Τετάρτη 30 Ιουνίου 2010

ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΑΚΩΒΟΥ

ΙΑΚΩΒΟΥ 1

Ιακ. 1,1 Ἰάκωβος, Θεοῦ καὶ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ δοῦλος, ταῖς δώδεκα φυλαῖς ταῖς ἐν τῇ διασπορᾷ χαίρειν·
Ιακ. 1,1 Εγώ, ο Ιάκωβος, δούλος του Θεού Πατρός και του Κυρίου Ιησού Χριστού, στους Χριστιανούς, που κατάγονται από τας δώδεκα φυλάς του Ισραήλ, τας διεσκορπισμένας εις όλον τον κόσμον, εύχομαι να χαίρουν.

Ιακ. 1,2 Πᾶσαν χαρὰν ἡγήσασθε, ἀδελφοί μου, ὅταν πειρασμοῖς περιπέσητε ποικίλοις,
Ιακ. 1,2 Πηγήν και ατίαν δια την πλέον πλήρη και τελείαν χαράν να θεωρήτε, αδελφοί μου, όταν πέσετε μέσα εις διαφόρους δοκιμασίας και θλίψεις,

Ιακ. 1,3 γινώσκοντες ὅτι τὸ δοκίμιον ὑμῶν τῆς πίστεως κατεργάζεται ὑπομονήν·
Ιακ. 1,3 γνωρίζοντες τούτο, ότι η δια μέσου θλίψεων και ταλαιπωριών δοκιμασία της πίστεώς σας προς τον Χριστόν επεξεργάζεται και πραγματοποιεί ως πολύτιμον αγαθόν μέσα σας την υπομονήν.

Ιακ. 1,4 ἡ δὲ ὑπομονὴ ἔργον τέλειον ἐχέτω, ἵνα ἦτε τέλειοι καὶ ὁλόκληροι, ἐν μηδενὶ λειπόμενοι.
Ιακ. 1,4 Η δε υπομονή ας έχη και αυτή, ως καρπόν της, πνευματικόν έργον τέλειον εις τας καρδίας σας, δια να είσθε έτσι τέλειοι και ολόκληροι και να μη υστερήτε εις τίποτε.

Ιακ. 1,5 Εἰ δέ τις ὑμῶν λείπεται σοφίας, αἰτήτω παρὰ τοῦ διδόντος Θεοῦ πᾶσιν ἁπλῶς καὶ οὐκ ὀνειδίζοντος, καὶ δοθήσεται αὐτῷ·
Ιακ. 1,5 Εάν δε κανείς από σας στερήται την κατά Θεόν σοφίαν, δια να γνωρίζη πως να φέρεται στους διαφόρους πειρασμούς και πως να αποκτά την υπομονήν, ας ζητή την σοφίαν αυτήν από τον πάνσοφον Θεόν, ο οποίος την δίδει εις όλους πλουσίως, χωρίς να περοφρονή και εξευτελίζη κανένα. Και θα του δοθή αυτή η σοφία.

Ιακ. 1,6 αἰτείτω δὲ ἐν πίστει, μηδὲν διακρινόμενος· ὁ γὰρ διακρινόμενος ἔοικε κλύδωνι θαλάσσης ἀνεμιζομένῳ καὶ ῥιπιζομένῳ.
Ιακ. 1,6 Να την ζητή όμως με σταθεράν και ακλόνητον πίστιν, χωρίς να κυμαίνεται και να αμφιβάλλη, αν θα του την δώση ο Θεός, διότι εκείνος που αμφιβάλλει και κλονίζεται, μοιάζει με κύμα θαλάσσης, που δέρνεται από τον άνεμο και πηγαίνει εδώ και εκεί κατά την φοράν του ανέμου.

Ιακ. 1,7 μὴ γὰρ οἰέσθω ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος ὅτι λήψεταί τι παρὰ τοῦ Κυρίου.
Ιακ. 1,7 Διότι ας μη νομίζη ο άνθρωπος αυτός, ο ολιγόπιστος και ακατάστατος, ότι θα πάρη από τον Κυριον κάτι από όσα του ζητεί.

Ιακ. 1,8 ἀνὴρ δίψυχος ἀκατάστατος ἐν πάσαις ταῖς ὁδοῖς αὐτοῦ.
Ιακ. 1,8 Ο άνθρωπος αυτός είναι δίβουλος και δίγνωμος, ακατάστατος και ευμετάβολος εις όλην την πορείαν της ζωής και συμπεριφοράς του.

Ιακ. 1,9 καυχάσθω δὲ ὁ ἀδελφὸς ὁ ταπεινὸς ἐν τῷ ὕψει αὐτοῦ,
Ιακ. 1,9 Ο αδελφός δε, που δικιμάζεται από την θλίψιν της πτωχείας και είναι άσημος και αφανής μέσα στον κόσμον, ας καυχάται δια το ύψος της δόξης (εις την οποίαν ο Θεός θα τον αναβιβάση δια την υπομονήν του εις τας θλίψεις).

Ιακ. 1,10 ὁ δὲ πλούσιος ἐν τῇ ταπεινώσει αὐτοῦ, ὅτι ὡς ἄνθος χόρτου παρελεύσεται.
Ιακ. 1,10 Ο δε πλούσιος εξ άλλου, ας καυχάται δια την ταπεινοφροσύνην του, (την οποίαν γεννά η κατά Θεόν συναίσθησις της πνευματικής του πτωχείας και της προσωρινότητος του πλούτου), αφού σαν ταπεινό αγριολούλουδο και αυτός θα περάση από την επίγειον ζωήν.

Ιακ. 1,11 ἀνέτειλε γὰρ ὁ ἥλιος σὺν τῷ καύσωνι καὶ ἐξήρανε τὸν χόρτον, καὶ τὸ ἄνθος αὐτοῦ ἐξέπεσε, καὶ ἡ εὐπρέπεια τοῦ προσώπου αὐτοῦ ἀπώλετο. οὕτω καὶ ὁ πλούσιος ἐν ταῖς πορείαις αὐτοῦ μαρανθήσεται.
Ιακ. 1,11 Διότι ανέτειλεν ο ήλιος με το φλογερό του καύμα και εξήρανε το αγριόχορτο, και το άνθος του έπεσε μαραμένο, και η ωραιότης της εμφανίσεως και των χρωμάτων του εχάθηκε. Ετσι και ο πλούσιος στους δρόμους της ζωής του, θα μαρανθή και θα σβήση, παρ' όλα τα πλούτη και την δόξαν του.

Ιακ. 1,12 Μακάριος ἀνὴρ ὃς ὑπομένει πειρασμόν· ὅτι δόκιμος γενόμενος λήψεται τὸν στέφανον τῆς ζωῆς, ὃν ἐπηγγείλατο ὁ Κύριος τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν.
Ιακ. 1,12 Μακάριος και τρισευτυχισμένος είναι ο άνθρωπος εκείνος, ο οποίος υπομένει με καρτερίαν και πίστιν στον Θεόν την δοκιμασίαν των θλίψεων, διότι έτσι αναδεικνύεται εκλεκτός και δοκιμασμένος άνθρωπος ενώπιον του Θεού και θα λάβη ως αμοιβήν του τον ένδοξον στέφανον της αιωνίου ζωής, τον οποίον υπεσχέθη ο Κυριος εις εκείνους, που τον αγαπούν.

Ιακ. 1,13 Μηδεὶς πειραζόμενος λεγέτω ὅτι ἀπὸ Θεοῦ πειράζομαι· ὁ γὰρ Θεὸς ἀπείραστός ἐστι κακῶν, πειράζει δὲ αὐτὸς οὐδένα.
Ιακ. 1,13 Κανείς όμως ποτέ, όταν πειράζεται από τα εσωτερικά πάθη και τας αδυναμίας του και δελεάζεται προς την αμαρτίαν, ας μη λέγη, ότι από τον Θεόν υφίσταμαι αυτόν τον αμαρτωλόν πειρασμόν. Αυτό είναι φοβερά ύβρις εναντίον του Αγίου Θεού, διότι ο Θεός δεν είναι δυνατόν ποτέ να πειρασθή από κάτι κακόν και πονηρόν, δι' αυτό δε ακριβώς, άγευστος και απείραστος από κάθε κακόν καθώς είναι, δεν στέλλει εις κανένα ποτέ πειρασμόν, δια να τον εξωθήση προς την αμαρτίαν.

Ιακ. 1,14 ἕκαστος δὲ πειράζεται ὑπὸ τῆς ἰδίας ἐπιθυμίας ἐξελκόμενος καὶ δελεαζόμενος·
Ιακ. 1,14 Καθένας δε δελεάζεται και παρακινείται προς το κακόν από την ιδικήν του κακήν επιθυμίαν, παρασυρόμενος από το δόλωμα της αμαρτωλής ηδονής.

Ιακ. 1,15 εἶτα ἡ ἐπιθυμία συλλαβοῦσα τίκτει ἁμαρτίαν, ἡ δὲ ἁμαρτία ἀποτελεσθεῖσα ἀποκύει θάνατον.
Ιακ. 1,15 Επειτα αυτή του η φαύλη επιθυμία, αφού σαν πονηρά και ακόλαστος γυνή συλλάβη το κακόν, γεννά την αμαρτωλήν πράξιν· η δε αμαρτία, όταν πλέον προχωρήση και ολοκληρωθή και υποδουλώση την ψυχήν, γεννά τον θάνατον.

Ιακ. 1,16 Μὴ πλανᾶσθε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί·
Ιακ. 1,16 Λοιπόν, μη πλανάσθε, αδελφοί μου αγαπητοί, τίποτε το κακόν δεν προέρχεται από τον Θεόν.

Ιακ. 1,17 πᾶσα δόσις ἀγαθὴ καὶ πᾶν δώρημα τέλειον ἄνωθέν ἐστι καταβαῖνον ἀπὸ τοῦ πατρὸς τῶν φώτων, παρ᾿ ᾧ οὐκ ἔνι παραλλαγὴ ἢ τροπῆς ἀποσκίασμα.
Ιακ. 1,17 Εξ αντιθέτου, κάθε αγαθή προσφορά προς τους ανθρώπους και κάθε δώρον τέλειον κατεβαίνει εκ των άνω, από τον ουρανόν, από τον πανάγαθον Θεόν, που είναι ο δημιουργός και πατέρας όλων των πνευματικών και υλικών φώτων, στον οποίον δεν υπάρχει καμμιά αλλοίωσις, ούτε η παραμικροτέρα σκια μεταβολής.

Ιακ. 1,18 βουληθεὶς ἀπεκύησεν ἡμᾶς λόγῳ ἀληθείας εἰς τὸ εἶναι ἡμᾶς ἀπαρχήν τινα τῶν αὐτοῦ κτισμάτων.
Ιακ. 1,18 Ο πανάγαθος Θεός, υπό της απείρου αυτού αγαθότητος κινούμενος, ηθέλησεν αυτός και μας εγέννησεν πνευματικώς με την ευαγγελικήν διδασκαλίαν της αληθείας, δια να είμεθα ημείς σαν τα πλέον ευγενή και εκλεκτά πρωτόλεια μεταξύ όλων των δημιουργημάτων.

Ιακ. 1,19 Ὥστε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί, ἔστω πᾶς ἄνθρωπος ταχὺς εἰς τὸ ἀκοῦσαι, βραδὺς εἰς τὸ λαλῆσαι, βραδὺς εἰς ὀργήν·
Ιακ. 1,19 Ωστε, αδελφοί μου αγαπητοί, ας είναι κάθε άνθρωπος γρήγορος και πρόθυμος να ακούη την αλήθειαν του Θεού, η οποία αναγεννά και σώζει, και ας είναι ακόμη αργός και δυσκίνητος στο να ομιλή (δια τον φόβον μήπως πη κάτι το άστοχον, το αμαρτωλόν και υβριστικόν). Ας είναι δε ακόμη αργός και δυσκίνητος εις την οργήν, οποιαιδήποτε αφορμαί και αν του δίδωνται.

Ιακ. 1,20 ὀργὴ γὰρ ἀνδρὸς δικαιοσύνην Θεοῦ οὐ κατεργάζεται.
Ιακ. 1,20 Διότι η οργή του ανθρώπου τον σκοτίζει, τον εξάπτει, τον παρασύρει εις αδικήματα και δεν εργάζεται μέσα εις αυτόν δικαιοσύνην Θεού.

Ιακ. 1,21 διὸ ἀποθέμενοι πᾶσαν ῥυπαρίαν καὶ περισσείαν κακίας ἐν πραΰτητι δέξασθε τὸν ἔμφυτον λόγον τὸν δυνάμενον σῶσαι τὰς ψυχὰς ὑμῶν.
Ιακ. 1,21 Δι' αυτό ακριβώς και σεις πετάξτε από τας ψυχάς σας κάθε ηθικήν ακαθαρσίαν, ο,τι υπολείπεται μέσα σας από τας διαφόρους κακίας, και δεχθήτε με πραότητα τον ευαγγελικόν λόγον, που εφυτεύθη μέσα σας δια του Ιησού Χριστού και ο οποίος μόνος ημπορεί να σώση τας ψυχάς σας.

Ιακ. 1,22 Γίνεσθε δὲ ποιηταὶ λόγου καὶ μὴ μόνον ἀκροαταί, παραλογιζόμενοι ἑαυτούς.
Ιακ. 1,22 Να γίνεσθε δε τηρηταί του νόμου του Θεού και όχι μόνον ακροαταί, εξαπατώντες τον ευατόν σας με την απλήν μόνον ακρόασιν του θείου θελήματος.

Ιακ. 1,23 ὅτι εἴ τις ἀκροατὴς λόγου ἐστὶ καὶ οὐ ποιητής, οὗτος ἔοικεν ἀνδρὶ κατανοοῦντι τὸ πρόσωπον τῆς γενέσεως αὐτοῦ ἐν ἐσόπτρῳ·
Ιακ. 1,23 Διότι, εάν κανείς είναι ακροατής μόνον του λόγου και όχι τηρητής, αυτός ομοιάζει με τον άνθρωπον, ο οποίος απλώς και μόνον εκύτταξε καλά στον καθρέπτην την φυσιογνωμίαν του·

Ιακ. 1,24 κατενόησε γὰρ ἑαυτὸν καὶ ἀπελήλυθε, καὶ εὐθέως ἐπελάθετο ὁποῖος ἦν.
Ιακ. 1,24 διότι αυτός είδε μεν καλά τον ευατόν του στον καθρέπτην και έφυγε, αλλά αμέσως εξέχασε ποίος ήτο. (Καθρέπτης είναι ο νόμος του Θεού, δια να γνωρίσωμεν τας ελλείψεις μας· εάν δεν τας προσέξωμεν και δεν ενδιαφερθώμεν δια την διόρθωσίν των, λησμονούμεν έντος ολίγου τον εαυτόν μας και τον νόμον του Θεού).

Ιακ. 1,25 ὁ δὲ παρακύψας εἰς νόμον τέλειον τὸν τῆς ἐλευθερίας καὶ παραμείνας, οὗτος οὐκ ἀκροατὴς ἐπιλησμονῆς γενόμενος, ἀλλὰ ποιητὴς ἔργου, οὗτος μακάριος ἐν τῇ ποιήσει αὐτοῦ ἔσται.
Ιακ. 1,25 Εκείνος όμως που έσκυψε με πολλήν προσοχήν και εμελέτησε προσεκτικά τον τέλειον νόμον του Ευαγγελίου, ο οποίος χαρίζει την ηθικήν ελευθερίαν και έμεινε με σταθερότητα στον νόμον αυτόν, αυτός δεν έγινε ακροατής απλώς, που λησμονεί, αλλά τηρητής των έργων, που διατάσσει ο νόμος. Αυτός θα είναι μακάριος και τρισευτυχισμένος δια την τήρησιν του θείου θελήματος.

Ιακ. 1,26 Εἴ τις δοκεῖ θρῆσκος εἶναι ἐν ὑμῖν μὴ χαλιναγωγῶν γλῶσσαν αὐτοῦ, ἀλλ᾿ ἀπατῶν καρδίαν αὐτοῦ, τούτου μάταιος ἡ θρησκεία.
Ιακ. 1,26 Εάν κανείς από σας νομίζη ότι είναι ευσεβής και πιστός εις τα καθήκοντα, που επιβάλλει η θρησκεία, δεν χαλιναγωγή όμως την γλώσσαν τοη, αλλ' εξαπατά την καρδίαν του με την πλανεμένην αυτήν αντίληψίν του, μάθετε ότι του ανθρώπου αυτού είναι ανωφελής και άχρηστος η θρησκεία.

Ιακ. 1,27 θρησκεία καθαρὰ καὶ ἀμίαντος παρὰ τῷ Θεῷ καὶ πατρὶ αὕτη ἐστίν, ἐπισκέπτεσθαι ὀρφανοὺς καὶ χήρας ἐν τῇ θλίψει αὐτῶν, ἄσπιλον ἑαυτὸν τηρεῖν ἀπὸ τοῦ κόσμου.
Ιακ. 1,27 Θρησκεία καθαρά και αμόλυντος ενώπιον του Θεού και Πατρός είναι αυτή, να επισκέπτεται κανείς με αγάπην και καλωσύνην τα ορφανά και τας χήρας, δια να τους προσφέρη την προστασίαν και παρηγορίαν εις την θλίψιν των, και συγχρόνως να τηρή τον ευατόν του καθαρόν και αμόλυντον από την αμαρτίαν, που κυριαρχεί στον κόσμον.


ΙΑΚΩΒΟΥ 2

Ιακ. 2,1 Ἀδελφοί μου, μὴ ἐν προσωποληψίαις ἔχετε τὴν πίστιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ τῆς δόξης.
Ιακ. 2,1 Αδελφοί μου, προσέχετε να μη έχετε και εκδηλώνετε την πίστιν σας προς τον ένδοξον Κυριον μας Ιησούν Χριστόν με προσωποληψίας και μάλιστα στον τόπον και τον χρόνον της λατρείας.

