8.12.24

η Ψυχή του Ερμή

 

Είχε περάσει κι αυτή η μέρα. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου χάνονταν πίσω από τις στέγες των σπιτιών. Ο γάτος με τα κίτρινα μάτια και την κομμένη ουρά κάθισε κουρασμένα στο γρασίδι, μπροστά από την παλιά πολυκατοικία.

Δεν είχε φάει τίποτα για μέρες και δεν ήξερε αν είχε το κουράγιο να ψάξει για κάποιο καταφύγιο να περάσει την νύχτα του.

Αν μπορούσε να μετρήσει τα χρόνια του θα έβρισκε ότι είναι εφτά χρονών, αρκετά γέρος για αδέσποτο γάτο που ζει περιπλανώμενος ανάμεσα σε επικίνδυνους δρόμους, σε σκουπιδότοπους, σε βρώμικους υπόνομους και ετοιμόρροπα κτήρια. Καμιά φορά όταν ήταν τυχερός κατάφερνε να τρυπώσει σε κανένα ζεστό διάδρομο κάποιας πολυκατοικίας , μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι και να τον πετάξουν έξω κυνηγώντας τον με φωνές και σκουπόξυλα. Έτσι είχε περάσει την μισή του ζωή, γιατί την άλλη μισή, από όταν γεννήθηκε την πέρασε σε κάποιο σπίτι, με την δική του οικογένεια, το μαξιλάρι του, το καθαρό μπολ με νερό και τροφή. Δεν ήθελε να το θυμάται αυτό, ήταν πολύ μακριά στις αναμνήσεις του.

Τώρα το μόνο που ήθελε ήταν να βρει λίγο φαγητό. Σε αυτή την περιοχή που είχε βρεθεί δεν υπήρχαν σκουπιδότοποι και στους μεγάλους κάδους γινόταν σφαγή ανάμεσα στις γάτες για να βουτήξουν κάτι φαγώσιμο κι αυτός ήταν πολύ αδύναμος και πολύ γέρος για να τα βάλει μαζί τους. Δεν είχε και καμία ελπίδα ότι θα βρεθεί κάποιος καλός άνθρωπος να τον βοηθήσει! Γέρικα ζώα σαν κι αυτόν, με θαμπή γούνα γεμάτη τζίβες δεν ήταν πουθενά ευπρόσδεκτα.

Ήταν μια ολόκληρη εβδομάδα που καθόταν κοντά σε αυτή την πολυκατοικία. Εκεί είχε ησυχία και είχε φτάσει μετά από ένα άγριο κυνηγητό από κάποια αγέλη σκυλιών που τον είχαν πετύχει να κοιμάται επάνω σε ένα παρτέρι στην άλλη σχεδόν άκρη της πόλης. Τότε είχε τρέξει με όσες δυνάμεις είχε για να ξεφύγει μέχρι που βρήκε ένα σπασμένο τζάμι και χώθηκε μέσα για να γλυτώσει από τα σκυλιά που έμειναν έξω να γαυγίζουν λυσσασμένα που έχασαν το θήραμά τους.

Εκεί σ αυτό το υπόγειο που είχε τρυπώσει είχε καθίσει για λίγο ευχαριστημένος, νομίζοντας ότι θα μπορούσε να περάσει τον χειμώνα εκεί μέσα, όμως κάποια στιγμή ήρθαν οι άνθρωποι που τον πέταξαν έξω και έβαλαν ένα καινούργιο τζάμι ώστε να μην ξανατρυπώσει καμία βρώμικη γάτα εκεί μέσα.

Ο γάτος σήκωσε ψηλά το κεφάλι του και κοίταξε τα φώτα που άναβαν στα παράθυρα και για λίγο σκέφτηκε ότι πίσω από τα τζάμια ήταν ζεστά δωμάτια με απαλούς καναπέδες και φρέσκο φαγητό.

Έκλεισε τα μάτια και ξάπλωσε παραιτημένος επάνω στο γρασίδι που είχε αρχίσει να το βρέχει η υγρασία της νύχτας.

