«Τελικά, πρέπει
να τον αγαπούσες πολύ τον μπάρμπα – Μήτσο», μου είπε νωρίτερα στο τηλέφωνο η
μεγάλη μου αδελφή.
«… μα, ήταν
στήριγμα! Ήταν η ζωή μετά την μάννα στην Ζαγορά! Τι να σου εξηγήσω να
καταλάβεις;»
«Κατάλαβα. Τον
έβλεπες σαν πατέρα…»
Τι να εξηγήσω;
Δύσκολο.
Δύσκολο και να
με καταλάβουν, ακόμα και οι δικοί του άνθρωποι.
Αφύσικα
συναισθήματα, όταν δεν είσαι άξιος ούτε με λέξεις να τα εξηγήσεις και να σε
λένε μάλιστα και συγγραφέα!
Μπόρα, παιδιά,
μπόρα! Βραχυκύκλωμα, γενικό μπλακ άουτ!
Σκοτάδια! Ακόμα
και οι στήλοι της ΔΕΗ είχαν πρόβλημα Σάββατο βράδυ!
Θεοσκότεινη η
αυλή μου και όλη η γειτονιά! Φοβόμουνα να βγω έξω στην αυλή μου!
Κυριακή πρωί
ήταν το μνημόσυνο του μπάρμπα – Μήτσου, το χρονιάτικο. Εκεί έμαθα πως ήταν και της
αδελφής του μαζί, Αικατερίνης, τα τρίχρονα.
Δεν θα μπορούσα
να μην πάω! Όχι, για την οικογένειά του, για τον κόσμο ή να φανώ πως «δήθεν»,
μα μόνο για μένα, για δική μου ανάγκη.
Όλοι μας καταλαβαίνουμε
την φυσιολογική εξέλιξη του ανθρώπου, όλοι μας λέμε ότι δεχόμαστε λογικά τον
θάνατο, μα εγώ η λεπτολόγος… στέκομαι τόσο πολύ στο κεφάλαιο «απουσία» ανθρώπων
που αγάπησα, που ξέροντας μεν ότι γίνομαι κουραστική και γραφική, είναι κάτι
που δεν μπορώ να το αλλάξω.
Θέλω το
μοιρολόι μου, θέλω να το «γράψω», να ξαλαφρώσει και να φύγει... (όσο γίνεται να το
διώξεις…)
Εν ολίγοις, με
πολλά! Είναι σίγουρο! Ξέρω τι κατεβατό έχω να γράψω.
Σάββατο φωτογράφιζα
τα λουλούδια της αυλής του, μετά τον συνάντησα να μου χαμογελάει στην βρύση του
πλάτανου στην πάνω πλατεία, μετά σε κάποιους στήλους, μετά μου χαμογέλασε στο
μνήμα του, βραδάκι μου χαμογέλασαν οι δικοί του άνθρωποι, επιμένοντας να πάω σίγουρα
και στο τραπέζι μετά το μνημόσυνο.
Το βράδυ θεοσκότεινο
το χωριό, εκτός απ’ τα φώτα στα σπίτια μας.
Κυριακή, όσο
κοιμήθηκα, πρωί πρωί, κοίταζα τον ουρανό. Απ’ αλλού έβγαινε η Ανατολή, κι ένα
μαύρο σύννεφο έλεγε: «Θα βρέξω!»
«Μη βρέξεις, μπάρμπα
– Μήτσο! Λάμψε, όπως μια λάμψη ήταν όλη σου η ζωή! Αφού ξέρω ότι είσαι χαρούμενος!»
Για πότε σταμάτησαν
οι σταγόνες της βροχής, δεν κατάλαβα! Ούτε καν, πρόλαβα να μπω μέσα, για να ψάξω
για ομπρέλα!
Ο ήλιος νίκησε
το σύννεφο και έλαμπε όλη μέρα. (Η βροχή άρχισε να με βρέχει μόλις έφτασα σπίτι
μου στον Βόλο! Ίσα που πρόλαβα να μην βραχούν οι βαλίτσες μου!)
Τότε είδα πως η
Ανατολή στο χωριό μου άλλαξε, πάλι! Βγαίνει από κει, απ’ τα πλατάνια, που την
φωτογράφιζα πριν έξι χρόνια!
Πώς έγινε αυτό;
Δεν το κατάλαβα!
Η τελευταία μου
Ανατολή του Αυγούστου, ήταν φάτσα κάρτα, καταμεσίς της θάλασσας!