Ιακ. 2,2 ἐὰν γὰρ εἰσέλθῃ εἰς τὴν συναγωγὴν ὑμῶν ἀνὴρ χρυσοδακτύλιος ἐν ἐσθῆτι λαμπρᾷ, εἰσέλθῃ δὲ καὶ πτωχὸς ἐν ῥυπαρᾷ ἐσθῆτι,
Ιακ. 2,2 Διότι,-ας υποθέσωμεν-εάν εισέλθη εις την λατρευτικήν σας συγκέντρωσιν άνθρωπος με χρυσά δακτυλίδια, με ενδύματα πολυτελή και φαντακτερά, εισέλθη δε και ένας πτωχός με φθηνά και λερωμένα ρούχα

Ιακ. 2,3 καὶ ἐπιβλέψητε ἐπὶ τὸν φοροῦντα τὴν ἐσθῆτα τὴν λαμπρὰν καὶ εἴπητε αὐτῷ, σὺ κάθου ὧδε καλῶς, καὶ τῷ πτωχῷ εἴπητε, σὺ στῆθι ἐκεῖ ἢ κάθου ὧδε ὑπὸ τὸ ὑποπόδιόν μου,
Ιακ. 2,3 και στρέψετε τα βλέματά σας με θαυμασμόν και εκτίμησιν προς εκείνον, που φορεί το λαμπρόν ένδυμα, και του πήτε· “συ κάθισε εδώ αναπαυτικά στο τιμητικόν κάθισμα” και στον πτωχόν πήτε· “συ στάσου εκεί πέρα όρθιος”. η “κάθισε εδώ, πιο χαμηλά, από το υποπόδιόν μου”,

Ιακ. 2,4 καὶ οὐ διεκρίθητε ἐν ἑαυτοῖς καὶ ἐγένεσθε κριταὶ διαλογισμῶν πονηρῶν;
Ιακ. 2,4 σας ερωτώ, με την προσωποληψίαν σας αυτήν και την μεροληπτικήν συμπεριφοράν σας δεν εκάματε μέσα σας μεροληπτικήν διάκρισιν μεταξύ πλουσίου και πτωχού και δεν εγίνατε άδικοι κριταί, εφ' όσον κατελήξατε εις απόφασιν στηριχθείσαν εις πονηρούς διαλογισμούς, αντιθέτους προς την αγάπην και την δικαιοσύνην του Θεού;

Ιακ. 2,5 Ἀκούσατε, ἀδελφοί μου ἀγαπητοί. οὐχ ὁ Θεὸς ἐξελέξατο τοὺς πτωχοὺς τοῦ κόσμου πλουσίους ἐν πίστει καὶ κληρονόμους τῆς βασιλείας ἧς ἐπηγγείλατο τοῖς ἀγαπῶσιν αὐτόν;
Ιακ. 2,5 Ακούσατε, αδελφοί μου αγαπητοί, δεν εξέλεξεν ο Θεός τους πτωχούς και γυμνούς από τα υλικά αγαθά του κόσμου τούτου, δια να γίνουν πλούσιοι στον ουράνιον κόσμον, τον οποίον μας χαρίζει η πίστις, και κληρονόμοι της βασιλείας, που υπεσχέθη ο Θεός εις όσους τον αγαπούν;

Ιακ. 2,6 ὑμεῖς δὲ ἠτιμάσατε τὸν πτωχόν. οὐχ οἱ πλούσιοι καταδυναστεύουσιν ὑμῶν, καὶ αὐτοὶ ἕλκουσιν ὑμᾶς εἰς κριτήρια;
Ιακ. 2,6 Σεις όμως, επεριφρονήσατε και εξηυτελίσατε τον πτωχόν, δια να τιμήσετε μεροληπτικώς τον πλούσιον. Αλλά σας ερωτώ· δεν είναι οι πλούσιοι, οι οποίοι σας καταπιέζουν, και δεν είναι αυτοί, που σας τραβούν εις τα δικαστήρια;

Ιακ. 2,7 οὐκ αὐτοὶ βλασφημοῦσι τὸ καλὸν ὄνομα τὸ ἐπικληθὲν ἐφ᾿ ὑμᾶς;
Ιακ. 2,7 Δεν διαβάλλουν αυτοί με την συμπεριφοράν των και δεν εξευτελίζουν το καλόν όνομα του Χριστού, με το οποίον ονομάζεσθε Χριστιανοί και λαός του Χριστού;

Ιακ. 2,8 εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε·
Ιακ. 2,8 Εάν όμως συμπεριφέρεσθε έτσι προς τους πλουσίους, όχι διότι προσωποληπτείτε, αλλά διότι εφαρμόζετε τον νόμον του βασιλέως Χριστού, όπως περιέχεται εις την Αγίαν Γραφήν “αγαπήσστον πλησίον σου ως σεαυτόν”. καλώς πράττετε, φερόμενοι έτσι ενώπιον των πλουσίων.

Ιακ. 2,9 εἰ δὲ προσωποληπτεῖτε, ἁμαρτίαν ἐργάζεσθε, ἐλεγχόμενοι ὑπὸ τοῦ νόμου ὡς παραβάται.
Ιακ. 2,9 Εάν όμως φέρεσθε μεροληπτικά, επηρεασμένοι από αδίκους προσωποληψίας, τότε διαπράττετε αμαρτίαν και αποδεικνύεσθε από αυτόν τούτον τον Νομον του Θεού ως παραβάται, έστω και αν δεν έχετε παραβή άλλας εντολάς.

Ιακ. 2,10 ὅστις γὰρ ὅλον τὸν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δὲ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος.
Ιακ. 2,10 Διότι, εκείνος που θα τηρήση όλον τον Νομον, θα πταίση δε και θα παραβή μίαν εντολήν, έγινεν ένοχος παραβάσεως όλων των εντολών.

Ιακ. 2,11 ὁ γὰρ εἰπὼν μὴ μοιχεύσῃς, εἶπε καὶ μὴ φονεύσῃς· εἰ δὲ οὐ μοιχεύσεις, φονεύσεις δέ, γέγονας παραβάτης νόμου.
Ιακ. 2,11 Διότι ο Θεός, ο οποίος είπε “μη φονεύσης”. Εάν δε δεν μοιχεύσης, αλλά φονεύσης, έγινες παραβάτης όλου του Νομου. (Τον νομοθέτην Θεόν επεριφρόνησες και ύβρισες με την παράβασίν σου αυτήν).

Ιακ. 2,12 οὕτω λαλεῖτε καὶ οὕτω ποιεῖτε, ὡς διὰ νόμου ἐλευθερίας μέλλοντες κρίνεσθαι·
Ιακ. 2,12 Να ομιλήτε μεταξύ σας και να πράττετε έτσι, όπως ταιριάζει εις ανθρώπους, που μέλλουν να κριθούν με τον νόμον, ο οποίος αναδεικνύει τον άνθρωπον ελεύθερον (και όχι δούλον της προσωποληψίας και ανθρωπαρεσκείας).

Ιακ. 2,13 ἡ γὰρ κρίσις ἀνέλεος τῷ μὴ ποιήσαντι ἔλεος· κατακαυχᾶται ἔλεος κρίσεως.
Ιακ. 2,13 Μη παρασύρεσθε από από την προσωποληψίαν και φαίνεσθε σκληροί και άσπλαγχνοι απέναντι των πτωχών και ασήμων, διότι η κρίσις του Θεού θα είναι χωρίς έλεος, δι' εκείνον, που δεν έδειξε έλεος προς τους αδελφούς του. Το έλεος και η ευσπλαγχνία κατανικά και εξουδετερώνει την καταδίκην.

Ιακ. 2,14 Τί τὸ ὄφελος, ἀδελφοί μου, ἐὰν πίστιν λέγῃ τις ἔχειν, ἔργα δὲ μὴ ἔχῃ; μὴ δύναται ἡ πίστις σῶσαι αὐτόν;
Ιακ. 2,14 Τι ωφελεί, αδελφοί μου, εάν λέγη κανείς ότι έχει πίστιν, αλλά δεν έχει έργα, που επιβάλλει η πίστις; Μηπως αυτή η θεωρητική και γυμνή από καλά έργα πίστις ημπορεί να τον σώση;

Ιακ. 2,15 ἐὰν δὲ ἀδελφὸς ἢ ἀδελφὴ γυμνοὶ ὑπάρχωσι καὶ λειπόμενοι ὦσι τῆς ἐφημέρου τροφῆς,
Ιακ. 2,15 Εάν ένας αδελφός Χριστιανός η μία αδελφή Χριστιανή δεν έχουν τα απαραίτητα ενδύματα, δια να προφυλαχθούν από το ψύχος του χειμώνος, και επί πλέον στερούνται από την αναγκαίαν τροφήν της ημέρας,

Ιακ. 2,16 εἴπῃ δέ τις αὐτοῖς ἐξ ὑμῶν, ὑπάγετε ἐν εἰρήνῃ, θερμαίνεσθε καὶ χορτάζεσθε, μὴ δῶτε δὲ αὐτοῖς τὰ ἐπιτήδεια τοῦ σώματος, τί τὸ ὄφελος;
Ιακ. 2,16 τους είπη δε ένας από σας, “πηγαίνετε στο καλό. Εύχομαι να ζεσταθήτε και να χορτασθήτε καλά”, δεν τους δώσετε όμως αυτά, που τους χρειάζονται δια την συντήρησιν του σώματος, τι ωφελούν τα καλά σας λόγια;

Ιακ. 2,17 οὕτω καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔργα ἔχῃ, νεκρά ἐστι καθ᾿ ἑαυτήν.
Ιακ. 2,17 Ετσι και η πίστις, εάν δεν έχη έργα, είναι εξ ολοκλήρου νεκρά.

Ιακ. 2,18 ἀλλ᾿ ἐρεῖ τις· σὺ πίστιν ἔχεις, κἀγὼ ἔργα ἔχω· δεῖξόν μοι τὴν πίστιν σου ἐκ τῶν ἔργων σου, κἀγὼ δείξω σοι ἐκ τῶν ἔργων μου τὴν πίστιν μου.
Ιακ. 2,18 Αλλά θα πη κάποιος· “συ έχεις και κρατείς θεωρητικήν την πίστιν, ενώ εγώ έχω έργα αρετής”. Και οι δύο ευρίσκονται εις την πλάνην. Διότι εγώ θα τους είπω· Δείξε μου την πίστιν σου από τα έργα σου, διότι αυτά επιβεβαιούν την πίστιν, και εγώ από τα έργα μου, που είναι καρπός της πίστεως, θα σου αποδείξω την πίστιν μου.

Ιακ. 2,19 σὺ πιστεύεις ὅτι ὁ Θεὸς εἷς ἐστι· καλῶς ποιεῖς· καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι καὶ φρίσσουσι.
Ιακ. 2,19 Συ πιστεύεις, ότι ένας είναι ο αληθινός Θεός· και καλά κάμνεις. Αλλά και τα δαιμόνια πιστεύουν εις την ύπαρξιν του αληθινού Θεού, χωρίς όμως να ωφελούνται από αυτήν, την άνευ έργων πίστιν, αλλά τουναντίον καταλαμβάνονται από φόβον και τρόμον προ του δικαίου Θεού.

Ιακ. 2,20 θέλεις δὲ γνῶμαι, ὦ ἄνθρωπε κενέ, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστιν;
Ιακ. 2,20 Θελεις δε να μάθης, ω κούφιε και ανόητε άνθρωπε, ότι η πίστις χωρίς τα έργα της αρετής είναι νεκρά, εντελώς ανωφελής, μάλλον δε και επιβλαβής, όπως το νεκρόν και αποσυντιθέμενον σώμα;

Ιακ. 2,21 Ἀβραὰμ ὁ πατὴρ ἡμῶν οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ἀνενέγκας Ἰσαὰκ τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον;
Ιακ. 2,21 Ο πρόγονος μας Αβραάμ, δεν επήρε από τον Θεόν την δικαίωσιν και έγινε δίκαιος, δια τα έργα της αρετής του, και μάλιστα, όταν προσέφερε ως θυσίαν επάνω στο θυσιαστήριον το παιδί του, τον Ισαάκ;

Ιακ. 2,22 βλέπεις ὅτι ἡ πίστις συνήργει τοῖς ἔργοις αὐτοῦ, καὶ ἐκ τῶν ἔργων ἡ πίστις ἐτελειώθη,
Ιακ. 2,22 Βλέπεις, ότι η ζωντανή πίστις ωδηγούσε και υποβοηθούσε εις τα έργα του, και από τα έργα η πίστις ετελειοποιήθη.

Ιακ. 2,23 καὶ ἐπληρώθη ἡ γραφὴ ἡ λέγουσα· ἐπίστευσε δὲ Ἀβραὰμ τῷ Θεῷ, καὶ ἐλογίσθη αὐτῷ εἰς δικαιοσύνην, καὶ φίλος Θεοῦ ἐκλήθη.
Ιακ. 2,23 Και εξεπληρώθη έτσι η Γραφή, η οποία λέγει· “επίστευσεν ο Αβραάμ στον Θεόν με ζωντανήν και ενεργόν αυτήν πίστιν και ελογαριάσθη τούτο εκ μέρους του Θεού εις αυτόν ως δικαιοσύνη και ωνομάσθη εκλεκτός φίλος του Θεού”.

Ιακ. 2,24 ὁρᾶτε τοίνυν ὅτι ἐξ ἔργων δικαιοῦται ἄνθρωπος καὶ οὐκ ἐκ πίστεως μόνον.
Ιακ. 2,24 Βλέπετε, λοιπόν, ότι κάθε άνθρωπος γίνεται και αναδεικνύεται δίκαιος από τα έργα και όχι μόνον από την θεωρητικήν πίστιν.

Ιακ. 2,25 ὁμοίως δὲ καὶ Ῥαὰβ ἡ πόρνη οὐκ ἐξ ἔργων ἐδικαιώθη, ὑποδεξαμένη τοὺς ἀγγέλους καὶ ἑτέρᾳ ὁδῷ ἐκβαλοῦσα;
Ιακ. 2,25 Επίσης και η Ραάβ, η πόρνη, δεν εδικαιώθη ενώπιον του Θεού από τα έργα της, όταν με κίνδυνον της ζωής της υπεδέχθη τους απεσταλμένους των Ιουδαίων και τους έβγαλε από άλλον δρόμον, δια να φύγουν από την Ιεριχώ;

Ιακ. 2,26 ὥσπερ γὰρ τὸ σῶμα χωρὶς πνεύματος νεκρόν ἐστιν, οὕτω καὶ ἡ πίστις χωρὶς τῶν ἔργων νεκρά ἐστι.
Ιακ. 2,26 Τα έργα αξιοποιούν και ζωντανεύουν την πίστιν. Διότι, όπως το σώμα χωρίς την ψυχήν είναι νεκρόν και καταλήγει εις την αποσύνθεσιν, έτσι και η πίστις χωρίς τα ενάρετα έργα είναι νεκρά και ανωφελής.


ΙΑΚΩΒΟΥ 3

Ιακ. 3,1 Μὴ πολλοὶ διδάσκαλοι γίνεσθε, ἀδελφοί μου, εἰδότες ὅτι μεῖζον κρῖμα ληψόμεθα·
Ιακ. 3,1 Αδελφοί μου, μη ζηλεύετε και μη επιδιώκετε να γίνεσθε πολλοί διδάσκαλοι, διότι γνωρίζομεν καλά, ότι ημείς οι διδάσκαλοι έχομεν μεγαλυτέραν ευθύνην και εάν δεν αγωνιζώμεθα να εφαρμόζωμεν πιστώς όσα διδάσκομεν, θα λάβωμεν μεγαλυτέραν καταδίκην.

Ιακ. 3,2 πολλὰ γὰρ πταίομεν ἅπαντες. εἴ τις ἐν λόγῳ οὐ πταίει, οὗτος τέλειος ἀνήρ, δυνατὸς χαλιναγωγῆσαι καὶ ὅλον τὸ σῶμα.
Ιακ. 3,2 Διότι όλοι μας βέβαια πταίομεν πολύ απέναντι του Θεού και πολύ περισσότερον μάλιστα και ευκολώτερα πταίομεν με τα λόγια μας. Εάν κανείς δεν πταίη εις τα λόγια του και ομιλή πάντοτε τα ορθά, αυτός είναι τέλειος άνθρωπος, έχων την ικανότητα να συγκρατήση και κυβερνήση ολόκληρον τον ευατόν του.

Ιακ. 3,3 ἴδε τῶν ἵππων τοὺς χαλινοὺς εἰς τὰ στόματα βάλλομεν πρὸς τὸ πείθεσθαι αὐτοὺς ἡμῖν, καὶ ὅλον τὸ σῶμα αὐτῶν μετάγομεν.
Ιακ. 3,3 Ιδετε τι συμβαίνει με τους ίππους. Εις τα στόματα των ίππων βάζομεν το χαλινάρι, δια να υποτάσσωνται αυτοί εις ημάς και έτσι διευθύνομεν και καθοδηγούμεν, όπου θέλομεν, όλο το σώμα των.

Ιακ. 3,4 ἰδοὺ καὶ τὰ πλοῖα, τηλικαῦτα ὄντα καὶ ὑπὸ σκληρῶν ἀνέμων ἐλαυνόμενα, μετάγεται ὑπὸ ἐλαχίστου πηδαλίου ὅπου ἂν ἡ ὁρμὴ τοῦ εὐθύνοντος βούληται.
Ιακ. 3,4 Ιδού και τα πλοία, καίτοι είναι τόσον μεγάλα και ωθούνται ισχυρώς από ορμητικούς ανέμους, κυβερνώνται εν τούτοις και διευθύνονται όπου η επιθυμία του πηδαλιούχου θέλει, από ένα μικρότατον πηδάλιον.

Ιακ. 3,5 οὕτω καὶ ἡ γλῶσσα μικρὸν μέλος ἐστὶ καὶ μεγαλαυχεῖ. ἰδοὺ ὀλίγον πῦρ ἡλίκην ὕλην ἀνάπτει!
Ιακ. 3,5 Ετσι και η γλώσσα είναι μικρόν μέλος στο σώμα του ανθρώπου και εν τούτοις καυχάται με αλαζονείαν και με τας ακρισίας και δολιότητάς της προκαλεί μεγάλα κακα. Ιδού πως λίγη φωτιά ανάπτει τεραστίαν πυρκαϊάν εις απέραντα δάση.

Ιακ. 3,6 καὶ ἡ γλῶσσα πῦρ, ὁ κόσμος τῆς ἀδικίας. οὕτως ἡ γλῶσσα καθίσταται ἐν τοῖς μέλεσιν ἡμῶν ἡ σπιλοῦσα ὅλον τὸ σῶμα καὶ φλογίζουσα τὸν τροχὸν τῆς γενέσεως καὶ φλογιζομένη ὑπὸ τῆς γεέννης.
Ιακ. 3,6 Και η γλώσσα είναι φωτιά, αιτία αναριθμήτων κακών, κόσμος ολόκληρος αδικίας και πάσης κακίας. Ετσι και η γλώσσα γίνεται μεταξύ των μελών μας η κατ' εξοχήν επικίνδυνος, η οποία μολύνει όλον το σώμα και ανάπτει πυρκαϊάν, που καταφλογίζει όλον τον κύκλον της ζωής, και καταφλέγεται έπειτα και αυτή από το πυρ της γεέννης δια τας παρεκτροπάς της.

Ιακ. 3,7 πᾶσα γὰρ φύσις θηρίων τε καὶ πετεινῶν ἑρπετῶν τε καὶ ἐναλίων δαμάζεται καὶ δεδάμασται τῇ φύσει τῇ ἀνθρωπίνῃ,
Ιακ. 3,7 Μεγα κακόν η γλώσσα. Διότι κάθε φυσική αγριότης και θηρίων και πτηνών και ερπετών και θαλασσίων ζώων δαμάζεται από την θεόσδοτον επινοητικότητα και κυριαρχίαν του ανθρώπου.

Ιακ. 3,8 τὴν δὲ γλῶσσαν οὐδεὶς δύναται ἀνθρώπων δαμάσαι· ἀκατάσχετον κακόν, μεστὴ ἰοῦ θανατηφόρου.
Ιακ. 3,8 Την γλώσσαν όμως κανείς από τους ανθρώπους δεν ημπορεί να την δαμάση. Είναι ασυγκράτητον κακόν, γεμάτη από θανατηφόρον δηλητήριον (που προκαλεί θανάτους σωματικούς και ψυχικούς).