Ψιτ ψιτ όμορφε … μια κοριτσίστικη φωνή τον έβγαλε από την νάρκη του. Φοβήθηκε καθώς το κορίτσι άπλωσε το χέρι του και ήθελε να τρέξει μακριά αλλά ήταν πολύ κουρασμένος, πολύ πεινασμένος και πολύ γέρος. Δεν είχε άλλες δυνάμεις . έμεινε ακίνητος να κοιτά το χαμογελαστό κορίτσι που του μουρμούριζε με ήρεμη φωνή όμορφα λόγια.

Γιατί με κοιτάς έτσι γατούλη μου; Μάλλον θα πεινάς ! είσαι πολύ τυχερός, έχω μαζί μου αυτό που σου χρειάζεται, είπε το κορίτσι κι έβγαλε από την τσάντα της ένα πακέτο που μοσχοβολούσε.

Ζαλίστηκε από την μυρωδιά ο γάτος καθώς κοιτούσε με τα τεράστια κίτρινα μάτια του το κορίτσι να ξεδιπλώνει το πακέτο και να του βάζει μπροστά του ένα μεγάλο κομμάτι ζαμπόν. Με δυσπιστία πλησίασε το φαγητό και πήρε την πρώτη μπουκιά. Ίσως ήταν παγίδα για να τον χτυπήσουν, για να τον κλωτσήσουν όπως τόσες φορές, όμως το κορίτσι είχε σταθεί δίπλα του και περίμενε υπομονετικά να τελειώσει το φαγητό του.

Στον πρώτο όροφο της πολυκατοικίας μια πόρτα άνοιξε και μια ηλικιωμένη γυναίκα βγήκε στο μπαλκόνι. Κοίταξε με κάποια απορία το θέαμα του κοριτσιού με τον γάτο στο γρασίδι. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε την κόρη της να ταΐζει κάποιο από τα περιπλανώμενα ζώα της γειτονιάς, όμως ένοιωσε ότι τώρα επρόκειτο για κάτι διαφορετικό. Μόλις πριν ένα μήνα είχε ‘’φύγει’’ από γηρατειά ο Ερμής, ο γάτος που τον είχαν δεκαεφτά ολόκληρα χρόνια. Ο Ερμής που είχε γεννηθεί την ίδια ημερομηνία με την κόρη της και που μεγάλωσαν μαζί σ αυτό το ζεστό σπιτικό. Η κόρη της θρηνούσε ακόμα για τον χαμένο σύντροφο των παιδικών της χρόνων και η ίδια ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να την βοηθήσει να το ξεπεράσει, πέρα από το να μην αναφέρει καθόλου το όνομά του και να αλλάζει την συζήτηση όποτε η μικρή τον ανέφερε.

Τώρα η κόρη της είχε καθίσει δίπλα στον αδύνατο γάτο που έμοιαζε να λιμοκτονεί κι όταν εκείνος έγλυψε και τα τελευταία κομματάκια του ζαμπόν από το χαρτί το κορίτσι τον σήκωσε στην αγκαλιά της και τον τύλιξε με το ζεστό μπουφάν της.

Η γυναίκα χαμογέλασε και γύρισε να μπει στο σπίτι. Έκλεισε πίσω της την μπαλκονόπορτα και πήγε να ετοιμάσει μια ζεστή γωνιά για το καινούργιο μέλος της οικογένειας.

Ο Ερμής τους είχε επιστρέψει μέσα από αυτόν τον αδύνατο γάτο με τα κίτρινα πεινασμένα μάτια.



 Levina




5.11.24

Η ζωή της Φλο

 

Η Φλο κρύφτηκε κάτω από την ξύλινη σκάλα ενώ ο Νταής που την κυνήγησε για ένα ολόκληρο τετράγωνο στεκόταν θεόρατος από πάνω της και την έλουζε με τα σάλια που πετούσε καθώς γαύγιζε επίμονα, λυσσασμένος από θυμό που δεν είχε καταφέρει να πιάσει αυτή την γέρικη γκρίζα γάτα που έτρεχε σαν δαίμονας.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που η Φλο έβρισκε προστασία κάτω από αυτή την σκάλα. Γνώριζε πολύ καλά την γριά που έμενε μέσα στο σπίτι και που σχεδόν καθημερινά πετούσε τα αποφάγια της στα πεινασμένα γατιά της γειτονιάς. Ήξερε πως την γριά την ενοχλούσαν τα γαυγίσματα του Νταή που ερχόταν από την επάνω γειτονιά να κυνηγήσει τις γάτες και η Φλο ήταν σίγουρη πως η γριά θα έβγαινε να τον κυνηγήσει με το μπαστούνι της.