Μετακινήθηκε η
θέα μου! Είμαι για τα κεραμίδια του χρόνου! (αν θέλω να φωτογραφίζω ανατολές!)
Πήγα εκκλησία.
Στον Άι – Γιώργη, μετά από πόσα χρόνια;
Άστο!
Κοίταζα γύρω
μου. Πρόσωπα γνωστά, αγαπημένα, γερασμένα, μα και πολλά νέα, άγνωστα.
Κοίταζα τις εικόνες,
ότι δεν κοίταζα παιδί.
Κοίταζα τη σόμπα,
κι εκεί πήρε το μάτι μου μια μαθήτρια να λέει κρυφά στο αυτί την συνέχεια του έργου
που είδε στην τηλεόραση, κι ακούω την άλλη να της λέει: «Σουτ! Μας βλέπει ο δάσκαλος!»
και τότε, κοιτάζοντας στο ψαλτήρι αντάμωσα το βλέμμα του δασκάλου μου, μα η φωνή
του προσευχόταν! Δεν με μάλωνε!
Μαζί του και ο
γαμπρός του μπάρμπα – Μήτσου, κι ένα παιδί που υμνούσε την Θεία Λειτουργία και
το Μνημόσυνο, Βυζαντινά!
Με συνεπήρε! Όλοι τους, δηλαδή!
(Μετά έμαθα περισσότερα, αυτά όμως είναι για άλλο κεφάλαιο.)
…Ναι! Κοινώνησα!
Είκοσι δύο χρόνια μετά τα σαράντα της μάννας.
Ετοιμαζόμουνα
εδώ και καιρό. Αν δεν το έκανα τώρα, δεν θα ήμουνα έτοιμη, ούτε άξια, ποτέ!
…Να σωριαστώ ήθελα…
Με το ζόρι στηριζόμουνα… Ήρωας…
Αγαπημένες, άρρωστες,
γερασμένες γυναίκες μού έδιναν το στασίδι τους. Για δευτερόλεπτα το δέχτηκα, τότε
μόνο όταν με τρόμαξαν τα αστεράκια…
Γρήγορα αναστηλώθηκα
απ’ την πείνα και απ’ την γενική συναισθηματική καταπίεση που δεν άφηνα να
εκτονωθεί με δάκρυα.
Δεν ήθελα, γιατί
ήταν μπερδεμένα, κι εγώ τα ήθελα «καθαρά».
Αυτή ήταν η
αυτοτιμωρία μου.
…Δεν ξέρω αν έκανα
σωστά (μεγάλο κεφάλαιο αυτό – για άλλη φορά) το είχα όμως, μεγάλη ανάγκη.
Κι ύστερα, πριν
το μνημόσυνο, ο Αρχιμανδρίτης Επιφάνειος έκανε ένα πολύ ωραίο κήρυγμα!
«Γιατί κάνουμε
το μνημόσυνο;»
Με απλά λόγια.
Τόσο απλά που έγιναν κατανοητά απ’ όλους, γραμματισμένους και αγράμματους. (Κι
αυτό θα είναι άλλο κεφάλαιο.)
Μετά, προσευχηθήκαμε
για τους αδελφούς συνανθρώπους μας, τον Δημήτρη και την Αικατερίνη που έτυχε να
είναι και πραγματικά αδέλφια στη ζωή.
Πόναγε η «βελόνα»,
γι’ αυτό δεν την έβαλα πολύ βαθιά… Όσο και να δικαιολογείται να αφεθείς εκεί, τόσο
πιο πολλούς φράχτες έβαζα.
Μετά πήγα στον
καφέ και μετά, έγινα «καπνός» και πήγα σπίτι μου. Δεν κάθισα στο
τραπέζι. Ο οργανισμός μου, αν και πείναγε σαν λύκος, είχε ανάγκη από
"άλλη" τροφή.
Έπρεπε να προλάβω
να αποχαιρετήσω το σπίτι μου για τον χειμώνα, να το συμμαζέψω, να κλαδέψω ότι προλάβαινα,
να τα ποτίσω όλα τα λουλούδια μου, κυρίως το δέντρο του αδελφού μου, να τα φωτογραφήσω όλα, πόσο
μάλλον τις ντάλιες του μπάρμπα – Μήτσου και να φύγω, να φύγω!...
…Έφυγα τελικά, άρον
άρον, πρώτη φορά που δεν πρόλαβα να κοιτάξω πίσω μου!
Είχε βρεθεί
αυτοκίνητο και οδηγός που θα με πήγαινε εγκαίρως σπίτι μου, κι έτσι θα προλάβαινα
και την Λογοτεχνική Κυριακή με τον Βασίλη Μητσάκη, την Αμαλία Γκιζά και τον Γιώργο
Φουντούλη!
