Ο Χριστόφορος Μηλιώνης, φιλόλογος και συγγραφέας, σε αφιέρωμα του περιοδικού ΑΝΤΙ, στον Δημήτρη Χατζή, στο κλίμα των διηγημάτων του βιβλίου "Η μικρή μας πόλη" έγραψε το διήγημα που ακολουθεί. Σεργιανίστε νοερά στα παληά χάνια του Γυαλί Καφενέ, στο Κουρμανιό, στη Σιαράβα, στα Ταμπάκικα.Απολαύστε το διήγημα πίνοντας ένα ρακί στη μνήμη του Δημήτρη Χατζή και του Χαρίση του τελευταίου ταμπάκου.Ο τελευταίος ταμπάκος (του Χριστόφορου Μηλιώνη)
Ο παπουτσής ο Μέρμηγκας πήρε με τη σειρά τα χάνια στο Κριθαροπάζαρο. Έριξε μια ματιά απ’ την τζαμαρία στο Γυαλί Καφενέ - τι γυρεύει εδώ ο Χαρίσης, τι δουλειά έχει η αλεπού στο παζάρι; Έφτασε ως το χάνι του Κόρακα, ρώτησε κι εκεί:
«Μη φάνηκε ο Χαρίσης ο ταμπάκος;»
«Δεν τον είδαμαν» του λένε.
Ξαναγύρισε στο Κριθαροπάζαρο. Κοίταξε ακόμα μια φορά στο χάνι του Ζώη, ξαναρώτησε μην πέρασε εντωμεταξύ, «δεν φάνηκε», του λένε, και κατηφόρησε στη λίμνη. Νύχτωσε για τα καλά, ανάψανε απ’ ώρα τα ηλεκτρικά. Έχει και μια υγρασία, του κερατά. Φυσάει νοτιάς, που περονιάζει τα κόκαλα. Ο ουρανός πίσσα και η λίμνη θεοσκότεινη. Την ακούει που βρυχιέται και ξερνάει τα κύματα στο μώλο – πάλι καμιά βρώμα έκανε το μούλικο και δεν θα ησυχάσει, ώσπου να το ξεβράσει σε τίποτα καλαμιές. Κοίταξε έναν- έναν τους καφενέδες ανηφορίζοντας στο Κουρμανιό κι έφτασε εκεί απ’ όπου είχε ξεκινήσει, στο μαγέρικο του Γκογιάννου.
«Στεφάνωσα» τους είπε. «Τίποτα δεν έκαμα». Εκείνοι τον κοίταξαν με το στόμα ανοιχτό: ο Ζώης ο χανιτζής, ο Καραμπίνας ο κουρέας, ο Κατσούλης ο αμαξάς, ο Γκριμπογιάννης ο φαναρτζής, ο Σιέμος ο ντουφεξής. Στην πιατέλα απείραχτος και ο μεζές κόντευε να κρυώσει. Και τα ποτήρια γιομάτα.
«Τι με τηράτε;» τους λέει, σαν χάχηδες. Δεν τον ήβρα πουθενά». Κι ο Γκουγιάννος, κοιλαράς και λιγδιασμένος, με την ξύλινη κουτάλα μετέωρη πίσω απ’ τον πάγκο του:
«Έμένα δεν μου φαίνεται για καλό» είπε. Μα οι άλλοι τον αποπήραν:
«Άει γκρεμίσου παλιοκερατά» του λένε. «Κάπου έντεσε ο άνθρωπος. Αρχέψτε κι όπου να ‘ναι θα ΄ρθει, τι θα κάνει». Κάρφωσαν τα πιρούνια στα συκωτάκια, βούτηξαν με τα δάχτυλα το ψωμί στο λάδι, «άντε γειά μας», είπαν, «εβίβα το πρώτο». Μα το κρασί δεν έκανε κάτω.
«Τι διάολο πάθατε;» είπε ο Ζώης. «Με το ζόρι το μισολάενο».
