Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μορφες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μορφες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

27 Απριλίου, 2024

Ομιλιες του Μητροπολίτου Πολυανής και Κιλκισίου Αποστόλου Μερος 1ο

 

Δημήτριος Κ. Χοϊλούς

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄ 

Ο Μητροπολίτης Πολυανής και Κιλκισίου  Απόστολος Παπακωνσταντίνου (1924-2009)  

α. Τα παιδικά και νεανικά του χρόνια 

Ο Απόστολος Παπακωνσταντίνου γεννήθηκε στις 23 Απριλίου 1924 στον Αλμυρό Μαγνησίας. Ο πατέρας του Λυσίμαχος καταγόταν από τους Άνω Κοκωτούς της ίδιας περιοχής, ενώ η οικογένεια της μητέρας του, Δήμητρας Κορωναίου, ήταν ναυτικοί από τα Κύθηρα που εγκαταστάθηκε στον Αλμυρό την εποχή που είχε λιμάνι με εμπορική κίνηση. Η δύσκολη εγκυμοσύνη της μητέρας του και ο φόβος, μήπως χαθεί και το τέταρτο στη σειρά παιδί της, την οδήγησαν στο ιερό προσκύνημα του τοπικού Αγίου Αποστόλου του Νέου στο χωριό Άγιος Λαυρέντιος του Πηλίου, όπου επικαλέστηκε τη χάρη του, για να γεννηθεί το παιδί της και να του δώσει το όνομα του Νεομάρτυρα Αγίου. Γι’ αυτό τον λόγο στη μοναχική κουρά, 26 χρόνια αργότερα, και στις χειροτονίες που ακολούθησαν διατήρησε το όνομα του νεομάρτυρα Αγίου Αποστόλου του Νέου. Ακόμη και όταν οι Ζακυνθινοί του ζήτησαν πριν από την εις Επίσκοπον χειροτονία του να πάρει το όνομα του Αγίου Διονυσίου πολιούχου του νησιού, η μητέρα του υπενθύμισε το θαύμα που η ίδια έζησε με τη μεσιτεία του νεομάρτυρα Αποστόλου του Νέου και τον έφερε στη ζωή.  Παρακολούθησε τα εγκύκλια γράμματα στον Βόλο, όπου μετακόμισαν οι γονείς του και τα τρία παιδιά τους Κωνσταντίνος, Αιμιλία και Απόστολος για επαγγελματικούς λόγους του πατέρα του. Το 1942, παρά τη δυσαρέσκεια των γονέων του, εγγράφηκε στη Θεολογική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών κι έγινε δόκιμο μέλος της Ιεραποστολικής Αδελφότητας «Η Ζωή», όπου εργαζόταν, για να περατώσει τις σπουδές του. Με τη δυσλειτουργία των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων στην περίοδο της κατοχής,  πήρε το πτυχίο του το έτος 1948.  Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στα  χρόνια του εμφυλίου στη Δυτική Μακεδονία, επιτελώντας παράλληλα κηρυκτικό και κατηχητικό έργο στους στρατιώτες και σε ομάδες νέων στα μετόπισθεν, στα Τρίκαλα, την Καστοριά και το Νεστόριο. Από αυτή την περίοδο πολλοί νεαροί μαθητές του κατέλαβαν αργότερα σπουδαίες θέσεις στην κοινωνία και διατηρούσαν πάντα μία αγαθή μνήμη από την παρουσία του και όσα τους δίδασκε.33  

β. Η είσοδος στις τάξεις του κλήρου 

Χειροτονήθηκε διάκονος από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών Σπυρίδωνα Βλάχο το καλοκαίρι του 1950 και διορίστηκε Ιεροκήρυκας από την Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Ιερά Μητρόπολη Σερβίων και Κοζάνης, ύστερα από αίτημα του τότε επιχωρίου Επισκόπου Κωνσταντίνου (Πλατή). Οι ανάγκες πνευματικής στήριξης των ακριτικών περιοχών ήταν πολύ έντονες, οι θεολόγοι κληρικοί σπάνιοι και γι αυτόν τον λόγο τότε και οι διάκονοι μπορούσαν να διοριστούν ως Ιεροκήρυκες. Όσον καιρό ήταν διάκονος, μέχρι το έτος  1954, επιτελούσε πλούσιο κηρυκτικό και κατηχητικό έργο. Επισκεπτόταν όλα τα χωριά της υπαίθρου με πολλές δυσκολίες στις μεταφορές στους κακοτράχαλους τότε δρόμους. Εκεί  οι κάτοικοι τον άκουγαν με ενδιαφέρον, αλλά και ο ίδιος άκουγε τον πόνο και τα προβλήματά τους. Μια βασική τους αγωνία ήταν η διαβίωση των παιδιών τους στην Κοζάνη και τα Σέρβια, όπου φοιτούσαν στο εξατάξιο σχολείο.  Όταν ο ίδιος τα επισκεπτόταν, όπως του είχαν ζητήσει οι γονείς τους,  αντίκριζε παιδιά συσσωρευμένα σ’ ένα δωμάτιο, χωρίς συνθήκες υγιεινής με προβληματική διατροφή. Ενώ τα κορίτσια δεν είχαν καμία δυνατότητα να φοιτήσουν στην πόλη. Η εικόνα αυτή τον οδήγησε στη δημιουργία οικοτροφείων. Παράλληλα δαπανούσε τον υπόλοιπο χρόνο του στην ιστορική Βιβλιοθήκη της Κοζάνης, μελετώντας τους αρχαίους κλασικούς συγγραφείς και τους Πατέρες της Εκκλησίας.  Το ανέκδοτο που κυκλοφορούσε ήταν ότι άνοιγε κι έκλεινε τη Βιβλιοθήκη μαζί με τον βιβλιοφύλακά της και μελετούσε μαζί με λίγους ακόμη νεαρούς που ετοιμάζονταν για ανώτερες σπουδές. 34 Το φθινόπωρο του 1954 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Σερβίων και Κοζάνης Κωνσταντίνο στον Μητροπολιτικό Ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Κοζάνης. Πήρε το οφφίκιο του αρχιμανδρίτη και εξομολόγου κι έκτοτε αφιέρωσε όλον του τον χρόνο μέχρι το 1967 στη θεία λατρεία, στο κήρυγμα, την ιερά εξομολόγηση, τα κατηχητικά σχολεία και τα έργα υποδομής, οικοτροφεία, εντευκτήρια και κατασκηνώσεις. Όλα αυτά έγιναν με τον οβολό ή τις δωρεές ευλαβών κατοίκων της περιοχής, για την ποιμαντική προσέγγιση και τη συμβολή στην πνευματική ανόρθωση της κοινωνίας της εποχής.  Ίδρυσε τέσσερα μαθητικά οικοτροφεία, δύο στην πόλη της Κοζάνης και δύο στα Σέρβια, για να μπορούν να φοιτούν απρόσκοπτα στο Γυμνάσιο μαθητές και μαθήτριες από τα χωριά της περιφέρειας. Οι μαθήτριες των οικοτροφείων του απέδιδαν πάντοτε την ευγνωμοσύνη τους, γιατί, αν δεν υπήρχαν τα οικοτροφεία, δεν θα μπορούσαν ποτέ να έχουν το πολύτιμο τότε Απολυτήριο Γυμνασίου και μια διαφορετική πορεία στη ζωή. Από το ίδιο ενδιαφέρον για τη μεταπολεμική νεολαία λειτούργησαν και σφύζοντα εντευκτήρια για τη δημιουργική απασχόληση των παιδιών στον ελεύθερο χρόνο τους καθώς και ορεινές κατασκηνώσεις.  Στην εξομολόγηση διακρινόταν για το πνεύμα ευρύτητας και φιλανθρωπίας και στην προσωπική του ζωή για τη λιτότητα, την άοκνη εργατικότητα και την ευαισθησία για τους πάσχοντες. Ο μισθός του μοιραζόταν πάντοτε για τους ασθενείς, τους φυλακισμένους, τους χρεοφειλέτες και τους άπορους μαθητές.  Το 1965 ο τότε Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος Ψαριανός πρότεινε στον Ιεροκήρυκα της Επαρχίας του να γίνει Επίσκοπος. Εκείνος αρνήθηκε επίμονα, δηλώνοντας ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κοζάνη, για να συνεχίσει το έργο που επιτελούσε. Ύστερα από διαρκή επιμονή του επιχωρίου Επισκόπου και ικανού αριθμού συνοδικών Αρχιερέων μετά δύο χρόνια δέχτηκε να είναι υποψήφιος για τη χηρεύουσα από καιρό Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου, μετά την εκδημία του Μητροπολίτη Αλεξίου Ιγγλέση (+1966).   

γ. Μητροπολίτης Ζακύνθου (1967-1974) 

Χειροτονήθηκε Επίσκοπος στις 27 Ιουνίου του 1967 στην Αγία Ειρήνη Αθηνών, από τους τότε Μητροπολίτες Πατρών Κωνσταντίνο (Πλατή), Εδέσσης και Πέλλης Καλλίνικο (Πούλο)35 και Κερκύρας και Παξών Πολύκαρπο (Βαγενά). Στις 10 Ιουλίου 1967 εγκαταστάθηκε στην Ιερά Μητρόπολη Ζακύνθου.  Η αρχιερατεία του στη Ζάκυνθο χαρακτηρίστηκε από τη λιτότητα και την απλότητα του βίου του, την φιλανθρωπία του, για τους πάσχοντες και το ενδιαφέρον του για την προσέγγιση των νέων. Από τις πρώτες φροντίδες του υπήρξε η δημιουργία Οικοτροφείων στο Καταστάρι και τη χώρα, για τους μαθητές και τις μαθήτριες από τα χωριά που φοιτούσαν στα εκεί Γυμνάσια ή τα φροντιστήρια, ώστε να βρίσκουν κατάλυμα και σίτιση. Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, ίδρυσε Σχολή Κοπτικής και Ραπτικής για κορίτσια, με εξαιρετική απήχηση.  Στο Λόγγο του Αγίου Διονυσίου, ένα παραθαλάσσιο εκκλησιαστικό κτήμα που ήταν προίκα της μητέρας του Αγίου Διονυσίου, γνώρισαν εξαιρετική άνθηση μαθητικές και φοιτητικές κατασκηνώσεις. Απευθύνονταν στους νέους της Ζακύνθου αλλά και σε νέους από την υπόλοιπη, κυρίως τη Βόρεια, Ελλάδα. Εκτός από τον ποιμαντικό στόχο, η επιθυμία του ήταν να επισκεφτούν οι νέοι το νησί, να γνωρίσουν την επτανησιακή παράδοση και να προσκυνήσουν το λείψανο του Αγίου Διονυσίου.  Επόμενο βήμα υπήρξε η ίδρυση πολυδύναμου Πολιτιστικού Κέντρου για τη δημιουργική απασχόληση των νέων της εποχής εκείνης με εντευκτήρια, χώρους προβολών, διαλέξεων και βιβλιοθήκη. Πρόλαβε μόνον να το θεμελιώσει.   

-24-

04 Απριλίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Παπα–Παναῆς Θεοδωρακόπουλος 1ο Μερος


Γεννήθηκε τό 1896 καί ἡ ζωή του ἐκάλυψε ὅλο σχεδόν τόν περασμένο (20ό) αἰῶνα. Πρωτότοκος γυιός ὑπερπολυτέκνων γονέων πιστῶν καί θεοσεβῶν, τοῦ Σπήλιου Θεοδωρακόπουλου καί τῆς Γιαννούλας. Ἡ μητέρα του χαρακτηριζόταν γιά τήν θρησκευτικότητά της καί κρατοῦσε μ᾿ εὐλάβεια τίς ἱερές παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀπό νέος ἦταν σκληραγωγημένος μέσα στήν λιτή ζωή τῆς μᾶλλον φτωχῆς οἰκογενείας του. Ὁ πατέρας του ἦταν μαραγκός στό ἑπτακοσίων περίπου κατοίκων ἄγονο, φτωχό καί πανέμορφο χωριό Καλούσι πού ἦταν σάν σέ μπαλκόνι στήν κακοτράχηλη πλαγιά τοῦ Ἐρυμάνθου μέ τά πρίνα, τά ρείκια καί τίς ἀγριοβελανιδιές σέ ὕψος 750 μέτρων καί εἶχε ἕνα εὑρύ ὁρίζοντα μέχρι τήν μακρινή παραλία τοῦ Πατραϊκοῦ κόλπου.

Μέσα στήν ἤρεμη, ὄμορφη καί σεμνή χριστιανική ἀτμόσφαιρα τῆς οἰκογενείας του καί τήν ὡραία φύση τοῦ χωριοῦ του ζυμώθηκαν τά πρῶτα νεανικά του χρόνια ἐμποτισμένα μέ πίστη, σωφροσύνη καί φυσική καλωσύνη καί εὐγένεια. Τούς μεγαλυτέρους του τούς σεβόταν καί ξεχωριστά βέβαια τούς γονεῖς του. Ἡ αὐθάδεια ἦταν ξένη πρός αὐτόν. Τά πρῶτα γράμματα τἄμαθε στό τότε τετρατάξιο Δημοτικό τοῦ χωριοῦ του. Τοῦ ἄρεσαν τά γράμματα, γι᾿ αὐτό τόν ἔγραψε ὁ πατέρας του στό Σχολαρχεῖο τῆς Χαλανδρίτσας, τρεῖς ὧρες κατσικόδρομος ἀπό τό Καλούσι. Ἦταν εὐφυής ὁ Παναῆς, ὅπως τόν ἔλεγαν οἱ δικοί του, διψοῦσε γιά γράμματα, ἀλλά δέν εἶχε τά οἰκονομικά γιά νά προχωρήση στό Γυμνάσιο Πατρῶν. Στήν Χαλανδρίτσα ἦταν συμμαθητής τοῦ κοντοχωριανοῦ του Γεωργίου Παπανδρέου, ὁ ὁποῖος καί ὡς πρωθυπουργός, τιμοῦσε κι ἀγαποῦσε τόν ἀξέχαστο φίλο του παπα–Παναῆ.

Μετά τό Σχολαρχεῖο βοηθοῦσε στήν μαραγκική καί σ᾿ ὅλες τίς δουλειές τόν πατέρα του.

Ὅταν στρατεύθηκε ἐκτυλισσόταν ὁ Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος καί ἔλαβε μέρος στίς ἐπιχειρήσεις τῆς Κριμαίας καί τῆς Μικρασιατικῆς ἐκστρατείας μέχρι τόν Σαγγάριο. Ἔλεγε στά βαθειά γεράματά του, πρός τό τέλος τῆς ζωῆς του, πού δέν μποροῦσε νά περπατήση: «Περπάτησα κιόλας, βρέ παιδί μου. Δέν ἔχω παράπονο. Περπάτησα. Ὄργωσα τήν Μικρά Ἀσία ἀπό Τσεσμέ μέχρι Σαγγάριο. Ἀνεβοκατέβηκα στήν Κριμαία…».

Ἔχοντας ζωηρή τήν πίστη του στόν Χριστό μέσα στό καμίνι τῶν κακουχιῶν τοῦ πολέμου, ἐξαγνιζόταν «ὡς χρυσός ἐν χωνευτηρίῳ» καί προόδευε στήν πνευματική ζωή, ὥστε ὅταν εἶχε φθάσει στά βάθη τῆς Μ. Ἀσίας, στόν Σαγγάριο, ἀξιώθηκε κάποιας μυστικῆς θεοφανείας, ἡ ὁποία τοῦ ἐσφράγισε τήν ὑπόλοιπη ζωή του, ὥστε νά μένη διά παντός ἀμόλυντος ἀπό τήν πονηριά τοῦ κόσμου καί ἡ καρδιά του νά πάλλη γιά τόν Χριστό. Σ᾿ ὅλη του τήν ζωή συχνό ἦταν τό ἐπιφώνημά του «Χριστέ μου!». Γιά τό ὅραμα ἐκεῖνο, πού τόν συγκλόνισε, δέν ἔδωσε λεπτομερεῖς ἐξηγήσεις, ὅπως ἄλλοτε ὁ ἀπ. Παῦλος δέν μίλησε γιά τό τί εἶδε καί τί ἄκουσε κατά τήν ἁρπαγή του «μέχρι τρίτου οὐρανοῦ»˙ μόνο παραπονιόταν ὁ παπαΠαναῆς ὅτι ἔκτοτε δέν ξαναεῖδε ποτέ κάποιο ὅραμα. Ἦταν μία «ἐφ᾿ ἅπαξ» δωρεά τοῦ Χριστοῦ, γιά νά γίνη εὐλαβέστερος, πιό φιλόθεος, πιό φιλόχριστος καί νά ζωηρέψη στήν καρδιά του ἡ ἐπιθυμία του κάποτε νά γίνη Ἱερεύς.

Ἡ τρίχρονη θητεία του στόν στρατό τέλειωσε πρίν τήν Μικρασιατική καταστροφή, διότι εἶχε καί ἄλλο ἀδελφό στρατιώτη, πού πολεμοῦσε στό Μέτωπο. Ἐπιστρέφει στό ἀγαπημένο του χωριό πού τόσο τὄχε νοσταλγήσει, ἀλλά καί πάλι σέ λίγο φεύγει στήν Πάτρα γιά νά φοιτήση στό μονοετές προπαρασκευαστικό Ἐκκλησιαστικό Φροντιστήριο τοῦ σπουδαίου π. Γερβασίου Παρασκευοπούλου. Δάσκαλο, ἀλλά καί Πνευματικό του εἶχε τόν π. Γερβάσιο, ἀπό τόν ὁποῖο πῆρε ὅλα τά ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιά νά γίνη ἕνας σωστός ἐφημέριος!

Ἀμέσως μετά ἀκολούθησε ἡ οἰκογενειακή ἀπoκατάστασή του. Πῆρε σύζυγο τήν διαλεχτή κόρη τοῦ χωριοῦ του, τήν Διονυσία Παπαθάνου. Εἰρηνικά καί εὐλογημένα τά τρία πρῶτα χρόνια τῆς ζωῆς τῆς οἰκογενείας του.

Ἐκεῖνο τόν καιρό συνέβη νά εἶναι κενή ἡ θέση τοῦ ἐφημερίου τοῦ Καλουσίου. Οἱ συγχωριανοί του, ὅλοι ζήτησαν ἀπό τόν Παναγιώτη νά γίνη ἱερέας τους. Ἐγνώριζαν τό ἦθος του, τήν πίστη του, τήν φρόνηση καί τά ἄλλα του προσόντα καί ἐπρότειναν στόν Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Ἀντώνιο, νά τόν χειροτονήση καί νά τόν τοποθετήση ὡς ἐφημέριο στό χωριό τους. Ὁ Παναγιώτης δέχτηκε τήν πάνδημη πρόσκληση τῶν Καλουσιωτῶν, οἱ ὁποῖοι κατά τά κρατοῦντα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης τόν ἐψήφισαν καί μάλιστα ὅλοι, πλήν ἑνός.

Ὁ Παναγιώτης βαθύτατα συγκινημένος, χειροτονήθηκε διάκονος στίς 12 Αὐγούστου 1923, σέ ἡλικία 27 ἐτῶν, καί στίς 4 Ἰανουαρίου 1924 πρεσβύτερος, ἀπό τόν Μητροπολίτη Πατρῶν κ. Ἀντώνιο.

Ὅπως βεβαιώνει ὁ συμπατριώτης του ἐκλεκτός ἱερέας Ἀθανάσιος Γιαννακόπουλος «ἡ μικρή Κοινότητα τοῦ Καλουσίου εἶχε βρῆ στό πρόσωπο τοῦ παπα–Παναγῆ τόν ἀληθινό ποιμένα».

