Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφήγηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αφήγηση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 15 Οκτωβρίου 2012

Θα σε σιάσω εγώ, είπε ο Δίας όταν άκσε το "πρήσω πόλιν"!


Τα αρχαία ελληνικά σε συνδυασμό με ηπειρώτικα από αφήγηση παλιού φιλόλογου σε τάξη τωρινών συνταξιούχων (το ήκσα χτες σε πούλμαν εκδρομής από  τότε μαθητές αυτήκοες μάρτυρες εκείνης της αφήγησης)

Ανέβηκε ο  Καπανεύς στα τείχη και γεμάτος έπαρση βροντοφώναξε: 
Πρήσω πόλιν!
Τ’ άκσε ο Δίας και λέει:
Τι λες αυτού παλιοκερατά  ότι πρήσεις πόλιν, μ’ ρώτσες εμένα; 
Θα σε σιάξω εγώ!
Μικρέ – παραγγειλε στον βοηθό του- πιάσε έναν!
Με μεγάλη ευστοχία ο Δίας κεραυνοβόλησε τον Καπανέα  που έπσε απ’ τα τείχη σαν παλιοπατσιάς!


Ο Καπανέας (αρχαία Καπανεύς) ήταν Αργείος ήρωας στην Ελληνική Μυθολογία γιος του Ιππονόου και της Αστυνόμης και εκ μητρός ανεψιός του Αδράστου, ένας από τους ανδρειότερους και τολμηρότερους από τους ήρωες των Επτά επί Θήβας.
Όταν κατέλαβε το παρά τις "Ηλεκτρίδες πύλες" μέρος του τείχους αναρριχήθηκε στις επάλξεις και στάθηκε εκεί υπερήφανα για τον άθλο του, ζήτησε δαυλό για να πυρπολήσει και να κάψει τη πόλη, ακόμη και παρά "την θέληση των θεών" όπως βροντοφώναζε ο ίδιος.
Τότε ο Δίας τιμώρησε τον υπερόπτη ήρωα και ενόσω στέκονταν προκαλώντας στις επάλξεις να του φέρουν αναμμένο δαυλό τον κεραυνοβόλησε.
Από την παράδοση αυτή εμπνεύσθηκαν και οι τρεις κορυφαίοι τραγικοί ποιητές και αρκετοί αντιπρόσωποι εικαστικών τεχνών ιδίως σε αγγειογραφίες που παριστούν τον ήρωα συνήθως πίπτοντα στα γόνατα κρατώντας με το ένα χέρι την ασπίδα και με το άλλο τον αυχένα του.

Ο σημερινός Καπανεύς δεν χρειάζεται να καταλάβει τα τείχη της πόλης (άρθρο στο ΒΗΜΑ)

Τρίτη 27 Μαΐου 2008

Παναγιώτης Τσίτος: Ο ανοιχτοχέρης άρχοντας της νύχτας


Η άλλη ιστορία της πόλης
Παναγιώτης Τσίτος Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2006
Είναι μερικοί άνθρωποι που έγιναν μέρος της ιστορίας της πόλης, χωρίς καν να το επιδιώξουν. Ένας από αυτούς είναι ο Παναγιώτης Τσίτος, ο γνωστός για τους παλαιότερους, ιδιοκτήτης νυχτερινών κέντρων διασκέδασης. Η κουβέντα μαζί του έγινε στο σπίτι του στην οδό Χαριλάου Τρικούπη και ήταν απόλαυση.
Ο 75χρονος κύριος Πάνος ζει με τις αναμνήσεις του, τις οποίες έχει κορνιζώσει και με αυτές στόλισε το σπίτι του.
Οι τοίχοι του διαμερίσματος δεν έχουν χώρο για άλλες φωτογραφίες, ούτε τα τραπέζια. Παντού εικόνες των ειδώλων του. Των καλλιτεχνών που πέρασαν από τα μαγαζιά του, που άφησαν τη σφραγίδα τους στο ελληνικό πεντάγραμμο. Και ποιος δεν θα ήθελε να είχε γνωρισθεί μαζί τους, να τους είχε ακούσει στην εποχή εκείνη όταν πρωτοεμφανίστηκαν ή αργότερα που μεσουρανούσαν. Πάνω από όλες δεσπόζει η φωτογραφία του γάμου του Στέλιου Καζαντζίδη με τη Μαρινέλα. Σε πολλές κόπιες διαφόρων σχημάτων, διαφόρων μεγεθών.
Και φυσικά πάνω στο τραπέζι οι ασημένιες κορνίζες με την πανέμορφη Ελένη τη γυναίκα της ζωής του.

