Books by Kleopatra Kathariou
Aπαγορεύεται η αναπαραγωγή εν όλω ή εν μέρει ή περιληπτικά κατά παράφραση ή διασκευή του παρόντος... more Aπαγορεύεται η αναπαραγωγή εν όλω ή εν μέρει ή περιληπτικά κατά παράφραση ή διασκευή του παρόντος με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, φωτοτυπικό, μηχανικό, ηλεκτρονικό ή άλλως πώς σύμφωνα με τους N. 2387/1920, 4301/1929, τα N.Δ. 3565/56, 4254/62, 4264/75, N. 100/75 και λοιπούς εν γένει κανόνες Διεθνούς Δικαίου χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.
Aπαγορεύεται η αναπαραγωγή εν όλω ή εν μέρει ή περιληπτικά κατά παράφραση ή διασκευή του παρόντος... more Aπαγορεύεται η αναπαραγωγή εν όλω ή εν μέρει ή περιληπτικά κατά παράφραση ή διασκευή του παρόντος με οποιοδήποτε μέσο ή τρόπο, φωτοτυπικό, μηχανικό, ηλεκτρονικό ή άλλως πώς σύμφωνα με τους N. 2387/1920, 4301/1929, τα N.Δ. 3565/56, 4254/62, 4264/75, N. 100/75 και λοιπούς εν γένει κανόνες Διεθνούς Δικαίου χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη.
Την τιμή της ανάθεσης της σύνταξης ενός τόμου της διεθνούς σειράς των CVA που αφορά τη συλλογή αγ... more Την τιμή της ανάθεσης της σύνταξης ενός τόμου της διεθνούς σειράς των CVA που αφορά τη συλλογή αγγείων του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης (εφεξής ΜΚΤ) την οφείλω στα μέλη της ελληνικής Επιτροπής για το CVA. Η έρευνα και η συγγραφή του κειμένου του τόμου αυτού πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο ενός ερευνητικού
προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από την Επιτροπή Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών. Η δομή του τόμου ακολουθεί τα πρότυπα της Διεθνούς Ακαδημίας Επιστημών που είναι και η υπεύθυνη για την έκδοση των CVA.
Στον πρόλογο (σ. 9-12) κρίθηκε απαραίτητο να παρουσιαστεί με συντομία η ιστορία της δημιουργίας της Συλλογής της οικογένειας Ν. Γουλανδρή στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η ίδρυση του ΜΚΤ το 1981 και ο σταδιακός εμπλουτισμός του με νέα εκθέματα που προέρχονται είτε από το εμπόριο έργων τέχνης είτε από δωρεές άλλων συλλεκτών, με σημαντικότερες εκείνες των Λ. Ευταξία και Κ. Πολίτη. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη συλλογή Λ. Ευταξία, εκμεταλλευόμενοι ενδείξεις και στοιχεία οδηγούμαστε στη διατύπωση της υπόθεσης, ότι πολλά από τα αγγεία της συλλογής αποτελούσαν πιθανότατα ταφικά ευρήματα και προέρχονται από τη γειτονική Βοιωτία, ενώ ειδικά στην περίπτωση δύο σκύφων πανομοιότυπων ως προς το σχήμα, το μέγεθος και το στιλ της διακόσμησής τους εικάζουμε ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν ένα ζεύγος αγγείων και να προέρχονται από τον ίδιο τάφο. Μετά τον πρόλογο ακολουθεί ένας κατάλογος (σ. 13-17) με τις συντομογραφίες της ξενόγλωσσης και ελληνικής βιβλιογραφίας που χρησιμοποιούνται στον τόμο αυτόν, ενώ η βιβλιογραφική ενημέρωση στάθηκε δυνατή μέχρι και το έτος 2007.
Στον εκτενή κατάλογο που ακολουθεί και που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του τόμου (σ. 19-125) παρουσιάζονται αναλυτικά ορισμένα από τα σημαντικότερα αγγεία της συλλογής του ΜΚΤ. Συνολικά μελετώνται 95 αγγεία, προϊόντα διαφόρων κεραμικών εργαστηρίων, που χρονικά καλύπτουν την περίοδο από τον 6ο μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ. Πρόκειται για αττικά, κυρίως, αγγεία που διακοσμούνται με τη μελανόμορφη και ερυθρόμορφη τεχνική, καθώς επίσης και για ορισμένα αγγεία «λευκού βάθους». Στον ίδιο τόμο περιλαμβάνονται και μελανόμορφα βοιωτικά και "χαλκιδικά" αγγεία, όπως επίσης και αγγεία που αποδίδονται σε εργαστήρια της Κάτω Ιταλίας και της Ανατολικής Ελλάδας [Υπάρχει μάλιστα η πρόθεση της σύνταξης ενός δεύτερου τόμου, όπου θα μελετώνται τα πρωιμότερα αγγεία του ΜΚΤ που χρονολογούνται από τους Γεωμετρικούς χρόνους έως και τον 7ο αιώνα π.Χ.].
Ο κατάλογος διαρθρώνεται με βάση την προέλευση και την τεχνική διακόσμησης των αγγείων. Προτάσσονται τα μελανόμορφα και μελανόγραφα (σ. 19-89, πίν. 1-58). Ανάμεσα στα μεγάλου μεγέθους μελανόμορφα αγγεία ξεχωρίζουν δύο αττικοί αμφορείς με λαιμό (πίν. 1-3 και 4-6) με παραστάσεις συγκέντρωσης θεών και Γιγαντομαχίας αντίστοιχα, μια «τυρρηνική» υδρία (πίν. 7-9) με παράσταση γαμήλιας πομπής με άρμα, ένας «χαλκιδικός» αμφορέας με λαιμό (πίν. 50-51) με παράσταση έφιππων Αμαζόνων και μια εξαιρετικής τέχνης οφθαλμωτή κύλικα (πίν. 56) της Ομάδας του Φινέα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης μια ομάδα έξι βοιωτικών κυλίκων (πίν. 44-49), στις οποίες στάθηκε δυνατό να αναγνωρίσουμε τα χέρια των δύο αγγειογράφων που τις διακόσμησαν όπως επίσης και να προτείνουμε την απόδοση στα χέρια τους και των παραστάσεων πολλών ακόμη αταύτιστων αγγείων άλλων συλλογών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι με την ίδια προσοχή εξετάζονται και τα μικρού μεγέθους και αμελέστερα ως προς την κατασκευή τους και την ποιότητα εκτέλεσής των παραστάσεων τους αγγεία με αποτέλεσμα την εξαγωγή ποικίλων και ενδιαφερόντων συμπερασμάτων ακόμη και σε περιπτώσεις μικκύλων αγγείων, όπως αυτά της λεγόμενης Ομάδας των Κύκνων (πίν. 39-41). Ιδιαίτερα αποδοτική σε ό,τι αφορά την εξαγωγή συμπερασμάτων στάθηκε και η μελέτη αγγείων μαζικής παραγωγής όπως είναι οι μικρού μεγέθους λήκυθοι, όπου διαπιστώνουμε ότι η επιλογή των θεμάτων τους συνδέεται άμεσα με τη χρήση τους και με τις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού στο οποίο απευθύνονταν, και ότι επιπλέον τα θέματα που επιλέγονταν για να διακοσμήσουν την κύρια ζώνη του σώματος τους συμφωνούν πλήρως με τα μοτίβα που επιλέγονταν για τη διακόσμηση του ώμου τους (βλ. χαρακτηριστικά τις ληκύθους της Ομάδας του Πετεινού, πίν. 24-25).
Με την ίδια κριτική και αναλυτική ματιά εξετάζονται και οι παραστάσεις των ερυθρόμορφων αγγείων που ακολουθούν (σ. 90-120, πίν. 59-88). Πρόκειται για τρεις πελίκες (πίν. 59-62) με σκηνές αποχαιρετισμού πολεμιστή, συνομιλίας νέων ιματιοφόρων και κώμου αντίστοιχα που όλες τους μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχες εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των Αθηναίων πολιτών. Ακολουθεί η παρουσίαση δύο κιονωτών κρατήρων (πίν. 63-68) με θέματα που χαρακτηρίζονται από ενδιαφέρουσες εικονογραφικές λεπτομέρειες και εξίσου ενδιαφέροντα εμπορικής φύσεως graffiti, τα οποία και σχολιάζονται στη συνέχεια. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι δύο καλυκωτοί κρατήρες (πίν. 69-71) που εξετάζονται στη συνέχεια, καθώς πέραν από τα θέματα αυτά καθαυτά κατέστη δυνατό να εντοπίσουμε το χέρι του κεραμέα που τους έπλασε, του κεραμικού εργαστηρίου όπου αυτός εργαζόταν – αυτό του Απλούστερου Στιλ - και του αγγειογράφου που ασχολήθηκε με τη διακόσμησή τους – του λεγόμενου Ζωγράφου του Κυνηγιού των Λαγών. Από τα αγγεία που παρουσιάζονται στη συνέχεια, ενδιαφέρουσες είναι και οι περιπτώσεις των δύο αταύτιστων οινοχοών (πίν. 77-78) όπως επίσης και των ληκύθων που ακολουθούν (πίν.79-83) όπου αναγνωρίζουμε και πάλι χέρια αγγειογράφων. Από τα ερυθρόμορφα αγγεία του ΜΚΤ που εξετάζονται στην παρούσα μονογραφία μεγάλο εικονογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο κωδωνόσχημοι κρατήρες (πίν. 72-74), η οινοχόη τύπου 3 (χους) (πίν. 77) με την σπάνια παράσταση ενός σατυρίσκου, η λήκυθος (πίν. 81-82) του Εργαστηρίου του Ζωγράφου του Αχιλλέα και ένας κωδωνόσχημος κρατήρας (πίν. 86-87), έργο ενός απουλικού εργαστηρίου. Το κείμενο ολοκληρώνεται με την εξέταση τεσσάρων αγγείων «λευκού βάθους» (πίν. 89-92).
Η εργασία συνοδεύεται από τρία ευρετήρια (σ. 126-132), ένα πρώτο αντιστοίχισης των αριθμών ευρετηρίου των αγγείων του ΜΚΤ με τους αντίστοιχους αριθμούς των πινάκων του καταλόγου, ένα δεύτερο ευρετήριο κεραμέων και αγγειογράφων και ένα τρίτο γενικό ευρετήριο με τα κύρια θέματα και αντικείμενα που εικονίζονται σε αυτά τα αγγεία. Στο τέλος παρατίθενται εικόνες με 58 σχέδια τομών - στο σύνολο των 95 εξεταζόμενων αγγείων - και 93 πίνακες με φωτογραφίες αυτών. Σε ό,τι αφορά ειδικά τα graffiti (όπου αυτά εντοπίστηκαν), σχέδια τους ενσωματώθηκαν στο κείμενο του καταλόγου, ενώ φωτογραφικές τους αποτυπώσεις αποδίδονται στον τελευταίο πίνακα του καταλόγου.
Papers in Periodicals by Kleopatra Kathariou
Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται μια αττική ερυθρόμορφη πελίκη (εικ. 1-4) που προέρχεται από ανασκ... more Στην εργασία αυτή παρουσιάζεται μια αττική ερυθρόμορφη πελίκη (εικ. 1-4) που προέρχεται από ανασκαφές του 19ου αιώνα στην Ταυρική Χερσόνησο και φυλάσσεται στη Σεβαστούπολη, στο Κρατικό Ιστορικό και Αρχαιολογικό Μουσείο της πόλης.
Καταρχήν σχολιάζεται η σταθερή παρουσία της πελίκης στην αττική κεραμική παραγωγή από το τελευταίο τέταρτο του 6ου μέχρι και τα τέλη του 4ου αι. Μέσα από παρατηρήσεις που αφορούν τη μορφολογική εξέλιξη του σχήματος αυτού καθαυτού σε συνάρτηση με τα διαφορετικού τύπου παραπληρωματικά μοτίβα που απαντούν κατά περίοδο καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση αγγείο δεν μπορεί να αποτελεί έργο του Ζωγράφου του Ιππόλυτου και να χρονολογηθεί στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., όπως είχε αρχικά προταθεί, αλλά να συνδεθεί με την παραγωγή πελικών του α΄ τετάρτου του 4ου αι. και συγκεκριμένα με εκείνη του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας και ειδικότερα με έργα της μέσης περιόδου δραστηριότητας του εργαστηρίου που μπορεί να τοποθετηθεί στη δεκαετία 390-380 π.Χ.
Στη συνέχεια, καθώς η υπό εξέταση πελίκη διατηρείται σε αποσπασματική κατάσταση, επιχειρούμε μέσα από τη σύγκρισή της με ακέραια σωζόμενα έργα του ίδιου εργαστηρίου να προχωρήσουμε στην συμπλήρωση τόσο των παραπληρωματικών μοτίβων όσο και των μορφών της παράστασης. Σε ό,τι αφορά τις μορφές της παράστασης διαπιστώνουμε ότι η κεντρική μορφή για την οποία προτάθηκε ότι πρόκειται για Απόλλωνα δεν μπορεί να είναι άλλη από την Άρτεμη, η οποία όπως προκύπτει από τη μελέτη των γραμματειακών πηγών συνδεόταν επίσης με τη Χώρα των Υπερβόρειων, όπου μετέβαινε κάθε χρόνο και μπορούσε επίσης να απεικονίζεται στην πλάτη ενός φτερωτού γρύπα. Πιο δύσκολη αποδεικνύεται η συμπλήρωση της μορφής που βρισκόταν μπροστά από την Άρτεμη, καθώς λείπει το μεγαλύτερο τμήμα της το οποίο και έχει συμπληρωθεί και επιχρωματιστεί. Μέσα από τη σύγκριση με ακέραια σωζόμενα έργα κατανοούμε πως το τμήμα που σώζεται μπροστά από το κεφάλι του γρύπα ανήκει στο ιμάτιο της χαμένης μορφής, ενώ από μια μικρή λεπτομέρεια στο ύψος της κεφαλής του Ερμή που προπορεύεται, αποκαλύπτεται ότι η μορφή αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη ενός φτερωτού Έρωτα. Η συμπλήρωση τέλος του εικονογραφικού τύπου του Ερμή που προπορεύεται των άλλων δύο αποδεικνύεται σχετικά εύκολη.
Μέσα από την ενδελεχή μελέτη των πηγών διαπιστώνουμε ότι η αδελφή του Απόλλωνα πέρα από τη σύνδεσή της με τη Χώρα των Υπερβόρειων είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Ταυρική Χερσόνησο, όπου εντοπίστηκε το συγκεκριμένο αγγείο: η θεά Παρθένος που λατρευόταν στη συγκεκριμένη πόλη αποτελούσε την τοπική παραλλαγή της θεάς που γνωρίζουμε ως Άρτεμη από το ελληνικό Πάνθεο, ενώ δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και στα νομίσματα της πόλης στην εμπρόσθια όψη εικονιζόταν η θεά και στην οπίσθια όψη ένας γρύπας.
Η εργασία ολοκληρώνεται με το σχολιασμό της χρήσης των πελικών και της εξαγωγής τους κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. σε μεγάλες ποσότητες σε διάφορες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας – από όπου η Αθήνα προμηθευόταν κυρίως σιτηρά – αλλά και σε περιοχές του Β. Αιγαίου, της Κυρηναϊκής ακτής και της ευρύτερης λεκάνης της Μεσογείου.
Αντικείμενο μελέτης στην παρούσα εργασία αποτελεί ένας ερυθρόμορφος δίνος (εικ. 1-4), προϊόν ενός... more Αντικείμενο μελέτης στην παρούσα εργασία αποτελεί ένας ερυθρόμορφος δίνος (εικ. 1-4), προϊόν ενός αθηναϊκού κεραμικού εργαστηρίου, που έγινε γνωστός στην ακαδημαϊκή κοινότητα μόλις το 2007, όταν πρωτοπαρουσιάστηκε σε έναν κατάλογο. Πρόκειται για ένα εξαιρετικής τέχνης αγγείο, τόσο ως προς το σχήμα όσο και ως προς θέμα με το οποίο διακοσμείται αλλά και τον τρόπο εκτέλεσής του.
Από τη μελέτη της μορφολογικής εξέλιξης του σχήματος αυτού καθαυτού προκύπτει καταρχήν ότι το εξεταζόμενο παράδειγμα εντάσσεται στην περίοδο που χρονολογούνται αντίστοιχα παραδείγματα που αποδίδονται στον Ζωγράφο του Νικία όπως επίσης και σε μέλη της νεότερης γενιάς αγγειογράφων της μεγάλης Πολυγνώτειας Ομάδας. Από την περαιτέρω μελέτη του εικονογραφικού σχήματος
και των επιμέρους εικονογραφικών τύπων των μορφών του δίνου αυτού, προκύπτει ότι μπορεί να συνδεθεί με αγγεία που διακόσμησε ο Ζωγράφος του Δίνου ή είναι της τεχνοτροπίας του.
Η εξέταση των στιλιστικών λεπτομερειών των μορφών του μάς αποκάλυψε ότι το χέρι του αγγειογράφου που τον διακόσμησε είναι το ίδιο χέρι με εκείνο που μπορούμε να αναγνωρίσουμε και σε άλλες δύο περιπτώσεις αγγείων, ενός καλυκωτού κρατήρα στην Βιέννη (εικ. 5-6) και ενός κωδωνόσχημου κρατήρα στην Οξφόρδη (εικ. 7). Στον αγγειογράφο των τριών αυτών αγγείων που εργαζόταν ακολουθώντας στενά την τεχνοτροπία του Ζωγράφου του Δίνου προτείνουμε να δοθεί το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Βιέννης 551 c, καθώς το καλύτερα διατηρημένο από τα δύο παράλληλα που εντοπίσαμε είναι ο καλυκωτός κρατήρας που φυλάσσεται στην αντίστοιχη συλλογή της Βιέννης. Η δραστηριότητα του Ζωγράφου της Βιέννης 551 c μπορεί να τοποθετηθεί στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., με τους δύο κρατήρες να αποτελούν πιθανότατα με βάση τη μορφολογία του σχήματος τους και τον πλούτο των παραπληρωματικών τους κοσμημάτων πρωιμότερα έργα και τον υπό εξέταση δίνο ύστερο έργο των τελευταίων χρόνων του 5ου αι.
Η εργασία κλείνει με το σχολιασμό των θεμάτων που επιλέγονταν για τη διακόσμηση των δίνων. Απαντώνται σταθερά διονυσιακές ή αθλητικές σκηνές ή σκηνές με ανώνυμους συμποσιαστές. Καθώς πρόκειται για ένα συμποσιακό αγγείο προχωράμε περαιτέρω στη διατύπωση της υπόθεσης ότι οι δίνοι ανάλογα με το θέμα του μπορούσαν κατά περίπτωση να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ενός γαμήλιου συμποσίου ή ενός που ακολουθούσε μετά από μια αθλητική νίκη, ενώ αργότερα θα μπορούσαν να συνοδεύσουν τον ιδιοκτήτη τους στον Κάτω Κόσμο – τον κόσμο του αιώνιου συμποσίου - ή ακόμη και να χρησιμοποιηθούν και ως τεφροδόχα αγγεία - όπως βεβαιώνεται από συγκεκριμένα παραδείγματα.
Με αφορμή δύο βοιωτικές κύλικες της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη σχολιάζονται στην παρούσα εργασ... more Με αφορμή δύο βοιωτικές κύλικες της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη σχολιάζονται στην παρούσα εργασία θέματα σχετικά με την παραγωγή αγγείων στα βοιωτικά κεραμικά εργαστήρια του β΄ τετάρτου του 5ου αι. π.Χ., περίοδο στην οποία χρονολογούνται και οι δύο υπό εξέταση κύλικες (τα σχέδια των τομών των οποίων εκπονήθηκαν από τη γράφουσα).
Την πρώτη κύλικα (εικ. 1a-e, 2) μπορούμε να την αποδώσουμε στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων, το συμβατικό όνομα του οποίου οφείλεται στον μελετητή Κ. Kilinski. O ίδιος μελετητής στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 2004 στο Quebec του Καναδά, αναγνωρίζει το χέρι ενός δεύτερου Βοιωτού αγγειογράφου ως υπεύθυνου για τη διακόσμηση δύο κυλίκων που παρουσιάζονταν στην εν λόγω έκθεση, στον οποίο δίνει το συμβατικό όνομα Ζωγράφος του Fossey, προς τιμήν του ερευνητή που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη της αρχαίας Βοιωτίας. Κατά την άποψή μας, στο χέρι του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων μπορούν να αποδοθούν συνολικά δεκάξι αγγεία (εικ. 3-14), μεταξύ των οποίων και τα δύο που απέδωσε ο Kilinski στον Ζωγράφο του Fossey. Για να επιβεβαιωθεί μια τέτοια υπόθεση, κρίνεται απαραίτητο να σχολιαστούν αναλυτικά όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την καλλιτεχνική προσωπικότητα του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων. Πιο συγκεκριμένα, μελετώνται οι εικονογραφικοί τύποι που χρησιμοποιεί, οι τρόποι που επιλέγει να αποδώσει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, τις ανατομικές λεπτομέρειες και την πτυχολογία των μορφών του, όπως επίσης και τα αντικείμενα με τα οποία κοσμεί το βάθος των παραστάσεων των αγγείων του. Γενικά, για την απόδοση των μορφών του επαναλαμβάνει συγκεκριμένους εικονογραφικούς τύπους, γεγονός που καθιστά εύκολη την αναγνώριση του χεριού του. Χαρακτηριστικός για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει τα άνω άκρα των γυναικείων μορφών που κινούνται, καθώς και τις απολήξεις των ενδυμάτων τους. Σε ό,τι αφορά τα αντικείμενα που διακρίνονται στο βάθος των παραστάσεων των αγγείων του, συχνά εικονίζονται δωρικοί κίονες, δέντρα, διπλωμένα ενδύματα, στεφάνια και ανεστραμμένα ανθέμια. Ελάχιστα (ή καθόλου) διαφοροποιημένες αποδίδονται επίσης και οι μορφές των ζώων.
Στη συνέχεια, μελετάται το σχήμα της συγκεκριμένης κύλικας και η παραπληρωματική της διακόσμηση. Στο σύνολο των δεκάξι κυλίκων που αποδίδουμε στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων εντοπίστηκαν άλλες εννέα με το ίδιο ακριβώς σχήμα με αυτό της κύλικας του Μουσείου Μπενάκη. Τέσσερις μάλιστα από αυτές που σχεδιάστηκαν αποκαλύπτουν το χέρι του ίδιου κεραμέα. Το γεγονός δε ότι και οι υπόλοιπες πέντε έχουν τις ίδιες σχεδόν διαστάσεις και οι λαβές τους είναι ανάλογα τοποθετημένες με αυτές που σχεδιάστηκαν, καθιστά δελεαστική την υπόθεση ότι όλες πλάστηκαν από τον ίδιο τεχνίτη.
Όσον αφορά την παραπληρωματική τους διακόσμηση, παρατηρείται ότι τα φύλλα κισσού που κοσμούν τον χώρο κάτω από τις λαβές, όπως και οι γραμμές που οριοθετούν τις παραστάσεις, είναι εκτελεσμένες με τον ίδιο τρόπο, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο Ζωγράφος των Τριών Σειρήνων ασχολήθηκε όχι μόνο τις παραστάσεις αλλά και με την παραπληρωματική διακόσμηση των αγγείων που του αποδίδονται.
