Άρθρο του Σπύρου Μαντά στο ένθετο Επτά Ημέρες της Καθημερινής
(Κυριακή 22 Μαΐου 2005)
Μια φορά κι έναν καιρό, στα Τζουμέρκα του 1863, κάτω απ’ τον
συνοικισμό των Ραφταναίων Πλάκα …
Εκείνη η ημέρα, αν και καλοκαίρι, και μουντή ήταν – πήγαινε
να βρέξει – και τραγική στο τέλος αποδείχτηκε. Πλησίαζε πια μεσημέρι και η
σιωπή σιγά σιγά, επανερχόταν στον χώρο, που λίγες ώρες πριν για άλλα είχε
ξεκινήσει. Μόνο ο Άραχθος θορυβούσε αλλιώτικα. Για να ξαναβρεί το δρόμο του,
έσπρωχνε τις πέτρες του γκρεμισμένου γεφυριού, διέλυε τον ασβέστη, παραμέριζε
ξύλα και χώματα.
Όλοι, χωρικοί και επίσημοι, είχαν πια επιστρέψει στα σπίτια
τους.
Ο μαστρο-Γιώργος, όμως, ο πρωτομάστορας, αυτός που είχε
αναλάβει να στεργιώσει το γεφύρι της Πλάκας κείτονταν κατάχαμα, με το κεφάλι μεσ’ τις χούφτες και
τα μάτια κλειστά, ανήμπορος να πιστέψει αυτό που είχε δει. Οι άλλοι μαστόροι,
απόμερα, δεν έβγαζαν κουβέντα, τα κουδαρόπουλα έκλαιγαν, κι ο μαστρο-Κώστας ο
Μπέκας, με λέξεις παρηγοριάς, καλόπιανε τον μαστρο-Γιώργη, προσπαθώντας να τον
πείσει ν’ ανέβουν στο μουλάρι, να φύγουν για την Πράμαντα.
Καταισχύνη και ταπείνωσις
Τι είχε συμβεί; « … κατά το θέρος η μεγάλη γέφυρα
κατασκευάσθη. Οι στηρίζοντες αυτή τύποι και ικριώματα αφαιρέθησαν. Προς στιγμή
δε οι συγκεντρωθέντες χωρικοί την εκαμάρωναν. Αλλ’ όμως καθ’ ην ώραν υπό των
εκπροσώπων των χωριών παρετίθετο εις τους μαστόρους γεύμα, εκκωφαντικός κρότος,
σείσας τα πέριξ, επεσφράγισε την
καταστοφήν. Η νέα γέφυρα είχε μετατραπεί εις σωρόν λίθων. Το γεύμα διελύθη. Η
έκπληξις μετετράπη εις απογοήτευσιν. Απελπισία αφάνταστος κατέλαβε τους πάντες,
καταισχύνη δε και ταπείνωσις τους μαστόρους δια το ρεζιλίκι…»
Αυτή, δυστυχώς, ήταν η κατάληξη μιας μεγάλης για την εποχή
προσπάθειας, που στοίχισε κόπο πολύ και από χρήματα χιλιάδες γρόσια.
Προσπαθούσαν οι Τζουμερκιώτες να ξαναφτιάξουν το γεφύρι, όταν το παλιό, πριν
τρία χρόνια, είχε κοπεί από το δυνατό φέρμα του Αράχθου. Αλλά …
Να τα πάρουμε τα πράγματα από την αρχή…
Στην πρόσκληση για το χτίσιμο του μοιραίου γεφυριού είχαν
ανταποκριθεί, τότε, πέντε πρωτομάστοροι, κιοπρουλήδες. Κατάγονταν, αντίστοιχα
από Ραφταναίους, Άγναντα, Σκλούπο, Κόνιτσα και Πράμαντα.