Πήγα κι εκεί!
Το έδαφος πρόσφορο να αμολύσω τα δάκρυά μου, μα τα κατάφερα κι έβαλα φράχτες κι
εκεί!
Φράχτες! Ακόμα
φράχτες!
Αυτοί οι φράχτες
με προβλημάτισαν πολύ και κατά την ώρα της Θείας Κοινωνίας και ξέροντας πως είμαι
αμαρτωλή, δεν έκανα πίσω να φύγω!
Ευχήθηκα μόνο,
αυτοί οι αληθινοί φράχτες που μετακινήθηκαν πολύ εις βάρους του Νεκρού πια αδελφού
μου και εις βάρος όλης της ψυχής της οικογένειάς μου, χρόνια πολλά τώρα, κάποια
στιγμή να επανέλθουν στη θέση τους και τότε πια, εγώ, μαζί με την άλλη γειτόνισσά
μου, θα πηγαίνουμε μαζί να κοινωνούμε, χέρι – χέρι, χωρίς κανένα βάρος στην ψυχή.
Εγώ νιώθω πως
το κουβαλάω, γιατί δεν βρήκα την δύναμη, εκεί, στο παραπέντε της Θείας Κοινωνίας,
να της πω: «Σε συγχωρώ!»
Δεν το μπορούσα.
Θα ήταν ψέμα… Κοινωνήσαμε κι οι δυο…
Το «βάρος» της αμαρτίας
μου το ένιωσα πριν καν, το κάνω.
Δεν είχα όμως άλλη
επιλογή.
Όλες αυτές οι
σκέψεις ήρθαν αστραπιαία στο μυαλό μου, όταν την είδα στην γραμμή.
Ο Αρχιμανδρίτης
ήδη ρώταγε το όνομά μου!
«Αικατερίνη…»
......
«Δε.στα.πα;»
μου είπε ο αδελφός του δασκάλου μου, αντί «γεια», όταν πήγα αργότερα κοντά τους,
να τους χαιρετήσω.
Έφυγα απ’ το
χωριό, χωρίς να προλάβω να χαιρετήσω, κανέναν!
Ούτε καν, να
ευχαριστήσω!
Ακούω μόνο τα λόγια
αδελφικής φίλης στην κόρη της:
«Λοιπόν! Πάρε
μαζί σου και την Κατερίνα και να την πας σπίτι της! Εντάξει; Σε όλο τον δρόμο
θα σ’ ευχαριστεί για το καλό που της έκανες και την πήρες και επίσης θα σου ζητάει
συγγνώμη για όλα, ακόμα και για το ότι γεννήθηκε σ’ αυτόν τον κόσμο! Μην της δίνεις
σημασία! Εντάξει;»
Μη μου δίνετε
σημασία, λοιπόν! Η αδελφική φίλη κάτι παραπάνω ξέρει!
«Αιωνία σου η
μνήμη, μπάρμπα – Μήτσο, σε σένα και στην αδελφή σου την Κατίνα! Να είστε όλοι
αγαπημένοι και χαρούμενοι εκεί πάνω, γιατί κι εμείς εδώ κάτω, σιγά σιγά, όλοι
αγαπιέμαστε… Κάποιοι εμπεδώσαμε νωρίτερα, πως τίποτα δεν μένει εδώ! Μόνο οι φράχτες…»
Πάω να φέρω τον λαγό...
κι ένα γρήγορο βιντεάκι τις φωτογραφημένες μου στιγμές, κι έφυγα κι από δω, καπνός!
Μαγειρεύοντάς το, έσπασε εκείνο το "φράγμα" και νώθω ξαλαφρωμένη, αρκετά, θα έλεγα!
Ευτυχώς ο άντρας μου κοιμάται! Δε θα δει τα μάτια μου! Το "υποψιάστηκε" όμως, όταν είδε πως έγραφα για τον μπάρμπα - Μήτσο.
...Γιατί
έμαθε κι εκείνος πια, τόσα χρόνια κοντά μου, πως η γραφή για μένα είναι
μια "αλλιώτικη ανάγκη" εκτόνωσης και δεν μπορεί να μου την στερήσει,
ούτε και να την αποφύγει!
(Πού έμπλεξε ο άνθρωπος! Αυτόν κι αν τον καταλαβαίνω!)
Β' παρένθεσις (Όσο για σας, τους φίλους μου, τα θέλετε και τα παθαίνετε!)