Ήμασταν όλοι καθισμένοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι για το κυριακάτικό φαγητό.
Είχαμε αποφάει όταν αρχίσαμε να συζητάμε «περί τα πολιτικά» όπως χαρακτηριστικά έλεγε η μητέρα μου.
Θυμάμαι σαν και τώρα που μας μίλησε για το πώς επέλεξε για πρώτη φορά να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ και για το πόσο ευτυχής ένοιωσε όταν ύστερα από λίγα χρόνια – το 1981 – ο Αντρέας «έβαλε τη δεξιά στο χρονοντούλαπο».
Δεν είχε ιδέα τι έγραφε η Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη (την οποία εμείς σαν νεαροί αναλύαμε και είχαμε σαν ευαγγέλιο).
Είχε όμως πλήρη γνώση για το τι βίωσε σαν κοπέλα μετεμφυλιακά και τι χάραξε στο μυαλό της ο λόγος και η πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου.
«Πιτσιρίκα στο κυτοποιΐο του Καρύδη, στη Χαροκόπου κοντά, μπλέχτηκα με την Αριστερά.
Μικρούλα, που καλά- καλά δεν είχα δικαίωμα να εργάζομαι και όταν ερχόταν ο έλεγχος εργασίας με κρύβανε μέσα σε κάτι τεράστια χαρτόκουτα.
Σιγά – σιγά έφτασα να φωνάζω με το «χωνί» στις γειτονιές των Πετραλώνων, του Ρουφ και των Σφαγείων.
Κινδύνεψα πολλές φορές από τους Γερμανούς και τους Χίτες του Θησείου.
Πόλεμος, κατοχή, δεκεμβριανά και μετά οι διώξεις, τα πολιτικά φρονήματα και οι κλειστές πόρτες στην εργασία.
Ακόμα και στις φάμπρικες σου ζητούσανε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Και έρχεται ο Ανδρέας.
Και αντί για το πούλημα που φάγαμε, για τις αποχές από τις εκλογές και για τις θυσίες και για τα βάσανα μιας λαϊκής πλειοψηφίας που «δικοί» και ξένοι την μετατρέπανε σε μειοψηφία, έρχεται και μας δίνει το χέρι και μας ζητάει να πάμε για την Αλλαγή.
Δεν άκουσα άλλο τα λόγια τους, τα δυσνόητα κομματικά τσιτάτα που αραδιάζανε και πήγα με το ΠΑΣΟΚ.
Και είδαμε πρόοδο και ευημερία οι αδύναμοι.
Νοιώσαμε κάποιοι επιτέλους.
Χωρίς το βραχνά του χωροφύλακα, χωρίς να διπλώνουμε την εφημερίδα για να μη φαίνεται ποια είναι. Δημοκράτες κι αριστεροί φτάσανε να μπαίνουν ακόμη και στην αστυνομία ή το στρατό!!!
Ο Παπανδρέου τις πράξεις και το κόμμα τα φούμαρα.
Δε με συγχωρήσανε που έφυγα, αλλά ούτε κι εγώ τους συγχώρησα.
Το ίδιο και τόσος κόσμος, ΕΑΜίτες που πέρασαν στην πλευρά του Παπανδρέου.
Κι άμα τους ακούτε να λένε εμείς είμαστε η αριστερά, να μην τους την αφήνετε για δική τους.
Εμείς είμαστε η Αριστερά, γιατί είμαστε καθαροί και γιατί πετύχαμε αυτό που ήθελε ο απλός λαός»!
Αυτά περίπου μας έλεγε η σοφή μάνα, που μετά βίας “έβγαλε” (sic) την Τετάρτη δημοτικού.
Η ιστορία της όμως συνεχίστηκε και συμπληρώθηκε κάμποσα χρόνια μετά, που πάει να πει πριν 20-30 ημέρες από σήμερα.
Με λιγότερο κέφι – καθώς υποφέρει από τους πόνους που της προκαλεί το κάταγμα σε έναν από τους σπονδύλους της – και με περισσότερη ανησυχία και περισυλλογή κλείνει την «πολιτική» της αφήγηση…
«Βρε Στέφανε είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα;
Μου κόψανε από τη σύνταξη!
Τώρα που όλα πέσανε πάνω στο Γιώργο και όλοι μουρμουράνε, μην αφήσετε να πάει χαμένη όλη αυτή η προσπάθεια.
Να τον στηρίξετε με νύχια και με δόντια γιατί τα ακούω στο «Μέγκα».
Εγώ κάνω το καθήκον μου και ζητάω απόδειξη από τον Θ. (τον γιατρό).
Πενήντα χωρίς, ογδόντα με απόδειξη»…
Έπρεπε να μου τα είχες πει ρε μαμά για τον Θ…. θα τον κανόνιζα καλά… (της «έκανα»)
Τα ακούς κι εσύ ρε Γιωργό;
Ακούς αυτά που λέει η υπερογδοντάχρονη γριά;
Χρόνια πολλά!