Προκρίθηκαν, αναλαμβάνοντας μαζί το έργο, ο μαστρο-Γιώργης
απ’ την Κόνιτσα και ο μάστρο-Κώστας από Πράμαντα. Διαφώνησαν όμως στην
κατάστρωση του τελικού σχεδίου: Ο μαστρο-Γιώργης ήθελε το γεφύρι αμπασωτό, με
χαμηλωμένο τόξο, ενώ ο μαστρο-Κώστας το προτιμούσε στο μιρκέζι, ημικύκλιο, παρ’
όλο που έτσι θα σηκωνότανε πολύ ψηλά. Στη συνέλευση, για λόγους κόστους,
προτιμήθηκε ο μαστρο-Γιώργης, βάρυνε η γνώμη του Γιάννη Λούλη που είχε βάλει τα
λεφτά. Τα πράγματα όμως, τα είπαμε, εξελίχτηκαν άσχημα!
Αψηφώντας τη βαρύτητα
Τρεις χρόνους άντεξαν οι Τζουμερκιώτες χωρίς γεφύρι,
αποκλεισμένοι από τον έξω κόσμο. Μάζεψαν πάλι χρήματα και ξεκίνησαν νέα
προσπάθεια. Άλλωστε πάντα πίστευαν πως «…γεοφύρι θα φκιάσεις, αν κάμεις αυτό το
καλό»!
Ο Κώστας ο Μπέκας, μοναδικός διεκδικητής στη νέα ανάθεση –
οι άλλοι το φοβήθηκαν – ρίχτηκε με πείσμα στη δουλειά. Του δινόταν τώρα η ευκαιρία
να αποδείξει το δίκιο του αναδρομικά. Εξαντλημένοι οικονομικά τα
Τζουμερκοχώρια, σ’ αυτόν είχαν εναποθέσει τις ύστατες ελπίδες τους. Το πάλεψε
λοιπόν σκληρά ο Μπέκας τρεις ολάκερους μήνες και επιτέλους, Σεπτέμβρη του 1866,
παρέδωσε στα Τζουμέρκα, και στην …ιστορία, ένα γεφύρι κόσμημα, ένα γεφύρι που
το τεράστιο τόξο του αψηφούσε νόμους και βαρύτητα. Τα είχε καταφέρει!
Τα Τζουμέρκα είχαν πια το γεφύρι τους και καμαρώνανε, το
ίδιο κι ο κιοπρουλής ο Κώστας Μπέκας. Τόσα γεφύρια είχε κτίσει – στο
Σαραντάπορο, στην Καλεντίνη, στη Σαρακίνα – μα τούτο ήταν το καλύτερο. Όταν μια
ομάδα τεχνικών, από το γαλλικό συνεργείο που κατασκεύαζε τον πορθμό της
Κορίνθου, αντίκρισε το γεφύρι, ήταν τέτοια η έκπληξή τους που ζήτησαν να
γνωρίσουν από κοντά τον κατασκευαστή του. Τιμητικά τότε, ο επικεφαλής τους, ο
Κάλενεκ, δώρισε στον Μπέκα μια κορδέλα μέτρησης με δερμάτινη θήκη.
Κι όλο ρωτούσαν πως το έχτισε. Τι να τους πει κι αυτός! Για
τη δουλεία ήλιο με ήλιο; Για τα τόσα πελεκήματα στο λιοπύρι; Για τα χιλιάδες
αυγά που ρίξανε στο κουρασάνι; Ή για κείνη την αλαφροϊσκιωτη από το Μονολίθι,
που οι κακιές γλώσσες πως, τάχα, τη στοίχειωσε στα θεμέλιο;
Απλά ένα παραμύθι ήτανε! Αν όμως το γεφύρι πνιγεί στα νερά
του υδροηλεκτρικού θα είναι μια ιστορία πέρα για πέρα αληθινή!
……………………………
Σύμφωνα με τη Νίτσα Συνίκη – Παπακώστα στο Λεύκωμα της «Πέτρινα
Γεφύρια» – Έκδοση Νομ. Αυτοδ. Ιωαννίνων (2002)
- το γεφύρι είναι το μεγαλύτερο σε μήκος
μονότοξο πέτρινο γεφύρι στην Ήπειρο και ίσως και του βαλκανικού χώρου.