Δεν είχαν περάσει λίγα λεπτά και έγιναν όλα όπως τα είχε υπολογίσει η Φλο. Η γριά βγήκε έξαλλη, αναμαλλιασμένη ενώ στα λεπτά της πόδια φορούσε ένα ζευγάρι πάνινες παντόφλες και με ευστοχία ακοντιστή πέταξε το μπαστούνι της στην πλάτη του Νταή που έφυγε τρέχοντας σαν ζεματισμένος, ουρλιάζοντας  αν και περισσότερο είχε πονέσει η περηφάνεια του παρά η πλάτη του από το μπαστούνι.

Η γριά κατέβηκε αργά την παλιά σκάλα  που τα ξύλα της έτριζαν σε κάθε της βήμα,. για να μαζέψει από κάτω το μπαστούνι της και καθώς γύρισε να ανέβει και πάλι την σκάλα με δυσκολία, πιασμένη στο ετοιμόρροπο κάγκελο, είδε την φοβισμένη Φλο . Ποτέ δεν είχε βάλει κάποιο ζωντανό μέσα στο σπίτι της, όμως καθώς κοίταξε κατάματα αυτή την γέρικη πεινασμένη γάτα ένοιωσε πως μια αόρατη κλωστή την έδεσε μαζί της.

Η γριά δεν ήταν ιδιαίτερα τρυφερή με τα ζώα. Μπορεί να τους πετούσε τα λιγοστά αποφάγια της αλλά πάντα κρατούσε σε απόσταση αυτές τις λαίμαργες γάτες και τα σκυλιά που ξεσήκωναν τις γειτονιές με τα γαυγίσματα.

Έτσι και τώρα δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να αφήσει μια ελάχιστη χαραμάδα στην πόρτα της και αυτή ήταν η πρόσκληση για να περάσει η Φλο μέσα στο σπίτι της. Ούτε γύρισε να κοιτάξει αν την ακολουθούσε η γάτα.

Η Φλο ένοιωσε ότι κάτι είχε αλλάξει στην συμπεριφορά της γριάς και βγήκε από την προστασία που της πρόσφερε η παλιά σκάλα και στάθηκε για λίγο μπροστά στην μισάνοιχτη πόρτα και μετά μπήκε διστακτικά μέσα στο ζεστό σπίτι.

Δεν περίμενε ποτέ ότι στην ζωή της θα είχε μια δική της πολυθρόνα, ένα μπολ με φαγητό και φρέσκο νερό. Είχε ήδη χάσει στους δρόμους τις έξη από τις εφτά ζωές της κυνηγημένη από σκυλιά, παλεύοντας για ένα νεκρό πουλί με άλλες πιο δυνατές γάτες, τρώγοντας κλωτσιές από τους περαστικούς, περνώντας ανάμεσα από τις ρόδες των αυτοκινήτων, ψάχνοντας για καταφύγιο μέσα στα χιόνια ή για λίγες σταγόνες νερό στις τρύπες της ασφάλτου.

 Όλες αυτές οι κακουχίες της είχαν αφήσει δεκάδες ουλές κάτω από την θαμπή γκρίζα γούνα της, ένα μάτι που έβλεπε θολά και  πόνους στο λιπόσαρκο κορμί της που δεν μπορούσαν να γιατρευτούν, αλλά σαν γάτα είχε μάθει να τους κρύβει για να δείχνει δυνατή ανάμεσα στις άλλες πιο νέες από αυτήν γάτες που περίμεναν μια αδυναμία για να την παραμερίσουν και να την στείλουν εκεί που πάνε όλες οι γάτες που χάνουν και τις εφτά ζωές τους.

