Καθόταν στο παλιό ξύλινο τραπέζι της κουζίνας... Έτριζε-κούναγε και συχνά του έχυνε τον καφέ... αλλά ας είναι... ήταν ο μόνος τρόπος να πιεί κι αυτός έναν καφέ...Το σπίτι μαρτυρούσε πως κάποτε είχαν υπάρξει καλύτερες ημέρες... όμως είχε σιγά, σιγά ξαναγυρίσει στη φθορά μετά από χρόνια παρατεταμένης φτώχιας και ανεργίας... Το ζήτημα ήταν ο επιούσιος... εδώ δεν μιλούσαμε πλέον για πολυτέλειες... Κι ευτυχώς η αδερφή τους έκανε θαύματα με τα μπαλώματα... κι έβρισκε άφθονα ραφτικά-κλωστές στα σπίτια που βοηθούσε...
Ανία... Ο Νάσος κοιτούσε τους συνομηλίκους του που είχαν πέντε δραχμές στην τσέπη και πήγαιναν σε μπαρ και κέντρα διασκέδασης... έβρισκαν κορίτσια... "ανώφελο σε λίγο όλα θα χάνονταν" μονολογούσε... Συμπλήρωνε 2 χρόνια χωρίς ούτε ένα μεροκάματο ώστε να μπορεί να συνεισφέρει στο σπίτι του... Παλαιότερα έβρισκε να κάνει τίποτε μικροδουλειές σε κάποιες επιχειρήσεις ή εταιρίες... όμως τώρα είχαν κλείσει όλα... Μόνο το χονδρεμπόριο και η μαύρη αγορά είχαν λίγο κίνηση, όμως τώρα είχαν σκληρύνει τα πράγματα και η μαφία και η βρωμιά, είχαν μπει μέσα σε αυτό το σινάφι για τα καλά...
Γύριζε γύρω του σαν αγρίμι και δεν έβλεπε φως... μόνο μια διέξοδος υπήρχε... αλλά αυτήν δεν τολμούσε καν να τη σκεφτεί... Το απόγευμα πήγαινε στο καφενείο... Του είχαν κόψει το βερεσέ, αλλά ένεκα φτώχιας και στενότητας είχαν αραιώσει και οι πελάτες, κι έτσι άδειες καρέκλες υπήρχαν διαθέσιμες... Κυρίως πήγαινε γιατί καμιά φορά ερχόταν κανένας εργολάβος ή νοικοκύρης και ζητούσαν περιστασιακά χέρια για δουλειά... και μαζεύονταν οι άνεργοι και μειοδοτούσαν...
Ένα πρωί έμαθε δύο καταπληκτικά νέα... Το πρώτο είναι ότι ο Μπαρμπα-Τάσος, ένας γείτονας είχε πάρει γράμμα από το γιό του που ήταν μετανάστης στις ΗΠΑ. Αγράμματοι οι περισσότεροι το έδιναν στο καφενείο στο δάσκαλο για να το διαβάσει... τον κερνούσαν και κάναν καφέ κι έτσι η ανάγνωση των επιστολών αποτελούσε ατραξιόν. Το δεύτερο νέο ήταν ότι γύριζε από την ξενιτιά ο παιδικός του φίλος ο Γιώργος... Κάτι έγινε λέει, εβγαλε πολλά λεφτά και έτσι γύρισε για λίγο για να δει τους δικούς του... Ήλπιζε να συναντιόντουσαν... είχαν περάσει τόσα μαζί από παιδιά... Ήταν ο καλύτερος φίλος του... Ο Νάσος λογάριαζε πως αν πήγαινε ποτέ μετανάστης, στο Γιώργο θα πήγαινε...