Ιακ. 3,9 ἐν αὐτῇ εὐλογοῦμεν τὸν Θεὸν καὶ πατέρα, καὶ ἐν αὐτῇ καταρώμεθα τοὺς ἀνθρώπους τοὺς καθ᾿ ὁμοίωσιν Θεοῦ γεγονότας·
Ιακ. 3,9 Εκτρέπεται εις τας μεγαλυτέρας αντινομίας και αντιθέσεις· διότι με αυτήν δοξολογούμεν τον Θεόν και Πατέρα, αλλά και με αυτήν καταρώμεθα τους ανθρώπους, που έχουν πλασθή καθ' ομοίωσιν Θεού.

Ιακ. 3,10 ἐκ τοῦ αὐτοῦ στόματος ἐξέρχεται εὐλογία καὶ κατάρα. οὐ χρή, ἀδελφοί μου, ταῦτα οὕτω γίνεσθαι.
Ιακ. 3,10 Από το ίδιο στόμα βγαίνει ευλογία και καταρά. Αλλά, αδελφοί μου, δεν πρέπει να γίνωνται αυτά έτσι, διότι δεν είναι δυνατόν στο αυτό στόμα να αναμιγνύωνται κατάραι και ευλογίαι.

Ιακ. 3,11 μήτι ἡ πηγὴ ἐκ τῆς αὐτῆς ὀπῆς βρύει τὸ γλυκὺ καὶ τὸ πικρόν;
Ιακ. 3,11 Μηπως τάχα η πηγή από την αυτήν τρύπαν αναβλύζει νερό πόσιμο και ευχάριστο και νερό πικρό και αποκρουστικό;

Ιακ. 3,12 μὴ δύναται, ἀδελφοί μου, συκῆ ἐλαίας ποιῆσαι ἢ ἄμπελος σῦκα; οὕτως οὐδεμία πηγὴ ἁλυκὸν καὶ γλυκὺ ποιῆσαι ὕδωρ.
Ιακ. 3,12 Μηπως είναι ποτέ δυνατόν, αδελφοί μου, η συκιά να καρποφορήση εληές και το αμπέλι να κάμη σύκα; Ετσι και καμμία ποτέ πηγή δεν είναι δυνατόν να βγάζη νερό αλμυρό και νερό πόσιμον και ευχάριστον. (Και από την ίδια γλώσσα, που αναπέμπονται δοξολογίες προς τον Θεόν, ποτέ δεν πρέπει να ξεχύνωνται κατάραι και δολιότητες).

Ιακ. 3,13 Τίς σοφὸς καὶ ἐπιστήμων ἐν ὑμῖν; δειξάτω ἐκ τῆς καλῆς ἀναστροφῆς τὰ ἔργα αὐτοῦ ἐν πραΰτητι σοφίας.
Ιακ. 3,13 Ποιός μεταξύ σας είναι αληθινά σοφός και επιστήμων, φωτισμένος από τον Θεόν άνθρωπος; Ας το δείξη όχι μόνο με τα λόγια του, αλλά προ παντός και κυρίως με τα ενάρετα έργα του καλού του βίου, με πραότητα, την οποίαν χαρίζει στον άνθρωπον η αληθινή σοφία.

Ιακ. 3,14 εἰ δὲ ζῆλον πικρὸν ἔχετε καὶ ἐριθείαν ἐν τῇ καρδίᾳ ὑμῶν, μὴ κατακαυχᾶσθε καὶ ψεύδεσθε κατὰ τῆς ἀληθείας.
Ιακ. 3,14 Εάν όμως έχετε πικράν ζηλοφθονίαν, μεταξύ σας, φατριασμούς, αντιθέσεις και εριστικόν πνεύμα εις την καρδίαν σας, μην αλαζονεύεσθε ότι είσθε ανώτεροι από τους άλλους και ψεύδεσθε έτσι εναντίον της χριστιανικής αληθείας, της οποίας εν τούτοις θέλετε να παρουσιάζεσθε ως διδάσκαλοι.

Ιακ. 3,15 οὐκ ἔστιν αὕτη ἡ σοφία ἄνωθεν κατερχομένη, ἀλλ᾿ ἐπίγειος, ψυχική, δαιμονιώδης.
Ιακ. 3,15 Αυτή η ανόητος υψηλοφροσύνη, ότι είσθε σοφοί, δεν είναι η θεία σοφία, που κατεβαίνει από τον ουρανόν· αλλ' είναι σοφία επίγειος, σαρκική και εμπαθής, δαιμονική.

Ιακ. 3,16 ὅπου γὰρ ζῆλος καὶ ἐριθεία, ἐκεῖ ἀκαταστασία καὶ πᾶν φαῦλον πρᾶγμα.
Ιακ. 3,16 Διότι όπου υπάρχει ζηλοφθονία και φατριασμός και εριστικότης, εκεί επικρατεί ακαταστασία και αναταραχή και κάθε φαύλο πράγμα.

Ιακ. 3,17 ἡ δὲ ἄνωθεν σοφία πρῶτον μὲν ἁγνή ἐστιν, ἔπειτα εἰρηνική, ἐπιεικής, εὐπειθής, μεστὴ ἐλέους καὶ καρπῶν ἀγαθῶν, ἀδιάκριτος καὶ ἀνυπόκριτος.
Ιακ. 3,17 Η δε σοφία, που δίδεται εκ των άνω, από τον Θεόν, πρώτον μεν είναι καθαρά και αμόλυντος από κάθε τι φαύλον και αμαρτωλόν, έπειτα δε είναι ειρηνική και ειρηνοποιός, επιεικής και συγκαταβατική εις την άγνοιαν και τας αδυναμίας των άλλων, πρόθυμος να υποτάσσεται εις την αλήθειαν, γεμάτη από ευσπλαγχνίαν και από αγαθά έργα, απηλλαγμένη από αμβιβολίας και ολιγοπιστίας, καθαρά και αμόλυντος από κάθε υποκρισίαν.

Ιακ. 3,18 καρπὸς δὲ τῆς δικαιοσύνης ἐν εἰρήνῃ σπείρεται τοῖς ποιοῦσιν εἰρήνην.
Ιακ. 3,18 Ο δε καρπός της αγιότητος και κάθε αρετής σπείρεται εις τας καρδίας των ανθρώπων με ειρήνην και πραότητα από εκείνους, που έχουν ειρήνην και μεταδίδουν ειρήνην, από τους αληθινά σοφούς και εναρέτους διδασκάλους.


ΙΑΚΩΒΟΥ 4

Ιακ. 4,1 Πόθεν πόλεμοι καὶ μάχαι ἐν ὑμῖν; οὐκ ἐντεῦθεν ἐκ τῶν ἡδονῶν ὑμῶν τῶν στρατευομένων ἐν τοῖς μέλεσιν ὑμῶν;
Ιακ. 4,1 Από που προέρχονται και γεννώνται μεταξύ σας εχθρικαί καταστάσεις, έριδες και συγκρούσεις; Δεν προέρχονται από αυτήν την αιτίαν, δηλαδή από τας εμπαθείς επιθυμίας αμαρτωλών ηδονών, αι οποίαι επιθυμίαι έχουν επιστρατευθή και διεξάγουν πόλεμον μέσα εις τα μέλη σας, δια να σας υποδουλώσουν εις την φαυλότητα;

Ιακ. 4,2 ἐπιθυμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε· φονεύετε καὶ ζηλοῦτε, καὶ οὐ δύνασθε ἐπιτυχεῖν· μάχεσθε καὶ πολεμεῖτε, καὶ οὐκ ἔχετε, διὰ τὸ μὴ αἰτεῖσθαι ὑμᾶς·
Ιακ. 4,2 Επιθυμείτε και δεν έχετε αυτό που επιθυμείτε. Και επάνω εις την επιθυμίαν σας να το αποκτήσετε, ημπορεί να φθάσετε ακόμη και μέχρι του φόνου. Φθονείτε και επιθυμείτε με εμπάθειαν και δεν ημπορείτε να επιτύχετε αυτό, που επιθυμείτε. Και το αποτέλεσμα είναι ότι καταλήγετε εις συγκρούσεις και εις εχθρικάς καταστάσεις. Και δεν έχετε αυτά που θέλετε, διότι δεν ζητείτε από τον Θεόν με πίστιν, ο,τι είναι καλόν και ωφέλιμον δια σας.

Ιακ. 4,3 αἰτεῖτε καὶ οὐ λαμβάνετε, διότι κακῶς αἰτεῖσθε, ἵνα ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶν δαπανήσητε.
Ιακ. 4,3 Μερικές όμως φορές ζητείτε από τον Θεόν και όμως δεν λαβάνετε, διότι ζητείτε προς κακόν και επιβλαβή σκοπόν, δια να διαθέσετε δηλαδή και εξοδεύσετε αυτό που ζητείτε εις απόλαυσιν αμαρτωλών ηδονών.

Ιακ. 4,4 μοιχοὶ καὶ μοιχαλίδες! οὐκ οἴδατε ὅτι ἡ φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν; ὃς ἂν οὖν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ καθίσταται.
Ιακ. 4,4 Προδόται και προδότριαι, που καταπατείτε και μολύνετε την πίστιν και την αγάπην προς τον Χριστόν! Δεν γνωρίζετε ότι η αγάπη και η προσκόλλησις στον αμαρτωλόν κόσμον είναι έχθρα προς τον Θεόν; Οποιος θελήση να είναι φίλος του κόσμου, των αμαρτωλών διασκεδάσεων και ηδονών του κόσμου, γίνεται εχθρός του Θεού.

Ιακ. 4,5 ἢ δοκεῖτε ὅτι κενῶς ἡ γραφὴ λέγει, πρὸς φθόνον ἐπιποθεῖ τὸ πνεῦμα ὃ κατῴκησεν ἐν ἡμῖν;
Ιακ. 4,5 Η νομίζετε ότι μάταια και χωρίς κανένα νόημα λέγει η Γραφή, ότι με απέραντον αγάπην, που φθάνει σαν μέχρι ζηλοτυπίας και φθόνου, μας ποθεί το Πνεύμα το Αγιον, που έχει κατοικήσει μέσα μας; (Προδοσία εκ μέρους μας αυτής της αγίας αγάπης του εξεγείρει τον αποτροπιασμόν του και την οργήν του εναντίον μας).

Ιακ. 4,6 μείζονα δὲ δίδωσι χάριν· διὸ λέγει· ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν.
Ιακ. 4,6 Εξ αντιθέτου, όταν μείνωμεν πιστοί εις την αγάπην του και αποκηρύξωμεν την αμαρτίαν του κόσμου, μας δίδει ακόμη μεγαλυτέραν χάριν, δι' αυτό και η Γραφή λέγει, ότι “ο Θεός αντιτάσσεται στους υπερηφάνους, που τον εγκαταλείπουν, δια να απολαύσουν αλαζονικώς τον κόσμον· ενώ αντιθέτως, δίδει χάριν στους ταπεινούς και τους υποταγμένους εις αυτόν”.

Ιακ. 4,7 Ὑποτάγητε οὖν τῷ Θεῷ. ἀντίστητε τῷ διαβόλῳ, καὶ φεύξεται ἀφ᾿ ὑμῶν·
Ιακ. 4,7 Υποταχθήτε, λοιπόν, με ταπείνωσιν στον Θεόν. Αντισταθήτε στον διάβολον, που σας δελεάζει και σας φλογίζει με τας αμαρτωλάς ηδονάς του κόσμου, και θα φύγη μακρυά από σας νικημένος και εξευτελισμένος.

Ιακ. 4,8 ἐγγίσατε τῷ Θεῷ, καὶ ἐγγιεῖ ὑμῖν. καθαρίσατε χεῖρας ἁμαρτωλοὶ καὶ ἁγνίσατε καρδίας δίψυχοι.
Ιακ. 4,8 Πλησιάστε κοντά στον Θεόν και ο Θεός θα πλησιάση κοντά εις σας. Αμαρτωλοί άνθρωποι, καθαρίσατε τα χέρια σας από κάθε αμαρτωλήν πράξιν και ενόχην, εξαγνίσατε το εσωτερικόν σας σεις οι δίγνωμοι, που κυμαίνεσθε μεταξύ Θεού και αμαρτωλού κόσμου.

Ιακ. 4,9 ταλαιπωρήσατε καὶ πενθήσατε καὶ κλαύσατε· ὁ γέλως ὑμῶν εἰς πένθος μεταστραφήτω καὶ ἡ χαρὰ εἰς κατήφειαν.
Ιακ. 4,9 Συναισθανθήτε την αμαρτωλότητά σας και την ενόχην σας, μετανοήσατε, πενθήσατε και κλαύσατε, δια τας αθλιότητάς σας. Τα αμαρτωλά σας γέλοια μέσα εις τα ξεφαντώματα της αμαρτίας ας αλλάξουν και ας γίνουν λύπη και συντριβή μετανοίας, και η ψεύτικη χαρά του κόσμου ας μετατραπή εις συναίσθησιν και κατήφειαν.

Ιακ. 4,10 ταπεινώθητε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, καὶ ὑψώσει ὑμᾶς.
Ιακ. 4,10 Ταπεινωθήτε ενώπιον του Κυρίου και θα σας υψώση εις την παρούσαν ζωήν ως προσωπικότητα αρετής, θα σας δοξάση δε εις την μέλλουσαν.

Ιακ. 4,11 Μὴ καταλαλεῖτε ἀλλήλων, ἀδελφοί. ὁ καταλαλῶν ἀδελφοῦ καὶ κρίνων τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ καταλαλεῖ νόμου καὶ κρίνει νόμον· εἰ δὲ νόμον κρίνεις, οὐκ εἶ ποιητὴς νόμου, ἀλλὰ κριτής.
Ιακ. 4,11 Αδελφοί, μη κατηγορείτε και μη κατακρίνετε ο ένας τον άλλον. Διότι εκείνος που κατηγορεί και κατακρίνει και καταδικάζει τον αδελφόν του, κατηγορεί και καταδικάζει τον θείον Νομον, τον Νομον της αγάπης και της καλωσύνης. Εάν δε με την συμπεριφοράν σου αυτήν καταδικάζης τον νόμον της αγάπης, που απαγορεύει την κατάκρισιν, τότε δεν είσαι πλέον τηρητής του νόμου, αλλά θρασύς κριτής και επικριτής του νόμου.

Ιακ. 4,12 εἷς ἐστιν ὁ νομοθέτης καὶ κριτής. ὁ δυνάμενος σῶσαι καὶ ἀπολέσαι· σὺ δὲ τίς εἶ ὃς κρίνεις τὸν ἕτερον;
Ιακ. 4,12 Ενας όμως είναι ο νομοθέτης, που έχει το δικαίωμα να νομοθετή το ορθόν και να κρίνη κάθε παραβάτην, ο δίκαιος Θεός, ο οποίος έχει την δύναμιν και να σώση και να καταδικάση εις απώλειαν. Συ δε, ασήμαντε άνθρωπε, ποίος είσαι, που τολμάς να κρίνης και να κατακρίνης τον άλλον;

Ιακ. 4,13 Ἄγε νῦν οἱ λέγοντες· σήμερον καὶ αὔριον πορευσόμεθα εἰς τήνδε τὴν πόλιν καὶ ποιήσομεν ἐκεῖ ἐνιαυτὸν ἕνα καὶ ἐμπορευσόμεθα καὶ κερδήσομεν·
Ιακ. 4,13 Ελάτε τώρα σεις, που χωρίς να λογαριάζετε τον Θεόν λέτε· “σήμερα η αύριον θα πάμε εις αυτήν την πόλιν και θα μείνωμεν εκεί ένα έτος και θα επιδοθώμεν στο εμπόριον και θα κερδήσωμεν χρήματα”.

Ιακ. 4,14 οἵτινες οὐκ ἐπίστασθε τὸ τῆς αὔριον· ποία γὰρ ἡ ζωὴ ὑμῶν; ἀτμὶς γὰρ ἔσται ἡ πρὸς ὀλίγον φαινομένη, ἔπειτα δὲ καὶ ἀφανιζομένη·
Ιακ. 4,14 Τα λέγετε αυτά σεις, οι οποίοι δεν γνωρίζετε τι θα συμβή όχι μετά ένα έτος, αλλ' ούτε κατά την αυριανήν ημέραν. Διότι τι είναι η ζωή σας, την οποίαν θέλετε να θεωρήτε ατελείωτον; Είναι ένας λεπτός αχνός, που φαίνεται για λίγες στιγμές και αμέσως έπειτα διαλύεται και αφανίζεται.

Ιακ. 4,15 ἀντὶ τοῦ λέγειν ὑμᾶς, ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, καὶ ζήσομεν καὶ ποιήσομεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο.
Ιακ. 4,15 Σχεδιάζετε και λέγετε, ότι επί ένα έτος θα πάτε και θα κάμετε και θα κερδήσετε, αντί να λέτε, εάν ο Κυριος θελήση και ζήσωμεν, τότε και θα κάμωμεν τούτο και εκείνο.

Ιακ. 4,16 νῦν δὲ καυχᾶσθε ἐν ταῖς ἀλαζονείαις ὑμῶν· πᾶσα καύχησις τοιαύτη πονηρά ἐστιν.
Ιακ. 4,16 Τωρα δε, παραμερίζοντες τον Θεόν, καυχάσθε εις τα αλαζονικά σας σχέδια και εις τας ματαιοδόξους επιχειρήσεις σας. Καθε τέτοια καύχησις είναι κακή και αμαρτωλή.

Ιακ. 4,17 εἰδότι οὖν καλὸν ποιεῖν καὶ μὴ ποιοῦντι, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν.
Ιακ. 4,17 Ηκούσατε αυτά που σας είπα και εμάθατε ποιό είναι το καλόν. Αλλά μη λησμονείτε, ότι εκείνος που γνωρίζει ποίον είναι το καλόν, έχει δε και την δύναμιν να το πραγματοποιήση, και δεν το κάμνει, διαπράττει αμαρτίαν.


ΙΑΚΩΒΟΥ 5

Ιακ. 5,1 Ἄγε νῦν οἱ πλούσιοι, κλαύσατε ὀλολύζοντες ἐπὶ ταῖς ταλαιπωρίαις ὑμῶν ταῖς ἐπερχομέναις·
Ιακ. 5,1 Και τώρα η σειρά σας πλούσιοι· κλάψατε με ολολυγμούς και θρήνους δια τας δυστυχίας και ταλαιπωρίας, αι οποίαι έρχονται κατεπάνω σας.

Ιακ. 5,2 ὁ πλοῦτος ὑμῶν σέσηπε καὶ τὰ ἱμάτια ὑμῶν σητόβρωτα γέγονεν,
Ιακ. 5,2 Ο πλούτος σας, που με αδικίας είχατε αποκτήσει και στον οποίον εστηρίξατε τας ελπίδας σας, έχει σαπίσει και τα πολυτελή ενδύματά σας έχουν σκοροφαγωθή μέσα εις τας ιματιοθήκας σας.

