Τα τελευταία χρόνια αναφερόμαστε ολοένα και συχνό-τερα σε έναν «κοινωνικά υπεύθυνο σχεδιασμό», ο οποί-ος καλείται να διορθώσει την άλλοτε δημοφιλή αντίληψη ότι το design αφορά αποκλειστικά προϊόντα της αγοράς. Παράλλη-λα, κάποιες...
moreΤα τελευταία χρόνια αναφερόμαστε ολοένα και συχνό-τερα σε έναν «κοινωνικά υπεύθυνο σχεδιασμό», ο οποί-ος καλείται να διορθώσει την άλλοτε δημοφιλή αντίληψη ότι το design αφορά αποκλειστικά προϊόντα της αγοράς. Παράλλη-λα, κάποιες πρόσφατες «μετατοπίσεις» στη γλυπτική και στη σύγχρονη τέχνη ανανεώνουν το ενδιαφέρον της σχέσης μας με το design, τοποθετώντας το στο επίκεντρο της καθημερινότη-τας. Ακόμη και ως παρωδία από την πλευρά της εικαστικής πα-ραγωγής, ένας σχεδιασμός για το «δημόσιο καλό» μας προτρέ-πει να διαπιστώσουμε μιαν αλλαγή πλεύσης: την αντικατά-σταση του ασφυκτικά υψηλού σχεδιασμού με προτάσεις χρή-σιμες σε ένα κοινό που τον έχει ανάγκη. Αν, όμως, στην κυριο-λεκτική σημασία του «υπεύθυνου σχεδιασμού» αναγνωρίσου-με πως αυτός καλύπτει τις σχέσεις εμπιστοσύνης που ανα-πτύσσονται ανάμεσα σε μια επιχείρηση και στους πελάτες της, η επιτυχημένη εφαρμογή του σε προκαθορισμένες μη ευνο-ούμενες ομάδες μοιάζει ανεδαφική. O κοινωνικά υπεύθυνος σχεδιασμός αποτυγχάνει πολλές φορές στους στόχους του. Τούτο διότι το κοινό στο οποίο α-πευθύνεται δεν είναι αυτό που ενδιαφέρεται ενώ το κοινό που ενδιαφέρεται δεν είναι αυτό που θα επιθυμούσε. Οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι για πολλούς ριζοσπάστες σχεδιαστές το κοινό δεν υπήρξε εκείνο που οι ίδιοι αρχικά είχαν οραματι-στεί, γεγονός που δεν αποκλείει καθόλου την περίπτωση το ί-διο το αντικείμενο να πετύχει στην αγορά i. Ωστόσο, είναι σημαντικό να αντιληφθούμε ότι στο μοντέλο της αγοράς οικονομίας διαμοιρασμού κάθε σχεδιασμός, όσο αυστηρός και σαφής κι αν είναι ως προς τις ανάγκες που κα-λύπτει, μπορεί να διατεθεί σαν ένας ανοικτός κώδικας και να προσαρμοστεί σε αμεσότερες απαιτήσεις. Στη γλώσσα της πλη-ροφορικής θα μιλούσαμε για λογισμικό ανοικτού κώδικα (open source software) που αφορά στους όρους της ελεύθερης διακί-νησης (free access) και της επαναχρησιμοποίησης (redistribution) ii. Ο ανοικτός κώδικας στο design μας βοηθάει να διαπιστώ-σουμε ένα άλλο «είδος» υπεύθυνου σχεδιασμού, ο οποίος α-κόμη κι αν δεν φέρει το πρόσημο του κοινωνικά «ευαίσθητου», γίνεται αντιληπτός σε χιλιάδες μικροσχεδιαστές της διπλανής πόρτας και αφορά αυθόρμητες λύσεις που υπαγορεύονται από την ίδια την πραγματικότητα. Σε μια μεταφορντική κοινωνία, που η εμπειρία της λιτότητας οδηγεί σε αντικαταναλωτικές συ-μπεριφορές και DIY πρακτικές, η σύγχρονη γλυπτική παρα-γωγή μοιάζει σε μεγάλο βαθμό με τον παραμορφωτικό καθρέ-φτη αυτού του σχεδιασμού της αναγκαιότητας και των άμε-σων ευρέσεων iii. Σε αυτό το πλαίσιο, η επένδυση στην επινόηση ενός πρωτό-τυπου σχεδιασμού έχει ίσως μικρότερη αξία από την άμεση ε-πίλυση ενός προβλήματος με δάνεια από τις υπάρχουσες φόρ-μες και δομές. Πρακτικά αναφέρομαι στα