Η καθηγήτρια Γκόλφω Μαγγίνη γράφει για τη φιλοσοφική σκέψη της, όπως ανιχνεύεται στο νέο βιβλίο της Βάνας Νικολαΐδου-Κυριανίδου (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Tο βιβλίο της Βάνας Νικολαΐδου-Κυριανίδου δεν αποτελεί απλώς μια ακόμη συμβολή στην ελληνική βιβλιογραφική παραγωγή για τη μεγάλη γερμανοεβραία φιλόσοφο Χάνα Αρεντ, δίπλα σε μεταφρασμένα έργα αναφοράς, όπως το βιβλίο του Richard J. Bernstein “Γιατί πρέπει να διαβάζουμε Χάνα Αρεντ” (εκδ. Επίκεντρο, μτφ. Βασιλική Σουλαδάκη, 2019). Οπως αναφέρει η συγγραφέας, σκοπός της είναι η ιχνηλάτηση της φιλοσοφικής σκέψης της Αρεντ εντοπίζοντας τους δύο άξονες γύρω από τους οποίους αυτή περιστρέφεται: αφενός, τον κρίσιμο και πάντοτε επίκαιρο για την εποχή μας αναστοχασμό επάνω στο φαινόμενο του ολοκληρωτισμού και, αφετέρου, την επιτακτική ανάγκη επανανοηματοδότησης του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πράξης στον απόηχο της μη αναστρέψιμης εμπειρίας των ολοκληρωτισμών του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.Το ερώτημα που θέτει η συγγραφέας δεν έχει τον χαρακτήρα αφηρημένου θεωρητικού προβληματισμού, αλλά ζωντανής διερώτησης του φιλοσόφου, όπως άλλωστε και του κάθε σύγχρονου σκεπτόμενου ανθρώπου: ποια είναι –καλύτερα, ποια μπορεί να είναι– τα ερείσματα που μπορεί κανείς να αντλήσει από την πολιτική παράδοση, προκειμένου η ομιλία και η πράξη να επανασυνδεθούν με τη μέριμνα για τον κοινό ανθρώπινο κόσμο, στη μετα-ολοκληρωτική εποχή που διανύουμε; Είναι κοινή διαπίστωση ότι η μαζική δημοκρατία της εποχής μας είναι μια δημοκρατία χωρίς πολίτες ή με ιδιωτεύοντες πολίτες κι αυτό δεν είναι μια διαπίστωση που θα πρέπει να αφήνει αδιάφορο τον φιλόσοφο, όπως άλλωστε και κάθε σκεπτόμενο άνθρωπο και πολίτη: η απορρόφηση της πολιτικής από την οικονομία, η σύγχυση του κοινωνικού με το πολιτικό, η γιγάντωση της γραφειοκρατίας και η επέκταση της διοικητικής διαχείρισης σε πεδία πέραν της παραδοσιακής λειτουργίας της, τέλος, η ουσιώδης ετερονομία του πολιτικού είναι φλέγοντα ζητήματα που στοιχειοθετούν, αν όχι άμεσα τη σκέψη, τουλάχιστον τον τρόπο βίωσης της πραγματικότητας στην καθημερινότητά μας. Η Αρεντ εκκινεί, αφενός, από τη στηλίτευση της ολέθριας εμπειρίας των πάσης φύσεως ολοκληρωτισμών, αλληλένδετης με την έκλειψη του πολιτικού, και, αφετέρου, από τη διαιώνιση στοιχείων αυτής της οριακής εμπειρίας στις σύγχρονες μορφές δημοκρατικής συμμετοχής και λήψης αποφάσεων στη Δύση.
Υπ' αυτό το πρίσμα, η αναδρομή της στην αρχαιοελληνική πόλιν δεν συνιστά σε καμία περίπτωση αναχρονισμό ή ρομαντική διάθεση παλινόρθωσης προνεωτερικών πολιτικών μορφωμάτων. Και όπως επισημαίνει η ίδια η Αρεντ: «Η αρχαιοελληνική πόλις θα εξακολουθεί να υπάρχει στον βυθό της πολιτικής μας ύπαρξης – δηλαδή στον βυθό της θάλασσας – για όσον καιρό χρησιμοποιούμε τη λέξη “πολιτική"» (Ανθρωποι σε ζοφερούς καιρούς, εκδ. Νησίδες, μτφ. Βασίλης Τομανάς, 1998, σελ. 105). Ποια είναι όμως τα στοιχεία εκείνα που καθιστούν μοναδική την αρχαιοελληνική εμπειρία του πολιτικού; Η συγγραφέας μάς προσφέρει μια εναργή, συστηματική και καθ' όλα τεκμηριωμένη ανάλυση των αρμών της εμπειρίας αυτής, με βασικό άξονα εκείνο του γεγονότος της πληθύος, των πολλών, η οποία συνιστά τον «νόμο της γης». Σύμφωνα με τη συγγραφέα, η πληθύς «ως εμπειρική έννοια περιγράφει μια πάγια κατάσταση πάνω στη γη», η οποία «καθορίζει τον κανονικό τρόπο ύπαρξης των αισθητικών όντων» (σελ. 77). Eξ αυτού, η Αρεντ, προσδίδοντας στην πληθύ κανονιστική σημασία, την ανάγει στο κριτήριο βάσει του οποίου η πολιτική συνύπαρξη διακρίνεται από όλες τις άλλες μορφές κοινοτικής ύπαρξης.