Τη δεύτερη κύλικα (εικ. 15a-f) την αποδίδουμε σε έναν αγγειογράφο, στον οποίο δίνουμε το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Αρσενικής Σφίγγας, από το θέμα που επιλέγει για τη διακόσμηση του μεταλλίου της κύλικας αυτής. Κατά την άποψή μας, στο χέρι του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας μπορούν να αποδοθούν δύο ακόμη αγγεία (εικ. 16-17). Εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού των μέχρι σήμερα γνωστών έργων του, είναι αδύνατον να σχολιαστεί η προσωπικότητά του τόσο αναλυτικά όσο εκείνη του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων. Για τον λόγο αυτό παρουσιάζονται μόνο όσα χαρακτηριστικά του είναι αναγνωρίσιμα. Γενικά, οι μορφές του είναι ισχνές και θυμίζουν καρικατούρες. Δεν φαίνεται να προτιμά την επανάληψη εικονογραφικών τύπων στην έκταση του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων, αλλά να επιδιώκει την ποικιλία. Ένα επιπλέον σημαντικό χαρακτηριστικό του αποτελεί η εκτεταμένη χρήση βραχέων γραμμών τοποθετημένων σε πυκνή διάταξη.
Στη συνέχεια, μελετάται το σχήμα της συγκεκριμένης κύλικας και η παραπληρωματική της διακόσμηση. Παρατηρείται ότι και στην περίπτωση του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας οι δύο κύλικες που μπορούν να του αποδοθούν πλάστηκαν από το χέρι ενός και πάλι κεραμέα, όπως διαπιστώθηκε ότι συμβαίνει και στην περίπτωση των κυλίκων που αποδίδονται στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων και οι οποίες σχολιάστηκαν παραπάνω. Η μελέτη, τέλος, του παραπληρωματικού διακόσμου των δύο αυτών κυλίκων αποκαλύπτει ότι το χέρι του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας εκτέλεσε όχι μόνο τις μορφές των παραστάσεων αλλά και τα παραπληρωματικά μοτίβα.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι πως η ενδελεχής μελέτη των βοιωτικών αγγείων έχει πολλά να προσφέρει στην κατεύθυνση της πληρέστερης κατανόησης της κεραμικής παραγωγής της Βοιωτίας. Σε ό,τι αφορά τα θέματα που επιλέγονται για τη διακόσμησή τους, αυτά θα πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά σε σχέση με τα όσα γνωρίζουμε για τους θεσμούς, τους μύθους και τις λατρείες που βεβαιώνονται για τις βοιωτικές πόλεις και όχι με γνώμονα το τι ίσχυε την ίδια εποχή στη γειτονική Αθήνα.
Η εργασία αυτή γραμμένη στη γερμανική γλώσσα παρουσιάστηκε καταρχήν σε ένα συνέδριο που πραγματοπ... more Η εργασία αυτή γραμμένη στη γερμανική γλώσσα παρουσιάστηκε καταρχήν σε ένα συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2004 στο Πανεπιστήμιο της Βασιλείας, η δημοσίευση των πρακτικών του οποίου όμως καθυστερούσε, λόγος για τον οποίο η ομότιμη καθηγήτρια Ε. Simon επέλεξε να την παρουσιάσει εκ νέου στην αγγλική γλώσσα κατά τη διάρκεια της τελετής αναγόρευσής της ως επιτίμου διδάκτορος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου στις 7 Ιουνίου του 2006 και με την δεύτερη αυτή μορφή της δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εγνατία, με το τμήμα της δικής μου συμβολής με τη μορφή παραρτήματος να συνοδεύει το κείμενο της δικής της ομιλίας.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης η ομότιμη καθηγήτρια Ε. Simon, αναλύοντας το θέμα της τιμωρίας του Λυκούργου και των επιδράσεων που άσκησε το ομώνυμο έργο του Αισχύλου στην εικονιστική τέχνη, στηρίχθηκε μεταξύ των άλλων και στις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για το συγκεκριμένο μύθο παραστάσεις που κοσμούν μια ερυθρόμορφη κύλικα που φυλάσσεται σε μια ιδιωτική γερμανική συλλογή. Από τις φωτογραφίες που μου έστειλε διαπίστωσα ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικής ποιότητας έργο ενός ελάχιστα γνωστού αγγειογράφου του αθηναϊκού Κεραμεικού, ο οποίος είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Κενταυρομαχίας της Νέας Υόρκης. Στο συγκεκριμένο αγγειογράφο της υστεροκλασικής περιόδου, στον οποίο μέχρι σήμερα αποδίδονταν μόνο θραύσματα, προτείνω την απόδοση δύο ακέραια σωζόμενων αγγείων, ενός κιονωτού κρατήρα που περιλήφθηκε στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 1997 στο Würzburg όπως επίσης και μιας κύλικας που φυλάσσεται σε ιδιωτική αμερικανική συλλογή, η ύπαρξη της οποίας μου έγινε γνωστή από φωτογραφίες της που περιλήφθηκαν στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 2004 στο Northampton της Μασαχουσέτης.
Αφετηρία της συγκεκριμένης εργασίας αποτελεί μια πολυάριθμη ομάδα μελανόμορφων ληκύθων που παράγο... more Αφετηρία της συγκεκριμένης εργασίας αποτελεί μια πολυάριθμη ομάδα μελανόμορφων ληκύθων που παράγονταν στην Αθήνα στα τέλη του 6ου και στις πρώτες δεκαετίες του 5ου αι. π.Χ. και που είναι γνωστή με το συμβατικό όνομα «Ομάδα του Πετεινού» εξαιτίας του γεγονότος ότι στο χώρο του ώμου των αγγείων της ομάδας απαντά σταθερά ένας πετεινός. Με αφορμή την απεικόνιση πετεινών στη συγκεκριμένη θέση και μέσα από τη συγκριτική μελέτη των γραμματειακών πηγών, όπου αυτοί αναφέρονται, καταλήγουμε σε πολλά νέα συμπεράσματα.
Σε ό,τι αφορά το σχήμα των ληκύθων της ομάδας αυτό καθαυτό, διαπιστώνουμε καταρχήν ότι είναι δυνατή η ταξινόμησή τους σε πρωιμότερα και πιο ύστερα παραδείγματα. Στα κριτήρια μελέτης και κατάταξής τους πέραν των όσων προτάθηκαν από τους P.N. και A.D. Ure μπορούμε να προσθέσουμε αυτά της μορφολογίας του σχήματός τους, της ποιότητας του σχεδίου τους και του βαθμού έκτασης στη χρήση εγχάρακτων γραμμών και επίθετων χρωμάτων.
Στη συνέχεια όπως προκύπτει από τη μελέτη του τρόπου απόδοσης των εικονιζόμενων πετεινών και ειδικά από το χαμηλωμένο τους κεφάλι καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για πετεινούς που συμμετέχουν σε αγώνες. Παρατηρούμε μάλιστα ότι οι πετεινοί που κοσμούν τους ώμους των ληκύθων της ομώνυμης Ομάδας απεικονίζονται συνήθως στραμμένοι προς τα δεξιά. Από τη μελέτη αντίστοιχων παραστάσεων μαχών, όπου εικονίζονται και οι δύο αντίπαλοι – είτε άνθρωποι είτε ζώα, διαπιστώνουμε ότι ο νικητής είναι πάντα αυτός που εικονίζεται στραμμένος προς τα δεξιά, διαπίστωση που μάς οδηγεί στην υπόθεση πως και στην περίπτωση των μεμονωμένων πετεινών που απαντούν στις ληκύθους της ομώνυμης ομάδας πρόθεση του αγγειογράφου ήταν να απεικονίσει τον νικητή πετεινό. Ένα επιπλέον στοιχείο που ενισχύει την υπόθεση της απεικόνισης του νικητή πετεινού αποτελεί η διαπίστωση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ληκύθων της ομώνυμης Ομάδας ο πετεινός εικονίζεται με παχιές κόκκινες γραμμές τυλιγμένες γύρω από το σώμα του. Κατά τη γνώμη μας πρόκειται για τις κόκκινου χρώματος ταινίες που διακρίνονται να κοσμούν σε αντίστοιχες παραστάσεις τα άκρα νικητών αθλητών, όπως επίσης και το λαιμό και το στήθος των αλόγων που οδηγούσαν στη νίκη τους ιππείς/αρματοδρόμους.
Σε ό,τι αφορά τα θέματα που επιλέγονται για την διακόσμηση του σώματος των ληκύθων αυτών, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για θέματα που συνδέονται με τον κόσμο των ανδρών και τα ιδανικά τους. Για τον λόγο αυτό και η επιλογή ενός νικητή πετεινού ως θέματος στον ώμο των παραπάνω αγγείων αποδεικνύεται ότι ήταν κάθε άλλο παρά τυχαία και πως βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με το αντίστοιχο θέμα της κύριας ζώνης του σώματος των αγγείων αυτών, καθώς ο πετεινός με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν αποτελούσε ένα ιδανικό πρότυπο για τους άνδρες.
Από τη μελέτη των τόπων εύρεσης των ληκύθων της ομάδας προκύπτει ότι προορίζονταν κατά κύριο λόγο για την κάλυψη αναγκών της τοπικής αγοράς των Αθηνών και της αττικής υπαίθρου. Μια άλλη ενδιαφέρουσα διαπίστωση που προέκυψε από τη μελέτη μας είναι ότι λήκυθοι της Ομάδας του Πετεινού σε σεβαστές ποσότητες εντοπίστηκαν μεταξύ των άλλων σε περιοχές (π.χ. Τανάγρα, Ρόδος, κ.α.) που με βάση τα όσα αναφέρουν για αυτές οι γραπτές πηγές φημίζονταν για την εκτροφή πετεινών που προορίζονταν για αγώνες.
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι λήκυθοι της συγκεκριμένης ομάδας απευθύνονταν στο ανδρικό κοινό και προορίζονταν ως δώρα, αναθήματα σε ιερά ή ως προσφορές σε τάφους και πως το μικρό τους μέγεθος και η μέτρια ποιότητα εκτέλεσής τους τις έκανε ιδιαίτερα προσιτές, γεγονός που με τη σειρά του εξηγεί γιατί παράγονται μαζικά και εντοπίζονται σε τόσο μεγάλες ποσότητες.
Αντικείμενο μελέτης στο παρόν άρθρο αποτελεί μια αττική ερυθρόμορφη κύλικα που εμφανίστηκε στο Εμ... more Αντικείμενο μελέτης στο παρόν άρθρο αποτελεί μια αττική ερυθρόμορφη κύλικα που εμφανίστηκε στο Εμπόριο Έργων Τέχνης το 1997 και φυλάσσεται σήμερα σε συλλογή της Γερμανίας. Στο πρώτο τμήμα της μελέτης η ομότιμη καθηγήτρια E. Simon, μελετώντας τις παραστάσεις που κοσμούν το μετάλλιο και τις εξωτερικές πλευρές της κύλικας, διαπιστώνει ότι υπάρχει εικονογραφική συνάφεια μεταξύ τους και ότι συνδέονται με συγκεκριμένες εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν του Διονύσου και του Θησέα. Στο δεύτερο τμήμα της μελέτης ανέλαβα να εξετάσω τη δυνατότητα απόδοσης του συγκεκριμένου αγγείου σε κάποιον αγγειογράφο. Ο Η. Cahn πρότεινε στον κατάλογο, όπου αρχικά δημοσιεύτηκε, την απόδοσή του στο Ζωγράφο της Ιένας και τη χρονολόγησή του γύρω στα 380 π.Χ., στηριζόμενος στη εικονογραφική ομοιότητα των παραστάσεων του με παραστάσεις αγγείων του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας. Η εξέταση όμως του σχήματός του και της παραπληρωματικής του διακόσμησης καθιστά απαγορευτική μια τέτοια απόδοση και οδηγεί την έρευνα στην αναζήτηση ενός πρωϊμότερου κεραμικού εργαστηρίου των τελών του 5ου αι. π.Χ. Ακολουθώντας την ταξινόμηση που προτείνει ο Beazley, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι το συγκεκριμένο αγγείο θα πρέπει να αποδοθεί στην Ομάδα των αττικών κυλίκων που περιλαμβάνονται στο 75ο κεφάλαιο του καταλόγου του για τους αττικούς ερυθρόμορφους αγγειογράφους και είναι γνωστή στη βιβλιογραφία ως «Sub-Μeidian Cup-Group». Τα έργα της συγκεκριμένης ομάδας ακολουθούν την παράδοση του Ζωγράφου του Μειδία, παράδοση στην οποία αποδεικνύεται ότι στηρίχθηκε και ο Ζωγράφος της Ιένας, γεγονός που εξηγεί την αρχική πρόταση της απόδοσης του υπό εξέταση αγγείου από τον H. Cahn.
Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής μου παραμονής στο Ινστιτούτο Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστη... more Κατά τη διάρκεια της ερευνητικής μου παραμονής στο Ινστιτούτο Κλασικής Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου της Βέρνης είχα την ευκαιρία να εντοπίσω στην έκθεση της συλλογής του Ινστιτούτου και ένα θραύσμα παράστασης αττικού ερυθρόμορφου κωδωνόσχημου κρατήρα του πρώτου τετάρτου του 4ου αι. π.Χ. Ανάμεσα στα όστρακα που παραχωρήθηκαν ως δωρεά μαζί με το συγκεκριμένο θραύσμα διαπίστωσα στη συνέχεια ότι υπήρχαν ακόμη 38 όστρακα που συνανήκαν και που επέτρεπαν τη συμπλήρωση του συγκεκριμένου αγγείου σε κατατομή. Όταν επέστρεψε από το συντηρητή ήταν πλέον δυνατό να μελετηθεί και να σχεδιαστεί. Μέσα από παρατηρήσεις σχετικά με το σχήμα, την παραπληρωματική διακόσμηση και τα θέματα με τα οποία διακοσμείται βεβαιώνεται ότι πρόκειται για έργο του Εργαστηρίου του Ζωγράφου του Μελεάγρου και συγκεκριμένα για έργο της μέσης περιόδου δραστηριότητάς του. Αφού προσδιορίζεται με βάση στιλιστικά κριτήρια ότι πρόκειται για έργο ενός συνεργάτη του Ζωγράφου του Μελεάγρου, στον οποίο ο Beazley έδωσε το συμβατικό όνομα Ζωγράφος του Würzburg 523, σχολιάζονται το εικονογραφικό σχήμα και οι επιμέρους εικονογραφικοί τύποι που υιοθετούνται στην απόδοση του θέματος της κύριας πλευράς, εντοπίζονται τα πρότυπά τους σε εργαστήρια της προηγούμενης γενιάς και διευκρινίζονται οι σχέσεις μαθητείας που συνδέουν τους αγγειογράφους του πρώτου τετάρτου του 4ου αι. π.Χ. με αγγειογράφους των εργαστηρίων αυτών. Η εργασία ολοκληρώνεται με το σχολιασμό του εικονογραφικού θέματος της κύριας πλευράς.
Papers in Conference Proceedings by Kleopatra Kathariou
C. Sánchez Fernández – J. Tomás Garcia (eds), La cerámica ática fuera del Ática: contextos, usos y miradas, Studia Archaeologica (L’Erma di Bretschneider, Roma 2023), 119-141, 2023
This book brings together contributions that approach the study of Attic vases in peripheral plac... more This book brings together contributions that approach the study of Attic vases in peripheral places of the Mediterranean from different perspectives. This work was necessary since both the geographical and chronological areas, fundamentally the 4th century BC, have traditionally been poorly studied, so this publication represents an advance in the knowledge of Attic ceramics and its presence in non-Greek societies. The different chapters deal with the three life processes of the ceramic object, from its production in Attica, its commercialization and distribution, and amortization in its final contexts, where they find new uses and new perspectives.
An Attic Red-Figure Pelike of Group G from the Necropolis of Ancient Akanthos
The continuous ex... more An Attic Red-Figure Pelike of Group G from the Necropolis of Ancient Akanthos
The continuous excavations of the necropolis of Akanthos in northeast Chalcidice has produced among other finds, a substantial group of Attic red-figure vases, mainly mass-produced. The Late-Classical group of vases includes few examples of the so-called Group G pottery, one of the most enduring and highly productive Attic workshops, specializing in the construction of pelikai and other large vessels. Group G is found in several areas in the Mediterranean, the Northern Aegean and primarily the Black Sea. At the necropolis of Akanthos the pelikai play a significant role, as they are used as cinerary urns. This paper discusses the shape and the secondary decoration of these vases, which help us attribute them specifically to Group G, while in some cases the iconography of the main side of the vase deserves special attention because of its exceptional repertory. The discovery of Group G vases at Akanthos enriches our knowledge of the commercial network, the routes and the criteria defining their diffusion, in addition to the study of shape, function and choice of decoration.
Στην εργασία αυτή, η οποία παρουσιάστηκε στο 7ο Διεθνές Συνέδριο που οργάνωσαν από κοινού η επιτρ... more Στην εργασία αυτή, η οποία παρουσιάστηκε στο 7ο Διεθνές Συνέδριο που οργάνωσαν από κοινού η επιτροπή για το CVA και η Βαυαρική Ακαδημία Επιστημών στο Μόναχο το διάστημα 29-31 Οκτωβρίου 2014, επιχειρείται μια συνοπτική παρουσίαση όλων των νέων συμπερασμάτων στα οποία καταλήξαμε και που αλλάζουν δραστικά την εικόνα για το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας.
Μέσα από τη συγκριτική μελέτη τομών και παραπληρωματικών μοτίβων προκύπτει ότι το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας παρήγε τόσο ερυθρόμορφα όσο και μελαμβαφή αγγεία. Το πρώτο σχήμα, όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την παραγωγή αγγείων και με τις δύο τεχνικές, είναι το σχήμα των κυλίκων-σκύφων (εικ. 1-4). Η αντιπαραβολή τομών, των εμπίεστων κοσμημάτων που απαντούν στο χώρο των μεταλλίων τους και των ομόκεντρων κύκλων αντίστοιχα στους πυθμένες τους αποκαλύπτουν ότι πλάστηκαν και διακοσμήθηκαν από τα ίδια χέρια. Το δεύτερο σχήμα αγγείων, όπου αποδεικνύεται η παραγωγή αγγείων και με τις δύο τεχνικές είναι αυτό των κυλίκων χωρίς στέλεχος ποδιού (εικ. 5-7), όπου και πάλι η αντιπαραβολή τομών και μοτίβων μεταλλίων και πυθμένων είναι περισσότερο από εύγλωττη.
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή και άλλων σχημάτων πέραν των γνωστών από τους καταλόγους του Beazley, η επιτόπια έρευνα στην συλλογή του Πανεπιστημίου της Ιένας αποκάλυψε ότι το ομώνυμο εργαστήριο παρήγε μεταξύ των άλλων και κύλικες τύπου Acrocup (εικ. 9), αρυβαλλοειδείς ληκύθους (εικ. 10), πυξίδες (εικ. 11) και λεκανίδες (εικ. 12-13). Στην κρίσιμη περίοδο μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν νέες συνθήκες διαμορφώθηκαν στην ηττημένη Αθήνα, το Εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας, καθώς η ζήτηση για εξαιρετικής τέχνης αγγεία περιορίστηκε δραστικά, αναγνώρισε εγκαίρως τις νέες απαιτήσεις της αγοράς σε οικονομικότερα και μικρότερου μεγέθους αγγεία και προς αυτήν την κατεύθυνση έστρεψε σταδιακά την αλυσίδα παραγωγής του εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την βιωσιμότητά του.
Στην εργασία αυτή, η οποία παρουσιάστηκε στο Πρώτο Διεθνές Συνέδριο που οργανώθηκε από το Πανεπισ... more Στην εργασία αυτή, η οποία παρουσιάστηκε στο Πρώτο Διεθνές Συνέδριο που οργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου στη Σμύρνη το διάστημα 9-13 Μαΐου του 2011, ασχολούμαστε και πάλι με τη μελέτη υλικού που προέρχεται από το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας και ειδικότερα με την παραγωγή κυλίκων χωρίς στέλεχος ποδιού.
Χάρη στο σχεδιασμό των τομών ορισμένων ακέραια σωζόμενων αγγείων αυτού του σχήματος κατέστη δυνατόν να διακρίνουμε τα χέρια των κεραμέων που τα έπλασαν. Από τη μελέτη αυτών των τομών προκύπτει αβίαστα ότι δύο που φυλάσσονται στη Βόννη και στο Λονδίνο (πίν. 1-2.3-4 και εικ. 1-2) έγιναν από τον ίδιο κεραμέα, ενώ σε έναν δεύτερο κεραμέα θα πρέπει να αποδοθεί η κατασκευή δύο άλλων που φυλάσσονται αντίστοιχα στην Οξφόρδη και το Λονδίνο (πίν. 7-8.9-10 και εικ. 4-5).
Στη συνέχεια μέσα από τη σχεδίαση των ανθεμίων που κοσμούν το χώρο κάτω από τις λαβές των κυλίκων του συγκεκριμένου σχήματος (εικ. 7-8) όπως επίσης και των αντίστοιχων μοτίβων των κυλίκων τύπου Β που προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο (εικ. 9-11) και τη διαπίστωση ότι με ανάλογο τρόπο σχεδιάζονται και οι μορφές στα ίδια αγγεία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στο εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας μορφές και παραπληρωματικά μοτίβα εκτελούνταν από το ίδιο χέρι και ότι δεν απασχολούνταν βοηθοί σε αυτό, όπως συνέβαινε σε άλλα μεγάλα εργαστήρια του προηγούμενου αιώνα.
Εφόσον δεχτούμε ότι μορφές και μοτίβα εκτελέστηκαν από το ίδιο χέρι και στη περίπτωση μιας αποσπασματικά σωζόμενης κύλικας χωρίς στέλεχος ποδιού που φυλάσσεται στην Ιένα (πίν. 5-6), όπου τα ανθέμια που κοσμούν το χώρο κάτω από τις λαβές (εικ. 6) χαρακτηρίζονται από καταπληκτική ομοιότητα με αντίστοιχα μοτίβα (εικ. 7-8) σε αγγεία οι παραστάσεις των οποίων αποδίδονται στον Ζωγράφο του Διομήδη (πίν. 7-10), οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως και στην περίπτωση της συγκεκριμένης κύλικας στην Ιένα, μορφές και μοτίβα τα εκτέλεσε ο Ζωγράφος του Διομήδη. Η συγκεκριμένη διαπίστωση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς ο Ζωγράφος του Διομήδη όπως φαίνεται δεν εργαζόταν ακολουθώντας την τεχνοτροπία του Ζωγράφου της Ιένας, όπως πρότεινε ο Beazley, αλλά αποτελούσε ενεργό μέλος του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας.
Στην εργασία αυτή, η οποία παρουσιάστηκε στο Δεύτερο Συνέδριο για τους Αθηναίους Κεραμείς και Αγγ... more Στην εργασία αυτή, η οποία παρουσιάστηκε στο Δεύτερο Συνέδριο για τους Αθηναίους Κεραμείς και Αγγειογράφους που πραγματοποιήθηκε στην Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών στην Αθήνα το διάστημα 28-30 Μαρτίου 2007, ασχολούμαστε με το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας. Στην αρχή παρουσιάζεται η ιστορία της έρευνας για το συγκεκριμένο ζωγράφο και το εργαστήριό του και οι λόγοι που μας ώθησαν στην εκ νέου εξέταση της κεραμικής παραγωγής του εργαστηρίου αυτού.
