Παρασκευή, 8 Ιουλίου, 21:30. Στη σκοτεινιασμένη αίθουσα, επάνω στη σκηνή, δύο μαυροφορεμένοι στρατιώτες κρατούν όρθια μια πάνινη κούκλα σε μέγεθος ενήλικα, ενώ ακούγεται ένα απόσπασμα από τον «Σπάρτακο» του Κιούμπρικ: είναι η σκηνή που ο Ρωμαίος αξιωματικός λέει στους εξεγερμένους σκλάβους -χωρίς να παραλείψει να τονίσει: «Σκλάβοι ήσαστε και σκλάβοι παραμένετε!»- ότι θα τους χαριστεί η ζωή, αν υποδείξουν τον Σπάρτακο, νεκρό ή ζωντανό.
Περνούν λίγες στιγμές σιωπής, όταν ακούγεται ένας σκλάβος να φωνάζει:
«Εγώ είμαι ο Σπάρτακος!», κι αμέσως κι άλλος, κι άλλος, κι άλλος, πλήθος ολόκληρο, ενώ ο προβολέας εντοπίζει ύποπτα πρόσωπα στο πλήθος.
Οι στρατιώτες αφήνουν την κούκλα να σωριαστεί στο δάπεδο. Ήχος τρομπέτας ακούγεται για λίγο, ώσπου, σε μια έκρηξη πυροτεχνημάτων, την αίθουσα δονούν οι ηλεκτρικές κιθάρες στα πρώτα riff του «In the flesh?”.
Ο Roger Waters εμφανίζεται, ντύνεται τη μαύρη καμπαρντίνα και τα μαύρα γυαλιά, ενώ περισσότεροι μελανοχίτωνες τον πλαισιώνουν κρατώντας λάβαρα με το έμβλημα του διπλού σφυριού, το ίδιο που φέρει κι εκείνος στο περιβραχιόνιο:
«Έτσι λοιπόν,
Σκέφτηκε πως θα ’θελες
να έρθεις στην παράσταση,
Να νιώσεις το θερμή έξαψη της σύγχυσης,
Τη λάμψη αυτή του δόκιμου αστροναύτη.
Πες μου, Ηλιαχτίδα, μήπως κάτι σου διαφεύγει;
Δεν είν΄ αυτό ό,τι περίμενες να δεις;
Αν θες να βρεις τι κρύβεται
Πίσω απ’ αυτά τα ψυχρά μάτια,
Πρέπει ν’ ανοίξεις με τα νύχια σου
Ένα δρόμο μέσα απ’
Το προσωπείο».
………………….
Μαγική βραδιά. Δεν νομίζω να την ξεχάσω.
Η αρτιότητα, η ποιότητα της παραγωγής, ο άψογος ήχος - όλα είναι λίγο-πολύ γνωστά, και εν πολλοίς αναμενόμενα. Δεν θα σταθώ εκεί, ούτε στο αν υπήρξε playback για να ενισχύσει τη φωνή του 68άρη πλέον Waters σε κάποια δύσκολα σημεία. Αυτά είναι λεπτομέρειες μπροστά στο ίδιο το έργο και στη δύναμη της συγκινησιακής εμπειρίας που συνεπαγόταν το να βρίσκεσαι εκεί, να το βλέπεις, να το ακούς, να το νιώθεις να ξεδιπλώνεται μπροστά σου, γύρω σου, να σε ρουφά μέσα του και να σε κάνει μέρος του.
Κι αν κάποιες ευκολίες συνθηματολογικού τύπου δεν έλειψαν – «Να γαμηθεί η κυβέρνηση!» προβλήθηκε στον Τοίχο ως απάντηση στο ερώτημα «Mother, should I trust the government?»- ή η πληθωρικότητα στη χρήση των οπτικών μέσων λειτούργησε λίγο αποπροσανατολιστικά κάποιες στιγμές, ή αν υπήρξε κάποια υπερβολή στο πολιτικό, έναντι του προσωπικού στοιχείου, η ουσία του έργου ήταν εκεί, πιο δυνατή από ποτέ.
…………………………..
