Είχε περάσει
κι αυτή η μέρα. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου χάνονταν πίσω από τις στέγες
των σπιτιών. Ο γάτος με τα κίτρινα μάτια και την κομμένη ουρά κάθισε κουρασμένα
στο γρασίδι, μπροστά από την παλιά πολυκατοικία.
Δεν είχε
φάει τίποτα για μέρες και δεν ήξερε αν είχε το κουράγιο να ψάξει για κάποιο
καταφύγιο να περάσει την νύχτα του.
Αν μπορούσε
να μετρήσει τα χρόνια του θα έβρισκε ότι είναι εφτά χρονών, αρκετά γέρος για
αδέσποτο γάτο που ζει περιπλανώμενος ανάμεσα σε επικίνδυνους δρόμους, σε
σκουπιδότοπους, σε βρώμικους υπόνομους και ετοιμόρροπα κτήρια. Καμιά φορά όταν
ήταν τυχερός κατάφερνε να τρυπώσει σε κανένα ζεστό διάδρομο κάποιας
πολυκατοικίας , μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι και να τον πετάξουν έξω κυνηγώντας
τον με φωνές και σκουπόξυλα. Έτσι είχε περάσει την μισή του ζωή, γιατί την άλλη
μισή, από όταν γεννήθηκε την πέρασε σε κάποιο σπίτι, με την δική του
οικογένεια, το μαξιλάρι του, το καθαρό μπολ με νερό και τροφή. Δεν ήθελε να το
θυμάται αυτό, ήταν πολύ μακριά στις αναμνήσεις του.
Τώρα το μόνο
που ήθελε ήταν να βρει λίγο φαγητό. Σε αυτή την περιοχή που είχε βρεθεί δεν
υπήρχαν σκουπιδότοποι και στους μεγάλους κάδους γινόταν σφαγή ανάμεσα στις
γάτες για να βουτήξουν κάτι φαγώσιμο κι αυτός ήταν πολύ αδύναμος και πολύ γέρος
για να τα βάλει μαζί τους. Δεν είχε και καμία ελπίδα ότι θα βρεθεί κάποιος
καλός άνθρωπος να τον βοηθήσει! Γέρικα ζώα σαν κι αυτόν, με θαμπή γούνα γεμάτη
τζίβες δεν ήταν πουθενά ευπρόσδεκτα.
Ήταν μια
ολόκληρη εβδομάδα που καθόταν κοντά σε αυτή την πολυκατοικία. Εκεί είχε ησυχία
και είχε φτάσει μετά από ένα άγριο κυνηγητό από κάποια αγέλη σκυλιών που τον
είχαν πετύχει να κοιμάται επάνω σε ένα παρτέρι στην άλλη σχεδόν άκρη της πόλης.
Τότε είχε τρέξει με όσες δυνάμεις είχε για να ξεφύγει μέχρι που βρήκε ένα
σπασμένο τζάμι και χώθηκε μέσα για να γλυτώσει από τα σκυλιά που έμειναν έξω να
γαυγίζουν λυσσασμένα που έχασαν το θήραμά τους.
Εκεί σ αυτό
το υπόγειο που είχε τρυπώσει είχε καθίσει για λίγο ευχαριστημένος, νομίζοντας
ότι θα μπορούσε να περάσει τον χειμώνα εκεί μέσα, όμως κάποια στιγμή ήρθαν οι
άνθρωποι που τον πέταξαν έξω και έβαλαν ένα καινούργιο τζάμι ώστε να μην
ξανατρυπώσει καμία βρώμικη γάτα εκεί μέσα.
Ο γάτος
σήκωσε ψηλά το κεφάλι του και κοίταξε τα φώτα που άναβαν στα παράθυρα και για
λίγο σκέφτηκε ότι πίσω από τα τζάμια ήταν ζεστά δωμάτια με απαλούς καναπέδες
και φρέσκο φαγητό.
Έκλεισε τα
μάτια και ξάπλωσε παραιτημένος επάνω στο γρασίδι που είχε αρχίσει να το βρέχει
η υγρασία της νύχτας.
Ψιτ ψιτ
όμορφε … μια κοριτσίστικη φωνή τον έβγαλε από την νάρκη του. Φοβήθηκε καθώς το
κορίτσι άπλωσε το χέρι του και ήθελε να τρέξει μακριά αλλά ήταν πολύ
κουρασμένος, πολύ πεινασμένος και πολύ γέρος. Δεν είχε άλλες δυνάμεις . έμεινε
ακίνητος να κοιτά το χαμογελαστό κορίτσι που του μουρμούριζε με ήρεμη φωνή
όμορφα λόγια.
Γιατί με κοιτάς
έτσι γατούλη μου; Μάλλον θα πεινάς ! είσαι πολύ τυχερός, έχω μαζί μου αυτό που
σου χρειάζεται, είπε το κορίτσι κι έβγαλε από την τσάντα της ένα πακέτο που
μοσχοβολούσε.
Ζαλίστηκε
από την μυρωδιά ο γάτος καθώς κοιτούσε με τα τεράστια κίτρινα μάτια του το
κορίτσι να ξεδιπλώνει το πακέτο και να του βάζει μπροστά του ένα μεγάλο κομμάτι
ζαμπόν. Με δυσπιστία πλησίασε το φαγητό και πήρε την πρώτη μπουκιά. Ίσως ήταν
παγίδα για να τον χτυπήσουν, για να τον κλωτσήσουν όπως τόσες φορές, όμως το
κορίτσι είχε σταθεί δίπλα του και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το φαγητό
του.
Στον πρώτο
όροφο της πολυκατοικίας μια πόρτα άνοιξε και μια ηλικιωμένη γυναίκα βγήκε στο
μπαλκόνι. Κοίταξε με κάποια απορία το θέαμα του κοριτσιού με τον γάτο στο
γρασίδι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε την κόρη της να ταΐζει κάποιο από τα
περιπλανώμενα ζώα της γειτονιάς, όμως ένοιωσε ότι τώρα επρόκειτο για κάτι
διαφορετικό. Μόλις πριν ένα μήνα είχε ‘’φύγει’’ από γηρατειά ο Ερμής, ο γάτος
που τον είχαν δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια. Ο Ερμής που είχε γεννηθεί την ίδια
ημερομηνία με την κόρη της και που μεγάλωσαν μαζί σ αυτό το ζεστό σπιτικό. Η
κόρη της θρηνούσε ακόμα για τον χαμένο σύντροφο των παιδικών της χρόνων και η
ίδια ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την βοηθήσει να το ξεπεράσει,
πέρα από το να μην αναφέρει καθόλου το όνομά του και να αλλάζει την συζήτηση
όποτε η μικρή τον ανέφερε.
Τώρα η κόρη
της είχε καθίσει δίπλα στον αδύνατο γάτο που έμοιαζε να λιμοκτονεί κι όταν
εκείνος έγλυψε και τα τελευταία κομματάκια του ζαμπόν από το χαρτί το κορίτσι
τον σήκωσε στην αγκαλιά της και τον τύλιξε με το ζεστό μπουφάν της.
Η γυναίκα
χαμογέλασε και γύρισε να μπει στο σπίτι. Έκλεισε πίσω της την μπαλκονόπορτα και
πήγε να ετοιμάσει μια ζεστή γωνιά για το καινούργιο μέλος της οικογένειας.
Ο Ερμής τους είχε
επιστρέψει μέσα από αυτόν τον αδύνατο γάτο με τα κίτρινα πεινασμένα μάτια.