Τα συμπεράσματα που προήλθαν από μια πρώτη επαφή με το υλικό που φυλάσσεται στην πανεπιστημιακή συλλογή της πόλης της Ιένας ήταν ποικίλα και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Εντοπίσαμε καταρχήν όστρακα που συνανήκουν (εικ. 1-2) και άλλα (εικ. 3-4) που λόγω των συνθηκών όπτησης έχασαν το μαύρο χρώμα του γανώματός τους και δεν μπορούν να συνδεθούν με τα υπόλοιπα παρά μόνο μέσα από τη μελέτη της τομής τους. Επιπλέον στάθηκε δυνατόν να εντοπιστούν ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που αφορούν στην παραγωγή τους. Σε ό,τι αφορά ειδικά την παραγωγή κυλίκων χωρίς στέλεχος ποδιού διαπιστώσαμε ότι τα κυκλοτερή ίχνη που εντοπίζονται αρκετά συχνά στην επιφάνεια του μεταλλίου τους συνδέονται με τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνταν μέσα στον κεραμικό κλίβανο. Στηριζόμενοι στη σταθερά επαναλαμβανόμενη διάμετρο των ιχνών αυτών μέσα από μια δοκιμή με τη βοήθεια Η/Υ (εικ. 5-8) καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πάνω στις κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού λόγω του χαμηλού ύψους των τοιχωμάτων τους και της θέσης των λαβών τους ήταν αδύνατον να τοποθετηθούν αγγεία του ίδιου σχήματος, ενώ με βάση την όμοια διάμετρο της βάσης τους και το μεγαλύτερο ύψος των τοιχωμάτων τους αυτά τα αγγεία θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι κύλικες-σκύφοι. Αντίθετα, στην περίπτωση μιας αποσπασματικά σωζόμενης κύλικας τύπου Β το αντίστοιχο ίχνος που είναι ορατό στο μετάλλιό της, αποδεικνύεται μέσα από μια
αντίστοιχη δοκιμή με Η/Υ (εικ. 9-10) ότι δημιουργήθηκε από την τοποθέτηση μιας δεύτερης κύλικας του ίδιου τύπου πάνω σε αυτήν.
Στην συνέχεια ασχολούμαστε ειδικότερα με την παραγωγή των κυλίκων τύπου Β. Μέσα από την σχεδίαση των τομών τους από την γράφουσα στάθηκε δυνατόν να αναγνωρίσουμε τα χέρια δύο διαφορετικών κεραμέων που ασχολήθηκαν με την παραγωγή αγγείων του συγκεκριμένου σχήματος. Χάρη στην ύπαρξη ορισμένων ακέραια σωζόμενων αγγείων των δύο αυτών κεραμέων (εικ. 11-12 του πρώτου κεραμέα και εικ. 13-14 του δεύτερου κεραμέα) μπορούμε να αποδώσουμε στα χέρια ενός εκ των δύο και όλα τα αποσπασματικά σωζόμενα παραδείγματα (εικ. 15-27). Διαπιστώνουμε, τέλος, ότι το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας ασχολήθηκε με την παραγωγή κυλίκων τύπου Β στην πρώιμη και μέση περίοδο δραστηριότητάς του και πως την περίοδο αυτή αρχίζουν να παράγονται αγγεία λιγότερο εύθραυστα από αυτές και για το λόγο αυτό περισσότερο πρακτικά, όπως ήταν οι κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού και οι κύλικες-σκύφοι, η παραγωγή των οποίων συνεχίζεται και στην ύστερη περίοδο.
Η εργασία έγινε δεκτή και παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμποσίου Κεραμικής που οργανώθη... more Η εργασία έγινε δεκτή και παρουσιάστηκε στο πλαίσιο του Διεθνούς Συμποσίου Κεραμικής που οργανώθηκε στο Κίελο της Γερμανίας το Σεπτέμβριο του 2001 προς τιμήν του καθηγητή Κ. Schauenburg με αφορμή τον εορτασμό των ογδοηκοστών γενεθλίων του. Συντάχθηκε σύμφωνα με έναν από τους τρεις βασικούς θεματικούς άξονες που πρότεινε η οργανωτική επιτροπή του συμποσίου και συγκεκριμένα με βάση τη λογική της αναζήτησης μέσα από τη μελέτη της κεραμικής πληροφοριών για την κοινωνία, τις πολιτικές και τις ιδεολογικές προεκτάσεις της εποχής δημιουργίας τους.
Το προς μελέτη θέμα αποτέλεσαν οι παραστάσεις της Αμυμώνης σε αττικά ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου και του πρώιμου 4ου αι. π.Χ. Αποκαλύφθηκε καταρχήν ότι οι εικονογραφικοί τύποι και τα εικονογραφικά σχήματα που χρησιμοποιούνται κληροδοτούνται από τα εργαστήρια μαθητείας στους αγγειογράφους της επόμενης γενιάς. Στη δημιουργία των συγκεκριμένων εικονογραφικών προτύπων, φαίνεται ότι επέδρασε κάποιο θεατρικό έργο, πιθανότατα μέσα από τη ανάθεση ενός πίνακα μετά από την επιτυχημένη διδασκαλία του επί σκηνής. Μια τέτοια υπόθεση εξηγεί γιατί στις παραστάσεις των αγγείων δεν απεικονίζονται ταυτόχρονα οι σάτυροι και ο Παπποσιληνός, καθώς ο διαφορετικός δραματικός τους χαρακτήρας δεν τους επέτρεπε να εμφανιστούν μαζί ούτε στη θεατρική σκηνή. Στη συνέχεια μελετάται
ποιο έργο θα μπορούσε να έχει επιδράσει στις παραστάσεις αγγείων του τέλους του 5ου και των αρχών του 4ου αι. π.Χ. Εφόσον δεχτεί κανείς ότι το έργο αυτό ήταν έργο της παλαιότερης θεατρικής παραγωγής (όπου ως γνωστόν τα μέλη του χορού διαδραμάτιζαν ακόμη σημαντικό ρόλο επί σκηνής, σε αντίθεση με τα νεότερα έργα), μπορεί να αναγνωρίσει στις ανώνυμες γυναικείες μορφές που κατακλύζουν το χώρο των σχετικών παραστάσεων τις Δαναΐδες, οι οποίες ως μέλη ενός δεύτερου χορού έρχονταν σε αντιπαράθεση με τα μέλη του σατυρικού χορού, τους Σατύρους.
Όσον αφορά, τέλος, στα κριτήρια επιλογής του μύθου με πρωταγωνιστές τον Ποσειδώνα και την Αμυμώνη καθοριστικό ρόλο φαίνεται να έπαιξαν οι πολιτικές σχέσεις των δύο πόλεων που εκπροσωπούσαν, της Αθήνας και του Άργους αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι οι θεατρικές παραστάσεις του μύθου του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης και οι αγγειογραφικές τους απεικονίσεις χρονολογούνται σε περιόδους, κατά τις οποίες οι δύο πόλεις συνδέονταν με φιλικές σχέσεις μεταξύ τους ή και με κάποια συμμαχία, ενώ όταν βρίσκονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Κατά την ανασκαφική περίοδο του 1995, στην οποία αναφέρεται η παρούσα ανακοίνωση, οι εργασίες στη... more Κατά την ανασκαφική περίοδο του 1995, στην οποία αναφέρεται η παρούσα ανακοίνωση, οι εργασίες στη διπλή Τράπεζα της Αγχιάλου περιορίστηκαν και πάλι στην κάτω Τράπεζα, με σκοπό την αποκάλυψη του κτιρίου, τμήμα του οποίου είχε έλθει στο φως κατά τις προηγούμενες ανασκαφικές περιόδους. Για το λόγο αυτό ανοίχθηκαν πέντε νέα σκάμματα και επανεξετάστηκαν τα δεδομένα δύο παλαιότερων σκαμμάτων. Αποκαλύφθηκαν πλίνθινοι τοίχοι, οι οποίοι αποτελούσαν τμήμα του κτιρίου, το στρώμα καταστροφής στο δάπεδο του κτιρίου, μερικοί μικρότεροι πλίνθινοι τοίχοι , οι οποίοι πιθανώς ανήκαν σε δωμάτια, και δυο θυραία ανοίγματα. Σχετικά με την ερμηνεία του κτιρίου ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα δύο πήλινων δισκίων, απολήξεις λαβών δύο σημαντικού μεγέθους, πιθανότατα τελετουργικών, αγγείων και μια κωνοειδής κατασκευή από στάχτη. Το κτίριο με βάση την επείσακτη αττική και, κυρίως, ευβοϊκή κεραμική που βρέθηκαν στο στρώμα καταστροφής μπορεί να χρονολογηθεί στο β΄ μισό του 8ου αι. π.Χ. Σημαντικά, τέλος, ήταν και τα ευρήματα του σκάμματος Δ8, όπου αποκαλύφθηκε λάκκος, ο οποίος περιείχε στάχτη, μεγάλη ποσότητα κεραμικής, οστά και όστρεα. Η κεραμική του λάκκου χρονολογείται στον 7ο αλλά και στον 6ο αι. π.Χ. και φαίνεται πως αποτέθηκε με μιας σε αυτόν.
Η εργασία παρουσιάζει την πρόοδο του ανασκαφικού έργου στη διπλή Τράπεζα της Αγχιάλου κατά την αν... more Η εργασία παρουσιάζει την πρόοδο του ανασκαφικού έργου στη διπλή Τράπεζα της Αγχιάλου κατά την ανασκαφική περίοδο του 1994. Η ανασκαφή συνεχίστηκε στην κάτω Τράπεζα, όπου την προηγούμενη χρονιά είχε εντοπιστεί ένα σημαντικό κτίριο της Γεωμετρικής εποχής. Στα πέντε σκάμματα που εξετάστηκαν εντοπίστηκαν αρχιτεκτονικά λείψανα που επίσης χρονολογούνται στη Γεωμετρική περίοδο. Καθώς μάλιστα εντοπίστηκε σε μεγάλη ποσότητα επείσακτης αττικής και, κυρίως, ευβοϊκής Γεωμετρικής κεραμικής, ενισχύεται η υπόθεση της ύπαρξης εμπορικών σχέσεων μεταξύ της συγκεκριμένης περιοχής και της Εύβοιας.
Honorary Volumes, Exhibition Catalogues etc. by Kleopatra Kathariou
Subject-matter of this paper is a fragment of an Attic black-figure amphora held in the Archaeolo... more Subject-matter of this paper is a fragment of an Attic black-figure amphora held in the Archaeological Museum of Lemnos that came to light in 1928 during excavations of the Italian Archaeological School held at the site of Hephaistia; this is only once documented in the form of a catalogue-entry and complemented with an old b/w photo in a monograph published in 2001, which presents all the material from the excavations carried out under the direction of Achille Adriani in the years 1928-30. Despite its fragmentary condition, it was a real challenge to try to reconstruct its exact shape, to define the iconographical theme depicted on it and to attribute it to the hand of a vase-painter. In fact, it came out that this is a neck-amphora painted by the Euphiletos Painter, who was one of the most prolific painters of Panathenaic amphorae active in the last third of the 6th c. BC. Although the majority of the vases with known provenance painted by his hand derive from Etruscan sites, thus attesting that the production of his workshop was strongly oriented to the Etruscan market, it was made possible to reconstruct a new commercial route that the traders carrying vases of the Euphiletos Painter’s workshop followed, towards the Aegean Islands and the East. Connoisseurship may seem old-fashioned and for its own sake but along with the careful study of shapes and subsidiary decoration enables us to discuss and to redefine matters about the ancient pottery production and the actual role potters, painters, consumers and traders played in it.
Uploads
Books by Kleopatra Kathariou
προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από την Επιτροπή Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών. Η δομή του τόμου ακολουθεί τα πρότυπα της Διεθνούς Ακαδημίας Επιστημών που είναι και η υπεύθυνη για την έκδοση των CVA.
Στον πρόλογο (σ. 9-12) κρίθηκε απαραίτητο να παρουσιαστεί με συντομία η ιστορία της δημιουργίας της Συλλογής της οικογένειας Ν. Γουλανδρή στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η ίδρυση του ΜΚΤ το 1981 και ο σταδιακός εμπλουτισμός του με νέα εκθέματα που προέρχονται είτε από το εμπόριο έργων τέχνης είτε από δωρεές άλλων συλλεκτών, με σημαντικότερες εκείνες των Λ. Ευταξία και Κ. Πολίτη. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη συλλογή Λ. Ευταξία, εκμεταλλευόμενοι ενδείξεις και στοιχεία οδηγούμαστε στη διατύπωση της υπόθεσης, ότι πολλά από τα αγγεία της συλλογής αποτελούσαν πιθανότατα ταφικά ευρήματα και προέρχονται από τη γειτονική Βοιωτία, ενώ ειδικά στην περίπτωση δύο σκύφων πανομοιότυπων ως προς το σχήμα, το μέγεθος και το στιλ της διακόσμησής τους εικάζουμε ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν ένα ζεύγος αγγείων και να προέρχονται από τον ίδιο τάφο. Μετά τον πρόλογο ακολουθεί ένας κατάλογος (σ. 13-17) με τις συντομογραφίες της ξενόγλωσσης και ελληνικής βιβλιογραφίας που χρησιμοποιούνται στον τόμο αυτόν, ενώ η βιβλιογραφική ενημέρωση στάθηκε δυνατή μέχρι και το έτος 2007.
Στον εκτενή κατάλογο που ακολουθεί και που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του τόμου (σ. 19-125) παρουσιάζονται αναλυτικά ορισμένα από τα σημαντικότερα αγγεία της συλλογής του ΜΚΤ. Συνολικά μελετώνται 95 αγγεία, προϊόντα διαφόρων κεραμικών εργαστηρίων, που χρονικά καλύπτουν την περίοδο από τον 6ο μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ. Πρόκειται για αττικά, κυρίως, αγγεία που διακοσμούνται με τη μελανόμορφη και ερυθρόμορφη τεχνική, καθώς επίσης και για ορισμένα αγγεία «λευκού βάθους». Στον ίδιο τόμο περιλαμβάνονται και μελανόμορφα βοιωτικά και "χαλκιδικά" αγγεία, όπως επίσης και αγγεία που αποδίδονται σε εργαστήρια της Κάτω Ιταλίας και της Ανατολικής Ελλάδας [Υπάρχει μάλιστα η πρόθεση της σύνταξης ενός δεύτερου τόμου, όπου θα μελετώνται τα πρωιμότερα αγγεία του ΜΚΤ που χρονολογούνται από τους Γεωμετρικούς χρόνους έως και τον 7ο αιώνα π.Χ.].
Ο κατάλογος διαρθρώνεται με βάση την προέλευση και την τεχνική διακόσμησης των αγγείων. Προτάσσονται τα μελανόμορφα και μελανόγραφα (σ. 19-89, πίν. 1-58). Ανάμεσα στα μεγάλου μεγέθους μελανόμορφα αγγεία ξεχωρίζουν δύο αττικοί αμφορείς με λαιμό (πίν. 1-3 και 4-6) με παραστάσεις συγκέντρωσης θεών και Γιγαντομαχίας αντίστοιχα, μια «τυρρηνική» υδρία (πίν. 7-9) με παράσταση γαμήλιας πομπής με άρμα, ένας «χαλκιδικός» αμφορέας με λαιμό (πίν. 50-51) με παράσταση έφιππων Αμαζόνων και μια εξαιρετικής τέχνης οφθαλμωτή κύλικα (πίν. 56) της Ομάδας του Φινέα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης μια ομάδα έξι βοιωτικών κυλίκων (πίν. 44-49), στις οποίες στάθηκε δυνατό να αναγνωρίσουμε τα χέρια των δύο αγγειογράφων που τις διακόσμησαν όπως επίσης και να προτείνουμε την απόδοση στα χέρια τους και των παραστάσεων πολλών ακόμη αταύτιστων αγγείων άλλων συλλογών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι με την ίδια προσοχή εξετάζονται και τα μικρού μεγέθους και αμελέστερα ως προς την κατασκευή τους και την ποιότητα εκτέλεσής των παραστάσεων τους αγγεία με αποτέλεσμα την εξαγωγή ποικίλων και ενδιαφερόντων συμπερασμάτων ακόμη και σε περιπτώσεις μικκύλων αγγείων, όπως αυτά της λεγόμενης Ομάδας των Κύκνων (πίν. 39-41). Ιδιαίτερα αποδοτική σε ό,τι αφορά την εξαγωγή συμπερασμάτων στάθηκε και η μελέτη αγγείων μαζικής παραγωγής όπως είναι οι μικρού μεγέθους λήκυθοι, όπου διαπιστώνουμε ότι η επιλογή των θεμάτων τους συνδέεται άμεσα με τη χρήση τους και με τις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού στο οποίο απευθύνονταν, και ότι επιπλέον τα θέματα που επιλέγονταν για να διακοσμήσουν την κύρια ζώνη του σώματος τους συμφωνούν πλήρως με τα μοτίβα που επιλέγονταν για τη διακόσμηση του ώμου τους (βλ. χαρακτηριστικά τις ληκύθους της Ομάδας του Πετεινού, πίν. 24-25).
Με την ίδια κριτική και αναλυτική ματιά εξετάζονται και οι παραστάσεις των ερυθρόμορφων αγγείων που ακολουθούν (σ. 90-120, πίν. 59-88). Πρόκειται για τρεις πελίκες (πίν. 59-62) με σκηνές αποχαιρετισμού πολεμιστή, συνομιλίας νέων ιματιοφόρων και κώμου αντίστοιχα που όλες τους μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχες εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των Αθηναίων πολιτών. Ακολουθεί η παρουσίαση δύο κιονωτών κρατήρων (πίν. 63-68) με θέματα που χαρακτηρίζονται από ενδιαφέρουσες εικονογραφικές λεπτομέρειες και εξίσου ενδιαφέροντα εμπορικής φύσεως graffiti, τα οποία και σχολιάζονται στη συνέχεια. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι δύο καλυκωτοί κρατήρες (πίν. 69-71) που εξετάζονται στη συνέχεια, καθώς πέραν από τα θέματα αυτά καθαυτά κατέστη δυνατό να εντοπίσουμε το χέρι του κεραμέα που τους έπλασε, του κεραμικού εργαστηρίου όπου αυτός εργαζόταν – αυτό του Απλούστερου Στιλ - και του αγγειογράφου που ασχολήθηκε με τη διακόσμησή τους – του λεγόμενου Ζωγράφου του Κυνηγιού των Λαγών. Από τα αγγεία που παρουσιάζονται στη συνέχεια, ενδιαφέρουσες είναι και οι περιπτώσεις των δύο αταύτιστων οινοχοών (πίν. 77-78) όπως επίσης και των ληκύθων που ακολουθούν (πίν.79-83) όπου αναγνωρίζουμε και πάλι χέρια αγγειογράφων. Από τα ερυθρόμορφα αγγεία του ΜΚΤ που εξετάζονται στην παρούσα μονογραφία μεγάλο εικονογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο κωδωνόσχημοι κρατήρες (πίν. 72-74), η οινοχόη τύπου 3 (χους) (πίν. 77) με την σπάνια παράσταση ενός σατυρίσκου, η λήκυθος (πίν. 81-82) του Εργαστηρίου του Ζωγράφου του Αχιλλέα και ένας κωδωνόσχημος κρατήρας (πίν. 86-87), έργο ενός απουλικού εργαστηρίου. Το κείμενο ολοκληρώνεται με την εξέταση τεσσάρων αγγείων «λευκού βάθους» (πίν. 89-92).
Η εργασία συνοδεύεται από τρία ευρετήρια (σ. 126-132), ένα πρώτο αντιστοίχισης των αριθμών ευρετηρίου των αγγείων του ΜΚΤ με τους αντίστοιχους αριθμούς των πινάκων του καταλόγου, ένα δεύτερο ευρετήριο κεραμέων και αγγειογράφων και ένα τρίτο γενικό ευρετήριο με τα κύρια θέματα και αντικείμενα που εικονίζονται σε αυτά τα αγγεία. Στο τέλος παρατίθενται εικόνες με 58 σχέδια τομών - στο σύνολο των 95 εξεταζόμενων αγγείων - και 93 πίνακες με φωτογραφίες αυτών. Σε ό,τι αφορά ειδικά τα graffiti (όπου αυτά εντοπίστηκαν), σχέδια τους ενσωματώθηκαν στο κείμενο του καταλόγου, ενώ φωτογραφικές τους αποτυπώσεις αποδίδονται στον τελευταίο πίνακα του καταλόγου.
Papers in Periodicals by Kleopatra Kathariou
Καταρχήν σχολιάζεται η σταθερή παρουσία της πελίκης στην αττική κεραμική παραγωγή από το τελευταίο τέταρτο του 6ου μέχρι και τα τέλη του 4ου αι. Μέσα από παρατηρήσεις που αφορούν τη μορφολογική εξέλιξη του σχήματος αυτού καθαυτού σε συνάρτηση με τα διαφορετικού τύπου παραπληρωματικά μοτίβα που απαντούν κατά περίοδο καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση αγγείο δεν μπορεί να αποτελεί έργο του Ζωγράφου του Ιππόλυτου και να χρονολογηθεί στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., όπως είχε αρχικά προταθεί, αλλά να συνδεθεί με την παραγωγή πελικών του α΄ τετάρτου του 4ου αι. και συγκεκριμένα με εκείνη του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας και ειδικότερα με έργα της μέσης περιόδου δραστηριότητας του εργαστηρίου που μπορεί να τοποθετηθεί στη δεκαετία 390-380 π.Χ.
Στη συνέχεια, καθώς η υπό εξέταση πελίκη διατηρείται σε αποσπασματική κατάσταση, επιχειρούμε μέσα από τη σύγκρισή της με ακέραια σωζόμενα έργα του ίδιου εργαστηρίου να προχωρήσουμε στην συμπλήρωση τόσο των παραπληρωματικών μοτίβων όσο και των μορφών της παράστασης. Σε ό,τι αφορά τις μορφές της παράστασης διαπιστώνουμε ότι η κεντρική μορφή για την οποία προτάθηκε ότι πρόκειται για Απόλλωνα δεν μπορεί να είναι άλλη από την Άρτεμη, η οποία όπως προκύπτει από τη μελέτη των γραμματειακών πηγών συνδεόταν επίσης με τη Χώρα των Υπερβόρειων, όπου μετέβαινε κάθε χρόνο και μπορούσε επίσης να απεικονίζεται στην πλάτη ενός φτερωτού γρύπα. Πιο δύσκολη αποδεικνύεται η συμπλήρωση της μορφής που βρισκόταν μπροστά από την Άρτεμη, καθώς λείπει το μεγαλύτερο τμήμα της το οποίο και έχει συμπληρωθεί και επιχρωματιστεί. Μέσα από τη σύγκριση με ακέραια σωζόμενα έργα κατανοούμε πως το τμήμα που σώζεται μπροστά από το κεφάλι του γρύπα ανήκει στο ιμάτιο της χαμένης μορφής, ενώ από μια μικρή λεπτομέρεια στο ύψος της κεφαλής του Ερμή που προπορεύεται, αποκαλύπτεται ότι η μορφή αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη ενός φτερωτού Έρωτα. Η συμπλήρωση τέλος του εικονογραφικού τύπου του Ερμή που προπορεύεται των άλλων δύο αποδεικνύεται σχετικά εύκολη.