Πρωτάκουσα το διπλό The Wall στα 17 και γρήγορα πήρε θέση περίοπτη ανάμεσα στους πιο αγαπημένους δίσκους μου. Υπήρξε καιρός που μπορούσα να απαγγείλω χωρίς να κομπιάσω όλους τους στίχους –και τώρα θυμάμαι ένα μεγάλο μέρος. Κι ακόμα μπορώ να ανακαλέσω τη συγκίνηση, την έκσταση της βραδιάς της 21ης Ιουλίου του 1990, όταν παρακολουθούσα, σε απευθείας μετάδοση, την γιορταστική, all-star συναυλία στον κενό –τότε- χώρο της Potzdamerplatz στο Βερολίνο, λίγους μήνες μετά την πτώση του Τείχους, σε μια εποχή που, αντίθετα με το σήμερα, κυριαρχούσε η –υπέρμετρη, ίσως και αφελής- αισιοδοξία.
Σταδιακά, η πληθωρικότητα του έργου σα να το βάρυνε μέσα μου. Άκουγα συχνότερα άλλους δίσκους των Floyd, πιο «συμπαγείς», λιγότερο αφηγηματικούς -δουλειές με περισσότερη οικονομία στα εκφραστικά μέσα, έργα που είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας περισσότερο, παρά όραμα ενός ανθρώπου, όπως το Dark side of the Moon, ή το Wish you were here.
Πέραν τούτου, κάποια καίρια σημεία του μύθου, της ιστορίας που διηγείται, δεν γίνονται εύκολα αντιληπτά μόνο ακούγοντας το δίσκο, ίσως ούτε καν μελετώντας τους στίχους. Δεν θυμάμαι αν τα κατανόησα όλα όταν, χρόνια αργότερα, είδα στην τηλεόραση την ταινία του Alan Parker (που κι αυτή δεν είναι μνημείο σαφήνειας…), ή διαβάζοντας κάποιο σχετικό άρθρο ακόμα πιο μετά. Κι αν και δεν μειώνεται η αξία που έχουν τραγούδια όπως το Hey you, ή το Comfortably numb, αν αυτός που τα ακούει δεν ξέρει όλο το μύθο, είναι η ένταξή τους στο σύνολο της συγκεκριμένης ιστορίας που τα ενοποιεί και δίνει στο έργο την ιδιαίτερη αξία του.
…………………..
Το πρώτο τραγούδι του δίσκου χρωστά τον τίτλο του στην περιοδεία του 1977 των Pink Floyd, υπό τον τίτλο «In the flesh» ("Με σάρκα και Οστά" θα μεταφράζαμε), όταν ο Waters άρχισε να νιώθει όλο και πιο αποξενωμένος από το κοινό, με αποκορύφωμα τη στιγμή που, ενοχλημένος από μια παρέα fans που θορυβούσαν, τους έφτυσε. Σοκαρισμένος κι ο ίδιος, νιώθοντας την ύπαρξη ενός αόρατου τοίχου ανάμεσα στον κόσμο και το γκρουπ, αρχίζει να δουλεύει πάνω σ΄ αυτό που θα εξελισσόταν στην ίσως πιο επιτυχημένη ροκ όπερα.
Στον πυρήνα του μύθου είναι ο νοητός Τοίχος που «χτίζει» γύρω του ο rock star Pink, τραυματισμένος από την απώλεια του πατέρα του στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο –όπως και ο Waters-, από την καταπίεση μιας υπερπροστατευτικής μάνας, από το ισοπεδωτικό εκπαιδευτικό σύστημα, από την αποτυχία του γάμου του –όλα, «τούβλα στον τοίχο».
Ενώ τα τρία πρώτα μέρη –τρεις πλευρές δίσκων βινυλίου, τρεις «πράξεις» θα λέγαμε- μας παρουσιάζουν την προοδευτική απομόνωση του Pink, η κορύφωση και η τελική κάθαρση έρχονται στο τέταρτο μέρος.