Πραγματικά, ἦταν ὁ ἀγγελικός λειτουργός, ὁ χαρισματικός κήρυκας τοῦ θείου Λόγου, πού ἐσαγήνευε μέ τό κήρυγμά του κατά τίς Κυριακές καί τίς γιορτές, ὁ φιλόστοργος ποιμένας τοῦ λογικοῦ ποιμνίου του, ὁ σοφός σύμβουλος, ὁ πάντοτε καί κατά πάντα σεμνός (π.χ. πάντα, καί στό δωμάτιό του ἀκόμα φοροῦσε τό «ἀντερί», ἐσώρασο), τό λαμπρό ὑπόδειγμα χριστιανικῆς ζωῆς, ὁ ἐμπνευστής καλῶν ἔργων, ὁ ἀνακαινιστής τῆς κοινωνίας τοῦ Καλουσίου, ὁ φροντιστής τῶν πτωχῶν, τῶν ἀρρώστων καί τῶν ἀδυνάτων ἐνοριτῶν του, ὁ πρός τόν Κύριον μεσίτης τους, πού πάντοτε μνημόνευε στήν Ἁγία Πρόθεση τά ὀνόματα ὅλων, ζώντων καί κεκοιμημένων, ὁ ὀλιγογράμματος μέν, εὐφυέστατος δέ, ὁ ἱερεύς τόν ὁποῖον δέν ἦταν δυνατόν κανείς νά τόν καταφρονήση ἤ παραμερίση, ὅσο μορφωμένος καί ἄν ἦταν, ἔστω κι ἄν εἶχε διαφορετικά φρονήματα.


Εἶχε ἔμφυτη ἐξαιρετική νοημοσύνη, ἀλλά ἦταν καί ἐπιμελής στόν πνευματικό καταρτισμό του. Καθημερινά διάβαζε ἤ μᾶλλον μελετοῦσε τήν Ἁγία Γραφή, Παλαιά καί Καινή Διαθήκη καί πολλά ὑπογράμμιζε γιά νά τά προσέχη περισσότερο. Ἐντρύφημά του ἦταν καί πατερικά βιβλία, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Μ. Βασιλείου καί ἄλλων ἁγίων Πατέρων. Διάβαζε ἀκόμα βίους Ἁγίων, Ὀρθόδοξα περιοδικά, ἀπολογητικά βιβλία καί ἄλλα οἰκοδομητικά, μέ τά ὁποῖα γινόταν πιό σοφός κατά Θεόν καί πιό δυνατός στήν πίστη, ἀνεπίληπτος, σώφρων, κόσμιος, διδακτικός, ἀφιλάργυρος καί πλήρης Πνεύματος Ἁγίου. Ἦταν φανερή σ᾿ ὅλους ἡ καλή  προκοπή του. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.
https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtes_ston_kosmo/24-askites-mesa-ston/

01 Απριλίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο . Π. Σοφιανός Τσαντσαρίδης 2/2

μαζί τους. Αὐτοί ἀπό τόν φόβο τους βγῆκαν στό βουνό καί κατέβαιναν ἀργά τήν νύχτα στό χωριό γιά νά προμηθευτοῦν τροφές γιά τήν συντήρησή τους. Αὐτό διήρκησε ἀρκετές ἡμέρες, μέχρι πού οἱ γονεῖς καί οἱ γυναῖκες τους πῆγαν ἀγανακτισμένοι στόν π. Σοφιανό καί τοῦ παραπονέθηκαν γιά τήν κατάστασή τους καί τήν ἀπειλή τοῦ φόνου πού βίωναν οἱ δικοί τους ἀπό τόν Τσορανίδη. Τότε ὁ π. Σοφιανός μέ τήν φώτιση πού εἶχε ἀπό τόν Θεό, πῆγε καί βρῆκε τόν Τσορανίδη καί τοῦ εἶπε: «Θέλω νά σοῦ ζητήσω μία χάρη καί θέλω νά μοῦ ὑποσχεθῆς στόν λόγο τῆς τιμῆς σου ὅτι θά μοῦ τήν κάνης, ὅποια καί νά εἶναι αὐτή». Αὐτός ὅμως ζητοῦσε νά μάθη ποιά θά εἶναι αὐτή ἡ χάρη πρίν τήν κάνη. Ὁ π. Σοφιανός ἐπέμενε νά τοῦ ὑποσχεθῆ πρῶτα ὅτι θά ὑποσχεθῆ νά τοῦ κάνη τήν χάρη καί μετά θά τοῦ πῆ τό ζητούμενο. Ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στήν ἁγιότητα τοῦ π. Σοφιανοῦ, ὁ Τσορανίδης ὑποχώρησε καί εἶπε ὅτι θά τηρήση τήν ὑπόσχεσή του. Τότε ὁ π. Σοφιανός τοῦ εἶπε νά συγχωρήση αὐτούς πού ἤθελε νά ἐκδικηθῆ καί ἔτσι ἔληξε ἀναίμακτα τό θέμα πού εἶχε δημιουργηθῆ μεταξύ τοῦ ἐξαγριωμένου Τσορανίδη καί τῶν λιπόψυχων συγχωριανῶν του. Ὁ Τσορανίδης ἄν καί λυπήθηκε, ὡστόσο κράτησε τήν ὑπόσχεσή του, ἀπό σεβασμό πρός τόν π. Σοφιανό.

Κάποτε ἦρθαν στόν π. Σοφιανό τρία ἀδέλφια πού τούς εἶχε βαφτίσει ὁ ἴδιος, ἦταν ἀνάδοχός τους καί τοῦ εἶπαν ὅτι ὁ ἱερέας – πατέρας τους πού ὑπηρετοῦσε στό χωριό  ἄφησε κληρονομιά γιά τόν π. Σοφιανό –σπίτι καί χωράφια– καί τόν παρακαλοῦσαν νά φροντίση γιά τήν περιουσία πού τοῦ ἄφησε ὁ πατέρας τους. Ὁ π. Σοφιανός τούς ζήτησε νά ἀφήσουν ἕνα μεγάλο μέρος ἀπό τήν περιουσία στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί τά ὑπόλοιπα νά τά μοιραστοῦν μεταξύ τους.

Ὁ π. Σοφιανός εἶχε λείψανα Ἁγίων καί μέ αὐτά ἔκανε παρακλήσεις στόν Θεό γιά νά βρέξη. Τηροῦσε ὅλες τίς νηστεῖες καί τίς ἀργίες καί ἐργαζόταν κανονικά τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες.

Ἦταν εὐχάριστος καί καλωσυνᾶτος ἄνθρωπος. Σέ συζητήσεις, σέ τυχόν συστάσεις ἤ παρατηρήσεις πού ἔκανε, δεχόταν καί τίς ἀντιδράσεις χωρίς κακία ἤ παρεξήγηση.

Ἀπό τήν γιαγιά μας Σοφία, νύφη τοῦ ἀείμνηστου π. Σοφιανοῦ, ἀκούσαμε τό παρακάτω συμβάν: Κάποια φορά ὁ π. Σοφιανός κουρασμένος καθώς ἦταν ἀπό τίς ἐργασίες στό χωράφι ἀποκοιμήθηκε˙ καί ὅταν ξύπνησε αἰσθάνθηκε ὅτι κάτι ὑπῆρχε ἀνάμεσα στά πόδια του καί τήν κοιλιά του. Τότε ξεκούμπωσε τό παντελόνι του καί εἶδε ἕνα φίδι μεγάλο. Τοῦ λέει ἀτάραχος: «Εὐλογημένο, φύγε ἀπό ἐδῶ», καί ἐκεῖνο σάν νά ἦταν λογικό ὄν ἀπομακρύνθηκε, χωρίς νά τόν τσιμπήση καί ὁ πατήρ δέν τό κυνήγησε γιά νά τό σκοτώση.

Ἡ γιαγιά μας Σοφία ἦταν ἀγράμματη. Ὡστόσο εἶχε πολλά ἀκούσματα ἀπό τόν πεθερό της π. Σοφιανό, ὁ ὁποῖος τόν ἐλεύθερο χρόνο του τῆς διάβαζε βίους Ἁγίων καί ἄλλα χριστιανικά βιβλία. Ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε ὅτι καί στήν θάλασσα κοντά νά καθήσης, ὅσο νερό σέ ἀναλογεῖ νά πάρης, τό παραπανίσιο εἶναι περιττός κόπος. Σέ ὅλες τίς πράξεις τῆς ζωῆς του τηροῦσε τό «πᾶν μέτρον ἄριστον». Ἦταν νηστευτής καί ἐγκρατής, μάλιστα καί τά ἐγγόνια του τά νήστευε μετά τόν ἀπογαλακτισμό τους.

Ἔλεγε ἐπίσης:

«Ἀπό αὐτά πού δίνεις, δέν λιγοστεύουν, γιατί ὁ Θεός τά περισσεύει πολλαπλά».
«Αὐτό πού δίνεις νά μήν τό πῆς, γιά νά λάβης μισθό ἀπό τόν Θεό».
«Ὅποιος θέλει τό κακό σου σέ κάνει καί γελᾶς, ἐνῶ ὅποιος θέλει τό καλό σου σέ κάνει καί κλαῖς».
Στίς χῆρες πού μεγάλωναν ὀρφανά ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε, νά μήν στενοχωριοῦνται πού δέν μποροῦν νά κάνουν ἐλεημοσύνες, γιατί γι᾿ αὐτές τό μεγάλωμα τῶν ὀρφανῶν ἦταν σάν νά χτίζης Ἐκκλησία.
Πολύ καιρό πρίν τήν κοίμησή του, ὁ π. Σοφιανός ἔλεγε στήν νύφη του Σοφία, νά μήν ξεχάση μετά ἀπό τρία χρόνια ἀπό τήν κοίμησή του νά κάνη ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του.


Ἀφοῦ ἐκοιμήθη εἰρηνικά ὁ π. Σοφιανός τό ἔτος 1915, τό σῶμα του ἔμεινε στήν γῆ θαμμένο ἐπί ἑπτά ἔτη. Ὁ λόγος ἦταν διότι στόν Πόντο τότε ὑπῆρχαν δυσκολίες, ἄλλοι ἔφευγαν καί δέν εὕρισκαν εὔκολα ἱερέα γιά νά κάνη τήν ἀνακομιδή. Ὁ γυιός του Μιχάλης εἶχε πεθάνει καί ὁ π. Σοφιανός συχνά ἐμφανιζόταν στόν ὕπνο τῆς γιαγιᾶς Σοφίας καί τῆς ἔλεγε: «Αὐτό πού σοῦ εἶπα δέν τό ἔκανες», καί ἐννοοῦσε τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Τῆς ἔλεγε: «Ἐσεῖς θά φύγετε, θά πᾶτε στήν Ἑλλάδα καί ἐμένα θά μέ ἀφήσετε ἐδῶ;». Ὁ π. Σοφιανός γνώριζε ἀπό ἐκεῖ ψηλά τόν ξερριζωμό τῶν Ποντίων καί δέν ἤθελε νά μείνουν ἐκεῖ τά λείψανά του. Καί ἐνῶ ἡ γιαγιά Σοφία ἔβλεπε ὅλο καί πιό συχνά στόν ὕπνο της τόν π. Σοφιανό, συγχωριανοί πιστοί γέροντες ἔβλεπαν συχνά ἕνα φῶς, κάτι σάν ἕνα μικρό φωτεινό ἄστρο πάνω ἀπό τόν τάφο του. Ὁ κόσμος ἀναστατώθηκε καί ἀνησυχοῦσε γιά τό τί ἄραγε σήμαινε ἡ ἐμφάνιση τοῦ φωτός. Κι αὐτό στάθηκε ἐπί πλέον ἀφορμή γι᾿ αὐτήν νά ἐντείνη τίς προσπάθειές της νά βρῆ ἱερέα καί νά κάνη τήν ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του.

Κατά τήν ἀνασκαφή τοῦ τάφου οἱ παρόντες ἀνέπνεαν μία εὐχάριστη εὐωδία, ἡ ὁποία γινόταν ὅλο καί πιό ἔντονη ὅσο πλησίαζαν πρός τό σημεῖο πού βρέθηκε τό δεξί του χέρι ἀναλλοίωτο πού κρατοῦσε τόν Σταυρό. Οἱ παρευρισκόμενοι στήν ἀνασκαφή, ἀνέπνευσαν τήν εὐωδία καί εἶδαν τό δεξί χέρι ἄφθορο, γι᾿ αὐτό ἔλεγαν ὅτι σίγουρα ἁγίασε. Ἡ γιαγιά τά ἔφερε στήν Ἑλλάδα ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρό. Τά λείψανα τοῦ π. Σοφιανοῦ ἦταν καί εἶναι ὅ,τι πολυτιμώτερο ἔχομε στήν οἰκογένειά μας. Σήμερα βρίσκονται στό πατρικό μας, ὅπου ὁ ἀδελφός μου Χρῆστος τά φυλάγει σέ λειψανοθήκη τοποθετημένη στό εἰκονοστάσιο καί ἀνάβει τήν κανδήλα συνεχῶς.

Τήν εὐχή του νά ἔχωμε. Ἀμήν.

https://enromiosini.gr/arthrografia/23askites-mesa-ston-kosmo13/

31 Μαρτίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο . Π. Σοφιανός Τσαντσαρίδης 1/2

  ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ


Ο π. Σοφιανός ἔζησε ἀπό τό 1850 ἕως τό 1915 στόν συνοικισμό Βαρτάντων τῆς περιοχῆς Ἀργυρουπόλεως (πόλη τοῦ νομοῦ Τραπεζούντας καί ἕδρα τῆς ἐπαρχίας Χαλδίας, ἡ ὁποία Τουρκιστί ὀνομάζεται Κιμισχανᾶ ἤ Γκιουμούς χανέ καί εἶναι στόν νότιο Πόντο). Γεννήθηκε καί ἀνατράφηκε μέσα σέ ἱερατική οἰκογένεια, τῆς ὁποίας τό γενεαλογικό δέντρο ἀπό πατέρα ἀριθμοῦσε πρός τά πίσω 16 γενιές ἱερέων, μέ τόν ἴδιο νά ἀποτελῆ τόν 17ο. Οἱ χρόνοι ἦταν δύσκολοι γιά τήν ἐπιβίωση τῶν χριστιανῶν ἀνάμεσα σέ μουσουλμανικό στοιχεῖο, πού ἦταν μέν σέ γειτονικά χωριά, ἀλλά περιέβαλλε τήν χριστιανική κοινότητα. Ὑπῆρχαν περιπτώσεις ἀπό μικροαφορμές νά ἐπιτίθενται οἱ Τοῦρκοι στούς Χριστιανούς, νά ἁρπάζουν τά περιουσιακά τους στοιχεῖα καί νά τούς ἀφήνουν μέσα στήν φτώχεια.

Γιά τήν ἀνασυγκρότηση τῆς ἐνορίας, ὕστερα ἀπό ληστρικές ἐπιθέσεις τῶν Τούρκων, ὁ π. Σοφιανός ἐργαζόταν γιά νά τονώση τό ἠθικό τῶν ἀνθρώπων βοηθούμενος ἀπό τήν νύφη του Σοφία, σύζυγο τοῦ γυιοῦ του Μιχαήλ. Ἐκτός ἀπό τόν γυιό του Μιχαήλ εἶχε ἀκόμα τρεῖς θυγατέρες. Ὁ ἴδιος ἦταν πολύ ἐργατικός, χωρίς νά παραμελῆ τά ἱερατικά του καθήκοντα. Γι᾿ αὐτόν προεῖχε πρῶτα ἡ ὑπηρεσία στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων Θεοδώρων καί ἔπειτα, κατά τόν ἐλεύθερο χρόνο του, ἐργαζόταν στά κτήματα, τήν κτηνοτροφία καί τήν μελισσοκομία.

Ἀπό τούς καρπούς τῶν κτημάτων καί τόν τρύγο τῶν μελισσῶν ἔδινε ὡς εὐλογία σέ ἀνθρώπους, σέ οἰκογένειες, πού στεροῦνταν τά ἀπαραίτητα ἀγαθά. Τίς ἐλεημοσύνες δέν τίς ἔκανε ὁ ἴδιος, ἀλλά ἔστελνε κατά τίς βραδινές ὧρες τήν νύφη του. Ὅσες πάλι φορές χρειαζόταν νά συμβάλη καί ὁ ἴδιος προσωπικά, κατά τίς βραδινές ὧρες, ἄφηνε τίς εὐλογίες μπροστά στά σπίτια τῶν ἀνθρώπων πού εἶχαν ἀνάγκη καί ἔφευγε. Οἱ ἄνθρωποι πολλές φορές ἀναρωτιοῦνταν ποιός νά εἶναι αὐτός ὁ νυχτερινός ἐπισκέπτης πού ἔρχεται νά ἀνακουφίση τήν ἀνέχειά τους. Κάποια φορά κρύφτηκαν καί συνέλαβαν τόν «δράστη» ἱερέα Σοφιανό. Ἀπό αὐτό ἀποκτοῦσε μεγαλύτερο κῦρος καί τόν σέβονταν περισσότερο οἱ Χριστιανοί, ἀκόμα καί οἱ Τοῦρκοι.

Οἱ ἀγαθοεργίες αὐτές τοῦ π. Σοφιανοῦ μᾶς ὑπενθυμίζουν τόν ἅγιο Νικόλαο Ἐπίσκοπο Μύρων, ὅταν βοηθοῦσε τούς πιστούς. Ἔτσι φαίνεται ἡ καλλιέργεια τῶν ἀρετῶν τῆς ἐλεημοσύνης καί τῆς ἀγάπης, μέ τέτοιο τρόπο ὥστε νά μήν προσβάλλεται ἡ ἀξιοπρέπεια τοῦ ἄλλου, πού δέχεται τήν βοήθεια, ἀλλά καί νά ἀποφεύγη τόν ἔπαινο τῶν εὐεργετημένων.

Γιά τήν εἰρήνη καί τήν ἀσφάλεια τοῦ χωριοῦ καί τῶν ἐνοριτῶν του ἔκανε προσευχές καί ἀγρυπνίες καί ὁ Θεός φύλαξε, ὥστε ποτέ οἱ Τοῦρκοι νά μήν βιοπραγήσουν στό χωριό τους. Ἔλεγαν οἱ Τοῦρκοι χωροφύλακες (τσανταρμάδες) στόν π. Σοφιανό: «Παπᾶ ἐφέντη, ἐρχόμαστε νύχτα νά ληστέψωμε τό χωριό σας καί δέν μᾶς ἀφήνουν νά περάσωμε δύο καβαλλάρηδες λευκοφορεμένοι˙ μᾶς κυνηγοῦν. Ποιοί εἶναι αὐτοί;». Προφανῶς θά ἦταν οἱ Ἅγιοι Θεόδωροι, οἱ προστάτες τοῦ χωριοῦ, στά ὀνόματα τῶν ὁποίων ἦταν ἀφιερωμένος ὁ Ναός τοῦ χωριοῦ Βαρτάντων.

Κάποια φορά ὁ βοσκός τοῦ χωριοῦ πῆγε στόν π. Σοφιανό τήν ὥρα πού ὄργωνε τό χωράφι του καί διαμαρτυρήθηκε, λέγοντάς του: «Ἐσύ, παπᾶ μου, ἔχεις καί καλλιεργεῖς, ἐνῶ ἐγώ δέν ἔχω τίποτα». Τότε ὁ π. Σοφιανός εἶπε στήν νύφη του νά ξεζέψη τά ζῶα ἀπό τόν ζυγό καί ἔδωσε τό χωράφι στόν βοσκό νά μήν διαμαρτύρεται, ἀλλά νά καλλιεργῆ αὐτός τό χωράφι. Ὁ βοσκός καλλιέργησε τό χωράφι γιά δύο χρονιές κι ὕστερα τό ἄφησε. Ὁ π. Σοφιανός τότε ἐπανέλαβε τήν καλλιέργεια τοῦ ἀγροῦ. Τότε ὁ βοσκός παρουσιάστηκε καί διαμαρτυρήθηκε ἔντονα γιά τήν ἐνέργεια αὐτή τοῦ ἱερέα, ὁ ὁποῖος ὑποχωρητικός καί συγκαταβατικός τοῦ ἔδωσε πάλι τό χωράφι μέ τήν σύσταση νά τό καλλιεργῆ. Ὅταν τρύγησε τά μελίσσια, ἔδωσε στήν νύφη του Σοφία ἕνα δοχεῖο μέλι νά τό πάη στό σπίτι τοῦ βοσκοῦ. Ἡ νύφη του διαμαρτυρήθηκε: «Αὐτός μᾶς συμπεριφέρεται τόσο ἄγρια καί νά τοῦ πάω καί μέλι;». Στήν ἐπιμονή τοῦ ἱερέα ὡστόσο ἔκανε ὑπακοή ἡ Σοφία καί πῆγε τό μέλι στόν δύστροπο βοσκό, ὁ ὁποῖος κατάλαβε τό λάθος του καί ζήτησε ἀργότερα συγγνώμη γιά τήν συμπεριφορά του.

