Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα όνειρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

25 Νοε 2013

Βαρκούλες του Ονείρου




Η άρμη στο δέρμα ως η θάλασσα στεγνώνει
Τα βότσαλα που ρίχνεις στ’ ανοιχτά
Ένα απλός χορός στην αμμουδιά
Ή ένας ψίθυρος που βγαίνει μυστικά

Το κύμα σε αέναη μουσική ροή
Νοτίζει τις βαρκούλες του ονείρου
Κι όταν η τελευταία βυθιστεί
Αναδιπλώνομαι απ’ τη χώρα του απείρου

Μα τη στερνή ετούτη παιδικότητα
Που κέρδισα ως έρχεται το δείλι
Πανηγυρίζω με κάθε εκλαμπρότητα
Στο αμμόκαστρο ή στο ταπεινό κοχύλι

27 Αυγ 2013

Εφιάλτης




Ετοιμάζομαι να γεννήσω. Ακίνητη κάτω από τα πράσινα, έτοιμη για καισαρική. Η αναισθησιολόγος είναι δίπλα μου, οι χειρούργοι απολυμαίνουν τα χέρια τους σχολαστικά. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνουν μέσα 6 φουσκωτοί. Ακολουθεί ο Άδωνις, που πραγματοποιεί αιφνιδιαστική επίσκεψη. Νιώθω τρομερή ανησυχία και τη διάθεση να κάνω εμετό, παρότι δεν έχω φάει τίποτα. Κοιτάει ολόγυρα. Προσπαθώ να μην έχω βλεμματική επαφή, αλλά δεν μπορώ να αποφύγω τη φωνή του. «Δεν πιστεύω να χορηγεί κανείς αναισθησία για μια απλή καισαρική», λέει στην αναισθησιολόγο. «Όχι», τρεβλίζει εκείνη και δεν κοιτάει ούτε τον Άδωνη, ούτε εμένα, ούτε πουθενά. Κοιτάει στο κενό. Το κενό αποκτά χρώμα πράσινου σεντονιού και με τυλίγει. Αλλά δεν μπορεί να με κρύψει από τη διαπεραστική εκείνη φωνή: «Α, εντάξει. Γιατί αν δεν ξέρετε να κάνετε τη δουλειά σας και δεν είστε συνεργάσιμοι, να αναλάβω εγώ», γρυλίζει ο Άδωνις και φεύγει με βήμα ταχύ, ενώ τον ακολουθούν οι φουσκωτοί με τρόπο βροντώδη. Απότομα κυλάει και χάνεται από το οπτικό μου πεδίο η αναισθησιολόγος, αλλά δεν προλαβαίνω να ακούσω το γδούπο της στο πάτωμα, καθώς καταρρέει.

Ευτυχώς δεν μου έχει χορηγηθεί ακόμη η αναισθησία, κι έτσι ξυπνώ αμέσως.

Η φωνή του Άδωνη ακόμα ακούγεται τσιριχτή στην τηλεόραση. Τα ενήλικα παιδιά μου βλέπουν κι αυτά τις ειδήσεις από τον διπλανό καναπέ. Πιάνω την κοιλιά μου. Δεν τρέχει αίμα, η τομή είναι στη θέση της... Μόνο λίγη ταχυκαρδία νιώθω.

Αν αναλάμβανε ο Άδωνις, σκέφτομαι, τι θα γινόταν;

Καλά, δεν το συζητώ. Χρειάζομαι γιατρό, επειγόντως.

Έλα στο θεό, φωνάζει ακόμη ο Άδωνις.

21 Ιουν 2013

Ένα με τη Θάλασσα



 Εύη Βουλγαράκη-Πισίνα, Σχοινιάς. Απόμερα.
Ακουαρέλα σε χαρτί. Διαστάσεις 35 X 50 cm. 2010.

 
Είχε τη γυναίκα στα χέρια του. Το κεφάλι της ακουμπούσε το μηρό του. Αφημένη απόλυτα στο κύμα των αισθήσεων. Το στήθος της κραταιό, ανάσαινε βαριά. Ήταν γλυκιά και μαλακή σαν κρέμα. Δίσταζε να την αγγίξει. Τον τρόμαζε η τόση εγγύτητα. Άρχισε να της μιλά, συγκροτημένα, τριτοπρόσωπα, φιλοσοφικά…

Η γυναίκα αναδεύτηκε. Εκείνος συνέχισε. Ο λόγος, αφηρημένος, διαχεόταν σε κύκλους ομόκεντρους, θεωρητικούς, νηφάλιους, τακτικούς.

