Μια μέρα που ο ήλιος έκανε τον ιδρώτα να κυλά ασταμάτητα σε κάποιες γεωγραφικές συντεταγμένες, που σήμερα μοιάζουν αλλόκοτα μακρινές, μια ψηλή νέα γυναίκα μου πρόσφερε μια χειροποίητη πλεχτή βεντάλια έναντι του ασήμαντου αντίτιμου ενός δίευρω.
Δεν ήτανε ζητιάνα.Δε διέκρινες ίχνος δουλοπρέπειας πάνω της.
Οι κόσμοι μας ήταν απλά ασύμπτωτοι
Εκείνη τη στιγμή θα μπορούσα να πληρώσω το δεκαπλάσιο για την ψευδαίσθηση λίγης δροσιάς, πόσο μάλλον όταν αυτή μου προσφερόταν με τη μορφή μιας εξαιρετικής- αισθητικά - χειροποίητης κατασκευής.
Για εκείνη βέβαια, το δίευρω ήταν ήδη μία μικρή περιουσία..
Ήταν οι εποχές που νομίζαμε πως οι ρόλοι ήταν αυστηρά μοιρασμένοι και πως τίποτα δεν θα μπορούσε να ταρακουνήσει τον δικό μας, της οικονομικής υπεροχής.
Τελευταία με βλέπω συχνά με το μυαλό στην αντίπερα όχθη.