Ὁ π. Σοφιανός ἐπισκεπτόταν τίς οἰκογένειες, ἰδιαιτέρως τήν πρώτη μέρα κάθε μῆνα γιά νά τούς ἁγιάση μέ τόν καθιερωμένο ἁγιασμό, πού ἔκανε κάθε ἀρχή μηνός. Κατά τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων ἐπισκέπτονταν τά σπίτια γιά νά φωτίση καί τούς ἀνθρώπους. Οἱ ἄνθρωποι ἐκ παραδόσεως ἔρριχναν κάποια μεταλλικά νομίσματα στό χάλκινο ἀγγεῖο (παρχάτσι), τό ὁποῖο εἶχε ἁγιασμό καί τό χρησιμοποιοῦσε ὁ ἱερέας στίς ἐπισκέψεις τῶν σπιτιῶν. Ὅταν ἐπισκέπτωνταν κάποιο σπίτι φτωχικό ἤ χήρας, ἔβγαζε τά νομίσματα καί τά ἄφηνε ἐκεῖ ὡς εὐλογία.

Τήν ἐποχή ἐκεῖνοι οἱ ἱερεῖς ἦταν λίγοι˙ ἔτσι καλοῦσαν τόν π. Σοφιανό νά ἐπισκεφθῆ τά γύρω χωριά τους γιά νά βαφτίση τά παιδιά πού ἔρχονταν στήν ζωή, καί νά κάνη καί εὐχέλαια, ἁγιασμούς κ.τ.λ. ἔχοντας μαζί του λείψανα ἁγίων.

Ἡ κοινωνική εὐαισθησία τοῦ π. Σοφιανοῦ τόν ὤθησε νά κατασκευάση ἕνα νερόμυλο, ἀπ᾿ τόν ὁποῖο δέν εἰσέπραττε ἁλεστικά ἀπό ἀνθρώπους, πού δυσκολεύονταν νά ἀντιμετωπίσουν τίς καθημερινές ἀνάγκες τους. Ἡ καλωσύνη του ἦταν πολλές φορές συγκινητική. Κάποια φορά πού ἔμεινε στό ἁλῶνι γιά νά τό φυλάη, πῆγε νύχτα μία γυναῖκα γιά νά κλέψη σιτάρι. Ὁ π. Σοφιανός ὄχι μόνο δέν τήν παρατήρησε γιά τήν πράξη τῆς κλοπῆς, ἀλλά ἀντίθετα τήν βοήθησε νά φορτωθῆ τό τσουβάλι στούς ὤμους της. Ἐπίσης ἔδινε εὐλογία ἀπό τά ζῶα πού διατηροῦσε, γαλακτοκομικά προϊόντα σέ χῆρες καί οἰκογένειες μέ μικρά παιδιά. Ἡ νύφη του Σοφία διατηροῦσε ἕνα μικρό παντοπωλεῖο γιά τά ἀπαραίτητα καθημερινῆς χρήσης, π.χ. ἁλάτι, ζάχαρη, ἐλιές, λάδι, σαπούνια, ὑφάσματα, κλωστές, βελόνες καί ὅ,τι ἄλλο ἦταν ἄμεσα ἀπαραίτητο. Γιά τίς ὑπόλοιπες ἀγορές τους πήγαιναν στήν κωμόπολη Ἄρδασσα.

Κάποια συγχωριανή τῆς γιαγιᾶς Σοφίας  της νύφης τοῦ π. Σοφιανοῦ, ἀπό τό χωριό Βαρτάντων, η κυρια Παρθενα, σέ συζήτηση γιά τόν π. Σοφιανό,  διηγήθηκε ἕνα ἱστορικό γεγονός γιά τόν π. Σοφιανό. Στό χωριό κατέβαινε συχνά μία ἀρκούδα καί προξενοῦσε μεγάλες ζημιές στίς ἀγροτικές τους καλλιέργειες καί προξενοῦσε φόβο σέ ὅλους τούς κατοίκους. Τότε ἀποφάσισαν τά παλληκάρια τοῦ χωριοῦ νά στήσουν καρτέρι στήν ἀρκούδα καί νά τήν σκοτώσουν. Ἔτσι καί ἔγινε. Ὁ Τσορανίδης καί οἱ ἄλλοι ἔφτασαν στήν φωλιά τῆς ἀρκούδας. Ὁ Τσορανίδης ἔβαλε φωτιά ἔξω ἀπό τήν σπηλιά – φωλιά τῆς ἀρκούδας γιά νά ἀναγκαστῆ ἡ ἀρκούδα νά βγῆ ἀπό τήν φωλιά της. Ὅταν ὅμως βγῆκε ἡ ἀρκούδα, τῆς ἐπιτέθηκε ὁ Τσορανίδης μέ ἕνα μαχαίρι καί τήν τραυμάτισε θανάσιμα. Αὐτή ὅμως πρόλαβε καί τοῦ ἔβγαλε τό ἕνα του μάτι, ἐνῶ οἱ ἄλλοι σκόρπισαν ἔντρομοι.

Κατόπιν τοῦ γεγονότος τῆς φυγῆς τῶν ὑπολοίπων, ὁ Τσορανίδης τούς ἔψαχνε γιά νά λογαριαστῆ.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

https://enromiosini.gr/arthrografia/23askites-mesa-ston-kosmo13/

29 Μαρτίου, 2024

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Σοφία Σαμαρᾶ 1/2

Βιογραφικά
Η Σο­φί­α Σα­μα­ρᾶ τοῦ Σταύ­ρου καί τῆς Ἀ­θη­νᾶς γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­να­το­λι­κή Θρά­κη. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἦρ­θαν στήν Χα­ραυ­γή Κο­ζά­νης καί τό ἔ­τος 1938 κα­τέ­βη­καν στήν Βέ­ροι­α. Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α καί μο­να­δι­κή πού ἔ­ζη­σε ἀ­πό τά δώ­δε­κα παι­διά πού γέν­νη­σε ἡ μη­τέ­ρα της.

Οἱ γο­νεῖς της ἦ­ταν πτω­χοί ἀλ­λά πο­λύ εὐ­λα­βεῖς, ἰδι­αί­τε­ρα ἡ μη­τέ­ρα της. Ἀρ­γό­τε­ρα ἡ μη­τέ­ρα της ἔχα­σε τό φῶς της καί ἔ­ζη­σε ὥς 110 ἐτῶν. Ἦ­ταν τυ­φλή ἀλ­λά ἔ­βλε­πε μέ ἄλ­λον τρό­πο ὡ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα. Κά­πο­τε τήν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ἡ κυ­ρί­α Με­τα­ξία Γε­ωρ­γιτ­ζί­κη μέ τόν γυι­ό της Θο­δω­ρά­κη καί ἡ για­γιά Ἀ­θη­νᾶ τήν ρώ­τη­σε: «Τό παι­δί σου ἔ­χει πρό­βλη­μα στό πό­δι;». Πράγ­μα­τι εἶ­χε πρό­βλη­μα. Ἡ για­γιά Ἀ­θη­νᾶ τήν συμ­βού­λε­ψε: «Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι. Ὁ Θε­ός θά τοῦ δώ­ση ὑ­γεί­α καί δύ­να­μη, ἀλ­λά νά μή βα­ρυγ­γω­μᾶς γι­ά τό παι­δί σου, γι᾿ αὐ­τό τό πρό­βλη­μα. Τε­λεί­ως κα­λά δέν πρό­κει­ται νά γί­νη πο­τέ, για­τί αὐ­τό εἶ­ναι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, γι­ά νά μήν ξε­χά­σε­τε τόν Θε­ό καί νά προ­σεύ­χε­σαι συ­νέ­χεια».

Ἀ­γράμ­μα­τη ἡ για­γιά καί τυ­φλή κα­θό­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ της καί συ­νε­χῶς ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή, τό «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με τήν ἁ­μαρ­τω­λή».

Τήν κό­ρη της Σο­φί­α τήν πάντρε­ψαν καί σέ ἡ­λι­κί­α 36 ἐ­τῶν χή­ρε­ψε μέ τρί­α παι­διά ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων τό δεύ­τε­ρο ἐ­κοι­μή­θη.

Ἔ­με­νε μέ τήν μη­τέ­ρα της σ᾿ ἕ­να κελ­λά­κι (δι­κέλ­λα) πο­λύ φτω­χι­κό ἀλ­λά πο­λύ νοι­κο­κυ­ρε­μέ­νο. Ἦ­ταν ἕ­να δι­πλό κελ­λί χω­ρι­σμέ­νο ὄ­χι μέ πόρ­τα ἀλ­λά μέ ἕ­να κομ­μά­τι ὕ­φα­σμα. Στό μέ­σα προ­σευ­χό­ταν καί ἔ­και­γε συ­νο­λι­κά δε­κα­τέσ­σε­ρα καντή­λια ἀ­κοί­μη­τα. Τά κα­μέ­να φυ­τί­λια ἀ­πό τά καντή­λια δέν τά πε­τοῦ­σε. Εἶ­χε εἰ­δι­κό μέ­ρος στόν κῆ­πο, μί­α φω­λί­τσα, τά ἔ­βα­ζε ἐ­κεῖ, τά σκέ­πα­ζε καί ἔ­λε­γε: «Χρι­στού­λη μου, στά πο­δα­ρά­κια σου».

Συ­χνά ἡ γε­ρόν­τισ­σα Σο­φί­α μι­λοῦ­σε γιά τήν πολ­λή εὐ­λά­βεια πού εἶ­χε στόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο, καί πῶς τήν ἀ­πέ­κτη­σε: «Ὅ­ταν ὁ­ρα­μα­τί­στη­κε ἡ γε­ρόντισ­σα Χα­ρί­κλεια τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο καί τῆς ἔ­δει­ξε σέ ποιό ση­μεῖ­ο νά σκά­ψουν γιά νά βροῦν τό ἁ­γί­α­σμα πή­γαι­νε πο­λύς κό­σμος νά βο­η­θή­ση μέ προ­σω­πι­κή ἐρ­γα­σία­. Πήγαινα καί ἐ­γώ. Ξε­κι­νοῦ­σα ἀ­πό τό σπί­τι μέ τά πό­δια μέ­χρι τήν Πα­τρί­δα (χωριό τῆς Βέροιας) καί ἔμενα μέχρι τό ἀπόγευμα καί βοηθοῦσα ὅπως μποροῦσα.

»Κάποιο πρωΐ ξεκίνησα ὅπως συνήθως. Πῆρα μαζί μου ψωμί καί ἐλιές. Στό μέσο τῆς διαδρομῆς κάθησα κάπου γιά νά ξαποστάσω. Τότε ἐμφανίστηκε ἕνας Γέροντας μπροστά μου καί μοῦ εἶπε:

‒Ποῦ πηγαίνεις, παιδί μου;

‒Πηγαίνω, Γέροντα, στήν Πατρίδα νά βοηθήσω στό ἁγίασμα τοῦ ἁγίου Νικολάου.

»Μέ εὐ­λό­γη­σε ὁ Γέροντας καί μοῦ ζή­τη­σε λί­γο ψω­μί. Τοῦ ἔ­δω­σα ψω­μί καί ἐ­λι­ές καί ὥ­σπου νά κλε­ί­σω τό σακ­κου­λά­κι μου ὁ Γέροντας ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πό μπρο­στά μου. Τότε κα­τά­λα­βα πώς ἦ­ταν ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος καί ἀ­πό ἐ­κε­ί­νη τή στιγμή σι­γά‒σι­γά ἦρ­θε ἡ κα­λή ἀλ­λο­ί­ω­ση, ἄρ­χι­σα νά νι­ώ­θω πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κά κά­ποι­α πράγ­μα­τα πνευ­μα­τι­κά. Γυρνώντας στό σπί­τι φό­ρε­σα μα­κρυ­μά­νι­κα καί τά ροῦ­χα μου μέ­χρι τόν ἀ­στρά­γα­λο. Πο­λύ τόν εὐ­λα­βοῦ­μαι καί τόν ἀ­γα­πῶ τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο. Νά πη­γα­ί­νε­τε στήν Πα­τρί­δα, ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος εἶ­ναι ἐ­κεῖ ὁ­λο­ζώντα­νος».

Ἡ Σοφία Σαμαρᾶ μέ τήν μητέρα της Ἀθηνᾶ.

Μαρ­τυ­ρί­α κ. Ἕλ­λης Τρα­πε­ζαν­λί­δου: «Κάποια μέ­ρα πῆ­γε (ἡ γ. Σο­φί­α) στήν Πα­τρί­δα καί εἶ­δε μιά γυ­ναῖ­κα, τήν Χα­ρί­κλεια νά σκά­βη μέ­σα στίς λά­σπες καί νά δου­λε­ύ­η σκλη­ρά. Τήν ρώ­τη­σε τί κά­νει καί ἀ­πήν­τη­σε ὅ­τι ὁ Θε­ός τήν ἐ­φα­νέ­ρω­σε ὅ­τι σέ κεῖ­νο τό μέ­ρος θά βρε­θοῦν εἰ­κό­νες καί ἁ­γί­α­σμα καί θά κτι­στῆ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου. Τότε ἡ Σο­φί­α σκέ­φτη­κε ὅ­τι δέν πρέ­πει εὔ­κο­λα νά πι­στε­ύ­ου­με ἀν­θρώ­πους πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν τό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ γιά νά μήν πλα­νη­θοῦ­με. Ἔκανε προσευχή καί εἶπε: “Θεέ μου, δεῖ­ξε μου σέ πα­ρα­κα­λῶ, ἄν πρέ­πη νά βο­η­θή­σω αὐ­τήν τήν γυ­ναῖ­κα στό ἔρ­γο πού ἀ­νέ­λα­βε­”. Ἀ­μέ­σως εἶ­δε μπρο­στά της ἕ­να λό­φο πού πά­νω ἦ­ταν ὁ Χρι­στός. Ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό της γιά νά δῆ ἄν εἶ­ναι ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ καί ὁ Χρι­στός τῆς ἀ­πάν­τη­σε: “Καλά ἔ­κα­νες, παι­δί μου, πού ἔ­κα­νες τόν σταυ­ρό σου” καί τῆς ἔ­βα­λε μέ­σα στό χέ­ρι της μιά χο­ύ­φτα θυ­μί­α­μα. Ἀ­πό ἐ­κε­ί­νη τή στιγμή ἐ­νῶ ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τη ἄρ­χι­σε νά δι­α­βά­ζη καί νά γρά­φη μέ τή Χάρη τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­πε­κά­λυ­ψε ἡ ἴ­δια μέ τα­πε­ί­νω­ση: “Ἔμαθα νά δι­α­βά­ζω ἄ­νω­θεν ἐ­γώ ἡ ἀ­γράμ­μα­τη σέ με­γά­λη ἡ­λι­κί­α”.

»Ἤθελε πολύ νά γίνη καλόγρια. Ἀλλά ἐπειδή εἶχε παιδιά καί τήν εἶχαν ἀνάγκη δέν ἔφυγε σέ μοναστήρι. Ὅμως ἦταν ντυμένη καλόγρια καί δέν ἔβγαινε ἀπό τό σπίτι της.

Εἶ­χε Πνευ­μα­τι­κό κά­ποι­ον ἐ­νά­ρε­το καί δι­α­κρι­τι­κό γέ­ροντα ἱε­ρέ­α στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, τόν π. Παῦλο. Μέ τήν εὐ­λο­γί­α του καί τίς συμ­βου­λές του ἔ­κα­νε τόν ἀ­γῶ­να της. Τη­ροῦ­σε ὅ­λες τίς νη­στεῖ­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τό τρι­ή­με­ρο. Τίς νη­στή­σι­μες ἡ­μέ­ρες καί τίς Σα­ρα­κο­στές τίς ἔ­κα­νε τρώ­γοντας ἀ­λά­δω­τα. Στίς κα­τα­λύ­σεις τῶν ἑ­ορ­τῶν ἔ­τρω­γε μό­νο ψά­ρι.

Τά με­σά­νυ­χτα στήν μί­α ἢ δύ­ο ἡ ὥ­ρα ση­κω­νό­ταν καί προ­σευ­χό­ταν συ­νή­θως γο­να­τι­στή. Ἔ­κα­νε πολ­λές με­τά­νοι­ες καί ἡ προ­σευ­χή της συ­νω­δευό­ταν ἀπό δά­κρυ­α. Προ­σευ­χόταν πρῶ­τα γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο καί με­τά γι­ά τήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ἔ­λε­γε: «Πρῶ­τα νά πα­ρα­κα­λᾶς γι­ά τόν κό­σμο καί με­τά γι­ά σέ­να γι­ά νά σ᾿ ἐ­λε­ή­ση ὁ Θε­ός». Κα­τά τήν προ­σευ­χή προ­ση­λω­νό­ταν τό­σο, σάν νά ἔ­φευ­γε ὁ νοῦς της ἀ­πό τήν γῆ (ἡρ­πά­ζε­το). Ἄν περ­νοῦ­σες ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα ἀ­πό δί­πλα καί τήν σκουντοῦ­σες, δέν τό κα­τα­λά­βαι­νε.

Τό κομ­πο­σχοί­νι της τό εἶ­χε πάντα στό χέ­ρι της καί ἡ εὐ­χή δού­λευ­ε μέ­σα της. Ἤ­ξε­ρε πολ­λούς ψαλ­μούς καί τρο­πά­ρια ἀπ᾿ ἔ­ξω. Ἔ­ψελ­νε τά τρο­πά­ρια πολ­λῶν Ἁ­γί­ων. Ἀ­γα­ποῦ­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο, τόν εἶ­χε γι­ά προ­στά­τη της καί τό ἀπο­λυ­τί­κιό του τό ἔ­ψελ­νε πολ­λές φο­ρές τήν ἡ­μέ­ρα.

Κάποια γνω­στή της ἀ­να­φέ­ρει: «Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν ἡ ὥ­ρα τοῦ Ἑσπε­ρι­νοῦ μοῦ ἔ­λε­γε: “Παναγιώτα, παι­δί μου, πή­γαι­νε σέ πα­ρα­κα­λῶ εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα γιά τήν προσευχή μου” καί μέ γέμιζε εὐχές. Ἄλλοτε μέ κρατοῦσε καί κάναμε μαζί Ἑσπερινό. Ἔλεγε: “Ἔλα, παιδάκι μου, νά ἑτοιμασθοῦμε γιά τόν Ἑσπερινό”. Ἔσκυβα τό κεφάλι καί εὐχόμουν νά μήν τελειώση ποτέ. Τέτοια ἀγαλλίαση καί ἱλαρότητα εἶχε τό κελλί τῆς γιαγιᾶς. Ἄφηνε καί μένα νά λέω κάποια τροπάρια. Ἔτρεμε ἡ φωνή μου, ἔχανα τά λόγια μου καί αὐτή μέ ἐνθάρρυνε: “Ἔτσι, παιδί μου, ὡραῖα, ἔτσι, προσπάθησε”».

Ἡ Σοφία Σαμαρᾶ

Διηγήθηκε ἡ γερόντισσα Σοφία σέ κάποια ψυχή: «Παιδί μου, θά σοῦ πῶ κάτι προσωπικό γιά νά σέ βοηθήσω. Ἔκανα προσευχή γιά τήν Βίκυ, τήν κόρη μου καί ὁ καλός Θεός μοῦ ἔδειξε σημάδι. Ἔγραψε μέ χρυσά γράμματα στό σεντούκι πού εἶχα τά προικιά της τό ὄνομα Λευτέρης. Καί πράγματι τρεῖς μέρες ἦταν τά γράμματα χαραγμένα καί φαίνονταν, μετά χάθηκαν σιγά–σιγά. Καί τόν σύζυγο τῆς κόρης μου τόν λένε Λευτέρη, εἶναι καλό παιδί».

Δι­η­γή­θη­κε: «Ὅ­ταν ὁ γυι­ός μου Κώστας ἀ­πο­λύ­θη­κε ἀ­πό φαν­τά­ρος δέν πο­λυ­πί­στευ­ε. Ἐ­γώ προ­σπα­θοῦ­σα νά τοῦ πῶ κά­ποι­α πράγ­μα­τα γιά τήν θρη­σκεί­α μας καί ἐ­νῶ ἤ­μουν στήν κου­ζί­να τη­γα­νίζον­τας ψά­ρια, μοῦ λέ­ει:

‒Μάννα, ἄν βάλης τό χέρι σου στό τηγάνι τώρα πού τηγανίζεις καί δέν καῆς, τότε θά πιστέψω ὅλα αὐτά πού μοῦ λές πώς εἶναι ἀλήθεια.

