Πώς περνάνε τα χρόνια...
Περνάνε τα άτιμα και γερνάμε και γεροντοπαραξενεύουμε.
Κι άπαξ και είσαι γεροπαράξενος πάει τέλειωσε!
Το ένα σου ξυνίζει και το άλλο σου βρωμάει.
Τί κι αν όλοι σου λένε να θαυμάζεις το συναρπαστικότερο πρωτάθλημα της Ευρώπης.
Τί κι αν σου λένε να υποκλιθείς στην μαχητικότητα του Αστέρα Τρίπολης, το θεαματικό παιχνίδι του Αρη, το σωστό ποδόσφαιρο της Λάρισας.
Εσένα ο λογισμός σου τρέχει στα παλιά τα χρόνια, τότε που...δέναν τα σκυλιά με τα λουκάνικα, όπως λέει κι ένα παλιό τραγούδι.
Τότε που τα γήπεδα ήταν μισόξερα (ή μήπως μισοχλωρά; ), τα πλαστικά καθίσματα πολυτέλεια γιά λίγους VIP, τα «φοράκια» η κυριακάτικη λαχτάρα μας, η «Αθλητική Κυριακή» ασπρόμαυρη, ο λιόσπορος το...επίσημο σνακ των απανταχού φιλάθλων και τα «ραντεβού» στα Σπάτα και αλλού, φαινόμενα σχεδόν άγνωστα.
Στο καφενείο του Τζαννή στα Εξάρχεια την δεκαετία του ’70 μαζεύονταν μερικές απ τις πιό χαρακτηριστικές φιγούρες της εποχής.
Ο κύριος Ευάγγελος ο Χέλμης, ο άνθρωπος που όντας προπονητής του Ολυμπιακού έφερε πρώτος γιατρό στον πάγκο ελληνικής ομάδας, ο «πρόεδρος» - ένας σεβάσμιος παππούς πρόεδρος του Αστέρα Εξαρχείων με κάρτα υπ αριθμόν 1 στην Λέσχη του Ολυμπιακού, ο «στρατηγός» που πολέμησε στο Ελ Βασάν και ήταν σχεδόν ανάπηρος απ τα κρυοπαγήματα – αμετανόητος Παναθηναϊκός, ο θειός μου ο Τάκης αντιπρόεδρος του Αστέρα και μέλος της διοίκησης της ΑΕΚ, ο κύριος Κούγιας ο διαιτητής που όλοι τον σέβονταν ενώ ταυτόχρονα όλοι ήξεραν πως ήταν ΑΕΚτζής, ο Σαλεβουράκης με το ταξί του και πολλοί ακόμα που κάθε Κυριακή μαζεύονταν εκεί γιά να προετοιμάσουν την...απογευματινή λειτουργία.
Οι εφημερίδες άνοιγαν, (δηλαδή «Αθλητική» και «Φως», δεν υπήρχε καμιά άλλη αθλητική τότε) στα διαλείμματα των ταβλομαχιών με έπαθλο το ουζάκι με μεζέ και μιά μίνι σύσκεψη γινόταν.
- Απόλλωνας – Πανιώνιος το απόγευμα στην Ριζούπολη. Ματσάρα! Πάμε εκεί;
- Εχει και Ολυμπιακός – Ηρακλής στο Καραϊσκάκη, πού λέτε να πάμε;
- Πού παίζει η ΑΕΚ;
- Με τον Βύζαντα στα Μέγαρα και ο Παναθηναϊκός στο Αγρίνιο...
- Ε τότε πάμε Ριζούπολη, αποφαίνονταν όλοι με μιά φωνή.
- Κούγια πού σφυρίζεις το απόγευμα;
- Β’ Εθνική Προοδευτική – Παναρκαδικός.
- Α καλά, δεν θα ρθουμε να σε κράξουμε αυτή τη φορά. Τυχερός είσαι, τον πείραζε ο «πρόεδρος».
Αφού τελείωναν οι ταβλομαχίες και ο θείος μου κατατρόπωνε τον «πρόεδρο» ο οποίος εκτός απ τα ουζάκια πλήρωνε και το υποβρύχιο-βανίλια μου, η παρέα κατευθυνόταν στην ταβέρνα της κυρά Σοφιάς (σημερινός «Μπαρμπα Γιάννης»), συνέτρωγε και ετοιμαζόταν γιά το απογευματινό παιχνίδι.
- Τί είναι ο Πανιώνιος και ο Απόλλωνας θείε, ρωτούσα με όλη την απορία των επτά μου χρόνων.
- Καλές ομάδες, θα δούμε ωραίο παιχνίδι, χαμογελούσε ο θείος κάτω απ τα μουστάκια του. Οχι τόσο καλές σαν την ΑΕΚ βέβαια...
- Ούτε τον Παναθηναϊκό, ε, συμπλήρωνα εγώ.
- Καλά, καλά. Ούτε τον Παναθηναϊκό.
Στην πιάτσα των ταξί απέναντι απ το καφενείο περίμενε ο Σαλεβουράκης κι άλλοι δύο-τρεις που δεν θυμάμαι τα ονόματά τους.
Η παρέα επιβιβαζόταν με προορισμό το γήπεδο.