Έτσι χαρούμενος, ντύθηκε όσο καλύτερα μπορούσε... Στο καφενείο στάθηκε όρθιος, αφού καρέκλες υπήρχαν μόνο για όσους πλήρωναν καφέ. Αττραξιόν γαρ... "Αγαπημένοι μου γονείς. Είμαι χαρούμενος, ευτυχισμένος και το αυτό εύχομαι δια υμάς". Το "υμάς" δεν το έγραφε, συνήθιζε όμως ο δάσκαλος να βάζει σάλτσες εξωραΐζοντας τον απλοϊκό λόγο στις επιστολές... "Εδώ στην Αμερική, όλα είναι περίφημα. Ευγνωμονώ το θεό που με αξίωσε να ζω σε αυτόν τον παράδεισο. Υπάρχουν παντού δουλειες, όρεξη να έχεις και χρήμα με ουρά. Τα σπίτια είναι τέλεια, άνετα μεγάλα και το κόστος ζωής χαμηλότερο από το εισόδημα που βγάζουμε από τη δουλειά. Έτσι μπορώ κάλλιστα να κάνω κομπόδεμα για να πληρώσω τα ναύλα μου που με έφεραν εδώ και να στέλνω και σε εσάς τίποτε. Σκέφτομαι τι χαζός που ήμουν και κοπροσκύλιαζα στην Ελλάδα. Μην βαρυγκομάτε δεν μου λείπει τίποτε εμένα... Ντρέπομαι και λίγο καθώς συλλογιέμαι τη δική σας φτώχια εκεί πίσω... Στέλνω ένα μικρό δωράκι-μαντήλι για τη μεγάλη αδερφή και λίγα χρήματα. Δεν σας στέλνω πολλά σε αυτό το γράμμα για να μην κακομάθετε, αλλά υπόσχομαι ότι στο επόμενο θα σας στείλω τα αγαθά του Αβραάμ και του Ισαάκ. Να είστε γεροί και να προσέχετε τ' αδέρφια μου. Ο υιός σας Εμμανουήλ". Ο δάσκαλος ξερόβηξε λίγο και ύστερα είπε: "Υστερόγραφον: Να δώσετε χαιρετισμούς σε όλους εκεί πίσω... ιδιαίτερα στο Νάσο και την Ιωάννα"
Ο μπαρμπα-Τάσος έκλαιγε... το ίδιο και άλλοι δίπλα του... "Άντε μπαρμπα-Τάσο, είδες? Ο θεός σας λυπήθηκε". Μονολόγησε ένας θαμώνας ομοτράπεζος... Οι νέοι, ιδίως οι όρθιοι αλληλοκοιτάζονταν με νόημα... "Τι κάθόμαστε ρε μαλάκες εδώ πέρα!!! σ'αυτόν τον κωλότοπο? μονολόγησε φωναχτά ένας από αυτούς".
Το βράδυ στο σπίτι το μοναδικό θέαμα: το ραδιόφωνο. Από τη φτώχια κρατικά κανάλια δεν εξέπεμπαν... μόνο πειρατικά που έκαναν διάφορες μπίζνες... εκεί δημοσίευαν δωρεάν και αγγελίες. Ο καιρός είχε ζεστάνει κι έτσι κάθονταν στην αυλή του σπιτιού. "Η Ελένη Δεσύλα, αφιερώνει το επόμενο τραγούδι στους συμμαθητές της και σε όλο το Γ4 του Δ' Γυμνασίου. Τους αποχαιρετά και εύχεται να είναι γεροί, καθώς αύριο φεύγει μετανάστρια για την Αυστραλία". Καπάκι μπαίνει το τραγούδι, αλλά ο Νάσος μέσα του καίει... Η Ελένη δεν ήταν για αυτόν ένα τυχαίο κορίτσι... "Την κατάφεραν τα καθήκια οι δικοί της τελικά"... σκέφτηκε...
Ο κόσμος του είχε μαυρίσει... από την ανημποριά, την ανυπομονησία, την απαγοήτευση, τη φτώχια και την απόγνωση... Στον Τόπο του, μόνο οι μπράβοι και οι μαφιόζοι μαζί με τους πολιτικούς έκαναν κουμάντο και έτρωγαν με χρυσά κουτάλια... "Καλύτερα στην ξενητιά το Λενάκι, παρά να πάει να γίνει κοκότα τους", ξανασκέφτηκε... Ωστόσο ο κόσμος έλαμψε μέσα του καθώς θυμήθηκε τον φίλο του το Γιώργο... "Το καθήκι... είναι εδώ 10 μέρες και δεν έχει δώσει σημεία ζωής. Εμ βλέπεις είναι φραγκάτος τώρα... τι να κάνει με μας τους κουρελήδες". Μα θες το πείσμα, θες το άδικο, τον όπλισαν κι έτσι το απογευματάκι αποφάσισε να πάει από το σπίτι του... Πόδια είχε, γερός ήταν... μετά από περπάτημα έφθασε έξω από το σπίτι... Η μητέρα του στην πόρτα τον κοίταξε ερευνητικά πίσω από το παράθυρο... "Ο Γιώργος δεν είναι εδώ παιδί μου!" του είπε ψεύτικα... "Πήγε με τον πατέρα του για δουλειές!", αποτελείωσε η γραία. Μα από μέσα από το σπίτι ακούστηκε βήχας ατέλειωτος.