»Ἀμέσως εἶπα στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔβαλα τό χέρι μου μέσα στό τηγάνι. Τότε ὁ Κώστας μοῦ λέει:

‒Μάννα, βρεγμένο χέρι ἔβαλες καί πᾶς νά μέ κοροϊδέψης.

‒Ὄχι, παιδί μου, τοῦ λέω. Κοίτα. Καί ἀμέσως σκούπισα τό χέρι μου καί τό ἔβαλα μέσα στό τηγάνι πάλι.

»Ἔπεσε στά γόνατα τό παιδί μου καί ἔκλαιγε.

‒Μάννα, συγγνώμη, συγχώρεσέ με, πιστεύω. Πιστεύω ὅλα ὅσα μοῦ λές πώς εἶναι ἀλήθεια, καί ἀπό τότε τό παιδί μου ἄλλαξε πολύ».

Ὁ γυι­ός της, ὁ Σταῦ­ρος, εἶ­χε πε­θά­νει καί μιά νύ­χτα τόν εἶ­δε στόν ὕ­πνο της. Τῆς εἶ­πε: «Μάννα, δέν μπο­ρῶ νά πε­ρά­σω τήν με­γά­λη πόρ­τα για­τί μιά ἁ­μαρ­τί­α μου δέν τήν ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κα. Βο­ή­θα με. Τότε αὐ­τή ἔ­κα­νε μέ δά­κρυ­α προ­σευ­χές. Ἔ­πει­τα ἀ­πό πολ­λές μέ­ρες ξα­να­εἶ­δε τόν γυιό της πού τήν εὐ­χα­ρί­στη­σε καί τῆς εἶ­πε: «Τώρα μπό­ρε­σα νά πε­ράσω τήν πόρ­τα, γι᾿ αὐ­τό πάν­τα νά συμ­βου­λε­ύ­ης τόν κό­σμο νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆται καί νά με­τα­λαμ­βά­νη, κα­θώς ἐ­πί­σης καί νά προ­σε­ύ­χε­ται γιά το­ύς κε­κοιμη­μέ­νους».

Ρώτησε ἡ κ. Δήμητρα τήν γε­ρόν­τισ­σα Σο­φί­α, ἄν δέ­χε­ται πάν­το­τε κό­σμο, ὅ­λες τίς ἡ­μέ­ρες ὅ,τι ὥ­ρα καί ἄν εἶ­ναι καί πό­τε ξε­κου­ρά­ζε­ται, για­τί ἤ­ξε­ρε ὅ­τι τήν νύ­χτα εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνη καί προ­σε­ύ­χε­ται. Ἀ­πάν­τη­σε: «Δέν μπο­ρῶ νά κλε­ί­σω τήν πόρ­τα γιά τήν δι­κή μου ἀ­νά­παυ­ση. Αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται μέ­χρι ἐ­δῶ κά­ποιο πρό­βλη­μα θά ἔ­χη. Μόνο μιά μέ­ρα τοῦ χρό­νου θέ­λω νά εἶ­μαι μό­νη μου γιά νά προ­σε­ύ­χω­μαι καί νά συ­νο­μι­λῶ μέ τόν Σταῦ­ρο, τό παι­δί μου, πού ἐ­κοι­μή­θη τό 1967 καί νά τι­μῶ τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ὀ­νο­μα­στι­κῆς του ἑ­ορ­τῆς, 14 Σε­πτεμ­βρί­ου».

Μιά τέτοια ἡμέρα τήν ἐπισκέφτηκε ἡ κ. Δέσποινα Κελεσίδου ἀπό τήν Νέα Νικομήδεια μαζί μέ τήν γνωστή τῆς γερόντισσας Σοφίας, τήν Παναγιώτα. Ἡ γερόντισσα ἄνοιξε μετά ἀπό πολλή ὥρα. Ἦταν ὀλιγομίλητη. Φαινόταν λυπημένη πολύ. Δέν τήν εἶχαν δῆ ποτέ ἄλλοτε ἔτσι. Σταύρωσε τό παιδί καί εἶπε στήν μητέρα του: «Τίποτε δέν ἔχει τό παιδί ἀπό πρόβλημα ὑγείας. Γεννήθηκε πολύ ἀδύνατο, γι᾿ αὐτό θέλει πολλή περιποίηση καί καλό φαγητό». Καί πράγ­μα­τι ἐ­νῶ οἱ για­τροί τήν ἀ­νη­συ­χοῦ­σαν μέ τίς προ­βλέ­ψεις τους, τό παι­δί με­γά­λω­σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά καί ἔ­γι­νε ψη­λό καί δυ­να­τό.

Εἶ­χε ἕ­να Σταυ­ρό μέ τόν ὁ­ποῖ­ο σταύ­ρω­νε τούς ἀν­θρώ­πους. Τόν ἔ­βα­ζε στό μέ­τω­πό τους καί τόν ἄ­φη­νε. Ὁ Σταυρός στε­κό­ταν σάν κολ­λη­μέ­νος καί ὅ­ταν ἔ­σκυ­βαν τό κε­φά­λι τους δέν ἔ­πε­φτε. Αὐ­τό τό ἔ­κα­νε σχε­δόν σέ ὅ­λους τούς ἐ­πι­σκέ­πτες της.

Ἡ Σο­φί­α εἶ­χε σχέ­σεις πνευ­μα­τι­κές μέ ἄλ­λες ἐ­νά­ρε­τες γε­ρόν­τισ­σες. Τήν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἡ Τα­τια­νή Σαβ­βί­δου, συ­ζη­τοῦ­σαν καί προ­σεύ­χον­ταν ἀ­πό κοι­νοῦ. Μέ ἄλ­λες δυ­ό εὐ­λα­βεῖς γυ­ναῖ­κες, τήν κυ­ρα–Χα­ρί­κλεια ἀ­πό τό Τουρ­κο­χώ­ρι καί τήν Ἑ­λέ­νη ἀ­πό τό Ζερ­βο­χώ­ρι, πή­γαι­ναν σ᾿ ἕ­να ἥ­συ­χο μέ­ρος, γο­νά­τι­ζαν καί προ­σεύ­χονταν γι­ά πο­λλή ὥ­ρα. Ἡ Σο­φί­α σή­κω­νε τά χέ­ρια της καί ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό κα­τέ­βαι­νε ἕ­να φῶς πά­νω της πού ἔ­μοια­ζε μέ φω­τει­νές γα­λά­ζι­ες χάντρες.

Μί­α μέ­ρα στήν δι­κέλ­λα της, ἀ­φοῦ εἶ­χε προ­σευ­χη­θῆ ἀρ­κε­τά, κά­θη­σε νά ξε­κου­ρα­στῆ στό ντι­βα­νά­κι της. Τήν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε γνω­στή της καί εἶ­δε τό πρό­σω­πό της ἀ­συ­νή­θι­στα ἀλ­λοι­ω­μέ­νο, για­τί προ­η­γου­μέ­νως εἶ­χε δεῖ Ἀγ­γέ­λους. Καί ὅ­πως μι­λοῦ­σε καί εἶ­χε πλη­σιά­σει τό κε­φά­λι της πρός τήν γνω­στή της κυ­ρία, ἐ­κεί­νη αἰ­σθάν­θη­κε νά ἐ­ξέρ­χε­ται εὐ­ω­δί­α ἀ­πό τό κε­φά­λι τῆς Σο­φί­ας, σάν αὐ­τή πού αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅ­ταν προ­σκυ­νοῦ­με ἅ­για Λεί­ψα­να. Ὅ­πως ὅ­μως μι­λοῦ­σαν ἦρ­θε ἕ­νας ἄ­νε­μος ἀ­πό τό ἀ­νοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο καί αἰ­σθάν­θη­καν μί­α δαι­μο­νι­κή ἐ­νέρ­γεια πού ἔρ­ρι­ξε κά­τω τά σκεύ­η τ­ῆς μα­γει­ρι­κῆς ἀ­πό τόν μπάγ­κο. Τό­τε ἡ Σο­φί­α πῆ­ρε τό μπα­στου­νά­κι της, χτύ­πη­σε μί­α πά­νω στό μάρ­μα­ρο καί εἶ­πε: «Κα­τα­ρα­μέ­νε, φύ­γε ἀ­πό δῶ. Ἐ­νω­χλή­θη­κες;».

Κάποτε ἐνῶ συνομιλοῦσε μέ τήν κ. Δήμητρα τῆς εἶπε: «Ἄν ἤξερες, ἀδελφή Δήμητρα, ποιός κάθεται δίπλα σου!», καί ἔλαμπε τό πρόσωπό της μέ φῶς παράξενο πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τῆς ἡμέρας.

Μί­α φο­ρά ἔ­κο­ψε ἀ­πό τόν κῆ­πο της ἕ­να κρί­νο καί τόν ἔ­βα­λε μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας. Πέ­ρα­σε ἕ­νας χρό­νος καί ξα­νά πά­λι τήν ἄλ­λη χρο­νιά ἄν­θι­σε ὁ κρί­νος. Αὐ­τό συ­νε­χί­στη­κε νά γί­νε­ται ἀ­πό τό ἔ­τος 1963 μέ­χρι τό 1967. Τό εἶ­δαν πολ­λοί καί ἔ­λε­γαν: «Πᾶ­με νά δοῦ­με τό κρι­νά­κι τῆς για­γιᾶς Σο­φί­ας πού ἄν­θι­σε». Κά­θε χρό­νο ἄν­θι­ζε ὁ ξε­ρός κρί­νος τήν ἄ­νοι­ξη καί με­τά μα­ραι­νό­ταν.

«Κάποτε», δι­η­γεῖ­ται ἡ Πα­να­γι­ώ­τα ἀ­πό τή Νέα Νι­κο­μή­δεια, βρή­κα­με τή για­γιά Σο­φί­α μέ ἕ­να τσαπά­κι νά φρον­τί­ζη τόν κῆ­πο της. Μᾶς εἶ­πε: “Προσπα­θῶ νά ἔ­χω λου­λο­ύ­δια γιά νά προ­σφέ­ρω στήν Πα­να­γί­α καί στο­ύς Ἁ­γί­ους, γι᾿ αὐ­τό θέ­λω τόν ἀν­θό­κη­πο­”.

»Μετά μᾶς πῆρε μέσα καί μᾶς ἔδειξε τό κρινάκι, τό ξε­ρό κλα­δί πού πῆ­ρε ν᾿ ἀν­θί­ζη. “Εἶχα καί ἐ­γώ στήν αὐ­λή τέ­τοι­ους κρί­νους ἀλ­λά χά­θη­καν οἱ βολ­βοί. Λυ­πή­θη­κα πο­λύ καί πα­ρα­κα­λοῦ­σα τήν Πα­να­γία­ πῶς νά ξα­να­βρῶ ἀ­πό τά ἴ­δια λου­λο­ύ­δια–κρίνα γιά νά μπορῶ νά προσφέρω στήν Παναγία. Καί τώρα δεῖτε!”.

»Τό ξε­ρό κλα­δί ἦ­ταν ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο πί­σω στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας κά­τω ἦ­ταν γε­μᾶ­το βολ­βο­ύς καί πά­νω μπουμ­πο­ύ­κια. “Ἀπ᾿ αὐ­το­ύς το­ύς βολ­βο­ύς θά φυ­τέ­ψω στήν αὐ­λή νά ἔ­χω κρί­να γιά τήν Πα­να­γί­α”. Ὅ­ταν ξα­να­πή­γα­με με­τά ἀ­πό λί­γο και­ρό τό ξε­ρό μπουμ­που­κι­α­σμέ­νο κλα­δί ἦ­ταν ἀν­θι­σμέ­νο­”».

Ἡ προ­σευ­χή της ἦ­ταν δυ­να­τή καί βο­η­θοῦ­σε πολ­λούς. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως βο­ή­θη­σε ἄ­τε­κνα ἀν­δρό­γυ­να νά ἀ­πο­κτή­σουν παι­διά. Πρῶ­τα ἀ­π᾽ ὅ­λα ζη­τοῦ­σε πί­στη. «Ἂν δέν πι­στεύ­ης, θά εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο νά ἀ­πο­κτή­σης παι­δί», ἔ­λε­γε. Ἔ­πει­τα σταύ­ρω­νε τήν γυ­ναῖ­κα μέ τόν ξύ­λι­νο Σταυ­ρό, στόν ὁ­ποῖ­ον εἶ­χε τυ­λιγ­μέ­νο ἕ­να λε­πτό κομ­πο­σχοι­νά­κι, τούς ἔ­βα­ζε νά προ­σκυ­νή­σουν καί με­τά ἔ­κα­ναν προ­σευ­χή.

Κά­ποι­α ἀ­πό τήν Βέ­ροι­α ὑ­πο­σχέ­θη­κε στήν Σο­φί­α πώς ἂν ἀ­πο­κτή­ση παι­δί, θά τό δώ­ση νά τό βα­πτί­ση αὐ­τή (ἡ Σο­φί­α). Με­τά ἀ­πό δέ­κα χρό­νια ἀ­πέ­κτη­σε κο­ρι­τσά­κι καί σκέ­φθη­κε νά βά­λη δυ­ό νο­νές, τήν Σο­φία­ καί τήν ἀ­δελ­φή της. Ἡ Σο­φί­α εἶ­πε: «Δέν γί­νε­ται νά τό βα­πτί­σουν δυ­ό. Ἄντε πη­γαί­νε­τε στήν εὐ­χή τῆς Πα­να­γί­ας, γε­ρό νά εἶ­ναι τό παι­δί καί ἂς τό βα­φτί­ση ὅ­ποι­ος θέ­λει». Τό μω­ρό ὅ­μως, πα­ρα­μο­νές τῆς βα­πτί­σε­ως ἀρ­ρώ­στη­σε. Οἱ γο­νεῖς φο­βή­θη­καν, ἔνιωσαν ἐνοχή καί τό πῆ­γαν στήν Σο­φί­α. Αὐ­τή τούς πε­ρί­με­νε˙ τό σταύ­ρω­σε, τούς εὐ­χή­θη­κε, τό μω­ρό συ­νῆλ­θε καί μετά τό βά­πτι­σαν.

Εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια τόν Τίμιο Σταυρό καί πίστευε στή δύναμή του, γιατί ἔβλεπε νά γίνωνται θεραπεῖες μέ τόν ξύλινο Σταυρό πού εἶχε. Ἀλλά καί οἱ φλόγες ἀπό τά καντηλάκια τῆς γερόντισσας Σοφίας σχημάτιζαν φωτεινό σταυρό. Τό εἶδαν πολλοί αὐτό τό θαυμαστό φαινόμενο.ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

https://enromiosini.gr/biografies/23askites-kosmo-samara1/

26 Μαρτίου, 2024

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Λαμπρινή Βέτσιου 1/3

Η Λα­μπρι­νή γεν­νή­θη­κε τό 1918 στό χω­ριό Ἁγία Πα­ρα­σκευ­ή Ἄρ­της. Οἱ γο­νεῖς της Σπυ­ρί­δων Δρί­βας καί Θεο­δώ­ρα ἦταν ἀπό τούς πιό εὔ­πο­ρους τοῦ χω­ριοῦ καί εἶ­χαν ἄλλα τρία ἀγό­ρια. Ἡ Λαμ­πρι­νή ἦταν ἡ μι­κρό­τε­ρη καί τ᾿ ἀδέλ­φια της τήν ὑπε­ρα­γα­ποῦ­σαν γιά τόν χα­ρα­κτῆ­ρα της, τό ἦθος καί τήν πο­λύ κα­λή συ­μπε­ρι­φο­ρά της πρός ὅλους.

Με­γά­λω­σε μέ χρι­στια­νι­κές ἀρχές. Ἀπό μι­κρή ἔμα­θε νά ἀγα­πᾶ τούς ἀν­θρώ­πους καί νά ζῆ σύμ­φω­να μέ τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ. Τε­λεί­ω­σε μό­νο τό δη­μο­τι­κό σχο­λεῖ­ο καί διά­βα­ζε μέ πό­θο τήν Ἁγία Γρα­φή καί ἄλ­λα πνευ­μα­τι­κά βι­βλία. Διη­γή­θη­κε ἡ ἴδια: «Ἤμουν ὀκτώ χρό­νων καί κα­θό­μουν σ᾿ ἕνα κα­ρε­κλά­κι στήν αὐ­λή τοῦ σπι­τιοῦ. Κρα­τοῦ­σα μιά μι­κρή Ἁγία Γρα­φή, μπῆ­κα στόν ἐν­θου­σια­σμό καί μοῦ ἄρε­σε νά τήν δι­α­βά­ζω. Εἶ­χα δι­α­βά­σει τό χω­ρί­ο: “Πᾶς ὅς ἀ­φῆ­κεν οἰ­κί­ας ἤ ἀ­δελ­φούς ἤ ἀ­δελ­φάς ἤ πα­τέ­ρα ἤ μη­τέ­ρα ἤ γυ­ναῖ­κα ἤ τέ­κνα ἤ ἀ­γρούς ἕ­νε­κεν τοῦ ὀ­νό­μα­τός μου, ἑκα­τον­τα­πλα­σί­ο­να λή­ψε­ται καί ζω­ήν αἰ­ώ­νιον κλη­ρο­νο­μή­σει”[1]. Ἔτσι μπῆ­κε μέ­σα στήν καρ­διά μου καί ἀγά­πη­σα πά­ρα πο­λύ τόν Κύ­ριο. Ἀ­πό ἐκεί­νη τήν στιγ­μή ἄνα­ψε ὁ πό­θος γιά νά ἀ­κο­λου­θή­σω τήν μο­να­χι­κή ζω­ή καί σκέ­φθη­κα: “Δέν θέ­λω τί­πο­τε, οὔ­τε χω­ρά­φια οὔ­τε πε­ρι­ου­σί­ες, θά πά­ω γιά μο­να­χή”.

»Τό­τε ἐμ­φα­νί­στη­κε ξαφ­νι­κά μπρο­στά μου κά­ποι­ος ντυ­μέ­νος μέ ἱ­ε­ρα­τι­κά ἄμ­φια καί μοῦ ἄ­ρε­σε πο­λύ ἡ ὄ­ψη του, ἦ­ταν πο­λύ ὄ­μορ­φη. Τόν κοι­τοῦ­σα μέ θαυ­μα­σμό. Μοῦ εἶ­πε:

–Τί μέ θαυ­μά­ζεις; Καί τά χε­ρά­κια σου ἐγώ τά ἔπλα­σα καί εἶ­σαι καί σύ ὄ­μορ­φη σάν ἐμέ­να.

–Ἐμέ­να μέ γέν­νη­σε ἡ μάν­να μου καί εἶ­ναι στήν κου­ζί­να. Νά τήν φω­νά­ξω;

–Ὄ­χι, ἐ­γώ ἐ­σέ­να θέ­λω, καί ἔ­πια­σε τά μαλ­λά­κια μου. Αὐ­τά ποι­ός τά ἔπλα­σε;

–Ἀφοῦ μέ ἔ­πλα­σες ἐ­σύ καί αὐ­τά σύ θά τά ἔ­πλα­σες.

–Ναί, μοῦ εἶ­πε. Τώ­ρα τί θά κά­νεις, ποι­ά ζω­ή θά ἀκο­λου­θή­σεις;

–Αὐ­τό τό βι­βλί­ο μοῦ ἄ­να­ψε τόν πό­θο γιά τόν με­γά­λο μου Θε­ό, θέ­λω νά τόν ἀ­πο­λαύ­σω. Αὐ­τός νά ἐρ­γά­ζε­ται γιά μέ­να καί ἐ­γώ γι᾿ αὐ­τόν.

–Θά γί­νεις με­γά­λη, παι­δί μου, καί θά ἐρ­γα­σθεῖς καί σύ γιά μέ­να.