«Αν είχαμε τώρα το Χαρίση, θάταν αλλιώς»
Κι ύστερα έπεσε μια βουβαμάρα για πολλή ώρα. Μια μούγκα, που γινόταν αβάσταχτη όσο λιγόστευαν οι ελπίδες να φανεί.
«Μας την έσκασε ο παλιοταμπάκος» ξέπασε επιτέλους ο Κατσούλης. «Αν ήταν αυτός, θάταν αλλιώς απόψε. Αυτός ήξερε ιστορίες, με σημασία, κι είχε έναν τρόπο να τις λέει. Ήξερε για τους παλιούς Γιαννιώτες, τους σκωταράδες, που δεν κινούσαν το πρωϊ στη δουλειά, αν δεν περνούσαν πρώτα απ’ το μαγέρικο – συκώτια και μισολάενο αναντάμ παπαντάμ».
«Καλλιώρα σαν κι εμάς».
«Τι σαν κι εμάς; Μια φορά κάθε σαββατόβραδο, το λες σαν κι εμάς εσύ; Εκείνοι ήταν άλλοι άνθρωποι».
Ήξερε για τη Βασιλαρχόντισσα ακόμα, που την είχαν πάρει οι κλέφτες, για να τους στείλει λύτρα ο Βλαχλείδης, κι ύστερα της βγάλανε τραγούδι:
Δεν είναι κρίμα κι άδικο, δεν είναι αμαρτία
Να μένει η Βάσω στα βουνά, σε κλέφτικα λημέρια.«Ντε μωρέ Σιέμο, κάνε την αρχή»
«Δεν βγαίνει» είπε ο Σιέμος. Σώπασαν.
Παλιοτικός άνθρωπος. Τα ‘χε ζήσει αυτά και τα ‘λεγε.
Ήξερε τους παλιούς, τους Μολυβάδες, τον
Σαμπεθάη τον Καμπιλή, που πήρε στο λαιμό του τους Εβραίους. Τότε με τους Γερμανούς. «Άντε να φύγουμε», τους λέγανε, να βγούμε στα Ζαγόρια, να τραβήξουμε απογάλια και τον κόσμο μας». Εκείνος το χαβά του, με το νόμο και τα γρόσια, να ταϊσει τον ένα, να μπουκώσει τον άλλο. Δεν τους έβγαζε στα βουνά, που έβραζε το αντάρτικο.
«Εγώ τον θυμάμαι τον Καμπιλή» είπε ο Κατσούλης. Και τη Μαργαρίτα του Μολυβάδα τη θυμάμαι. Την έπαιρνα με το παετόνι. Ύστερα την εκτελέσανε οι Γερμανοί. Μα ο Χαρίσης τα λεγε αλλιώς. Είχε τον τρόπο του»
«Και στα πολιτικά, μπασμένος. Ιδεολόγος»
«Σαν κι εμάς»
«Τι σαν κι εμάς; Ποιος από μας βγήκε στο βουνό, σαν τον Χαρίση; Εμείς – κανά μπερντάχι στο τμήμα μοναχά. Σαν κι εμάς το λες εσύ αυτό;»
Λεβέντης σ όλα του. Κι άμα έβλεπε θηλ’κό έστριβε τα μουστάκια του. Έλεγε κι εκείνο για τις εβραιοπούλες-«πως το ΄λεγε, μωρή κωλοσούσα;»
«Μαρή Ρεβέκα! Απόψε που έλειπι ο άντρασι μ’ , έρθε ένας κύριος στο σπίτι και μ’ άνοιξε την πόρτα. – Κι εσύ τι έκαμες; - εγώ τον άφκα να ιδώ τι θα κάμει. Βγάνει το παλτό του και το κρεμάει σαν κύριος στην κρεμάστρα. Τον αφήνω εγώ, να ιδώ τι θα κάμει. Με παίρνει, με πηγαίνει στο κρεβάτι, βγάνει τα ρούχα του, βγάνει και τα δικά μου. Εγώ τον αφήνω, να ιδώ τι θα κάμει. Ξαπλώνει απάνω μου και μου βάνει κάτι ανάμεσα στα σκέλια. –Τι κάνεις αυτού; Του λέω…».
