Τέτοια ώρα, απομεσήμερο, στο Χαλέπι, έρχονται οι συγγενείς κι οι φίλοι για επίσκεψη. Χωρίς ειδοποίηση, χωρίς τηλέφωνο, εξάρτημα το οποίο πριν 20 περίπου χρόνια που ήμουν εκεί αποτελούσε μάλλον γραφειακό, όχι οικειακό είδος. Μια απλή οικογένεια με φιλοξενούσε. Ίσως οι εικόνες μου να είναι κάπως παρωχημένες και ο χρόνος να προχώρησε κι εκεί, όπως άλλωστε κι εδώ. Σήμερα, και λέγοντας σήμερα ας βάλω ορόσημο το "χθες", το "λίγο πριν την έναρξη της εμφύλιας σύρραξης", πιθανότατα να έχει αναπτυχθεί το τηλεφωνικό δίκτυο, και πιθανότατα τα σπίτια να είχαν σχεδόν όλα τηλεφωνική επικοινωνία.
Αλλά θα μείνω λίγο στις αναμνήσεις μου, θραύσματα αναμνήσεων ακριβέστερα.
Είναι η ώρα των επισκέψεων, κι εκεί που έχουμε βαρύνει από ένα υπερπλούσιο, φιλόξενο γεύμα, μοσχοβολιστό με ανατολίτικες οικείες μυρωδιές, κι έχουμε αρχίσει να ναρκωνόμαστε γλυκά, έρχονται οι συγγενείς με τα παιδάκια τους. Κι αν ενδόμυχα αποτινάσσουμε τους ώμους με κάποια δυσαρέσκεια, γι' αυτή την εισβολή που δεν μας αφορά, νικά η περιέργεια, η διάθεση να μετέχουμε για λίγο στους τρόπους της ζωής τους. Γιατί αυτό είναι ταξίδι, η μετοχή στους τρόπους, και όχι η παρατήρηση από την απρόσωπη χλιδή ενός ξενοδοχείου για "δυτικούς".
Η ώρα των επισκέψεων έχει λίγο γέλιο, λίγο κλάμα, λίγο νέα, λίγο φιλιά, λίγο θυμό και παρεξήγηση, λίγο κους κους, όπως είναι πάντα οι συναντήσεις μιας ευρύτερης οικογένειας, μιας δεμένης παρέας.
Η ώρα των επισκέψεων είναι ώρα απροϋπόθετης φιλοξενίας και αγάπης. Ό,τι και να έχεις να κάνεις είναι ώρα αφιερωμένη στον άλλον.
Να συναντιούνται άραγε σήμερα με τις παρούσες συνθήκες; Να συναντιούνται αύριο; Να καταμετριούνται οι ζωντανοί; Να αναζητούνται οι χαμένοι; Να διαδίδονται ψιθυριστά τα νέα των δίπλα και των παραδίπλα;
Ας γλυκάνουν πια οι μέρες και οι ώρες αυτής της χώρας.