–Ποι­ός εἶ­σαι σύ;

–Αὐ­τός πού εἶ­πες ἐ­σύ, μοῦ εἶ­πε. Ἀ­φοῦ θέ­λεις ἔ­τσι, θά τρῶς Τετ­άρ­τη καί Πα­ρα­σκευ­ή ψω­μί καί σκόρ­δο. Ἐ­σύ εἶ­σαι κα­λό παι­δί, ἔχω ὅμως ­καί ἄλ­λα κα­λά παι­διά˙ θά ἔρ­θω μιά μέ­ρα νά μα­ζέ­ψω ὅ­λα αὐ­τά τά κα­λά παι­διά.

»Ὕστε­ρα ἔ­γι­νε ἄ­φαν­τος».

Ἄρ­χι­σε με­τά ἀπ᾿ αὐ­τό νά ἀγω­νί­ζε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο, νά νη­στεύη, νά προ­σεύ­χε­ται καί νά ἑτοι­μά­ζε­ται νά ἀφιε­ρω­θῆ στόν Θεό. Πνευ­μα­τι­κός της ἦταν ὁ π. Μη­τρο­φά­νης, ὁ Γέ­ρο­ντας τῆς ἱε­ρᾶς Μο­νῆς Ρο­βέ­λι­στας Ἄρ­της. Διη­γή­θη­κε ἡ ἴδια: «Ἀπό μι­κρή ἤθε­λα νά γί­νω μο­να­χή˙ ὅταν ἔγι­να δε­κα­ε­πτά χρό­νων πῆ­γα στό Μο­να­στή­ρι καί εἶ­πα στόν Γέ­ρο­ντα ὅ­τι θέ­λω νά γί­νω μο­να­χή. Μοῦ εἶ­πε “νἄρ­θης, παι­δά­κι μου”. Τήν ἄλ­λη μέ­ρα ἦρ­θαν οἱ γο­νεῖς μου μέ φω­νές νά μέ πά­ρουν. Ὁ Ἡγού­με­νος, ὅ­πως τούς εἶ­δε ἔ­τσι ἀ­γρι­ε­μέ­νους, μέ ἔδω­σε λέ­γον­τάς με νά με­γα­λώ­σω λί­γο καί με­τά ξα­να­πη­γαί­νω.

»Αὐ­τοί μέ πῆ­ραν καί σέ λί­γες μέ­ρες ἄρ­χι­σαν τά προ­ξε­νειά. Ἐ­γώ ἤ­μουν ἀρ­νη­τι­κή καί εὕ­ρι­σκα προ­φά­σεις. Με­τά μέ ρώ­τη­σαν τί θέ­λω καί τούς εἶ­πα: “Θά προ­σευ­χη­θῶ ὅ­λη τή νύ­χτα καί ὅ,τι μοῦ πεῖ ὁ Θε­ός”.

»Προ­σευ­χή­θη­κα καί εἶ­πα: “Θε­έ μου, ἕ­να πρᾶγ­μα σοῦ ζη­τῶ. Νά μοῦ δώ­σης ἄ­δεια νά πά­ρω τόν οὐ­ρά­νιο (νυμ­φί­ο) καί ᾿γώ, ὅπως παίρ­νουν οἱ κα­λές ψυ­χές. Νά μή συ­ζευ­χτῶ μέ ἐπί­γει­ον ἄν­δρα”. Ἄκου­σα φω­νή: “Σέ ἔχο­με ὑπ᾿ ὄψη. Μιά ὥρα δι­κή μας θά γί­νεις. Πρέ­πει ὅ­μως νά συ­ζευ­χθῆς αὐ­τοῦ γιά νά δυ­να­μώ­σης. Νά βά­λης χα­λι­νά­ρια στό στό­μα, στά πό­δια, στά χέ­ρια, στήν σάρ­κα”.

–Στήν σάρ­κα; Στήν παν­τρειά μέ στέλ­νεις.

–Σέ στέλ­νω ἐγώ καί ἡ σάρ­κα εἶ­ναι εὐ­λο­γη­μέ­νη. Δο­κι­μα­σί­ες θά ἔ­χεις.

»Ἐγώ συ­νέ­χι­σα νά προ­σεύ­χω­μαι γιά τό κα­λύ­τε­ρο, νά γί­νω μο­να­χή, ὅ­μως μοῦ ἔ­λε­γε ὅ­τι “τό κα­λύ­τε­ρο γιά σέ­να εἶ­ναι νά παν­τρευ­τῆς, νά δο­κι­μα­στῆς, νά ψη­θῆς. Ἄν πᾶς στό Μο­να­στή­ρι, δέν θά βα­σα­νι­σθῆς τό­σο. Στό Μο­να­στή­ρι ὅ,τι κά­νουν οἱ ἄλ­λοι θά κά­νεις καί σύ, εἴ­τε τρῶ­νε εἴ­τε προ­σεύ­χον­ται. Στόν κό­σμο ὅμως θά συ­ναν­τή­σεις κα­κό­τη­τα, μο­χθη­ρία. Ἐμεῖς τε­λει­ώ­σα­με τώ­ρα, πά­ρε τήν δύ­να­μη καί τήν φώ­τι­ση καί ἐρ­γά­σου ὅσο μπο­ρεῖς”.

»Ἐρ­γά­σθη­κα σέ ὅλη μου τήν ζω­ή. Ἀ­γω­νί­στη­κα. Τά πε­θε­ρι­κά μου με­τά δέν μέ ἤθε­λαν, μέ ἔδι­ω­χναν, μέ ἔβρι­ζαν μέ ἄπρε­πα λό­για. Ὅσα μοῦ εἶ­πε ἡ φω­νή, τό Πνεῦ­μα, τά βρῆ­κα ὅ­λα».

Ἔτσι λοι­πόν με­τά τά εἴ­κο­σί της τήν πάν­τρε­ψαν μέ τόν Ἀρι­στεί­δη Βέ­τσιο ἀπό τά Κο­λο­μό­δια Ἄρ­της καί ἀπέ­κτη­σαν δύο παι­διά, τόν Σπύ­ρο καί τήν Στα­θού­λα.


Ἡ ζωή της δέν ἦταν κα­θό­λου εὔ­κο­λη στήν οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ συ­ζύ­γου της, για­τί ζοῦ­σαν δε­κα­τρία ἄτο­μα μα­ζί στό ἴδιο σπί­τι καί ὁ κα­θέ­νας εἶ­χε τίς δι­κές του ἰδιο­τρο­πί­ες καί τόν δι­κό του τρό­πο σκέ­ψε­ως. Ἰδι­αί­τε­ρα ὁ πε­θε­ρός της φε­ρό­ταν πρός αὐ­τήν μέ ἄσχη­μο τρό­πο, μέ πε­ρι­φρό­νη­ση καί σκλη­ρό­τη­τα τήν πλή­γω­νε μέ τά λό­για του. Ἡ Λαμ­πρι­νή ὅμως κα­τά­φε­ρε μέ τήν ὑπο­μο­νή νά τά ξε­πε­ρά­ση ὅλα. Στίς βρι­σιές του ἔλε­γε: «Πές με ὅ,τι θέ­λεις. Ἐγώ εἶ­μαι μου­γκή». Καί ἀπό τόν σύ­ζυ­γό της εἶ­χε δυ­σκο­λί­ες. Κά­πο­τε πού βρι­σκό­ταν σέ ἀγρυ­πνία στόν ἅγιο Φα­νού­ριο στό γει­το­νι­κό χω­ριό Γλυ­κό­ρι­ζο, ἄκου­σε φω­νή πού τῆς εἶ­πε: «Αὐ­τήν τήν στιγ­μή καί­γε­ται τό σπί­τι σου». Ὅταν τέ­λειω­σε ἡ ἀγρυ­πνία καί γύ­ρι­σε μα­ζί μέ τίς ἄλ­λες γυ­ναῖ­κες μέ τά πό­δια, εἶ­δε τά βι­βλία της καμ­μέ­να καί πε­τα­μέ­να ἔξω ἀπό τό σπί­τι καί τόν σύ­ζυ­γό της σέ ἔξαλ­λη κα­τά­στα­ση νά τῆς φω­νά­ζη νά φύ­γη ἀπό τό σπί­τι. Ἡ Λα­μπρι­νή ἀπά­ντη­σε: «Δέν φεύ­γω. Ἐσύ εἶ­σαι ὁ ἄντρας μου, ἐδῶ εἶ­ναι τό σπί­τι μου, σκό­τω­σέ με, κά­νε με ὅ,τι θέ­λεις, ἐγώ δέν φεύ­γω». Τή νύ­χτα τήν κλεί­δω­σε ἔξω ἀπό τό σπί­τι. Ὑπέ­μει­νε ἤρε­μα καί ἔλε­γε: «Ὁ πει­ρα­σμός τόν βά­ζει, θά τοῦ πε­ρά­σει. Αὐ­τός εἶ­ναι κα­λός, ἀλ­λά στό κα­φε­νεῖο τόν “ἄνα­ψε” ὁ τά­δε καί ἔκα­νε ὅ,τι ἔκα­νε, μέ­χρι νά τοῦ πε­ρά­ση ὁ θυ­μός».

Πα­ρά τίς τό­σες δυ­σκο­λί­ες καί τίς κο­πια­στι­κές ἀγρο­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες, δέν ἄφη­νε δευ­τε­ρό­λε­πτο τῆς ἡμέ­ρας χω­ρίς νά προ­σεύ­χε­ται καί νά εὐ­χα­ρι­στῆ τόν Θεό. Μα­ζί της στό χω­ρά­φι πού πή­γαι­νε νά ἐρ­γα­σθῆ ἔπαιρ­νε καί βι­βλία πνευ­μα­τι­κά γιά νά δια­βά­ζη καί νά προ­σεύ­χε­ται. Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της χά­λα­σε ἀπό τήν πολ­λή χρή­ση τέσ­σε­ρα βι­βλία «Με­γά­λα Ὡρο­λό­για». Τά βι­βλία της ἦταν ἡ πε­ρι­ου­σία της, ὅπως ἔλε­γε, καί ἀπό τήν με­λέ­τη τους ἔπαιρ­νε πολ­λή δύ­να­μη.

Με­τά πού ἀπέ­κτη­σε τά δυό της παι­διά μέ τόν ἄν­δρα της ζοῦ­σαν σάν ἀδέλ­φια. Αὐτός τίς νύ­χτες κοι­μό­ταν καί ἡ Λαμ­πρι­νή διά­βα­ζε τά βι­βλία της μέ τό φῶς ἑνός κα­ντη­λιοῦ καί ἑνός κε­ριοῦ.

Σ᾿ ὅλη τήν ζωή της εἶ­χε μο­νο­φα­γία καί ξη­ρο­φα­γία. Ἔτρω­γε συ­νή­θως ψω­μί καί ἐλιές. Στό τρι­ή­με­ρο δέν ἔτρω­γε καί δέν ἔπι­νε τί­πο­τε. Κοι­νω­νοῦ­σε τήν κα­θα­ρά Τε­τάρ­τη καί με­τά συ­νέ­χι­ζε τήν τε­λεία νη­στεία. Τίς ἡμέ­ρες πού δέν ἔτρω­γε τί­πο­τε ἔπι­νε γύ­ρω στίς 3 μ.μ. ἕνα κου­τα­λά­κι ζε­στό νε­ρό. Τό συ­νη­θι­σμέ­νο φα­γη­τό της ἦταν μιά πα­τά­τα βρα­σμέ­νη μέ ξύ­δι. Τά παι­διά της τήν πί­ε­ζαν νά φάη, ἀλ­λά ἀρ­νιό­ταν καί ἀπα­ντοῦ­σε: «Μή στε­νο­χω­ριέ­στε, δέν θά πε­θά­νω ἀπό τή νη­στεία. Ἡ προ­σευ­χή εἶ­ναι ἡ τρο­φή μου. Τό σῶ­μα θά τό πε­ρι­ποι­η­θῶ για­τί εἶ­ναι ἡ κα­τοι­κία τῆς ψυ­χῆς μου. Ὅταν ἔρ­θη ἡ ὥρα θά φάω. Μήν ἀνη­συ­χῆτε». Τήν ἔκα­νε τό πρωΐ ἡ κό­ρη της κα­φέ καί τό ἀπό­γευ­μα πού πή­γαι­νε νά πά­ρη τό φλυ­ντζά­νι ἦταν ἀπεί­ρα­χτο. Τό Πά­σχα πού κά­θο­νταν ὅλοι μα­ζί νά φᾶ­νε, ἡ Λα­μπρι­νή μι­λοῦ­σε γιά τόν Θεό καί με­τά ἀπό πί­ε­ση ἔτρω­γε μιά κου­τα­λιά για­ούρ­τι ἤ μιά πη­ρου­νιά σα­λά­τα. Ἔλε­γε: «Σή­με­ρα εἶ­ναι ἡ με­γα­λύ­τε­ρη γιορ­τή. Σή­με­ρα ἀνα­στή­θη­κε ὁ Χρι­στός. Ἄν ἐρ­χό­ταν ἕνα πε­θα­μέ­νο παι­δί μου ἐγώ θά ἔτρω­γα; Θά στό­λι­ζα τό σπί­τι μου νά τό ὑπο­δε­χθῶ».

Τήν τε­λευ­ταία εἰ­κο­σα­ε­τία τῆς ζω­ῆς της ἔτρω­γε μό­νο ψω­μί, νε­ρό καί ξύ­δι. Κά­πο­τε θά πή­γαι­νε στήν Ἀθή­να γιά μιά ἑβδο­μά­δα, διό­τι θά ἔκα­νε ἐγ­χεί­ρη­ση ὁ ἀδελ­φός της. Μιά γνω­στή της ἔψη­νε ψω­μί ἀπό κα­λα­μπό­κι καί τῆς ἔδω­σε μιά φέ­τα. Τό δέ­χθη­κε μέ με­γά­λη χα­ρά για­τί ἤξε­ρε ὅτι ἡ γυ­ναῖ­κα αὐ­τή χά­ρα­ξε τόν σταυ­ρό πά­νω στό ψω­μί. Ὅταν γύ­ρι­σε ἀπό τήν Ἀθή­να εὐ­χα­ρί­στη­σε τήν γυ­ναῖ­κα πού τῆς ἔδω­σε τό ψω­μί καί τῆς ἐκ­μυ­στη­ρεύ­τη­κε ὅτι αὐ­τό τό ψω­μά­κι ἦταν ἡ τρο­φή της γιά ὅλη τήν ἑβδο­μά­δα πού πέ­ρα­σε στήν Ἀθή­να. «Ἔτρω­γα λί­γο κά­θε μέ­ρα καί ἐρ­χό­ταν ὁ Κύ­ρι­ος καί μοῦ τό αὐ­γά­τα­γε (αὔ­ξα­νε)».

Πρίν τήν κοί­μη­σή της γιά ἕνα διά­στη­μα ἀρ­κεῖ­το μό­νο σ᾿ ἕνα κου­τα­λά­κι ἁγί­α­σμα, στό ἀντί­δω­ρο καί φυ­σι­κά στήν θεία Κοι­νω­νία. Σέ κά­ποιον πού τήν ρώ­τη­σε τί εἶ­χε φά­ει ἀπά­ντη­σε ὅτι ἔφα­γε μό­νο ἀντί­δω­ρο πού εἶ­χε κρα­τή­σει ἀπό τήν θεία Λει­τουρ­γία ὅτι μ᾿ αὐ­τό ἦταν χορ­τα­σμέ­νη καί θά τήν κρα­τή­σει γιά κανά–δυό μέ­ρες ἀκό­μη.

Ἀφοῦ πά­ντρε­ψε τά παι­διά της, ἀπό τήν ἡλι­κία τῶν 45 ἐτῶν στα­μά­τη­σε τίς ἀγρο­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες καί ἀφω­σιώ­θη­κε στήν ἄσκη­ση καί στήν προ­σευ­χή. Ἡ ζωή της πλέον ἦταν μιά συ­νε­χής προ­σευ­χή στό σπί­τι καί στήν Ἐκ­κλη­σία, ὅπου τα­κτι­κά πή­γαι­νε καί κοι­νω­νοῦ­σε συ­χνά.

Τό κα­θη­με­ρι­νό τυ­πι­κό της ἦταν πε­ρί­που τό ἐξῆς: Κοι­μό­ταν μέ­χρι δύο ὧρες τό ἡμε­ρο­νύ­κτιο ἀπό τίς 3 μέ­χρι τίς 4.30 τή νύ­χτα. Ἔκα­νε κο­μπο­σχοί­νι γο­να­τι­στή καί με­γά­λες με­τά­νοι­ες. Ἔκα­νε ὅλες τίς ἀκο­λου­θί­ες κά­θε ἡμέ­ρα. Τό Με­σο­νυ­κτι­κό καί τόν Ὄρ­θρο τά διά­βα­ζε μέ τό ἁμυ­δρό φῶς ἀπό τό κα­ντή­λι καί μέ ἕνα κε­ρά­κι. Με­λε­τοῦ­σε πο­λύ τήν Ἁγία Γρα­φή καί πα­τε­ρι­κά βι­βλία. Τήν ἡμέ­ρα, διά­βα­ζε, ἔκα­νε τήν ἀκο­λου­θία τῶν Ὡρῶν καί προ­σευ­χή. Σέ ὅσους τήν θαύ­μα­ζαν πού μπο­ροῦ­σε καί ἀφι­έ­ρω­νε τήν ἡμέ­ρα της στό διά­βα­σμα ἔλε­γε πώς χρό­νος ὑπάρ­χει γιά ὅλους. Καί μιά σελί­δα τήν ἡμέ­ρα νά δια­βά­ζης εἶ­ναι ἀρ­κε­τό, ἀρ­κεῖ νά γί­νε­ται μέ πί­στη. Ὅλα αὐ­τά τά ἔκα­νε μέ εὐ­λο­γία ἀπό τόν Πνευ­μα­τι­κό της π. Μη­τρο­φά­νη, ὁ ὁποῖ­ος τῆς εἶ­χε δώ­σει τόν κα­νό­να τῆς προ­σευ­χῆς. Τήν Μ. Σα­ρα­κο­στή, ἔκα­νε τό Με­γά­λο Ἀπό­δει­πνο καί ὅταν κά­ποιος τήν διέ­κο­πτε δέν τό συ­νέ­χι­ζε, ἀλ­λά τό ἄρ­χι­ζε πά­λι ἀπό τήν ἀρ­χή.

Ὅταν γι­νό­ταν ἀγρυ­πνία σέ κά­ποια Ἐκ­κλη­σία ἦταν πά­ντα πρώ­τη. Συ­νή­θως τήν ἀκο­λου­θοῦ­σαν καί γυ­ναῖ­κες ἀπό τά γύ­ρω χω­ριά. Πολ­λές νύ­χτες συ­γκέ­ντρω­νε τίς γυ­ναῖ­κες στό σπί­τι της καί ἔκα­ναν ὁμα­δι­κή προ­σευ­χή.

Ἀπό τήν ἡλι­κία τῶν τρι­ά­ντα ἐτῶν ἔρ­ρα­ψε ἕνα τρί­χι­νο σάκ­κο καί τόν φο­ροῦ­σε κα­τά­σαρ­κα σ᾿ ὅλη τήν ζωή της, γιά ἄσκη­ση καί κα­κο­πά­θεια. Κα­νείς δέν τό ἤξε­ρε. Γιά 54 χρό­νια τόν φο­ροῦ­σε καί πο­τέ δέν τόν ἔπλυ­νε. Πρίν ἀπό τήν κοί­μη­σή της ἄφη­σε ἐντο­λή στήν κό­ρη της νά μήν τόν πλύ­νη ποτέ. Ὅσοι τόν εἶ­δαν μαρ­τυ­ροῦν ὅτι φαί­νε­ται σάν νά βγῆ­κε ἀπό πλυ­ντή­ριο καί μο­σχο­βο­λᾶ (εὐ­ω­διά­ζει).

Παρ᾿ ὅλο πού ζοῦ­σε μέ­σα στόν κό­σμο ὁ πό­θος της γιά τόν μο­να­χι­σμό καί τήν Ἐκ­κλη­σία τήν ἔκα­ναν νά με­τα­τρέ­ψη τό δω­μά­τιό της σ᾿ ἕνα μο­να­χι­κό κελ­λί. Ὅ,τι χαρ­τά­κι εὕ­ρι­σκε πού εἶ­χε φω­το­γρα­φία κά­ποιου ἁγί­ου τό κολ­λοῦ­σε στόν τοῖ­χο, δη­μι­ουρ­γώ­ντας μιά ξε­χω­ρι­στή ἀτ­μό­σφαι­ρα.