Κι είναι εδώ όπου φανερώνεται η ιδιαίτερη σημασία που έχει το έργο:
Το ότι ακριβώς δεν περιορίζεται να «καταγγείλει» απλώς τα δεινά του πολέμου, της αλλοτρίωσης, της αποξένωσης (κρίμα που ο δημιουργός του μοιάζει να γίνεται πιο καταγγελτικός καθώς περνούν τα χρόνια, πράγμα εμφανές σε όλες τις μεταγενέστερες, solo δουλειές του!), αλλά επειδή προχωρά ένα σκαλί βαθύτερα, δείχνοντας τη μοιραία αλληλεπίδραση προσωπικού και συλλογικού, Ιστορίας και ατόμου, με τον Pink/Waters, να ντύνεται το προσωπείο του καλλιτέχνη/δικτάτορα, πλαισιωμένος από τα φασιστικά λάβαρα των Διπλών Σφυριών, και να προκαλεί το κοινό του –παραίσθηση του Pink, και ταυτόχρονα, σε επάλληλα επίπεδα, σάτιρα του κόσμου του θεάματος και του κοινού που υπακούει πειθήνια στα κελεύσματα των σταρ, εκδραμάτιση των επιθετικών παρορμήσεων που έχει νιώσει ο ίδιος ο Waters, σχόλιο στο πώς οδηγείται κάποιος, σπρωγμένος από τα προσωπικά του τραύματα και φόβους στην αγκαλιά του ολοκληρωτισμού, πώς αυτός που υπέστη το τραύμα της απώλειας, της καταπίεσης, που αυτο-εγκλωβίστηκε αμυνόμενος πίσω από τον «Τοίχο» του, καταλήγει να αναπαράγει τη βία που τον σακάτεψε και τον καθόρισε:
« O Pink δεν είναι καλά,
Έμεινε στο ξενοδοχείο
Κι έστειλαν εμάς, σαν αναπληρωματική μπάντα,
Ν’ αποκαλύψουμε ποια είναι, αλήθεια, η θέση σας,
Εσάς των οπαδών.
Υπάρχουν τίποτε αδερφές στο θέατρο απόψε;
Στήστε τους στον Τοίχο!
Αυτός εκεί, στο φως του προβολέα δεν μου μοιάζει εντάξει
Στήστε τον στον τοίχο!
Αυτός δείχνει Εβραίος! Κι εκείνος ‘κει Αράπης!…» κλπ.
Εδώ το έργο γίνεται ακόμη πιο επικό, πιο πληθωρικό, οπερατικό. Κι αν αυτό το τμήμα –όλη η 4η πλευρά – στο άκουσμά του από την άνεση του σπιτιού μας μπορεί να φανεί υπερβολικό, αποκτά τελείως άλλη διάσταση όταν το ζεις σε ένα τέτοιο live: τότε καταλαβαίνεις πως το The Wall εξ’ αρχής γράφηκε για να παρουσιάζεται ζωντανά, σαν θεατρική παράσταση, σαν δρώμενο – κι αυτό ακριβώς, η δύναμη που έχει όχι σαν show, αλλά ως εμπειρία στην οποία μετέχεις, ήταν και το εντελώς καινούργιο για μένα.
Από αυτό το σημείο, ιδίως για όσους ξέρουν το έργο –κι εκείνη τη βραδιά της 8ης Ιουλίου πρέπει να ήσαν αρκετοί- η παράσταση σε παίρνει μέσα της, σε κάνει κομμάτι της, καθώς ταυτίζεσαι πότε με τη δικτατορική, φασιστική persona του Pink, και πότε με τα θύματά του, καθώς από το ανηλεές, κλιμακούμενο ξέσπασμά του δεν γλυτώνει κανείς:
«Εκεί, κάποιος καπνίζει τσιγαρλίκι!
Κι εκεί, να κάποιος με σπυριά!
Αν ήταν στο χέρι μου,
Θα σας πυροβολούσα όλους!»
Από συμμέτοχοι στο παραλήρημα του μίσους, και καθώς ο προβολέας σαρώνει και μας στοχοποιεί έναν-έναν, ο καθένας μας γίνεται ο Εβραίος, ο «Αράπης», η «αδερφή», το κάθε θύμα της κάθε διάκρισης – δούλος μαζί, και Σπάρτακος.
Κι όταν ο Waters κραυγάζει «Όλους σας! Καμμία εξαίρεση!» και παίρνει το αυτόματο και ρίχνει ριπές στο κοινό, κάποιος μπροστά μου σηκώνεται κι ανοίγει το πουκάμισό του προτείνοντας το στήθος του, έτοιμος να υποδεχτεί τις σφαίρες.