Μέσα από την ενδελεχή μελέτη των πηγών διαπιστώνουμε ότι η αδελφή του Απόλλωνα πέρα από τη σύνδεσή της με τη Χώρα των Υπερβόρειων είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Ταυρική Χερσόνησο, όπου εντοπίστηκε το συγκεκριμένο αγγείο: η θεά Παρθένος που λατρευόταν στη συγκεκριμένη πόλη αποτελούσε την τοπική παραλλαγή της θεάς που γνωρίζουμε ως Άρτεμη από το ελληνικό Πάνθεο, ενώ δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και στα νομίσματα της πόλης στην εμπρόσθια όψη εικονιζόταν η θεά και στην οπίσθια όψη ένας γρύπας.
Η εργασία ολοκληρώνεται με το σχολιασμό της χρήσης των πελικών και της εξαγωγής τους κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. σε μεγάλες ποσότητες σε διάφορες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας – από όπου η Αθήνα προμηθευόταν κυρίως σιτηρά – αλλά και σε περιοχές του Β. Αιγαίου, της Κυρηναϊκής ακτής και της ευρύτερης λεκάνης της Μεσογείου.
Από τη μελέτη της μορφολογικής εξέλιξης του σχήματος αυτού καθαυτού προκύπτει καταρχήν ότι το εξεταζόμενο παράδειγμα εντάσσεται στην περίοδο που χρονολογούνται αντίστοιχα παραδείγματα που αποδίδονται στον Ζωγράφο του Νικία όπως επίσης και σε μέλη της νεότερης γενιάς αγγειογράφων της μεγάλης Πολυγνώτειας Ομάδας. Από την περαιτέρω μελέτη του εικονογραφικού σχήματος
και των επιμέρους εικονογραφικών τύπων των μορφών του δίνου αυτού, προκύπτει ότι μπορεί να συνδεθεί με αγγεία που διακόσμησε ο Ζωγράφος του Δίνου ή είναι της τεχνοτροπίας του.
Η εξέταση των στιλιστικών λεπτομερειών των μορφών του μάς αποκάλυψε ότι το χέρι του αγγειογράφου που τον διακόσμησε είναι το ίδιο χέρι με εκείνο που μπορούμε να αναγνωρίσουμε και σε άλλες δύο περιπτώσεις αγγείων, ενός καλυκωτού κρατήρα στην Βιέννη (εικ. 5-6) και ενός κωδωνόσχημου κρατήρα στην Οξφόρδη (εικ. 7). Στον αγγειογράφο των τριών αυτών αγγείων που εργαζόταν ακολουθώντας στενά την τεχνοτροπία του Ζωγράφου του Δίνου προτείνουμε να δοθεί το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Βιέννης 551 c, καθώς το καλύτερα διατηρημένο από τα δύο παράλληλα που εντοπίσαμε είναι ο καλυκωτός κρατήρας που φυλάσσεται στην αντίστοιχη συλλογή της Βιέννης. Η δραστηριότητα του Ζωγράφου της Βιέννης 551 c μπορεί να τοποθετηθεί στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., με τους δύο κρατήρες να αποτελούν πιθανότατα με βάση τη μορφολογία του σχήματος τους και τον πλούτο των παραπληρωματικών τους κοσμημάτων πρωιμότερα έργα και τον υπό εξέταση δίνο ύστερο έργο των τελευταίων χρόνων του 5ου αι.
Η εργασία κλείνει με το σχολιασμό των θεμάτων που επιλέγονταν για τη διακόσμηση των δίνων. Απαντώνται σταθερά διονυσιακές ή αθλητικές σκηνές ή σκηνές με ανώνυμους συμποσιαστές. Καθώς πρόκειται για ένα συμποσιακό αγγείο προχωράμε περαιτέρω στη διατύπωση της υπόθεσης ότι οι δίνοι ανάλογα με το θέμα του μπορούσαν κατά περίπτωση να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ενός γαμήλιου συμποσίου ή ενός που ακολουθούσε μετά από μια αθλητική νίκη, ενώ αργότερα θα μπορούσαν να συνοδεύσουν τον ιδιοκτήτη τους στον Κάτω Κόσμο – τον κόσμο του αιώνιου συμποσίου - ή ακόμη και να χρησιμοποιηθούν και ως τεφροδόχα αγγεία - όπως βεβαιώνεται από συγκεκριμένα παραδείγματα.
Την πρώτη κύλικα (εικ. 1a-e, 2) μπορούμε να την αποδώσουμε στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων, το συμβατικό όνομα του οποίου οφείλεται στον μελετητή Κ. Kilinski. O ίδιος μελετητής στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 2004 στο Quebec του Καναδά, αναγνωρίζει το χέρι ενός δεύτερου Βοιωτού αγγειογράφου ως υπεύθυνου για τη διακόσμηση δύο κυλίκων που παρουσιάζονταν στην εν λόγω έκθεση, στον οποίο δίνει το συμβατικό όνομα Ζωγράφος του Fossey, προς τιμήν του ερευνητή που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη της αρχαίας Βοιωτίας. Κατά την άποψή μας, στο χέρι του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων μπορούν να αποδοθούν συνολικά δεκάξι αγγεία (εικ. 3-14), μεταξύ των οποίων και τα δύο που απέδωσε ο Kilinski στον Ζωγράφο του Fossey. Για να επιβεβαιωθεί μια τέτοια υπόθεση, κρίνεται απαραίτητο να σχολιαστούν αναλυτικά όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την καλλιτεχνική προσωπικότητα του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων. Πιο συγκεκριμένα, μελετώνται οι εικονογραφικοί τύποι που χρησιμοποιεί, οι τρόποι που επιλέγει να αποδώσει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, τις ανατομικές λεπτομέρειες και την πτυχολογία των μορφών του, όπως επίσης και τα αντικείμενα με τα οποία κοσμεί το βάθος των παραστάσεων των αγγείων του. Γενικά, για την απόδοση των μορφών του επαναλαμβάνει συγκεκριμένους εικονογραφικούς τύπους, γεγονός που καθιστά εύκολη την αναγνώριση του χεριού του. Χαρακτηριστικός για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει τα άνω άκρα των γυναικείων μορφών που κινούνται, καθώς και τις απολήξεις των ενδυμάτων τους. Σε ό,τι αφορά τα αντικείμενα που διακρίνονται στο βάθος των παραστάσεων των αγγείων του, συχνά εικονίζονται δωρικοί κίονες, δέντρα, διπλωμένα ενδύματα, στεφάνια και ανεστραμμένα ανθέμια. Ελάχιστα (ή καθόλου) διαφοροποιημένες αποδίδονται επίσης και οι μορφές των ζώων.
Στη συνέχεια, μελετάται το σχήμα της συγκεκριμένης κύλικας και η παραπληρωματική της διακόσμηση. Στο σύνολο των δεκάξι κυλίκων που αποδίδουμε στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων εντοπίστηκαν άλλες εννέα με το ίδιο ακριβώς σχήμα με αυτό της κύλικας του Μουσείου Μπενάκη. Τέσσερις μάλιστα από αυτές που σχεδιάστηκαν αποκαλύπτουν το χέρι του ίδιου κεραμέα. Το γεγονός δε ότι και οι υπόλοιπες πέντε έχουν τις ίδιες σχεδόν διαστάσεις και οι λαβές τους είναι ανάλογα τοποθετημένες με αυτές που σχεδιάστηκαν, καθιστά δελεαστική την υπόθεση ότι όλες πλάστηκαν από τον ίδιο τεχνίτη.
Όσον αφορά την παραπληρωματική τους διακόσμηση, παρατηρείται ότι τα φύλλα κισσού που κοσμούν τον χώρο κάτω από τις λαβές, όπως και οι γραμμές που οριοθετούν τις παραστάσεις, είναι εκτελεσμένες με τον ίδιο τρόπο, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο Ζωγράφος των Τριών Σειρήνων ασχολήθηκε όχι μόνο τις παραστάσεις αλλά και με την παραπληρωματική διακόσμηση των αγγείων που του αποδίδονται.
Τη δεύτερη κύλικα (εικ. 15a-f) την αποδίδουμε σε έναν αγγειογράφο, στον οποίο δίνουμε το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Αρσενικής Σφίγγας, από το θέμα που επιλέγει για τη διακόσμηση του μεταλλίου της κύλικας αυτής. Κατά την άποψή μας, στο χέρι του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας μπορούν να αποδοθούν δύο ακόμη αγγεία (εικ. 16-17). Εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού των μέχρι σήμερα γνωστών έργων του, είναι αδύνατον να σχολιαστεί η προσωπικότητά του τόσο αναλυτικά όσο εκείνη του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων. Για τον λόγο αυτό παρουσιάζονται μόνο όσα χαρακτηριστικά του είναι αναγνωρίσιμα. Γενικά, οι μορφές του είναι ισχνές και θυμίζουν καρικατούρες. Δεν φαίνεται να προτιμά την επανάληψη εικονογραφικών τύπων στην έκταση του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων, αλλά να επιδιώκει την ποικιλία. Ένα επιπλέον σημαντικό χαρακτηριστικό του αποτελεί η εκτεταμένη χρήση βραχέων γραμμών τοποθετημένων σε πυκνή διάταξη.
Στη συνέχεια, μελετάται το σχήμα της συγκεκριμένης κύλικας και η παραπληρωματική της διακόσμηση. Παρατηρείται ότι και στην περίπτωση του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας οι δύο κύλικες που μπορούν να του αποδοθούν πλάστηκαν από το χέρι ενός και πάλι κεραμέα, όπως διαπιστώθηκε ότι συμβαίνει και στην περίπτωση των κυλίκων που αποδίδονται στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων και οι οποίες σχολιάστηκαν παραπάνω. Η μελέτη, τέλος, του παραπληρωματικού διακόσμου των δύο αυτών κυλίκων αποκαλύπτει ότι το χέρι του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας εκτέλεσε όχι μόνο τις μορφές των παραστάσεων αλλά και τα παραπληρωματικά μοτίβα.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι πως η ενδελεχής μελέτη των βοιωτικών αγγείων έχει πολλά να προσφέρει στην κατεύθυνση της πληρέστερης κατανόησης της κεραμικής παραγωγής της Βοιωτίας. Σε ό,τι αφορά τα θέματα που επιλέγονται για τη διακόσμησή τους, αυτά θα πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά σε σχέση με τα όσα γνωρίζουμε για τους θεσμούς, τους μύθους και τις λατρείες που βεβαιώνονται για τις βοιωτικές πόλεις και όχι με γνώμονα το τι ίσχυε την ίδια εποχή στη γειτονική Αθήνα.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης η ομότιμη καθηγήτρια Ε. Simon, αναλύοντας το θέμα της τιμωρίας του Λυκούργου και των επιδράσεων που άσκησε το ομώνυμο έργο του Αισχύλου στην εικονιστική τέχνη, στηρίχθηκε μεταξύ των άλλων και στις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για το συγκεκριμένο μύθο παραστάσεις που κοσμούν μια ερυθρόμορφη κύλικα που φυλάσσεται σε μια ιδιωτική γερμανική συλλογή. Από τις φωτογραφίες που μου έστειλε διαπίστωσα ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικής ποιότητας έργο ενός ελάχιστα γνωστού αγγειογράφου του αθηναϊκού Κεραμεικού, ο οποίος είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Κενταυρομαχίας της Νέας Υόρκης. Στο συγκεκριμένο αγγειογράφο της υστεροκλασικής περιόδου, στον οποίο μέχρι σήμερα αποδίδονταν μόνο θραύσματα, προτείνω την απόδοση δύο ακέραια σωζόμενων αγγείων, ενός κιονωτού κρατήρα που περιλήφθηκε στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 1997 στο Würzburg όπως επίσης και μιας κύλικας που φυλάσσεται σε ιδιωτική αμερικανική συλλογή, η ύπαρξη της οποίας μου έγινε γνωστή από φωτογραφίες της που περιλήφθηκαν στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 2004 στο Northampton της Μασαχουσέτης.
Σε ό,τι αφορά το σχήμα των ληκύθων της ομάδας αυτό καθαυτό, διαπιστώνουμε καταρχήν ότι είναι δυνατή η ταξινόμησή τους σε πρωιμότερα και πιο ύστερα παραδείγματα. Στα κριτήρια μελέτης και κατάταξής τους πέραν των όσων προτάθηκαν από τους P.N. και A.D. Ure μπορούμε να προσθέσουμε αυτά της μορφολογίας του σχήματός τους, της ποιότητας του σχεδίου τους και του βαθμού έκτασης στη χρήση εγχάρακτων γραμμών και επίθετων χρωμάτων.
Στη συνέχεια όπως προκύπτει από τη μελέτη του τρόπου απόδοσης των εικονιζόμενων πετεινών και ειδικά από το χαμηλωμένο τους κεφάλι καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για πετεινούς που συμμετέχουν σε αγώνες. Παρατηρούμε μάλιστα ότι οι πετεινοί που κοσμούν τους ώμους των ληκύθων της ομώνυμης Ομάδας απεικονίζονται συνήθως στραμμένοι προς τα δεξιά. Από τη μελέτη αντίστοιχων παραστάσεων μαχών, όπου εικονίζονται και οι δύο αντίπαλοι – είτε άνθρωποι είτε ζώα, διαπιστώνουμε ότι ο νικητής είναι πάντα αυτός που εικονίζεται στραμμένος προς τα δεξιά, διαπίστωση που μάς οδηγεί στην υπόθεση πως και στην περίπτωση των μεμονωμένων πετεινών που απαντούν στις ληκύθους της ομώνυμης ομάδας πρόθεση του αγγειογράφου ήταν να απεικονίσει τον νικητή πετεινό. Ένα επιπλέον στοιχείο που ενισχύει την υπόθεση της απεικόνισης του νικητή πετεινού αποτελεί η διαπίστωση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ληκύθων της ομώνυμης Ομάδας ο πετεινός εικονίζεται με παχιές κόκκινες γραμμές τυλιγμένες γύρω από το σώμα του. Κατά τη γνώμη μας πρόκειται για τις κόκκινου χρώματος ταινίες που διακρίνονται να κοσμούν σε αντίστοιχες παραστάσεις τα άκρα νικητών αθλητών, όπως επίσης και το λαιμό και το στήθος των αλόγων που οδηγούσαν στη νίκη τους ιππείς/αρματοδρόμους.
Σε ό,τι αφορά τα θέματα που επιλέγονται για την διακόσμηση του σώματος των ληκύθων αυτών, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για θέματα που συνδέονται με τον κόσμο των ανδρών και τα ιδανικά τους. Για τον λόγο αυτό και η επιλογή ενός νικητή πετεινού ως θέματος στον ώμο των παραπάνω αγγείων αποδεικνύεται ότι ήταν κάθε άλλο παρά τυχαία και πως βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με το αντίστοιχο θέμα της κύριας ζώνης του σώματος των αγγείων αυτών, καθώς ο πετεινός με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν αποτελούσε ένα ιδανικό πρότυπο για τους άνδρες.
Από τη μελέτη των τόπων εύρεσης των ληκύθων της ομάδας προκύπτει ότι προορίζονταν κατά κύριο λόγο για την κάλυψη αναγκών της τοπικής αγοράς των Αθηνών και της αττικής υπαίθρου. Μια άλλη ενδιαφέρουσα διαπίστωση που προέκυψε από τη μελέτη μας είναι ότι λήκυθοι της Ομάδας του Πετεινού σε σεβαστές ποσότητες εντοπίστηκαν μεταξύ των άλλων σε περιοχές (π.χ. Τανάγρα, Ρόδος, κ.α.) που με βάση τα όσα αναφέρουν για αυτές οι γραπτές πηγές φημίζονταν για την εκτροφή πετεινών που προορίζονταν για αγώνες.
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι λήκυθοι της συγκεκριμένης ομάδας απευθύνονταν στο ανδρικό κοινό και προορίζονταν ως δώρα, αναθήματα σε ιερά ή ως προσφορές σε τάφους και πως το μικρό τους μέγεθος και η μέτρια ποιότητα εκτέλεσής τους τις έκανε ιδιαίτερα προσιτές, γεγονός που με τη σειρά του εξηγεί γιατί παράγονται μαζικά και εντοπίζονται σε τόσο μεγάλες ποσότητες.
Papers in Conference Proceedings by Kleopatra Kathariou
The continuous excavations of the necropolis of Akanthos in northeast Chalcidice has produced among other finds, a substantial group of Attic red-figure vases, mainly mass-produced. The Late-Classical group of vases includes few examples of the so-called Group G pottery, one of the most enduring and highly productive Attic workshops, specializing in the construction of pelikai and other large vessels. Group G is found in several areas in the Mediterranean, the Northern Aegean and primarily the Black Sea. At the necropolis of Akanthos the pelikai play a significant role, as they are used as cinerary urns. This paper discusses the shape and the secondary decoration of these vases, which help us attribute them specifically to Group G, while in some cases the iconography of the main side of the vase deserves special attention because of its exceptional repertory. The discovery of Group G vases at Akanthos enriches our knowledge of the commercial network, the routes and the criteria defining their diffusion, in addition to the study of shape, function and choice of decoration.
Μέσα από τη συγκριτική μελέτη τομών και παραπληρωματικών μοτίβων προκύπτει ότι το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας παρήγε τόσο ερυθρόμορφα όσο και μελαμβαφή αγγεία. Το πρώτο σχήμα, όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την παραγωγή αγγείων και με τις δύο τεχνικές, είναι το σχήμα των κυλίκων-σκύφων (εικ. 1-4). Η αντιπαραβολή τομών, των εμπίεστων κοσμημάτων που απαντούν στο χώρο των μεταλλίων τους και των ομόκεντρων κύκλων αντίστοιχα στους πυθμένες τους αποκαλύπτουν ότι πλάστηκαν και διακοσμήθηκαν από τα ίδια χέρια. Το δεύτερο σχήμα αγγείων, όπου αποδεικνύεται η παραγωγή αγγείων και με τις δύο τεχνικές είναι αυτό των κυλίκων χωρίς στέλεχος ποδιού (εικ. 5-7), όπου και πάλι η αντιπαραβολή τομών και μοτίβων μεταλλίων και πυθμένων είναι περισσότερο από εύγλωττη.
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή και άλλων σχημάτων πέραν των γνωστών από τους καταλόγους του Beazley, η επιτόπια έρευνα στην συλλογή του Πανεπιστημίου της Ιένας αποκάλυψε ότι το ομώνυμο εργαστήριο παρήγε μεταξύ των άλλων και κύλικες τύπου Acrocup (εικ. 9), αρυβαλλοειδείς ληκύθους (εικ. 10), πυξίδες (εικ. 11) και λεκανίδες (εικ. 12-13). Στην κρίσιμη περίοδο μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν νέες συνθήκες διαμορφώθηκαν στην ηττημένη Αθήνα, το Εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας, καθώς η ζήτηση για εξαιρετικής τέχνης αγγεία περιορίστηκε δραστικά, αναγνώρισε εγκαίρως τις νέες απαιτήσεις της αγοράς σε οικονομικότερα και μικρότερου μεγέθους αγγεία και προς αυτήν την κατεύθυνση έστρεψε σταδιακά την αλυσίδα παραγωγής του εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την βιωσιμότητά του.
Χάρη στο σχεδιασμό των τομών ορισμένων ακέραια σωζόμενων αγγείων αυτού του σχήματος κατέστη δυνατόν να διακρίνουμε τα χέρια των κεραμέων που τα έπλασαν. Από τη μελέτη αυτών των τομών προκύπτει αβίαστα ότι δύο που φυλάσσονται στη Βόννη και στο Λονδίνο (πίν. 1-2.3-4 και εικ. 1-2) έγιναν από τον ίδιο κεραμέα, ενώ σε έναν δεύτερο κεραμέα θα πρέπει να αποδοθεί η κατασκευή δύο άλλων που φυλάσσονται αντίστοιχα στην Οξφόρδη και το Λονδίνο (πίν. 7-8.9-10 και εικ. 4-5).
Στη συνέχεια μέσα από τη σχεδίαση των ανθεμίων που κοσμούν το χώρο κάτω από τις λαβές των κυλίκων του συγκεκριμένου σχήματος (εικ. 7-8) όπως επίσης και των αντίστοιχων μοτίβων των κυλίκων τύπου Β που προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο (εικ. 9-11) και τη διαπίστωση ότι με ανάλογο τρόπο σχεδιάζονται και οι μορφές στα ίδια αγγεία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στο εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας μορφές και παραπληρωματικά μοτίβα εκτελούνταν από το ίδιο χέρι και ότι δεν απασχολούνταν βοηθοί σε αυτό, όπως συνέβαινε σε άλλα μεγάλα εργαστήρια του προηγούμενου αιώνα.
Εφόσον δεχτούμε ότι μορφές και μοτίβα εκτελέστηκαν από το ίδιο χέρι και στη περίπτωση μιας αποσπασματικά σωζόμενης κύλικας χωρίς στέλεχος ποδιού που φυλάσσεται στην Ιένα (πίν. 5-6), όπου τα ανθέμια που κοσμούν το χώρο κάτω από τις λαβές (εικ. 6) χαρακτηρίζονται από καταπληκτική ομοιότητα με αντίστοιχα μοτίβα (εικ. 7-8) σε αγγεία οι παραστάσεις των οποίων αποδίδονται στον Ζωγράφο του Διομήδη (πίν. 7-10), οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως και στην περίπτωση της συγκεκριμένης κύλικας στην Ιένα, μορφές και μοτίβα τα εκτέλεσε ο Ζωγράφος του Διομήδη. Η συγκεκριμένη διαπίστωση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς ο Ζωγράφος του Διομήδη όπως φαίνεται δεν εργαζόταν ακολουθώντας την τεχνοτροπία του Ζωγράφου της Ιένας, όπως πρότεινε ο Beazley, αλλά αποτελούσε ενεργό μέλος του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας.
Τα συμπεράσματα που προήλθαν από μια πρώτη επαφή με το υλικό που φυλάσσεται στην πανεπιστημιακή συλλογή της πόλης της Ιένας ήταν ποικίλα και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Εντοπίσαμε καταρχήν όστρακα που συνανήκουν (εικ. 1-2) και άλλα (εικ. 3-4) που λόγω των συνθηκών όπτησης έχασαν το μαύρο χρώμα του γανώματός τους και δεν μπορούν να συνδεθούν με τα υπόλοιπα παρά μόνο μέσα από τη μελέτη της τομής τους. Επιπλέον στάθηκε δυνατόν να εντοπιστούν ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που αφορούν στην παραγωγή τους. Σε ό,τι αφορά ειδικά την παραγωγή κυλίκων χωρίς στέλεχος ποδιού διαπιστώσαμε ότι τα κυκλοτερή ίχνη που εντοπίζονται αρκετά συχνά στην επιφάνεια του μεταλλίου τους συνδέονται με τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνταν μέσα στον κεραμικό κλίβανο. Στηριζόμενοι στη σταθερά επαναλαμβανόμενη διάμετρο των ιχνών αυτών μέσα από μια δοκιμή με τη βοήθεια Η/Υ (εικ. 5-8) καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πάνω στις κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού λόγω του χαμηλού ύψους των τοιχωμάτων τους και της θέσης των λαβών τους ήταν αδύνατον να τοποθετηθούν αγγεία του ίδιου σχήματος, ενώ με βάση την όμοια διάμετρο της βάσης τους και το μεγαλύτερο ύψος των τοιχωμάτων τους αυτά τα αγγεία θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι κύλικες-σκύφοι. Αντίθετα, στην περίπτωση μιας αποσπασματικά σωζόμενης κύλικας τύπου Β το αντίστοιχο ίχνος που είναι ορατό στο μετάλλιό της, αποδεικνύεται μέσα από μια
αντίστοιχη δοκιμή με Η/Υ (εικ. 9-10) ότι δημιουργήθηκε από την τοποθέτηση μιας δεύτερης κύλικας του ίδιου τύπου πάνω σε αυτήν.
