίας, βρισκόμαστε ἤδη στὸν δρόμο πρὸς τὴ Βηθλεέμ, κινούμενοι πρὸς τὸ χαρμόσυνο μυστήριο τῆς Παναγίας ὡς Θεοτόκου.

 https://agiazoni.gr/slug-2390/

05 Σεπτεμβρίου, 2023

Ἡ Γέννησίς σου Θεοτόκε, Χαρὰν Εμήνυσε Πάσῃ τῇ Οικουμένῃ..

 Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν. Ο εορτασμός της επετείου των γενεθλίων είναι ξένος προς την παράδοση της Ορθόδοξης Αγίας Εκκλησίας μας. Το έθιμο των γενεθλίων εις τον τόπο μας ήλθε από τη μη Ορθόδοξη Δύση, όπως και άλλα πράγματα. Η Ορθοδοξία τιμά την μνήμη των Αγίων την ημέρα της κοιμήσεως των, την ημέρα κατά την οποία πέρασαν εις την αιωνιότητα της ουρανίου βασιλείας. Ο καθένας κλείνοντας τα σωματικά μάτια αμέσως βλέπει την αιωνιότητα είτε του παραδείσου (οι πράξαντες το θέλημα του Θεού) είτε της κολάσεως (οι τα φαύλα πράξαντες). 

Όπως πολλοί κανόνες έχουν τις εξαιρέσεις, έτσι και αυτός ο κανόνας έχει τις εξαιρέσεις του. Η Αγία εκκλησία εορτάζει την γέννηση του Σωτήρα ημών Ιησού Χριστού, της Υπεραγίας Θεοτόκου και του Ιωάννη του Προδρόμου. Η αιτία για το γεγονός αυτό έγκειται στην ιδιαίτερη αποστολή του καθενός στην ιστορία της δράσεως της Αγίας Τριάδας για τη σωτηρία των ανθρώπων, αλλά και στην παράδοση ότι αμφότεροι υπήρξαν ευλογημένοι από την κοιλιά της μητέρας τους (καθώς και ο προφήτης Ιερεμίας). 

Με τη γέννηση της Παναγίας μας αρχίζει να υλοποιείται το προαιώνιο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Η γενέθλιος ημέρα είναι η 8η Σεπτεμβρίου. Είναι η πρώτη Θεομητορική εορτή του εκκλησιαστικού έτους, το οποίο αρχίζει την 1η Σεπτεμβρίου. «Σήμερα ολόκληρη η κτίση ένιωσε τον εαυτό της καλύτερο και λαμπρότερο, αφού έλαμψε το κοινό στολίδι του σύμπαντος – γεννήθηκε όχι απλώς η Παρθένος, αλλά μάλλον η οικουμένη ολόκληρη», αναφωνεί ο ιερός Καβάσιλας. Η Γέννηση της Κυρίας Θεοτόκου από στείρα μητέρα, την Αγία Άννα, «αποτελεί αιτία παγκοσμίου χαράς», διότι η Παναγία μας, ως νέα «ρίζα του γένους ημών», όπως αποκαλείται στα τροπάρια της εορτής, «έλυσε την ανθρώπινη στείρωση» (άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός) του πνευματικώς νεκρού, στείρου και άγονου κόσμου και έτσι «μπόρεσε να μας φέρει το άνθος της ζωής… τον γλυκύτατο καρπό, τον Σωτήρα Χριστό…» 

Πληροφορίες για τους γονείς της Υπεραγίας Θεοτόκου, την ΄γέννησή της, τα παιδιά της χρόνια κλπ αντλούμε από το ¨Πρωτοευαγγέλιο του Ιακώβου¨, επειδή τα ευαγγέλια δεν αναφέρουν σχετικές πληροφορίες. Γονείς της Παναγίας μας ήταν ο Ιωακείμ και η Άννα, άνθρωποι πιστοί εις τον νόμο του Θεού, με προσευχές, νηστείες και ελεημοσύνες περίμεναν την έλευση του Μεσσία. Ανήκαν στη μικρή ομάδα των Ισραηλιτών οι οποίοι ανέμεναν τον Μεσσία και Σωτήρα του κόσμου. Είχαν, όμως, ένα πρόβλημα το οποίο αντιμετώπιζαν με καρτερία και εμπιστοσύνη εις τον Θεό. Ήταν άτεκνοι, - η Άννα στείρα και μεγάλης ηλικίας - και όμως ήλπιζαν. Η ατεκνία την εποχή εκείνη εθεωρείτο κατάρα. Ο κόσμος τους αποστρεφόταν για μόνο το λόγο της ατεκνίας. Θεωρούνταν στιγματισμένοι από τον Θεό και τα δώρα τους δεν γινότανε δεκτά από τους ιερείς. Σε μια μεγάλη εορτή ο Ιωακείμ πήγε να προσφέρει πρώτος τα δώρα. Αλλά ο αρχιερέας Ρουβίμ τον απέτρεψε λέγοντάς του «Δεν επιτρέπεται να προσφέρεις πρώτος τα δώρα σου, καθότι σπέρμα οὐκ ἐποίησας ἐν τῷ Ἰσραήλ», επειδή δηλαδή είσαι άτεκνος. Ο δίκαιος άνδρας λυπήθηκε πολύ και απάντησε στον αρχιερέα: «Μόνο εγώ είμαι, ανάμεσα στις δώδεκα φυλές του Ισραήλ άτεκνος;». Αλλά θυμήθηκε τον πατριάρχη Αβραάμ, ο οποίος ήταν ευσεβής, αλλά και αυτός άτεκνος και ο Θεός τον αξίωσε να αποκτήσει κλήρο, τον Ισαάκ. Αυτή η σκέψη τον παρηγόρησε και του έδωσε την ελπίδα ότι ίσως κάμει ο Θεός έλεος και αποκτήσει και αυτός παιδί. Λυπημένος αναχώρησε εις την έρημο χωρίς να ενημερώσει την Άννα. Έτσι λοιπόν η Άννα ήταν διπλά στεναχωρημένη. Χήρα και άτεκνη. Ο Ιωακείμ εις την έρημο άρχισε νηστεία και προσευχή για την λύση της ατεκνίας και ήταν αποφασισμένος να μη φύγει από εκεί αν δεν μάθαινε το λόγο του προβλήματος. Πλησίαζε μεγάλη εορτή και η Άννα άκουσε την υπηρέτρια Ιουδίθ να της λέγει : «Κυρά μου μέχρι πότε θα ταπεινώνεις την ψυχή σου; Να, έφτασε η μεγάλη ημέρα του Κυρίου και δεν επιτρέπεται να πενθείς. Πάρε όμως αυτόν εδώ τον κεφαλόδεσμο, πού μου έδωσε η γυναίκα πού τον έφτιαξε και δεν επιτρέπεται να τον ανοίξω εγώ, μια υπηρέτρια, επειδή έχει σημασία βασιλική». Όμως η Άννα την επέπληξε θυμωμένη και με λυγμούς της είπε: «Φύγε από κοντά μου· αυτό εγώ ποτέ δεν το έκανα και όμως ο Κύριος με ταπείνωσε πάρα πολύ. Μήπως κάποιος πονηρός σου τον έδωσε και ήρθες για να με κάνεις συμμέτοχη στην αμαρτία σου;». Η Ιουδίθ της απάντησε, με θυμό και αυθάδεια: «Τι να σου καταραστώ, αφού ο Κύριος έκλεισε τη μήτρα σου για να μην αφήσεις απογόνους εις τον Ισραήλ;». Η Άννα περίλυπη, φόρεσε τα νυφικά της ρούχα και κατέβηκε εις τον κήπο, για περίπατο, μήπως και απαλύνει το διπλό πόνο της. Η ώρα ήταν περί την 9η, στάθηκε κάτω από μια δάφνη και προσευχήθηκε θερμά, με δάκρυα εις τα μάτια εις το Θεό, λέγοντας: «Ο Θεός των πατέρων ημών, ευλόγησε τη δούλη σου, άκουσε τη δέησή μου. Όπως ευλόγησες τη μήτρα της Σάρας και γέννησε τον Ισαάκ, αξίωσε και μένα να γίνω μητέρα». Σηκώνοντας ψηλά τα μάτια είδε εις στα κλαδιά της δάφνης μια φωλιά γεμάτη νεοσσούς και έβγαλε θρηνητική κραυγή λέγοντας: «Αλίμονο σε μένα, ποιος με γέννησε και ποια μήτρα με κυοφόρησε; Γιατί να είμαι άτεκνη και ως εκ τούτου καταραμένη εις τα μάτια του Ισραήλ, να με λοιδορούν και να με προσβάλλουν ακόμα και εις το ναό σου; Αλίμονο μου, δεν αξιώθηκα να μοιάσω ούτε με τα πουλιά, τα οποία είναι γόνιμα. Δεν εξομοιώθηκα ούτε με τα άγρια θηρία, τα οποία και εκείνα είναι γόνιμα, χάρη σε σένα Κύριε. Δεν εξομοιώθηκα με τα νερά αυτά, αφού και τούτα είναι γόνιμα. Αλίμονο μου, με ποιόν εξομοιώθηκα; Ούτε με τη γη, αφού και αυτή προσφέρει τούς καρπούς στον καιρό της και ευλογεί εσένα, Κύριε»! Αφού τελείωσε την προσευχή της κάθισε για να ξεκουραστεί. Τότε έγινε το μεγάλο θαύμα. Λευκοφορεμένος Άγγελος Κυρίου εμφανίστηκε μπροστά της και της είπε «Άννα, ο Κύριος άκουσε την προσευχή σου. Θα συλλάβεις και θα γεννήσεις, ο καρπός σου θα γίνει γνωστός σ’ όλη την οικουμένη». Η αγία γυναίκα πίστεψε τα λόγια του Αγγέλου και είπε «Ζει Κύριος ο Θεός μου· αν γεννήσω, είτε αγόρι είτε κορίτσι, θα το προσφέρω ως δώρο στον Κύριο τον Θεό μου, για να τον λατρεύει και να τον υπηρετεί σ’ όλη τη ζωή του». 