Ο λόγος του κουρέα έμεινε μετέωρος, κανένας δεν γέλασε. Σώπασαν με βλέφαρα κατεβασμένα, βαριά από το κρασί. Ο καημένος ο Χαρίσης, πως τα ΄λεγε και γελούσε ο πρόσωπός του! Άνθρωπος μερακλής, γεροντοπαλίκαρο. Το θηλυκό δεν το ΄χε μπουχτίσει.
Τις απόκριες στις τζαμάλες, γύριζε το βράδυ όλες τις γειτονιές, από φωτιά σε φωτιά. Τον τραβολογούσαν οι γυναίκες να τους πει τραγούδια – «τις τρανές, μπρε μπρε μπρε, τις τρανές αποκριές». Κι εκείνο τα’ άλλο, που τα παράσταινε κιόλας:
Πως το τρίβουν το πιπέρι
Του διαόλ’ οι καλοέροι-άεντε, Χαρίση, να μας δείξεις πως το τρίβουν το πιπέρι. Χαλασιά σου.
«Χαλασιά σου, Χαρίση» είπαν κι έφεραν τα ποτήρια στα χείλη τους.
Μα πιο καλά τα ΄λεγε για τους ταμπάκηδες. Πως αργάζονταν τα τομάρια στη λίμνη, πίσω απ’ τα ξυλάδικα, χωμένοι ως το γόνατο στα βρωμονέρια, μες στην μπόχα. Με το βρακί ξεκούμπωτο, να παίρνουν αγέρα τ’ αχαμνά τους. Κι όλο αφυσκιές έλεγαν. Είχαν δικά τους χούγια αυτοί, δικά τους ζακόνια. Αλλά στο σπίτι νοικοκύρηδες. Και στην αγορά με υπόληψη. Εκείνος ο Σιούλας αρχαντάνθρωπος. Πάνε όλοι τους, τους έφαγαν τα εμπόρια, όλο ψεύτικο πράμα. Ψεύτισε ο κόσμος. Μονάχα ο Χαρίσης τώρα, ο τελευταίος ταμπάκος… Κόπηκε πάλι η κουβέντα στη μέση. Σώπασαν, κοιτάχτηκαν με μάτια θολά. Σκοτεινιασμένοι.
«Άεντε, εβίβα! Πανάθεμά σε, Γκουγιάννο κιρατα. Λειψό το φέρνεις» Κι ο Γκριμπογιάννης άπλωσε τη χωματένια κανάτα στον πάγκο του μάγερα. Κι εκείνος,
«Δεν πάτε, λέω γω, να ιδείτε τι γένεται ο άνθρωπος;» τους λέει. Και τότε σαν τους έζωσαν τα μαύρα φίδια, σηκώθηκαν, ένας ένας ξεπόρτισαν. Κατηφόρισαν κατά τη λίμνη, στα παλιά ταμπάκικα, ένας πίσω τον άλλο, με σκυφτό κεφάλι, βαρύ απ’ το κρασί, γερασμένοι, με τα φαρδιά παντελόνια τους, τα μπαλωμένα – εκτός απ’ τον κουρέα τον Καραμπίνα, που πήγαινε μπροστά σεινάμενος κουνάμενος, βεργαλυγώντας, κι ούτε νοτιάς τον έπιανε ούτε υγρασία. Όλα τα σοκάκια τα ΄ξερε κι όλες τις πόρτες τις κρυφές η κωλοσούσα. «Πέρα από τα ξυλάδικα έχει το σπίτι του, πίσω απ΄ το παλιό το Συναγώι, ξέρω εγώ» Κι όλο γύριζε και τους έκανε κουνήματα να τον ακολουθήσουν, η παλιοκαραμπίνα, κι αυτοί να μην μπορούν να τον φτάσουν, τους έβγαλε την ψυχή στους έρημους δρόμους.