Δέν ἀγα­ποῦ­σε τά χρή­μα­τα, ἦταν ἀνάρ­γυ­ρη. Τό μό­νο πού τήν ἐν­διέ­φε­ρε ἦταν νά μπο­ρῆ νά κά­νη ἐλε­η­μο­σύ­νες καί νά βο­η­θᾶ τόν κό­σμο. Ὅλη τήν σύ­ντα­ξή της τήν μοί­ρα­ζε σέ ἐλε­η­μο­σύ­νες. Ἐπί­σης ὅταν τά παι­διά της τῆς ἔδι­ναν χρή­μα­τα, τά διέ­θε­τε καί αὐ­τά γιά νά βο­η­θᾶ φτω­χούς. Ἔλε­γε στά παι­διά της: «Τά χρή­μα­τα αὐ­τά πού δί­νω, δέν εἶ­ναι δι­κά μου. Πιά­νο­νται (λο­γί­ζο­νται) σέ σᾶς, για­τί δι­κά σας εἶ­ναι». Ἀπέ­φευ­γε μά­λι­στα νά πιά­νη μέ τά χέ­ρια της τά χρή­μα­τα, ἀλ­λά μέ μιά χαρ­το­πε­τσέ­τα ἤ μέ ἕνα κομ­μά­τι ὕφα­σμα. Καί ὅταν πή­γαι­νε νά ψω­νί­ση ἄνοι­γε τό πορ­το­φό­λι ἤ τήν χαρ­το­πε­τσέ­τα καί ἔπαιρ­νε ὁ μπα­κά­λης μό­νος του. ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ.

https://enromiosini.gr/biografies/23askites-mesa-ston-kosmo-3/

21 Μαρτίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Σπυρίδων Μηνέττος, ὁ κοσμοκαλόγηροςΜερος Α΄




Σπυρίδων Μηνέττος[1] γεννήθηκε στό χωριό Γεννάδι Ρόδου στίς 12 Δεκεμβρίου 1898, ἡμέρα ἑορτῆς τοῦ ἁγίου Σπυρίδωνος, τοῦ ὁποίου καί ἔλαβε τό ὄνομα.

Οἱ γονεῖς του Κωνσταντῖνος καί Χριστίνα ἦταν πτωχοί βιοπαλαιστές, ἀλλά πολύ εὐσεβεῖς. Ἀνέθρεψαν τόν πρωτότοκο Σπῦρο καί τά μικρότερα ἀδέλφια του Μανώλη, Μηνᾶ, Εἰρήνη, Ἐλευθερία καί Ἰωάννη χριστιανικά καί μέ πολλή ἀγάπη.
Φοίτησε στό Δημοτικό σχολεῖο τοῦ χωριοῦ. Οἱ γονεῖς του ἐκκλησιάζονταν τακτικά καί ὁ μικρός Σπῦρος ὑπεραγαποῦσε τήν Ἐκκλησία, τήν ὁποία ἔβλεπε σάν δεύτερο σπίτι του.

Ἀπό μικρό παιδί στεκόταν ὄρθιος σέ ὅλη τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας καί, ὅπως ἔλεγε ἡ μητέρα του, καταλάβαινε τούς Ψαλμούς, χωρίς νά ἔχη διδαχθεῖ ἀπό κανέναν. Συχνά ἐπαναλάμβανε τά λόγια τοῦ ψάλτη ἤ τοῦ ἱερέα.

Ἡ ἴδια ἡ μητέρα του Χριστίνα, διηγήθηκε τό ἑξῆς περιστατικό: «Βρισκόμασταν στήν Ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου στό Γεννάδι. Παρακολουθούσαμε σκυφτοί τόν ἱερέα πού στήν μεγάλη εἴσοδο κρατοῦσε τά θεῖα Δῶρα καί κατευθυνόταν πρός τό Ἱερό. Σήκωσε τό κεφάλι του ὁ πεντάχρονος τότε Σπῦρος καί ἀνεφώνησε: “Μαμά, ἕνα ἄσπρο περιστέρι κάθεται πάνω στό Δισκοπότηρο!”. Κοίταξα καί δέν εἶδα τίποτε! Τρόμαξα! “Τί βλέπει τό παιδί;”, ἀναρωτήθηκα. Ὁ μικρός Σπῦρος τό κοίταζε συνεπαρμένος μέχρι πού ὁ ἱερέας μπῆκε στό Ἱερό. “Σκύψε, τοῦ λέω, μήν κοιτᾶς!”. Ἔσκυψε τό κεφάλι ὁ Σπῦρος ἐπιμένοντας. “Μά τό εἶδα, μαμά! Ἦταν ἕνα ἄσπρο περιστέρι καί καθόταν ἐπάνω στό Δισκοπότηρο!”». Αὐτή τήν ἐμπειρία δέν τήν ξέχασε ποτέ, ἀλλά καί ποτέ δέν ἤθελε νά τήν συζητήση.

Στήν ἡλικία τῶν 10‒12 ἐτῶν δέν ἦταν σάν τά ἄλλα παιδιά. Τά τραγούδια καί οἱ χαρές δέν τόν τραβοῦσαν. Διάβαζε τήν Ἁγία Γραφή, τό Ψαλτήρι, τούς βίους τῶν Ἁγίων, διάφορες προσευχές καί ἔμαθε πάρα πολλά ἀπό μνήμης. Ἦταν πολύ σοβαρός γιά τήν ἡλικία του, πολύ ἀπόμακρος, χαμένος στούς δικούς του λογισμούς.

Μιλοῦσε στήν μητέρα του γιά τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου τούτου καί τῆς ἔλεγε: «Κοίταξε ὅλα αὐτά γύρω μας, οἱ ὀμορφιές τοῦ κόσμου, τά χρήματα, τά χρυσά, τά ὡραῖα φαγητά, ὅλες οἱ ἐπίγειες χαρές, εἶναι μάταια! Μόνον ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἀληθινός καί ἡ ἄλλη ζωή, ἡ ἀτέλειωτη!».

Μιλοῦσε γιά τήν ἀθανασία τῆς ψυχῆς καί ἡ μητέρα του δάκρυζε. Ἤξερε πώς ὁ Σπῦρος της ἀνῆκε στόν Θεό! Καί ὁ Σπῦρος τό ἀπέδειξε! Μεγαλώνοντας ἤθελε νά ἀκολουθήση τόν μοναχικό βίο, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τόν διακαῆ του πόθο νά ὑπηρετήση τόν Χριστό!

Ἀπό πολύ μικρός ἔπρεπε νά ἐργαστῆ μαζί μέ τόν πατέρα του, πού ἦταν μπογιατζῆς καί ἔβαφε ἀνδρικά ροῦχα. Στά δώδεκά του χρόνια εἶχε μάθει τήν τέχνη καί μαζί μέ τόν πατέρα του, κουβαλοῦσαν μέ τό γαϊδουράκι τους τίς παραγγελίες τῶν πελατῶν στά γύρω δέκα περίπου χωριά τῆς νότιας Ρόδου. Τότε οἱ ἄνδρες φοροῦσαν μαῦρα πουκάμισα χωρίς γιακᾶ καί μαῦρα παντελόνια (βράκες) ὥς τά γόνατα. Ἀγόγγυστα δούλευε σκληρά κάθε μέρα μέ τήν προσευχή στά χείλη. Μόλις βράδιαζε ἔτρεχε στόν Ἑσπερινό. Στίς ἑορτές δέν ἐργαζόταν, γιά νά μπορῆ νά ἐκκλησιάζεται καί νά ψάλλη.

Τά χρήματα τῆς δουλειᾶς τους ἦταν πάντα λίγα γιά τήν πολυμελῆ οἰκογένειά τους. Οἱ πτωχοί ἄνθρωποι τούς πλήρωναν τίς περισσότερες φορές μέ εἶδος˙ λαχανικά ἀπό τά χωράφια τους, γάλα, αὐγά, μέλι καί ἄλλα.

Ἔζησε μέ μεγάλη του λύπη καί πόνο τόν θάνατο τῶν δύο δίδυμων νηπίων ἀδελφῶν του Ἐλευθερίου καί Ἰωάννη, πού πέθαναν στήν θανατηφόρα γρίππη τοῦ 1918. Ὅπως μᾶς διηγιόταν, ὅλο σχεδόν τό χωριό εἶχε ἀρρωστήσει καί πολλοί ἄφησαν τά ἐγκόσμια. Ὁ ἴδιος εἶχε ἀρρωστήσει πολύ ἐλαφρά μέ τήν γρίππη καί ἀνέλαβε νά περιποιῆται τά μέλη τῆς οἰκογένειάς του πού τήν εἶχαν ἁρπάξει ἀρκετά βαριά. Ὅταν μέ τά ἴδια του τά χέρια ἀναγκάστηκε νά σκάψη τούς τάφους τῶν δίδυμων ἀδελφῶν του, πού ὑπεραγαποῦσε καί, πού σέ ἡλικία μόλις ἑνάμιση χρονῶν ἔφυγαν γιά τόν Παράδεισο, ἔκλαψε πολύ. Δέν ἔχασε ὅμως τήν πίστη του στόν Θεό.

Ὑπέμεινε τήν Κατοχική πεῖνα τοῦ Β΄ Παγκοσμίου πολέμου καί ἐπέζησε, ἄν καί πολλοί ἄνθρωποι χάνονταν καθημερινά ἀπό τήν στέρηση. Ἐκεῖνος μάζευε χόρτα ἀπό τά βουνά καί τά χωράφια καί λίγους καρπούς ἀπό τά δέντρα τοῦ κήπου τους, ἀπό τά ἐλάχιστα πού εἶχαν ἀφήσει οἱ ξένοι στρατιῶτες. Ὅλα αὐτά τά μοίραζε στούς πεινασμένους, πού εἶχαν ἀρχίσει νά πρήζωνται ἀπό τήν ἔλλειψη τροφῆς. Γιά τόν ἑαυτό του κρατοῦσε ἐλάχιστη τροφή ἴσα‒ἴσα γιά νά ἀντέξη καί νά μήν πεθάνη.

Καί πάλι ὅμως ἡ πίστη του στόν Θεό ἔμεινε ἀκέραιη καί δυνατή. Μέ ὑπομονή, μέ ἐγκαρτέρηση καί πάντοτε μέ τήν προσευχή στά χείλη, περίμενε νά τελειώση «ἡ δοκιμασία τοῦ Θεοῦ», ὅπως τήν ἀποκαλοῦσε.

Ὅταν πέθανε ὁ πατέρας του, ὁ Κωσταντῆς, ὁ Σπῦρος κατάλαβε πώς ἡ τέχνη πού ἔμαθε ἦταν πλέον ἄχρηστη, γιατί οἱ ἄνδρες ἄρχισαν νά φορᾶν στενά παντελόνια, πού δέν τά ἔβαφαν ποτέ. Τότε μετέτρεψε τό βαφεῖο ‒μπογιατζίδικο‒ σέ ὑπνοδωμάτιο καί τόπο προσευχῆς. Τώρα ἐργαζόταν σέ ἀγροτικές ἐργασίες τῆς ἀδελφῆς του  Εἰρήνης. Ὅταν δέν εἶχε δουλειά στά χωράφια, βοηθοῦσε στό σπίτι. Μᾶς νουθετοῦσε καί δίδασκε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ σέ μᾶς καί στά ξαδέλφια μας, ἄν τύχαινε νά εἴμαστε ὅλοι μαζί. Θυμᾶμαι, πώς μᾶς μιλοῦσε γιά τήν ζωή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, μᾶς ἐξηγοῦσε τίς παραβολές Του, τά θαύματά Του, τόν Σταυρικό Του θάνατο καί τήν Ἀνάστασή Του. Μᾶς διηγόταν βίους καί θαύματα Ἁγίων, εἰδικά αὐτῶν πού μαρτύρησαν γιά τόν Χριστό, τούς ὁποίους ὑπεραγαποῦσε.

Στήν μέση ἡλικία του ὁ Σπυρίδων εἶχε μεταβῆ στήν νῆσο Πάτμο, προκειμένου νά μονάση στήν Ἱερά Μονή τοῦ Ὁσίου Χριστοδούλου. Ἔμεινε ἐντυπωσιασμένος μέ ὅσα εἶδε καί ἔζησε στήν Νῆσο, πού ἐξόριστος ὁ ἀγαπημένος μαθητής, ὁ ἅγιος Ἰωάννης, ἔγραψε τό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. «Μυστήριο εἶναι ὁ Θεός», ἔλεγε. «Τά δικά μας γήϊνα μάτια δέν μποροῦν νά ἰδοῦν τό μεγαλεῖο Του!».

Ἡ παραμονή του στό νησί τῆς Ἀποκαλύψεως δέν κράτησε πολύ. Βρῆκε τήν ζωή τῶν μοναχῶν σ᾿ ἐκεῖνο τό Μοναστήρι χαλαρή καί ὄχι αὐστηρή, ὅσο ἐκεῖνος ἐπιθυμοῦσε. Γι᾿ αὐτό καί ξαναγύρισε στό ἀγαπημένο του χωριό, τό Γεννάδι.

Κάποτε οἱ συγχωριανοί του τοῦ εἶχαν κάνει προξενειό μέ ἕνα καλό κορίτσι νά παντρευτῆ καί νά μήν εἶναι μόνος. Τούς εὐχαρίστησε λέγοντας, πώς αὐτός δέν ἦταν ὁ προορισμός του καί πώς ὁ ἴδιος δέν ἔνοιωθε μόνος, γιατί εἶχε συντροφιά τόν Χριστό καί τήν Παναγία!

Ὁ Σπυρίδων ἦταν πολύ λιτοδίαιτος. Λίγα μαγειρεμένα λαχανικά ἤ ὄσπρια μέ λάδι, ὅταν δέν νήστευε, λίγα φροῦτα ἤ λίγοι ξηροί καρποί τοῦ ἀρκοῦσαν. Νήστευε πάρα πολύ. Ἴσως περισσότερο ἀπό τόν μισό χρόνο. Κάθε ἑβδομάδα Δευτέρα, Τετάρτη καί Παρασκευή ἔτρωγε μόνο τό βράδυ ἕνα κομμάτι ἀντίδωρο καί ἔπινε νερό. Ἔκανε δηλαδή ἐνάτη ἤ καλύτερα ἀσιτία.

Τόν Δεκαπενταύγουστο ἔτρωγε ἀντίδωρο καί ἔπινε νερό τά βράδια καί μόνο τά Σαββατοκύριακα ἔτρωγε λάδι. Νήστευε ἀκόμα στίς γιορτές τῶν μεγάλων Ἁγίων καί τά δύο σαρανταήμερα τῶν Χριστουγέννων καί τοῦ Πάσχα χωρίς λάδι ἤ ἐλιές.

Τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα ἔκανε τήν πιό αὐστηρή νηστεία. Τίς τρεῖς πρῶτες ἡμέρες ἔτρωγε τό ἀντίδωρό του καί τήν Μ. Πέμπτη, Μ. Παρασκευή καί τό Μ. Σάββατο δέν ἔτρωγε τίποτε καί δέν ἔπινε οὔτε νερό.

Στήν Ἀνάσταση μεταλάβαινε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων καί τό πρόσωπό του ἔλαμπε μέ ἕνα παράξενο φῶς, πού μᾶς ἔκανε νά τόν κοιτᾶμε ἐκστατικοί. Ἀνήμερα τήν Ἀνάσταση ἔτρωγε ἕνα μικρό πιᾶτο λαχανικά μέ λάδι καί ἀργότερα πρός τό βράδυ ἔτρωγε, κατά τό ἔθιμο, ἕνα κόκκινο αὐγό καί ἕνα λαδοκούλουρο.

Νήστευε καί ταυτόχρονα ἐργαζόταν στά χωράφια ἤ βοηθοῦσε στό σπίτι. Μία ἡμέρα, θυμᾶμαι, γύρισε ἀπό κάποια ἀγροτική ἐργασία καί εἶπε στήν μητέρα μου: «Ἀδελφή, σήμερα ἐνῶ δούλευα, αἰσθάνθηκα ζαλάδα καί ἀναγκάστηκα νά σπάσω τήν ἄσκησή μου πίνοντας νερό ἀπό τό πηγάδι. Αὐτό τό ἐπιτρέπει ὁ Θεός!».

Ἡ μητέρα μας βλέποντας τήν ὑπερβολική ἄσκηση καί τίς στερήσεις του, στενοχωριόταν γιά τόν ἀδελφό της, ὅταν μάλιστα ἄρχισε νά γερνάη καί νά μήν βλέπη πολύ καλά. Μέ πολλή πίεση, τοῦ ἔδωσε τότε ἕνα δωμάτιο στόν ὄροφο τοῦ σπιτιοῦ της, γιά νά κοιμᾶται καί νά προσεύχεται ἥσυχος χωρίς ἐνοχλήσεις. Οἱ γονεῖς μας κοιμόταν ἀκριβῶς ἀπό κάτω στό ἰσόγειο. Καί στό νέο του ὅμως δωμάτιο δέν κοιμόταν πολύ. Στηριζόμενος σέ ἕνα χοντρό ξύλο, σάν μπαστούνι, προσευχόταν μέχρι τήν αὐγή. Κι ὅταν τίς ὧρες ἐκεῖνες ἀποκαμωμένο τόν βύθιζε ὁ ὕπνος, ἡ μητέρα μας ἄκουγε μεγάλο θόρυβο στό δωμάτιό του, κάτι σάν σεισμό καί σφύριγμα δυνατοῦ ἀέρα, ἡ πόρτα του ἔτριζε, τά ἔπιπλα μετακινιόταν πέραδῶθε, ἐνῶ μία ἀδύναμη φωνή καλοῦσε «βοήθεια!». Ἔτρεχε καί ἀνέβαινε στόν ὄροφο καί μόλις ἄνοιγε τήν πόρτα ὅλα ἡσύχαζαν. Ὁ θεῖος στό χαμηλό του κρεββάτι τουρτούριζε ἀπό τό κρύο μέσα στήν μέση τοῦ χειμῶνα χωρίς σκεπάσματα. Αὐτά ἦταν πεταμένα στήν ἄλλη ἄκρη τοῦ δωματίου. «Συγγνώμη, ἀδελφή, πού σέ ξύπνησα. Μέ πειράζει ὁ δαίμονας, μέ τραντάζει καί μοῦ πετάει τά σκεπάσματα!».ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/23askites-mesa-kosmo-101/

19 Μαρτίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Κωνσταντῖνος Μικρός, ὁ εὐλαβής νεωκόρος Μερος Β' τελευταίο

Οἱ παλαιοί διηγοῦνται πώς κάποτε ὁ Κώστας κατέβηκε στήν Κόρινθο καί ἐπισκέφτηκε τόν τότε Δεσπότη κ. Προκόπιο, γιά νά διαμαρτυρηθῆ ἔντονα γιά τά «ἐγκλήματα» πού διέπραττε ὁ παπᾶς τοῦ χωριοῦ μέσα στό Ἱερό.
«Δεσπότη μου», εἶπε στόν Ἱεράρχη, «τόν παπᾶ νά τόν πάρετε ἀπό τό χωριό! Ἔχει τρελλαθῆ! Κάθε Κυριακή πιάνει ἕνα μικρό παιδάκι καί τό σφάζει μέ τήν λόγχη! Τόν εἶδα μέ τά μάτια μου! Ρίχνει πρῶτα τό αἷμα του μέσα στό Ἅγιο Ποτήριο κι ἀπό πάνω ἕνα–ἕνα τά κομματάκια ἀπό τό σῶμα του! Τί σόϊ ἄνθρωπος εἶναι αὐτός;».
Ὁ ἔμπειρος Ἱεράρχης κατάλαβε πολύ καλά πώς ὁ ταπεινός κι ὀλιγογράμματος νεωκόρος εἶχε ἀξιωθῆ νά γίνη ἐπανειλημμένως μάρτυρας μίας θαυμαστῆς θεοπτίας. Γιά νά τόν προστατέψη ὅμως ἀπό τόν κίνδυνο τῆς ἔπαρσης τόν ἀντιμετώπισε σχεδόν μέ σκληρότητα καί τόν ἀπέπεμψε μέ φωνές: «Φύγε ἀμέσως ἀπό ᾿δῶ καί πήγαινε στήν ρημαΐλα (=ρημαδιό) σου! Δέν θά ᾿σαι στά καλά σου! Ὄνειρα βλέπεις! Πού ἦρθες ἐσύ ἐδῶ νά μοῦ κατηγορήσης τόν παπᾶ!».
Ἀργότερα, ὡστόσο, σέ σύναξη ἱερέων ὁ Σεβασμιώτατος κ. Προκόπιος διηγήθηκε τό περιστατικό γιά νά νουθετήση καί νά προβληματίση τούς λευΐτες του, λέγοντας: «Αὐτά πού ἐμεῖς τελοῦμε καί δέν τά βλέπουμε, τά εἶδε ἕνας κοσμικός! Βίωσε ὁλοζώντανη τήν θυσία τοῦ Χριστοῦ μας!».
Τῶν θαυμαστῶν αὐτῶν ἀποκαλύψεων ἀξιώθηκε ὁ Κώστας γιά τήν μεγάλη του ταπείνωση, τήν ἁπλότητα καί τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς του. Οἱ συγχωριανοί του μαρτυροῦν πώς τό πρόσωπό του ἦταν πάντα ἤρεμο καί ἐξέπεμπε μία φωτεινότητα. Ποτέ κανείς δέν τόν ἄκουσε νά παραπονιέται ἤ νά γογγύζη γιά τήν φτώχεια του ἤ γιά τά ἄλλα του προβλήματα. Ὅλη του ἡ βιοτή ἦταν μία δοξολογία πρός τόν Θεό.