καθημερινά προ-βλήματα που ένας πολίτης καλείται να λύσει και, ταυτόχρονα, σε εκείνα που στις εικαστικές τέχνες αντιστοιχούν σε ζητήμα-τα κατασκευής και συσχέτισης των υλικών. Επειδή σπάνια στην πορεία κάποιου εικαστικού είναι διαθέσιμο ένα εργα-στήριο με κατάλληλους τεχνικούς, παρατηρούμε συχνά μια συ-νειδητή εκ μέρους του κατάχρηση του «ανοικτού κώδικα», τον οποίο χρησιμοποιεί και αλλάζει ανάλογα με τις ανάγκες του. Οι διαφοροποιήσεις που προκύπτουν κατά τη διαδικασία παραγωγής ενός έργου δεν εστιάζονται αποκλειστικά στη φόρ-μα αλλά και στη μετατόπιση των εννοιών που προκύπτει όταν κάθε καινούργιο έργο βασίζεται δομικά σε κάποιο παλαιότερο. Αυτή η πρακτική δείχνει εν μέρει διαφορετική από τη χειρονομία της επανάληψης γύρω από ένα θέμα, αυτό που θα ονομάζαμε «etude» στη ζωγραφική παράδοση, γιατί συνήθως αποκλείει τη συνταύτιση με κάποια κεντρική ιδέα. Σε αυτό το σημείο έχει ενδιαφέρον να θυμηθούμε τη δημο-φιλή περιοδική έκδοση Τhe Whole Earth Catalog του Steward Brand που ξεκίνησε το '68 και συνεχίστηκε μέχρι το 1998 και το οποίο σύμφωνα με τον Steve Jobs αντικαθιστούσε τη μη-χανή αναζήτησης google. Αυτός ο κατάλογος με τη λογική των ενημερωτικών «εργαλείων» συμπεριλάμβανε, ανάμεσα σε άλ-λα, προτάσεις για επίπλωση, αρχιτεκτονική κήπων μέχρι και το σχεδιασμό σπιτιών και αφορούσε το lifestyle μιας νέας γενιάς που πρόσμενε τη χειραφέτηση από τον κυρίαρχο πρότυπο σχε-διασμό και του δικτύου αγοράς του iv. Σήμερα ο καθένας μπορεί να τροποποιήσει την έτοιμη πλη-ροφορία του κώδικα, ακόμη και αν αυτή βασίζεται σε ένα ανα-γνωρίσιμο σχέδιο που φέρει την επωνυμία μιας πασίγνωστης εταιρίας και να μην περιοριστεί σ' εναλλακτικές σχεδιαστικές προτάσεις. Την ίδια στιγμή, η τάση κάποιων σχεδιαστών να διαφορο-ποιούν το ρόλο τους από εκείνον του εικαστικού έχει περιορι-στεί. Αρκετοί κατασκευαστές σήμερα αυτοπροσδιορίζονται ως εννοιολογικοί designers. Αλήθεια, πόσους από τους τυπικούς εκπροσώπους του αμερικανικού μινιμαλισμού, όπως ο Donald Judd, δεν θα αποκαλούσαμε σήμερα «εννοιολογικούς σχεδια-στές»; Αυτό που αξίζει να επισημανθεί αναφορικά με το σχεδιασμό «ανοικτού κώδικα» είναι ότι παρέχει έναν τρόπο παρατήρη-σης και ανάλυσης των δυνατοτήτων επίλυσης προβλημάτων σχετικών με την τεχνική και το φυσικό περιβάλλον. O ακτιβιστής του σχεδιασμού John Emerson υπερασπίζεται σε μια συνέ-ντευξή του την ανάγκη εκπαίδευσης πάνω στο αντικείμενο, καθώς «βοηθά τους ανθρώπους να συνειδητοποιήσουν ότι μπορούν να αλλάξουν ό, τι τους παρέχεται και να έχουν τη δύ-ναμη να διαμορφώσουν τα πράγματα και να αναγνωρίσουν τα πρότυπα και τα συστήματα πίσω από τις εικόνες, τα αντικείμενα και τους χώρους στη ζωή τους», βοηθώντας τους έτσι και στο «να συμμετέχουν ενεργά στις αποφάσεις που τους αφορούν» v. Σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς, όχι μόνο λόγω της υ-περφόρτωσης πληροφοριών αλλά επίσης από το γεγονός ότι η κοινωνία γίνεται όλο και πιο περίπλοκη, ο ακτιβισμός στο σχε-διασμό γίνεται