Το πατρικό του σπίτι του βρίσκονταν στην πλατεία Σαπουντζάκη στην Καλούτσιανη, στην οδό Δρίσκου 1. Ο Παναγιώτης Τσίτος ούτε που φαντάζονταν πόσα χρήματα θα έβγαζε στη μετέπειτα ζωή του, όταν μέσα σε ένα τενεκέ στον κρύπτη του τοίχου του σπιτιού του έκρυβε το «χαρτζiλίκι»ι του, στην ουσία το δεκάρικο που έπαιρνε κρυφά από τον πατέρα του και τις Κυριακές εικοσάρι, «χάρτινα ήταν τότε τα θυμάσαι»; μου λέει. Είχε μαζέψει 535 δραχμές.

Στην ερώτηση αν έβγαλε λεφτά από τη δουλειά του αυτή, απαντά:
«’Εβγαλα πολλά, μα ήμουν φοβερός ανοιχτοχέρης. Βαρέθηκε ο Γιώργο Ντέτσικας να παίρνει κάρτες από μένα. Ξέρεις τι έκανα; Όταν μου παραπονιόνταν κάποιος: κρυώνω, δεν έχω σακάκι, δεν έχω παλτό, του έλεγα: πάρε κάρτα με υπογραφή και πήγαινε στου Ντέτσικα να ψωνίσεις. Άλλος μου ζητούσε λεφτά για κρέας, ακόμη και για ψωμί. Πάρε, του έλεγα εγώ. Λυπόμουν πολύ τους φτωχούς κι ανήμπορους και ως τα σήμερα βοηθάω κόσμο από το υστέρημά μου».

Με τον ταξιτζή τον Αριστοτέλη Γκιάτσα που τον ίδιο αγκάζαρε πάντα, έφευγαν για την Αθήνα κι εκεί έκλεινε τους καλλιτέχνες.
Εξηγεί γιατί είχε φύγει από το σπίτι του. Εκτός της κλοπής ο πατέρας του δεν ενέκρινε τη σχέση του με τη Μάρω. «Φύγε ρε παλιόπαιδο και ζήσε μοναχό σου, να δεις πως βγαίνει το ψωμί. Τρεις συμβουλές θα σου δώσω, να μη γίνεις ρουφιάνος, να μη γίνεις κλέφτης, την τρίτη ντρέπομαι να στην πω, έχει να κάνει με γυναίκα», λέει.
Πήρε το κομπόδεμά του κι έφυγε. Όταν ένα βράδυ βρέθηκε στην ταβέρνα του Καραϊσκου στα Ζευγάρια, του γνωστού με το ψευδώνυμο Μπόγκας, πήρε και την «απανταχούσα». Ο Μπόγκας μόλις τον είδε του έδειξε την εφημερίδα, όπου αποκηρύσσονταν και επίσημα από τον πατέρα του. «Αποκηρύσσω τον υιόν μου Παναγιώτη, διότι παρέβη τα οικογενειακά του καθήκοντα...».

Η τύχη του όμως δούλευε ερήμην του και φυσικά ερήμην του πατέρα του.
Το πρώτο του μαγαζί ήταν η «Κρυφή φωλιά» στην οδό ΚΑ Φεβρουαρίου 147 στην Καλούτσιανη. Ακολούθησαν η Τριάνα, το Καν-Καν, η Καλύβα και άλλα. «Μη φανταστείς ότι ήταν κανα μαγαζί κρυφό, ούτε οι γυναίκες έκαναν τότε κονσομανσιόν. Ήταν παρά την επωνυμία του, μαγαζί κύρους, οικογενειακό. Το μεσημέρι έρχονταν οι γονείς με τα παιδιά τους κι έτρωγαν τη βανίλια τους, το γλυκό του κουταλιού και το βράδυ οι αδελφοί Πάνου με δέκα όργανα διασκέδαζαν τον κόσμο, που έπινε γνήσιο κρασί (το ουίσκι δεν το ξέραμε, εφευρέθηκε αργότερα το 1957 νομίζω). Το κρασί πάντα μου το προμήθευε ο Γιώργος Νικολαϊδης.
Μέλη της ορχήστρας ήταν και ο γαμπρός τους απ’ αδελφή Μιχάλης Μαντζιώρας, ο Πάνος ο Πριτσίνης ο «Μαρόκος», κάποιες φορές ο Σκριβάνος που έπαιζε χαβάγια. Τις Κυριακές έρχονταν οι φίρμες και τότε γίνονταν σκοτωμός στο μαγαζί από τους Γιαννιώτες για να κλείσουν τραπέζι. Ο Πρόδρομος Τσαουσάκης έπαιρνε 120 δραχμές τη βραδυά, το πρώτο του μπουζούκι 60 δραχμές, φαγητό και ύπνος δικά μου.