Ιακ. 5,3 ὁ χρυσὸς ὑμῶν καὶ ὁ ἄργυρος κατίωται, καὶ ὁ ἰὸς αὐτῶν εἰς μαρτύριον ὑμῖν ἔσται καὶ φάγεται τὰς σάρκας ὑμῶν. ὡς πῦρ ἐθησαυρίσατε ἐν ἐσχάταις ἡμέραις.
Ιακ. 5,3 Ο χρυσός και ο άργυρος, που εθησαυρίσατε, έχουν κατασκουριάσει και η σκουριά των θαμένη ως φοβερά μαρτυρία εναντίον της ιδιοτελείας και σκληρότητός σας και θα καταφάγη τας σάρκας σας σαν φωτιά. Εσυσσωρεύσατε θησαυρούς, αλλά εις καταδίκην σας κατά τας μεγάλας εκείνας ημέρας της Κρίσεως.

Ιακ. 5,4 ἰδοὺ ὁ μισθὸς τῶν ἐργατῶν τῶν ἀμησάντων τὰς χώρας ὑμῶν ὁ ἀπεστερημένος ἀφ᾿ ὑμῶν κράζει, καὶ αἱ βοαὶ τῶν θερισάντων εἰς τὰ ὦτα Κυρίου Σαβαὼθ εἰσεληλύθασιν.
Ιακ. 5,4 Ιδού ο μισθός των εργατών, που εθέρισαν τα απέραντα χωράφια σας και τον οποίον σεις αδίκως και πλεονεκτικώς κατεκρατήσατε, κραυγάζει εναντίον σας. Και οι ομαδικαί βοαί των θεριστών, που τους αδικήσατε, έχουν φθάσει σαν επίκλησις δικαιοσύνης μέσα εις τα αυτιά του Κυρίου των Δυνάμεων.

Ιακ. 5,5 ἐτρυφήσατε ἐπὶ τῆς γῆς καὶ ἐσπαταλήσατε, ἐθρέψατε τὰς καρδίας ὑμῶν ὡς ἐν ἡμέρᾳ σφαγῆς.
Ιακ. 5,5 Εζήσατε με απολαύσεις και ηδονάς εις την γην και εσπαταλήσατε εις αμαρτωλάς διασκεδάσεις, σαν άσωτοι, τα αγαθά σας. Εκαλοθρέψατε και επαχύνατε τας καρδίας και τα σώματά σας, σαν θρεφτάρια που προορίζονται δια την ημέραν της σφαγής των. Σαν ημέρα σφαγής και ολέθρου θα ξεσπάση εναντίον σας η δικαία κρίσις του Θεού.

Ιακ. 5,6 κατεδικάσατε, ἐφονεύσατε τὸν δίκαιον· οὐκ ἀντιτάσσεται ὑμῖν.
Ιακ. 5,6 Κατεδικάσατε τον αθώον, εφονεύσατε τον δίκαιον. Δεν αντιστέκεται εις την μοχθηρότητα και ασυνειδησίαν σας.

Ιακ. 5,7 Μακροθυμήσατε οὖν, ἀδελφοί, ἕως τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου. ἰδοὺ ὁ γεωργὸς ἐκδέχεται τὸν τίμιον καρπὸν τῆς γῆς, μακροθυμῶν ἐπ᾿ αὐτῷ ἕως λάβῃ ὑετὸν πρώϊμον καὶ ὄψιμον.
Ιακ. 5,7 Σεις δε, αδελφοί, που ταλαιπωρείσθε και πάσχετε από τας αδικίας και τας πιέσεις των απλήστων και σκληρών πλουσίων, δείξατε μακροθυμίαν και υπομονήν έως την Δευτέραν Παρουσίαν του Κυρίου. Μιμηθήτε τον γεωργόν, ο οποίος ιδού, ύστερα από τους κόπους της σποράς, περιμένει με υπομονήν και ελπίδα τον πολύτιμον καρπόν της γης. Και μακροθυμεί δι' αύτόν, έως ότου πάρη από τον Θεόν την βροχήν την πρώϊμον και την βροχήν την όψιμον, που ευνοεί την καρποφορίαν.

Ιακ. 5,8 μακροθυμήσατε καὶ ὑμεῖς, στηρίξατε τὰς καρδίας ὑμῶν, ὅτι ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἤγγικε.
Ιακ. 5,8 Δείξτε και σεις υπομονήν, στηρίξτε εις την πίστιν τας καρδίας σας, διότι η παρουσία του Κυρίου έχει πλησιάσει. (Η ώρα της εκδημίας μας από τον κόσμον είναι κοντά και η μεγάλη ημέρα της Κρίσεως, που θα δικαιωθώμεν ενώπιον του Κυρίου, δεν θα αργήση).

Ιακ. 5,9 μὴ στενάζετε κατ᾿ ἀλλήλων, ἀδελφοί, ἵνα μή κριθῆτε· ἰδοὺ ὁ κριτὴς πρὸ τῶν θυρῶν ἕστηκεν.
Ιακ. 5,9 Αδελφοί, μη στενάζετε και δυσφορείτε ο ένας εναντίον του άλλου, δια να μη καταδικασθήτε από τον Κριτήν. Ιδού ο Κριτής έφθασε, στέκεται εμπρός εις την θύραν.

Ιακ. 5,10 ὑπόδειγμα λάβετε, ἀδελφοί μου, τῆς κακοπαθείας καὶ τῆς μακροθυμίας τοὺς προφήτας, οἳ ἐλάλησαν τῷ ὀνόματι Κυρίου.
Ιακ. 5,10 Παρετε, αδελφοί μου, ως παράδειγμα κακοπαθείας, υπομονής και μεγαλοκαρδίας τους προφήτας, οι οποίοι σαν απεσταλμένοι και πρεσβευταί του Θεού ελάλησαν προς τους ανθρώπους εξ ονόματος του Κυρίου.

Ιακ. 5,11 ἰδοὺ μακαρίζομεν τοὺς ὑπομένοντας· τὴν ὑπομονὴν Ἰὼβ ἠκούσατε, καὶ τὸ τέλος Κυρίου εἴδετε, ὅτι πολύσπλαγχνός ἐστιν ὁ Κύριος καὶ οἰκτίρμων.
Ιακ. 5,11 Ιδού, μακαρίζομεν και καλοτυχίζομεν εκείνους, που δεικνύουν υπομονήν. Από την Αγ. Γραφήν έχετε ακούσει και μάθει την υπομονήν του Ιώβ και είδατε το χαρούμενον και ευτυχισμένον τέλος, που έδωσεν εις την δοκιμασίαν του ο Κυριος. Διότι ο Κυριος είναι πολυεύσπλαγχνος και γεμάτος συμπάθειαν και στοργήν.

Ιακ. 5,12 Πρὸ πάντων δέ, ἀδελφοί μου, μὴ ὀμνύετε μήτε τὸν οὐρανὸν μήτε τὴν γῆν μήτε ἄλλον τινὰ ὅρκον· ἤτω δὲ ὑμῶν τὸ ναὶ ναί, καὶ τὸ οὒ οὒ, ἵνα μὴ εἰς ὑπόκρισιν πέσητε.
Ιακ. 5,12 Προ πάντων δε, αδελφοί μου, μη καταφεύγετε στους όρκους. Μη ορκίζεσθε ούτε στον ουρανόν ούτε εις την γην ούτε κανένα άλλον όρκον. Να λέγετε πάντοτε την αλήθειαν και το “ναι”, που θα πήτε, να είναι αληθινόν και πραγματικόν “ναι” και το “όχι”, να είναι πράγματι “όχι”, δια να μη περιπέσετε εις την κρίσιν και καταδίκην εκ μέρους του Θεού.

Ιακ. 5,13 Κακοπαθεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσευχέσθω· εὐθυμεῖ τις; ψαλλέτω.
Ιακ. 5,13 Υπάρχει μεταξύ σας κανείς, που ταλαιπωρείται και θλίβεται; Ας προσεύχεται, ζητών από τον Θεόν παρηγορίαν και λύτρωσιν. Ευρίσκεται κανείς εις κατάστασιν ευθυμίας; Ας ψάλλη, δοξολογών τον Θεόν.

Ιακ. 5,14 ἀσθενεῖ τις ἐν ὑμῖν; προσκαλεσάσθω τοὺς πρεσβυτέρους τῆς ἐκκλησίας, καὶ προσευξάσθωσαν ἐπ᾿ αὐτὸν ἀλείψαντες αὐτὸν ἐλαίῳ ἐν τῷ ὀνόματι τοῦ Κυρίου·
Ιακ. 5,14 Είναι κανείς μεταξύ σας ασθενής; Ας προσκαλέση τους πρεσβυτέρους της Εκκλησίας και ας προσευχηθούν επάνω από αυτόν και δι' αυτόν προς τον Θεόν, αλείψαντες αυτόν με έλαιον στο όνομα του Κυρίου.

Ιακ. 5,15 καὶ ἡ εὐχὴ τῆς πίστεως σώσει τὸν κάμνοντα, καὶ ἐγερεῖ αὐτὸν ὁ Κύριος· κἂν ἁμαρτίας ᾖ πεποιηκώς, ἀφεθήσεται αὐτῷ.
Ιακ. 5,15 Και η προσευχή αυτή, που θα εμπνέεται από την πίστιν και θα γίνεται με πίστιν, θα θεραπεύση και θα σώση τον άρρωστον από την σωματικήν ασθένειαν, και θα τον σηκώση ο Κυριος από το κρεββάτι της αρρώστιας· και εάν ο ασθενής έχη κάμει αμαρτίας, θα του συγχωρηθον εκ μέρους του Θεού.

Ιακ. 5,16 ἐξομολογεῖσθε ἀλλήλοις τὰ παραπτώματα, καὶ εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη.
Ιακ. 5,16 Να εξομολογήσθε με ειλικρινή μετάνοιαν και συντριβήν μεταξύ σας τα αμαρτήματά σας και να προσεύχεσθε ο ένας υπέρ του άλλου, δια να θεραπευθήτε και από τας σωματικάς και από τας πνευματικάς ασθενείας. Διότι δέησις, η οποία προσφέρεται με πίστιν πολλήν προς τον Θεόν εκ μέρους του δικαίου, έχει μεγάλην δύναμιν και φέρει θαυμαστά αποτελέσματα.

Ιακ. 5,17 Ἠλίας ἄνθρωπος ἦν ὁμοιοπαθὴς ἡμῖν, καὶ προσευχῇ προσηύξατο τοῦ μὴ βρέξαι, καὶ οὐκ ἔβρεξεν ἐπὶ τῆς γῆς ἐνιαυτοὺς τρεῖς καὶ μῆνας ἕξ·
Ιακ. 5,17 Ο προφήτης Ηλίας ήτο άνθρωπος όμοιος με ημάς, με την αυτήν ασθενή ανθρωπίνην φύσιν. Και εν τούτοις με θερμήν προσευχήν πίστεως προσηυχήθη, δια να μη βρέξη, και δεν έβρεξεν ο Θεός επάνω εις την γην τρία έτη και εξ μήνας.

Ιακ. 5,18 καὶ πάλιν προσηύξατο, καὶ ὁ οὐρανὸς ὑετὸν ἔδωκε καὶ ἡ γῆ ἐβλάστησε τὸν καρπὸν αὐτῆς.
Ιακ. 5,18 Και πάλιν προσηυχήθη, δια να βρέξη, και ο ουρανός έδωκε πλουσίαν βροχήν και εβλάστησεν και εκαρποφόρησε η γη.

Ιακ. 5,19 Ἀδελφοί, ἐάν τις ἐν ὑμῖν πλανηθῇ ἀπὸ τῆς ἀληθείας, καὶ ἐπιστρέψῃ τις αὐτόν,
Ιακ. 5,19 Αδελφοί, εάν κανείς από σας παραπλανηθή και φύγη μακρυά από την χριστιανικήν αλήθειαν, και ο αδελφός τον επαναφέρη στον δρόμον του Θεού,

Ιακ. 5,20 γινωσκέτω ὅτι ὁ ἐπιστρέψας ἁμαρτωλὸν ἐκ πλάνης ὁδοῦ αὐτοῦ σώσει ψυχὴν ἐκ θανάτου καὶ καλύψει πλῆθος ἁμαρτιῶν.
Ιακ. 5,20 ας γνωρίζη, ότι εκείνος που επαναφέρει έναν αμαρτωλόν από τον δρόμον της πλάνης του στον δρόμον της αληθείας, θα σώση μίαν ψυχήν από τον αιώνιον θάνατον και θα εξαλείψη πλήθος αμαρτιών, τας οποίας ο παραπλανηθείς αμαρτωλός είχε διαπράξει.

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Γ΄ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

Γ ΙΩΑΝΝΟΥ 1

Γ Ιω. 1,1 Ὁ πρεσβύτερος Γαΐῳ τῷ ἀγαπητῷ, ὃν ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ.
Γ Ιω. 1,1 Εγώ, ο μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν και κατά το αξίωμα, το οποίον μου έχει δώσει ο Θεός, προς τον αγαπητόν Γαϊον, τον οποίον εγώ αγαπώ με την αγνήν και άδολον αγάπην του Χριστού.

Γ Ιω. 1,2 Ἀγαπητέ, περὶ πάντων εὔχομαί σε εὐοδοῦσθαι καὶ ὑγιαίνειν, καθὼς εὐοδοῦταί σου ἡ ψυχή.
Γ Ιω. 1,2 Αγαπητέ, εύχομαι να κατευοδώνεσαι και να προοδεύης εις όλα και να υγιαίνης, όπως προοδεύει και κατευοδώνεται η ψυχή σου.

Γ Ιω. 1,3 ἐχάρην γὰρ λίαν ἐρχομένων ἀδελφῶν καὶ μαρτυρούντων σου τῇ ἀληθείᾳ, καθὼς σὺ ἐν ἀληθείᾳ περιπατεῖς.
Γ Ιω. 1,3 Εχάρηκα δε πολύ και χαίρω κάθε φοράν που έρχονται αδελφοί, οι οποίοι με πληροφορούν και μαρτυρούν δια την αλήθειάν σου, δηλαδή δια το γεγονός ότι συ ζης και συμπεριφέρεσαι σύμφωνα με την αλήθειαν του Ευαγγελίου.

Γ Ιω. 1,4 μειζοτέραν τούτων οὐκ ἔχω χαράν, ἵνα ἀκούω τὰ ἐμὰ τέκνα ἐν ἀληθείᾳ περιπατοῦντα.
Γ Ιω. 1,4 Δεν έχω δε άλλην μεγαλυτέραν χαράν, από το να ακούω, ότι τα πνευματικά μου τέκνα ζουν μέσα εις την αλήθειαν και φέρονται όπως επιβάλλει η αλήθεια.

Γ Ιω. 1,5 Ἀγαπητέ, πιστὸν ποιεῖς ὃ ἐὰν ἐργάσῃ εἰς τοὺς ἀδελφοὺς καὶ εἰς τοὺς ξένους,
Γ Ιω. 1,5 Αγαπητέ, πράττεις και ενεργείς κατά τρόπον σύμφωνον προς την πίστιν του Χριστού κάθε τι, που εργάζεσαι και θα εργασθής δια την πνευματικήν και υλικήν εξυπηρέτησιν των γνωστών αδελφών, αλλά και των αγνώστων, που έχουν ανάγκην να τους φιλοξενήσης.

Γ Ιω. 1,6 οἳ ἐμαρτύρησάν σου τῇ ἀγάπῃ ἐνώπιον ἐκκλησίας, οὓς καλῶς ποιήσεις προπέμψας ἀξίως τοῦ Θεοῦ.
Γ Ιω. 1,6 Αυτοί εμαρτύρησαν και διεβεβαίωσαν εμπρός εις την συγκέντρωσιν των πιστών δια την αγάπην, που δείχνεις εις όλους. Αυτούς καλώς θα πράξης, εάν και στο μέλλον τους κατευοδώσης όπως θέλει ο Θεός, παρέχων εις αυτούς όσα τους χρειάζονται δια το ταξίδι των.

Γ Ιω. 1,7 ὑπὲρ γὰρ τοῦ ὀνόματος ἐξῆλθον, μηδὲν λαμβάνοντες ἀπὸ τῶν ἐθνικῶν.
Γ Ιω. 1,7 Διότι αυτοί δια το όνομα του Χριστού εβγηκαν και περιοδεύουν ανά τα διάφορα μέρη, χωρίς να παίρνουν τίποτε από τους εθνικούς, προς τους οποίους κηρύττουν την αλήθειαν του Ευαγγελίου.

Γ Ιω. 1,8 ἡμεῖς οὖν ὀφείλομεν ἀπολαμβάνειν τοὺς τοιούτους, ἵνα συνεργοὶ γινώμεθα τῇ ἀληθείᾳ.
Γ Ιω. 1,8 Ημείς, λοιπόν, έχομεν υποχρέωσιν να υποδεχώμεθα και να φιλοξενούμεν αυτούς τους αδελφούς μας, δια να γινώμεθα έτσι συνεργάται εις την διάδοσιν της αληθείας.

Γ Ιω. 1,9 Ἔγραψα τῇ ἐκκλησίᾳ· ἀλλ᾿ ὁ φιλοπρωτεύων αὐτῶν Διοτρεφὴς οὐκ ἐπιδέχεται ἡμᾶς.
Γ Ιω. 1,9 Εγραψα εις την Εκκλησίαν δια το καθήκον αυτό της φιλοξενίας. Αλλ' ο Διοτρεφής, που επιδιώκει να κατέχη τα πρωτεία επί των μελών της Εκκλησίας, δεν με δέχεται ως πρεσβύτερον, ως απόστολον του Χριστού.

Γ Ιω. 1,10 διὰ τοῦτο, ἐὰν ἔλθω, ὑπομνήσω αὐτοῦ τὰ ἔργα ἃ ποιεῖ, λόγοις πονηροῖς φλυαρῶν ἡμᾶς· καὶ μὴ ἀρκούμενος ἐπὶ τούτοις οὔτε αὐτὸς ἐπιδέχεται τοὺς ἀδελφοὺς καὶ τοὺς βουλομένους κωλύει καὶ ἐκ τῆς ἐκκλησίας ἐκβάλλει.
Γ Ιω. 1,10 Δια τούτο, εάν έλθω προς σας, θα υπενθυμίσω ενώπιον όλων τα έργα, τα οποία πράττει φλυαρών εις βάρος μας και κατηγορών ημάς με ανόητα και κακόβουλα λόγια. Και μη αρκούμενος εις αυτά ούτε ο ίδιος δέχεται να φιλοξενή τους περιοδεύοντας δια το κήρυγμα του Ευαγγελίου αδελφούς, αλλά και τους εμποδίζει. Και αν αυτοί επιμείνουν στο καθήκον της φιλοξενίας, τους διώχνει έξω από την Εκκλησίαν.

Γ Ιω. 1,11 Ἀγαπητέ, μὴ μιμοῦ τὸ κακόν, ἀλλὰ τὸ ἀγαθόν. ὁ ἀγαθοποιῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὁ κακοποιῶν οὐχ ἑώρακε τὸν Θεόν.
Γ Ιω. 1,11 Αγαπητέ, μη μιμείσαι το κακόν, αλλά να μιμήσαι το αγαθόν. Εκείνος που πράτει με προθυμίαν και ανιδιοτέλειαν το αγαθόν είναι από τον Θεόν. Εξ αντιθέτου, εκείνος που πράτειτο κακόν, δεν έχει ίδει και δεν έχει γνωρίσει καθόλου τον Θεόν.

