Όπως κάθε αρχή Φθινοπώρου η Μάγδα είχε πάει στη νεροτριβή για να πλύνει το καλό της φουστάνι, αυτό που φόραγε στο πανηγύρι του χωριού τα τελευταία χρόνια. Αρχές Οκτώβρη πλανόδιοι πωλητές, ζωέμποροι, γυρολόγοι, τσαρλατάνοι, μάγοι και χαρτορίχτρες γινόντουσαν ένας πολύχρωμος αχταρμάς δίνοντας μια απίστευτη ζωντάνια στο κατά τα’ άλλα μουντό και ήσυχο χωριό. Η φύση βέβαια γύρω ήταν υπέροχη, το ποτάμι που περνούσε έδινε ζωή και σε ανθρώπους και σε ζώα και σε φυτά…
Για το Λογοτεχνικό Σάββατο της φίλης Verónica Marsá |
Η Μάγδα φορούσε το μεγάλο ψάθινο καπέλο της μια κι ο ήλιος αν και φθινοπωρινός ακόμη έκαιγε αρκετά, κι ένα δροσερό σχετικά φόρεμα της εποχής, αλλά πάραυτα ίδρωνε με την προσπάθεια να κάνει κατάλευκο το φόρεμα που θα φορούσε στο πανηγύρι. Στα εικοσιπέντε έπρεπε πλέον να βρει το ταίρι της, ήταν ήδη μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής. Ξαφνικά δίπλα της αισθάνθηκε μια παρουσία, γύρισε βάζοντας το χέρι στο μέτωπο για να μην την τυφλώνει ο ήλιος κι αντίκρισε μια οπτασία... μια γυναίκα αιθέρια, στα κατάλευκα, δεν ήταν σίγουρη ότι ο κόντρα ήλιος σχεδόν την εξαΰλωνε ή ήταν όντως έτσι, πάντως το χαμόγελο που έβλεπε την έκανε να αισθάνεται σιγουριά.
- Είσαι η Μάγδα; ρώτησε η άγνωστη,
- Μάλιστα, σας ξέρω;
- Όχι, αλλά σε ξέρω εγώ, είπε και απλώνοντας το χέρι της έπιασε το δικό της, μην κουράζεσαι, σου έχω έτοιμο το καλύτερο φόρεμα για το πανηγύρι της άλλη βδομάδας, νομίζω ότι με αυτό δεν θα σου αντισταθεί κανείς... και της πέρασε στο ελεύθερο χέρι ένα κατάλευκο φόρεμα με πέρλες και κεντίδια που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί...
- Μα δεν μπορώ να το δεχτώ, είπε η Μάγδα, είναι όντως ότι ομορφότερο έχω δει σε φόρεμα, αλλά δεν μπορώ...
- Μάγδα και θα το δεχτείς και θα εντυπωσιάσεις και αφού πετύχεις το στόχο σου, θα σου ζητήσω κάτι για αντάλλαγμα, είμαστε σύμφωνες;
- Το αντάλλαγμα ποιο θα είναι όμως;
- Μη βιάζεσαι και μη φοβάσαι, για σένα δεν θα είναι κάτι σπουδαίο, το έχεις ήδη και δεν το εκτιμάς όπως πρέπει, για μένα όμως είναι ότι σημαντικότερο μπορώ να ζητήσω.
Χωρίς να αφήσει κανένα περιθώριο αντίδρασης στη Μάγδα, έκανε μεταβολή κι άρχισε να απομακρύνεται με ανάλαφρο βηματισμό.
Η Μάγδα μην προλαβαίνοντας να αντιδράσει το μόνο που κατάφερε να φωνάξει ήταν: πως σε λένε, που θα με βρεις ξανά;
Η γυναίκα της απάντησε από αρκετή απόσταση μακρύτερα πλέον: Μαρία να με λες και μην ανησυχείς, θα σε βρω όταν πρέπει... ενώ στη Μάγδα φάνηκε ότι την άκουγε να της ψιθυρίζει δίπλα της...
Πήρε το μισοπλυμένο δικό της φόρεμα, το έβαλε στο κοφίνι, ενώ έριξε στον ώμο της το νέο κι αστραφτερό φόρεμα της ξένης...