Δυο είναι οι βασιλιάδες του ελληνικού πενταγράμμου κατά τον Πάνο Τσίτο, ο Καζαντζίδης και ο Διονυσίου.
Το Στέλιο Καζαντζίδη τον γνώρισε το 1952 στις Στρατιωτικές φυλακές, που βρίσκονταν στα Μποστάνια στην Καλούτσιανη. Εξηγεί: «Είχε έρθει ο Στέλιος «φιλοξενούμενος» στο ΣΦΙ ως αριστερός. Άκουγε τη μουσική που ερχόταν από το μαγαζί μου και λέει στο λοχία: «Βρε λόχα πού ακούγονται τούτα τα νταραβέρια;». Το και το, του απαντά ο λοχίας. Ήρθε ένα βράδυ και μου είπε: «Έχουμε έναν κρατούμενο τραγουδιστή το Στέλιο Καζαντζίδη, έλα αύριο που θέλει να σε γνωρίσει. Πράγματι πήγα και η γνωριμία μου με το Στέλιο σφραγίστηκε με τούτες τις λέξεις: Μπράβο μάγκα, ένα παιδαρέλι νάχεις τέτοιο μαγαζί». Μου ζήτησε μια κουβέρτα κι ένα σεντόνι. Πήγα στο Ντέτσικα κι αγόρασα δυο κουβέρτες, δυο σεντόνια και δυο μαξιλάρια, που τα πήρα από το απέναντι μαγαζί. Του πήγα και μια καράφα ούζο, μια οκά ήταν. Εκείνος τότε δεν ήταν γνωστός, είχε βγάλει μερικά τραγούδια όπως «πάμε για τρέλες», «τ’ αγκάθι» και «οι βαλίτσες», που έγινε σουξέ. Το τραγουδά:
«Δεν το περίμενα ποτέ να φύγεις, να μ’ αφήσεις, να πάρεις τις βαλίτσες σου να πας αλλού να ζήσεις. Κι αν μετανιώσεις μη φοβηθείς κοντά μου να γυρίσεις».
Συνεχίζει, ενώ σκουπίζει τα δάκρυα: «Τριάντα επτά μέρες έμεινε ο Στέλιος στο ΣΦΙ. Την 38η που πήγα, δεν τον βρήκα. Έπαιρνε το δρόμο για τη Μακρόνησο».

Η επόμενη συνάντηση με τον Καζαντζίδη έγινε στο μπαρ του Μάριου στην Αθήνα με πολύ συγκίνηση και μεγάλη ουζοποσία. Το ούζο «μπαλαρίνα» ήταν της μόδας τότε και τα 69 καραφάκια πενηντάρια πήραν φωτιά. Εκείνο το βράδυ ο Τσίτος μαζί με τους Καζαντζίδη, Τσιτσάνη, Καίτη Γκρέυ, Σεβά Χανούμ, το συμπατριώτη Μπάμπη Μπακάλη άκουσαν από τα χείλη του Στέλιου: «Μάγκες έβγαλε η Αθήνα βρε; Να ο καλύτερος μάγκας. Αυτό το παιδί από τα Γιάννενα είναι ο πραγματικός μάγκας, εσείς είστε όλοι τσάμπα μάγκες». «Απ’ έξω από το μπαρ στρωμένος κατάχαμα ο Μάρκος Βαμβακάρης πωλούσε 5 δισκάκια αντί πινακίου φακής. Του δίνω δυο χιλιάρικα και τα πήρα, εδώ τα έχω...». Ο Παναγιώτης Τσίτος στα 75 του ζει με σπουδαίες θύμησες. Το γοητευτικό παλικάρι του 1950, ο γλυκός ενήλικας του 2006 γυρίζει σήμερα δεκαετίες πίσω στα παλιά Γιάννενα. Στο ρυζόγαλο του μαγαζιού της κεντρικής πλατείας, που τον χόρτασε όταν έφυγε από το πατρικό του σπίτι, στο παγωτό χωνάκι που πουλούσαν τα καροτσάκια με τις ρόδες, στα κάρα και στα αμάξια, που γυρόφερναν στα σοκάκια της αγαπημένης πόλης, στους γλεντζέδες Γιαννιώτες που συνωστίζονταν στα μαγαζιά του.
Ο μάγκας, με όλη τη σημασία της λέξης, που έγινε άθελά του μέρος της ιστορίας της πόλης, χωρίς ούτε καν να το φανταστεί, υποκλίνεται μπροστά στις εικόνες του.
ΠΗΓΗ "Ηπειρωτικός Αγών"
Αρθρογράφος : ΛΟΥΚΙΑ ΤΖΑΛΛΑ