Ο Άγγελος πήγε εις την έρημο, βρήκε τον Ιωακείμ και του ανήγγειλε το χαρμόσυνο μήνυμα : «Ιωακείμ, άκουσε Κύριος ο Θεός την προσευχή σου. Γύρνα πίσω εις το σπίτι σου, γιατί η Άννα, η γυναίκα σου, θα μείνει έγκυος». Γεμάτος χαρά από το Αγγελικό μήνυμα γύρισε εις το σπίτι του, όπου τον περίμενε χαρούμενη και με ψυχική αγαλλίαση η Άννα, η οποία κρεμάστηκε εις τον τράχηλό του και του είπε «Ξέρω τώρα και δεν αμφιβάλω, ότι ο Θεός με ευλόγησε πάρα πολύ. Τώρα πια δεν είμαι η χήρα και η άτεκνη και θα μείνω έγκυος». Ο Ιωακείμ ήταν τότε 83 ετών και η Άννα 70 δηλαδή υπέργηροι και ανθρωπίνως ήταν αδύνατο να τεκνοποιήσουν. Παρά ταύτα, υπακούοντας εις το θέλημα του Θεού ήλθαν εις σωματική συνάφεια, χωρίς σαρκική έλξη και ηδονή. Μόνο για το θέλημα του Θεού. Μετά από εννέα μήνες ήλθε εις τον κόσμο ένα κοριτσάκι, όταν η Άννα πληροφορήθηκε το φύλο του παιδιού αναφώνησε : «Εμεγαλύνθη η ψυχή μου εν τη ημέρα ταύτη». Έβαλαν οι ευσεβείς γονείς το κοριτσάκι στο κρεβατάκι του και το ονόμασαν Μαρία. Τη μικρή Μαρία σε ηλικία τριών ετών την αφιέρωσαν εις τον Θεό κατά την υπόσχεσή τους. Η μικρή Μαρία μετά από ου πολλά ετη  εκυοφόρησε τον Μονογενή Υιό και Λόγο του Θεού και Σωτήρα πάντων ημών Ιησού Χριστό. Έγινε η γέφυρα για να κατέβει, ως άνθρωπος από τον ουρανό εις την γη ο Θεός και ο άνθρωπος από την γη να ανέβει εις τον ουρανό. Έτσι αναδείκτηκε πλατυτέρα των ουρανών, τιμιωτέρα των Χερουβείμ, ενδοξοτέρα ασυγκρίτως των Σεραφείμ. Η αειπάρθενος είναι ανωτέρα πάντων των Αγίων, κατέχει τα δευτερεία μετά την Αγία Τριάδα. Είναι πάντα συμπαραστάτης μας άγρυπνος φρουρός μας και τρέχει πάντα εις την βοήθειά μας όταν με πίστη και πραγματική συντριβή προστρέξουμε εις την πλατειά αγκάλη Της. Είναι η μάνα μας. 

Κάτι πολύ σπουδαίο καὶ πνευματικό, είπε ὁ σύγχρονος Όσιος Παΐσιος ὁ αγιορείτης: Δεν υπήρξε αγιότερο και απαθέστερο ζευγάρι απὸ τον Ιωακεὶμ και την Άννα. Και τούτο είναι εύλογο. Γιατί, αν όπως είπε ὁ Χριστός μας, εκ του καρπού το δένδρον γινώσκεται, ας αναλογισθούμε τι αρετή, τι αγιότητα είχαν οι Θεοπάτορες αυτοί, για να αξιωθούν να γεννήσουν την αγιωτέρα των ανθρώπων, που έγινε πλατυτέρα των ουρανών και υψηλότερη και των αγγέλων. Σε κάθε ακολουθία ψάλλονται ειδικοί ύμνοι για την Θεοτόκο Παναγία, τα Θεοτοκία. Οι γονείς Της Άγιος Ιωακείμ και Αγία Άννα μνημονεύονται σε κάθε ακολουθία προς το τέλος της.

 Ευγνωμοσύνη απέραντη εις την Θεοτόκο και εις τους Αγίους γονείς Της οφείλουμε όλοι οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί και να καταφεύγουμε σε χαρές και λύπες εις την μεσιτεία Της. Να λυθεί η ατεκνία της αμαρτίας μας. 

Ορθόδοξη υμνολογία της εορτής 

Απολυτίκιο

 Ἡ γέννησίς σου Θεοτόκε, χαρὰν ἐμήνυσε πάσῃ τῇ οικουμένῃ, ἐκ σοῦ γὰρ ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης, Χριστὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν, καὶ λύσας τὴν κατάραν, ἔδωκε τὴν εὐλογίαν, καὶ καταργήσας τὸν θάνατον, ἐδωρήσατο ἡμῖν ζωὴν τὴν αἰώνιον. 

Κοντάκιο 

Ἰωακεὶμ καὶ Ἄννα ὀνειδισμοῦ ἀτεκνίας, καὶ Ἀδὰμ καὶ Εὔα, ἐκ τῆς φθορᾶς τοῦ θανάτου, ἠλευθερώθησαν, Ἄχραντε, ἐν τῇ ἁγίᾳ γεννήσει σου, αὐτὴν ἑορτάζει καὶ ὁ λαός σου, ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων, λυτρωθεὶς ἐν τῷ κράζειν σοι· Ἡ Στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν. 

Κάθισμα

 Ἐκ τῆς ῥίζης Ἰεσσαί, καὶ ἐξ ὀσφύος τοῦ Δαυΐδ, ἡ θεόπαις Μαριάμ, τίκτεται σήμερον ἡμῖν, καὶ νεουργεῖται, ἡ σύμπασα καὶ θεουργεῖται. Συγχάρητε ὁμοῦ, ὁ οὐρανός καὶ ἡ γῆ· αἰνέσατε αὐτήν, αἱ πατριαὶ τῶν ἐθνῶν, Ἰωακεὶμ εὐφραίνεται, καὶ Ἄννα πανηγυρίζει κραυγάζουσα· Ἡ στεῖρα τίκτει τὴν Θεοτόκον, καὶ τροφὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν. 

Μυργιώτης Παναγιώτης Μαθηματικός

26 Ιουνίου, 2023

Τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Αληθινη Ιστορία.