Ολοι μαζί Παναθηναϊκοί, Ολυμπιακοί, ΑΕΚτζήδες σε λίγη ώρα κάθονταν ο ένας δίπλα στον άλλον στα τσιμέντα της Ριζούπολης γιά να παρακολουθήσουν Απόλλωνας – Πανιώνιος.
Ο «πρόεδρος» είχε και το ραδιοφωνάκι του και ενημέρωνε συχνά-πυκνά την παρέα γιά τα αποτελέσματα πριν τα ανακοινώσουν τα μεγάφωνα.
- Τάκη, με τις υγείες σας βρε. Γεννάνε και τα κοκόρια στα Μέγαρα, πείραζε τον θείο μου την στιγμή που ο Βύζαντας άνοιγε το σκορ με την ΑΕΚ.
- Δεν μας τα λες όλα όμως. Κάτι έκανε και ο Αϊδινίου στο Καραϊσκάκη, απαντούσε ο θειός μου.
- Της στιγμής πράγματα...5-1 θα νικήσουμε, εκτός αν μας ζορίσει λίγο ο Φανάρας.
- Θείε ποιός είναι αυτός ο σγουρομάλλης του Απόλλωνα;
- Ποιός, το 7;
- Ναι, αυτός που κάνει ωραίες τρίπλες.
- Ο Αρδίζογλου. Σ αρέσει;
Του χρόνου που θα παίζει στην ΑΕΚάρα θα τον βλέπουμε πιό συχνά.
- Και ο άλλος με το 10 του Πανιώνιου;
- Ο Χάϊτας. Μεγάλος παίκτης.
- Αυτός δεν θα παίξει στην ΑΕΚ;
- Ε δεν θα τους πάρουμε και όλους. Αυτός ας πάει αλλού.
- Θα τον πάρουμε εμείς, είπα με βεβαιότητα.
- Εσείς έχετε καλύτερο. Εχετε τον Δομάζο.
- Ε θα πάρουμε κι αυτόν.
- Να το πεις στον πρόεδρο να τον πάρει, με πείραξε ο θείος μου την ώρα που ο Δέδες έβαζε γκολ.
- Πω πω... Γκολάρα. Τί σουτ ήταν αυτό; Αγαλμα ο Ερέα.
Στο ημίχρονο ο «πρόεδρος» με κέρασε πορτοκαλάδα.
Ηταν κάτι πλαστικά στρογγυλά μπουκαλάκια που οι μικροπωλητές έβγαζαν από βαρέλια με κρύο νερό. Καλύτερες πορτοκαλάδες απ αυτές του γηπέδου δεν έχω πιεί ακόμα στη ζωή μου.
Οταν τέλειωνε το παιχνίδι, όλοι μαζί κατευθύνονταν προς τα ταξί γιά την επιστροφή στην πλατεία.
- Πρόεδρε τελικά δεν ήθελε ο Φανάρας. 1-1 και με το ζόρι...
- Δεν πειράζει βρε. Χαρίζουμε εμείς. Ο Γουλανδρής είναι γενναιόψυχος. Σας αφήνει να ελπίζετε. Την άλλη Κυριακή θα δείτε τί θα γίνει στο Χαριλάου.
- Θείε πόσο ήρθε η ΑΕΚ;
- Θες σοκολάτα;
- Οχι δεν θέλω. Πόσο ήρθε η ΑΕΚ;
- Πάμε τώρα γρήγορα γιατί θα μας ψάχνει ο Σαλεβουράκης...
Ετσι ήταν η μπάλα την δεκαετία του ΄70.
Την μιά βδομάδα Χάϊτας και Αρδίζογλου, την άλλη Δομάζος και Καλκαντέρα, μετά Κούδας και Παπαϊωάννου, μετά Πουπάκης, Σταυρόπουλος και Δαβουρλής, ύστερα Γιούτσος, Δεληκάρης και Ρεμούνδος, κάθε βδομάδα όλα τα γήπεδα γεμάτα παρέες και στο ξερό τερέν καλλιτέχνες που μπορεί να μην έτρεχαν σαν τους σημερινούς «ράμπο», πάντα όμως έκανα κάτι που το θυμόσουν γιά πολλές-πολλές μέρες, μπορεί και χρόνια.
Κι ας μην υπήρχε τότε Supersport 5 να στο δείχνει 100 φορές την εβδομάδα...
Ας επανέλθουμε λοιπόν στο θέμα μας.
Γεράσαμε, έλεγα και παραξενέψαμε.
Και τώρα πιά δεν μπορούμε να χαρούμε ούτε το ποδόσφαιρο.
Αυτό που απλόχερα μας προσφέρουν κάθε αγωνιστική οι άσσοι της Super League.
To δέρμα μας είναι ποτισμένο από τη σκόνη του ξερόχλωρου, στο αίμα μας τρέχει εκείνη η πορτοκαλάδα, στη γλώσσα μας υπάρχει ακόμα η αλμυρή γεύση του λιόσπορου, στα μάτια μας, σαν να ήταν χθες, το ψαλίδι του Μίμη του Παπαϊωάννου και η εκπληκτική εκτίναξη του Τάκη του Οικονομόπουλου.
Είμαστε κατεστραμένοι, πάει και τελείωσε!
Αφιερωμένο στην γενιά των σαραντάρηδων και βάλε...