Στην συνέχεια ασχολούμαστε ειδικότερα με την παραγωγή των κυλίκων τύπου Β. Μέσα από την σχεδίαση των τομών τους από την γράφουσα στάθηκε δυνατόν να αναγνωρίσουμε τα χέρια δύο διαφορετικών κεραμέων που ασχολήθηκαν με την παραγωγή αγγείων του συγκεκριμένου σχήματος. Χάρη στην ύπαρξη ορισμένων ακέραια σωζόμενων αγγείων των δύο αυτών κεραμέων (εικ. 11-12 του πρώτου κεραμέα και εικ. 13-14 του δεύτερου κεραμέα) μπορούμε να αποδώσουμε στα χέρια ενός εκ των δύο και όλα τα αποσπασματικά σωζόμενα παραδείγματα (εικ. 15-27). Διαπιστώνουμε, τέλος, ότι το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας ασχολήθηκε με την παραγωγή κυλίκων τύπου Β στην πρώιμη και μέση περίοδο δραστηριότητάς του και πως την περίοδο αυτή αρχίζουν να παράγονται αγγεία λιγότερο εύθραυστα από αυτές και για το λόγο αυτό περισσότερο πρακτικά, όπως ήταν οι κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού και οι κύλικες-σκύφοι, η παραγωγή των οποίων συνεχίζεται και στην ύστερη περίοδο.
Το προς μελέτη θέμα αποτέλεσαν οι παραστάσεις της Αμυμώνης σε αττικά ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου και του πρώιμου 4ου αι. π.Χ. Αποκαλύφθηκε καταρχήν ότι οι εικονογραφικοί τύποι και τα εικονογραφικά σχήματα που χρησιμοποιούνται κληροδοτούνται από τα εργαστήρια μαθητείας στους αγγειογράφους της επόμενης γενιάς. Στη δημιουργία των συγκεκριμένων εικονογραφικών προτύπων, φαίνεται ότι επέδρασε κάποιο θεατρικό έργο, πιθανότατα μέσα από τη ανάθεση ενός πίνακα μετά από την επιτυχημένη διδασκαλία του επί σκηνής. Μια τέτοια υπόθεση εξηγεί γιατί στις παραστάσεις των αγγείων δεν απεικονίζονται ταυτόχρονα οι σάτυροι και ο Παπποσιληνός, καθώς ο διαφορετικός δραματικός τους χαρακτήρας δεν τους επέτρεπε να εμφανιστούν μαζί ούτε στη θεατρική σκηνή. Στη συνέχεια μελετάται
ποιο έργο θα μπορούσε να έχει επιδράσει στις παραστάσεις αγγείων του τέλους του 5ου και των αρχών του 4ου αι. π.Χ. Εφόσον δεχτεί κανείς ότι το έργο αυτό ήταν έργο της παλαιότερης θεατρικής παραγωγής (όπου ως γνωστόν τα μέλη του χορού διαδραμάτιζαν ακόμη σημαντικό ρόλο επί σκηνής, σε αντίθεση με τα νεότερα έργα), μπορεί να αναγνωρίσει στις ανώνυμες γυναικείες μορφές που κατακλύζουν το χώρο των σχετικών παραστάσεων τις Δαναΐδες, οι οποίες ως μέλη ενός δεύτερου χορού έρχονταν σε αντιπαράθεση με τα μέλη του σατυρικού χορού, τους Σατύρους.
Όσον αφορά, τέλος, στα κριτήρια επιλογής του μύθου με πρωταγωνιστές τον Ποσειδώνα και την Αμυμώνη καθοριστικό ρόλο φαίνεται να έπαιξαν οι πολιτικές σχέσεις των δύο πόλεων που εκπροσωπούσαν, της Αθήνας και του Άργους αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι οι θεατρικές παραστάσεις του μύθου του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης και οι αγγειογραφικές τους απεικονίσεις χρονολογούνται σε περιόδους, κατά τις οποίες οι δύο πόλεις συνδέονταν με φιλικές σχέσεις μεταξύ τους ή και με κάποια συμμαχία, ενώ όταν βρίσκονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Honorary Volumes, Exhibition Catalogues etc. by Kleopatra Kathariou
προγράμματος που χρηματοδοτήθηκε από την Επιτροπή Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών. Η δομή του τόμου ακολουθεί τα πρότυπα της Διεθνούς Ακαδημίας Επιστημών που είναι και η υπεύθυνη για την έκδοση των CVA.
Στον πρόλογο (σ. 9-12) κρίθηκε απαραίτητο να παρουσιαστεί με συντομία η ιστορία της δημιουργίας της Συλλογής της οικογένειας Ν. Γουλανδρή στις αρχές της δεκαετίας του 1960, η ίδρυση του ΜΚΤ το 1981 και ο σταδιακός εμπλουτισμός του με νέα εκθέματα που προέρχονται είτε από το εμπόριο έργων τέχνης είτε από δωρεές άλλων συλλεκτών, με σημαντικότερες εκείνες των Λ. Ευταξία και Κ. Πολίτη. Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τη συλλογή Λ. Ευταξία, εκμεταλλευόμενοι ενδείξεις και στοιχεία οδηγούμαστε στη διατύπωση της υπόθεσης, ότι πολλά από τα αγγεία της συλλογής αποτελούσαν πιθανότατα ταφικά ευρήματα και προέρχονται από τη γειτονική Βοιωτία, ενώ ειδικά στην περίπτωση δύο σκύφων πανομοιότυπων ως προς το σχήμα, το μέγεθος και το στιλ της διακόσμησής τους εικάζουμε ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελούν ένα ζεύγος αγγείων και να προέρχονται από τον ίδιο τάφο. Μετά τον πρόλογο ακολουθεί ένας κατάλογος (σ. 13-17) με τις συντομογραφίες της ξενόγλωσσης και ελληνικής βιβλιογραφίας που χρησιμοποιούνται στον τόμο αυτόν, ενώ η βιβλιογραφική ενημέρωση στάθηκε δυνατή μέχρι και το έτος 2007.
Στον εκτενή κατάλογο που ακολουθεί και που καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του τόμου (σ. 19-125) παρουσιάζονται αναλυτικά ορισμένα από τα σημαντικότερα αγγεία της συλλογής του ΜΚΤ. Συνολικά μελετώνται 95 αγγεία, προϊόντα διαφόρων κεραμικών εργαστηρίων, που χρονικά καλύπτουν την περίοδο από τον 6ο μέχρι και τον 4ο αι. π.Χ. Πρόκειται για αττικά, κυρίως, αγγεία που διακοσμούνται με τη μελανόμορφη και ερυθρόμορφη τεχνική, καθώς επίσης και για ορισμένα αγγεία «λευκού βάθους». Στον ίδιο τόμο περιλαμβάνονται και μελανόμορφα βοιωτικά και "χαλκιδικά" αγγεία, όπως επίσης και αγγεία που αποδίδονται σε εργαστήρια της Κάτω Ιταλίας και της Ανατολικής Ελλάδας [Υπάρχει μάλιστα η πρόθεση της σύνταξης ενός δεύτερου τόμου, όπου θα μελετώνται τα πρωιμότερα αγγεία του ΜΚΤ που χρονολογούνται από τους Γεωμετρικούς χρόνους έως και τον 7ο αιώνα π.Χ.].
Ο κατάλογος διαρθρώνεται με βάση την προέλευση και την τεχνική διακόσμησης των αγγείων. Προτάσσονται τα μελανόμορφα και μελανόγραφα (σ. 19-89, πίν. 1-58). Ανάμεσα στα μεγάλου μεγέθους μελανόμορφα αγγεία ξεχωρίζουν δύο αττικοί αμφορείς με λαιμό (πίν. 1-3 και 4-6) με παραστάσεις συγκέντρωσης θεών και Γιγαντομαχίας αντίστοιχα, μια «τυρρηνική» υδρία (πίν. 7-9) με παράσταση γαμήλιας πομπής με άρμα, ένας «χαλκιδικός» αμφορέας με λαιμό (πίν. 50-51) με παράσταση έφιππων Αμαζόνων και μια εξαιρετικής τέχνης οφθαλμωτή κύλικα (πίν. 56) της Ομάδας του Φινέα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης μια ομάδα έξι βοιωτικών κυλίκων (πίν. 44-49), στις οποίες στάθηκε δυνατό να αναγνωρίσουμε τα χέρια των δύο αγγειογράφων που τις διακόσμησαν όπως επίσης και να προτείνουμε την απόδοση στα χέρια τους και των παραστάσεων πολλών ακόμη αταύτιστων αγγείων άλλων συλλογών. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι με την ίδια προσοχή εξετάζονται και τα μικρού μεγέθους και αμελέστερα ως προς την κατασκευή τους και την ποιότητα εκτέλεσής των παραστάσεων τους αγγεία με αποτέλεσμα την εξαγωγή ποικίλων και ενδιαφερόντων συμπερασμάτων ακόμη και σε περιπτώσεις μικκύλων αγγείων, όπως αυτά της λεγόμενης Ομάδας των Κύκνων (πίν. 39-41). Ιδιαίτερα αποδοτική σε ό,τι αφορά την εξαγωγή συμπερασμάτων στάθηκε και η μελέτη αγγείων μαζικής παραγωγής όπως είναι οι μικρού μεγέθους λήκυθοι, όπου διαπιστώνουμε ότι η επιλογή των θεμάτων τους συνδέεται άμεσα με τη χρήση τους και με τις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού στο οποίο απευθύνονταν, και ότι επιπλέον τα θέματα που επιλέγονταν για να διακοσμήσουν την κύρια ζώνη του σώματος τους συμφωνούν πλήρως με τα μοτίβα που επιλέγονταν για τη διακόσμηση του ώμου τους (βλ. χαρακτηριστικά τις ληκύθους της Ομάδας του Πετεινού, πίν. 24-25).
Με την ίδια κριτική και αναλυτική ματιά εξετάζονται και οι παραστάσεις των ερυθρόμορφων αγγείων που ακολουθούν (σ. 90-120, πίν. 59-88). Πρόκειται για τρεις πελίκες (πίν. 59-62) με σκηνές αποχαιρετισμού πολεμιστή, συνομιλίας νέων ιματιοφόρων και κώμου αντίστοιχα που όλες τους μπορούν να συνδεθούν με αντίστοιχες εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των Αθηναίων πολιτών. Ακολουθεί η παρουσίαση δύο κιονωτών κρατήρων (πίν. 63-68) με θέματα που χαρακτηρίζονται από ενδιαφέρουσες εικονογραφικές λεπτομέρειες και εξίσου ενδιαφέροντα εμπορικής φύσεως graffiti, τα οποία και σχολιάζονται στη συνέχεια. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζουν και οι δύο καλυκωτοί κρατήρες (πίν. 69-71) που εξετάζονται στη συνέχεια, καθώς πέραν από τα θέματα αυτά καθαυτά κατέστη δυνατό να εντοπίσουμε το χέρι του κεραμέα που τους έπλασε, του κεραμικού εργαστηρίου όπου αυτός εργαζόταν – αυτό του Απλούστερου Στιλ - και του αγγειογράφου που ασχολήθηκε με τη διακόσμησή τους – του λεγόμενου Ζωγράφου του Κυνηγιού των Λαγών. Από τα αγγεία που παρουσιάζονται στη συνέχεια, ενδιαφέρουσες είναι και οι περιπτώσεις των δύο αταύτιστων οινοχοών (πίν. 77-78) όπως επίσης και των ληκύθων που ακολουθούν (πίν.79-83) όπου αναγνωρίζουμε και πάλι χέρια αγγειογράφων. Από τα ερυθρόμορφα αγγεία του ΜΚΤ που εξετάζονται στην παρούσα μονογραφία μεγάλο εικονογραφικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν δύο κωδωνόσχημοι κρατήρες (πίν. 72-74), η οινοχόη τύπου 3 (χους) (πίν. 77) με την σπάνια παράσταση ενός σατυρίσκου, η λήκυθος (πίν. 81-82) του Εργαστηρίου του Ζωγράφου του Αχιλλέα και ένας κωδωνόσχημος κρατήρας (πίν. 86-87), έργο ενός απουλικού εργαστηρίου. Το κείμενο ολοκληρώνεται με την εξέταση τεσσάρων αγγείων «λευκού βάθους» (πίν. 89-92).
Η εργασία συνοδεύεται από τρία ευρετήρια (σ. 126-132), ένα πρώτο αντιστοίχισης των αριθμών ευρετηρίου των αγγείων του ΜΚΤ με τους αντίστοιχους αριθμούς των πινάκων του καταλόγου, ένα δεύτερο ευρετήριο κεραμέων και αγγειογράφων και ένα τρίτο γενικό ευρετήριο με τα κύρια θέματα και αντικείμενα που εικονίζονται σε αυτά τα αγγεία. Στο τέλος παρατίθενται εικόνες με 58 σχέδια τομών - στο σύνολο των 95 εξεταζόμενων αγγείων - και 93 πίνακες με φωτογραφίες αυτών. Σε ό,τι αφορά ειδικά τα graffiti (όπου αυτά εντοπίστηκαν), σχέδια τους ενσωματώθηκαν στο κείμενο του καταλόγου, ενώ φωτογραφικές τους αποτυπώσεις αποδίδονται στον τελευταίο πίνακα του καταλόγου.
Καταρχήν σχολιάζεται η σταθερή παρουσία της πελίκης στην αττική κεραμική παραγωγή από το τελευταίο τέταρτο του 6ου μέχρι και τα τέλη του 4ου αι. Μέσα από παρατηρήσεις που αφορούν τη μορφολογική εξέλιξη του σχήματος αυτού καθαυτού σε συνάρτηση με τα διαφορετικού τύπου παραπληρωματικά μοτίβα που απαντούν κατά περίοδο καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το υπό εξέταση αγγείο δεν μπορεί να αποτελεί έργο του Ζωγράφου του Ιππόλυτου και να χρονολογηθεί στο β΄ μισό του 4ου αι. π.Χ., όπως είχε αρχικά προταθεί, αλλά να συνδεθεί με την παραγωγή πελικών του α΄ τετάρτου του 4ου αι. και συγκεκριμένα με εκείνη του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας και ειδικότερα με έργα της μέσης περιόδου δραστηριότητας του εργαστηρίου που μπορεί να τοποθετηθεί στη δεκαετία 390-380 π.Χ.
Στη συνέχεια, καθώς η υπό εξέταση πελίκη διατηρείται σε αποσπασματική κατάσταση, επιχειρούμε μέσα από τη σύγκρισή της με ακέραια σωζόμενα έργα του ίδιου εργαστηρίου να προχωρήσουμε στην συμπλήρωση τόσο των παραπληρωματικών μοτίβων όσο και των μορφών της παράστασης. Σε ό,τι αφορά τις μορφές της παράστασης διαπιστώνουμε ότι η κεντρική μορφή για την οποία προτάθηκε ότι πρόκειται για Απόλλωνα δεν μπορεί να είναι άλλη από την Άρτεμη, η οποία όπως προκύπτει από τη μελέτη των γραμματειακών πηγών συνδεόταν επίσης με τη Χώρα των Υπερβόρειων, όπου μετέβαινε κάθε χρόνο και μπορούσε επίσης να απεικονίζεται στην πλάτη ενός φτερωτού γρύπα. Πιο δύσκολη αποδεικνύεται η συμπλήρωση της μορφής που βρισκόταν μπροστά από την Άρτεμη, καθώς λείπει το μεγαλύτερο τμήμα της το οποίο και έχει συμπληρωθεί και επιχρωματιστεί. Μέσα από τη σύγκριση με ακέραια σωζόμενα έργα κατανοούμε πως το τμήμα που σώζεται μπροστά από το κεφάλι του γρύπα ανήκει στο ιμάτιο της χαμένης μορφής, ενώ από μια μικρή λεπτομέρεια στο ύψος της κεφαλής του Ερμή που προπορεύεται, αποκαλύπτεται ότι η μορφή αυτή δεν είναι άλλη από εκείνη ενός φτερωτού Έρωτα. Η συμπλήρωση τέλος του εικονογραφικού τύπου του Ερμή που προπορεύεται των άλλων δύο αποδεικνύεται σχετικά εύκολη.
Μέσα από την ενδελεχή μελέτη των πηγών διαπιστώνουμε ότι η αδελφή του Απόλλωνα πέρα από τη σύνδεσή της με τη Χώρα των Υπερβόρειων είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Ταυρική Χερσόνησο, όπου εντοπίστηκε το συγκεκριμένο αγγείο: η θεά Παρθένος που λατρευόταν στη συγκεκριμένη πόλη αποτελούσε την τοπική παραλλαγή της θεάς που γνωρίζουμε ως Άρτεμη από το ελληνικό Πάνθεο, ενώ δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι και στα νομίσματα της πόλης στην εμπρόσθια όψη εικονιζόταν η θεά και στην οπίσθια όψη ένας γρύπας.
Η εργασία ολοκληρώνεται με το σχολιασμό της χρήσης των πελικών και της εξαγωγής τους κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. σε μεγάλες ποσότητες σε διάφορες πόλεις της Μαύρης Θάλασσας – από όπου η Αθήνα προμηθευόταν κυρίως σιτηρά – αλλά και σε περιοχές του Β. Αιγαίου, της Κυρηναϊκής ακτής και της ευρύτερης λεκάνης της Μεσογείου.
Από τη μελέτη της μορφολογικής εξέλιξης του σχήματος αυτού καθαυτού προκύπτει καταρχήν ότι το εξεταζόμενο παράδειγμα εντάσσεται στην περίοδο που χρονολογούνται αντίστοιχα παραδείγματα που αποδίδονται στον Ζωγράφο του Νικία όπως επίσης και σε μέλη της νεότερης γενιάς αγγειογράφων της μεγάλης Πολυγνώτειας Ομάδας. Από την περαιτέρω μελέτη του εικονογραφικού σχήματος
και των επιμέρους εικονογραφικών τύπων των μορφών του δίνου αυτού, προκύπτει ότι μπορεί να συνδεθεί με αγγεία που διακόσμησε ο Ζωγράφος του Δίνου ή είναι της τεχνοτροπίας του.
Η εξέταση των στιλιστικών λεπτομερειών των μορφών του μάς αποκάλυψε ότι το χέρι του αγγειογράφου που τον διακόσμησε είναι το ίδιο χέρι με εκείνο που μπορούμε να αναγνωρίσουμε και σε άλλες δύο περιπτώσεις αγγείων, ενός καλυκωτού κρατήρα στην Βιέννη (εικ. 5-6) και ενός κωδωνόσχημου κρατήρα στην Οξφόρδη (εικ. 7). Στον αγγειογράφο των τριών αυτών αγγείων που εργαζόταν ακολουθώντας στενά την τεχνοτροπία του Ζωγράφου του Δίνου προτείνουμε να δοθεί το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Βιέννης 551 c, καθώς το καλύτερα διατηρημένο από τα δύο παράλληλα που εντοπίσαμε είναι ο καλυκωτός κρατήρας που φυλάσσεται στην αντίστοιχη συλλογή της Βιέννης. Η δραστηριότητα του Ζωγράφου της Βιέννης 551 c μπορεί να τοποθετηθεί στο τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ., με τους δύο κρατήρες να αποτελούν πιθανότατα με βάση τη μορφολογία του σχήματος τους και τον πλούτο των παραπληρωματικών τους κοσμημάτων πρωιμότερα έργα και τον υπό εξέταση δίνο ύστερο έργο των τελευταίων χρόνων του 5ου αι.
Η εργασία κλείνει με το σχολιασμό των θεμάτων που επιλέγονταν για τη διακόσμηση των δίνων. Απαντώνται σταθερά διονυσιακές ή αθλητικές σκηνές ή σκηνές με ανώνυμους συμποσιαστές. Καθώς πρόκειται για ένα συμποσιακό αγγείο προχωράμε περαιτέρω στη διατύπωση της υπόθεσης ότι οι δίνοι ανάλογα με το θέμα του μπορούσαν κατά περίπτωση να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες ενός γαμήλιου συμποσίου ή ενός που ακολουθούσε μετά από μια αθλητική νίκη, ενώ αργότερα θα μπορούσαν να συνοδεύσουν τον ιδιοκτήτη τους στον Κάτω Κόσμο – τον κόσμο του αιώνιου συμποσίου - ή ακόμη και να χρησιμοποιηθούν και ως τεφροδόχα αγγεία - όπως βεβαιώνεται από συγκεκριμένα παραδείγματα.
Την πρώτη κύλικα (εικ. 1a-e, 2) μπορούμε να την αποδώσουμε στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων, το συμβατικό όνομα του οποίου οφείλεται στον μελετητή Κ. Kilinski. O ίδιος μελετητής στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 2004 στο Quebec του Καναδά, αναγνωρίζει το χέρι ενός δεύτερου Βοιωτού αγγειογράφου ως υπεύθυνου για τη διακόσμηση δύο κυλίκων που παρουσιάζονταν στην εν λόγω έκθεση, στον οποίο δίνει το συμβατικό όνομα Ζωγράφος του Fossey, προς τιμήν του ερευνητή που αφιέρωσε τη ζωή του στη μελέτη της αρχαίας Βοιωτίας. Κατά την άποψή μας, στο χέρι του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων μπορούν να αποδοθούν συνολικά δεκάξι αγγεία (εικ. 3-14), μεταξύ των οποίων και τα δύο που απέδωσε ο Kilinski στον Ζωγράφο του Fossey. Για να επιβεβαιωθεί μια τέτοια υπόθεση, κρίνεται απαραίτητο να σχολιαστούν αναλυτικά όλα εκείνα τα στοιχεία που συνθέτουν την καλλιτεχνική προσωπικότητα του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων. Πιο συγκεκριμένα, μελετώνται οι εικονογραφικοί τύποι που χρησιμοποιεί, οι τρόποι που επιλέγει να αποδώσει τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά, τις ανατομικές λεπτομέρειες και την πτυχολογία των μορφών του, όπως επίσης και τα αντικείμενα με τα οποία κοσμεί το βάθος των παραστάσεων των αγγείων του. Γενικά, για την απόδοση των μορφών του επαναλαμβάνει συγκεκριμένους εικονογραφικούς τύπους, γεγονός που καθιστά εύκολη την αναγνώριση του χεριού του. Χαρακτηριστικός για τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη είναι και ο τρόπος με τον οποίο αποδίδει τα άνω άκρα των γυναικείων μορφών που κινούνται, καθώς και τις απολήξεις των ενδυμάτων τους. Σε ό,τι αφορά τα αντικείμενα που διακρίνονται στο βάθος των παραστάσεων των αγγείων του, συχνά εικονίζονται δωρικοί κίονες, δέντρα, διπλωμένα ενδύματα, στεφάνια και ανεστραμμένα ανθέμια. Ελάχιστα (ή καθόλου) διαφοροποιημένες αποδίδονται επίσης και οι μορφές των ζώων.