 -Εἶδες τί θαῦμα ἔκανε ἡ Παναγία στὴ Βασιλικὴ Π., τὴν ἀρχιλοχία τοῦ στρατιωτικοῦ ἑλικοπτέρου ποὺ ἔπεσε στὸ Σαραντάπορο Ἐλασσόνας; Πῶς τὴν ξεκόλλησε μὲ τὸ κάθισμά της καὶ τὴν προσγείωσε σ᾿ ἕνα πουρνάρι; Τῆς εἶπε μάλιστα νὰ διηγεῖται τὸ θαῦμα αὐτὸ παντοῦ, γιὰ νὰ ἐνισχύεται ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων. Ἔτσι καὶ σὺ νὰ ἔχεις πίστη καὶ νὰ ἐπικαλεῖσαι τὴν Παναγία πρὶν ἀπὸ κάθε σου πτώση. Μὲ αὐτὰ τὰ λόγια ἀπευθύνθηκε ὁ πατὴρ Ἀμφιλόχιος στὸν ἀλεξιπτωτιστή, ὑπαξιωματικὸ τῶν εἰδικῶν δυνάμεων ποὺ ὑπηρετεῖ στὸν Ἀσπρόπυργο Ἀττικῆς. 

–Πάτερ, νὰ ξέρετε, πάνω μου ἔχω συνεχῶς καὶ ποτὲ δὲν ἀποχωρίζομαι δύο εἰκονίτσες: τῆς Παναγίας καὶ τοῦ ἀρχαγγέλου Μιχαήλ. Ὅταν εἶναι νὰ ἔχω ἅλμα μὲ τὸ ἀλεξίπτωτο, πάντοτε τοὺς ἐπικαλοῦμαι. 

–Χαίρομαι πολύ. Νὰ ξέρεις, δὲν πρόκειται νὰ σὲ ἀφήσει ἡ Παναγία, ἀφοῦ τὴν ἐπικαλεῖσαι. 

–Θὰ σᾶς πῶ τώρα, πάτερ, ἀφοῦ μοῦ τὸ λέτε, τί μοῦ συνέβη πρὶν ἀπὸ λίγο καιρό. 

–Γιὰ ν᾿ ἀκούσω... 

–Βρισκόμασταν καὶ μὲ τὴν ὑπόλοιπη ὁμάδα μέσα στὸ ἀεροσκάφος C-130. Μαζί μας καὶ ὁ ἐκπαιδευτής. Ξέρετε, πάτερ, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ μπαίνουμε στὸ ἀεροπλάνο ἢ τὸ ἑλικόπτερο γιὰ πῆδο, δὲν ὑπάρχει κανεὶς ποὺ νὰ μὴν κάνει τὸν σταυρό του· πιστεύει - δὲν πιστεύει, ὅλοι τὸν σταυρό τους τὸν κάνουν. Ἔφθασε λοιπὸν ἡ ὥρα, πήραμε τὶς θέσεις μας μπροστὰ ἀπὸ τὴ θύρα, ἀπὸ τὴν ὁποία θὰ πέφταμε. Ὅλη ἡ ἀποσκευὴ κανονικὰ στοὺς ὤμους μας. Ὅλα ἕτοιμα. Ἐγὼ ἤμουν ὁ πρῶτος ποὺ θὰ ἔκανα τὸ ἅλμα. Ὁ ἐκπαιδευτὴς δίπλα μου στὶς τελευταῖες ὁδηγίες... Ἄναψε τὸ πράσινο φωτάκι, ἄνοιξε ἡ θύρα καὶ ἀμέσως θὰ ἔκανα τὸ ἅλμα. 

– Ἐν παρενθέσει νὰ σᾶς πῶ, συμβαίνει πολλὲς φορές, αὐτὸς ποὺ εἶναι πρῶτος στὴ σειρά, τελευταία στιγμὴ νὰ δειλιάζει νὰ δώσει τὴν ὤθηση στὸν ἑαυτό του γιὰ τὸ ἅλμα, ὁπότε, ξέρετε τί γίνεται; Ἀναλαμβάνουν οἱ πίσω. Τοῦ δίνουν μιὰ καί... αὐτὸ ἦταν. Μ᾿ ἐμένα δὲν συνέβη κάτι τέτοιο. Μὲ τὸ ποὺ ἄνοιξε ἡ θύρα, ἔδωσα ὤθηση στὸν ἑαυτό μου πρὸς τὰ ἐμπρός... Καὶ τότε, ἕνα κλάσμα τοῦ δευτερολέπτου προτοῦ βρεθῶ στὸ κενό, νιώθω ἕνα δυνατὸ χέρι νὰ μὲ πιάνει ἀπ᾿ τὸν ὦμο καὶ νὰ μὲ σπρώχνει πίσω. Τά ᾿χασα πρὸς στιγμήν, ἀλλὰ ἡ ψυχικὴ ἔνταση στὴν ὁποία βρισκόμουν, μ᾿ ἔκανε νὰ μὴν πολυσκεφθῶ. Ἔδωσα νέα ὤθηση, πιὸ μεγάλη τώρα, καὶ βρέθηκα στὸ κενό... Ὅλη ἡ καθυστέρηση ἦταν συνολικὰ δύο δευτερόλεπτα. 

–Ἄ, ὄχι τίποτε σημαντικό. 

–Ξέρετε τί σημαντικὸ ἦταν αὐτό, πάτερ; Προσγειώθηκα σὲ ἔδαφος ποὺ εἶχε χόρτα. Πίσω μου βρισκόταν περιοχή – τὸ ἀεροπλάνο μὲ τὴν ταχύτητα ποὺ πετοῦσε, διήνυσε μεγάλη ἀπόσταση μέσα στὰ δύο αὐτὰ δευτερόλεπτα – περιοχὴ βραχώδης, μὲ μεγάλες πέτρες. Ἂν ἔπεφτα πρὶν δύο δευτερόλεπτα, θὰ ἔπεφτα ἐκεῖ, ὁπότε δὲν ξέρω τί θὰ μποροῦσε νὰ μοῦ εἶχε συμβεῖ. Τὸ λιγότερο, σοβαρὸς τραυματισμός.

 –Τί λές! 

–Ἔχει καὶ συνέχεια τὸ πράγμα. Πάω καὶ βρίσκω τὸν ἐκπαιδευτή: 

–Γιατί, κύριε ἐκπαιδευτά, μὲ κρατήσατε ἀπ᾿ τὸν ὦμο τὴ στιγμὴ ποὺ ἔκανα νὰ πηδήσω; 

–Τρελὸς εἶσαι; Ποιὸς σὲ κράτησε ἀπ᾿ τὸν ὦμο; Μόνος σου ἔκανες πίσω. Ὅλοι τὸ εἶδαν. Καὶ εἴπαμε: «Ἄ, τὸν φοβιτσιάρη, φοβήθηκε». 

–Ὄχι, κύριε ἐκπαιδευτά. Μ᾿ ἔχετε δεῖ ποτὲ νά ᾿χω φοβηθεῖ; Σᾶς λέω ὅτι ἕνα χέρι μὲ γράπωσε ἀπ᾿ τὸν ὦμο δυνατὰ καὶ μὲ τράβηξε πίσω. Τὸ κατάλαβα σαφῶς. Ἀφοῦ μὲ χτύπησε. 

–Ἡ ἰδέα σου... 

–Δὲν ξέρω ἂν μὲ πίστεψαν, πάτερ. Ἐγὼ εἶμαι σίγουρος τώρα ὅτι ἦταν τὸ χέρι τῆς Παναγίας. Εἶμαι βέβαιος γι᾿ αὐτό. Νὰ σᾶς πῶ καὶ τὸ ἄλλο; Σᾶς εἶπα ὅτι προσγειώθηκα μέσα στὰ χόρτα. Ὅμως ἡ περιοχὴ ἐκείνη δὲν ἔχει χόρτα. Ἐπειδὴ τὸ γνωρίζω αὐτό, ἐρεύνησα καὶ πάλι λίγο ἀργότερα δι᾿ αὐτοψίας ὅλη τὴν περιοχὴ καὶ πουθενὰ δὲν βρῆκα χόρτα. Τελικά, δὲν ξέρω ποῦ προσγειώθηκα. Τὸ μόνο ποὺ ξέρω εἶναι ὅτι δὲν τά ᾿χω χαμένα. Ἀκόμα γνωρίζω τί μοῦ γίνεται. Ἂν ἐσεῖς μπορεῖτε νὰ δώσετε μιὰ ἑρμηνεία... 