"Ποιός είναι Μάνα?"
"Κανείς παιδάκι μου!" είπε πάλι η κυρία, αλλά ύστερα την πήραν τα κλάμματα... "Που να κρυβόμαστε από σένα παιδάκι μου! Θα μας τιμωρήσει κι ο Θεός!" ξέσπασε σε λυγμούς... του άνοιξε...
Μέσα στο εσωτερικό του σπιτιού, το οποίο ο Νάσος είχε χρόνια να επισκεφθεί, υπήρχε μια μπόχα... Σε ένα άθλιο ντιβάνι, ήταν ξαπλωμένος, αγνώριστος ο φίλος του. Σωστό, ζωντανό λείψανο. Ο Νάσος τον αγκάλιασε... ο Γιώργος ξέσπασε σε λυγμούς!. Κοιτάζονταν ώρες χωρίς να ανταλλάξουν καμία κουβέντα... Τη σιωπή έσπασε ο Γιώργος...
- "Ξέρεις χάθηκα γιατί βλέπεις την κατάστασή μου... Γύρισα για να ... πεθάνω αξιοπρεπώς στον τόπο μου"... "καλύτερα εδώ, παρά σαν το αδέσποτο σκυλί εκεί"...
Ο Νάσος κοκκίνισε: "Καλά ρε μαλάκα, εσύ δεν έγραψες στους δικούς σου, πως εκεί έξω είναι όλα τέλεια? Πως έχεις δουλειά, λεφτά?" "Πως είναι επίγειος παράδεισος?".
- Ο Γιώργος ξεροκατάπιε... έβηξε κι ύστερα είπε: "Και τι ήθελες ρε να γράψω στους γονείς μου?" "πως εκεί είναι κόλαση? Πως ζω κάτω κι από τα σκουλήκια? Πως καθημερινά μου φέρονται σαν ζώο? Σαν σκλάβο? Πως το μόνο που μου μένει αφού δουλεύω σαν σκυλί 15 ώρες κάθε μέρα είναι να κοιμάμαι σε ένα σάπιο δωμάτιο μαζί με άλλους 20 βρωμιάρηδες? κλέφτες? που ο καλύτερος σε καρυδώνει για ένα δολάριο?"
Ο Νάσος κούνησε καταφατικά το κεφάλι: "Ξέρεις τις προάλλες ήμουν στο καφενείο. Ο Μπαρμπα-Τάσος, διάβαζε την επιστολή του γιού του του Μανώλη! τον θυμάσαι?"
-Το φάντασμα που κάποτε λεγόταν Γιώργος, γέλασε πικρά: "Τον Μανώλη τον λυπούνται και τα ποντίκια ακόμα... Φαντάσου να κοιμάσαι στα σκατά. Κυριολεκτώ. Μετά να ξυπνάς, να δουλεύεις ξεσκατίζοντας με ένα φτυάρι, να ξανακοιμάσαι εκεί στον ίδιο χώρο και έτσι να περνούν οι μέρες σου... Μόνο μια φορά το μήνα να σε αφήνουν να βγεις από το εργοστάσιο και να πηγαίνεις σε έναν βρωμότοπο να κάνεις ένα ντουζ να ξεγελάσεις τον εαυτό σου ότι είσαι κι εσύ άνθρωπος..."
-"Καλά γιατί δεν φέυγετε για κάπου παραδίπλα μήπως είναι καλύτερα?" ρώτησε ο Νάσος
-"Απλά γιατί δεν επιτρέπεται... Χρωστάμε στη μαφία μια περιουσία για να ξεπληρώσουμε τα ναύλα μας... Και αυτοί δεν αστειεύονται... Για να καταλάβεις για να στείλω εδώ στους γονείς και στις αδελφές μου λίγα ψωροδολάρια πήρα δάνειο... Και αυτοί εκεί είναι σωστοί τοκογλύφοι... ένα δανείζεσαι, δέκα γυρνάς πίσω..."