Στη συνέχεια, μελετάται το σχήμα της συγκεκριμένης κύλικας και η παραπληρωματική της διακόσμηση. Στο σύνολο των δεκάξι κυλίκων που αποδίδουμε στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων εντοπίστηκαν άλλες εννέα με το ίδιο ακριβώς σχήμα με αυτό της κύλικας του Μουσείου Μπενάκη. Τέσσερις μάλιστα από αυτές που σχεδιάστηκαν αποκαλύπτουν το χέρι του ίδιου κεραμέα. Το γεγονός δε ότι και οι υπόλοιπες πέντε έχουν τις ίδιες σχεδόν διαστάσεις και οι λαβές τους είναι ανάλογα τοποθετημένες με αυτές που σχεδιάστηκαν, καθιστά δελεαστική την υπόθεση ότι όλες πλάστηκαν από τον ίδιο τεχνίτη.
Όσον αφορά την παραπληρωματική τους διακόσμηση, παρατηρείται ότι τα φύλλα κισσού που κοσμούν τον χώρο κάτω από τις λαβές, όπως και οι γραμμές που οριοθετούν τις παραστάσεις, είναι εκτελεσμένες με τον ίδιο τρόπο, γεγονός που υποδηλώνει ότι ο Ζωγράφος των Τριών Σειρήνων ασχολήθηκε όχι μόνο τις παραστάσεις αλλά και με την παραπληρωματική διακόσμηση των αγγείων που του αποδίδονται.
Τη δεύτερη κύλικα (εικ. 15a-f) την αποδίδουμε σε έναν αγγειογράφο, στον οποίο δίνουμε το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Αρσενικής Σφίγγας, από το θέμα που επιλέγει για τη διακόσμηση του μεταλλίου της κύλικας αυτής. Κατά την άποψή μας, στο χέρι του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας μπορούν να αποδοθούν δύο ακόμη αγγεία (εικ. 16-17). Εξαιτίας του περιορισμένου αριθμού των μέχρι σήμερα γνωστών έργων του, είναι αδύνατον να σχολιαστεί η προσωπικότητά του τόσο αναλυτικά όσο εκείνη του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων. Για τον λόγο αυτό παρουσιάζονται μόνο όσα χαρακτηριστικά του είναι αναγνωρίσιμα. Γενικά, οι μορφές του είναι ισχνές και θυμίζουν καρικατούρες. Δεν φαίνεται να προτιμά την επανάληψη εικονογραφικών τύπων στην έκταση του Ζωγράφου των Τριών Σειρήνων, αλλά να επιδιώκει την ποικιλία. Ένα επιπλέον σημαντικό χαρακτηριστικό του αποτελεί η εκτεταμένη χρήση βραχέων γραμμών τοποθετημένων σε πυκνή διάταξη.
Στη συνέχεια, μελετάται το σχήμα της συγκεκριμένης κύλικας και η παραπληρωματική της διακόσμηση. Παρατηρείται ότι και στην περίπτωση του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας οι δύο κύλικες που μπορούν να του αποδοθούν πλάστηκαν από το χέρι ενός και πάλι κεραμέα, όπως διαπιστώθηκε ότι συμβαίνει και στην περίπτωση των κυλίκων που αποδίδονται στον Ζωγράφο των Τριών Σειρήνων και οι οποίες σχολιάστηκαν παραπάνω. Η μελέτη, τέλος, του παραπληρωματικού διακόσμου των δύο αυτών κυλίκων αποκαλύπτει ότι το χέρι του Ζωγράφου της Αρσενικής Σφίγγας εκτέλεσε όχι μόνο τις μορφές των παραστάσεων αλλά και τα παραπληρωματικά μοτίβα.
Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε είναι πως η ενδελεχής μελέτη των βοιωτικών αγγείων έχει πολλά να προσφέρει στην κατεύθυνση της πληρέστερης κατανόησης της κεραμικής παραγωγής της Βοιωτίας. Σε ό,τι αφορά τα θέματα που επιλέγονται για τη διακόσμησή τους, αυτά θα πρέπει να εξετάζονται αποκλειστικά σε σχέση με τα όσα γνωρίζουμε για τους θεσμούς, τους μύθους και τις λατρείες που βεβαιώνονται για τις βοιωτικές πόλεις και όχι με γνώμονα το τι ίσχυε την ίδια εποχή στη γειτονική Αθήνα.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης μελέτης η ομότιμη καθηγήτρια Ε. Simon, αναλύοντας το θέμα της τιμωρίας του Λυκούργου και των επιδράσεων που άσκησε το ομώνυμο έργο του Αισχύλου στην εικονιστική τέχνη, στηρίχθηκε μεταξύ των άλλων και στις εξαιρετικά ενδιαφέρουσες για το συγκεκριμένο μύθο παραστάσεις που κοσμούν μια ερυθρόμορφη κύλικα που φυλάσσεται σε μια ιδιωτική γερμανική συλλογή. Από τις φωτογραφίες που μου έστειλε διαπίστωσα ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικής ποιότητας έργο ενός ελάχιστα γνωστού αγγειογράφου του αθηναϊκού Κεραμεικού, ο οποίος είναι γνωστός με το συμβατικό όνομα Ζωγράφος της Κενταυρομαχίας της Νέας Υόρκης. Στο συγκεκριμένο αγγειογράφο της υστεροκλασικής περιόδου, στον οποίο μέχρι σήμερα αποδίδονταν μόνο θραύσματα, προτείνω την απόδοση δύο ακέραια σωζόμενων αγγείων, ενός κιονωτού κρατήρα που περιλήφθηκε στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 1997 στο Würzburg όπως επίσης και μιας κύλικας που φυλάσσεται σε ιδιωτική αμερικανική συλλογή, η ύπαρξη της οποίας μου έγινε γνωστή από φωτογραφίες της που περιλήφθηκαν στον κατάλογο μιας έκθεσης που οργανώθηκε το 2004 στο Northampton της Μασαχουσέτης.
Σε ό,τι αφορά το σχήμα των ληκύθων της ομάδας αυτό καθαυτό, διαπιστώνουμε καταρχήν ότι είναι δυνατή η ταξινόμησή τους σε πρωιμότερα και πιο ύστερα παραδείγματα. Στα κριτήρια μελέτης και κατάταξής τους πέραν των όσων προτάθηκαν από τους P.N. και A.D. Ure μπορούμε να προσθέσουμε αυτά της μορφολογίας του σχήματός τους, της ποιότητας του σχεδίου τους και του βαθμού έκτασης στη χρήση εγχάρακτων γραμμών και επίθετων χρωμάτων.
Στη συνέχεια όπως προκύπτει από τη μελέτη του τρόπου απόδοσης των εικονιζόμενων πετεινών και ειδικά από το χαμηλωμένο τους κεφάλι καταλαβαίνουμε ότι πρόκειται για πετεινούς που συμμετέχουν σε αγώνες. Παρατηρούμε μάλιστα ότι οι πετεινοί που κοσμούν τους ώμους των ληκύθων της ομώνυμης Ομάδας απεικονίζονται συνήθως στραμμένοι προς τα δεξιά. Από τη μελέτη αντίστοιχων παραστάσεων μαχών, όπου εικονίζονται και οι δύο αντίπαλοι – είτε άνθρωποι είτε ζώα, διαπιστώνουμε ότι ο νικητής είναι πάντα αυτός που εικονίζεται στραμμένος προς τα δεξιά, διαπίστωση που μάς οδηγεί στην υπόθεση πως και στην περίπτωση των μεμονωμένων πετεινών που απαντούν στις ληκύθους της ομώνυμης ομάδας πρόθεση του αγγειογράφου ήταν να απεικονίσει τον νικητή πετεινό. Ένα επιπλέον στοιχείο που ενισχύει την υπόθεση της απεικόνισης του νικητή πετεινού αποτελεί η διαπίστωση ότι σε ορισμένες περιπτώσεις ληκύθων της ομώνυμης Ομάδας ο πετεινός εικονίζεται με παχιές κόκκινες γραμμές τυλιγμένες γύρω από το σώμα του. Κατά τη γνώμη μας πρόκειται για τις κόκκινου χρώματος ταινίες που διακρίνονται να κοσμούν σε αντίστοιχες παραστάσεις τα άκρα νικητών αθλητών, όπως επίσης και το λαιμό και το στήθος των αλόγων που οδηγούσαν στη νίκη τους ιππείς/αρματοδρόμους.
Σε ό,τι αφορά τα θέματα που επιλέγονται για την διακόσμηση του σώματος των ληκύθων αυτών, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για θέματα που συνδέονται με τον κόσμο των ανδρών και τα ιδανικά τους. Για τον λόγο αυτό και η επιλογή ενός νικητή πετεινού ως θέματος στον ώμο των παραπάνω αγγείων αποδεικνύεται ότι ήταν κάθε άλλο παρά τυχαία και πως βρισκόταν σε πλήρη συμφωνία με το αντίστοιχο θέμα της κύριας ζώνης του σώματος των αγγείων αυτών, καθώς ο πετεινός με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που τον διέκριναν αποτελούσε ένα ιδανικό πρότυπο για τους άνδρες.
Από τη μελέτη των τόπων εύρεσης των ληκύθων της ομάδας προκύπτει ότι προορίζονταν κατά κύριο λόγο για την κάλυψη αναγκών της τοπικής αγοράς των Αθηνών και της αττικής υπαίθρου. Μια άλλη ενδιαφέρουσα διαπίστωση που προέκυψε από τη μελέτη μας είναι ότι λήκυθοι της Ομάδας του Πετεινού σε σεβαστές ποσότητες εντοπίστηκαν μεταξύ των άλλων σε περιοχές (π.χ. Τανάγρα, Ρόδος, κ.α.) που με βάση τα όσα αναφέρουν για αυτές οι γραπτές πηγές φημίζονταν για την εκτροφή πετεινών που προορίζονταν για αγώνες.
Συνοψίζοντας, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως οι λήκυθοι της συγκεκριμένης ομάδας απευθύνονταν στο ανδρικό κοινό και προορίζονταν ως δώρα, αναθήματα σε ιερά ή ως προσφορές σε τάφους και πως το μικρό τους μέγεθος και η μέτρια ποιότητα εκτέλεσής τους τις έκανε ιδιαίτερα προσιτές, γεγονός που με τη σειρά του εξηγεί γιατί παράγονται μαζικά και εντοπίζονται σε τόσο μεγάλες ποσότητες.
The continuous excavations of the necropolis of Akanthos in northeast Chalcidice has produced among other finds, a substantial group of Attic red-figure vases, mainly mass-produced. The Late-Classical group of vases includes few examples of the so-called Group G pottery, one of the most enduring and highly productive Attic workshops, specializing in the construction of pelikai and other large vessels. Group G is found in several areas in the Mediterranean, the Northern Aegean and primarily the Black Sea. At the necropolis of Akanthos the pelikai play a significant role, as they are used as cinerary urns. This paper discusses the shape and the secondary decoration of these vases, which help us attribute them specifically to Group G, while in some cases the iconography of the main side of the vase deserves special attention because of its exceptional repertory. The discovery of Group G vases at Akanthos enriches our knowledge of the commercial network, the routes and the criteria defining their diffusion, in addition to the study of shape, function and choice of decoration.
Μέσα από τη συγκριτική μελέτη τομών και παραπληρωματικών μοτίβων προκύπτει ότι το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας παρήγε τόσο ερυθρόμορφα όσο και μελαμβαφή αγγεία. Το πρώτο σχήμα, όπου μπορεί κανείς να παρακολουθήσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την παραγωγή αγγείων και με τις δύο τεχνικές, είναι το σχήμα των κυλίκων-σκύφων (εικ. 1-4). Η αντιπαραβολή τομών, των εμπίεστων κοσμημάτων που απαντούν στο χώρο των μεταλλίων τους και των ομόκεντρων κύκλων αντίστοιχα στους πυθμένες τους αποκαλύπτουν ότι πλάστηκαν και διακοσμήθηκαν από τα ίδια χέρια. Το δεύτερο σχήμα αγγείων, όπου αποδεικνύεται η παραγωγή αγγείων και με τις δύο τεχνικές είναι αυτό των κυλίκων χωρίς στέλεχος ποδιού (εικ. 5-7), όπου και πάλι η αντιπαραβολή τομών και μοτίβων μεταλλίων και πυθμένων είναι περισσότερο από εύγλωττη.
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή και άλλων σχημάτων πέραν των γνωστών από τους καταλόγους του Beazley, η επιτόπια έρευνα στην συλλογή του Πανεπιστημίου της Ιένας αποκάλυψε ότι το ομώνυμο εργαστήριο παρήγε μεταξύ των άλλων και κύλικες τύπου Acrocup (εικ. 9), αρυβαλλοειδείς ληκύθους (εικ. 10), πυξίδες (εικ. 11) και λεκανίδες (εικ. 12-13). Στην κρίσιμη περίοδο μετά το τέλος του Πελοποννησιακού Πολέμου, όταν νέες συνθήκες διαμορφώθηκαν στην ηττημένη Αθήνα, το Εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας, καθώς η ζήτηση για εξαιρετικής τέχνης αγγεία περιορίστηκε δραστικά, αναγνώρισε εγκαίρως τις νέες απαιτήσεις της αγοράς σε οικονομικότερα και μικρότερου μεγέθους αγγεία και προς αυτήν την κατεύθυνση έστρεψε σταδιακά την αλυσίδα παραγωγής του εξασφαλίζοντας με τον τρόπο αυτό την βιωσιμότητά του.
Χάρη στο σχεδιασμό των τομών ορισμένων ακέραια σωζόμενων αγγείων αυτού του σχήματος κατέστη δυνατόν να διακρίνουμε τα χέρια των κεραμέων που τα έπλασαν. Από τη μελέτη αυτών των τομών προκύπτει αβίαστα ότι δύο που φυλάσσονται στη Βόννη και στο Λονδίνο (πίν. 1-2.3-4 και εικ. 1-2) έγιναν από τον ίδιο κεραμέα, ενώ σε έναν δεύτερο κεραμέα θα πρέπει να αποδοθεί η κατασκευή δύο άλλων που φυλάσσονται αντίστοιχα στην Οξφόρδη και το Λονδίνο (πίν. 7-8.9-10 και εικ. 4-5).
Στη συνέχεια μέσα από τη σχεδίαση των ανθεμίων που κοσμούν το χώρο κάτω από τις λαβές των κυλίκων του συγκεκριμένου σχήματος (εικ. 7-8) όπως επίσης και των αντίστοιχων μοτίβων των κυλίκων τύπου Β που προέρχονται από το ίδιο εργαστήριο (εικ. 9-11) και τη διαπίστωση ότι με ανάλογο τρόπο σχεδιάζονται και οι μορφές στα ίδια αγγεία καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι στο εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας μορφές και παραπληρωματικά μοτίβα εκτελούνταν από το ίδιο χέρι και ότι δεν απασχολούνταν βοηθοί σε αυτό, όπως συνέβαινε σε άλλα μεγάλα εργαστήρια του προηγούμενου αιώνα.
Εφόσον δεχτούμε ότι μορφές και μοτίβα εκτελέστηκαν από το ίδιο χέρι και στη περίπτωση μιας αποσπασματικά σωζόμενης κύλικας χωρίς στέλεχος ποδιού που φυλάσσεται στην Ιένα (πίν. 5-6), όπου τα ανθέμια που κοσμούν το χώρο κάτω από τις λαβές (εικ. 6) χαρακτηρίζονται από καταπληκτική ομοιότητα με αντίστοιχα μοτίβα (εικ. 7-8) σε αγγεία οι παραστάσεις των οποίων αποδίδονται στον Ζωγράφο του Διομήδη (πίν. 7-10), οδηγούμαστε στο συμπέρασμα πως και στην περίπτωση της συγκεκριμένης κύλικας στην Ιένα, μορφές και μοτίβα τα εκτέλεσε ο Ζωγράφος του Διομήδη. Η συγκεκριμένη διαπίστωση αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία, καθώς ο Ζωγράφος του Διομήδη όπως φαίνεται δεν εργαζόταν ακολουθώντας την τεχνοτροπία του Ζωγράφου της Ιένας, όπως πρότεινε ο Beazley, αλλά αποτελούσε ενεργό μέλος του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας.
Τα συμπεράσματα που προήλθαν από μια πρώτη επαφή με το υλικό που φυλάσσεται στην πανεπιστημιακή συλλογή της πόλης της Ιένας ήταν ποικίλα και ιδιαίτερα ενθαρρυντικά. Εντοπίσαμε καταρχήν όστρακα που συνανήκουν (εικ. 1-2) και άλλα (εικ. 3-4) που λόγω των συνθηκών όπτησης έχασαν το μαύρο χρώμα του γανώματός τους και δεν μπορούν να συνδεθούν με τα υπόλοιπα παρά μόνο μέσα από τη μελέτη της τομής τους. Επιπλέον στάθηκε δυνατόν να εντοπιστούν ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες που αφορούν στην παραγωγή τους. Σε ό,τι αφορά ειδικά την παραγωγή κυλίκων χωρίς στέλεχος ποδιού διαπιστώσαμε ότι τα κυκλοτερή ίχνη που εντοπίζονται αρκετά συχνά στην επιφάνεια του μεταλλίου τους συνδέονται με τον τρόπο με τον οποίο τοποθετούνταν μέσα στον κεραμικό κλίβανο. Στηριζόμενοι στη σταθερά επαναλαμβανόμενη διάμετρο των ιχνών αυτών μέσα από μια δοκιμή με τη βοήθεια Η/Υ (εικ. 5-8) καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι πάνω στις κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού λόγω του χαμηλού ύψους των τοιχωμάτων τους και της θέσης των λαβών τους ήταν αδύνατον να τοποθετηθούν αγγεία του ίδιου σχήματος, ενώ με βάση την όμοια διάμετρο της βάσης τους και το μεγαλύτερο ύψος των τοιχωμάτων τους αυτά τα αγγεία θα μπορούσαν κάλλιστα να είναι κύλικες-σκύφοι. Αντίθετα, στην περίπτωση μιας αποσπασματικά σωζόμενης κύλικας τύπου Β το αντίστοιχο ίχνος που είναι ορατό στο μετάλλιό της, αποδεικνύεται μέσα από μια
αντίστοιχη δοκιμή με Η/Υ (εικ. 9-10) ότι δημιουργήθηκε από την τοποθέτηση μιας δεύτερης κύλικας του ίδιου τύπου πάνω σε αυτήν.
Στην συνέχεια ασχολούμαστε ειδικότερα με την παραγωγή των κυλίκων τύπου Β. Μέσα από την σχεδίαση των τομών τους από την γράφουσα στάθηκε δυνατόν να αναγνωρίσουμε τα χέρια δύο διαφορετικών κεραμέων που ασχολήθηκαν με την παραγωγή αγγείων του συγκεκριμένου σχήματος. Χάρη στην ύπαρξη ορισμένων ακέραια σωζόμενων αγγείων των δύο αυτών κεραμέων (εικ. 11-12 του πρώτου κεραμέα και εικ. 13-14 του δεύτερου κεραμέα) μπορούμε να αποδώσουμε στα χέρια ενός εκ των δύο και όλα τα αποσπασματικά σωζόμενα παραδείγματα (εικ. 15-27). Διαπιστώνουμε, τέλος, ότι το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας ασχολήθηκε με την παραγωγή κυλίκων τύπου Β στην πρώιμη και μέση περίοδο δραστηριότητάς του και πως την περίοδο αυτή αρχίζουν να παράγονται αγγεία λιγότερο εύθραυστα από αυτές και για το λόγο αυτό περισσότερο πρακτικά, όπως ήταν οι κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού και οι κύλικες-σκύφοι, η παραγωγή των οποίων συνεχίζεται και στην ύστερη περίοδο.
Το προς μελέτη θέμα αποτέλεσαν οι παραστάσεις της Αμυμώνης σε αττικά ερυθρόμορφα αγγεία του 5ου και του πρώιμου 4ου αι. π.Χ. Αποκαλύφθηκε καταρχήν ότι οι εικονογραφικοί τύποι και τα εικονογραφικά σχήματα που χρησιμοποιούνται κληροδοτούνται από τα εργαστήρια μαθητείας στους αγγειογράφους της επόμενης γενιάς. Στη δημιουργία των συγκεκριμένων εικονογραφικών προτύπων, φαίνεται ότι επέδρασε κάποιο θεατρικό έργο, πιθανότατα μέσα από τη ανάθεση ενός πίνακα μετά από την επιτυχημένη διδασκαλία του επί σκηνής. Μια τέτοια υπόθεση εξηγεί γιατί στις παραστάσεις των αγγείων δεν απεικονίζονται ταυτόχρονα οι σάτυροι και ο Παπποσιληνός, καθώς ο διαφορετικός δραματικός τους χαρακτήρας δεν τους επέτρεπε να εμφανιστούν μαζί ούτε στη θεατρική σκηνή. Στη συνέχεια μελετάται
ποιο έργο θα μπορούσε να έχει επιδράσει στις παραστάσεις αγγείων του τέλους του 5ου και των αρχών του 4ου αι. π.Χ. Εφόσον δεχτεί κανείς ότι το έργο αυτό ήταν έργο της παλαιότερης θεατρικής παραγωγής (όπου ως γνωστόν τα μέλη του χορού διαδραμάτιζαν ακόμη σημαντικό ρόλο επί σκηνής, σε αντίθεση με τα νεότερα έργα), μπορεί να αναγνωρίσει στις ανώνυμες γυναικείες μορφές που κατακλύζουν το χώρο των σχετικών παραστάσεων τις Δαναΐδες, οι οποίες ως μέλη ενός δεύτερου χορού έρχονταν σε αντιπαράθεση με τα μέλη του σατυρικού χορού, τους Σατύρους.
Όσον αφορά, τέλος, στα κριτήρια επιλογής του μύθου με πρωταγωνιστές τον Ποσειδώνα και την Αμυμώνη καθοριστικό ρόλο φαίνεται να έπαιξαν οι πολιτικές σχέσεις των δύο πόλεων που εκπροσωπούσαν, της Αθήνας και του Άργους αντίστοιχα. Συγκεκριμένα, προκύπτει ότι οι θεατρικές παραστάσεις του μύθου του Ποσειδώνα και της Αμυμώνης και οι αγγειογραφικές τους απεικονίσεις χρονολογούνται σε περιόδους, κατά τις οποίες οι δύο πόλεις συνδέονταν με φιλικές σχέσεις μεταξύ τους ή και με κάποια συμμαχία, ενώ όταν βρίσκονταν σε αντίπαλα στρατόπεδα συνέβαινε ακριβώς το αντίθετο.
Despite its fragmentary condition, it was a real challenge to try to reconstruct its exact shape, to define the iconographical theme depicted on it and to attribute it to the hand of a vase-painter. In fact, it came out that this is a neck-amphora painted by the Euphiletos Painter, who was one of the most prolific painters of Panathenaic amphorae active in the last third of the 6th c. BC.
Although the majority of the vases with known provenance painted by his hand derive from Etruscan sites, thus attesting that the production of his workshop was strongly oriented to the Etruscan market, it was made possible to reconstruct a new commercial route that the traders carrying vases of the Euphiletos Painter’s workshop followed, towards the Aegean Islands and the East.
Connoisseurship may seem old-fashioned and for its own sake but along with the careful study of shapes and subsidiary decoration enables us to discuss and to redefine matters about the ancient pottery production and
the actual role potters, painters, consumers and traders played in it.