Είχαμε αποφάει όταν αρχίσαμε να συζητάμε «περί τα πολιτικά» όπως χαρακτηριστικά έλεγε η μητέρα μου.
Θυμάμαι σαν και τώρα που μας μίλησε για το πώς επέλεξε για πρώτη φορά να ψηφίσει ΠΑΣΟΚ και για το πόσο ευτυχής ένοιωσε όταν ύστερα από λίγα χρόνια – το 1981 – ο Αντρέας «έβαλε τη δεξιά στο χρονοντούλαπο».
Δεν είχε ιδέα τι έγραφε η Διακήρυξη της 3ης του Σεπτέμβρη (την οποία εμείς σαν νεαροί αναλύαμε και είχαμε σαν ευαγγέλιο).
Είχε όμως πλήρη γνώση για το τι βίωσε σαν κοπέλα μετεμφυλιακά και τι χάραξε στο μυαλό της ο λόγος και η πρόταση του Ανδρέα Παπανδρέου.
«Πιτσιρίκα στο κυτοποιΐο του Καρύδη, στη Χαροκόπου κοντά, μπλέχτηκα με την Αριστερά.
Μικρούλα, που καλά- καλά δεν είχα δικαίωμα να εργάζομαι και όταν ερχόταν ο έλεγχος εργασίας με κρύβανε μέσα σε κάτι τεράστια χαρτόκουτα.
Σιγά – σιγά έφτασα να φωνάζω με το «χωνί» στις γειτονιές των Πετραλώνων, του Ρουφ και των Σφαγείων.
Κινδύνεψα πολλές φορές από τους Γερμανούς και τους Χίτες του Θησείου.
Πόλεμος, κατοχή, δεκεμβριανά και μετά οι διώξεις, τα πολιτικά φρονήματα και οι κλειστές πόρτες στην εργασία.
Ακόμα και στις φάμπρικες σου ζητούσανε πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων.
Και έρχεται ο Ανδρέας.
Και αντί για το πούλημα που φάγαμε, για τις αποχές από τις εκλογές και για τις θυσίες και για τα βάσανα μιας λαϊκής πλειοψηφίας που «δικοί» και ξένοι την μετατρέπανε σε μειοψηφία, έρχεται και μας δίνει το χέρι και μας ζητάει να πάμε για την Αλλαγή.
Δεν άκουσα άλλο τα λόγια τους, τα δυσνόητα κομματικά τσιτάτα που αραδιάζανε και πήγα με το ΠΑΣΟΚ.
Και είδαμε πρόοδο και ευημερία οι αδύναμοι.
Νοιώσαμε κάποιοι επιτέλους.
Χωρίς το βραχνά του χωροφύλακα, χωρίς να διπλώνουμε την εφημερίδα για να μη φαίνεται ποια είναι. Δημοκράτες κι αριστεροί φτάσανε να μπαίνουν ακόμη και στην αστυνομία ή το στρατό!!!
Ο Παπανδρέου τις πράξεις και το κόμμα τα φούμαρα.
Δε με συγχωρήσανε που έφυγα, αλλά ούτε κι εγώ τους συγχώρησα.
Το ίδιο και τόσος κόσμος, ΕΑΜίτες που πέρασαν στην πλευρά του Παπανδρέου.
Κι άμα τους ακούτε να λένε εμείς είμαστε η αριστερά, να μην τους την αφήνετε για δική τους.
Εμείς είμαστε η Αριστερά, γιατί είμαστε καθαροί και γιατί πετύχαμε αυτό που ήθελε ο απλός λαός»!
Αυτά περίπου μας έλεγε η σοφή μάνα, που μετά βίας “έβγαλε” (sic) την Τετάρτη δημοτικού.
Η ιστορία της όμως συνεχίστηκε και συμπληρώθηκε κάμποσα χρόνια μετά, που πάει να πει πριν 20-30 ημέρες από σήμερα.
Με λιγότερο κέφι – καθώς υποφέρει από τους πόνους που της προκαλεί το κάταγμα σε έναν από τους σπονδύλους της – και με περισσότερη ανησυχία και περισυλλογή κλείνει την «πολιτική» της αφήγηση…
«Βρε Στέφανε είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα;
Μου κόψανε από τη σύνταξη!
Τώρα που όλα πέσανε πάνω στο Γιώργο και όλοι μουρμουράνε, μην αφήσετε να πάει χαμένη όλη αυτή η προσπάθεια.
Να τον στηρίξετε με νύχια και με δόντια γιατί τα ακούω στο «Μέγκα».
Εγώ κάνω το καθήκον μου και ζητάω απόδειξη από τον Θ. (τον γιατρό).
Πενήντα χωρίς, ογδόντα με απόδειξη»…
Έπρεπε να μου τα είχες πει ρε μαμά για τον Θ…. θα τον κανόνιζα καλά… (της «έκανα»)
Τα ακούς κι εσύ ρε Γιωργό;
Ακούς αυτά που λέει η υπερογδοντάχρονη γριά;
Χρόνια πολλά!