Γ Ιω. 1,12 Δημητρίῳ μεμαρτύρηται ὑπὸ πάντων καὶ ὑπ᾿ αὐτῆς τῆς ἀληθείας· καὶ ἡμεῖς δὲ μαρτυροῦμεν, καὶ οἴδατε ὅτι ἡ μαρτυρία ἡμῶν ἀληθής ἐστι.
Γ Ιω. 1,12 Δια τον Δημήτριον έχει δοθή καλή μαρτυρία από όλους και από αυτήν ταύτην την φωνήν των γεγονότων. Αλλά και ημείς μαρτυρούμεν και επιβεβαιώνομεν τούτο· και ξέρετε καλά, ότι η μαρτυρία μας είναι αληθινή.

Γ Ιω. 1,13 Πολλὰ εἶχον γράφειν, ἀλλ᾿ οὐ θέλω διὰ μέλανος καὶ καλάμου σοι γράψαι·
Γ Ιω. 1,13 Πολλά είχα να σου γράψω, αλλά δεν θέλω να σου τα γράψω με μελάνη και πέννα.

Γ Ιω. 1,14 ἐλπίζω δὲ εὐθέως ἰδεῖν σε, καὶ στόμα πρὸς στόμα λαλήσομεν.
Γ Ιω. 1,14 Ελπίζω δε έντος ολίγου να σε ιδώ και να ομιλήσωμεν δια ζώσης φωνής από κοντά.

Γ Ιω. 1,15 εἰρήνη σοι. ἀσπάζονταί σε οἱ φίλοι. ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ᾿ ὄνομα.
Γ Ιω. 1,15 Η ειρήνη του Θεού ας είναι πάντοτε μαζή σου. Σε χερετούν οι εδώ φίλοι σου και αδελφοί. Χαιρέτησε ένα-ένα με τ' όνομα του τους φίλους μας και αδελφούς.

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

Β΄ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

Β ΙΩΑΝΝΟΥ 1

Β Ιω. 1,1 Ὁ πρεσβύτερος ἐκλεκτῇ κυρίᾳ καὶ τοῖς τέκνοις αὐτῆς, οὓς ἐγὼ ἀγαπῶ ἐν ἀληθείᾳ, καὶ οὐκ ἐγὼ μόνος, ἀλλὰ καὶ πάντες οἱ ἐγνωκότες τὴν ἀλήθειαν,
Β Ιω. 1,1 Εγώ, ο μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν και κατά το αξίωμα, το οποίον μου έχει δώσει ο Θεός, γράφω προς την ακλεκτήν κυρίαν και τα τέκνα της, προς την Εκκλησίαν δηλαδή του Θεού και τα πιστά αυτής μέλη, που εγώ τους αγαπώ με την αληθινήν και ειλικρινή αγάπην. Και όχι μόνον εγώ τους αγαπώ, αλλά και όλοι όσοι έχουν γνωρίσει και δεχθή την αλήθειαν του Χριστού.

Β Ιω. 1,2 διὰ τὴν ἀλήθειαν τὴν μένουσαν ἐν ἡμῖν, καὶ μεθ᾿ ἡμῶν ἔσται εἰς τὸν αἰῶνα·
Β Ιω. 1,2 Και ακριβώς δια την αλήθειαν αυτήν, η οποία μένει και βασιλεύει εις τας καρδίας σας και κατευθύνει την ζωήν σας, σας αγαπώμεν. Και η αλήθεια αυτή θα είναι μαζή σας πάντοτε, αιώνιος και αναφαίρετος θησαυρός.

Β Ιω. 1,3 ἔσται μεθ᾿ ὑμῶν χάρις, ἔλεος, εἰρήνη παρὰ Θεοῦ πατρὸς καὶ παρὰ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ τοῦ πατρός, ἐν ἀληθείᾳ καὶ ἀγάπῃ.
Β Ιω. 1,3 Είναι και θα είναι πάντοτε μαζή σας η χάρις, το έλεος, η ειρήνη από τον Θεόν Πατέρα και από τον Κυριον Ιησούν Χριστόν, τον Υιόν του Θεού και Πατρός. Αυταί δε αι δωρεαί του Θεού ας υπάρχουν μέσα σας συνυφασμέναι με την αλήθειαν και με την ενεργόν αγάπην.

Β Ιω. 1,4 Ἐχάρην λίαν ὅτι εὕρηκα ἐκ τῶν τέκνων σου περιπατοῦντας ἐν ἀληθείᾳ, καθὼς ἐντολὴν ἐλάβομεν παρὰ τοῦ πατρός.
Β Ιω. 1,4 Εχάρηκα πάρα πολύ, διότι προσωπικώς εγνώρισα μερικά από τα τέκνα σου και τα ευρήκα να πορεύωνται και να ζουν κατά την αλήθειαν του Ευαγγελίου, σύμφωνα με την εντολήν που ελάβαμεν από τον Θεόν Πατέρα δια μέσου του Ιησού Χριστού.

Β Ιω. 1,5 καὶ νῦν ἐρωτῶ σε, κυρία, οὐχ ὡς ἐντολὴν γράφων σοι καινήν, ἀλλὰ ἣν εἴχομεν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους.
Β Ιω. 1,5 Και τώρα σε παρακαλώ, κυρία, όχι σαν να σου γράφω κάποια νέα εντολήν, αλλά την εντολήν που είχαμεν λάβει ευθύς εξ αρχής, να αγαπώμεν ο ένας τον άλλον.

Β Ιω. 1,6 καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγάπη, ἵνα περιπατῶμεν κατὰ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ. αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολή, καθὼς ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἵνα ἐν αὐτῇ περιπατῆτε.
Β Ιω. 1,6 Αυτή δε είναι και στούτο συνίσταται η αγάπη, να ζώμεν και να συμπεριφερώμεθα σύμφωνα με τας εντολάς του Θεού. Η αγάπη αυτή είναι η μεγάλη και βασική εντολή, όπως έχετε ακούσει ευθύς εξ αρχής, από τότε που εδιδάχθητε το Ευαγγέλιον, δια να πορεύεσθε και να ζήτε μέσα εις την αγάπην.

Β Ιω. 1,7 ὅτι πολλοὶ πλάνοι εἰσῆλθον εἰς τὸν κόσμον, οἱ μὴ ὁμολογοῦντες Ἰησοῦν Χριστὸν ἐρχόμενον ἐν σαρκί· οὗτός ἐστιν ὁ πλάνος καὶ ὁ ἀντίχριστος.
Β Ιω. 1,7 Αγωνίζεσθε να κρατήτε την αλήθειαν και την αγάπην, διότι πολλοί πλανεμένοι εισήλθαν μέσα στον κόσμον, οι οποίοι δεν παραδέχονται και δεν ομολογούν, ότι ο Ιησούς Χριστός, ο Σωτήρ ημών, θα έλθη πάλιν ως Θεός και άνθρωπος να κρίνη τον κόσμον. Αυτός που δεν παραδέχεται την αλήθειαν αυτήν είναι ο αντίχριστος, ο πλανεμένος, που προσπαθεί να εξαπατήση τους ανθρώπους.

Β Ιω. 1,8 βλέπετε ἑαυτούς, ἵνα μὴ ἀπολέσωμεν ἃ εἰργασάμεθα, ἀλλὰ μισθὸν πλήρη ἀπολάβωμεν.
Β Ιω. 1,8 Παρακολουθείτε και προσέχετε πολύ τους εαυτούς σας, δια να μη χάσωμεν όσα έως τώρα έχομεν εργασθή, αλλά να παρώμεν πλήρη και ολόκληρον τον μισθόν μας.

Β Ιω. 1,9 πᾶς ὁ παραβαίνων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ Θεὸν οὐκ ἔχει· ὁ μένων ἐν τῇ διδαχῇ τοῦ Χριστοῦ, οὗτος καὶ τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱὸν ἔχει.
Β Ιω. 1,9 Καθένας που παραβαίνει το θέλημα του Θεού και δεν μένει μέσα εις την διδασκαλίαν του Χριστού, δεν έχει τον Θεόν μαζή του. Εξ αντιθέτου, εκείνος που μένει πιστός εις την διδασκαλίαν του Χριστού, αυτός έχει μέσα του κατοικούντας τον Πατέρα και τον Υιόν.

Β Ιω. 1,10 εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει, μὴ λαμβάνετε αὐτὸν εἰς οἰκίαν, καὶ χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε·
Β Ιω. 1,10 Εάν κανείς έρχεται προς σας και δεν έχη μαζή του ως ακλόνητον πίστιν του αυτήν την διδασκαλίαν, μη τον παίρνετε στο σπίτι σας και ούτε χαιρετισμόν να του απυθύνετε.

Β Ιω. 1,11 ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς.
Β Ιω. 1,11 Διότι εκείνος που τον χαιρετά και τον συναναστρέφεται με οικειότητα, είναι σαν να τον αμνηστεύη και να τον εθαρρύνη εις τα πονηρά έργα και να γίνεται συμμέτοχος εις αυτά.

Β Ιω. 1,12 Πολλὰ ἔχων ὑμῖν γράφειν, οὐκ ἠβουλήθην διὰ χάρτου καὶ μέλανος, ἀλλὰ ἐλπίζω ἐλθεῖν πρὸς ὑμᾶς καὶ στόμα πρὸς στόμα λαλῆσαι, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη.
Β Ιω. 1,12 Μολονότι έχω πολλά να σας γράψω, δεν ηθέλησα με χαρτί και μελάνη να τα εκθέσω, αλλ' ελπίζω να σας επισκευθώ και να ομιλήσω μαζή σας από κοντά, στόμα με στόμα, δια να είναι η χαρά μας πλήρης και τελεία.

Β Ιω. 1,13 ἀσπάζεταί σε τὰ τέκνα τῆς ἀδελφῆς σου τῆς ἐκλεκτῆς· ἀμήν.
Β Ιω. 1,13 Σε χαιρετούν τα παιδιά της εκλεκτής αδελφής σου, της Εκκλησίας δηλαδή που είναι εδώ. Αμήν.

Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

Α΄ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΙΩΑΝΝΟΥ

Α ΙΩΑΝΝΟΥ 1

Α Ιω. 1,1 Ὅ ἧν ἀπ᾿ ἀρχῆς, ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν, περὶ τοῦ λόγου τῆς ζωῆς·
Α Ιω. 1,1 Δια τον Υιόν και Λογον του Θεού, ο οποίος υπήρχε προαιωνίως, προ πάσης πνευματικής και υλικής δημιουργίας, τον οποίον ηκούσαμεν με τα αυτιά μας και τον είδαμεν καλά με τα ίδια μας τα μάτια, και είδαμε και ξαναείδαμε πολλές φορές, και αι χείρες μας εψηλάφησαν, δια τον ενυπόστατον Λογον, ο οποίος έχει προαιωνίως την ζωήν και μεταδίδει ζωήν.

Α Ιω. 1,2 καὶ ἡ ζωὴ ἐφανερώθη, καὶ ἑωράκαμεν καὶ μαρτυροῦμεν καὶ ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον, ἥτις ἦν πρὸς τὸν πατέρα καὶ ἐφανερώθη ἡμῖν·
Α Ιω. 1,2 Και αυτή η ενυπόστατος ζωή έλαβε την ανθρωπίνην φύσιν και εφανερώθη μεταξύ μας και την έχομεν ίδει με τα μάτια μας και δίδομεν επίσημον μαρτυρίαν και σας αναγγέλλομεν την αιωνίαν ζωήν, που υπήρχε πάντοτε πλησίον του Πατρός και εφανερώθη εις ημάς τους Αποστόλους και πολλούς άλλους ανθρώπους.

Α Ιω. 1,3 ὃ ἑωράκαμεν καὶ ἀκηκόαμεν, ἀπαγγέλλομεν ὑμῖν, ἵνα καὶ ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ᾿ ἡμῶν· καὶ ἡ κοινωνία δὲ ἡ ἡμετέρα μετὰ τοῦ πατρὸς καὶ μετὰ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Α Ιω. 1,3 Αυτόν, λοιπόν, που έχομεν ίδει και ακούσει, και είμεθα κατά πάντα αξιόπιστοι μάρτυρες, κηρύττομεν εις σας, δια να έχετε μέσω του Χριστού μαζή μας στενόν σύνδεσμον και ενεργόν συμμετοχήν. Αυτή δε η συμμετοχή και ο σύνδεσμος μαζή μας είναι συμμετοχή, επικοινωνία και σύνδεσμος με τον Θεόν Πατέρα και με τον Υιόν αυτού, τον Ιησούν Χριστόν.

Α Ιω. 1,4 καὶ ταῦτα γράφομεν ὑμῖν, ἵνα ἡ χαρὰ ἡμῶν ᾖ πεπληρωμένη.
Α Ιω. 1,4 Και αυτά σας τα γράφομεν δια να είναι πλήρης και τελεία η χαρά μας, που πηγάζει από αυτήν ακριβώς την στενήν επικοινωνίαν με τον Θεόν, και μεταξύ μας.

Α Ιω. 1,5 Καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν ἀκηκόαμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ καὶ ἀναγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι ὁ Θεὸς φῶς ἐστι καὶ σκοτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐδεμία.
Α Ιω. 1,5 Και αυτή είναι η υπόσχεσις, την οποίαν έχομεν ακούσει από αυτόν τον Υιόν και σας αναγγέλλομεν, ότι ο Θεός είναι φως, το απόλυτον φως της απείρου αγιότητος και πάσης τελειότητος και δεν υπάρχει εις αυτόν σκότος ούτε ίχνος σκότους, ουδεμία, ούτε η παραμικροτέρα, κηλίς ατελείας.

Α Ιω. 1,6 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ σκότει περιπατῶμεν, ψευδόμεθα καὶ οὐ ποιοῦμεν τὴν ἀλήθειαν·
Α Ιω. 1,6 Εάν, λοιπόν, είπωμεν ότι έχομεν στενόν σύνδεσμον και επικοινωνίαν με αυτόν, αλλά ζώμεν μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας και της αγνοίας και έχομεν συμπεριφοράν αμαρτωλήν, τότε ψευδόμεθα και ούτε έχομεν ως φρόνημά μας την αλήθειαν ούτε και την τηρούμεν.

Α Ιω. 1,7 ἐὰν δὲ ἐν τῷ φωτὶ περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καὶ τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας.
Α Ιω. 1,7 Εάν όμως ζώμεν και συμπεριφερώμεθα σύμφωνα με το φως της θείας αληθείας, όπως ζη και υπάρχει πάντοτε μέσα στο απόλυτον ηθικόν φως αυτός ούτος ο Θεός, τότε έχομεν στενήν σχέσιν και κοινωνίαν μεταξύ μας και το αίμα του Ιησού Χριστού, του Υιού του, που εχύθη κατά την σταυρικήν θυσίαν, μας καθαρίζει από κάθε αμαρτίαν.

Α Ιω. 1,8 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτοὺς πλανῶμεν καὶ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν.
Α Ιω. 1,8 Εάν είπωμεν, ότι δεν έχομεν αμαρτίαν, εξαπατώμεν τους εαυτούς μας και η αλήθεια του Θεού δεν υπάρχει μέσα μας.

Α Ιω. 1,9 ἐὰν ὁμολογῶμεν τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καὶ δίκαιος, ἵνα ἀφῇ ἡμῖν τὰς ἁμαρτίας καὶ καθαρίσῃ ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀδικίας.
Α Ιω. 1,9 Εάν όμως, με αυτογνωσίαν και συναίσθησιν της ενοχής μας, ομολογούμεν τας αμαρτίας μας, είναι αξιόπιστος ο Θεός, δια την τήρησιν της υποσχέσεώς του περί της αφέσεως των αμαρτιών μας, είναι δε και δίκαιος, ώστε βάσει της θυσίας του Υιού του, να συγχωρήση τας αμαρτίας μας και να μας καθαρίση από κάθε αδικίαν.

Α Ιω. 1,10 ἐὰν εἴπωμεν ὅτι οὐχ ἡμαρτήκαμεν, ψεύστην ποιοῦμεν αὐτόν, καὶ ὁ λόγος αὐτοῦ οὐκ ἔστιν ἐν ἡμῖν.
Α Ιω. 1,10 Εάν είπωμεν, ότι δεν έχομεν αμαρτήσει, είναι ως εάν να διαψεύδωμεν τον Θεόν (ο οποίος βεβαιώνει εις την Αγία Γραφήν ότι· Παντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν, ουκ εστί ποιών χρηστότητα, ουκ εστίν έως ενός). Και εν τοιαύτη περιπτώσει ο λόγος και η αλήθεια του Θεού δεν υπάρχει έντος ημών.


Α ΙΩΑΝΝΟΥ 2

Α Ιω. 2,1 Τεκνία μου, ταῦτα γράφω ὑμῖν ἵνα μὴ ἁμάρτητε· καὶ ἐάν τις ἁμάρτῃ, παράκλητον ἔχομεν πρὸς τὸν πατέρα, Ἰησοῦν Χριστὸν δίκαιον·
Α Ιω. 2,1 Παιδάκιά μου, αγαπητά μου παιδιά, σας τα γράφω αυτά, δια να αποφύγετε την αμαρτίαν. Εάν όμως κανείς παρασυρθή και αμαρτήση, ας μη απελπισθή κάτω από το βάρος της αμαρτίας. Διότι έχομεν πλησίον του ουρανίου Πατρός μεσίτην και συνήγορον απείρου αξίας, καθό απολύτως δίκαιον και αναμάρτητον, τον Ιησούν Χριστόν.

Α Ιω. 2,2 καὶ αὐτὸς ἱλασμός ἐστι περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν, οὐ περὶ τῶν ἡμετέρων δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ περὶ ὅλου τοῦ κόσμου.
Α Ιω. 2,2 Και αυτός με την λυτρωτικήν του θυσίαν εξιλεώνει τον Θεόν δια της αμαρτίας μας· και όχι μόνον δια τας ιδικά μας αμαρτίας, αλλά και δια τας αμαρτίας όλου του κόσμου (εφ' όσον όλος ο κόσμος ήθελε πιστεύσει εις αυτόν).

Α Ιω. 2,3 Καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐγνώκαμεν αὐτόν, ἐὰν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν.
Α Ιω. 2,3 Και δια τούτο ακριβώς, διότι εθυσίσε τον ευατόν του, ίνα ημείς λάβωμεν εξιλέωσιν των αματιών μας, γνωρίζομεν τον Χριστόν και συνδεόμεθα με αυτόν. Από αυτήν δε την στενήν γνωριμίαν και σχέσιν πληροφορούμεθα, ότι τον έχομεν γνωρίσει καλώς, εάν τηρούμεν τας εντολάς του.

Α Ιω. 2,4 ὁ λέγων, ἔγνωκα αὐτόν, καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ μὴ τηρῶν, ψεύστης ἐστί, καὶ ἐν τούτῳ ἡ ἀλήθεια οὐκ ἔστιν·
Α Ιω. 2,4 Εκείνος που λέγει, έχω γνωρίσει πλέον και συνδεθή με τον Θεόν, αλλά δεν τηρεί τας εντολάς αυτού, αυτός είναι ψεύστης και δεν υπάρχει μέσα του η αλήθεια.