Μέσα από τη μελέτη των αγγείων με βεβαιωμένο τόπο προέλευσης συζητείται το δίκτυο των εμπορικών συναλλαγών, οι διαδρομές των πλοίων που τα μετέφεραν και τα εν γένει κριτήρια που καθόριζαν τη διάδοση των αγγείων της Ομάδας. Όπως προκύπτει, τα ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα που διαμορφώθηκαν στην Αθήνα μετά το τέλος του 5ου αι. π.Χ. και κατά τη διάρκεια του 4ου αι. έπαιξαν καθοριστικό ρόλο και στις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις της πόλης, μεταξύ άλλων και στη διάδοση των αττικών αγγείων σε συγκεκριμένες αγορές του εξωτερικού, από όπου προμηθεύονταν ξυλεία, σιτηρά και άλλα αγαθά.
Οι προτιμήσεις των αγοραστών για το κάθε σχήμα αγγείου διέφεραν από περιοχή σε περιοχή. Για τις πελίκες υπήρχε ιδιαίτερη προτίμηση πρωτίστως στη Μαύρη Θάλασσα και κατά δεύτερο λόγο στη Μακεδονία. Σε ό,τι αφορά τους κωδωνόσχημους κρατήρες, έχαιραν ιδιαίτερης εκτίμησης στη Μακεδονία, ενώ τις υδρίες τις προτιμούσαν στην Αίγυπτο και τη Λιβύη κατά κύριο λόγο όπως επίσης και στη Ρόδο και τη Μασσαλία. Το εμπόριο των καλυκωτών κρατήρων φαίνεται ότι επικεντρωνόταν σε θέσεις της Μαύρης Θάλασσας, ενώ οι εξαιρετικής ποιότητας κρατήρες Falaieff αποτελούσαν ειδικές παραγγελίες αγγείων και απευθύνονταν σε πλούσιους πελάτες της περιοχής της Καμπανίας.
Καθοριστικό ρόλο στην προώθηση σε μεγάλες ποσότητες όχι μόνο των αγγείων της Ομάδας των Γρυπών αλλά των αττικών αγγείων του 4ου αι. π.Χ. γενικότερα, έπαιζαν οι έμποροι, καθώς αυτοί γνώριζαν καλά τις προτιμήσεις των αγοραστών ανά περιοχή για συγκεκριμένα σχήματα αγγείων και εικονογραφικά θέματα. Δεν ήταν μόνο η κεραμική πολυτελείας που τύγχανε θερμής υποδοχής στις αγορές του εξωτερικού, αλλά και τα αγγεία χαμηλής ποιότητας. Τα τελευταία απευθύνονταν σε ένα ευρύτερο αγοραστικό κοινό και εξυπηρετούσαν άριστα τις ανάγκες του, αφηγούμενα διαφορετικές κατά τόπους ιστορίες. Το βασικό κριτήριο ήταν το σχήμα του αγγείου και η χρήση του και όχι το εικονογραφικό του θέμα ή η ποιότητα της διακόσμησής του.
Στον κατάλογο των αττικών ερυθρόμορφων αγγειογράφων μαζί με τις κύλικες τύπου Β περιλαμβάνεται και το συγκεκριμένο θραύσμα, για το οποίο o Beazley προσθέτει ως σχόλιο ότι είναι “of a special shape”, ενώ στο αρχείο με τις φωτογραφίες και τις ιδιόχειρες σημειώσεις του στην Οξφόρδη στο πίσω μέρος μιας παλιάς καρτέλας με φωτογραφία του εν λόγω θραύσματος ο ίδιος προσδιορίζει τον ιδιαίτερο τύπο της κύλικας ως κύλικα “of foot C” (εικ. 9).
Η σχεδιαστική αποτύπωση της τομής (εικ. 7) αποκάλυψε ότι δεν μπορεί να είναι κύλικα τύπου C αλλά κύλικα τύπου E. Το συμβατικό του όνομα ο συγκεκριμένος τύπος κυλίκων το οφείλει στον καθηγητή Hansjörg Bloesch που πρώτος διέκρινε πως πέραν των συνηθέστερων τύπων κυλίκων (Α, Β και C) υπήρχαν και άλλοι σπανιότεροι τύποι, όπως ο τύπος Ε. Αποτελεί μάλιστα μεγάλη τύχη το γεγονός ότι στο αρχείο του Beazley στην Οξφόρδη στην παλιά καρτέλα της κύλικας στις φωτογραφίες που πιθανότατα τράβηξε ο ίδιος ο Beazley εικονίζεται και ένα δεύτερο όστρακο, το οποίο μάλλον χάθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν τα διάφορα αντικείμενα της Πανεπιστημιακής Συλλογής μεταφέρθηκαν και κρύφθηκαν σε ασφαλές μέρος.
Διαθέτοντας παλιές φωτογραφίες και των δύο όψεων της κύλικας, με τη χρήση μιας τεχνικής οπτικοποίησης μέσω της χρήσης Η/Υ (την οποία είχαμε εφαρμόσει με επιτυχία ήδη στη μελέτη του θραύσματος μιας κύλικας τύπου Β στη Βόννη, βλ. δημοσίευση Β15) και γνωρίζοντας μόνο τη διάμετρο της βάσης, προχωρήσαμε με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής επεξεργασίας εικόνας σε μια σειρά από επάλληλα βήματα (εικ. 9-14) που μας επέτρεψαν να υπολογίσουμε καταρχήν τη διάμετρο της ζώνης του μεταλλίου, να «αποκολλήσουμε» τεχνηέντως τα δύο όστρακα που είχαν συγκολληθεί λάθος, να τα επανατοποθετήσουμε στη σωστή απόσταση μεταξύ τους και τέλος αναστρέφοντάς τα να υπολογίσουμε και τη διάμετρο της γραμμής του εδάφους της παράστασης της εξωτερικής όψης.
Στην Πανεπιστημιακή Συλλογή της Ιένας εντοπίσαμε άλλο ένα θραύσμα κύλικας τύπου Ε, αυτό με αριθμό ευρετηρίου SAK S 0514 (εικ. 3-4.8) το οποίο χαρακτηρίζεται από εξαιρετικά λεπτά τοιχώματα και προσεγμένη κατασκευή. Τα δυο αυτά θραύσματα κυλίκων του σπάνιου τύπου Ε μπορούμε να τα αποδώσουμε στο χέρι του ίδιου κεραμέα που έπλασε τέσσερις ερυθρόμορφες κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού του ίδιου εργαστηρίου όπως και μια μελαμβαφή κύλικα χωρίς στέλεχος ποδιού. Στον κεραμέα αυτό προτείνουμε να δοθεί το όνομα Κεραμέας Δ από το αρχικό γράμμα του ονόματος του Ζωγράφου του Διομήδη, στον οποίο αποδίδονται οι δύο από αυτές τις κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού. Όπως προκύπτει μάλιστα από τον υπολογισμό των διαστάσεων των δύο θραυσμάτων κυλίκων τύπου Ε και την ποιότητα του σχεδίου εκτέλεσης αυτές αποτελούσαν έργα της πρώιμης περιόδου δραστηριότητας του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας. Σε ό,τι αφορά την κεραμική παράδοση, στην οποία μπορεί να ενταχθεί ο Κεραμέας Δ, αυτή φαίνεται ότι είναι η παράδοση του κεραμέα Ιέρωνα (η “hieronisierende Schalentradition” κατά τη A. Lezzi-Hafter, η οποία ασχολήθηκε ενδελεχώς με τη μελέτη κυλίκων του 5ου αι. π.Χ. και την ανίχνευση των κεραμικών παραδόσεων που αυτές ακολούθησαν).
Στον κατάλογο των κυλίκων τύπου Ε του εργαστηρίου προσθέτουμε ένα ακόμη θραύσμα κύλικας της Πανεπιστημιακής Συλλογής του Tübingen (εικ. 5-6). Η εξέταση των φυτικών και γραμμικών μοτίβων των τριών αυτών κυλίκων έρχεται να ενισχύσει ακόμη περισσότερο την υπόθεση της σύνδεσής τους με την παράδοση του Κεραμέα Ιέρωνα.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με την παρουσίαση μιας κύλικας τύπου Ε στην Ensérune (εικ. 15-16), η οποία αν και αναφέρεται στον κατάλογο του Beazley ως έργο του Ζωγράφου της Ιένας είναι καλύτερο να θεωρηθεί ως έργο της τεχνοτροπίας του. Σε ό,τι αφορά τέλος την κεραμική παράδοση που ακολουθεί η κύλικα τύπου Ε της Ensérune, αυτή είναι η παράδοση μιας ομάδας κεραμέων για τους οποίους η A. Lezzi-Hafter χρησιμοποίησε το χαρακτηρισμό “Penthesileaten”, όπου μεταξύ των άλλων εντάσσονται οι ανώνυμοι κεραμείς των κυλίκων της Ομάδας του Marley, των κυλίκων του Ζωγράφου του Βερολίνου 2536 αλλά και ο Κεραμέας Εργίνος που συνεργάστηκε με τον αγγειογράφο Αριστοφάνη.
Κατά τη διάρκεια εκπόνησης της διδακτορικής μου διατριβής, όπου ασχολήθηκα με την παραγωγή αττικών κεραμικών εργαστηρίων του α΄ τετάρτου του 4ου αι. π.Χ. έχοντας ως σημείο αναφοράς το εργαστήριο του Ζωγράφου του Μελεάγρου, μού δόθηκε η δυνατότητα μέσα από την επιτόπια έρευνα και τη σχεδίαση των τομών των υπό μελέτη αγγείων να αναγνωρίσω διαφορετικά χέρια κεραμέων που έπλασαν μεγάλου μεγέθους αγγεία (ως επί το πλείστον κιονωτούς, καλυκωτούς και κωδωνόσχημους κρατήρες αλλά και υδρίες και πελίκες). Αποκτώντας στη συνέχεια την εμπειρία της εντατικότερης ενασχόλησης με τα αγγεία πόσης που παρήχθησαν στο σύγχρονό του εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας διαπίστωσα ότι παρά την αποσπασματική κατάσταση διατήρησής τους ήταν εφικτό να εντοπιστούν χέρια κεραμέων και στη δική τους περίπτωση και πως μπορεί κανείς να θέσει σε μια ρεαλιστικότερη βάση το πρόβλημα της δομής οργάνωσης του συγκεκριμένου εργαστηρίου και των σχέσεων των κεραμέων και των αγγειογράφων που εργάζονταν σε αυτό.
Στηριζόμενη στα άκρως ενθαρρυντικά αποτελέσματα αυτής της έρευνας αποφάσισα στο παρόν άρθρο να ασχοληθώ εκ νέου με τη μελέτη των αποσπασματικά σωζόμενων αγγείων πόσης του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Μελεάγρου και δη των κυλίκων τύπου Β. Κύλικες τύπου Β του συγκεκριμένου εργαστηρίου έφερε στο φως ο τιμώμενος καθηγητής Reusser κατά τη διάρκεια των ανασκαφών του στην ετρουσκική πόλη της Spina, ενόσω ο καθηγητής Bloesch ασχολούμενος με τη μελέτη κυλίκων τύπου Β των του ύστερου 6ου αι. και των πρώτων δεκαετιών του 5ου αι. π.Χ. μέσα από τη σχεδίαση των τομών τους κατάφερε να συνδέσει γνωστούς κεραμείς (όπως ήταν ο Ιέρωνας, ο Βρύγος και ο Πύθων) με εξαίρετους αγγειογράφους (όπως ήταν ο Μάκρων, ο Ζωγράφος του Βρύγου και ο Δούρις). Ακολουθώντας τη μέθοδο του Bloesch, η μαθήτρια του A. Lezzi-Hafter κατάφερε να ξεδιαλύνει το τοπίο σχετικά με την παραγωγή κυλίκων τύπου Β του πολυσύνθετου εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ερέτριας που δραστηριοποιούνταν στο τρίτο τέταρτο του 5ου αι. π.Χ.
Σε ό,τι αφορά την παραγωγή κυλίκων τύπου Β στο εργαστήριο του Ζωγράφου του Μελεάγρου, από τη δική μας μελέτη προκύπτει ότι πρόκειται για έργα της μέσης και της ύστερης περιόδου δραστηριότητάς του. Στη μέση περίοδο ταξινομούνται οι περισσότερες κύλικες, ενώ έργα της ύστερης περιόδου φαίνεται να αποτελούν μόνο δύο. Στον κατάλογο των κυλίκων που ήδη γνώριζα και είχαν περιληφθεί στην διδακτορική μου διατριβή έρχονται να προστεθούν στην παρούσα μελέτη εννέα ακόμη, με τις έξι από αυτές να είναι έργα της ύστερης περιόδου.
Μετά από μια σύντομη παράθεση των κριτηρίων που έθεσε πρώτος ο Bloesch για την αναγνώριση των χεριών των διαφορετικών κεραμέων που ασχολήθηκαν με το πλάσιμο κυλίκων, περνάμε στη μελέτη των τομών των κυλίκων τύπου Β του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Μελεάγρου. Σε ό,τι αφορά την κατασκευή κυλίκων τύπου Β στη μέση περίοδο δραστηριότητας του εργαστηρίου διαπιστώνουμε ότι ο Ζωγράφος του Μελεάγρου συνεργάστηκε με δύο κεραμείς, στους οποίους δίνουμε τα συμβατικά ονόματα Κεραμέας Μ (από τη λέξη Μελέαγρος) - ο οποίος φαίνεται πως ήταν και ο πιο δραστήριος από τους δύο - και Κεραμέας Β (από τη λέξη Βαλτιμόρη), καθώς στη συλλογή της Walters Art Gallery της Βαλτιμόρης (πίν. 36 e) βρίσκεται η μοναδική ακέραια σωζόμενη κύλικα τύπου Β που γνωρίζουμε από το χέρι του. Μια σύγκριση των τομών δύο κυλίκων στο Λούβρο (πίν. 37 b.d) που παρήγε ο Κεραμέας Μ με την τομή της κύλικας της Βαλτιμόρης (πίν. 36e) που αποδίδεται στον Κεραμέα Β μάς επιτρέπει να κατανοήσουμε τη διαφορετική λογική που διέπει την κατασκευή τους, όπως αυτή αποτυπώνεται στις διαφορετικές τομές τους. Ειδοποιό διαφορά των δύο κεραμέων αποτελεί ο τρόπος με τον οποίο «δουλεύεται» ο στυλεός του ποδιού, με το κενό του εσωτερικού κώνου να είναι έντονα διακριτό στις κύλικες του Κεραμέα Μ σε αντίθεση με το περισσότερο συμπαγές πόδι των κυλίκων του Κεραμέα Β. Σημαντικό, τέλος, κριτήριο αποτελεί και ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε κεραμέας επιλέγει να τοποθετήσει τις λαβές σε σχέση με τον οριζόντιο άξονα της παράστασης του μεταλλίου. Στηριζόμενοι στις τομές των καλύτερα σωζόμενων κυλίκων του Λούβρου και της Βαρκελώνης αντίστοιχα, μπορέσαμε να αναγνωρίσουμε το χέρι των Κεραμέων Μ και Β και σε άλλες περισσότερο αποσπασματικά σωζόμενες κύλικες του ίδιου εργαστηρίου και να τις οργανώσουμε με βάση το σύστημα των διαφορετικών αρχών που διέπει την κατασκευή τους αλλά και τις διαφορετικές διαστάσεις των επιμέρους μερών τους στον αναλυτικό κατάλογο των σελίδων 226-228.
Το επόμενο ερώτημα που μάς απασχόλησε έχει να κάνει με την αναζήτηση των διαφορετικών παραδόσεων που ακολούθησαν οι δύο αυτοί κεραμείς. Έχοντας ως σημείο αναφοράς τη μονογραφία του Bloesch για τις κύλικες τύπου Β του ύστερου 6ου και του πρώιμου 5ου αι., αυτήν της A. Lezzi-Hafter για τις κύλικες του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ερέτριας αλλά και μία επιπλέον δημοσίευση της ιδίας, όπου με αφορμή την περίφημη κύλικα του Αίσωνα στη Μαδρίτη αναφέρεται σε δύο διαφορετικές κεραμικές παραδόσεις, μελετώντας τις αντίστοιχες κύλικες του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Μελεάγρου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως στην πρώτη κεραμική παράδοση, αυτήν που ονομάζει “Penthesileatische Schalentradition” (πίν. 36a-d) μπορούν να ενταχθούν οι κύλικες του Κεραμέα Β, όπως αυτή της Βαλτιμόρης (πίν. 36e) που εντάσσεται στη μέση περίοδο δραστηριότητας του εργαστηρίου και μία ακόμη στο Leiden (πίν. 36f) που αποτελεί έργο της ύστερης περιόδου αντίστοιχα.
Σε ό,τι αφορά τώρα την παράδοση, στην οποία μπορεί να εντάξει κανείς τον Κεραμέα Μ, αυτή κατά την άποψή μου δεν είναι άλλη από την παράδοση του γνωστού κεραμέα Ιέρωνα (η “hieronisierende Schalentradition” της A. Lezzi-Hafter). Χαρακτηριστικό παράδειγμα της δεύτερης αυτής παράδοσης αποτελεί μια ακέραια σωζόμενη κύλικα του Ζωγράφου του Κόδρου στο Würzburg (πίν. 37a). Βάζοντας δίπλα στο σχέδιο της τομής αυτής της κύλικας στο Würzburg τις αντίστοιχες τομές των κυλίκων της μέσης περιόδου του Κεραμέα Μ (πίν. 37b.d) όπως και την αντίστοιχη της κύλικας της ύστερης περιόδου στην Ερέτρια (πίν. 37f) μπορεί κανείς να κατανοήσει πως όλες διέπονται από την ίδια λογική και τις ίδιες αρχές κατασκευής, ενώ με τη βοήθεια αυτών των τομών μπορούν άνετα στη συνέχεια να αναγνωριστούν ως έργα του Κεραμέα Μ και οι κύλικες στο Marzabotto (πίν. 37f) και στη Granada (πίν. 37c) και να ταξινομηθούν στη μέση και την ύστερη περίοδο δραστηριότητας του εργαστηρίου αντίστοιχα. Η κατάσταση διατήρησης της τελευταίας κύλικας στη Granada που έσπασε στο σημείο της ένωσης του σώματος με το πόδι (πίν. 35c) μάς αποκαλύπτει τον ακριβή τρόπο με τον οποίο εργάστηκε ο Κεραμέας Μ για να συγκολλήσει το κυρίως τμήμα της κύλικας με το πόδι, πρακτική που όπως αποδεικνύεται δεν ήταν και τόσο ασφαλής, αφού το αγγείο έσπασε στο σημείο συγκόλλησης των δύο αυτών μερών.
Η μεγάλη εξάρτηση των κυλίκων του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Μελεάγρου από την παράδοση του κεραμέα Ιέρωνα ενισχύεται ακόμη περισσότερο από τη μελέτη του τύπου των ανθεμίων που κοσμούν το χώρο κάτω από τις λαβές που δεν είναι άλλος από αυτόν που ονομάζει η Lezzi-Hafter “halbierter Schwebetypus” και που σταδιακά καθιερώθηκε ως το πλέον χαρακτηριστικό φυτικό κόσμημα των κυλίκων που ακολουθούν την παράδοση του κεραμέα Ιέρωνα.
Περνώντας στη συνέχεια στην προσεκτική μελέτη των γραμμικών μοτίβων των κυλίκων του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Μελεάγρου στάθηκε δυνατόν όχι απλά να παρακολουθήσουμε τα διαφορετικά ανά περίοδο δραστηριότητας μοτίβα που υιοθετούνται αλλά και να εντοπίσουμε το ακριβές σημείο στην περιφέρεια του μεταλλίου, από το οποίο ξεκινούσε ο ζωγράφος να τα σχεδιάζει. Το σημείο αυτό συνδεόταν με τη σημαντικότερη κάθε φορά μορφή της παράστασης του μεταλλίου, και από εκεί συνέχιζε ο ζωγράφος να σχεδιάζει τα υπόλοιπα μοτίβα κινούμενος άλλοτε δεξιόστροφα και άλλοτε αριστερόστροφα.
Η μελέτη ολοκληρώνεται με ορισμένες γενικές παρατηρήσεις που αφορούν την παραγωγή κυλίκων τύπου Β στο σύγχρονο του εργαστηρίου του Ζωγράφου του Μελεάγρου εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας και στα εργαστήρια της επόμενης και τελευταίας γενιάς αγγειογράφων που ασχολήθηκαν με τη διακόσμηση αγγείων του συγκεκριμένου σχήματος και στους λόγους που οδήγησαν στην οριστική εγκατάλειψή τους και την εκδήλωση ενδιαφέροντος για σταθερότερα και «βαθύτερα» σχήματα όπως ήταν οι κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού, οι κύλικες-σκύφοι και οι κάνθαροι αργότερα. Τα τελευταία σχήματα, αν και λιγότερο κομψά από τις κύλικες τύπου Β, υιοθετήθηκαν αργότερα ευρύτερα και από τα εργαστήρια που ασχολούνταν με την παραγωγή μελαμβαφούς κεραμικής, καθώς ήταν περισσότερο πρακτικά και λιγότερο εύθραυστα και για το λόγο αυτό και λιγότερο ακριβά.
Στην αρχή εξετάζεται το σχήμα της πυξίδας αυτό καθαυτό. Η σχεδιαστική αποτύπωση της τομής του αποκάλυψε ότι τα πλησιέστερα παράλληλά του αποτελούν οι πυξίδες της λεγόμενης Κατηγορίας της Χάλκης. Στη συνέχεια μελετάται η παραπληρωματική του διακόσμηση. Ειδικότερα, το κυματοειδές μοτίβο που διακοσμεί τον περίγυρο του πώματος αποτέλεσε τη χαρακτηριστική εκείνη λεπτομέρεια που μας οδήγησε στην απόδοσή του στο Εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα κοινό παραπληρωματικό μοτίβο που απαντά κατ’ επανάληψη σε άποδες κύλικες του εργαστηρίου. Το γεγονός ότι το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας που ειδικευόταν στην παραγωγή αγγείων πόσης, όπως αποδεικνύεται, παρήγε και αγγεία άλλων σχημάτων δε θα πρέπει να μας ξενίζει, όπως αποδεικνύεται μέσα από τη συγκριτική μελέτη της αντίστοιχης παραγωγής αττικών κεραμικών εργαστηρίων του 5ου αιώνα π.Χ.
Η μελέτη των στιλιστικών λεπτομερειών της παράστασης αποκάλυψε ότι δεν πρόκειται για έργο του ίδιου του Ζωγράφου της Ιένας αλλά για έργο συνεργάτη του και συγκεκριμένα αυτού που σύμφωνα με τα κριτήρια απόδοσης του Beazley χαρακτηρίστηκε ως το λεγόμενο Στιλ C. Στη συνέχεια, μέσα από τη σύγκριση της παράστασης του συγκεκριμένου αποσπασματικού σωζόμενου πώματος με αντίστοιχης θεματικής παραστάσεις άλλων αγγείων του ίδιου εργαστηρίου επιχειρείται η συμπλήρωση των εικονογραφικών τύπων των δύο μορφών που απεικονίζονται, της καθιστής νεαρής γυναίκας και της μορφής που στέκεται μπροστά της.
Τέλος, σε ό,τι αφορά το εικονογραφικό θέμα που επέλεξε ο αγγειογράφος για τη διακόσμηση του συγκεκριμένου πώματος διαπιστώνεται ότι πρόκειται για ένα εμβληματικού χαρακτήρα θέμα της καθημερινής ζωής των νεαρών γυναικών με ερωτικές-γαμήλιες προεκτάσεις. Η επιλογή παρόμοιων γενικευμένων θεμάτων σε αγγεία που σχετίζονται με το γυναικείο κόσμο τα καθιστούσε κατάλληλα τόσο για καθημερινή χρήση όσο και ως γαμήλια ή ταφικά δώρα.