Την επόμενη εβδομάδα ο κεντρικός δρόμος του χωριού ήταν γεμάτος κι από τις δύο πλευρές με πάγκους που είχαν όλα τα καλούδια, τα ζώα περίμεναν στοιβαγμένα να διαλεχτούν από τους κτηνοτρόφους, κάποιοι έψηναν σε αυτοσχέδιες ψησταριές, ήχοι, μυρωδιές, φώτα, φωνές όλα μαζί δημιουργούσαν μια Διονυσιακή ατμόσφαιρα θαρρείς, τόσο που κάποια μικρά παιδιά είχαν βάλει τα κλάματα...
Ξαφνικά στην αρχή του δρόμου του πανηγυριού άρχισε να επικρατεί βουβαμάρα, οι άντρες πωλητές είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό, οι γυναίκες είχαν βάλει το χέρι στο στόμα τους για να μην τους φύγει κάποια άναρθρη κραυγή, ακόμη και τα παιδιά και τα ζωντανά είχαν ησυχάσει στη θέα που αντίκριζαν: η Μάγδα με το φωτεινότερο κι ομορφότερο φόρεμα που είχε δει ποτέ κανείς, τα μαλλιά πλεγμένα ψηλά αφήνοντας να φανεί ο υπέροχος λαιμός της, χωρίς κανένα κόσμημα και ξυπόλητη...
Το κύμα της βουβαμάρας εξαπλωνόταν καθώς διέσχισε τους πάγκους κι όλοι είχαν την ίδια αντίδραση, κανένα βλέμμα δεν μπορούσε να της αντισταθεί, ενώ πίσω της άρχιζε σταδιακά να απλώνεται ένα νέο κύμα, αυτή τη φορά ψίθυροι, επιφωνήματα πνιχτά και κάποια σφυρίγματα θαυμασμού...
Η μόνη που κατάφερε να της μιλήσει ήταν μια τυφλή γριά μάγισσα, έλα κόρη μου να σου πω τη μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου, κι η Μάγδα χαμογελαστή που επιτέλους κάποιος της μιλούσε (ακόμη κι οι συγχωριανοί της ούτε καλησπέρα δεν μπορούσαν να πουν) πήγε προς τον πάγκο της, έλα κάθισε εδώ δίπλα στο σκαμνί και δώσε μου το χέρι σου...
η Μάγδα και κάθισε και της έδωσε το χέρι, δεν μπόρεσε να μην πει όμως: μα αφού είσαι τυφλή γιαγιά, πως θα διαβάσεις το χέρι μου;
- Με τα μάτια της ψυχής κόρη μου, βλέπουν πολύ περισσότερο από τα δικά σου όμορφα μάτια, πίστεψέ με... μα τι "βλέπω", είσαι μια απίστευτα όμορφη κοπέλα, φοράς το ωραιότερο φόρεμα του κόσμου, άλλοι σε θαυμάζουν κι άλλοι σε φθονούν έτσι που σε βλέπουν σήμερα, αλλά μήπως είναι βαρύ το τίμημα που δίνεις για αυτή την εμφάνιση και για να πετύχεις το στόχο σου;
- Καλή μου γιαγιά ούτε που ξέρω τι θα μου ζητηθεί και πότε, μια γυναίκα μου το...
- Σώπασε, δεν θέλω να ξέρω, θα σου πω μόνο τι "βλέπω": ο όμορφος γιός του προύχοντα του χωριού απόψε θα σου κάνει πρόταση γάμου με ένα δαχτυλίδι που όμοιό του δεν έχεις ξαναδεί, θα παντρευτείτε σε ένα μήνα, θα γεννήσεις το πρώτο σου παιδί τέλος καλοκαιριού και στο επόμενο πανηγύρι του χωριού... άσε θα σου πω τότε όταν ξαναέρθεις με το καλό...