Α Ιω. 2,5 ὃς δ᾿ ἂν τηρῇ αὐτοῦ τὸν λόγον, ἀληθῶς ἐν τούτῳ ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τετελείωται. ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ ἐσμεν.
Α Ιω. 2,5 Εκείνος όμως που υπηρετεί το θέλημα του Χριστού, αισθάνεται και έχει βεβαίαν την πληροφορίαν, ότι πράγματι η αγάπη του Θεού υπάρχει πλήρης και τελεία μέσα του. Κατ' αυτόν δε τον τρόπον και γνωρίζομεν, ότι είμεθα ηνωμένοι με αυτόν.

Α Ιω. 2,6 ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν ὀφείλει, καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν.
Α Ιω. 2,6 Εκείνος που λέγει, ότι μένει και ζη εν τω Χριστώ, έχει καθήκον να ζη και φέρεται, όπως έζησε και συμπεριεφέρθη μεταξύ μας ο Χριστός.

Α Ιω. 2,7 Ἀδελφοί, οὐκ ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ἀλλ᾿ ἐντολὴν παλαιάν, ἣν εἴχετε ἀπ᾿ ἀρχῆς· ἡ ἐντολὴ ἡ παλαιά ἐστιν ὁ λόγος ὃν ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς.
Α Ιω. 2,7 Αδελφοί, δεν σας γράφω νέαν, άγνωστον εντολήν, αλλ' εντολήν παλαιάν, την οποίαν έχετε ακούσει από την αρχήν, που επιστεύσατε και επιστρέψατε προς τον Χριστόν. Και η εντολή αυτή η παλαιά είναι το κήρυγμα του Ευαγγελίου, που έχετε ακούσει εξ αρχής, και το οποίον είναι κήρυγμα αγάπης.

Α Ιω. 2,8 πάλιν ἐντολὴν καινὴν γράφω ὑμῖν, ὅ ἐστιν ἀληθὲς ἐν αὐτῷ καὶ ἐν ὑμῖν, ὅτι ἡ σκοτία παράγεται καὶ τὸ φῶς τὸ ἀληθινὸν ἤδη φαίνει.
Α Ιω. 2,8 Αλλά πάλιν την παλαιάν εντολήν σας την γράφω τώρα και ως νέαν, όπως και πράγματι είναι. Και αυτό φαίνεται τόσον δια του Ιησού Χριστού, ο οποίος την εδίδαξε και την εφήρμοσε στον τέλειον βαθμόν, φαίνται και από σας, που την εφαρμόζετε μεταξύ σας. Αυτή δε η αγάπη δε τα λαμπρά της αποτελέσματα μας πληροφορεί, ότι το σκότος της πλάνης και της αμαρτίας παρέρχεται, το δε αληθινόν φως της γνώσεως και της αρετής φωτίζει τώρα τον κόσμον.

Α Ιω. 2,9 ὁ λέγων ἐν τῷ φωτὶ εἶναι, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῶν, ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶν ἕως ἄρτι.
Α Ιω. 2,9 Εκείνος όμως που λέγει, ότι υπάρχει και ζη μέσα εις αυτό το φως, αλλά μισεί τον αδελφόν του, αυτός μέχρι της ώρας που ευρίσκεται μέσα εις μίαν τέτοια καταστάση ζη όχι στο φως, αλλά μέσα στο σκοτάδι.

Α Ιω. 2,10 ὁ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῷ φωτὶ μένει, καὶ σκάνδαλον ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστιν·
Α Ιω. 2,10 Εξ αντιθέτου, εκείνος που αγαπά ειλικρινώς τον αδελφόν του, αυτός μένει πράγματι και ζη στο φως του Χριστού και ούτε σκάνδαλον γίνεται αυτός δια τον άλλον ούτε ο ίδιος σκανδαλίζεται και πικραίνεται εκ μέρους των άλλων.

Α Ιω. 2,11 ὁ δὲ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἐστὶ καὶ ἐν τῇ σκοτίᾳ περιπατεῖ, καὶ οὐκ οἶδε ποῦ ὑπάγει, ὅτι ἡ σκοτία ἐτύφλωσε τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ.
Α Ιω. 2,11 Οποιος όμως μισεί τον αδελφόν του, ευρίσκεται μέσα στο σκοτάδι, φέρεται δε και ενεργεί κατά τρόπον σκοτεινόν και αμαρτωλόν, και δεν γνωρίζει που πηγαίνει, αλλά σαν τυφλός περιπλανάται, διότι το σκότος της αμαρτωλής ζωής έχει τυφλώσει τα μάτια της ψυχής του.

Α Ιω. 2,12 Γράφω ὑμῖν, τεκνία, ὅτι ἀφέωνται ὑμῖν αἱ ἁμαρτίαι διὰ τὸ ὄνομα αὐτοῦ.
Α Ιω. 2,12 Παιδάκια μου, αγαπητά μου παιδιά, σας γράφω αυτά σαν πιστοί Χριστιανοί που είσθε, έχουν συγχωρηθή αι αμαρτίαι σας δια της πίστεώς σας στο όνομα του Ιησού Χριστού.

Α Ιω. 2,13 γράφω ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. γράφω ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι νενικήκατε τὸν πονηρόν. ἔγραψα ὑμῖν, παιδία, ὅτι ἐγνώκατε τὸν πατέρα.
Α Ιω. 2,13 Γράφω εις σας, τους προωδευμένους χριστιανούς, που δια την ηλικίαν και την χριστιανικήν σας ζωήν σας ταιριάζει να λέγεσθε πατέρες, διότι έχετε γνωρίσει καλά τον προ πάσης αρχής αιώνιον λόγον του Θεού. Γράφω εις σας, νέοι, διότι έχετε νικήσει τον πονηρόν στους διαφόρους πειρασμούς, που σας έχει φέρει. Εχω γράψει εις σας παιδιά μου, διότι εγνωρίσατε τον Θεόν Πατέρα, όχι μόνον από την θεωρητικήν διδασκαλίαν, αλλά και από την προσωπικήν σας δια της πίστεως και της αρετής πείραν.

Α Ιω. 2,14 ἔγραψα ὑμῖν, πατέρες, ὅτι ἐγνώκατε τὸν ἀπ᾿ ἀρχῆς. ἔγραψα ὑμῖν, νεανίσκοι, ὅτι ἰσχυροί ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν.
Α Ιω. 2,14 Σας έγραψα, πατέρες, διότι έχετε γνωρίσει τον προαιώνιον Λογον του Θεού, τον Χριστόν. Σας έγραψα, νέοι, διότι είσθε ισχυροί εις την πνευματικήν ζωήν και ο λόγος του Θεού μένει μέσα σας και καρποφορεί και έχετε νικήσει τον πονηρόν.

Α Ιω. 2,15 μὴ ἀγαπᾶτε τὸν κόσμον μηδὲ τὰ ἐν τῷ κόσμῳ. ἐάν τις ἀγαπᾷ τὸν κόσμον, οὐκ ἔστιν ἡ ἀγάπη τοῦ πατρὸς ἐν αὐτῷ·
Α Ιω. 2,15 Μη αγαπάτε τον αμαρτωλόν κόσμον ούτε τας ματαίας απολαύσεις και τας αμαρτωλάς τέρψεις, που υπάρχουν στον κόσμον και αι οποίαι χωρίζουν τον άνθρωπον από τον Θεόν. Εάν κανείς αγαπά τον κόσμον της αμαρτίας, η αγάπη του Θεού Πατρός, δεν υπάρχει μέσα του.

Α Ιω. 2,16 ὅτι πᾶν τὸ ἐν τῷ κόσμῳ, ἡ ἐπιθυμία τῆς σαρκὸς καὶ ἡ ἐπιθυμία τῶν ὀφθαλμῶν καὶ ἡ ἀλαζονεία τοῦ βίου, οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ πατρός, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ κόσμου ἐστί.
Α Ιω. 2,16 Διότι κάθε τι που υπάρχει μέσα στον μακράν του Θεού κόσμον, όπως παραδείγματος χάριν είναι η διεφθαρμένη σαρκική επιθυμία, η αμαρτωλή επιθυμία που εισέρχεται εις την καρδίαν από τα απρόσεκτα μάτια και η αλαζονεία του βίου, αυτά δεν είναι από τον Θεόν και Πατέρα, αλλά προέρχονται από τον αμαρτωλόν κόσμον.

Α Ιω. 2,17 καὶ ὁ κόσμος παράγεται καὶ ἡ ἐπιθυμία αὐτοῦ· ὁ δὲ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ μένει εἰς τὸν αἰῶνα.
Α Ιω. 2,17 Και ο μάταιος και αμαρτωλός αυτός κόσμος παρέρχεται, όπως και η επιθυμία που γεννούν αι προκλητικαί τέρψστου. Εκείνος όμως που τηρεί το θέλημα του Θεού έχει την αιώνιον ζωήν και μένει αιωνίως κοντά στον Θεόν.

Α Ιω. 2,18 Παιδία, ἐσχάτη ὥρα ἐστί, καὶ καθὼς ἠκούσατε ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν.
Α Ιω. 2,18 Παιδιά μου, τελευταία και κρίσιμος είναι η σημερινή εποχή. Και καθώς έχετε ακούσει από την διδασκαλίαν των Αποστόλων, ότι ο αντίχριστος έρχεται· και τώρα πολλοί αντίχριστοι, πλανεμένοι και αιρετικοί, όργανα του αντιχρίστου έχουν έλθει. Από αυτό, λοιπόν, μανθάνομεν, ότι είναι κρίσιμος η εποχή μας.

Α Ιω. 2,19 ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ᾿ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν· εἰ γὰρ ἦσαν ἐξ ἡμῶν, μεμενήκεισαν ἂν μεθ᾿ ἡμῶν· ἀλλ᾿ ἵνα φανερωθῶσιν ὅτι οὐκ εἰσὶ πάντες ἐξ ἡμῶν.
Α Ιω. 2,19 Αυτοί δε οι αντίχριστοι από ημάς τους Χριστιανούς εβγήκαν και απεμακρύνθησαν από την Εκκλησίαν. Αλλά δεν ήσαν πράγματι από ημάς, δεν υπήρξαν ποτέ γνήσιοι και άδολοι Χριστιανοί, διότι εάν ήσαν από ημάς, αληθινά πιστοί στον Χριστόν, θα είχαν μείνει μαζή μας. Κιβδηλοι όμως καθώς ήσαν, εξέκοψαν και απεμακρύνθησαν από την Εκκλησίαν του Χριστού, δια να φανερωθούν ότι δεν ήσαν όλοι τους από ημάς.

Α Ιω. 2,20 καὶ ὑμεῖς χρῖσμα ἔχετε ἀπὸ τοῦ ἁγίου, καὶ οἴδατε πάντα.
Α Ιω. 2,20 Αυτήν άλλως τε την γνώσιν και διάκρισιν την έχετε και σεις. Σεις έχετε πράγματι πάρει κατά την ώραν του βαπτίσματος σας πνευματικόν χρίσμα, από τον άγιον, τον Ιησούν Χριστόν. Και με τον φωτισμόν αυτόν του Πνεύματος γνωρίζετε όλα τα αναφερόμενα εις την σωτηρίαν (και ημπορείτε να διακρίνετε την πλάνην και την αίρεσιν).

Α Ιω. 2,21 οὐκ ἔγραψα ὑμῖν ὅτι οὐκ οἴδατε τὴν ἀλήθειαν, ἀλλ᾿ ὅτι οἴδατε αὐτήν, καὶ ὅτι πᾶν ψεῦδος ἐκ τῆς ἀληθείας οὐκ ἔστι.
Α Ιω. 2,21 Τα παρά πάνω σας τα έφραψα όχι διότι δεν γνωρίζετε την αλήθειαν, αλλ' αντιθέτως, διότι την γνωρίζετε και διότι κανένα ψεύδος δεν προέρχεται ποτέ από την αλήθειαν.

Α Ιω. 2,22 τίς ἐστιν ὁ ψεύστης εἰ μὴ ὁ ἀρνούμενος ὅτι Ἰησοῦς οὐκ ἔστιν ὁ Χριστός; οὗτός ἐστιν ὁ ἀντίχριστος, ὁ ἀρνούμενος τὸν πατέρα καὶ τὸν υἱόν.
Α Ιω. 2,22 Ποίος δε είναι ο ψεύτης, παρά μόνον εκείνος που αρνείται, ότι ο Ιησούς είναι ο ενανθρωπήσας Υιός του Θεού, ο Χριστός; Αυτός είναι πράγματι ο αντίχριστος και ο οπαδός του αντιχρίστου, αυτός που αρνείται τον Θεόν Πατέρα και τον ενανθρωπήσαντα Υιόν.

Α Ιω. 2,23 πᾶς ὁ ἀρνούμενος τὸν υἱὸν οὐδὲ τὸν πατέρα ἔχει.
Α Ιω. 2,23 Καθένας που αρνείται τον Υιόν και δεν τον δέχεται ως τον σαρκωθέντα Λογον και λυτρωτήν του κόσμου, δεν έχει ούτε κι τον Πατέρα.

Α Ιω. 2,24 Ὑμεῖς οὖν ὃ ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἐν ὑμῖν μενέτω. ἐὰν ἐν ὑμῖν μείνῃ ὃ ἀπ᾿ ἀρχῆς ἠκούσατε, καὶ ὑμεῖς ἐν τῷ υἱῷ καὶ ἐν τῷ πατρὶ μενεῖτε.
Α Ιω. 2,24 Σεις, λοιπόν, αυτό που έχετε ακούσει από την αρχήν της επιστροφής σας προς τον Χριστόν, κρατήσατέ το καλά ώστε να μένη έντος σας. Εάν δε μείνη μέσα σας αυτό που απ' αρχής έχετε ακούσει, και σεις τότε θα μένετε εν τω Υιώ και εν τω Πατρί εις στενήν σχέσιν και κοινωνίαν.

Α Ιω. 2,25 καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐπαγγελία ἣν αὐτὸς ἐπηγγείλατο ἡμῖν, τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον.
Α Ιω. 2,25 Και αυτή είναι η υπόσχεσις, την οποίαν ο ίδιος ο Χριστός μας υποσχέθη, η ζωή δηλαδή η αιώνιος, η τελεία και ακατάλυτος ένωσίς μας και κοινωνία με τον Θεόν.

Α Ιω. 2,26 Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν περὶ τῶν πλανώντων ὑμᾶς.
Α Ιω. 2,26 Αυτά έκρινα να σας γάψω δι' εκείνους, που προσπαθούν να σας παραπλανήσουν με τας αιρετικάς των διδασκαλίας.

Α Ιω. 2,27 καὶ ὑμεῖς, τὸ χρῖσμα ὃ ἐλάβατε ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἐν ὑμῖν μένει, καὶ οὐ χρείαν ἔχετε ἵνα τις διδάσκῃ ὑμᾶς, ἀλλ᾿ ὡς τὸ αὐτὸ χρῖσμα διδάσκει ὑμᾶς περὶ πάντων, καὶ ἀληθές ἐστι καὶ οὐκ ἔστι ψεῦδος, καὶ καθὼς ἐδίδαξεν ὑμᾶς μενεῖτε ἐν αὐτῷ.
Α Ιω. 2,27 Και σεις έχετε το πνευματικόν χρίσμα, το Αγιον Πνεύμα με τας δωρεάς του που ελάβατε από τον Χριστόν και μένει μέσα σας. Και δι' αυτό δεν έχετε ανάγκην να σας διδάξη κανένας άνθρωπος, αλλ' όπως αυτό τούτο το πνευματικόν χρίσμα σας διδάσκει για όλα, και κάθε τι που διδάσκει είναι απολύτως αληθινό και δεν είναι ψευδές, και καθώς εξ αρχής σας έχει διδάξει, έτσι πρέπει να μένετε εν τω Χριστώ και να κρατήτε την αλήθειαν, που το Πνεύμα σας έχει αποκαλύψει.

Α Ιω. 2,28 Καὶ νῦν, τεκνία, μένετε ἐν αὐτῷ, ἵνα ὅταν φανερωθῇ ἔχωμεν παῤῥησίαν καὶ μὴ αἰσχυνθῶμεν ἀπ᾿ αὐτοῦ ἐν τῇ παρουσίᾳ αὐτοῦ.
Α Ιω. 2,28 Και τώρα, λοιπόν, παιδιά μου, μένετε σταθεροί και ηνωμένοι με τον Χριστόν, ώστε, όταν κατά την Δευτέραν Παρουσίαν του φανερωθή ενδόξως, να έχωμεν θάρρος απέναντί του και να μη εντροπιασθώμεν (αποφεύγοντες αυτόν), ένεκα αμαρτίας και ενόχης, κατά την Δευτέραν του Παρουσίαν.

Α Ιω. 2,29 ἐὰν εἰδῆτε ὅτι δίκαιός ἐστι, γινώσκετε ὅτι πᾶς ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην ἐξ αὐτοῦ γεγέννηται.
Α Ιω. 2,29 Εφ' όσον δε ξεύρετε καλά, ότι ο Χριστός είναι δίκαιος, γνωρίζετε επίσης από την προσωπικήν σας πείραν ότι καθένας, ο οποίος εφαρμόζει την δικαιοσύνην εις την ζωήν του, έχει γεννηθή και αναγεννηθή από αυτόν.


Α ΙΩΑΝΝΟΥ 3

Α Ιω. 3,1 Ἴδετε ποταπὴν ἀγάπην δέδωκεν ἡμῖν ὁ πατὴρ ἵνα τέκνα Θεοῦ κληθῶμεν. διὰ τοῦτο ὁ κόσμος οὐ γινώσκει ἡμᾶς, ὅτι οὐκ ἔγνω αὐτόν.
Α Ιω. 3,1 Ιδέτε πόσον πλουσίαν και θαυμαστήν αγάπην μας έχει δώσει ο Πατήρ, ώστε να ονομασθώμεν τέκνα του Θεού. Δια τούτο ο κόσμος δεν μας κατανοεί, διότι δεν εγνώρισε και δεν κατενόησεν τον Θεόν, προς τον οποίον, καθό τέκνα του, ομοιάζομεν.

Α Ιω. 3,2 Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν, καὶ οὕπω ἐφανερώθη τί ἐσόμεθα· οἴδαμεν δὲ ὅτι ἐάν φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι.
Α Ιω. 3,2 Αγαπητοί, τώρα είμεθα τέκνα του Θεού, αλλ' ακόμη δεν έχει φανερωθή τι θα είμεθα στο μέλλον. Γνωρίζομεν όμως ότι όταν ο Χριστός φανερωθή με όλην αυτού την δόξαν, θα γίνωμεν και ημείς όμοιοι με αυτόν κατά την δόξαν, διότι θα τον ίδωμεν όπως είναι εις όλην του την θείαν δόξαν, η οποία θα είναι και ιδική μας δόξα.

Α Ιω. 3,3 καὶ πᾶς ὁ ἔχων τὴν ἐλπίδα ταύτην ἐπ᾿ αὐτῷ ἁγνίζει ἑαυτόν, καθὼς ἐκεῖνος ἁγνός ἐστι.
Α Ιω. 3,3 Και ο καθένας που έχει και κρατεί σφικτά αυτήν την ελπίδα στον Χριστόν, καθαρίζει και κρατεί τον ευατόν του αγνόν από κάθε αμαρτίαν, όπως και εκείνος είναι ο απόλυτα καθαρός και άγιος.