 Η γριά έμοιαζε να μην της δίνει καμία σημασία, έκλεισε μόνο την πόρτα πίσω τους και πήγε στην κουζίνα. Πήρε ένα πλαστικό πιάτο το γέμισε γάλα και το άφησε σε μια γωνιά. Έβαλε και νερό σε ένα παλιό κατσαρόλι και το έβαλε κι αυτό δίπλα στο πιάτο με το γάλα.

Η Φλο πλησίασε διστακτικά στην αρχή και άρχισε να πίνει λαίμαργα το γάλα με άγχος, περιμένοντας την κλωτσιά ή τις φωνές που θα την έδιωχναν και πάλι έξω στους δρόμους, όμως η γριά έφυγε και η γάτα ήρεμα πια συνέχισε να πίνει το γάλα της φτάνοντας στην κορυφή της ευτυχίας γιατί τι άλλο να περιμένει από ένα χορτάτο στομάχι και ένα ασφαλές καταφύγιο;

Η γριά είχε πάει να ξαπλώσει και η Φλο χορτάτη, αφού πρώτα έφερε έναν γύρο όλο το σπίτι, ψάχνοντας κάθε γωνιά για να βρει που είναι η παγίδα, στο τέλος ξάπλωσε σε ένα ζεστό χαλάκι μπροστά στο σβηστό τζάκι και έκλεισε τα μάτια της. Εκείνη την πρώτη βραδιά η γέρικη γάτα ξυπνούσε με το παραμικρό, ανίκανη να συνειδητοποιήσει ότι δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος να την απειλεί μέσα στο ζεστό σπίτι. Έτσι κι αλλιώς σε όλη της την ζωή δεν είχε κοιμηθεί ποτέ ήρεμα για περισσότερο από λίγα λεπτά και αυτό ήταν δύσκολο να αλλάξει σε μια νύχτα. Εξ άλλου ποιος ξέρει με τι διάθεση θα σηκωνόταν η γριά το πρωί!

Το ξημέρωμα βρήκε την Φλο σε ετοιμότητα αν και κατά βάθος δεν ήθελε να αφήσει την ζεστή γωνιά της. Η γριά σηκώθηκε και ήρθε σέρνοντας τις παντόφλες της. Μπήκε στην κουζίνα και άφησε ένα κομμάτι κρύο ψάρι στο πιάτο της Φλο που εκείνη το καταβρόχθισε λαίμαργα μέχρι η γριά να φτιάξει το δικό της πρωινό.

Όταν δυο ώρες αργότερα η γριά ντύθηκε για να πάει να κάνει τα ψώνια της άφησε ανοιχτή την πόρτα για να βγει και η Φλο που πίστεψε ότι η φιλοξενία της τελείωσε και η γριά την έδιωχνε. Ωστόσο δεν έφυγε, παρά κρύφτηκε και πάλι κάτω από την ξύλινη σκάλα περιμένοντας κι όταν η γριά επέστρεψε λίγο αργότερα κρατώντας δυο βαριές τσάντες της άφησε και πάλι την πόρτα μισάνοιχτη και η γέρικη γάτα τρύπωσε και πάλι μέσα στο ζεστό σπίτι.

Κοίτα τι σου πήρα … μουρμούρισε η γριά στην γάτα και έβγαλε από την τσάντα μια ντουζίνα κονσέρβες. Έτσι για πρώτη φορά η Φλο δοκίμασε κρέας σε κονσέρβα και ήταν τόσο νόστιμο αυτό το φαγητό που αν δεν ήταν γάτα θα αγκάλιαζε αυτή την παράξενη γριά και θα γέμιζε με φιλιά το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο. Όμως ήταν γάτα και το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τριγυρίζει στα πόδια της και να τρίβεται γουργουρίζοντας επάνω στις πάνινες παντόφλες της.

Οι μέρες περνούσαν και η Φλο ήταν πια η γάτα του σπιτιού. Μπαινόβγαινε με άνεση από την μισάνοιχτη πόρτα, κοιμόταν ατελείωτες ώρες στο ζεστό χαλάκι της και η γκρίζα γούνα της είχε πάρει μια ασημένια απόχρωση που δεν θύμιζε σε τίποτα την γερασμένη γάτα των δρόμων.