Ὁ Κωνσταντῖνος μέ τήν σύζυγό του

Οὔτε νά μαλώνη μέ κανέναν τόν εἶχαν δῆ ποτέ. Συνήθως, ὅ,τι τοῦ ἔλεγαν, τό ᾿κανε. Εἶχε μία ἀξιοθαύμαστη ὑπακοή. Ἀκόμη καί σέ συγχωριανό του πού εἶχε σχεδόν τά μισά του χρόνια καί τόν ἔστελνε μέ κάποια αὐθάδεια γιά κάποιο θέλημα, ὁ Κώστας κατέβαζε τό κεφάλι καί πήγαινε πρόθυμος νά τό ἐκτελέση. Τίς περισσότερες ὧρες τῆς ἡμέρας ἦταν σιωπηλός καί, ἄν τοῦ ζητοῦσαν τήν γνώμη του γιά κάτι, ἔλεγε συμβουλευτικά λίγα λόγια πνευματικά μέ στόχο νά ὠφελήση τόν ἄλλο. Ποτέ δέν ἔκανε ἄσκοπες συζητήσεις. Στόν ἐλεύθερο χρόνο του πάντα μελετοῦσε γιά ὧρες τό Προσευχητάριο, τό Ψαλτήρι καί τήν Ἁγία Γραφή.

Μία ἑβδομάδα πρίν πεθάνη, ἡ σύζυγός του Παναγιώτα εἶδε σέ ὅραμα τόν ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος τῆς εἶπε πώς σέ λίγες ἡμέρες ὁ Κώστας θά ἔρθη μαζί μου, ὅπως καί ἔγινε.

Ὁ Κώστας προαισθανόμενος τό τέλος του ζήτησε ἀπό τόν γυιό του Ἰωάννη, μέ τόν ὁποῖο διέμενε στό ἴδιο σπίτι, νά τοῦ φέρη τόν ἱερέα τοῦ χωριοῦ γιά νά ἐξομολογηθῆ καί νά κοινωνήση. Μία ἡμέρα πρίν φύγη γιά τήν ἄλλη ζωή, ἐπειδή εἶχε προαισθανθῆ τόν θάνατό του, ζήτησε ἀπό τά παιδιά του, τήν ἑπομένη νά μείνουν στό σπίτι καί νά μήν πᾶνε σέ προγραμματισμένη δουλειά τους. Τά παιδιά του σεβάστηκαν τήν ἐπιθυμία του, ἔμειναν μαζί του καί ἔτσι ἦταν παρόντες τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπίγειας ζωῆς του.

Κοιμήθηκε τήν 12η Νοεμβρίου 1980 σέ ἡλικία 85 ἐτῶν εἰρηνικά, ὅπως καί ἔζησε.

Ὁ ἱερέας τοῦ χωριοῦ πατήρ Σπυρίδων Κόρρος κατά τήν διάρκεια τῆς ἐξοδίου ἀκολουθίας τόν ἐγκωμίασε γιά τόν ταπεινό καί ἐνάρετο βίο του καί ὁμολόγησε πώς ὅλα τά χρόνια τῆς διακονίας του στόν Ναό τῶν Ἀθικίων δέν ξαναεῖδε τόσο ὄμορφο καί φωτεινό πρόσωπο νεκροῦ.

Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/23askites-ston-kosmo-101/

18 Μαρτίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Κωνσταντῖνος Μικρός, ὁ εὐλαβής νεωκόρος Μερος Α'

Ο Κωνσταντῖνος Μικρός γεννήθηκε τό 1895 στό χωριό Ἀθίκια Κορινθίας. Οἱ γονεῖς του Γεώργιος καί Κατερίνα, ἄν καί πάμφτωχοι ξεχώριζαν στό χωριό γιά τήν καλωσύνη καί τήν φιλοξενία τους. Ἀπέκτησαν τέσσερα παιδιά, τόν Κώστα καί ἄλλα τρία κορίτσια. Στό σπίτι ἐκτός ἀπό τά παιδιά τους μάζευαν συχνά καί τά ἀνήψια τους καί πολλές φορές δύο ὀρφανές ἀπό πατέρα γειτονοποῦλες, τῶν ὁποίων ἡ μάννα ἔπρεπε νά φεύγη δύο μῆνες τόν χρόνο ἀπό τό σπίτι, γιά νά δουλεύη τά κτήματα πού εἶχε σέ ἄλλο χωριό. Τά ὀρφανά κοριτσάκια δέν ξέχασαν ποτέ, ὅταν μεγάλωσαν, τήν ζεστή πατρική ἀγκαλιά τοῦ κυρ–Γιώργη, τό βραδινό λιτό φαγητό πού μοιράζονταν μέ τά παιδιά του, τήν χαρά καί τήν ἀγάπη πού ἀκτινοβολοῦσε μέσα σέ κεῖνο τό φτωχόσπιτο. Μάλιστα, τό ἕνα ἀπό αὐτά ὅταν ἔγινε μάννα, ἄφησε ὡς παρακαταθήκη στά παιδιά της νά μήν ξεχνᾶνε ποτέ νά προσθέτουν στό ψυχοχάρτι τά ὀνόματα Γεώργιος καί Αἰκατερίνη. Τόση ἀγάπη τούς εἶχε!

Σ᾿ αὐτό τό εὐλογημένο περιβάλλον ἔζησε κι ἀνατράφηκε ὁ Κώστας. Ὅταν ἔφτασε σέ στρατεύσιμη ἡλικία, τόν ἔστειλαν στό Μικρασιατικό μέτωπο, γιά νά ὑπηρετήση ὡς ἱπποκόμος στό πλευρό κάποιου ἀξιωματικοῦ. Τό 1922, ἔτος τῆς Μικρασιατικῆς καταστροφῆς, μέ τήν ἄτακτη ὑποχώρηση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ βρέθηκε κάποια στιγμή πάνω στό μουλάρι μόνος, ἀποκομμένος ἀπό τό ὑπόλοιπο σύνταγμα. Πολλοί ἀξιωματικοί –μαζί κι αὐτός πού ὑπηρετοῦσε ὁ Κώστας– πῆραν τ᾿ ἄλογά τους κι ἔτρεξαν νά σωθοῦν ἀφήνοντας τόν στρατό πίσω. Κάποια στιγμή ὁ Κώστας ἀποκαμωμένος ἀπό τίς ταλαιπωρίες, ἔδεσε τό μουλάρι σ᾿ ἕνα δέντρο καί ξαπλώνοντας ἀπό κάτω ἀποκοιμήθηκε. Τόν ξύπνησαν ὅμως ἀπότομα οἱ φωνές ἑνός ἄγνωστου νεαροῦ στρατιώτη πού σκυμμένος πάνω ἀπό τό πλευρό του τόν τράνταζε δυνατά ἀπό τούς ὤμους καί τοῦ μιλοῦσε, λέγοντάς του ἐπιτακτικά:Σήκω ἐπάνω, γρήγορα! Ἔρχονται οἱ Τοῦρκοι! Ἀνέβα στό μουλάρι καί πήγαινε στήν Σμύρνη! Μπές στό πρῶτο πλοῖο πού θά βρῆς καί γύρνα πίσω, στό σπίτι σου!
Καλά… θά φύγω σέ λίγο…, εἶπε ὁ Κώστας νυσταγμένος καί γύρισε τό πλευρό.
Ἄν μείνης ἐδῶ θά σέ προλάβουν οἱ Τοῦρκοι καί θά σέ σκοτώσουν!, τόν σκούντησε καί πάλι ὁ στρατιώτης.
Προχωρᾶτε ἐσεῖς καί θά σᾶς φτάσω ἐγώ μέ τό μουλάρι…, ξαναεῖπε ὁ Κώστας ἀποκαμωμένος. Τότε ὁ νεαρός στρατιώτης τόν ἅρπαξε μέ δύναμη καί τόν σήκωσε ὄρθιο ἐπάνω.
Ἀκοῦς τί σοῦ λέω; Νά φύγης τώρα ἀμέσως! Κι ὅταν φτάσης ἀπέναντι, στό νησί, τότε θά γίνη κι ἡ συνθηκολόγηση. Τράβα μπροστά καί μή φοβᾶσαι!
Καί ποιός εἶσαι ἐσύ πού μοῦ τά λές ὅλα αὐτά;, ρώτησε ἀπορημένος ὁ Κώστας.
Εἶμαι ὁ Ἅγιος Δημήτριος!, ἀπάντησε ὁ νεαρός στρατιώτης καί ἀμέσως ἐξαφανίστηκε ἀπό μπροστά του.

Συγκλονισμένος ὁ Κώστας ἀνέβηκε πάνω στό μουλάρι καί κατευθύνθηκε πρός τήν Σμύρνη. Μέχρι νά ἐπιβιβαστῆ ὅμως στό πλοῖο πού θά τόν ἔφερνε στήν Ἑλλάδα τά μάτια του εἶδαν στόν δρόμο πολλά ἀπό τά ἐγκλήματα πού εἶχαν διαπράξει οἱ Τοῦρκοι. Κομματιασμένα σώματα Ἑλλήνων ἦταν σπαρμένα σέ ὅλη τήν διαδρομή. Ἀνάμεσά τους γυναῖκες καί ἀθῶα μικρά παιδιά. Ἡ εὐαίσθητη ψυχή τοῦ Κώστα ταράχτηκε ἀπό τό φοβερό ἐκεῖνο θέαμα. Ὑπέστη νευρικό κλονισμό. Ὅταν ἔφτασε πίσω στήν Ἑλλάδα, δέν ἦταν πιά ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Ἔδειχνε βαθιά πληγωμένος καί γιά τήν ὑπόλοιπη ζωή του ἦταν σοβαρός καί λιγομίλητος.

Παντρεύτηκε  μέ τήν Παναγιώτα Τζώρτζη, ἀπό τό χωριό Ἀγγελόκαστρο Κορινθίας καί ἔμεινε στό πατρικό του σπίτι πού ἦταν κτισμένο κοντά στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ καί ἦταν ἀφιερωμένη στόν Εὐαγγελισμό τῆς Θεοτόκου. Ἔκανε τρία ἀγόρια: τόν Γιάννη, τόν Γιῶργο καί τόν Ἀναστάσιο. Ἡ οἰκογένειά του ἦταν ἀπό τίς φτωχότερες τοῦ χωριοῦ. Γιά νά χορτάσουν τήν πεῖνα τους τά παιδιά ἔτρωγαν ἀκόμη καί βελανίδια (!) ἀπό μία μεγάλη βελανιδιά πού ἦταν πάνω στό βουνό δίπλα στό ξωκκλήσι τῆς Παναγιᾶς κι ἔκανε κάτι βελανίδια μεγάλα σάν κάστανα.

Τό σπιτάκι τους, μικρό κι ἀπέριττο, χτισμένο ὡς τήν μέση μέ πέτρες καί ἀπό πάνω μέ πλίνθους, δέν εἶχε οὔτε πάτωμα! Ἡ κυρα–Παναγιώτα ὅμως ἔρριχνε πάνω ἀπό τό χῶμα: ἄχυρα ἤ ξερά χόρτα κι ἀπό πάνω ἔστρωνε τίς κουρελοῦδες της. Ὅλα στό νοικοκυριό της ἔλαμπαν ἀπό τάξη καί καθαριότητα!

Ἡ οἰκογένεια ἐξασφάλιζε τά πρός τό ζῆν ἀπό τίς λιγοστές ἐλιές της, τά κηπευτικά ἀπό τόν κῆπο τους καί τά λιγοστά οἰκόσιτα ζωντανά πού εἶχε. Ἀπό τά γύρω πεῦκα τῆς περιοχῆς ὁ Κώστας ἔφτειαχνε καί ξυλοκάρβουνα σέ ἕνα μικρό καμίνι ἔξω ἀπό τό σπίτι του, τά ὁποῖα ἔπειτα ἐμπορευόταν. Ταυτόχρονα ὑπηρετοῦσε ὡς νεωκόρος στήν Ἐκκλησία τοῦ χωριοῦ ἀφιλοκερδῶς μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του. Στό ἔργο αὐτό συμμετεῖχαν ὅλα τά μέλη ἀνεξαιρέτως.

Ὁ Κώστας ἦταν πάντα συνεπέστατος στά καθήκοντά του. Τίς ἡμέρες πού εἶχε θεία Λειτουργία ξυπνοῦσε πρίν ἀκόμη χαράξη, γιά νά ἑτοιμάση τόν ναό. Τό ἄναμμα τῶν καντηλιῶν καί τῶν κεριῶν τοῦ πολυελαίου ἦταν τότε ὁλόκληρη ἱεροτελεστία. Τόν βοηθοῦσε σ᾿ αὐτό κι ὁ γυιός του ὁ Γιῶργος, ἀλλά καί ἄλλα παιδόπουλα πού διακονοῦσαν στό ἱερό. Τό γενικό ὅμως πρόσταγμα τό ἔδινε ἐκεῖνος. Κατά τήν διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας ὁ Κώστας ἔστεκε σιωπηλός καί προσευχόμενος πίσω ἀπό τό παγκάρι. Ἀπέφευγε νά μπαίνη στό Ἱερό κι ἔστελνε στήν θέση του τόν δευτερότοκο γυιό του Γιῶργο.

Μέ τήν ὑπόδειξη καί τήν βοήθεια ἑνός φιλεύσπλαχνου καί προοδευτικοῦ συγχωριανοῦ του ἔμαθε νά φτειάχνη καί νέα κεριά ἀπό τά ἀποκέρια, ἐξοικονομώντας ἔτσι κάτι γιά τήν οἰκογένεια.

Μετά τό μεσημέρι, ἀφοῦ ὁλοκλήρωνε τά καθήκοντά του στόν ναό, κινοῦσε μέ τό γαϊδουράκι του ν᾿ ἀνάψη τά καντήλια σέ ὅλα τά γύρω ξωκκλήσια τοῦ χωριοῦ. Τά κοντινά τά ἀναλάμβανε ἡ γυναῖκα του, ἡ κυρα–Παναγιώτα, στά μακρινά πήγαινε ὁ ἴδιος. Ἕνας εὔπορος συγχωριανός του, ὁ μπαρμπα–Μῆτσος, πού γνώριζε τήν δυστυχία του, συμφώνησε νά τοῦ δίνη 50 δραχμές τόν μῆνα, γιά νά ἀνάβη καθημερινά τά καντηλάκια στό ἀπό αἰῶνες χτισμένο ἐξωκκλήσι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πάνω στό βουνό, 7 χιλιόμετρα ἀπόσταση ἀπό τά Ἀθίκια. Ἤθελε νά ἐκπληρώση μέ αὐτόν τόν τρόπο κι ἕνα τάμα πού εἶχε κάνει στόν Ἅγιο, ὅταν ἀρρώστησε ἀπό φυματίωση. Ἔτσι, ὁ Κώστας χειμῶνα – καλοκαίρι διήνυε μαζί μέ ὅλες τίς ἄλλες κι αὐτή τήν δύσκολη ἀνηφορική διαδρομή, ὥστε ὁ Ἅγιος νά μήν μένη ποτέ σβηστός. Ὅταν κάποιες φορές δέν προλάβαινε ν᾿ ἀνέβη στό βουνό, ἔστελνε στήν θέση του τόν μικρό του γυιό, τόν Τάσο.

Κάποια φορά πού εἶχε ρίξει πολύ χιόνι, δέν μπόρεσε νά ἀνέβη στό ἐξωκκλήσι κι ἔτσι τά καντήλια ἔμειναν σβηστά. Πρίν ξαπλώση ζήτησε συγγνώμη ἀπό τόν Ἅγιο κι ἔπεσε γιά ὕπνο. Ὁ ἴδιος διηγήθηκε στά ἐγγόνια πού ζοῦσαν μαζί του, πώς εἶδε τότε σέ ὅραμα τόν ἅγιο Δημήτριο, ὁ ὁποῖος τόν ξύπνησε καί τοῦ εἶπε:Κώστα, σήμερα μέ ξέχασες, δέν ἦρθες νά μέ ἀνάψης.
Ἅγιέ μου Δημήτρη, δέν σέ ξέχασα ἀλλά τό χιόνι ἦταν πολύ καί ἡ ὁμίχλη δέν μέ ἄφηνε νά δῶ τό μονοπάτι.
Σήκω, φόρεσε τήν κάπα σου καί θά σέ πάω ἐγώ μέ τό ἄλογό μου νά ἀνάψης τά καντήλια μου.

Ὅπως κι ἔγινε. Ὅλα αὐτά τά ἔζησε ἐκεῖνο τό βράδυ. Τό πρωΐ πού ξημέρωσε καί ὁ ἴδιος καί ἡ οἰκογένειά του εἶδαν πώς ἡ κρεμασμένη κάπα του ἦταν γεμάτη χιόνι. Πρᾶγμα πού ἐπιβεβαίωνε πώς ὅσα ἔζησε ἦταν ἀληθινά γεγονότα καί ὄχι ἁπλᾶ ἕνα ὄνειρο! ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/23askites-ston-kosmo-101/

14 Μαρτίου, 2024

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Νικόλαος Σαββούδης


Γεν­νή­θη­κε τό 1899 στό Γυα­λί Τσι­φλί­κι τῆς Μ. Ἀ­σί­ας. Με­τά τόν ξερ­ρι­ζω­μό τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό τήν Μι­κρα­σί­α, ἦρ­θε ὡς πρό­σφυ­γας στό χω­ριό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς. Ὅ­ταν ἦρ­θε σέ ἡ­λι­κί­α γά­μου νυμ­φεύ­θη­κε καί ἀ­πό τόν γά­μο του ἀ­πέ­κτη­σε μί­α κό­ρη καί ἐγ­γό­νια. Ἡ σύ­ζυ­γός του εἶ­χε δύ­σκο­λο χα­ρα­κτῆ­ρα κα­θώς καί ὁ γ­α­μπρός του. Τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε ὅ­μως μέ ἠ­ρε­μί­α.

Ἦ­ταν γε­νι­κά ἤ­ρε­μος ἄν­θρω­πος. Ζοῦ­σε σάν ἀ­σκη­τής, νή­στευ­ε πο­λύ, με­λε­τοῦ­σε βι­βλί­α ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά καί ἀ­σκη­τι­κά, πού ἔ­φε­ρε ἀ­πό τήν «πα­τρί­δα», καί συμ­βού­λευ­ε τά ἐγ­γό­νια του δί­νοντάς τους ἐ­φό­δια γιά­ τήν ζω­ή.

Ὅ­λη τήν ἑ­βδο­μά­δα βο­σκοῦ­σε τά πρό­βα­τα. Τό Σάβ­βα­το τό ἀ­πό­γευ­μα ἐ­πέ­στρε­φε στό σπί­τι καί ἑ­τοι­μα­ζό­ταν γι­ά τήν θεία Λει­τουρ­γί­α τῆς Κυ­ρια­κῆς.

Στήν Ἐκ­κλη­σί­α δι­α­κο­νοῦ­σε ἀ­νά­βοντας τά καντή­­λια καί βο­η­θώντας τόν ἱ­ε­ρέ­α.