Έκοψαν μέσα απ΄ τα ξυλάδικα, που μύριζαν μουχλιασμένο πριονίδι, και χώθηκαν σ΄ένα στενό σοκάκι λησμονημένο. Ο Καραμπίνας σταμάτησε στο μισοάνοιχτο πορτάκι, οι άλλοι μαζεύτηκαν γύρω του. Κανένας δεν τολμούσε. Μόνο κοίταζαν το παλιόσπιτο με τον γκρεμισμένο τσατμά, και πάνω από την πόρτα τα χαρβαλωμένο παραθύρι- είχε φως μέσα ή ήταν από το ηλεκτρικό στη γωνία, με το τενεκεδιένο καπέλο, που το ταρακουνούσε ο αγέρας και το ‘ κανε να τρίζει λυπητερά; Κανένας δεν αποφάσιζε να σπρώξει τη θύρα. Κι ο Καραμπίνας, τώρα που τους έδειξε, εκανε πίσω και δεν σάλευε.
Πρώτος κουνήθηκε ο Σιέμος. Κι από κοντά οι άλλοι. Ήταν ένα έμπασμα θεοσκότεινο, μύριζε μούχλα. Όμως εκεί στην κώχη ξεκινούσε μια σκάλα που πότε πότε φωτίζοταν αχνά από ένα φως που κατέβαινε από ψηλά. Σκουντουφλώντας πήραν να την ανεβαίνουν και σε κάθε πόδι που πατούσε θρηνούσε το ξύλινο σκαλοπάτι, έτσι που ο θρήνος ανέβαινε μαζί τους ως επάνω, στη μικρή κάμαρη, όπου είδαν ένα ντιβάνι καταμεσής με δυο λαμπάδες, κι αναμεσά τους ο Χaρίσης αναπαυόταν, με μισό χαμόγελο κάτω από τις άσπρες μουστάκες του. Οι άντρες στριμώχτηκαν στη γωνία. Δυο γριές κάθονταν στα σκαμνιά, με τα χέρια δεμένα στην ποδιά τους. Μονάχα σήκωσαν τα μάτια. Ύστερα από λίγο η μια είπε:
«Φουρτούνα σου, Χαρίση ήρθαν οι φίλοι σου»
Κι εκείνοι, σαν να κατάλαβαν, ανέβασαν τα βαριά τους χέρια, έκαναν το σταυρό τους και πάλι ασάλευτοι κι αμήχανοι.
«Τι στέκεστε έτσι;» ξανάπε η γριά. «Τι δεν κάθεστε;»
Κοίταξαν γύρω, όλοι μαζί. Ύστερα στρώθηκαν, δυο στο πάτωμα, δυο στο τζάκι, που ήταν κλεισμένο μπροστά μ’ ένα μπερντέ, ένα παλιό πανί, σκούρο – χρόνια θάχε ν’ ανάψει φωτιά. Ο Σιέμος κι ο Γκριμπογιάννης απόμειναν όρθιο, με τα σκέλια ανοιχτά, τα χέρια κρεμασμένα.
«Καλά ήρθατε εσείς, να πάμε κι εμείς στα σπίτια μας, να κλείσουμε μάτι. Γειτόνισσες είμαστε… Θα μας έρθει και λιγοθυμιά απ΄ την κρασίλα, π’ ανάθεμά σας. Πάρτε τα σκαμνιά».
«Κι αύριο μπονώρα εδώ είμαστε»
Κι ενώ η μια κατέβαινε τη σκάλα, η δεύτερη ακολουθούσε, ξεγοφιασμένη, σκαμπανεβάζοντας τα πισινά της μια πάνω μια κάτω, σαν βάρκα δεμένη στο μώλο, και μουρμούριζε:
«Ποιο αύριο; Ούτε τρεις ώρες νύχτα δεν απόμειναν».
Έφυγαν οι γυναίκες, κι εκείνοι, καθισμένοι σταυροπόδι, με τον Χαρίση στη μέση, ξανάσαναν.