Καθώς «τα σκουλήκια τρώνε το μυαλό» του Pink, καθώς η βία της απολυταρχίας σαγηνεύει, σαν απατηλή υπόσχεση ελευθερίας, στην κορυφή του τοίχου φωτίζεται η φιγούρα της εύθραυστης πάνινης κούκλας, κι εκείνος καταρρέοντας ουρλιάζει:
«Σταματήστε!
Θέλω να πάω σπίτι,
Να βγάλω ετούτη τη στολή,
Ν’ αφήσω την παράσταση,
Μα μένω εδώ, σ’ ετούτο το κελλί,
Γιατί πρέπει να μάθω
Αν ήμουν ένοχος όλον αυτόν τον καιρό».
Κινούμαστε καλπάζοντας προς το τέλος αυτού που μοιάζει πλέον όχι με παράσταση, μα με γιγάντιο ψυχόδραμα και καθαρτήρια τελετουργία.
Ο Pink αναλαμβάνει την ευθύνη και κρίνει τον εαυτό του – αλλά η κάθαρση δεν έρχεται με φανφάρες και αλληλούια: είναι προϊόν εσωτερικής σύγκρουσης, απόπειρα λύτρωσης και κατάρρευση μαζί: Στη γκροτέσκα, σουρεαλιστική σκηνή της Δίκης που λαμβάνει χώρα μέσα στον ταραγμένο νου του, ο Δικαστής- πότε σα γιγαντιαία περούκα, πότε σαν υπερμέγεθες σκουλήκι, τέλος σαν πελώριος, τερατόμορφος πρωκτός, επιβάλλει την (αυτό)τιμωρία και λύτρωση για τον Pink – και για μας την κάθαρση: με τον Waters να διευθύνει το πλήθος που ουρλιάζει «Tear down the Wall!», έρχεται το γκρέμισμα του απάνθρωπου τοίχου, καθώς ο Waters/Pink «καταδικάζεται» να συναντηθεί, γυμνός, χωρίς τη φριχτή αμυντική του οχύρωση, με τους ομοίους του.
Κι όπως στην αποθέωση, παλιά, του θεάτρου σκιών, η μπάντα εμφανίζεται στη σκηνή, χωρίς εφέ, να τραγουδήσει το “Outside the Wall”:
Ολομόναχοι ή δυο-δυο,
Εκείνοι που στ’ αλήθεια σ’ αγαπούν,
Περπατούν έξω απ’ τον Τοίχο.
Κάποιοι χέρι-χέρι, κάποιοι σε ομάδες συναγμένοι,
Οι αιμορροούσες οι καρδιές κι οι καλλιτέχνες
Δίνουν το παρών.
Κι όταν σου έχουν δώσει όλο το είναι τους,
Κάποιοι τρεκλίζουν και σωριάζονται-
Δεν είναι κι εύκολο, άλλωστε,
Να συνθλίβεις την καρδιά σου
Σ’ ενός μουρλού τον Τοίχο.
Δεν ξέρουμε τίποτα για το μετά την κατάρρευση του Τοίχου, και μαζί και του ίδιου του Pink. Το έργο τελειώνει εκεί, πάνω στα συντρίμμια, με κάτι ανάμεσα σε θρίαμβο και τη λύτρωση που ακολουθεί μια επώδυνη γέννα –κι όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά.
…………………….
Είναι φορές που μετανιώνω που λυπήθηκα τα χρήματα και δεν πήγα να το ζήσω δεύτερη φορά.
Κι είναι στιγμές που αναρωτιέμαι, καθώς η κατρακύλα στη βαρβαρότητα του «όλοι εναντίον όλων» μοιάζει, στιγμές-στιγμές, εφιαλτικά κοντινή, πόσο κοινές πληγές κουβαλάμε όλοι κάτω από προσωπεία, πίσω από άμυνες, θεωρίες, πολιτικές ιδεολογίες, ομαδοποιήσεις και προκαταλήψεις. Εμείς, που τόσο εύκολα ορμάμε ο ένας στο λαρύγγι του άλλου. Και πόσο δύσκολο είναι να το δούμε και να το θυμόμαστε, για μια ζωή – τη μια και μοναδική που έχουμε να ζήσουμε.
Μα όπως λέει και το τραγούδι,
After all, it’s not easy...
.