Στην αρχή σχολιάζεται η σταθερή παρουσία της αρυβαλλοειδούς ληκύθου στην αττική κεραμική παραγωγή από το 500 π.Χ. κ.ε. μέχρι και την υστεροκλασική περίοδο. Αν και με μια πρώτη ματιά πρόκειται για ένα σχήμα αγγείου που δεν θα συνέδεε κανείς εύκολα με το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας, το οποίο ειδικευόταν στην παραγωγή αγγείων πόσης, ο εντοπισμός αρυβαλλοειδών ληκύθων ανάμεσα στα αγγεία που παρήγαν εργαστήρια του 5ου αι. π.Χ. με αντίστοιχη εξειδίκευση με αυτήν του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας (όπως ήταν για παράδειγμα το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ερέτριας) αποδεικνύει ότι κάτι ανάλογο δεν θα πρέπει να αποκλειστεί ότι συνέβαινε και στην δική μας περίπτωση. Η μελέτη του τρόπου απόδοσης των μορφών που κοσμούν τις δύο αυτές ληκύθους και η σύγκρισή τους με άλλα αγγεία του εργαστηρίου του Ζωγράφου της Ιένας (εικ. 2-5) διαλύει κάθε αμφιβολία για την κοινή τους προέλευση με τα υπόλοιπα θραύσματα που αγοράστηκαν από τον καθηγητή Goettling, καθώς η ποιότητα του σχεδίου τους δεν είναι άλλη από εκείνη των αγγείων που σύμφωνα με τα κριτήρια κατάταξης του Beazley αποδίδονται στο λεγόμενο Στιλ C.
Στην συνέχεια σχολιάζεται η χρήση των αρυβαλλοειδών ληκύθων και το εικονογραφικό θέμα που επιλέχθηκε για την διακόσμησή τους. Η εργασία κλείνει με την αναφορά του εντοπισμού στην πανεπιστημιακή συλλογή της Ιένας περισσότερων ληκύθων του ίδιου σχήματος - κάποιων διακοσμημένων με την ερυθρόμορφη τεχνική και κάποιων μελαμβαφών, γεγονός που υποδηλώνει ότι το εργαστήριο του Ζωγράφου της Ιένας υπακούοντας στις νέες απαιτήσεις της αγοράς δεν δίστασε να προσαρμόσει την παραγωγή του (σε ό,τι αφορά τα σχήματα, τα μεγέθη και τα προτιμητέα εικονογραφικά θέματα), να πειραματιστεί με τις διαφορετικές τεχνικές, να εγκαταλείψει σταδιακά την ερυθρόμορφη παραγωγή και να περάσει στην παραγωγή μελαμβαφών αγγείων.
Στη συνέχεια μέσα από τη μελέτη της παραπληρωματικής διακόσμησης της κύλικας στη Βόννη και με βάση παράλληλα από αντίστοιχα ακέραια σωζόμενα αγγεία και πάλι, προχωράμε στην συμπλήρωση των αποσπασματικά σωζόμενων διακοσμητικών μοτίβων της ζώνης του μεταλλίου. Ο κοινός τρόπος εκτέλεσης μορφών και παραπληρωματικών μοτίβων που διαπιστώνουμε τόσο στην συγκεκριμένη κύλικα της Βόννης όσο και σε άλλα έργα που αποδίδονται στον Ζωγράφο της Ιένας μάς οδηγούν στο συμπέρασμα πως στο συγκεκριμένο εργαστήριο ένας κατά κανόνα καλλιτέχνης αναλάμβανε την εκτέλεση μορφών και παραπληρωματικών μοτίβων και δεν απασχολούνταν βοηθοί.
Ο αριθμός των μορφών (δύο στο χώρο του μεταλλίου και τρεις στις εξωτερικές πλευρές) και η επιμέλεια με την οποία έχουν εκτελεστεί μορφές και παραπληρωματικά μοτίβα προδίδουν ότι πρόκειται για ένα πρώιμο έργο του εργαστηρίου. Το να προσδιοριστεί, στη συνέχεια, το χέρι του κεραμέα που την έπλασε φαίνεται με μια πρώτη ματιά αδύνατη, καθώς διατηρείται μόνο ένα μικρό τμήμα του σώματος και κανένα από τα κρίσιμα σημεία (χείλος, λαβές και πόδι) που θα μπορούσαν να αποκαλύψουν τον κεραμέα. Με μοναδικό συγκρίσιμο στοιχείο τη διάμετρο της ζώνης του μεταλλίου η κύλικα της Βόννης προκύπτει ότι ταιριάζει με εκείνες που παρήγε ο κεραμέας Β (για τα χέρια των κεραμέων των κυλίκων τύπου Β, βλ. τα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στην εργασία Β11). Για να υποστηρίξουμε ακόμη καλύτερα αυτή την υπόθεση προχωρήσαμε στη χρήση μιας νέας τεχνικής οπτικοποίησης με χρήση Η/Υ. Διαθέτοντας φωτογραφίες και των δύο όψεων και με τη βοήθεια της ηλεκτρονικής επεξεργασίας εικόνας μέσα από επάλληλα βήματα (εικ. 3.1-7) στάθηκε δυνατόν να εντοπιστεί η αρχική θέση των λαβών και να επαληθευτεί η υπόθεση ότι πρόκειται για έργο του κεραμέα Β.
ακολουθούν οι κύλικες χωρίς στέλεχος ποδιού (αρ. κατ. 108-115) και οι κύλικες-σκύφοι (αρ. κατ. 116-118). Η πρωτότυπη συμβολή σε ό,τι αφορά την παρουσίαση των συγκεκριμένων αγγείων στον κατάλογο αυτό, έγκειται στο γεγονός ότι διατυπώνονται πολλές νέες παρατηρήσεις σχετικά με τα χέρια των κεραμέων που τα έπλασαν και των αγγειογράφων που ασχολήθηκαν με τη διακόσμησή τους. Με σκοπό τη διευκόλυνση του αναγνώστη παρατίθενται ενδεικτικά σχέδια των τομών και των παραπληρωματικών μοτίβων των αγγείων αυτών.
The pottery workshop that not only survived but also grew its business further was that of the Meleager Painter. The Meleager Painter restricted neither the variety of the shapes he decorated nor his thematic repertoire, while he managed to keep good connections with some of the rich export markets of the pre-war era. On the other hand, the Plainer Group, which can be considered a workshop of its own, supplied the local Attic market, as well as that of the adjacent Boeotia and Corinth with kraters. Last but not least, the workshop of the Jena Painter decided to specialize in the production of drinking vessels. By keeping a closer eye on the demands of the export markets, this particular workshop chose to gradually change its production from red-figure to black-glazed ware.
How can one explain these different production and distribution patterns followed by the particular workshops? How many potters and painters co-worked in each of them and how was their work actually organized? Were they small-, medium or large-scale businesses? Were there shapes predestined for the local market and others mainly for export? Were there different preferences from region to region? What was the decisive criterion for pulling these attic pots to markets? Which was the role of the traders in the choice of vase shapes and decorative themes? These are some of the questions addressed here.
Since Beazley’s times the number of vases attributed to his hand has increased, and many more additions have been made possible. Interestingly, there is a considerable number of vases painted by his hand with known provenance. Therefore, it was a real challenge to try to reconstruct the commercial network of the particular pottery workshop and to define the different routes that the cargo ships followed.
The most dense and easy to follow network was the one to the Western part of the Mediterranean. Unexpectedly, we were able to locate fragments of vases by the Euphiletos Painter among the material that came to light in the 1930’s in the excavations held by W. Lamb in the ancient city of Antissa on the island of Lesbos as well as among the finds from the old excavations of the Italian Archaeological School on the archaeological site of Hephaistia on the Lemnos’ Island. In this way, it was made possible to trace a new commercial route that the traders carrying vases of the Euphiletos Painter’s Workshop followed, towards the Aegean Islands and the East.
Furthermore, issues related to the customers’ preferences that differed from region to region were examined as well as the role of the traders in the choice of vase shapes and their decorative themes.
Σμαράγδα Παπαδοπούλου & Κλεοπάτρα Καθάριου
Με αφετηρία τον Λοιμό των Αθηνών, όπως μας τον διηγείται ο Θουκυδίδης, την ηλεκτρονικά διαθέσιμη θεατρική παρουσίαση μιας αρχαίας πανδημίας και παράλληλα με την πανδημία του Covid-19 του 21ου αιώνα που επηρέασε μεταξύ των άλλων και την σύγχρονη ελληνική εκπαίδευση, επιχειρούμε μια διδακτική παιδαγωγική πρόταση διαχείρισης κρίσεων αυτής της μορφής. Ως διδακτικά μέσα αξιοποιούνται ιστορικά γεγονότα, αρχαιολογικά ευρήματα, αρχαία τέχνεργα και αντίγραφα πρωτοτύπων έργων που εκτίθενται στο Μουσείο Εκμαγείων του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων προκειμένου να προαχθούν οι γλωσσικές δεξιότητες επικοινωνίας και σφαιρικής γνώσης των παιδιών που συμμετέχουν.
Στο πλαίσιο της συγκεκριμένης ερευνητικής προσέγγισης, πέραν από τα καινοτόμα διδακτικά εργαλεία που αξιοποιούνται για το σχεδιασμό του προτεινόμενου εκπαιδευτικού προγράμματος μουσείου, προτείνεται και ο αντίστοιχος εμπλουτισμός των διδακτικών εγχειριδίων Μητρικής Γλώσσας.
Λέξεις –Κλειδιά: Διδακτική Γλώσσας, Ιστορία Τέχνης, Αγωγή Υγείας, Πανδημία
The example of the plague of Athens as a language teaching and pedagogical practice: a form of timeless management of pandemic crises in museum education with innovative teaching tools in the Cast Museum of the University of Ioannina
Smaragda Papadopoulou & Kleopatra Kathariou
Taking the Plague of Athens, as described by Thucydides, as our starting point, along with an online available theatrical performance of the ancient pandemic, and in parallel with the first 21st century pandemic of Covid-19 that influenced, among others, also modern Greek education, we attempt a didactic pedagogical proposal for managing crises of this form. Historical events, archeological findings, ancient artifacts and copies of original works exhibited in the Cast Museum of the University of Ioannina are used as teaching tools in order to promote the language skills of communication and global knowledge of participating children. Within the frame of this research approach, besides the innovative teaching tools used for the suggested educational program, we further propose an appropriate enrichment of the teaching books of mother tongue.
Keywords: Didactic of Language, History of Art, Health Education, Covid-19 pandemic
A large part of the present study concerns the production of calyx- and bell-kraters. The close examination of their profile drawings reveals different potters’ hands, whereas by considering the figure types and the subsidiary decoration along, one can be more secure about the organization of potters and painters in workshops.
Moreover, the criteria that defined the distribution of kraters in the various areas of the Mediterranean World are examined. Were there types predestined for the local market and others mainly for export? Were there different preferences from region to region? Which distribution patterns followed the particular workshops? Were there diverse commercial networks from workshop to workshop? How important were the iconographical subjects depicted on these craters for their distribution to particular places? How critical was the role of the traders in the choice of vase shapes and their decorative themes? How were the tastes of the local consumers developed? What pulled these attic pots – fine and not so fine – to markets after all? These are some of the questions we will address in this work.
Σκοπός του Συνεδρίου, στο οποίο συμμετέχουν 62 υποψήφιοι διδάκτορες και μεταδιδακτορικοί ερευνητές/τριες, είναι να ενθαρρύνει τους νέους και τις νέες επιστήμονες να κοινοποιήσουν τα πορίσματα των ερευνών τους ώστε να λάβουν ανατροφοδότηση και να συμμετάσχουν σε μία ευρύτερη συζήτηση σε θεματικές εντός αλλά και πέραν του ερευνητικού τους πεδίου. Επίσης, φιλοδοξεί να προωθήσει τον διάλογο και να ενδυναμώσει τις «συναντήσεις» μεταξύ των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας στο πλαίσιο ενός διαθεματικού και διεπιστημονικού διαλόγου προάγοντας διεπιστημονικές ωσμώσεις.
Στην εκδήλωση της έναρξης του κύκλου των εργασιών του Συνεδρίου την Παρασκευή 27 Μαΐου στις 7.00 μμ, ο Δημήτρης Τζιόβας, Καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Birmingham, με την ιδιότητα του προσκεκλημένου κεντρικού ομιλητή, θα απευθύνει ομιλία με τίτλο "Οι χρόνοι του παρ(ελθ)όντος: παροντισµός, τραύµα και (µετα)µνήµη".
Σχετικές πληροφορίες στην ιστοσελίδα του συνεδρίου (https://iaks2022.conf.uoi.gr/)
Σκοπός του Συνεδρίου, που απευθύνεται σε υποψήφιους διδάκτορες και μεταδιδακτορικούς ερευνητές/τριες, είναι να ενθαρρύνει τους/τις νέους/ες επιστήμονες να κοινοποιήσουν τα πορίσματα των ερευνών τους ώστε να λάβουν ανατροφοδότηση, να συμβάλει στην ενδυνάμωση των δεσμών μεταξύ των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας, να προωθήσει τον διάλογο και να διερευνήσει τις διεπιστημονικές ωσμώσεις. Το συνέδριο διοργανώνεται με την προσδοκία της ‘συνάντησης’ διαφορετικών πειθαρχιών και θεματικών με την προβληματική και τα ενδιαφέροντα των ανθρωπιστικών και κοινωνικών σπουδών, διασφαλίζοντας και προάγοντας τη διαθεματικότητα.
Οι θεματικές ενότητες του Συνεδρίου καλύπτουν το ευρύ φάσμα των γνωστικών αντικειμένων (πεδίων) των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών που εμπίπτουν στις ερευνητικές δραστηριότητες του ΙΑΚ.
Θεματικές ενότητες
· Τέχνες και Πολιτισμός
· Επιστήμες και Ηθική
· Υλική και Άυλη Πολιτισμική Κληρονομιά
· Δημοκρατία, Ισότητα και Ανθρώπινα Δικαιώματα
· Κοινωνία των Πολιτών, Βιοπολιτική, Παγκοσμιοποίηση
· Κοινότητα, Κοινωνία, Έθνος στην Ευρώπη του Σήμερα
· Ταυτότητες, Επικοινωνία, Ετερότητα, Διαπολιτισμικότητα
· Αειφορία, Ευζωία, Εκπαίδευση
· Διδασκαλία και Μάθηση
· Εμπειρία και Νόηση
· Αξιολόγηση και Ψυχολογικές Δοκιμασίες
· Συμπεριφορά, Παρεμβάσεις και Συμβουλευτική
· Ευημερία, Ανάπτυξη, Προσαρμογή
Οι εργασίες του Συνεδρίου θα πραγματοποιηθούν με φυσική παρουσία στα Ιωάννινα την Παρασκευή και το Σάββατο 27 και 28 Μαΐου 2022. Οι συνεδρίες θα υποστηριχτούν από μέλη ΔΕΠ και ΕΔΙΠ του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και άλλων Πανεπιστημίων. Γλώσσα του Συνεδρίου είναι τα ελληνικά ή τα αγγλικά.
The subject matter of this study is a grave in the west cemetery of Ambracia, the so-called grave X, which came to light during rescue excavations in 1995 held in the plot belonging to I. Theodorou, on Kommenou Street in the modern city of Arta. It is about a cist grave with walls of stone belonging to a little girl. On the basis of the pottery found in it (a total of 39 vases), the grave can be dated to the middle or to the third quarter of the 2nd century B.C. Apart from the remarkable pottery found, the jewelry pieces chosen by the little girl’s relatives to place in her grave are of particular interest -due to their unusual large number and variety, which will be presented in this work. Firstly, we will discuss the various techniques employed for their production, their typology, the individual decorative patterns, and their symbolic meaning. Subsequently, we will try to approach the dead child as a person along with the social status of its family, searching for individual and collective identities of the society, to which it belonged.
Μετά από τη σύντομη περιγραφή της κατάστασης διατήρησης του αγγείου και των θεμάτων που διακοσμούν τις δύο όψεις του διατυπώνονται ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούν ειδικότερα στην απεικόνιση διονυσιακών σκηνών σε αγγεία αυτής της εποχής και στην σύγχρονη διάδοση της διονυσιακής λατρείας στην Αττική, όπως επίσης και στην προτίμηση της αγοράς της Ετρουρίας για τα αγγεία του συγκεκριμένου αγγειογράφου.
Μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα παρατήρηση αφορά, τέλος, στην απεικόνιση του ενός σατύρου της παράστασης της δευτερεύουσας όψης του αγγείου χωρίς ουρά, η οποία ερμηνεύεται ως υπαινιγμός για τη μεταμόρφωση των ανθρώπων σε σατύρους μέσω της οινοποσίας και της συμμετοχής τους σε έντονα μυστηριακές στιγμές, όπου τους προσφέρεται η δυνατότητα να υπερβούν τα όρια της ανθρώπινης φύσης τους και να βιώσουν αισθήματα αντίστοιχα εκείνων των σατύρων.
Σε ό,τι αφορά καταρχήν τον σκύφο, μετά την αναζήτηση και παράθεση παραδειγμάτων αττικών επείσακτων αγγείων του ίδιου σχήματος από άλλα ταφικά σύνολα της Μακεδονίας, η ύπαρξη ρόδινου επιχρίσματος μάς οδήγησε στον αποκλεισμό της πιθανότητας ο εν λόγω σκύφος να αποτελεί προϊόν αττικού εργαστηρίου. Αναπόφευκτα, οδηγηθήκαμε στη σκέψη ότι πρόκειται για κάποιο τοπικό εργαστήριο, πιθανόν της Χαλκιδικής. Μέσα από την μελέτη του εικονογραφικού σχήματος με τους δύο σατύρους που επαναλαμβάνεται στις παραστάσεις και των δύο πλευρών του αγγείου αλλά και των εικονογραφικών τύπων των μορφών αυτών καθαυτών κατέστη εφικτό να αναγνωριστεί ο αγγειογράφος. Η απόδοση των φυσιογνωμικών χαρακτηριστικών των μορφών, οι έντονα χορευτικές τους κινήσεις, οι ανατομικές λεπτομέρειες των σωμάτων τους, τα αντικείμενα που κρατούν όπως και τα κλαδιά κισσού που εικονίζονται στο φόντο των παραστάσεων μάς οδήγησαν στο χέρι του αγγειογράφου που διακόσμησε και έναν σκύφο στην Βουδαπέστη, γνωστό από παλιά στην έρευνα αλλά αταύτιστο.
Αναφορικά τώρα με την ερυθρόμορφη υδρίσκη με την παράσταση της μορφής μιας Νίκης που κινείται προς ένα βωμό, αφού σχολιάστηκε καταρχήν η παρουσία μικρογραφικών υδριών ως αναθημάτων σε ιερά - από τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. κ.ε. ιδιαίτερα συχνά και σε τάφους, έγινε στη συνέχεια κριτικός σχολιασμός του θέματος των μεμονωμένων μορφών Νικών. Διαπιστώνεται ότι πρόκειται για ένα θέμα δημοφιλές σε αγγεία της κλασικής περιόδου και ιδιαίτερα σε ληκύθους.
Τα α-τυπικά χαρακτηριστικά του σχήματος της υδρίσκης μας όπως και οι αναλογίες των επιμέρους μερών της, παραπέμπουν στα μέσα του 4ου αι. π.Χ., περίοδο στην οποία χρονολογούνται και τα υπόλοιπα κεραμικά συνευρήματα της ταφής. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι και σε αυτήν την περίπτωση πρόκειται για προϊόν κάποιου τοπικού εργαστηρίου, πιθανόν και πάλι της Χαλκιδικής και ειδικότερα της Ολύνθου με βάση παράλληλα που εντοπίσαμε. Η χρήση της υδρίσκης φαίνεται ότι ήταν αυτή ενός αρωματοδοχείου, χρήση ανάλογη με εκείνη των αρυβαλλοειδών ληκυθίων που βρέθηκαν στην ίδια ταφή και είχαν ανάλογο σχήμα και μέγεθος.
Τέλος, ο μελαμβαφής κάλυκας, φαίνεται ότι αποτελεί προϊόν που εισήγαγαν από την Αττική. Τα παραδείγματα που βρέθηκαν στην Αγορά της Αθήνας χρονολογούνται από το β΄ τέταρτο του 4ου αι π.Χ. μέχρι και μετά το 325 π.Χ. Ενισχυτικό στοιχείο της τοποθέτησης της αρχής της παραγωγής αγγείων του συγκεκριμένου τύπου πριν τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. αποτελεί το γεγονός ότι ένας τέτοιος κάλυκας βρέθηκε στην Όλυνθο. Μέσα από την αναζήτηση παραλλήλων κατέστη δυνατόν να παρακολουθήσουμε τη μορφολογική εξέλιξη του σχήματος του μελαμβαφούς κάλυκα και να χρονολογήσουμε το δικό μας παράδειγμα με σχετική ασφάλεια γύρω στα μέσα ή στο γ΄ τέταρτο του 4ου αι. π.Χ.
Πρόκειται για σχήμα ιδιαίτερα αγαπητό στη Μακεδονία του β΄ μισού του 4ου αι. π.Χ., όπου καταγράφονται και πολλά αργυρά παραδείγματα. Τέλος, διαπιστώσαμε ότι την ίδια μορφολογική εξέλιξη με τον πήλινο κάλυκα από την Πολίχνη μπορεί κανείς να την παρακολουθήσει και σε αργυρούς κάλυκες που εντοπίστηκαν στη Μακεδονία, και χρονολογούνται την ίδια περίοδο.
Studying pottery is a demanding task, since it is found in huge amounts at almost all excavation sites around the world and usually in fragments. The application of ICT tools over the recent decades fulfilled the need to record, manage, retrieve and analyze these data.
Analytical techniques based on heterogeneous sources (such as drawings, photographs, 3D scans etc.) have been brought together, whereas the creation of pottery databases and digital repositories facilitates the ceramologists’ work to manage the plethora of information they deal with as well as to proceed to their pottery-based interpretations.
Furthermore, archaeometric approaches have become over the years a powerful set of analytical tools that allow a deep understanding of the processes of manufacture, the provenance and the use of pottery. Chemical, structural, petrographic analysis and the study of organic residues from ceramic objects have revealed a hidden world allowing us to understand their biography.Our session aims to move forward through a fruitful dialogue between the different research paths that Digital Archaeology and Archaeometry have developed for the study of ancient ceramics on one hand and major archaeological questions about past human societies on the other. This session will try to put emphasis on the synergistic effects of ICT tools, scientific approaches, and Archaeology to enhance our knowledge about ancient pottery and shed light into daily life, special events and contact networks in Greece and adjacent areas (Italy, Balkans, Eastern-Mediterranean) from Prehistory until the end of Late Antiquity.
Organisers:
Artemios Oikonomou - Science and Technology in Archaeology and Culture Research Center, STARC, The Cyprus Institute, Cyprus
Institute of Nuclear and Particle Physics, NCSR Demokritos, Greece
Kleopatra Kathariou - Department of History and Archaeology, University of Ioannina, Greece
Soultana-Maria Valamoti - Department of Archaeology, Aristotle University of Thessaloniki, Greece
The session is sponsored by El Sec Shipwreck Re-excavation Project (Universitat de València).
Pottery analysis is a means of great importance in archaeological research, as the information it offers helps to better approach and interpret not only the objects themselves but also the archaeological settings they belong to (including domestic, administrative, religious, and funerary contexts) as well as the various activities of the ancient societies they are linked to.