–Ἑρμηνεύεται τὸ θαῦμα, παιδί μου; Τὸ χέρι τῆς Παναγίας, ὅπως τὸ εἶπες, αὐτὸ σὲ προστάτεψε. Καὶ δὲν θὰ πάψει νὰ σὲ προστατεύει, ὅσο ἐσὺ τὴν ἐπικαλεῖσαι μὲ πίστη θερμή.ΟΣΩΤΗΡ2223

24 Δεκεμβρίου, 2022

ΠΑΝΑΓΙΑ, Η ΤΩΝ ΑΠΕΛΠΙΣΜΕΝΩΝ ΜΟΝΗ ΕΛΠΙΣ


Ἦ­ταν ἕ­να γε­ρον­τά­κι πού μό­λις ἄ­κου­γε τ’ ὄ­νο­μα τῆς Πα­να­γί­ας ἔ­κλαι­γε σάν μι­κρό παι­δί. Ἦ­ταν ἕ­νας Καυ­σο­κα­λυ­βί­της πού ὅ­πο­τε γύ­ρι­ζε πλευ­ρό τή νύχ­τα ἔ­ψελ­νε τό «Ἄ­ξι­όν ἐ­στι».

Ἦ­ταν ἕ­νας Γρη­γο­ρι­ά­της ἡ­γού­με­νος ποὖ­χε «φά­ει» τήν εἰ­κό­να Της ἀ­πό τούς πολ­λούς ἀ­σπα­σμούς. Ἦ­ταν ἕ­νας Νε­ο­σκη­τι­ώ­της πού πα­ρα­κα­λο­ῡ­σε ὅ­ποι­ον ἔ­βλε­πε νά μι­λή­σει, νά γρά­ψει, νά ἐκ­δώ­σει, ὅ,τι ὑ­πῆρ­χε γι­ά τήν Πα­να­γί­α. Ἦ­ταν ἕ­νας μα­κα­ρί­της Ἰ­βη­ρί­της πού ἔ­πα­σχε ἀ­πό ἀ­γά­πη πρός τήν Πορ­τα­ῒ­τισ­σα. Ἕ­νας Φι­λο­θε­ῒ­της ἔ­λε­γε: «Ἔ­χο­μεν βε­βαί­ας τάς ἐλ­πί­δας εἰς τήν Γλυ­κο­φυ­λο­ῡ­σαν» Πα­να­γί­α.Ἡ μά­να τῶν Ἁ­γι­ο­ρει­τῶν.

Ἡ Πα­να­γί­α. Πά­νω ἀ­π’ ὅ­λες τίς ἁ­γί­ες. Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ καί τῶν ἀν­θρώ­πων. Ἡ κα­λύ­τε­ρη πα­ρα­μυ­θί­α. Ἡ πι­ό σί­γου­ρη πρέ­σβει­ρα τῶν πι­στῶν. Ἡ πι­ό τα­πει­νή, ἡ πι­ό κα­λή, ἡ πι­ό σε­μνή, ἡ πι­ό ὑ­πά­κου­η, ἡ πι­ό ὑ­πο­μο­νε­τι­κή, ἡ σι­ω­πη­λή, ἡ γεν­ναί­α, ἡ πρώ­τη, ἡ βασ­σί­λισ­σα, ἡ Κυ­ρί­α, ἡ Ἔ­φο­ρος, ἡ Οἰ­κο­νό­μισ­σα, ἡ φω­το­φό­ρος νε­φέ­λη καί μαν­να­δό­χος στά­μνα.

Χα­ρά νά τήν ἀν­τι­κρύ­σεις. Εὐ­χα­ρί­στη­ση νά τήν ἐ­πι­κα­λεῖ­σαι. Εὐ­λο­γί­α νά σ’ ἐ­πι­σκέ­πτε­ται. Ἐλ­πί­δα βέ­βαι­η νά τήν πα­ρα­κα­λᾶς. Βο­ή­θει­α με­γά­λη ἡ σκέ­πη της. Ποῦ νά βρεῖς τά ὡ­ραῖ­α λό­γι­α νά τήν ἐγ­κω­μι­ά­σεις;Πό­σο φτω­χή εἶ­ναι ἡ γλώσ­σα γι­ά τά με­γά­λα ὀ­νό­μα­τα;Πό­σο ἔ­χει φθα­ρεῖ ἡ γλώσ­σα ἀ­πό τήν κα­τά­χρη­ση. Ἔτ­σι σι­ω­πᾶς καί τά λές ὅ­λα. Ὅ­πως σι­ω­πη­λή ἀ­κο­λου­θοῦ­σε παν­τοῦ τόν ἀ­γα­πη­τό Υἱ­ό της. Μέ­χρι Σταυ­ροῦ.

Ἀ­θω­νί­τισ­σα Θε­ο­τό­κε, τό ἀ­κοί­μη­το καν­δή­λι, τό ἁ­γνό κε­ρί, οἱ Χαι­ρε­τι­σμοί, ἡ Πα­ρά­κλη­ση, τό Θε­ο­το­κά­ρι­ο, τά Θε­ο­το­κί­α δέν σοῦ ἀρ­κοῦν. Μή­τε γο­νυ­κλι­σί­ες καί τά­μα­τα καί προ­σφο­ρές καί κομ­πο­σχοί­νι­α. Τήν κα­θα­ρό­τη­τα τῆς καρ­δι­ᾱς ζη­τᾶς γι­ά νἄλ­θει ὁ Υἱ­ός σου νά κα­τοι­κή­σει καί νά φέ­ρει θε­ο­τό­κες καί θε­ο­φό­ρες ὧ­ρες ἁ­γί­ας θε­ο­ψί­ας καί φω­το­χυ­σί­ας.­..

Μη­τέ­ρα τοῦ Θε­οῦ, μη­τέ­ρα τῶν ἄν­θρώ­πων, μη­τέ­ρα τοῦ πό­νου, μη­τέ­ρα τῆς ἀ­γω­νί­ας, μη­τέ­ρα τῶν θλι­βο­μέ­νων, σύν­τρο­φε τῶν μο­νο­μά­χων τοῦ Θε­οῦ, τῶν κα­λο­γέ­ρων.

Ἡ Θε­ο­τό­κος εἰ­δι­κά γι­ἀ τοὐς Ἁ­γι­ο­ρεῖ­τες ἦ­ταν, εἶ­ναι καί θά εἶ­ναι: «Ἄ­μα­χος σύμ­μα­χος, τῶν πρα­κτέ­ων ὑ­φη­γη­τής, τῶν μή πρα­κτέ­ων ἑρ­μη­νευ­τής, κη­δε­μών, ἰ­α­τρός, τρο­φεύς.­.­.­». Ἄ­πει­ρές εἶ­ναι οἱ ἀ­πο­δεί­ξεις πού βε­βαι­ώ­νουν τήν ἀ­λή­θει­α τοῦ λό­γου.

Σέ κά­θε μο­να­στή­πι, κελ­λί καί κα­λύ­βη ὑ­πάρ­χουν οἱ εἰ­κό­νες της, μέ τίς ἔγ­γρα­φες καί ἄ­γρα­φες πα­ρα­δό­σεις, πού μι­λοῦν γι­ά θαυ­μα­στές ἐ­πεμ­βά­σεις της, γι­ά τήν ὁ­ρα­τή προ­στα­σί­α της. Καί ὅ­λα τοῦ­τα συμ­βαί­νουν γι­ά τήν ἀ­νόρ­θω­ση τοῦ πι­στοῦ καί τήν ἐ­πα­νόρ­θω­ση τοῦ ἀ­πί­στου.

Πε­ρί τῶν κυ­ρι­ω­τέ­ρων εἰ­κό­νων τῆς Ἀ­θω­νί­τισ­σας Θε­ο­τό­κου ὀ­λί­γα θ’ ἀ­να­φέ­ρου­με στήν ἀ­γά­πη σας πρός κα­τά­νυ­ξη, ὠ­φέ­λει­α καί ἀ­να­ψυ­χή.