 Εκείνο το πρωινό η γριά με δυσκολία περπατούσε. Έβαλε στην Φλο πρώτα το φαγητό της, έφτιαξε όπως πάντα το τσάι της και κάθισε βαριά στην πολυθρόνα της. Είχαν περάσει πάνω από έξη μήνες που ζούσαν μαζί αυτά τα δυο μοναχικά πλάσματα και πλέον είχε μπει για καλά ο Χειμώνας. Η γριά έκλεισε τα μάτια και έγειρε πίσω στα μαξιλάρια της πολυθρόνας.

Θέλω να κοιμηθώ, μουρμούρισε και η Φλο που είχε τελειώσει με το φαΐ της πλησίασε παραξενεμένη. Την φόβισε αυτή η ακινησία της γριάς, την είχε ξαναδεί στους δρόμους που τριγύριζε όλα αυτά τα χρόνια. Ήταν η ίδια ακινησία που είχαν οι γάτες στους δρόμους, όταν το χιόνι σκέπαζε τα μάτια τους κι εκείνες παρέμεναν ακίνητες χωρίς να νοιώθουν πια φόβο και χωρίς καμία διάθεση για να προστατευτούν. Έτσι θα γινόταν και με την γριά σκέφτηκε η σοφή Φλο.

Στα κλειστά μάτια της γριάς η Φλο με τρόμο διάβασε τους μπελάδες που ερχόταν κατ’ επάνω της. Είδε την πείνα, τις αρρώστιες που ροκανίζουν το δέρμα, την ατελείωτη παγωνιά που έκανε το γέρικο κορμί της να τρέμει, είδε τους νταήδες της γειτονιάς και τα ατελείωτα κυνηγητά, είδε τις μπότες που την έσπρωχναν και την κλωτσούσαν. Για πρώτη φορά η Φλο πήδησε στα γόνατα της γριάς και κουλουριάστηκε στην ποδιά της. Ήταν αποφασισμένη να μοιραστεί μαζί της αυτή την μοναδική έβδομη ζωή που της είχε απομείνει φτάνει να είχαν μαζί την ίδια μοίρα.

Κάπου ψηλά στον ουρανό τα σύννεφα άνοιξαν και το χιόνι σταμάτησε να πέφτει. Μια λαμπερή αχτίδα ήλιου έπεσε βαριά επάνω στην γη, πέρασε μέσα από τα τζάμια και στάθηκε απαλά επάνω στην γάτα που ήταν κουλουριασμένη στην αγκαλιά της γριάς. 

Ο ουρανός χαμογελούσε με αυτό το θέαμα. 

Εφτά ζωές ψιθύρισαν τα σύννεφα. 

Εφτά ζωές ψιθύρισε και ο ήλιος.

Το απόγευμα η γριά ξύπνησε από τον λήθαργο που είχε πέσει και μαζί της ξύπνησε και η Φλο.

Η γριά χαμογέλασε στην γάτα και την χάιδεψε απαλά.

Πω πω πόσο κρύο κάνει ! μουρμούρισε η γριά και σηκώθηκε σβέλτα από την πολυθρόνα της, τεντώθηκε για να ξεμουδιάσει και έσκυψε να ανάψει το τζάκι. Μετά πήγε στην κουζίνα να γεμίσει το πιάτο της Φλο και να φτιάξει κάτι για να φάει και η ίδια.

Λοιπόν Φλο, έχουμε ακόμα πολύ ζωή μέσα μας, ψέματα; Είπε ζωηρά η γριά και η Φλο γουργούρισε ευχαριστημένη. Έφαγαν και οι δυο με όρεξη και μετά γύρισαν στην αγαπημένη τους πολυθρόνα μπροστά στο αναμμένο τζάκι. Η γριά άρχισε να πλέκει και η γάτα ανέβηκε στην αγκαλιά της και κουλουριάστηκε στην ποδιά της.

 

Εφτά χρόνια αργότερα μέσα στην βαρυχειμωνιά  άνοιξαν και πάλι οι ουρανοί και μια γριά με πάνινες παντόφλες ανέβαινε χαμογελώντας  προς το φως του ήλιου κρατώντας στην αγκαλιά της μια όμορφη γάτα με ασημένια γούνα και θολό το ένα μάτι.


