Κολυμπούσε
όλη νύχτα
Ξύπνησε
στην αυλή του σπιτιού του
Έσπρωξε
την παλιά πόρτα
Η
μυρωδιά απ’ το πατημένο χώμα τον
αιχμαλώτισε
Στο
γραφείο ο τοίχος με τη βιβλιοθήκη είχε γκρεμιστεί
Ένα
σύρμα τον χώριζε από το πλαϊνό γιαπί
Μια
άγνωστη γυναίκα θήλαζε το νεογέννητο μωρό της
προσπαθούσε
να το ζεστάνει καίγοντας τις σκόρπιες σελίδες
τα
βιβλία του είχαν κατακλύσει το πάτωμα
Ένας
άγνωστος κάπνιζε ξαπλωμένος πάνω τους
τώρα
τον θυμάται πλέον κάθε Κυριακή
καθώς
γλυκαίνει ο καιρός καθηκόντων
η
μορφή του έχει κιτρινίσει πάνω στον αποκωδικοποιητή
κι
ένα στρώμα σκουριάς του ’χει σκεπάσει τα μάτια
δυαδική
διένεξη έχει πετάξει το έρμα
κι
άφαντη στο κρυφοκυνηγητό
εκείνος
κολυμπάει ολοένα και πιο γρήγορα
προς
την ίδια πάντα αδιευκρίνιστη κατεύθυνση
χωρίς
να κρατάει δυνάμεις για το γυρισμό
και
με το κομμένο σχοινί για οδηγό
οι
βελόνες όρθιες σε θλιμμένη κλίση
ξοδεύει
απείραχτες τις μέρες
τις
νύχτες τσιμεντάρει τις εξόδους
σε
μπουκάλια κλειδώνει μέλλοντες
οι
φρονηματιστές παρελαύνουν
οι
απόχες ζητούν τα δανεικά
οι
άγκυρες αναπολούν την ακινησία
οι
δρόμοι επιστρέφουν την αμάθεια τους
Ασύμβατες
ευθείες οι τροχιές τους
©2013 Βασίλης Κουγιουμτσιάδης