Γκάνλοφ Χόουπ, Ζευγάρι.
Καθόταν σταυροπόδι, αναπαυτικά στην πολυθρόνα του, και κάπνιζε την πίπα του. Επιζητούσε την ησυχία, ήθελε θαρρείς να επιβάλει την ησυχία στο κορμί του, να θυμιατίσει το νου του και το γύρω χώρο παίζοντας με τα κατευναστικά δαχτυλίδια του καπνού. Του ήταν αναγκαίο, μετά τη θύελλα. Πίστευε ότι αν χαμογελάς κάποια στιγμή, πού θα πάει, θα το νιώσεις το χαμόγελο. Απολάμβανε τη μικρή του σκηνοθεσία όχι δίχως κάποια μνησικακία. Όσο αμέριμνος, τόσο την εξόργιζε...
– Μ’ αγαπάς; τον ρώτησε εκείνη αναπάντεχα.
Μα δεν θυμόταν μια τέτοια ερώτηση να είχε έρθει ποτέ, ούτε σε στιγμές προσέγγισης, ούτε σε στιγμές κορύφωσης... Το δεξί του πόδι, που λικνιζόταν ανάλαφρα πάνω στο αριστερό, έμεινε για κλάσματα του δευτερολέπτου μετέωρο. Μπορεί σήμερα να τον εκνεύριζε αφόρητα, αλλά δεν θα μπορούσε να αρνηθεί το αντισυμβατικό της γέλιο, τον αστόχαστο, ανέμελο και σχεδόν απερίσκεπτο τρόπο που του παραδινόταν, αυτό που έμοιαζε με αχαλίνωτη ελευθερία, που τη συγκρατούσε μόνο μια εσωτερική αυτοδέσμευση, μια στιγμιαία αυτοδέσμευση που επαναλαμβανόταν στιγμή τη στιγμή τη στιγμή.
Ένιωσε άβολα και για την ερώτηση και για την ώρα που επέλεξε, η άτιμη...
Αλλά η Μυρτώ έβγαζε κιόλας τα κλειδιά της από την τσάντα και κατευθυνόταν προς την εξώπορτα.
Δεν περιμένει απάντηση, ησύχασε ο Λευτέρης.
Εκείνη όμως κοντοστάθηκε, για ένα λεπτό πριν βγει, και συνέχισε:
– Θα έκανες κάτι που λίγο να σε ξεβόλευε, που κάπου να σου στοίχιζε, έστω ελάχιστα;
Περάσαμε στο μηδενισμό, σκέφτηκε ο Λευτέρης, φυσώντας δαχτυλίδια μέχρι να κλείσει η πόρτα οριστικά.
Αποφάσισε να μαγειρέψει για βράδυ, χωρίς όμως να γνωρίζει αν αυτή ήταν η ενδεδειγμένη απάντηση.