                                                                      Levina





29.10.24

Αναπάντητη κλήση


« απουσιάζω , αφήστε μου το μήνυμά σας
και θα επικοινωνήσω μαζί σας το συντομότερο »

Ούτε κι αυτή την φορά απάντησε στην κλήση του, όμως εκείνος
ακόμα ελπίζει αν και δεν ξέρει πια  σε τι μπορεί να ελπίζει …
ίσως να ακούσει τον ήχο της φωνής της έστω και στον τηλεφωνητή.
Γι αυτό κατεβάζει το ακουστικό  στην συσκευή και αμέσως μετά
το σηκώνει και καλεί ξανά τον αριθμό να ακούσει το ίδιο
ηχογραφημένο μήνυμα  για εικοστή φορά, τις μετράει
όπως μετράει τις μέρες και τις ώρες που είναι μακριά του.
Δυο μήνες, εξήντα μέρες, χίλιες τετρακόσιες σαράντα ώρες…
χίλιες τετρακόσιες σαράντα μία … χωρίς τα χέρια του να μπορούν
να αγκαλιάσουν το κορμί της, δίχως να μπορεί να αντικρίζει
την μορφή της όταν γυρίζει από την δουλειά του τα απογεύματα ,
δίχως εκείνη να είναι στο πλάι του όταν ξαπλώνει και προσποιείται
πως την έχει κοντά του .
Βυθίζει το πρόσωπο του μέσα στο μαξιλάρι της που κρατά ακόμα
το άρωμά της κοιμάται με την μυρωδιά της να  τον πλημμυρίζει
και το πρωί που ξυπνά  πριν ανοίξει τα μάτια του της ψιθυρίζει Καλημέρα
μετά  … τον πνίγουν τα άδεια δωμάτια , η μοναξιά .
Κι όμως πριν λίγο καιρό  του έλεγε σ΄ αγαπώ, τον έκλεινε στην αγκαλιά της
κι εκείνος γελούσε  ευτυχισμένος και μετά τον ρωτούσε … μ΄ αγαπάς ?

Ήταν δική του,
του το είχε υποσχεθεί πως θα έμενε στο πλάι του για πάντα …
το κορμί , το μυαλό , η καρδιά της ήταν δικά του κι εκείνος
έπαιζε σαν μικρό παιδί μαζί τους !
Με το βελούδινο κορμί που τον δεχόταν στα ζεστά του βάθη
Με το μυαλό που ήταν αφοσιωμένο στην σκέψη του
Με την καρδιά που ο κάθε χτύπος ήταν μια μελωδία για εκείνον

Εκείνη έφυγε … έτσι ξαφνικά ή μάλλον όχι , δεν ήταν ξαφνικά!
Του το είχε πει πως δεν άντεχε άλλο την σιωπή του, ήθελε
να της μιλήσει για το πώς νοιώθει , μόνο αυτό του ζητούσε …
μια μικρή λέξη, ένα τόσο δα  σ΄ αγαπώ!
Ποτέ δεν της το είχε πει κι ας ήταν εκείνη ολόκληρη η ζωή του
και τώρα θα μπορούσε να της λέει χιλιάδες σ΄ αγαπώ
Να ξυπνά στο ίδιο μαξιλάρι μαζί της κι αντί για Καλημέρα να της λέει σ΄ αγαπώ
Να πίνουν τον καφέ τους κι αυτός να της ψιθυρίζει σ΄ αγαπώ
Να  περπατάνε στους δρόμους αγκαλιά και να της λέει σ΄ αγαπώ
Να  τρώνε στο ίδιο τραπέζι και να της λέει σ΄ αγαπώ

Ξημερώνει κι ακόμα με παγωμένα δάχτυλα και μουδιασμένες σκέψεις
προσπαθεί να σχηματίσει τον αριθμό.
Ακόμα μια φορά να ακούσει την λατρεμένη φωνή.

Ένα καινούργιο μήνυμα ακούγεται .

« ο αριθμός που καλείται δεν αντιστοιχεί σε συνδρομητή »




                                                                                                                        Levina