Σέ πα­ρεκ­κλή­σι τῆς Με­γί­στης Λαύ­ρας βρί­σκε­ται ἡ θαυ­μα­τουρ­γή εἰ­κό­να τῆς «Κου­κου­ζέ­λισ­σας». Κα­τά μί­α ἀ­γρυ­πνί­α τοῦ Σαβ­βά­του τοῦ Ἀ­κα­θί­στου ὁ ὅ­σι­ος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Κου­κου­ζέ­λης, ὁ καλ­λί­φω­νος Λαυ­ρι­ώ­της Πρω­το­ψάλ­της, με­τά τήν ὡ­ραι­ό­τα­τη ψαλ­μω­δί­α του, κά­θη­σε στό ἀ­πέ­ναν­τι τῆς εἰ­κό­νας στα­σί­δι λί­γο ν’ ἀ­να­παυ­θεῖ. Ἐ­κεῖ τοῦ πα­ρου­σι­ά­σθη­κε ἡ Θε­ο­τό­κος λέ­γον­τας: «Χαί­ροις Ἰ­ω­άν­νη. Ψάλ­λε μοι, καί ἐ­γώ οὐ μή σέ ἐγ­κα­τα­λεί­ψω». Καί τοῦ πρό­σφε­ρε δῶ­ρο εὐ­χα­ρι­στί­ας ἕ­να χρυ­σό νό­μι­σμα, τό ὁ­ποῖ­ο ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε στήν εἰ­κό­να της καί πολ­λά θαύ­μα­τα κα­τά και­ρούς τέ­λε­σε. Ἀρ­γό­τε­ρα καί πά­λι τοῦ ἐμ­φα­νί­σθη­κε ἡ Θεο­τό­κος, γι­ά νά τοῦ θε­ρα­πεύ­σει τά πό­δι­α­  του, πού εἶ­χαν σα­πί­σει ἀ­πό τίς συ­νε­χεῖς ἔν­δα­κρεις στά­σεις του, τίς ἀ­γρυ­πνί­ες καί τήν ὀρ­θο­στα­σί­α καί τοῦ εἶ­πε: «Α­πό τοῦ νῦν ἔ­σο ὑ­γι­ής». Ἔτ­σι ἀν­τα­μεί­βει ἡ Οὐ­ρά­νι­α Ἄ­νασ­σα τούς τα­πει­νούς δι­α­κο­νη­τές της.

Στή μο­νή τοῦ Βα­το­πε­δί­ου, πού τι­μᾶ­ται στόν Εὐ­αγ­γα­λι­σμό τῆς Θε­ο­τό­κου, ὅ­που θη­σαυ­ρί­ζε­ται ἡ τι­μί­α ζώ­νη τῆς Θε­οτ­ό­κου, ὑ­πάρ­χουν ἕ­ξι θαυ­μα­τουρ­γές εἰ­κό­νες τῆς Πα­να­γί­ας:

Ἡ ἱ­στο­ρί­α τῆς εἰ­κό­νας τῆς λε­γο­μέ­νης «Πα­ρα­μυ­θί­α» εἶ­ναι ἁ­πλή, σύν­το­μη καί ἐ­κλη­κτι­κή. Σέ πει­ρα­τι­κῆς ἐ­πι­δρο­μῆς ὁ ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς ἄ­κου­σε τή Θε­ο­τό­κο νά τοῦ λέ­ει: «Μή ἀ­νοί­ξη­τε σή­με­ρον τάς πύ­λας τῆς μο­νῆς.­.­.­». Ὁ ἡ­γού­με­νος κά­λε­σε τήν ἀ­δελ­φό­τη­τα καί δι­η­γή­θη­κε τό γε­γο­νός κι ὅ­λοι πα­ρε­τή­ρη­σαν πώς ὁ σχη­μα­τι­σμός τοῦ προ­σώ­που τῆς Θε­ο­μή­το­ρος εἶ­χε ἀλ­λά­ξει κι ἔτ­σι πα­ρα­μέ­νει μέ­χρι σή­με­ρα. Ἡ ἔκ­φρα­ση τῆς Πα­να­γί­ας φα­νε­ρώ­νει συμ­πά­θει­α καί ἀ­γά­πη, τό βλέμ­μα της δη­λώ­νει ἐ­πι­εί­κει­α καί πρα­ό­τη­τα καί στά χεί­λη της ὑ­πάρ­χει μει­δί­α­μα σε­μνό καί χα­ρί­εν. Δι­καί­ως λοι­πόν ἐ­πω­νο­μά­σθη­κε «Πα­ρα­μυ­θί­α».

Μί­α ἄλ­λη εἰ­κό­να ἡ λε­γο­μέ­νη «’­Ε­σφαγ­μέ­νη» δέ­χθη­κε κτύ­πη­μα μέ μα­χαί­ρι ἀ­πό ἕ­να ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό τῆς μο­νῆς, ἀ­πρό­σε­κτο, δαι­μο­νο­κί­νη­το καί συγ­χυ­σμέ­νο. Ἀ­μέ­σως ἡ εἰ­κό­να ἔ­τρε­ξε αἷ­μα πο­λύ, καί τό πρό­σω­πο ἄρ­χι­σε να γί­νε­ται ὠ­χρό ὡς νά ἦ­ταν ζων­τα­νό καί ν’ ἀ­πέ­θνη­σκε ἀ­πό τήν αἱ­μορ­ρα­γί­α. Ὁ ἀ­νό­σι­ος μο­να­χός τυ­φλώ­θη­κε κι ἀ­σθέ­νη­σε βα­ρει­ά γι­ά τό τόλ­μη­μά ­του. Οἱ προ­σευ­χές τῶν πα­τέ­ρων καί οἱ με­σι­τεῖ­ες τους στή με­σί­τρι­α τοῦ κό­σμου τοῦ ἔ­δω­σαν τήν ὑ­γεί­α του. Ἀ­πό τό­τε ἔ­λα­βε ἕ­να στα­σί­δι μπρο­στά στήν εἰ­κό­να της καί δι­ῆλ­θε τό ὑ­πό­λοι­πο τῆς ζω­ῆς του μέ με­τά­νοι­α, αὐ­το­μεμ­ψί­α καί με­γά­λη ἄ­σκη­ση.

Στόν με­σημ­βρι­νό τοῖ­χο τοῦ πα­ρά τό Κα­θο­λι­κό πα­ρεκ­κλη­σί­ου τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου βρί­σκε­ται τοι­χο­γρα­φη­μέ­νη ἡ «’­Αν­τι­φω­νή­τρι­α». Ἡ ἱ­στο­ρί­α της προ­η­γεῖ­ται τῆς τοι­χο­γρα­φή­σε­ώς­της. Ἡ αὐ­το­κρά­τει­ρα Πλα­κι­δί­α ἐ­πι­σκε­πτό­με­νη τή μο­νή, ἄ­κου­σε στό ση­μεῖ­ο ὅ­που κα­τό­πιν τοι­χο­γρα­φή­θη­κε ἡ εἰ­κό­να, τή φω­νή τῆς­Θε­ο­τό­κου νά τῆς λέ­ει:»Τί θέ­λεις, σύ, ἐν­ταῦ­θα; ἐν­ταῦ­θά εἰ­σι μο­να­χοί.­.­.­». Ἡ αὐ­το­κρά­τει­ρα γο­νυ­πε­τής ζή­τη­σε συγ­χώ­ρε­ση ἀ­πό τήν προ­στά­τισ­σα τῆς μο­νῆς κι ἀ­να­χώ­ρη­σε, ἀ­φοῦ πρίν πα­ρήγ­γει­λε νά ἱ­στο­ρη­θεῖ ἡ εἰ­κό­να τῆς Θε­ο­τό­κου καί νά ὑ­πάρ­χει ἀ­κοί­μη­τη καν­δή­λα, ἡ ὁ­ποί­α ὑ­πάρ­χει μέ­χρι σή­με­ρα.