Το άνοιγμα του είναι 40μ, το ύψος του 19μ, και το πλάτος του
3,2μ.
Πρόκειται για ένα τολμηρό, ως προς την κατασκευή, γεφύρι, με
ένα μεγάλο τόξο και δυο πολύ μικρότερα
βοηθητικά ανοίγματα. Έχει χτιστό προστατευτικό στηθαίο και το κατάστρωμά του
αποτελείται από πλατύσκαλα με καλντερίμια.
Το όνομά του προήλθε από τις τεράστιες απόκρημνες πλάκες του
βουνού, στο οποίο είναι θεμελιωμένο από τη μια μεριά.
Το να μπορέσει ένας πρωτομάστορας να γεφυρώσει ένα ποτάμι
ήταν κατόρθωμα τα χρόνια εκείνα. Το να τολμήσει όμως να γεφυρώσει ένα ποτάμι
σαν τον Άραχθο με ένα μόνο τόξο ήταν θαύμα.
……………………………..
Είναι το μεγαλύτερο μονότοξο πέτρινο γεφύρι των Βαλκανίων,
αλλά αποτελεί ιστορικό σύμβολο που έχει συνδεθεί με σημαντικά γεγονότα. Έχει
συνολικό μήκος 61 μ., ύψος 21 μ. και δίνει την αίσθηση ότι αιωρείται πάνω από
το νερό, αφού το άνοιγμα της καμάρας του είναι 40 μ. Τη γέφυρα που βλέπουμε
σήμερα σχεδίασε και έχτισε ο πρωτομάστορας Κώστας Μπέκας, το 1866, αφού είχαν
προηγηθεί δύο αποτυχημένες προσπάθειες. Το συνολικό κόστος ανήλθε στα 187.000
γρόσια, αστρονομικό ποσό αν σκεφτεί κανείς ότι το ημερομίσθιο της εποχής δεν
ξεπερνούσε το ένα γρόσι. Ως κύριος χρηματοδότης αναφέρεται ο Ιωάννης Ζ. Λούλης.
Τα υπόλοιπα χρήματα έδωσαν τα γύρω χωριά, ενώ πολλοί κάτοικοι διέθεσαν και
προσωπική εργασία.
Όμως το γεφύρι θα το κλείσουν οι Τούρκοι το 1881,
εγκαθιστώντας δίπλα του τελωνειακό σταθμό. Επίσης το 1943 οι Γερμανοί θα
επιχειρήσουν ανεπιτυχώς να το ανατινάξουν, ενώ το 1944 στο οίκημα δίπλα στη
γέφυρα, που σήμερα στέκει αναπαλαιωμένο, θα υπογραφεί παρουσία του Άρη
Βελουχιώτη και του Ναπολέοντα Ζέρβα, η συμφωνία του ΕΛΑΣ με τον ΕΔΕΣ, πιο
γνωστή ως Συμφωνία της Πλάκας.
……………………..
"Η Γέφυρα της Πλάκας έχει συνολικό μήκος 61μ. και ύψος
19.70μ.
Η μεγάλη καμάρα λεπτή και αέρινη έχει άνοιγμα 39μ.
Τη σχεδίασε και έχτισε ο μαστρο-Μπέκας στις αρχές του
Ιουλίου του 1866. Εντατικά εργάστηκε το πολυπληθές συνεργείο και το Σεπτέμβριο
του ίδιου χρόνου έλαβαν τέλος οι εργασίες.
Στο έργο του Λαμπρίδη "Περί των εν Ηπείρω
Αγαθοεργημάτων" του 1880 αναφέρεται ως κύριος χρηματοδότης ο Ιωάννης Ζ.