-"Και τότε πως σε άφησαν να φύγεις?" "Να γυρίσεις εδώ?"
Ο Γιώργος μετά από ένα μπαράζ βήχα και ανημποριάς ξαναβρήκε τ' ανάκαρα να μιλήσει... "Η καρβουνόσκονη... δεν κάνει για μένα... με σκότωσε βλέπεις μέσα σε 5 χρόνια... Η μαφία κάτι τέτοιους σαν και μένα, τους ξεπαστρεύει για να αδειάσει θεση γι' άλλον... Αλλά το ψυλλιάστηκα... μάζεψα τις δυνάμεις μου και το έσκασα από το νοσοκομείο... πήγα στο λιμάνι κι ένας καπετάνιος Τούρκοκρητικός με λυπήθηκε... Συμφωνήσαμε να έρθω με το βαπόρι μέχρις εδώ. Αν ψόφαγα θα με πέταγε στα ψάρια... Φτυάριζα κάρβουνο 17 μέρες και ξέρεις κάτι? Εκεί στο βαπόρι έφαγα φαγάκι, που δεν είχα φάει 5 χρόνια στο Αμέρικα"
Ο Νάσος ξαναπήρε το λόγο: "Κι εδώ τι θα κάνεις ρε μαλάκα? Θα μου κάνεις παρέα να πεταλώνουμε ψύλλους? Μέχρι και το Ελενάκι με παράτησε και έφυγε..."
Ο Γιώργος απάντησε πικρά: "Εγώ ήρθα εδώ κολλητέ, απλά για να πεθάνω... δεν μου μένουν ούτε δυό - τρεις μήνες, έτσι είχε πεί ο μαφιόζος γιατρός στους βαρώνους εκεί με νόημα, στο Νοσοκομείο στο Τζέρση..." ύστερα σοβάρεψε... "Άκου εδώ μαλάκα... σε ξορκίζω... κάνε ότι κάνεις, φάε σκουπίδια, σκατά, από εδώ μην το κουνήσεις... Ο κόσμος δεν είναι ρόδινος... πήγα σε τόσα μέρη, παντού είναι τα ίδια σκατά και χειρότερα... Εσύ είσαι έξυπνος. Βρες τρόπο να τα βολέψεις... Εκεί έξω θα είσαι σκουπίδι. Τι σκουπίδι και τα σκουπίδια είναι καλύτερα ακόμα... Α' και το Ελενάκι δεν θες να μάθες καλύτερα τι θα το βάλουν να κάνει εκεί... θα παρακαλάει να πεθάνει κάθε μέρα... παράλληλα τα βράδυα, θα ικανοποιεί τις ορέξεις του κάθε γερο-κερατά εκεί..." Δεν είχε καθόλου ειρωνία ο λόγος του... και αυτό φόβιζε περισσότερο το Νάσο...
Η σκουριασμένη εξώπορτα της αυλής του σπιτιού του Γιώργου, βρόντηξε... Ο Νάσος περπατούσε τώρα με άλλον τρόπο... Ήταν κάπως, μια υποψία λιγότερο δυστυχισμένος... Η νύχτα σιγά, σιγά έμπαινε και οι δρόμοι ερήμωναν... Οι ίδιοι δρόμοι που κάποτε έσφυζαν από ζωή, από ανθρώπους... Ο Νάσος το είχε πάρει απόφαση... Θα έμενε... κόντρα σε όλους και όλα...
> Η ιστορία αυτή διαδραματίστηκε στη χώρα μας στη δεκαετία του 50... Μου είναι στενότατα οικεία κι έτσι εκτός από τα ονόματα αλλαξα και λίγο τις δουλειές και τις συνήθειες βάζοντας αυθαίρετα κάποιους ετεροχρονισμούς... Μου ήρθε έντονα ξανά στο νου, ιδίως τώρα που τόσοι και τόσοι προπαγανδίζουν τη μετανάστευση από την Ελλαδα... Ιδίως εκείνη των επιστημόνων... και επειδή μας μπαίνουν συνεχώς ιδέες... έτσι να έχουμε στο βάθος του μυαλού μας και αυτά που συνέβησαν στους γονείς μας...