Α Ιω. 3,4 Πᾶς ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν καὶ τὴν ἀνομίαν ποιεῖ, καὶ ἡ ἁμαρτία ἐστὶν ἡ ἀνομία.
Α Ιω. 3,4 Καθένας, ο οποίος πράττει την αμαρτίαν, διαπράττει και την παρανομίαν, διότι καταπατεί τον νόμον του Θεού. Και η αμαρτία είναι καταπάτησις του θείου Νομου.

Α Ιω. 3,5 καὶ οἴδατε ὅτι ἐκεῖνος ἐφανερώθη ἵνα τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἄρῃ, καὶ ἁμαρτία ἐν αὐτῷ οὐκ ἔστι.
Α Ιω. 3,5 Γνωρίζετε δε, ότι ο Χριστός εφανερώθη ως άνθρωπος εις την γην, δια να πάρη επάνω του και εξαλείψη τας αμαρτίας μας, και αμαρτίας δεν υπάρχει καμμιά εις αυτόν, διότι είναι άγιος και απολύτως αναμάρτητος.

Α Ιω. 3,6 πᾶς ὁ ἐν αὐτῷ μένων οὐχ ἁμαρτάνει· πᾶς ὁ ἁμαρτάνων οὐχ ἑώρακεν αὐτὸν οὐδὲ ἔγνωκεν αὐτόν.
Α Ιω. 3,6 Καθένας που έχει κοινωνίαν με αυτόν και μένει εν τη κοινωνία με αυτόν, δεν αμαρτάνει. Καθένας όμως που αμαρτάνει, δεν τον έχει αισθανθή με τα μάτια της ψυχής του και δεν τον έχει γνωρίσει ως Θεόν και λυτρωτήν του.

Α Ιω. 3,7 Tεκνία, μηδεὶς πλανάτω ὑμᾶς· ὁ ποιῶν τὴν δικαιοσύνην δίκαιός ἐστι, καθὼς ἐκεῖνος δίκαιός ἐστιν·
Α Ιω. 3,7 Αγαπητά μου παιδιά, ας μη σας παραπλανά και σας εξαπατά κανείς με παραπλανητικάς και δολίας διδασκαλίας. Εκείνος που τηρεί δικαιοσύνην και έχει βίον ενάρετον, είναι δίκαιος, όπως και ο Κυριος ημών Ιησούς Χριστός είναι δίκαιος.

Α Ιω. 3,8 ὁ ποιῶν τὴν ἁμαρτίαν ἐκ τοῦ διαβόλου ἐστίν, ὅτι ἀπ᾿ ἀρχῆς ὁ διάβολος ἁμαρτάνει. εἰς τοῦτο ἐφανερώθη ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἵνα λύσῃ τὰ ἔργα τοῦ διαβόλου.
Α Ιω. 3,8 Εκείνος που επιμένει να πράττη την αμαρτίαν είναι από τον διάβολον, διότι ο διάβολος εξ αρχής με πείσμα εναντίον του Θεού αμαρτάνει. Δι' αυτόν δε τον σκοπόν ο Υιός του Θεού εφανερώθη ως άνθρωπος επί της γης, δια να καταλύση και καταστρέψη εντελώς τα έργα του διαβόλου.

Α Ιω. 3,9 Πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ, ὅτι σπέρμα αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει· καὶ οὐ δύναται ἁμαρτάνειν, ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται.
Α Ιω. 3,9 Καθένας που έχει γεννηθή από τον Θεόν, δεν πράττει την αμαρτίαν, διότι έχει μέσα του ως μόνιμον κατάστασιν την νέαν ζωήν, που του έχει μεταδώσει και φυτεύσει ο Θεός. Και ένας τέτοιος άνθρωπος, που έχει δώσει οριστικώς την θέλησίν του στον Θεόν και την αρετήν, είναι ηθικώς αδύνατον να αμαρτάνη, διότι έχει αναγεννηθή, έχει αποκτήσει το καθ' ομοίωσιν Θεού.

Α Ιω. 3,10 ἐν τούτῳ φανερά ἐστι τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ καὶ τὰ τέκνα τοῦ διαβόλου. πᾶς ὁ μὴ ποιῶν δικαιοσύνην οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφόν αὐτοῦ.
Α Ιω. 3,10 Και εις αυτό ακριβώς το σημείον είναι φανερά και ξεχωρίζουν τα τέκνα του Θεού και τα τέκνα του διαβόλου. Καθένας δηλαδή που δεν ζη βίον ενάρετον, δεν είναι από τον Θεόν, δεν έχει πατέρα τον Θεόν, όπως επίσης και εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφόν του.

Α Ιω. 3,11 ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ ἀγγελία ἣν ἠκούσατε ἀπ᾿ ἀρχῆς, ἵνα ἀγαπῶμεν ἀλλήλους,
Α Ιω. 3,11 Διότι αυτή είναι η θεμελιώδης και σπουδαιοτάτη εντολή, την οποίαν έχετε ακούσει από την αρχήν που επιστεύσατε στον Χριστόν, το να αγαπώμεν ο ένας τον άλλον.

Α Ιω. 3,12 οὐ καθὼς Κάϊν ἐκ τοῦ πονηροῦ ἦν καὶ ἔσφαξε τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ· καὶ χάριν τίνος ἔσφαξεν αὐτόν; ὅτι τὰ ἔργα αὐτοῦ πονηρὰ ἦν, τὰ δὲ τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ δίκαια.
Α Ιω. 3,12 Και να μη ομοιάζωμεν με τον Καϊν, ο οποίος έσφαξε κατά τον πλέον σκληρόν και απάνθρωπον τρόπον τον αδελφόν του. Και διατί τον έσφαξε; Διότι τα ιδικά του έργα ήσαν πονηρά, ενώ τα έργα του αδελφού του ήσαν δίκαια. (Κατά κανόνα δε ο μοχθηρός και κακός μισεί, θανασίμως τον δίκαιον).

Α Ιω. 3,13 Μὴ θαυμάζετε, ἀδελφοί μου, εἰ μισεῖ ὑμᾶς ὁ κόσμος.
Α Ιω. 3,13 Μην απορείτε, λοιπόν, αδελφοί μου, εάν σας μισή ο κόσμος.

Α Ιω. 3,14 ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν, ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς· ὁ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν μένει ἐν τῷ θανάτῳ.
Α Ιω. 3,14 Ημείς γνωρίζομεν καλά ότι έχομεν μεταβή από τον πνευματικόν θάνατον εις την πνευματικήν και αιωνίαν ζωήν, διότι αγαπώμεν τους αδελφούς. Εκείνος όμως που δεν αγαπά τον αδελφόν μένει εις την κατάστασιν του πνευματικού θανάτου.

Α Ιω. 3,15 πᾶς ὁ μισῶν τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἀνθρωποκτόνος ἐστί, καὶ οἴδατε ὅτι πᾶς ἀνθρωποκτόνος οὐκ ἔχει ζωὴν αἰώνιον ἐν ἑαυτῷ μένουσαν.
Α Ιω. 3,15 Καθένας που μισεί τον αδελφόν του, είναι φονιάς, (διότι το μίσος εμπνέει τον φόβον και τον όλεθρον του μισουμένου). Και γνωρίζετε καλά, ότι κάθε φονιάς δεν έχει ζωήν αιώνιον, η οποία να μένη μέσα του ως μόνιμος κατάστασις.

Α Ιω. 3,16 ἐν τούτῳ ἐγνώκαμεν τὴν ἀγάπην ὅτι ἐκεῖνος ὑπὲρ ἡμῶν τὴν ψυχὴν αὐτοῦ ἔθηκε· καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν τὰς ψυχὰς τιθέναι.
Α Ιω. 3,16 Εχομεν δε γνωρίσει ποία ακριβώς είναι η αγάπη με αυτό, με το ότι δηλαδή ο Χριστός, από άπειρον αγάπην κινούμενος, παρέδωκε την ζωήν του στον σταυρικόν θάνατον προς χάριν ημών. Ετσι επομένως και ημείς έχομεν υποχρέωσιν, σύμφωνα με το παράδειγμά του, να θυσιάζωμεν και την ζωήν μας υπέρ των αδελφών μας (και όχι όπως ο Καϊν να αφαιρούμεν την ζωήν των η καθ' οιανδήποτε τρόπον να αδικούμεν αυτούς).

Α Ιω. 3,17 ὃς δ᾿ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;
Α Ιω. 3,17 Οποίος όμως έχει τα αγαθά του κόσμου (που κάμνουν άνετον την ζωήν) και βλέπει τον αδελφόν του να έχη ανάγκην, κλείσει δε τα σπλάγχνα του και μείνει αναίσθητος εις την δυστυχίαν εκείνου, πως είναι δυνατόν η αγάπη του Θεού να μένη μέσα του;

Α Ιω. 3,18 Τεκνία μου, μὴ ἀγαπῶμεν λόγῳ μηδὲ τῇ γλώσσῃ, ἀλλ᾿ ἐν ἔργῳ καὶ ἀληθείᾳ.
Α Ιω. 3,18 Αγαπημένα μου παιδιά, ας μη αγαπώμεν με τα λόγια μόνον και με την γλώσσαν, αλλ' ας αγαπώμεν με τα έργα της καλωσύνης και με την ειλικρίνειάν που επιβάλλει ο Θεός.

Α Ιω. 3,19 καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐκ τῆς ἀληθείας ἐσμέν, καὶ ἔμπροσθεν αὐτοῦ πείσομεν τὰς καρδίας ἡμῶν,
Α Ιω. 3,19 Και με αυτό, δηλαδή με την ειλικρινή αγάπην και αγαθοεργίαν, γνωρίζομεν ότι καταγόμεθα από την αλήθειαν, από τον Θεόν, ο οποίος είναι η αλήθεια. Επειδή δε τοιαύτην έχομεν την καταγωγήν και αγωνιζόμεθα να ασκούμεν την αγάπην, θα πείσωμεν και θα ειρηνεύσωμεν τας συνειδήσεις μας, ενώπιον του Θεού, ότι ορθώς πράττομεν.

Α Ιω. 3,20 ὅτι ἐὰν καταγινώσκῃ ἡμῶν ἡ καρδία, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ Θεὸς τῆς καρδίας ἡμῶν καὶ γινώσκει πάντα.
Α Ιω. 3,20 Εάν όμως μας κατηγορή η συνείδησις, ότι με τα λόγια μόνον αγαπώμεν τον αδελφόν, πολύ περισσότερον θα μας κατηγορήση ο Θεός, ο οποίος είναι βέβαια απείρως ανώτερος από την συνείδησίν μας και γνωρίζει πλήρως και τελείως, καλύτερα από αυτήν, τα πάντα.

Α Ιω. 3,21 ἀγαπητοί, ἐὰν ἡ καρδία ἡμῶν μὴ καταγινώσκῃ ἡμῶν παῤῥησίαν ἔχομεν πρὸς τὸν Θεόν,
Α Ιω. 3,21 Αγαπητοί, εάν η συνείδησίς μας δεν μας κατηγορή, τότε έχομεν θάρρος προς τον Θεόν,

Α Ιω. 3,22 καὶ ὃ ἐὰν αἰτῶμεν λαμβάνομεν παρ᾿ αὐτοῦ ὅτι τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηροῦμεν καὶ τὰ ἀρεστὰ ἐνώπιον αὐτοῦ ποιοῦμεν.
Α Ιω. 3,22 και ο,τιδήποτε και αν του ζητούμεν, το λαμβάνομεν από αυτόν, διότι τηρούμεν τας εντολάς του και πράττομεν αυτά, που του είναι ευάρεστα. Και γινόμεθα έτσι τέκνα των ευλογιών του.

Α Ιω. 3,23 καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ ἐντολὴ αὐτοῦ, ἵνα πιστεύσωμεν τῷ ὀνόματι τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἀγαπῶμεν ἀλλήλους καθὼς ἔδωκεν ἐντολήν.
Α Ιω. 3,23 Λοιπόν αυτή είναι η θεμελιώδης και σπουδαιοτάτη εντολή του, να πιστεύωμεν δηλαδή στο όνομα του Υιού του, Ιησού Χριστού, και να αγαπώμεν με ειλικρίνειαν ο ένας τον άλλον σύμφωνα με την εντολήν της αγάπης που μας έδωσεν ο Χριστός.

Α Ιω. 3,24 καὶ ὁ τηρῶν τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν αὐτῷ. καὶ ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι μένει ἐν ἡμῖν, ἐκ τοῦ Πνεύματος οὗ ἡμῖν ἔδωκεν.
Α Ιω. 3,24 Και εκείνος, που τηρεί τας εντολάς του Θεού, μένει στον Θεόν και ο Θεός μένει εις αυτόν. Και με αυτόν ακριβώς τον τρόπον έχομεν βεβαίαν την πληροφορίαν της συνειδήσεως, και γνωρίζομεν οτι ο Θεός μένει μέσα μας, από το Πνεύμα που μας έχει δώσει και το οποίον μας πληροφορεί δια την κοινωνίαν και ενότητα μας με τον Θεόν.


Α ΙΩΑΝΝΟΥ 4

Α Ιω. 4,1 Ἀγαπητοί, μὴ παντὶ πνεύματι πιστεύετε, ἀλλὰ δοκιμάζετε τὰ πνεύματα εἰ ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστιν, ὅτι πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐξεληλύθασιν εἰς τὸν κόσμον.
Α Ιω. 4,1 Αγαπητοί, μη δίδετε εμπιστοσύνην εις κάθε πνεύμα ανθρώπων, αλλά να εξετάζετε τους ανθρώπους, που διαβεβαιώνουν ότι έχουν Πνεύμα Θεού και πνευματικά χαρίσματα, εάν πράγματι είναι από τον Θεόν, διότι πολλοί ψευδοπροφήται έχουν βγη στον κόσμον.

Α Ιω. 4,2 ἐν τούτῳ γινώσκετε τὸ πνεῦμα τοῦ Θεοῦ· πᾶν πνεῦμα ὃ ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἔστι·
Α Ιω. 4,2 Ημπορείτε δε να ξεχωρίζετε και να γνωρίζετε το Πνεύμα του Θεού με τούτο το κριτήριον· κάθε δηλαδή άνθρωπος που παρουσιάζεται ότι έχει Πνεύμα Θεού, εάν ομολογή αδιστάκτως και πιστεύη, ότι ο Ιησούς Χριστός έλαβε σάρκα και ήλθεν ως Θεάνθρωπος λυτρωτής εις την γην, είναι πράγματι εκ του Θεού.

Α Ιω. 4,3 καὶ πᾶν πνεῦμα ὃ μὴ ὁμολογεῖ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν ἐν σαρκὶ ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καὶ τοῦτό ἐστι τὸ τοῦ ἀντιχρίστου ὃ ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καὶ νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστὶν ἤδη.
Α Ιω. 4,3 Και κάθε άνθρωπος, που ισχυρίζεται, ότι εμπνέεται από το Πνεύμα, δεν ομολογεί όμως, ότι ο Ιησούς Χριστός ήλθεν εκ του ουρανού και έλαβε σάρκα ανθρωπίνην, αυτός δεν είναι από τον Θεόν. Και αυτό ακριβώς, το να αρνήται κανείς την ενανθρώπησιν του Υιού του Θεού, είναι το κήρυγμα του αντιχρίστου, περί του οποίου έχετε ακούσει ότι πρόκειται να έλθη.

Α Ιω. 4,4 Ὑμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστε, τεκνία, καὶ νενικήκατε αὐτούς, ὅτι μείζων ἐστὶν ὁ ἐν ὑμῖν ἢ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ.
Α Ιω. 4,4 Kαι τώρα ευρίσκεται στον κόσμον εκπροσωπούμενος από τους αιρετικούς και τους ψευδοδιδασκάλους. Σεις, όμως, αγαπητά μου παιδιά, είσθε από τον Θεόν και έχετε νικήσει τους αιρετικούς, τους προδρόμους αυτούς του αντιχρίστου, διότι είναι μεγαλύτερος ο Θεός, που ευρίσκεται μέσα σας, που σας φωτίζει και σας ενισχύει, παρά ο σατανάς, που ενεργεί μέσα στον σκληρόν και αμετανόητον κόσμον.

Α Ιω. 4,5 αὐτοὶ ἐκ τοῦ κόσμου εἰσί· διὰ τοῦτο ἐκ τοῦ κόσμου λαλοῦσι καὶ ὁ κόσμος αὐτῶν ἀκούει.
Α Ιω. 4,5 Αυτοί οι ψευδοπροφήται προέρχονται από τον αμαρτωλόν κόσμον. Δια τούτο και ομιλούν σύμφωνα με τας αμαρτωλάς αντιλήψεις και διαθέσστου κόσμου και ο κόσμος τους ακούει και τους προσέχει.

Α Ιω. 4,6 ἡμεῖς ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν· ὁ γινώσκων τὸν Θεὸν ἀκούει ἡμῶν. ὃς οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἀκούει ἡμῶν. ἐκ τούτου γινώσκομεν τὸ πνεῦμα τῆς ἀληθείας καὶ τὸ πνεῦμα τῆς πλάνης.
Α Ιω. 4,6 Ημείς όμως, οι απόστολοι και οι κήρυκες του Ευαγγελίου, είμεθα εκ του Θεού και εμπνεόμεθα από αυτόν. Εκείνος δε που έχει γνωρίσει και πιστεύσει στον Θεόν, μας ακούει με προθυμίαν και προσοχήν. Οποιος όμως δεν προέρχεται από τον Θεόν, δεν μας ακούει και δεν δέχεται το κήρυγμά μας. Με αυτό δε το κριτήριον γνωρίζομεν και ξεχωρίζομεν το Πνεύμα της αληθείας, και το πνεύμα του διαβόλου, που οδηγεί εις την πλάνην.

Α Ιω. 4,7 Ἀγαπητοί, ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὅτι ἡ ἀγάπη ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται καὶ γινώσκει τὸν Θεόν.
Α Ιω. 4,7 Αγαπητοί, ας αγαπώμεν ο ένας τον άλλον, διότι η αγάπη προέρχεται εκ του Θεού, ο οποίος είναι αγάπη. Και καθένας που αγαπά με ειλικρίνειαν τους άλλους, έχει γεννηθή από τον Θεόν, ζη εν τω Θεώ και ως εκ τούτου γνωρίζει τον Θεόν.

Α Ιω. 4,8 ὁ μὴ ἀγαπῶν οὐκ ἔγνω τὸν Θεόν, ὅτι ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστίν.
Α Ιω. 4,8 Εκείνος όμως που δεν έχει αυτήν την αγάπην, δεν εγνώρισε ποτέ τον Θεόν, διότι ο Θεός είναι αγάπη και η πηγή της αγάπης.

Α Ιω. 4,9 ἐν τούτῳ ἐφανερώθη ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ἐν ἡμῖν, ὅτι τὸν υἱὸν αὐτοῦ τὸν μονογενῆ ἀπέσταλκεν ὁ Θεὸς εἰς τὸν κόσμον ἵνα ζήσωμεν δι᾿ αὐτοῦ.
Α Ιω. 4,9 Εφανερώθη δε εν μέσω ημών αυτή η άπειρος αγάπη του Θεού με τούτο το μέγα γεγονός· με το ότι δηλαδή ο Θεός έστειλε τον μονογενή του Υιόν στον κόσμον, δια να αποκτήσωμεν ημείς οι αμαρτωλοί άνθρωποι με την θυσίαν εκείνου την αιωνίαν ζωήν.