Ένα χρόνο μετά στο πανηγύρι του χωριού η Μάγδα σέρνοντας το καρότσι με το κοριτσάκι της κι έχοντας από δίπλα τον άντρα της περήφανο για την οικογένεια προκάλεσε και πάλι σχόλια θαυμασμού, έδειχνε ακόμη ομορφότερη με το ίδιο κατάλευκο φόρεμα, αυτή τη φορά διακριτικά αλλά σίγουρα ακριβά κοσμήματα σε χέρια και λαιμό και το ίδιο προσεγμένα παπούτσια, ενώ ένα ανάλαφρο βέλο που έπεφτε από το καπέλο που φορούσε έκρυβε το βλέμμα της. Όλοι την χαιρετούσαν με χαμόγελο, ώσπου έφτασε μπροστά στην τυφλή μάγισσα και την άκουσε να της λέει:
- Τα κατάφερες Μάγδα μου, πήρες αυτό που ήθελες τελικά, την κόρη σου πως θα την ονομάσεις;
- Μαρία βέβαια, τι άλλο; την έχω τάξει...
Υ.Γ.: Αυτό το Σ/Κ θα είμαι εκτός οπότε δεν θα έχουμε Ραδιοτυπίες, ελπίζω όλοι να περάσετε καλά με αυτούς που αγαπάτε.
- Είσαι η Μάγδα; ρώτησε η άγνωστη,
- Μάλιστα, σας ξέρω;
- Όχι, αλλά σε ξέρω εγώ, είπε και απλώνοντας το χέρι της έπιασε το δικό της, μην κουράζεσαι, σου έχω έτοιμο το καλύτερο φόρεμα για το πανηγύρι της άλλη βδομάδας, νομίζω ότι με αυτό δεν θα σου αντισταθεί κανείς... και της πέρασε στο ελεύθερο χέρι ένα κατάλευκο φόρεμα με πέρλες και κεντίδια που όμοιό του δεν είχε ξαναδεί...
- Μα δεν μπορώ να το δεχτώ, είπε η Μάγδα, είναι όντως ότι ομορφότερο έχω δει σε φόρεμα, αλλά δεν μπορώ...
- Μάγδα και θα το δεχτείς και θα εντυπωσιάσεις και αφού πετύχεις το στόχο σου, θα σου ζητήσω κάτι για αντάλλαγμα, είμαστε σύμφωνες;
- Το αντάλλαγμα ποιο θα είναι όμως;
- Μη βιάζεσαι και μη φοβάσαι, για σένα δεν θα είναι κάτι σπουδαίο, το έχεις ήδη και δεν το εκτιμάς όπως πρέπει, για μένα όμως είναι ότι σημαντικότερο μπορώ να ζητήσω.
Χωρίς να αφήσει κανένα περιθώριο αντίδρασης στη Μάγδα, έκανε μεταβολή κι άρχισε να απομακρύνεται με ανάλαφρο βηματισμό.
Η Μάγδα μην προλαβαίνοντας να αντιδράσει το μόνο που κατάφερε να φωνάξει ήταν: πως σε λένε, που θα με βρεις ξανά;
Η γυναίκα της απάντησε από αρκετή απόσταση μακρύτερα πλέον: Μαρία να με λες και μην ανησυχείς, θα σε βρω όταν πρέπει... ενώ στη Μάγδα φάνηκε ότι την άκουγε να της ψιθυρίζει δίπλα της...
Πήρε το μισοπλυμένο δικό της φόρεμα, το έβαλε στο κοφίνι, ενώ έριξε στον ώμο της το νέο κι αστραφτερό φόρεμα της ξένης...
Την επόμενη εβδομάδα ο κεντρικός δρόμος του χωριού ήταν γεμάτος κι από τις δύο πλευρές με πάγκους που είχαν όλα τα καλούδια, τα ζώα περίμεναν στοιβαγμένα να διαλεχτούν από τους κτηνοτρόφους, κάποιοι έψηναν σε αυτοσχέδιες ψησταριές, ήχοι, μυρωδιές, φώτα, φωνές όλα μαζί δημιουργούσαν μια Διονυσιακή ατμόσφαιρα θαρρείς, τόσο που κάποια μικρά παιδιά είχαν βάλει τα κλάματα...