Στή Σερ­βι­κή μο­νή τοῦ Χι­λαν­δα­ρί­ου, τήν τι­μώ­με­νη στά Εἰ­σό­δι­α τῆς Θε­ο­τό­κου, ὐ­πάρ­χουν ἕ­ξι θαυ­μα­τουρ­γές εἰ­κό­νες τῆς Πα­να­γί­ας:

Τήν πρώ­τη θέ­ση, κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, τήν ἔ­χει ἡ «Τρι­χε­ροῦ­σα», τῆς ὀ­ποί­ας ἠ ἰ­στο­ρί­α εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τόν βί­ο τοῦ με­γά­λου ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Δα­μα­σκη­νοῦ, τοῦ με­γί­στου τῶν ὐ­μνο­γρά­φων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Ὁ ἅ­γι­ος κα­τη­γο­ρή­θη­κε στόν ἄρ­χον­τα τῆς Δα­μα­σκοῦ ὅ­τι ἔ­γρα­ψε δρι­μύ­τα­τες ἐ­πι­στο­λές κα­τά τοῦ εἰ­κο­νο­μά­χου αὐ­το­κρά­το­ρα Λέ­ον­τος τοῦ Ἴ­σαυ­ρου. Ἡ τι­μω­ρί­α του ἦ­ταν νά τοῦ κό­ψουν τό χέ­ρι. Ὁ ἅ­γι­ος με­τά ἀ­πό θερ­μή προ­σευ­χή στή Θε­ο­τό­κο θε­ρα­πεύ­τη­κε τε­λεί­ως καί με­τα­βαί­νον­τας στή Λαύ­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου Σάβ­βα τῶν Ἰ­ε­ρο­σο­λύ­μων πρός μο­να­σμό πα­ρέ­λα­βε καί τήν εἰ­κό­να. Ὅ­ταν δέ ὁ ἅ­γι­ος Σάβ­βας, ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πος τῶν Σέρ­βων καί κτί­το­ρας τῆς μο­νῆς Χι­λαν­δα­ρί­ου, πῆ­γε προ­σκυ­νη­τής στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα, τοῦ ἔ­δω­σαν οἱ πα­τέ­ρες δῶ­ρο τήν εἰ­κό­να, τή­ν ὁ­ποί­α με­τέ­φε­ρε εὐ­λο­γί­α στήν πα­τρί­δα του. Τόν 14ο αἰ­ώ­να στά προ­πύ­λαι­α τῆς μο­νῆς Χι­λαν­δα­ρί­ου συ­νέ­βη τό ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο γε­γο­νός ἕ­να ζῶ­ο νά στα­θεῖ ἐ­κεῖ φέρ­νον­τας μό­νο του τή θεί­α εἰ­κό­να. Οἱ πα­τέ­ρες τήν ἔ­θε­σαν μέ συγ­κί­νη­ση στό ἱ­ε­ρό βῆ­μα. Ὅ­ταν δέ κά­πο­τε ἡ ἀ­δελ­φό­τη­τα τῆς μο­νῆς δι­χά­στη­κε ὡς πρός τήν ἐ­κλο­γή νέ­ου ἡ­γου­μέ­νου, στήν ἡ­γου­με­νι­κή θέ­ση βρέ­θη­κε ἡ «Τρι­χε­ροῦ­σα». Ἀ­πό τό­τε ἀν­τί γι­ά ἡ­γου­μέ­νου ἐ­κλέ­γε­ται προ­η­γού­με­νος καί οἱ δι­α­κο­νη­τές μέ βα­θει­ά εὐ­λά­βει­α θέ­τουν με­τά­νοι­α στήν εἰ­κό­να ἀν­τί τοῦ ἡ­γου­μέ­νου, αἰ­σθα­νό­με­νοι τήν προ­στα­τευ­τι­κή της χά­ρη.

Στή Βουλ­γά­ρι­κη μο­νή τοῦ Ζω­γρά­φου «ὑ­πάρ­χει ἡ εἰ­κό­να τοῦ «’­Α­κα­θί­στου». Ἡ ἱ­στο­ρί­α της πε­ρι­λη­πτι­κά ἔ­χει ὡς ἑ­ξῆς;Πλη­σί­ον τῆς μο­νῆς ζοῦ­σε ἀ­σκη­τής, ὁ ὁ­ποῖ­ος συ­νή­θι­ζε πολ­λές φο­ρές τῆς ἡ­μέ­ρας νά λέ­γει τούς «Χαι­ρε­τι­σμούς» τῆς Πα­να­γί­ας μπρο­στά σε­αὐ­τή τήν εἰ­κό­να. Μί­α ἡ­μέ­ρα στά πρός τήν Θε­ο­τό­κο «Χαῖ­ρε» πού ἔ­λε­γε, ἄ­κου­σε ἀ­πό τήν εἰ­κό­να: «Χαῖ­ρε καί σύ Γέ­ρων τοῦ Θε­οῦ». Στή συ­νέ­χει­α τοῦ μή­νυ­σε νά πά­ει στή μο­νή καί νά εἰ­δο­ποι­ή­σει τούς πα­τέ­ρες πώς κιν­δυ­νεύ­ουν ἀ­πό αἱ­ρε­τι­κους, πού ἔρ­χον­ται μέ ἄ­γρι­ες δι­α­θέ­σεις. Πράγ­μα­τι τή σθε­να­ρή ἀν­τί­στα­σή τους πρός τούς Λα­τι­νό­φρο­νες πλή­ρω­σαν μέ μαρ­τυ­ρι­κό τέ­λος, οἱ 26 Ζω­γρα­φῖ­τες ὁ­σι­ο­μάρ­τυ­ρες, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­κά­η­σαν. Ἡ εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας ἦλ­θε κα­τά θαυ­μα­στό τρό­πο στό μο­να­στή­ρι καί κα­τά τήν πυρ­κα­ϊ­ά δέν κά­η­κε.

Παναγία, η των απελπισμένων μόνη ελπίς

Ἡ Πα­να­γί­α εἶ­ναι ἡ μό­νη ἐλ­πί­δα. Δέν ὑ­πάρ­χει ἄλ­λη γι­ά τούς πολ­λούς ἀ­πελ­πι­σμέ­νους. Μο­νά­κρι­βη μά­να. Εἶ­χε ἀ­πελ­πι­στεῖ ἀ­πό τίς ἱ­κα­νό­τη­τές της. Δέν στε­κό­ταν στά δε­κα­νί­κι­α τῶν λό­γων τῶν ἄλ­λων. Στη­ρι­ζό­ταν στόν σταυ­ρό τοῦ Υἱ­οῦ της. Ὁ πό­νος τήν ὀ­μόρ­φαι­νε πι­ό πο­λύ. Στόν κίν­δυ­νο βρῆ­κε τή λύ­τρω­ση. Ἐ­πέ­λε­ξε τή σι­ω­πή. Κυ­νη­γή­θη­κε. Ἀ­γά­πη­σε τά δύ­σκο­λα. Ἄν­τε­ξε στόν πό­νο. Ἄν­τε­ξε καί στήν εὐ­τυ­χί­α τῶν μα­θη­τῶν τοῦ Υἱ­οῦ της, δί­χως λά­θη στίς ἐ­ξε­τά­σεις. Ἤ­ξε­ρε ν’ ἀ­να­μέ­νει.

Ἔ­πα­θε λοι­πόν κι ἔ­μα­θε. Κέρ­δι­σε κι ἔ­χει νά δώ­σει. Ὅ,τι ἔ­χει εἶ­ναι δι­κό μας. Ὁ πλοῦ­τος ἀ­κέ­νω­τος, ζω­ο­δό­χος πη­γή, ζω­η­φό­ρος ἀ­γά­πη, ἐ­πι­τά­φι­ος τῆς ἀ­πό­γνω­σης. Νά μή τήν κα­τα­δέ­χον­ται καί νἆ­ναι τό­σο κα­τα­δε­κτι­κή. Ἡ ἔκ­φρα­σή της μι­ά με­γά­λη σι­ω­πή, εὔ­λα­λη. Σκου­πι­δο­τε­νε­κέ­δες πε­ριτ­τῶν λό­γων κα­θη­με­ρι­νά στίς ἐ­ξώ­θυ­ρες, γε­μᾶ­τοι οἱ λάκ­κοι. Τό πέμ­πτο εὐ­αγ­γέ­λι­ο τῆς Πα­να­γί­ας εἶ­ναι ὅ­λο λευ­κές σε­λί­δες, εἶ­ναι γραμ­μέ­νο ἀ­πό θω­πευ­τι­κή σι­ω­πή, ἀ­πό με­λά­νι πα­ρα­μυ­θί­ας. Εἶ­ναι μι­ά ἀ­νοιχ­τή ἀγ­κα­λι­ά, μι­ά σε­μνή πα­ρου­σί­α, ἕ­να μαν­τή­λι, ἕ­να ρό­δο, ἕ­να κου­κί θυ­μί­α­μα στό λι­βα­νι­στή­ρι τῆς γι­α­γι­ᾶς, μι­ά ἀχ­τί­δα ἡ­λί­ου στήν κλει­στή κά­μα­ρη, ἡ μό­νη γυ­ναι­κεί­α μορ­φή στό κελ­λί τοῦ ἀ­σκη­τή.­.. τό λι­μά­νι τῆς σω­τή­ρί­ας, τό μα­φό­ρι της σκέ­πα­στρο πα­ρη­γο­ρι­ᾶς, ἡ ἀ­ρε­τή της τρο­φή μας, ὅ­λων τῶν πει­να­σμέ­νων, τῶν φτω­χῶν ἄ­φω­των, ἡ φί­λη τῶν ἀ­θώ­ων, τῶν μαυ­ρι­σμέ­νων στό δά­κρυ πο­νε­μέ­νων γι­ά­τρισ­σα, ὁ ἥ­λι­ος τοῦ χι­ο­νι­οῦ μας.