Η γυναίκα σηκώθηκε, έγινε γέλιο, έγινε κλάμα, έγινε σταγόνα που έσμιξε με τη θάλασσα, έγιν’ αέρας κι εχάθη…

19 Φεβ 2013

Η Υπόσχεση του Θέρους




Τα ξύλα είναι νοτισμένα και κελαηδάει το τζάκι. Κάποια είναι ακόμα χλωρά, γεμάτα χυμούς. Κλαδέψαμε και καθαρίσαμε ένα πεύκο. Κι οι βελόνες μπαίνουν στο τζάκι καταπράσινες, υγρές απ’ τη βροχή, χλοερές. Σαν ένα δεύτερο θάνατο το νιώθω. «Ο θάνατος συντελέστηκε πιο πριν», λέει αποφθεγματικά ο Δημήτρης. Παρηγοριέμαι κάπως… Κι όμως, η μουσική του τζακιού δεν είναι ένα απλό, αδιάκοπο, μονότονο τσιτσίρισμα, είναι κελάηδημα μελωδικό, και σαν κύκνειο άσμα μου μοιάζει των ξύλων που πεθαίνουν και πεθαίνοντας μας χαρίζουν τη ζέστη τους, τη μουσική τους, την ομορφιά της φλόγας τους. Πόσες φορές δεν μαζευόμαστε εδώ, πρωινά, βράδια και μεσημέρια, τρώμε στο χαμηλό τραπέζι που το βάφτισα «σοφρά», κουκουλωνόμαστε στους καναπέδες για έναν υπνάκο. Και χωράμε και οι πέντε, στους δύο καναπέδες και δυο πολυθρόνες ενωμένες, ή καλύτερα στο χαλί, στρωματσάδα, απάνω καταπάνω στη φωτιά…
«Το σπίτι σου είναι κάπως… βουκολικό», μου είχε πει μια φίλη, που κάποτε είχε έρθει οικογενειακώς για φαγητό. Πόσο γέλασα τότε, έχοντας πλήρη επίγνωση της αστικής μας αλλοτρίωσης… Αλλά όσο περνούσε ο καιρός μού άρεσε η ιδέα… Και ρέπω ολοένα περισσότερο προς τη χωριάτικη ζεστασιά…
Η LCD τηλεόραση είναι κλειστή… Και η μαύρη 42άρα οθόνη χρησιμεύει μόνο για στήριγμα ενός πίνακα εν εξελίξει, ενός τοπίου παραθαλάσσιου στα τέλη του Μάη… Αυθαίρετα τοποθετώ εκεί την εποχή, αλλά τα δροσερά πράσινα μαρτυρούν ότι το θέρος δεν έχει ακόμα μπει, κι ενώ απολαμβάνω τη ζέστη του τζακιού και την ψυχρή δροσιά του αέρα λίγα μέτρα μακριά, το εκτυφλωτικό φως του πίνακα με τα ψυχρά του θαλασσιά, τιρκουάζ, μπλε σαξ και μωβ, και τα θερμά καφετιά, ωχροκίτρινα, πορτοκαλιά, η υπόσχεση του θέρους μου εκμαυλίζει όλες τις διαθέσεις, με μεθά σε πείσμα των καιρών. Μεθώ, γοητεύομαι, φαντάζομαι, χασομερώ.
Και κάνω ό,τι μπορώ για να ξεφύγω από τη δουλειά που έχω άμεσα απλωμένη μπροστά μου, με προθεσμία θηλιά στο λαιμό… Πειράζει που μεταβαίνω από την επιστημονική μου στην καλλιτεχνική διάσταση αδιάκοπα, και μπλέκω την αλήθεια με τη φαντασία;
Και τώρα που ολοκλήρωσα κι ετούτο τον καμβά, ω, Θεέ μου, να μην εφεύρω και άλλη, νέα δικαιολογία…

Υ.Γ. Επιμελούμαι τυπογραφικά ένα βιβλίο τέχνης. Γι’ αυτό άραγε λες να ακούω το τζάκι να κελαηδάει;
Υ.Γ. 2.  Το εικονιζόμενο έργο είναι του Ρόμπερτ Χόκινς. Καμία σχέση με το εν εξελίξει δικό μου...