Ἔ­κα­νε ἀ­γα­θο­ερ­γί­ες. Στήν πε­ρί­ο­δο τῆς Κα­το­χῆς ἔ­κρυ­ψε ἕ­ναν Ἄγ­γλο γι­ά νά τοῦ σώ­ση τήν ζω­ή, τόν πε­ρι­ποι­ή­θη­κε ὅ­ταν ἀρ­ρώ­στη­σε, καί τόν φι­λο­ξέ­νη­σε ὅ­σο δι­ά­στη­μα χρει­ά­στη­κε.

Ὅ­ταν πέ­θα­νε ἕ­νας συγ­χω­ρια­νός του, πού ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦταν φτωχή καί δέν εἶ­χε χρή­μα­τα γι­ά τήν κη­δεί­α, ὁ Νι­κό­λαος πῆ­γε κρυ­φά στό σπί­τι τους καί ἄ­φη­σε χρή­μα­τα. Οἱ ἄν­θρω­ποι τοῦ σπι­τιοῦ πο­τέ δέν ἔ­μα­θαν ποι­ός «κα­λός ἄγ­γε­λος» τούς ἔ­στει­λε τήν βο­ή­θεια.

Φι­λο­ξε­νοῦ­σε συ­χνά στό σπί­τι του ἀν­θρώ­πους πε­ρα­στι­κούς πού νυ­χτώ­νο­νταν στό χω­ριό.

Τόν Νι­κό­λαο Σαβ­βού­δη εἶ­χε γνω­ρί­σει καί ὁ γέ­ρο­ντας Γρη­γό­ριος, πνευ­μα­τι­κός τῆς Ἱ. Μ.Τι­μί­ου Προ­δρό­μου Με­τα­μορ­φώ­σε­ως, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀνα­φέ­ρει:

«Βρι­σκό­μουν στό χω­ριό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς. Μό­λις εἶ­χα φθά­σει καί στήν σκι­ά κά­ποι­ου πεύ­κου συ­ζη­τοῦ­σα μέ 5–6 χω­ρι­κούς. Σέ λί­γο ἔ­φθα­σε ἐ­κεῖ καί κά­ποι­ος με­σό­κο­πος, πε­νηντά­ρης πε­ρί­που, χαι­ρέ­τη­σε καί στά­θη­κε σι­ω­πη­λός πα­ρα­πέ­ρα. Ἕ­νας ἐκ τῶν χω­ρι­κῶν μοῦ εἶ­πε: “Αὐ­τός πά­ει τά με­σά­νυ­χτα στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί ἀ­νά­βει τά καν­τή­λια γι­ά νά βλέ­πουν οἱ Ἅγι­οι­”.

»Ἔ­τσι γνώ­ρι­σα τόν μπαρ­μπα–Νι­κό­λα Σαβ­βού­δη. Ἐ­πει­δή πή­γαι­να συ­χνά στό χω­ριό Βα­το­πέ­δι Χαλ­κι­δι­κῆς, πάν­το­τε τόν ἔ­βλε­πα σι­ω­πη­λό, ἤ­ρε­μο καί γα­λή­νιο. Πάν­τα πρῶ­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Στε­κό­ταν δί­πλα στό ψαλ­τή­ρι καί ψι­θύ­ρι­ζε πα­ρα­κο­λου­θώντας τόν ἱ­ε­ρο­ψάλ­τη. Μό­νον ἐ­κεῖ ἄ­κου­γες τήν φω­νή του σέ πο­λύ χα­μη­λό τό­νο. Μό­λις κα­τα­λά­βαι­νες ὅ­τι ἔ­ψελ­νε. Ἔ­λε­γε καί τό “Πά­τερ ἡ­μῶ­ν”, πάντο­τε ἦ­ταν δι­κό του.


»Μυ­στή­ριο ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας. Κά­ποι­α μέ­ρα πῆ­γα στό σπί­τι του, –ἕ­να ἡ­μι­υ­πό­γει­ο, ἁ­πλό, ἀ­πέ­ριτ­το, γι­ά πά­τω­μα εἶ­χε τσι­μέντο, ἀ­σκη­τι­κώ­τα­το–, γι­ά νά τόν γνω­ρί­σω κα­λύ­τε­ρα. Στόν πά­νω ὄ­ρο­φο ἔ­με­νε ὁ γα­μπρός του πού, ὅ­πως ἀρ­γό­τε­ρα ἔ­μα­θα, τόν κα­κο­με­τα­χει­ρι­ζό­ταν. Ἦ­ταν πο­λύ νευ­ρι­κός ἀλ­λά ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας κου­βέντα δέν ἔ­λε­γε γι᾿ αὐ­τόν. Νό­μι­ζες πώς δέν εἶ­χε μι­λιά. Ὅ­μως ὁ μπαρμ­πα–Νι­κό­λας ὄ­χι μό­νον ἤ­ξε­ρε νά μι­λᾶ μά καί δι­ά­βα­ζε Πα­τέ­ρες.

»Ἐ­κεῖ εἶ­δα ἐ­κτός ἀ­πό τόν ἅ­γιο Δα­μα­σκη­νό καί ἄλ­λους Πα­τέ­ρες, φι­λο­καλι­κούς καί μή. Ὅ­λα αὐ­τά τά βι­βλί­α τά με­λε­τοῦ­σε ὁ μπαρ­μπα–Νι­κό­λας καί φαί­νε­ται πώς προ­σπα­θοῦ­σε νά βά­λη σέ ἐ­φαρ­μο­γή τήν πα­τε­ρι­κή δι­δα­σκα­λί­α γι᾿ αὐ­τό ἐ­κτός ἀ­πό τήν σι­ω­πή ἦ­ταν στο­λι­σμέ­νος καί μέ ἄλ­λες ἀ­ρε­τές. Πο­τέ δέν ἀ­σχο­λεῖ­το μέ τούς ἄλ­λους. Ἄν καί τόν πε­ρι­έ­παι­ζαν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του, αὐ­τός τούς ἀντι­με­τώ­πι­ζε μέ τήν σι­ω­πή του καί μ᾿ ἕ­να ἐ­λα­φρό μει­δί­α­μα.

»Ἀπ᾿ ὅ­σα εἶ­δα πρέ­πει νά ἔ­κα­νε ἄ­σκη­ση με­γά­λη καί νά ἀ­γα­ποῦ­σε τήν προ­σευ­χή. Κα­νείς ὅ­μως δέν γνώ­ρι­ζε τί προ­σευ­χές ἔ­κα­νε μό­νος μό­νῳ Θε­ῷ. Πολ­λά μυ­στι­κά πῆ­ρε μα­ζί του, για­τί ἦ­ταν πο­λύ σι­ω­πη­λός. Ἀ­πό τούς χω­ρι­κούς ἔ­μα­θα ὅ­τι ζοῦ­σε μέ τά χρή­μα­τα πού τοῦ ἔ­στελ­νε κά­ποι­ος Ἄγ­γλος πρώ­ην ἀ­ξι­ω­μα­τι­κός, ἀ­πό εὐ­γνω­μο­σύ­νη για­τί στήν Γερ­μα­νι­κή Κα­το­χή ὁ μπαρμπα–Νι­κό­λας μέ κίν­δυ­νο ζω­ῆς τόν ἔκρυ­ψε στό σπί­τι του καί τόν γλύ­τω­σε ἀ­πό τούς Γερ­μα­νούς.

»Στίς 24 Νοεμβρίου 1969 μέ εἰ­δο­ποί­η­σαν ὅ­τι ὁ ἀ­γα­θός καί ἥ­συ­χος Νι­κό­λα­ος ἔ­κλει­σε τά μά­τια του. Τά ἄ­φη­σα ὅ­λα καί πῆ­γα στό Βα­το­πέ­δι. Τόν δι­α­βά­σα­με καί «τόν φυ­τέ­ψα­με» (θά­ψα­με), ὅ­πως λέ­νε οἱ χω­ρι­κοί, γι­ά νά ἀν­θί­ση στήν αἰ­ω­νι­ό­τη­τα. Τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν γαλήνιο μέ­σα στό φέ­ρε­τρο, νό­μι­ζες πώς κοι­μό­ταν.

»Πέ­ρα­σαν τρί­α χρό­νια ἀ­πό τήν κοί­μη­σή του καί τρεῖς εὐ­λα­βεῖς γυ­ναῖ­κες, πο­λύ γνω­στές μου, πῆ­γαν νά τόν ξε­θά­ψουν, νά κά­νουν ἀ­να­κο­μι­δή. Ὅ­ταν βρῆ­καν τό λεί­ψα­νό του τἄ­χα­σαν. Ἦ­ταν ἀ­κέ­ραι­ο, ὁ­λο­κί­τρι­νο καί ἀ­νέ­δι­δε ἁ­πα­λή εὐ­ω­δί­α! Ἡ κ. Βαρ­βά­ρα, μία ἀπό τίς τρεῖς, τό σή­κω­σε λί­γο μέ τά χέ­ρια της καί εἶ­δε ὅ­τι ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λα­φρό. “Σάν νά ἦ­ταν μό­νο κόκ­κα­λα μέ τό δέρ­μα­”, ὅ­πως ἔ­λε­γε.

»Ἔκ­πλη­κτες μπρο­στά στό πρω­το­φα­νές καί ἀ­προσ­δό­κη­το γε­γο­νός, μή γνω­ρί­ζοντας τί νά κά­νουν, θε­ώ­ρη­σαν κα­λό νά θά­ψουν πά­λι τό τί­μιο λεί­ψα­νο τοῦ μα­κα­ρί­ου Νι­κο­λά­ου Σαβ­βού­δη».

Αἰωνία του ἡ μνήμη. Ἀμήν.

https://enromiosini.gr/biografies/23askites-mesa-kosmo-12/

12 Μαρτίου, 2024

Ἀσκητὲς μέσα στὸν κόσμο Κυριᾶκος, ὁ παράλυτος (τελευταίο μέρος)

Ἐνῶ στήν ἀρχή ἔρχονταν οἱ Ἱερεῖς τῆς ἐνορίας τοῦ Ἁγίου Γεωργίου (στόν Ἅγιο Δομέτιο) καί τόν κοινωνοῦσαν, δήλωσε ὅτι θέλει ν᾿ ἀκολουθήση τό παλαιό, χωρίς νά ξέρη κανένας τί μεσολάβησε. Ὅταν κάποτε πέρασε ἀπό τήν Κύπρο ὁ π. Θεόκλητος ὁ Διονυσιάτης σάν καλεσμένος τοῦ Συλλόγου «Φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους», πέρασε καί τόν εἶδε. Μίλησαν γι᾿ αὐτό τό θέμα. Τοῦ ἄρεσε πάρα πολύ καί ὅ,τι τοῦ εἶπε τά δέχτηκε, ἀλλά μετά ἀπό λίγο χρονικό διάστημα κοιμήθηκε.

Μέσα στό ἱεραποστολικό του ἔργο ἦταν καί οἱ ἐπιστολές. Ὅπως εἴπαμε, ἔγραφε μέ τό στόμα. Γιά περισσότερη εὐκολία καί ταχύτητα, ὑπαγόρευε στήν Αἰκατερίνη καί ἔγραφε. Σάν ἄτομο ἐμπιστοσύνης, ἡ Κατερίνα, ἄκουγε καί ἔγραφε τά πάντα. Ὅπως χαρακτηριστικά ἔλεγε, μέχρι καί γιά φόνους ἄκουσε. Οἱ ἐπιστολές ἀπευθύνονταν συνήθως σέ ἄτομα τοῦ ἐξωτερικοῦ. Σέ ὅλα τά μήκη καί τά πλάτη τοῦ κόσμου.

Ἦταν ἄνθρωπος τοῦ λόγου ἀλλά καί τῆς προσευχῆς. Οἱ ἀκολουθίες τοῦ Ὄρθρου, τοῦ Ἑσπερινοῦ καί τοῦ Ἀποδείπνου τελοῦνταν καθημερινά. Ἐνῶ μιλοῦσε μέ κάποιους, ὅταν ἐρχόταν ἡ ὥρα, διέκοπτε, ἔκαναν τήν ἀκολουθία μαζί μέ τούς παρευρισκομένους καί μετά συνέχιζε τήν συζήτηση.

Ἦταν πολύ ἔξυπνος καί ὁ λόγος του συνοδευόταν μέ πολλά παραδείγματα καί ἐπιχειρήματα. Δέν ἦταν λίγοι οἱ περίεργοι καί οἱ ἄθεοι πού πέρασαν ἀπό ἐκεῖ καί βγῆκαν ἀναγεννημένοι, γνωρίζοντας τόν Χριστό διά τοῦ στόματος τοῦ παράλυτου Κυριάκου.

Λίγο καιρό πρό τῆς κοιμήσεώς του, ἕνα μέ δύο μῆνες πιό νωρίς, ἐνῶ εἶχε πλήρη διαύγεια πνεύματος καί σώας τάς φρένας, ἔβλεπε ἀπό τήν πόρτα ἔξω στήν αὐλή μωρά. Τό κρεββάτι του εἶχε πάντα μία κλήση πρός τά ἐπάνω. Τά μωρά αὐτά ἔμπαιναν καί μέσα στό σπίτι, καί μέ μία φυσικότητα ρωτοῦσε γι᾿ αὐτά τούς παρευρισκομένους, χωρίς φυσικά αὐτοί νά βλέπουν τίποτα.

Ἐπίσης μέσα σ᾿ αὐτό τό χρονικό διάστημα τῶν δύο μηνῶν ἔζησε καί τά ἑξῆς θαυμαστά: Ἔλεγε σέ ἕναν δικό του ἄνθρωπο ὅτι εἶδε δύο Ἀγγέλους ἀσπροφορεμένους, ἐνῶ ἦταν ξύπνιος, οἱ ὁποῖοι τοῦ ἔφεραν νά φορέση μία ἀρχιερατική στολή καί μία κορώνα. Τοῦ εἶπαν ὅτι τούς ἔστειλε ὁ Βασιλέας γιά νά τήν δώσουν νά τήν φορέση. “Ἄνοιξε τά μάτια σου νά τήν δῆς”. Τά εἶχε κλειστά, λόγῳ ναυτίας.

Ἐνῶ πλησίαζε ἡ ἡμέρα τῆς ἐκδημίας του, κάποια ἡμέρα ἐνῶ τόν ξέντυσαν γιά νά τόν καθαρίσουν, εὐωδίαζε. Μάλιστα μία κυρία πού ἦταν στήν κουζίνα, βγῆκε νά δῆ τί μυρίζει τόσο ὡραία. Ὅλοι διαπίστωσαν ὅτι ἡ εὐωδία ἔβγαινε ἀπό τό σῶμα τοῦ Κυριάκου.

Ἐκεῖνες τίς ἡμέρες παρουσιάστηκε κάτι σάν σύννεφο φωτεινό πάνω ἀπό τό κρεββάτι του καί τόν ἔλουζε μέ ἄσπρο φῶς. Τά ἄτομα πού τό εἶδαν, εἶπαν ὅτι μοιάζη μέ τό Ἅγιο Φῶς στόν Πανάγιο Τάφο. Μέσα σ᾿ αὐτό τό φῶς, τό πρόσωπό του ἔλαμπε σάν νά εἶχε δικό του φῶς.

Τόν τελευταῖο καιρό ἡ κατάσταση τῆς ὑγείας του ἐπιδεινώθηκε αἰσθητά. Οἱ πνεύμονές του, λόγῳ παραμόρφωσης τοῦ σώματός του καί κυρίως τοῦ θώρακα, δέν γέμιζαν κανονικά ἀέρα. Αὐτό εἶχε σάν ἀποτέλεσμα νά ἔχη δύσπνοια καί νά μαυρίζη. Γι᾿ αὐτό ἔπρεπε νά ἔχη συνέχεια ὀξυγόνο.

Ἡ μητέρα του, ἡ ὁποία ἀκόμα ζοῦσε, τελευταῖα τοῦ ἔλεγε: «Κυριᾶκο μου, θά σέ πάρω μαζί μου», δηλαδή θά πεθάνω καί μετά ἀπό λίγο θά πεθάνης καί σύ. Τά λόγια τῆς ὑπέργηρης μητέρας του στάθηκαν προφητικά. Τόν Μάρτιο τοῦ 1983 κοιμήθηκε ἡ μητέρα του σέ ἡλικία 95 χρόνων καί τήν ἀκολούθησε καί ὁ Κυριᾶκος.

Στίς 13 Δεκεμβρίου ἐνῶ ἦταν καλά καί ἦταν στό σπίτι του, ρωτοῦσε τί ἡμέρα πέφτει ἡ 17 Δεκεμβρίου. Ἔλεγε μάλιστα ὅτι ὁ π. Παῦλος (νῦν Κερηνείας) θά φύγη. Ὑπονοώντας ὅτι δέν θά εἶναι στήν κηδεία. Διότι στίς 17 Δεκεμβρίου ἔγινε ἡ κηδεία του. Φαίνεται ὅτι προεῖδε τόν θάνατό του, ἀλλά δέν τό εἶπε ξεκάθαρα γιά νά μήν στενοχωρήση τούς γύρω του.

Στίς 14 Δεκεμβρίου ἔγινε εἰσαγωγή στό νοσοκομεῖο μέ προβλήματα ἀναπνευστικά. Μιλοῦσε καί ἐπι-κοινωνοῦσε κανονικά. Μάλιστα ζήτησε ἀπό τήν Κατερίνα νά τοῦ φέρη κάτι συγκεκριμένο νά φάη. Τήν ἑπομένη στίς 15 Δεκεμβρίου τοῦ ἔτους 1983 ἐκοιμήθη εἰρηνικά.

Τήν ὥρα τῆς κηδείας πού ἔγινε στόν ἐνοριακό Ναό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, στόν Ἅγιο Δομέτιο, ἕνα παιδάκι πέντε ἐτῶν, ὁ Δημητράκης, γνωστό στήν περιοχή, φώναζε ὅτι ὁ Κυριᾶκος δέν πέθανε, ἀλλά πετᾶ καί ἔδειχνε ψηλά. «Γιατί μοῦ λέτε ὅτι ὁ Κυριᾶκος πέθανε;», ἔλεγε. Ἔβλεπε τόν Κυριᾶκο κάπου ψηλά, μέσα στήν Ἐκκλησία.

Ἡ Κατερίνα ἦταν πολύ στενοχωρημένη μετά τόν θάνατο τοῦ Κυριάκου. Εἶχε συνέχεια ἕνα βάρος στό στῆθος καί συχνά πήγαινε στό σπίτι του καί ἔκλαιγε ἀπαρηγόρητη. Μία ἡμέρα, ἐνῶ ἦταν ἐκεῖ στενοχωρημένη, βλέπει νά βγαίνη ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ ἕνα φῶς σέ ἀκτῖνες καί ἄρχισε νά κλαίη, ἀλλά πλέον μέ δάκρυα χαρᾶς καί κατανύξεως. Ἀμέ-σως ἔφυγε τό βάρος καί ἡ στενοχώρια πού εἶχε καί στήν θέση της ἦρθε ἡ χαρά.

Ὁ Κυριᾶκος ὁ παράλυτος δέν ἐμποδίσθηκε ἀπό τήν παραλυσία του στήν ἐργασία τῆς ἀρετῆς καί στήν προσφορά πρός τόν πλησίον. Σ᾿ αὐτόν ἐπαληθεύτηκε καί ἐφαρμόστηκε ὁ Ἀποστολικός λόγος «ἡ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται». Ὁ ἀσώματος Θεός λατρεύεται μέ τόν νοῦ καί ἐπειδή εἶναι πνεῦμα ὁ Θεός, «ἐν Πνεύματι καί ἀληθείᾳ» πρέπει νά Τόν λατρεύωμε, ψυχῇ καί σώματι. Καί ἄν τό σῶμα ἀδυνατῆ, ὅπως στήν περίπτωση τοῦ Κυριάκου, ἀρκεῖ ὁ καθαρός καί ἁγιασμένος νοῦς νά λατρεύση καί νά ἑνωθῆ μέ τόν Θεό.

Αἰωνία ἡ μνήμη τοῦ Κυριάκου τοῦ παραλύτου. Ἀμήν.

https://enromiosini.gr/oi-ekdoseis-mas/askhtes_ston_kosmo/askites-mesa-ston-kosmo/