Ξαφνικά στην αρχή του δρόμου του πανηγυριού άρχισε να επικρατεί βουβαμάρα, οι άντρες πωλητές είχαν μείνει με το στόμα ανοιχτό, οι γυναίκες είχαν βάλει το χέρι στο στόμα τους για να μην τους φύγει κάποια άναρθρη κραυγή, ακόμη και τα παιδιά και τα ζωντανά είχαν ησυχάσει στη θέα που αντίκριζαν: η Μάγδα με το φωτεινότερο κι ομορφότερο φόρεμα που είχε δει ποτέ κανείς, τα μαλλιά πλεγμένα ψηλά αφήνοντας να φανεί ο υπέροχος λαιμός της, χωρίς κανένα κόσμημα και ξυπόλητη...
Το κύμα της βουβαμάρας εξαπλωνόταν καθώς διέσχισε τους πάγκους κι όλοι είχαν την ίδια αντίδραση, κανένα βλέμμα δεν μπορούσε να της αντισταθεί, ενώ πίσω της άρχιζε σταδιακά να απλώνεται ένα νέο κύμα, αυτή τη φορά ψίθυροι, επιφωνήματα πνιχτά και κάποια σφυρίγματα θαυμασμού...
Η μόνη που κατάφερε να της μιλήσει ήταν μια τυφλή γριά μάγισσα, έλα κόρη μου να σου πω τη μοίρα σου, να σου πω το ριζικό σου, κι η Μάγδα χαμογελαστή που επιτέλους κάποιος της μιλούσε (ακόμη κι οι συγχωριανοί της ούτε καλησπέρα δεν μπορούσαν να πουν) πήγε προς τον πάγκο της, έλα κάθισε εδώ δίπλα στο σκαμνί και δώσε μου το χέρι σου...
η Μάγδα και κάθισε και της έδωσε το χέρι, δεν μπόρεσε να μην πει όμως: μα αφού είσαι τυφλή γιαγιά, πως θα διαβάσεις το χέρι μου;
- Με τα μάτια της ψυχής κόρη μου, βλέπουν πολύ περισσότερο από τα δικά σου όμορφα μάτια, πίστεψέ με... μα τι "βλέπω", είσαι μια απίστευτα όμορφη κοπέλα, φοράς το ωραιότερο φόρεμα του κόσμου, άλλοι σε θαυμάζουν κι άλλοι σε φθονούν έτσι που σε βλέπουν σήμερα, αλλά μήπως είναι βαρύ το τίμημα που δίνεις για αυτή την εμφάνιση και για να πετύχεις το στόχο σου;
- Καλή μου γιαγιά ούτε που ξέρω τι θα μου ζητηθεί και πότε, μια γυναίκα μου το...
- Σώπασε, δεν θέλω να ξέρω, θα σου πω μόνο τι "βλέπω": ο όμορφος γιός του προύχοντα του χωριού απόψε θα σου κάνει πρόταση γάμου με ένα δαχτυλίδι που όμοιό του δεν έχεις ξαναδεί, θα παντρευτείτε σε ένα μήνα, θα γεννήσεις το πρώτο σου παιδί τέλος καλοκαιριού και στο επόμενο πανηγύρι του χωριού... άσε θα σου πω τότε όταν ξαναέρθεις με το καλό...
Ένα χρόνο μετά στο πανηγύρι του χωριού η Μάγδα σέρνοντας το καρότσι με το κοριτσάκι της κι έχοντας από δίπλα τον άντρα της περήφανο για την οικογένεια προκάλεσε και πάλι σχόλια θαυμασμού, έδειχνε ακόμη ομορφότερη με το ίδιο κατάλευκο φόρεμα, αυτή τη φορά διακριτικά αλλά σίγουρα ακριβά κοσμήματα σε χέρια και λαιμό και το ίδιο προσεγμένα παπούτσια, ενώ ένα ανάλαφρο βέλο που έπεφτε από το καπέλο που φορούσε έκρυβε το βλέμμα της. Όλοι την χαιρετούσαν με χαμόγελο, ώσπου έφτασε μπροστά στην τυφλή μάγισσα και την άκουσε να της λέει:
- Τα κατάφερες Μάγδα μου, πήρες αυτό που ήθελες τελικά, την κόρη σου πως θα την ονομάσεις;
- Μαρία βέβαια, τι άλλο; την έχω τάξει...
Υ.Γ.: Αυτό το Σ/Κ θα είμαι εκτός οπότε δεν θα έχουμε Ραδιοτυπίες, ελπίζω όλοι να περάσετε καλά με αυτούς που αγαπάτε.