Ετσι, στο μέτρο που η ισόνομη πόλις ικανοποιεί τους όρους που υπαγορεύει «ο νόμος της γης», νοούμενος πλέον ως «καθοδηγητική αρχή», συνιστά το υπόδειγμα της πολιτικής οργάνωσης κατ' εξοχήν. Η πόλις ως ο τόπος φανέρωσης του κοινού κόσμου χρησιμοποιείται από την Αρεντ με τρόπο παραδειγματικό για να δηλώσει το πρωτείο του δημόσιου έναντι του ιδιωτικού, του βίου έναντι της ζωής, πρωτείο που κλονίζει, σε πρώτη φάση, ο φιλοσοφικός έρωτας για το αιώνιο έναντι της επιθυμίας για επίγεια αθανασία του δημοκρατικού ήρωα, και σε μια δεύτερη φάση, ο χριστιανισμός με την περιφρόνηση των επιγείων.
Η αρεντική δημόσια σφαίρα συγκροτείται από τη συνομιλία και τη συνέργεια, υπό όρους απόλυτης ισοτιμίας, διαφορετικών μεταξύ τους ατόμων. Αμιγώς και πρωτογενώς πολιτική, η ελευθερία ασκείται εντός αυτού του πεδίου, ως ανεμπόδιστη κίνηση. Αυτό σημαίνει ότι η πολιτική δραστηριότητα, μέσω της οποίας καθίσταται δυνατή η δημόσια φανέρωση της μοναδικής προσωπικής ταυτότητας του δρώντος, απαιτεί κυρίως την άσκηση της κριτικής ικανότητας, του sensus communis και όχι μια επιστημικής φύσης. Υπό αυτή την έννοια, η Αρεντ πολιτικοποιεί τη «διευρυμένη σκέψη» του Καντ, και ορίζει ενεργό συμμετοχή στα κοινά με βάση τη δυνατότητα του πολίτη να μετατίθεται στη θέση των άλλων, θεωρώντας και από τη δική τους οπτική γωνία ένα ζήτημα κοινού ενδιαφέροντος, δηλαδή μια δημόσια, υπόθεση. Με άλλα λόγια, η Αρεντ, αντιτιθέμενη στον πολιτικό πλατωνισμό, αναβαθμίζει την ατομική γνώμη ενάντια στη γνώση ως εκφορά αναγκαία αληθών προτάσεων, οι οποίες, αντίστοιχα με τις μαθηματικές αλήθειες, δεν προϋποθέτουν την αντιπαράθεση των πολλών και διαφορετικών απόψεων. Αυτή την αναπόδραστη συνθήκη της πολιτικής συνύπαρξης, το έρεισμά της σε μια πανανθρώπινη ικανότητα διάκρισης, ως αποκάλυψης του «ποιος είναι κάποιος» και όχι «τι είναι», την παραγνωρίζει η νεωτερική πολιτική θεωρία. Παραμένοντας δέσμια της σταδιακής απο-πολιτικοποίησης της αρχαιοελληνικής εμπειρίας, παραγνωρίζει την ειδοποιό διαφορά της πράξης από τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες, συγχέοντάς τη με αυτές. Ανάγοντας, μέσω της ανύψωσης της βιολογικής ζωής σε ύψιστο αγαθό, το πολιτικό στο κοινωνικό στοιχείο και στερώντας από την ελευθερία τον δημόσιο και πληθυντικό της χαρακτήρα, την εσωτερικεύει, καθιστώντας την υποκειμενικό βίωμα.