μοιραία μια εφήμερη πράξη δίνοντας λύσεις στο παρόν. Αν το ερώτημα για την ηθική της επανάχρησης ενός αυστη-ρά οριοθετημένου σχεδιασμού τεθεί σε μακροπρόθεσμη κλί-μακα, θα διαπιστώσουμε πόσο ανέφικτη είναι οποιαδήποτε φιλοδοξία αποκλειστικότητας. Θα μιλούσαμε ακριβέστερα για μιαν εφήμερη «προσαρμογή», η οποία αν και θα συνέχιζε να α-νταποκρίνεται στις επείγουσες και άμεσες ανάγκες, δεν θα μο-νοπωλούσε τις λύσεις των προβλημάτων ενώ ενδεχομένως θα ήταν καταδικασμένη να αντικατασταθεί εν καιρώ από μια άλ-λη πληρέστερη ή διαφορετική εφαρμογή. Κάθε ερμηνεία ακολουθώντας το πνεύμα της εποχής της εί-ναι θεμιτό να τροποποιεί τα χαρακτηριστικά ενός έτοιμου σχε-διασμού και να του δίνει «λόγο» και ύπαρξη στο πλαίσιο που ε-πιθυμεί να το ορίσει. Όμως, κατά πόσο ένας σχεδιασμός του επείγοντος στη τέ-χνη όταν υιοθετεί στρατηγικές κοινωνικού σχεδιασμού μπορεί να έχει θετικό αποτέλεσμα χωρίς να υφίσταται αυτό στη πρά-ξη; Σήμερα, σε ένα πλαίσιο απόλυτου ανταγωνισμού, ακόμη και αν στη κλίμακα της μαζικής βιομηχανικής παραγωγής ε-πιβάλλονται κάποια χαρακτηριστικά δημοφιλή προϊόντα του σχεδιασμού, δεν είναι εύκολο κανένας «super» σχεδιασμός προϊόντος να επιβιώσει στις πολλές και διαφορετικές απαιτή-σεις που προκύπτουν στο χρόνο, καθότι μέσα στη λογική της ανανέωσης της οικονομίας βρίσκεται η ανάγκη για τόνωση της αγοράς με προϊόντα που αλλάζουν διαρκώς. Και αυτό είναι μάλλον ευτυχές, όσο και αν φαίνεται ενεργειακά σπάταλο και αντιπεριβαντολλογικό. Αν και για τους σχεδιαστές προϊόντων οποιοδήποτε λάθος εί-ναι απευκταίο πριν την τελική διανομή, στην πρακτική της τέ-χνης τα «ελαττωματικά» προϊόντα είναι επιθυμητά. Όταν επί-σης το σχεδιαστικό προϊόν δεν οφείλει να δοκιμαστεί στην α-γορά, αυτό το «σφάλμα» στην κατασκευή είναι αποδεκτό, δε-δομένου ότι απομακρύνεται με όρους πολιτικής από την κυ-ριαρχία ενός αποτελεσματικού «συνολικού σχεδιασμού». Θα καταχωρούσα στο «ολικό design» ένα χαρακτηριστικό καθημερινό αντικείμενο που όχι μόνο λύνει ένα πρόβλημα σχε-διασμού, αλλά η χρησιμότητά του είναι αναπόφευκτη ως απο-τέλεσμα της επιβολής της πολιτικής μιας κυβέρνησης ή του ε-πιθετικού marketing μιας πολυεθνικής εταιρείας. Πράγματι, ο σχεδιασμός με τα κριτήρια του νεολουδιτισμού (Neo-Luddism) θα μπορούσε να αποτελέσει το ιδανικό εργαλείο ενός αυταρχικού κράτους για την οριστική εξάρτηση από την τε-χνολογία ή την επιβολή μιας μικρής ελίτ εταιρειών, τα διαθέσιμα προϊόντα των οποίων θα όριζαν μια στιλιστική μονοκαλλιέργεια. Συνεπώς, αυτό που ονομάζουμε απαξιωτικά «ελαττωματικό προϊόν» ανήκει σε έναν συνειδητό «ρομαντισμό της αποτυ-χίας», εφόσον διατηρεί μια συνθήκη αναβλητικότητας προς το υποσχόμενο μέλλον της τέλειας εφαρμογής. Τούτη η ένδειξη της αποτυχίας μας προφυλάσσει από την υλοποίηση μιας ουτοπίας που συντηρεί σε όλες τις ιδεολογικές της αφετηρίες μιαν ολοκληρωτική προοπτική, με την έννοια ενός σχεδιασμού που θα στόχευε να καλύψει τους πάντες και να ορίσει τί είναι απαραίτητο και μη αμφισβητήσιμο.