«Δεν έπρεπε να μας το κάνεις αυτό αδερφέ» είπε ο Σιέμος, κι εκείνος χαμογελούσε αχνά και σαν λυπημένα στο λιγοστό φως που ρίχνανε οι λαμπάδες.
«Ν’ ανάβαμε τη λάμπα…»
Ο Μέρμηγκας ανέβηκε έπιασε τη μικρή γυάλινη λάμπα, που ήταν κρεμασμένη από ένα καρφί στον τοίχο, δίπλα στο τζάκι. Την κούνησε, είχε λίγο πετρέλαιο. Την άναψε. Ένα ήμερο φως απλώθηκε στους μαυρισμένους τοίχους, στο ντουλάπι με το τζαμωτό, στα σκαμμένα πρόσωπα με τα πρησμένα μάτια, τα βοϊδίσια. Κι η ώρα άρχισε να κυλάει ήσυχα, σπιτικά, κι ο καθένας σκεφτόταν τα δικά του – αν είχε να σκεφτεί. Το κρύο έμπαινε απ’ όλες τις χαραμάδες και ανάγκαζε τους άντρες να σφίγγονται και να τυλίγονται στα φαρδιά τους σακάκια, τα μπαλωμένα, κουκουβισμένοι καθένας στη μεριά του.
Κάποια στιγμή ο Καραμπίνας, εκεί που κάθοταν στην ποδιά του τζακιού άπλωσε το χέρι κι ανασήκωσε τον μπερντέ – μια κίνηση αυθόρμητη, να ιδεί αν θα μπορούσαν ν’ ανάψουν κάτι, να ζεσταθούν. Το χέρι του έπιασε μια νταμιζάνα. Την κούνησε κι ακούστηκε το πάφλασμά της.
«Ο καημένος ο Χαρίσης» είπε, «εδώ το φυλάει το ρακί». Και τα μπιρμπιλωτά του μάτια παίξανε πάνω στο τζαμωτό ντουλάπι. Γλίστρησε ως εκεί με μια κίνηση γατίσια, το άνοιξε και ανάμεσα σ’ αδειανά μπουκάλια βρήκε τρία ρακοπότηρα.
«Από ένα» είπε. «Για τ’ αντέτι»
Γέμισε πρώτα τα τρία ποτήρια, τα πήραν οι διπλανοί του – «ο Θεός να μακαρίσει την ψυχή του» είπαν. Ύστερα, το ίδιο, οι άλλοι τρεις. Το ρακί κατέβηκε ζεστό στην καρδιά τους – «ρακί ματαβγαλμένο, μερακλής άνθρωπος». Φούντωσαν.
«Σήκου, Καραμπίνα» πετάχτηκε ο Μέρμηγκας, «σβήσε εκείνες τις λαμπάδες και δεν τις αντέχω. Μας μπούκωσαν καπνό οι ρουφιάνες». Κι ο Καραμπίνας πάλι γλίστρησε σαν τη γάτα και φύσηξε τις λαμπάδες. Πριν καθίσει στη θέση του, περιμάζεψε κοντά του τα ποτήρια, ύστερα έστριψε εκεί που καθόταν στο τζάκι και ξαναγέμισε – δεύτερη σειρά. Ο Σιέμος τότε άρχεψε σιγανά να μουρμουρίζει ένα θλιβερό σκοπό σαν μοιρολόι .
Για σήκου απάνω, Γιάννο μου και μη βαριοκοιμάσαι
Βρέχει ο ουρανός και βρέχεσαι
«Σιέμο!» τον έκοψε ο Γκριμπογιάννης. «όχι λυπητερά του Χαρίση- στα Γιάννενα στον Κουραμπά, αυτό να πούμε».
Και τότε ξεκίνησαν όλοι μαζί, όπως στου Γκογιάννου τ’ άλλα σαββατόβραδα:
Στα Γιάννενα στον Κουραμπά είν’ ένα χιλιδόνιΦωνές βραχνές, ασυντόνιστες, σπασμένες απ’ το παράπονο.