Ἡ Πα­να­γί­α δέν εἶ­ναι δι­ό­λου δυσ­νό­η­τη, δέν εἶ­ναι σύμ­βο­λο, δέν εἶ­ναι οὔ­τε γρι­ά οὔ­τε παι­δού­λα, ξέ­ρει πό­σο αἰ­σι­ό­δο­ξη νά εἶ­ναι, ν’ ἀ­πο­μα­κρύ­νε­ται ξέ­ρει ἀ­πό τό προ­σκή­νι­ο, ἐ­κεῖ πού δέν θέ­λουν νά τήν ἐ­πι­κα­λοῦν­ται. Δέν θέ­λει νά δυ­σκο­λεύ­ει κα­νέ­να, οὔ­τε μέ τήν ἀ­γά­πη της. Ὅ­σοι ἐ­πέ­λε­ξαν τή χα­ζο­μά­ρα τούς ἀ­φή­νει νά φᾶ­νε τά μοῦ­τρα τους.
Μοναχός Μωυσής Αγιορείτης

20 Δεκεμβρίου, 2022

ΑΛΗΘΙΝΗ ΙΣΤΟΡΙΑ '' ΘΑ ΜΕ ΑΦΗΣΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΚΥΝΗΣΩ ; ''

 Σὲ μοναστήρι τῆς Αἰτωλοακαρνανίας· ἐκεῖ συνέβη τὸ θαυμαστὸ περιστατικό. .

Πλῆθος προσκυνητῶν στὴν ἱερὰ Μονή, ὅπως πάντοτε, γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὴν τίμια εἰκόνα τῆς Θεοτόκου. Μεταξὺ αὐτῶν καὶ ἕνα Σχολεῖο· Δημοτικὸ μὲ πολλὰ παιδιὰ καὶ τοὺς δασκάλους τους. Τὰ ἔφεραν νὰ προσκυνήσουν καὶ αὐτά, νὰ λάβουν Χάρι, φωτισμὸ καὶ δύναμη. Ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία (τὸ Καθολικό, ὅπως λέγεται, τῆς ἱερᾶς Μονῆς), οἱ δάσκαλοι προσπαθοῦν νὰ βάλουν τὰ παιδιὰ σὲ σειρά, ὥστε συνταγμένα νὰ προσέλθουν καὶ νὰ ἀσπασθοῦν τὴ χαριτόβρυτη εἰκόνα. Στὴν ἀρχὴ τὰ μικρὰ τῶν πρώτων Τάξεων καὶ ἔπειτα τὰ μεγαλύτερα, τῆς τετάρτης, πέμπτης καὶ ἕκτης. Κάθε Τάξη μὲ τὴ συνοδεία τῆς δασκάλας ἢ τοῦ δασκάλου τους προχωροῦν ἀργά, ὑπομονετικὰ πρὸς τὴν τίμια εἰκόνα. Μία ἀπὸ τὶς ἐκπαιδευτικοὺς βρίσκεται ἐκεῖ μπροστά γιὰ νὰ ἐπιβλέπει, ὥστε ἡ προσκύνηση ἀπὸ τὰ παιδιὰ νὰ γίνεται μὲ τὸν δέοντα τρόπο: ἥσυχα, εὐλαβικά, κάνοντας τὸν σταυρό τους καὶ ἀποχωρώντας πάλι μὲ τάξη καὶ ἡσυχία. Τώρα προσκυνάει ἡ τρίτη Τάξη. Πέμπτος στὴ σειρὰ βρίσκεται ὁ Κωνσταντίνος. Φθάνει κι αὐτὸς μπροστὰ στὴν εἰκόνα. Μισὸ μέτρο τὸν χωρίζει ἀπὸ αὐτήν... ἀλλὰ τὸ παιδὶ δὲν προχωράει. 

–Προχώρα, Κωνσταντίνε, προσκύνησε κι ἐσύ! 

–Δὲν μπορῶ, κυρία!

 –Τί θὰ πεῖ «δὲν μπορῶ»; προσκύνησε. 

Τὸ παιδὶ κάνει προσπάθεια, ἀλλά... νά, τὸ βλέπει κι ἡ δασκάλα... δὲν μπορεῖ νὰ φθάσει στὴν εἰκόνα. 

–Δὲν βλέπετε, κυρία; Δὲν μπορῶ νὰ προχωρήσω. Κάτι μὲ ἐμποδίζει. Λίγο παράμερα παρακολουθεῖ μὲ ἐνδιαφέρον καὶ ὁ ἡγούμενος. 

–Νά, κάνω καὶ δὲν μπορῶ... 

Ὤ, αὐτὸς ὁ Κωνσταντίνος! Συνέχεια προβλήματα. Ὁ «πονοκέφαλος» τῶν δασκάλων στὸ Σχολεῖο. Συμπεριφορὰ ἀπαράδεκτη, διαγωγὴ χείριστη. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παιδί, μὲ τὸ ὁποῖο νὰ μὴν ἔχει τσακωθεῖ. Καὶ ὅταν τσακώνεται... ξύλο, ὄχι ἀστεῖα. Κι ἕνα στόμα... τόσο βρώμικο δὲν συναντᾶς σὲ παιδὶ τέτοιας ἡλικίας. Τόσο ποὺ σκέφτεται ὁ Σύλλογος νὰ τὸ ἀποβάλουν μιὰ καὶ καλὴ ἀπὸ τὸ σχολεῖο: ἀλλαγὴ περιβάλλοντος. Ὅλα αὐτὰ ξανάρθαν στὸν νοῦ τῆς δασκάλας, μέσα σὲ μιὰ στιγμή, τώρα ποὺ πάλι παρουσιάζεται πρόβλημα μπροστά της μὲ τὸν Κωνσταντίνο. Τί εἶναι πάλι τοῦτο; Πῶς γίνεται νὰ μὴν μπορεῖ νὰ προχωρήσει; Παράξενα πράματα... 

–Καλά, Κωνσταντίνε, κάνε στὴν ἄκρη νὰ περάσει ὁ ἑπόμενος. 

Φεύγει ἀπ᾿ τὴ σειρά του τὸ παιδί. 

–Κωνσταντίνε, ἔλα, παιδί μου, ἐδῶ... ἡ φωνὴ τοῦ ἡγουμένου. 

Πλησιάζει ὁ μικρός. Ἀρχίζει τὴ συνομιλία μαζί του ὁ σεμνὸς ἱερομόναχος. Σὲ λίγο ἀποκαλύπτεται τό... «μυστικό». Ὁ Κωνσταντίνος, ὅταν θυμώνει, μέσα στὶς ὕβρεις ποὺ ξεστομίζει, βλασφημεῖ καὶ τὴν Παναγία!... Παιδὶ ὀκτὼ χρονῶν! Ποιὸς ξέρει πῶς καὶ τί... Ἴσως ν᾿ ἀκούει τὰ λόγια αὐτὰ στὸ σπίτι, στὴ γειτονιά, στὸν δρόμο, ἴσως... Ποιὸς ξέρει; 

–Παιδί μου Κωνσταντίνε, γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖς νὰ προσκυνήσεις. Δὲν σὲ ἀφήνει ἡ Παναγία, γιατὶ Τὴ βρίζεις. 