Λούλης "εκ του χωρ. Κοτόρτσι της περιοχής Κατσανοχωρίων" με 38.000
γρόσια (σελ. 71). Αργότερα, ο Μελισσουργιώτης εκπαιδευτικός Νικόλαος Παπακώστας
στο βιβλίο του "Ηπειρωτικά - Α Τόμος - Αθαμανικα" (σελ. 431)
αναγράφει ότι η όλη δαπάνη του έργου ανήλθε σε 187.000 γρόσια, τα οποία
διέθεσαν η Κοινότης Μελισσουργών (96,000γρ.) η Κοινότητα Πραμάντων (32.000 γρ.)
και οι άλλες Κοινότητες (Άγναντα κ,λ.π.) 48.900 γρ. και ο φιλάνθρωπος I. Λούλης
(κύριος χρηματοδότης) έδωσε 2.000 γρόσια ακόμη για την περάτωση του έργου.
Αναγράφει ακόμη ότι οι κάτοικοι των γειτονικών προς την γέφυρα χωριών, μεταξύ
των οποίων και οι Ραφτανίτες διέθεσαν την προσωπικήν τους εργασία, η δε
Κοινότητα Αγνάντων προσέφερε ακόμη και την απαραίτητη για την κατασκευή του
έργου ξυλεία (δοκοί και σανίδες).
Πρέπει να σημειωθεί ότι η γέφυρα λειτούργησε ευεργετικά για
τους Τζουμερκιώτες από το χρόνο της κατασκευής της μέχρι το 1881 (15 χρόνια
συνολικά), που τα περισσότερα χωριά της περιοχής απέκτησαν τη Λευτεριά τους,
ύστερα από την προσάρτησή τους στο Ελληνικό Κράτος, σύμφωνα με τη Συνθήκη του
Βερολίνου.
Από τη στιγμή, που τα σύνορα της Ελλάδας ορίστηκαν στον
ποταμό Άραχθο, η επικοινωνία στις μεθοριακές περιοχές και η χρησιμοποίηση της
γέφυρας έγινε προβληματική και σχεδόν αδύνατη. Οι Τούρκοι έκλεισαν ερμητικά τα
σύνορα και η μέσω της γέφυρας διακίνηση ανθρώπων, ζώων και η μεταφορά τροφίμων
και υλικών ουσιαστικά σταμάτησε. Οι κάτοικοι για λίγα χρόνια χάρηκαν το όμορφο
γεφύρι τους. Τους εκδικήθηκαν οι τύραννοι, γιατί ήταν πια ελεύθεροι οι Τζουμερκιώτες.
Ο αποκλεισμός αυτός και η οικονομική δυσκολία των ορεινών χωριών, εκφράστηκε με
Δημοτικό τραγούδι (Ν. Παπακώστας), ως εξής:
Ανάθεμά σε 'Πιτροπή και συ βρε Κουμουνδούρε,
με το κακό που κάματε στην Άρτα, στα Τζουμέρκα,
το σύνορο που βάλατε στης Άρτας το ποτάμι,
Κλείστηκ' η Άρτα κλείστηκε, κλείστηκε το Τζουμέρκο.
Θα στηρηθή και το ψωμί . που νάβρει να δουλέψη;
Ο κάμπος έμ'νε στην Τουρκιά και τα καλά λιβάδια,
Το βιό όλο και χάνεται, σ' αγρίδια βοσκοτόπια.........
Στα χρόνια αυτά, που ο ποταμός Άραχθος ήταν το σύνορο
(1881-1912), στην Πλάκα λειτούργησε τελωνειακός σταθμός (αντίστοιχος Τούρκικος
στο Βροδό ) και στεγάστηκε μόνιμη στρατιωτική φρουρά στο Στρατώνα της.
Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου (1939-1944) και
την κατοχή της Ελλάδας από τις δυνάμεις του φασιστικο-ναζιστικού άξονα, η
γέφυρα της Πλάκας διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους της άγονης και
ορεινής περιοχής των Τζουμέρκων στις κινήσεις τους προς τα πεδινά και
πλουσιότερα χωριά των κάμπων. Προς τα 'κει οι δυστυχούντες κάτοικοι ταξίδευαν
με οποιεσδήποτε καιρικές συνθήκες (χειμώνα - καλοκαίρι) για να βρουν δουλειά
και να προμηθευτούν τροφή (καλαμπόκι κατά κύριο λόγο) για να επιβιώσουν. Διευκόλυνση
μεγάλη προσέφερε η γέφυρα και στις Αντιστασιακές Οργανώσεις και στα ένοπλα
τμήματα του ΕΔΕΣ και του ΕΛΑΣ κατά την διάρκεια των αγώνων για την Εθνική
αποκατάσταση της χώρας μας.
Οι σκληροτράχηλοι και ανελέητοι Γερμανοί στρατιώτες
κατά τις εκκαθαριστικές τους επιχειρήσεις στο χώρο των Τζουμέρκων (Οκτώβριος
1943) , για να εκδικηθούν την περιοχή και ν' αφήσουν περισσότερα ερείπια και
συμφορές πίσω τους, προσπάθησαν , φεύγοντας προς τα Ιωάννινα, να ανατινάξουν το
γεφύρι. Λίγο χαμηλότερα της καμάρας (προς το συνοικισμό της Πλάκας) άνοιξαν
βαθιά τρύπα και τοποθέτησαν δυναμίτες. Αφού πέρασαν απέναντι στο
"Βροδίτικο", πυροδότησαν το φυτίλι και αδιάφοροι πήραν τον ανήφορο.
Ευτυχώς η Γέφυρα δεν έπαθε σημαντική ζημιά. Τινάχτηκε ένα
κομμάτι του κτίσματος, άνοιξε κάποιο χάσμα, αλλά η γέφυρα και κατά κύριο λόγο η
καμάρα άντεξαν στην πίεση και τον κραδασμό.
Στο χάσμα σύντομα οι τεχνίτες τοποθέτησαν χονδρά ξύλα,
κάρφωσαν σανίδες και η κίνηση κατοίκων , ανταρτών , φορτηγών ζώων συνεχίστηκε
κανονικά. Αργότερα μετά την απελευθέρωση της Πατρίδας μας επισκευάστηκε
κανονικά το ρήγμα της Γέφυρας με την χορήγηση κρατικού χρηματικού ποσού.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στον πέριξ της Γέφυρας χώρο και τον
ευρύτερο του συνοικισμού της Πλάκας και των πλησίον της οικισμών, έλαβαν χώρα
επανειλημμένα σκληρές συγκρούσεις των αντίπαλων ανταρτικών τμημάτων (ΕΛΑΣ και
ΕΔΕΣ) κατά τη διάρκεια της καταστροφικής για την Ελλάδα εμφύλιας διαμάχης.
Εκεί κοντά στη Γέφυρα βρίσκεται και το σπίτι, όπου στις
αρχές του 1944 έγινε η συνάντηση των αντιπροσώπων των αντιστασιακών Οργανώσεων
(ΕΔΕΣ ΕΛΑΣ - ΕΚΚΑ) και του Άγγλου σύνδεσμου.
Στη σύσκεψη συζητήθηκαν διάφορα θέματα και επιδιώχθηκε η
Ενότητα και η Συνεργασία των ανταρτών. Στη συνέχεια υπογράφηκε η περιβόητη
"Συμφωνία της Πλάκας", που δυστυχώς πολύ σύντομα παραβιάστηκε.
Αυτό το σπίτι με τελευταία απόφαση της αρμόδιας υπηρεσίας
χαρακτηρίστηκε "Διατηρητέο Μνημείο". Θα παραμείνει ανέπαφο, να
θυμίζει σκληρά και απαράδεκτα γεγονότα και να φρονηματίζει, όσο είναι δυνατό,
τις νεότερες γενιές.
Σήμερα το αρχιτεκτονικό μεγαλούργημα, η θαυμαστή και στέρεα
Γέφυρα της Πλάκας είναι, κατά κάποιο τρόπο, Αρχαιολογικό μνημείο, γιατί σπάνια
πια τη διαβαίνουν άνθρωποι και φορτηγά ζώα.