Μόχθος, ποίηση, πράξη
Η συγγραφέας αφιερώνει ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου στην πραγμάτευση της γνωστής αρεντιανής τριάδας μόχθου, ποίησης και πράξης, όπως αυτή ανατέμνεται στην Ανθρώπινη κατάσταση και σε άλλα κείμενά της. Στο επίκεντρο όμως της πραγμάτευσής της βρίσκεται σταθερά το ερμηνευτικό μοτίβο του «νόμου της γης» ως η σταθερή προσήλωση της γερμανοεβραίας φιλοσόφου στη θεμελιώδη σχέση μεταξύ πληθύος και αμιγώς ανθρώπινης κατάστασης, και στη συνακόλουθη επανανοηματοδότηση της πολιτικής. Η «πληθύς» συνιστά υπό μία έννοια τον πυρή να της δριμείας κριτικής της στην πολιτικό φιλοσοφική παράδοση, την οποία εγκαινίασε ο Πλάτων. Στον τελευταίο οφείλεται η αντι κατάσταση της πράξης από την κατασκευή, εγγενές στοιχείο της οποίας είναι η βία, και της συνέργειας από την κάθετη σχέση μεταξύ εντολέα και εντολοδόχων: «Στην Πολιτεία, ο φιλόσοφος-βασιλιάς χρησιμοποιεί τις ιδέες όπως χρησιμοποιεί ο τεχνίτης τους κανόνες και τα μοντέλα “κατασκευάζει" την πολιτεία του όπως ο γλύπτης κατασκευάζει το άγαλμα και στο τελικό πλατωνικό έργο οι ίδιες αυτές ιδέες έχουν φθάσει να γίνουν ακόμη και νόμοι που δεν χρειάζεται παρά να εκτελεστούν» (Η ανθρώπινη κατάσταση, Vita activa, σελ. 309).
Η σύζευξη φιλοσοφίας και πολιτικής συνεχίζει και επιδεινώνεται με τις τομές που επιφέρει η ρωμαϊκή και η χριστιανική σκέψη, ενώ η άρση του πολιτικού στο κοινωνικό και η κατάληψη της δημόσιας σφαίρας από την οικονομία και την αστική κοινωνία οδηγεί στην ιδιωτικοποίηση της δημόσιας σφαίρας και του πολιτικού με απώτατη συνέπεια τον ιμπεριαλισμό, ο οποίος έστρωσε τον δρόμο για τον ολοκληρωτισμό. Η Νικολαΐδου-Κυριανίδου αναδεικνύει με λεπτεπίλεπτους συλλογισμούς και σύνθετες διαδρομές μέσα από τα έργα της φιλοσόφου ότι η έκλειψη του πολιτικού, σε διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες, δεν προ κύπτει αναιτιολόγητα αλλά είναι αποτέλεσμα της περιφρόνησης του κοινού κόσμου, της προσπάθειας να παρακαμφθεί η πληθύς ως συγκροτητικός όρος του δημόσιου χώρου, η οποία μας επιτρέπει να δούμε στη σωστή διάσταση τη διττότητα ισότητας και διαφοράς. Ετσι αποτρέπεται η επίπεδη ομοιομορφία της ισότητας και της ελευθερίας που δεν έχουν αυθεντικά πολιτική χροιά, καθώς αγνοούν την πληθυντικότητα του πολιτικού λόγου και της πολιτικής πράξης. Οπως γράφει χαρακτηριστικά η συγγραφέας στο καταληκτικό μέρος του βιβλίου της: «Η πολιτική, κατά την Η.Α., έχει πάντα να κάνει με αρχές, η καθολικότητα των οποίων βασίζεται στην ικανότητα των ανθρωπίνων όντων να πράττουν, αλληλένδετη με την επιθυμία τους για δημόσια εμφάνιση, σύμφωνα με τον “νόμο της γης” (σελ. 384).
Το Hannah Arendt - Ο νόμος της γης και η λησμονημένη παράδοση είναι βιβλίο με αδιαφιλονίκητες αρετές που το καθιστούν πολύτιμο όχι μόνο για την κοινότητα των ερευνητών της πολιτικής φιλοσοφίας και θεωρίας αλλά για κάθε σκεπτόμενο πολίτη που θέτει το ερώτημα για το τι είναι εντέλει η πολιτική και τι σημαίνει να δρούμε και να σκεφτόμαστε πολιτικά σε μια εποχή αυξημένης περιπλοκότητας, η οποία απαιτεί και αυξημένη αυτοσυνειδησία. Απέναντι σε αυτά τα ερωτήματα η Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου στέκεται με φιλοσοφική εντιμότητα και επάρκεια, προσπαθώντας να τα φωτίσει μέσα από τον στοχασμό της Αρεντ και των φιλοσόφων με τους οποίους αυτή συνομίλησε και συμπορεύτηκε.
Η Γκόλια Μαγγίνη είναι καθηγήτρια Νεότερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Πηγή: ΤΑ ΝΕΑ (Βιβλιοδρόμιο)
Μια συναρπαστική τηλεοπτική συνέντευξη της φιλοσόφου Χάνα Άρεντ
Μια από τους πιο σημαντικούς πολιτικούς φιλοσόφους του 20ού αιώνα μιλά στην κάμερα - ξεκινώντας απροσδόκητα: «Ευχαριστώ για την καλωσύνη σας, αλλά όχι, δεν είμαι φιλόσοφος»...