Μένει σιωπηλὸς ὁ μικρός. Τὸ βλέμμα του στραμμένο στὸ ἔδαφος. Περνοῦν λίγες στιγμὲς σιωπῆς καὶ ἔπειτα σηκώνει τὰ μάτια πρὸς τὸν ἡγούμενο: 

–Ἂν δώσω τώρα ὑπόσχεση ὅτι στὸ ἑξῆς θὰ εἶμαι καλὸ παιδὶ καὶ δὲν θὰ ξαναβρίσω, θὰ μὲ ἀφήσει ἡ Παναγία νὰ Τὴν προσκυνήσω; 

Ὁ ἡγούμενος ταλαντεύεται πρὸς στιγμὴν νὰ ἀπαντήσει. Ἀστραπιαῖα ὅμως τοῦ ἔρχεται στὸν νοῦ ἡ ἱστορία τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας. Πῶς, ὄντας βουτηγμένη στὴν ἁμαρτία, θέλησε νὰ προσκυνήσει τὸ τίμιο Ξύλο· πῶς δὲν μποροῦσε νὰ πλησιάσει· πῶς ἀπευθύνθηκε μὲ ζέση στὴν Παναγία καὶ Τῆς ὑποσχέθηκε ὅτι θὰ μετανοήσει, μόνο νὰ μπορέσει νὰ προσκυνήσει· πῶς ἡ Παναγία δέχθηκε τὴν ὑπόσχεσή της καὶ τῆς ἐπέτρεψε τὴν προσκύνηση;... 

–Ἄν, Κωνσταντίνε, δίνεις τὴν ὑπόσχεση μέσα ἀπ᾿ τὴν καρδιά σου καὶ εἶσαι διατεθειμένος νὰ τὴν τηρήσεις σὲ ὅλη σου τὴ ζωή, τότε, ναί, θὰ σὲ ἀφήσει ἡ Παναγία νὰ Τὴν προσκυνήσεις. 

–Δίνω τὴν ὑπόσχεση μὲ ὅλη μου τὴν καρδιά. 

–Πήγαινε λοιπὸν στὸ τέλος, πίσω ἀπ᾿ τὰ παιδιὰ τῆς ἕκτης, καὶ περίμενε τὴ σειρά σου. 

Πῆγε τὸ παιδὶ καὶ προχωροῦσε ἀργά, τελευταῖο στὴ σειρά, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο. Ἔφτασε στὴν εἰκόνα. Πλησίασε καὶ προσκύνησε χωρὶς κανένα ἐμπόδιο! Ὁ ἡγούμενος σταυροκοπήθηκε. Τὰ μάτια του θόλωσαν. Τόσο λοιπὸν ζωντανὴ ἡ παρουσία τῆς Παναγίας! Καὶ τέτοια συγχώρηση σὲ τοῦτο τὸ παιδί, ποὺ ποιὸς ξέρει πῶς καὶ γιατί εἶχε φθάσει σ᾿ αὐτὸ τὸ κατάντημα, καὶ τώρα, μετὰ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ συγκλονιστικὸ ποὺ ἔζησε μπροστὰ στὴν εἰκόνα Της, ἀποφάσισε ν᾿ ἀλλάξει ζωή. Καὶ εἶναι ἡ ἀπόφασή του τόσο δυνατή· σὰν τῆς Ὁσίας ἐκείνης, στὰ πολὺ παλιὰ χρόνια...ΟΣΩΤΗΡ2210



04 Οκτωβρίου, 2022

Ιερα εικόνα Παναγίας Οδηγήτριας εκ Βρυούλων Μικράς Ασίας .

Ιστορικό Ιεράς Εικόνος

Ιερα εικόνα
Παναγίας Οδηγήτριας
εκ Βρυούλων Μικράς Ασίας
Ιστορικό
Η Ιερά Θαυματουργός Εικόνα της Παναγίας της Οδηγήτριας, της επονομαζομένης Βουρλιωτίσσης, αποτελούσε πολύτιμο θησαύρισμα της ιστορικής εκκλησίας της Μεγάλης Παναγιάς στα μαρτυρικά Βουρλά της Μικράς Ασίας. Ήταν δε το σημείο αναφοράς της πόλης και συγκέντρωνε χιλιάδες πιστούς από όλα τα μέρη. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση και ιστορία η εικόνα ευρέθη σε τόπο που αφθονούσαν βουρλιές. Ένας απλός και ταπεινός βοσκός της περιοχής αναζητώντας την πηγή από την οποία εβρέχοντο τα βοσκήματά του ευρέθη ενώπιον της Ιεράς Εικόνος. Έμπλεος χαράς και συγκίνησης το θαυμαστό αυτό γεγονός ανακοίνωσε αμέσως στον ιερέα της περιοχής. Πάραυτα και κατόπιν της αδείας του οικείου επισκόπου η εικόνα μεταφέρθηκε στον κεντρικό ναό της περιοχής που ετιμάτο στο όνομα της Παναγίας, ενώ στο σημείο της ευρέσεως ανήγειραν μικρό ναό εις ανάμνηση του Θείου αυτού γεγονότος. Με την πάροδο των ετών και προς συντήρηση της Ιεράς Εικόνος, αυτή εστάλη στη Ρωσία όπου μερίμνη της Μεγάλης Αικατερίνης απεκατεστάθησαν όλες οι φθορές. Με την ολοκλήρωση των εργασιών και αφού η εικόνα εκοσμήθη βαρυτίμως εστάλη πίσω στα Βουρλά. Γενομένης της Αγίας Εικόνος πυρικαύστου ο λαός των Βουρλών αλλά και οι Τούρκοι κάτοικοι που την ευλαβούντο τις προσέδωσαν το προσωνύμιο Καρά-Παναγιά.
Το 1922, μετά τις 15 Αυγούστου, οι Τούρκοι μπήκαν στα Βουρλά και τα κατέστρεψαν. Βεβήλωσαν, έκλεψαν και στο τέλος έκαψαν την εκκλησία. Ευσεβείς όμως Βουρλιώτες κατάφεραν και απομάκρυναν, μαζί με άλλα ιερά σκεύη και εικόνες και το θαυματουργό εικόνισμα της Παναγίας. Το γεγονός ότι έφτασε στην Ελλάδα χωρίς το ασημένιο κάλυμμά της δηλώνει πως αυτό αποτέλεσε προφανώς το αντάλλαγμα για τη δυνατότητα μεταφοράς της. Στη νέα πατρίδα πια η οικογένεια Χριστοφορίδη, με χρήματα που εισέπραξε από το ταμείο ανταλλαξίμων το 1927, ανέλαβε το κόστος για την κατασκευή νέου ασημένιου καλύμματος.
Σώζεται το εξής περιστατικό: Ένας Βουρλιώτης ονόματι Παναγιώτης είχε αμφιβολίες για το αν αυτή είναι η εικόνα. Το βράδυ στον ύπνο του φανερώθηκε η Παναγία λέγοντάς του: Παναγιώτη παιδί μου γιατί δε με πιστεύεις; είμαι η Βουρλιωτίνα.
Η Εικόνα της Παναγίας υπέστη φθορές από μία ακόμα ανεξήγητη φωτιά η οποία συνέβη την παραμονή της εισβολής των τούρκων στην Κύπρο. Στην Κύπρο επέλεξε να εμφανιστεί η Παναγία, τον Αύγουστο του 2016, ούτως ώστε να κάνει γνωστή την επιθυμία της για την κατασκευή του Ναϊδρίου της όπου και θα τοποθετηθεί το σεβάσμιο εικόνισμά της. Έχει επιτελέσει πληθώρα θαυμάτων και αποτελεί πόλο έλξης για τους Χριστιανούς, Μικρασιάτες και μη.
Το 2010 με ομόφωνη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου της Νέας Φιλαδέλφειας η Παναγία η Βουρλιώτισσα ανακηρύχθηκε Προστάτιδα και Πολιούχος της πόλης.
Η μνήμη της τιμάται την πρώτη Κυριακή κάθε Οκτωβρίου
Απολυτίκιον
ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΒΟΥΡΛΙΩΤΙΣΣΑΣ
Ἦχος Α΄. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος
Τὴν Ἄχραντον Εἰκόναν Σου, Βουρ­λιώτισσα Πάναγνε, νῦν χαρμονικῶς προσκυνοῦντες, γεραίρο­μεν, Παρθένε· Ὑπάρχεις γὰρ σκέπη πρός ἡμᾶς, ἀρδεύουσα θαυμάτων παροχήν. Διὰ τοῦτο ἀναβλύζεις ἀεί, τοῖς εὐλαβῶς βοῶσι Σοί. Δόξᾳ τῷ Σὲ δοξάσαντι Θεῷ, δόξᾳ τῷ Σὲ θαυμα­στώσαντι, δόξᾳ τῷ ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς διὰ τοῦ τόκου Σου.

http://www.panagiafiladelfeias.gr/pages/istoriko-ieras-eikonos