... κι ουχί γκαντέμης είναι το έτερο τέκνο της οικογένειας (εκτός της Tamar), που ζει εδώ κι έξι περίπου χρόνια με τους δικούς μου στο χωριό. Όμορφος, καθαρός, μελωδικός (όχι τώρα, όταν ζεσταίνει ο καιρός) την περνάει ζάχαρη. Ξεκίνησε το μακρύ του ταξίδι από μια μεγάλη κλούβα με πολλούς συγγενείς στο Ευβοιώτικο χωρίον που όλοι γνωρίζετε κι αφού πέρασε 2 γέφυρες (όσοι μιλούν για τρελά νερά γνωρίζουν) κατέληξε εδώ που βρίσκομαι κι εγώ τώρα.Δεύτερη στη σειρά Παρασκευή εκτός εργασίας (off ελληνιστί) κι εκτός των τειχών, στο τέλος θα μου γίνει συνήθεια. Ας επανέλθω όμως στο Ντέμη: το όνομά του προφανές, κίτρινος από κίτρινο σόι (αεκτζής ο κολλητός που μου τον έδωσε), εγώ γεννημένος και μεγαλωμένος στη Ν.Φιλαδέλφεια, ο αδελφός κι η μάνα μου Αεκτζήδες, δεν είχε τύχη για κάτι άλλο σαν όνομα (θυμηθείτε πριν έξι χρόνια βέβαια - τώρα μπορεί και να τον έλεγαν Ντούσαν). Βέβαια ο πατέρας επιμένει πράσινος κι ο Ντέμης για να του κάνει το κέφι όταν τρώει μαρούλι πρασινίζει τη μύτη κι όχι μόνο μεταμορφωμένος σε βέρο Βραζιλιάνο (εδώ όλοι συμφωνούμε).
Όπως ο Ντέμης έτσι κι εγώ όταν βρίσκομαι με τους δικούς μου νιώθω μια γλυκιά ασφάλεια που όσο μεγαλώνω και μεγαλώνουν γίνεται όλο και περισσότερο φυσική και καθόλου επιτηδευμένη και δήθεν. Όσο και να διαφωνούμε για κάποια πράγματα το δέσιμο είναι τόσο ισχυρό που τίποτα και κανείς δεν μπορεί να το διασπάσει.
Όσο για το μέρος... οι μνήμες, οι αισθήσεις κι οι παρουσίες τόσων βιωμάτων εδώ και τριάντα κάτι χρόνια μόνο καλό μπορούν να μου κάνουν. Μπορεί να μην υπάρχει πια η αμυγδαλιά που είχα φυτέψει από ένα μυγδαλάκι πριν 35 χρόνια ή η μουριά που στον ίσκιο της καθόταν η γιαγιά και μου' λεγε ιστορίες από παλιά, αλλά η άυλη παρουσία τους κι η εντύπωσή τους στο υποσυνείδητό μου με κάνουν να χαμογελώ και να αναπολώ. Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν σύμφωνα με το στιχουργό, κι είναι αυτή η αναπαραγωγή από το μυαλό τόσων ευχάριστων αναμνήσεων που με κάνουν να ηρεμώ, να σκέφτομαι, να ξαναβρίσκομαι στην ασφάλεια της μητ(έ)ρας.
Ο Ντέμης σιγοκελαϊδά δηλώνοντας το σούρουπο που πέφτει κι αρχίζει να κουρνιάζει κάτω από τη ζεστασιά των φτερών του.
Πόσο τυχερός είναι, πόσο τυχερός είμαι...
Όπως ο Ντέμης έτσι κι εγώ όταν βρίσκομαι με τους δικούς μου νιώθω μια γλυκιά ασφάλεια που όσο μεγαλώνω και μεγαλώνουν γίνεται όλο και περισσότερο φυσική και καθόλου επιτηδευμένη και δήθεν. Όσο και να διαφωνούμε για κάποια πράγματα το δέσιμο είναι τόσο ισχυρό που τίποτα και κανείς δεν μπορεί να το διασπάσει.
Όσο για το μέρος... οι μνήμες, οι αισθήσεις κι οι παρουσίες τόσων βιωμάτων εδώ και τριάντα κάτι χρόνια μόνο καλό μπορούν να μου κάνουν. Μπορεί να μην υπάρχει πια η αμυγδαλιά που είχα φυτέψει από ένα μυγδαλάκι πριν 35 χρόνια ή η μουριά που στον ίσκιο της καθόταν η γιαγιά και μου' λεγε ιστορίες από παλιά, αλλά η άυλη παρουσία τους κι η εντύπωσή τους στο υποσυνείδητό μου με κάνουν να χαμογελώ και να αναπολώ. Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν σύμφωνα με το στιχουργό, κι είναι αυτή η αναπαραγωγή από το μυαλό τόσων ευχάριστων αναμνήσεων που με κάνουν να ηρεμώ, να σκέφτομαι, να ξαναβρίσκομαι στην ασφάλεια της μητ(έ)ρας.
Ο Ντέμης σιγοκελαϊδά δηλώνοντας το σούρουπο που πέφτει κι αρχίζει να κουρνιάζει κάτω από τη ζεστασιά των φτερών του.
Πόσο τυχερός είναι, πόσο τυχερός είμαι...