«Καραμπίνα» έκοψε πάλι το τραγούδι ο Ζώης, «φέρε μωρή κωλοσούσα την νταμιζάνα, να μην σε βλέπω να κλωθογυρίζεις όλη την ώρα αυτού στο τζάκι, σαν ο γανωματής στον τέντζερη. Βάλ’ την εδώ στη μέση να γιομίζουμε τα ποτήρια σαν άνθρωποι, να μας βλέπει κι ο Χαρίσης, να χαίρεται η ψυχή του. Μια Κυριακή…», συνέχισε τα λόγια του με τραγούδι, κι οι άλλοι ακολούθησαν:
μια Κυριακή, μια πίσημην ημέρα
ήρθε μια περιστέρα
να μην την είχα ιδεί…
Είπαν ύστερα δε σ’ άρεγαν τα Γιάννενα, Φέζο ντερβέναγα, είπαν Βασιλική προστάζει, βεζύρη Αλήπασα, είπαν το Σιαμαντάκα, ώσπου βράχνασιαν οι φωνές και δεν έβγαιναν, και ένας σώπαινε, όχι αμέσως, παρά μόνο έλεγε το τραγούδι ως τη μέση, ύστερα ένα στίχο εδώ έναν παρακάτω, ύστερα λέξεις, κατόπι συλλαβές ασύνδετες και τέλος έγερνε στο πάτωμα κι αποκοιμιόταν, και μαζί τους έσβηνε ένας άλλος κόσμος, ώσπου βαθιά ησυχία απλώθηκε στην κάμαρη. Το πετρέλαιο στη λάμπα είχε τελειώσει, ανέβηκε η φλόγα μια δυο φορές ως την κορφή στο λαμπογυάλι, ν’ ανασάνει, και τέλος έσβησε. Και τότες ήσυχα – ήσυχα πέρασε μέσα το φως της αυγής και φώτισε το ήμερο πρόσωπο που χαμογελούσε αχνά, κουρασμένο λίγο μα βαθιά ευχαριστημένο, κάτω από τα πεσμένα άσπρα μουστάκια.
Αυτή ήταν η τελευταία νύχτα του Χαρίση, του τελευταίου ταμπάκου. Όταν καλοξημέρωσε, ήρθαν τέσσερις του δήμου, μαζί κι οι φίλοι του, μαζί κι οι δυο γριές της νύχτας, και τον πήρανε.
Είδα σήμερα ψάχνοντας στο google ότι το μικρό αυτό διαμάντι του Χ. Μηλιώνη γυρίστηκε σε
ταινία μικρού μήκους.
O Χριστόφορος Μηλιώνης γεννήθηκε στο Περιστέρι Πωγωνίου το 1932.
Σπούδασε κλασική φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Συνεργάστηκε με τα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά και με την εφημερίδα Τα Νέα ως επιφυλλιδογράφος.
Έχει εκδώσει βιβλία με διηγήματα:(Παραφωνία, Το πουκάμισο του Κενταύρου, Τα διηγήματα της δοκιμασίας, Καλαμάς και Αχέροντας, Χειριστής ανελκυστήρος, Τα φαντάσματα του Γιόρκ, Μια χαμένη γεύση)
Πεζογραφήματα: Το μικρό είναι όμορφο
Νουβέλες:Ακροκεραύνια
Μυθιστορήματα: Δυτική Συνοικία, Ο Σιλβέστρος
Δοκίμια: Υποθέσεις, Με το νήμα της Αριάδνης, Σημαδιακός και αταίριαστος
Βιβλία του μεταφράστηκαν στα ρωσικά, γερμανικά, αγγλικά, και ιταλικά.
Διηγήματά του δημοσιεύτηκαν σε ανθολογίες και περιοδικά, στα ρωσικά, γερμανικά, ιταλικά, γαλλικά, ουγγαρέζικα και ολλανδικά.