Α Ιω. 4,10 ἐν τούτῳ ἐστὶν ἡ ἀγάπη, οὐχ ὅτι ἡμεῖς ἠγαπήσαμεν τὸν Θεόν, ἀλλ᾿ ὅτι αὐτὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς καὶ ἀπέστειλε τὸν υἱὸν αὐτοῦ ἱλασμὸν περὶ τῶν ἁμαρτιῶν ἡμῶν.
Α Ιω. 4,10 Και στούτο ακριβώς συνίσταται και φαίνεται η αγάπη του Θεού, στο ότι δεν είμεθα ημείς, που πρώτοι ηγαπήσαμεν τον Θεόν, αλλ' στο ότι αυτός ημάς τους αμαρτωλούς και ενόχους μας ηγάπησε και έστειλε τον Υιόν του, δια να προσφέρη τον εαυτόν του λυτρωτικήν θυσία υπέρ των αμαρτιών μας και να μας συμφιλιώση με τον Θεόν.

Α Ιω. 4,11 Ἀγαπητοί, εἰ οὕτως ὁ Θεὸς ἠγάπησεν ἡμᾶς, καὶ ἡμεῖς ὀφείλομεν ἀλλήλους ἀγαπᾶν.
Α Ιω. 4,11 Αγαπητοί, εάν κατ' αυτόν τον θαυμαστόν τρόπον μας ηγάπησεν ο Θεός, έχομεν και ημείς υποχρέωσιν να αγαπώμεν ο ένας τον άλλον.

Α Ιω. 4,12 Θεὸν οὐδεὶς πώποτε τεθέαται· ἐὰν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν μένει καὶ ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστὶν ἐν ἡμῖν.
Α Ιω. 4,12 Τον Θεόν κανείς ποτέ έως τώρα δεν έχει ιδεί και γνωρίσει εις όλην του την τελειότητα. Εάν όμως αγαπώμεν ο ένας τον άλλον, τότε ο αόρατος και ακατάληπτος Θεός μένει έντος ημών και η άπειρος αγάπη του παραμένει πλήρης και τελεία μέσα μας.

Α Ιω. 4,13 ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἐν αὐτῷ μένομεν καὶ αὐτὸς ἐν ἡμῖν, ὅτι ἐκ τοῦ Πνεύματος αὐτοῦ δέδωκεν ἡμῖν.
Α Ιω. 4,13 Με τούτο το γεγονός γνωρίζομεν, ότι μένομεν μέσα στον Θεόν και ο Θεός μένει έντος ημών, με το ότι μας έχει δώσει από το πνεύμα του και κατέστησε τον εαυτόν μας κατοικίαν ιδικήν του.

Α Ιω. 4,14 Καὶ ἡμεῖς τεθεάμεθα καὶ μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ πατὴρ ἀπέσταλκε τὸν υἱὸν σωτῆρα τοῦ κόσμου.
Α Ιω. 4,14 Και ημείς οι Απόστολοι είδαμεν με τα ίδια μας τα μάτια και σαν αυτόπται μάρτυρες διαβεβαιώνομεν, ότι ο Θεός Πατήρ από την άπειρον προς ημάς αγάπην του κινούμενος έστειλε τον Υιόν του σωτήρα του κόσμου.

Α Ιω. 4,15 ὃς ἂν ὁμολογήσῃ ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ μένει καὶ αὐτὸς ἐν τῷ Θεῷ.
Α Ιω. 4,15 Οποιος, λοιπόν ομολογήσει με καθαράν και ακλόνητον πίστιν, ότι ο Ιησούς είναι ο σαρκωθείς Υιός του Θεού, ο Θεός μένει έντος αυτού και αυτός μένει εν τω Θεώ.

Α Ιω. 4,16 καὶ ἡμεῖς ἐγνώκαμεν καὶ πεπιστεύκαμεν τὴν ἀγάπην ἣν ἔχει ὁ Θεὸς ἐν ἡμῖν. Ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστί, καὶ ὁ μένων ἐν τῇ ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν αὐτῷ.
Α Ιω. 4,16 Και ημείς από όσα είδαμεν και ηκούσαμεν και εδοκιμάσαμεν εκ πείρας, έχομεν γνωρίσει και έχομεν πιστεύσει εις αυτήν την αγάπην, την οποίαν έχει προς ημάς ο Θεός. Ο Θεός είναι η αγάπη και η πηγή της αγάπης και όποιος μένει εις αυτήν την αγάπην και την ασκεί δια των έργων, μένει εν τω Θεώ και ο Θεός μένει εν αυτώ.

Α Ιω. 4,17 Ἐν τούτῳ τετελείωται ἡ ἀγάπη μεθ᾿ ἡμῶν, ἵνα παῤῥησίαν ἔχωμεν ἐν τῇ ἡμέρᾳ τῆς κρίσεως, ὅτι καθὼς ἐκεῖνός ἐστι, καὶ ἡμεῖς ἐσμεν ἐν τῷ κόσμῳ τούτῳ.
Α Ιω. 4,17 Τούτο δε είναι τοό σημείον και η απόδειξις, ότι η αγάπη μας έχει ολοκληρωθή και φθάσει στον τέλειον βαθμόν, το να έχωμεν θάρρος και να περιμένωμεν άφοβοι την μεγάλην εκείνην ημέραν της Κρίσεως. Διότι με την αγάπην γινόμεθα όμοιοι προς Εκείνον, που υπάρχει τώρα στους ουρανούς πλήρης αγάπης, ημείς, οι οποίοι γεμάτοι αγάπην ζώμεν και ευρισκόμεθα ακόμη ανάμεσα στον αμαρτωλόν κόσμον.

Α Ιω. 4,18 φόβος οὐκ ἔστιν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ᾿ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ.
Α Ιω. 4,18 Φοβος ενώπιον του κριτού και της κρίσεως δεν υπάρχει εις την καρδίαν του ανθρώπου, που αγαπά, αλλ' η τελεία κατά Θεόν αγάπη βγάζει έξω από την ψυχήν και διώχνει τον φόβον. Διότι ο φόβος προϋποθέτει την τιμωρίαν εξ αιτίας της ενοχής. Και εκείνος που φοβείται εξ αιτίας της ενοχής του, είναι φανερόν ότι δεν έχει προχωρήσει και δεν έχει γίνει τέλειος εις την αγάπην.

Α Ιω. 4,19 Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν, ὅτι αὐτὸς πρῶτος ἠγάπησεν ἡμᾶς.
Α Ιω. 4,19 Ολοι ημείς οι πιστοί αγαπώμεν τον Θεόν, επειδή έχομεν γνωρίσει και αισθανθή βαθειά, ότι αυτός πρώτος μας έχει αγαπήσει.

Α Ιω. 4,20 ἐάν τις εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τὸν Θεόν, καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ μισῇ, ψεύστης ἐστίν· ὁ γὰρ μὴ ἀγαπῶν τὸν ἀδελφὸν ὃν ἐώρακε, τὸν Θεόν ὃν οὐχ ἑώρακε πῶς δύναται ἀγαπᾶν;
Α Ιω. 4,20 Εάν όμως κανείς πη ότι αγαπώ τον Θεόν και συγχρόνως μισή τον αδελφόν του, είναι ψεύστης. Διότι εκείνος που δεν αγαπά τον αδελφόν του, τον οποίον είδε και βλέπει κάθε ημέραν, πως είναι δυνατόν να αγαπά τον Θεόν, τον οποίον ποτέ δεν έχει ίδει·

Α Ιω. 4,21 καὶ ταύτην τὴν ἐντολὴν ἔχομεν ἀπ᾿ αὐτοῦ, ἵνα ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεὸν ἀγαπᾷ καὶ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ.
Α Ιω. 4,21 Και αυτήν την εντολήν έχομεν πάρει από αυτόν· εκείνος που αγαπά τον Θεόν να αγαπά και τον αδελφόν του.



Α ΙΩΑΝΝΟΥ 5


Α Ιω. 5,1 Πᾶς ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ Χριστός, ἐκ τοῦ Θεοῦ γεγέννηται, καὶ πᾶς ὁ ἀγαπῶν τὸν γεννήσαντα ἀγαπᾷ καὶ τὸν γεγεννημένον ἐξ αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,1 Καθένας που έχει την αληθινήν και ενεργόν πίστιν, ότι ο Ιησούς είναι ο Χριστός, ο Θεάνθρωπος λυτρωτής, έχει γεννηθή πνευματικώς από τον Θεόν και καθένας που αγαπά τον Θεόν, ο οποίος τον έχει γεννήσει πνευματικώς, αγαπά και τον αδελφόν του, που έχει γεννηθή από τον ίδιον Θεόν Πατέρα.

Α Ιω. 5,2 ἐν τούτῳ γινώσκομεν ὅτι ἀγαπῶμεν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, ὅταν τὸν Θεὸν ἀγαπῶμεν καὶ τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν.
Α Ιω. 5,2 Με τούτο εδώ το γεγονός γνωρίζομεν, ότι αγαπώμεν ειλικρινώς τα τέκνα του Θεού, όταν αγαπώμεν τον Θεόν με όλην μας την δύναμιν και αγωνιζόμεθα να τηρούμεν τας εντολάς του.

Α Ιω. 5,3 αὕτη γάρ ἐστιν ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ἵνα τὰς ἐντολὰς αὐτοῦ τηρῶμεν· καὶ αἱ ἐντολαὶ αὐτοῦ βαρεῖαι οὐκ εἰσίν,
Α Ιω. 5,3 Διότι αυτή είναι η προς τον Θεόν ειλικρινής αγάπη, να τηρούμεν τας εντολάς του και αι εντολαί του δεν είναι καταθλιπτικαί και ακατόρθωτοι.

Α Ιω. 5,4 ὅτι πᾶν τὸ γεγεννημένον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κόσμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νικήσασα τὸν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν.
Α Ιω. 5,4 Διότι καθένας, που έχει αναγεννηθή από τον Θεόν, νικά τον αμαρτωλόν κόσμον, ο οποίος παρεμβάλλει δυσκολίας εις την τήρησιν του θείου θελήματος. Και αυτή είναι η νίκη, η οποία ενίκησε τον κόσμον της αμαρτίας, η πίστις ημών, (η οποία καταλύει την αμαρτίαν και οδηγεί στον δρόμον της αρετής και της ζωής).

Α Ιω. 5,5 τίς ἐστιν ὁ νικῶν τὸν κόσμον εἰ μὴ ὁ πιστεύων ὅτι Ἰησοῦς ἐστιν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ;
Α Ιω. 5,5 Ποιός δε είναι εκείνος, που νικά πράγματι τον κόσμον των απατηλών τέρψεων και αμαρτιών, παρά μόνον εκείνος, που αδίστακτα πιστεύει, ότι ο Ιησούς είναι ο Υιός του Θεού, που ενηνθρώπησε δια την σωτηρίαν των ανθρώπων;

Α Ιω. 5,6 Οὗτός ἐστιν ὁ ἐλθὼν δι᾿ ὕδατος καὶ αἵματος, Ἰησοῦς Χριστός· οὐκ ἐν τῷ ὕδατι μόνον, ἀλλ᾿ ἐν τῷ ὕδατι καὶ τὸ αἵματι· καὶ τὸ Πνεῦμά ἐστι τὸ μαρτυροῦν, ὅτι τὸ Πνεῦμά ἐστιν ἡ ἀλήθεια.
Α Ιω. 5,6 Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός και Λογος του Θεού, που ήλθε εις την γην ως άνθρωπος και απεδείχθη ως Μεσσίας δια του βαπτίσματος στο ύδωρ του Ιορδάνου, όπου εμαρτυρήθη από τον Πατέρα ως Υιός του αγαπητός και δια του αίματός του, που προσέφερε ως θυσίαν προς τον Θεόν δια την σωτηρίαν ημών. Και δεν απεδείχθη Μεσσίας δια του βαπτίσματος μόνον, αλλά και δια του αίματός του, που έχυσε ως θυσίαν επάνω στον σταυρόν. Αλλά και το Αγιον Πνεύμα είναι εκείνο, που μαρτυρεί περί αυτού και η μαρτυρία αυτή είναι απολύτως αληθινή, διότι το Πνεύμα το Αγιον είναι αυτή αύτη η αλήθεια.

Α Ιω. 5,7 ὅτι τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῷ οὐρανῷ, ὁ Πατήρ, ὁ Λόγος καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ οὗτοι οἱ τρεῖς ἕν εἰσι·
Α Ιω. 5,7 Διότι τρεις είναι εκείνοι, οι οποίοι μαρτυρούν στον ουρανόν και λέγουν πάντοτε την απόλυτον και καθαράν αλήθειαν, ο Πατήρ, ο Λογος και το Αγιον Πνεύμα. Και αυτοί οι τρεις είναι ένα, διότι έχουν την αυτήν φύσιν και ουσίαν.

Α Ιω. 5,8 καὶ τρεῖς εἰσιν οἱ μαρτυροῦντες ἐν τῇ γῇ, τὸ Πνεῦμα καὶ τὸ ὕδωρ καὶ τὸ αἷμα, καὶ οἱ τρεῖς εἰς τὸ ἕν εἰσιν.
Α Ιω. 5,8 Και τρεις είναι εκείνοι, που μαρτυρούν κάτω εις την γην· το Αγιον Πνεύμα με τας προφητείας και αποκαλύψεις, το βάπτισμα του Χριστού στο ύδωρ του Ιορδάνου και το αίμα του Χριστού, που εχύθη κατά την σταυρικήν θυσίαν. Και τα τρία αυτά μαρτυρούν δια το ένα και το αυτό γεγονός, δια τον Ιησούν Χριστόν ως Θεάνθρωπον λυτρωτήν.

Α Ιω. 5,9 εἰ τὴν μαρτυρίαν τῶν ἀνθρώπων λαμβάνομεν, ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ μείζων ἐστίν· ὅτι αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία τοῦ Θεοῦ ἣν μεμαρτύρηκε περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,9 Εάν δε δεχώμεθα ως αληθηνήν την μαρτυρίαν των ανθρώπων, οι οποίοι ως άνθρωποι πιθανόν και να πλανώνται, ακόμη περισσότερον και χωρίς κανένα δισταγμόν πρέπει να δεχθώμεν την μαρτυρίαν του Θεού, επειδή αυτή είναι ασυγκρίτως ανωτέρα από την μαρτυρίαν των ανθρώπων· διότι η παρά πάνω μαρτυρία είναι η απολύτως αξιόπιστος μαρτυρία του Θεού, την οποίαν έχει δώσει, κατά τον πλέον επίσημον τρόπον περί του Υιού του.

Α Ιω. 5,10 ὁ πιστεύων εἰς τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ ἔχει τὴν μαρτυρίαν ἐν αὐτῷ· ὁ μὴ πιστεύων τῷ Θεῷ ψεύστην πεποίηκεν αὐτόν, ὅτι οὐ πεπίστευκεν εἰς τὴν μαρτυρίαν ἣν μεμαρτύρηκεν ὁ Θεὸς περὶ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,10 Εκείνος δε που πιστεύει αδίστακτα στον Υιόν του Θεού, έχει αυτήν την μαρτυρίαν μέσα του, επικυρωμένην και από την προσωπικήν του πείραν ως πιστού Χριστιανού. Εκείνος όμως που δεν πιστεύει στον Θεόν, είναι σαν να έχη κάμει αυτόν ψεύστην και ανάξιον εμπιστοσύνης, διότι δεν έχει πιστεύσει εις την επίσηνος μαρτυρίαν, την οποίαν έχει δώσει ο Θεός περί του Υιού του.

Α Ιω. 5,11 καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ μαρτυρία, ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔδωκεν ἡμῖν ὁ Θεός, καὶ αὕτη ἡ ζωὴ ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ ἐστιν.
Α Ιω. 5,11 Και αυτή είναι η μεγάλη μαρτυρία του Θεού, ότι αυτός έδωκεν εις ημάς τους πιστούς ζωήν αιώνιον. Και αυτή η αιώνιος και μακαρία ζωή υπάρχει στον Υιόν του και μεταδίδεται δια του Υιού του εις όσους πιστεύουν εις αυτόν.

Α Ιω. 5,12 ὁ ἔχων τὸν υἱὸν ἔχει τὴν ζωήν· ὁ μὴ ἔχων τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ τὴν ζωὴν οὐκ ἔχει.
Α Ιω. 5,12 Διότι πράγματι εκείνος που έχει εις την καρδίαν του τον Υιόν και είναι ενωμένος με αυτόν δια της πίστεως, έχει την μαρτυρίαν και την αιωνίαν ζωήν. Εκείνος όμως που δεν έχει μέσα του τον Υιόν του Θεού, δεν έχει την αιωνίαν ζωήν.

Α Ιω. 5,13 Ταῦτα ἔγραψα ὑμῖν τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ, ἵνα εἰδῆτε ὅτι ζωὴν αἰώνιον ἔχετε, καὶ ἵνα πιστεύητε εἰς τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
Α Ιω. 5,13 Εγραψα αυτά εις σας, που πιστεύετε με όλην σας την καρδίαν στο όνομα του Υιού του Θεού, δια να γνωρίσετε καλά, ότι έχετε αιωνίαν ζωήν και δια να πιστεύσετε ακόμη περισότερον και σταθερότερον στο όνομα του Υιού του Θεού.

Α Ιω. 5,14 καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ παῤῥησία ἣν ἔχομεν πρὸς αὐτόν, ὅτι ἐάν τι αἰτώμεθα κατὰ τὸ θέλημα αὐτοῦ, ἀκούει ἡμῶν.
Α Ιω. 5,14 Και αυτή η πίστις είναι το θάρρος και η παρρησία, που έχομεν προς τον Θεόν, που εκδηλώνεται και στο γεγονός, ότι εάν του ζητούμεν κάτι σύμφωνον προς το θέλημά του, ακούει την προσευχήν μας και εκπληρώνει το αίτημά μας.

Α Ιω. 5,15 καὶ ἐὰν οἴδαμεν ὅτι ἀκούει ἡμῶν ὃ ἂν αἰτώμεθα, οἴδαμεν ὅτι ἔχομεν τὰ αἰτήματα ἃ ᾐτήκαμεν παρ᾿ αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,15 Και εφ' όόσον γνωρίζομεν καλά και είμεθα βέβαιοι ότι μας ακούει εις ο,τι ηθέλαμεν ζητήσει από αυτόν, γνωρίζομεν επίσης καλά, ότι έχομεν και τα αιτήματα που εζητήσαμεν από αυτόν δια της προσευχής (εφ' όσον βέβαια αυτά είναι σύμφωνα με το άγιον θέλημα του).

Α Ιω. 5,16 Ἐάν τις ἴδῃ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ ἁμαρτάνοντα ἁμαρτίαν μὴ πρὸς θάνατον, αἰτήσει, καὶ δώσει αὐτῷ ζωήν, τοῖς ἁμαρτάνουσι μὴ πρὸς θάνατον. ἔστιν ἁμαρτία πρὸς θάνατον· οὐ περὶ ἐκείνης λέγω ἵνα ἐρωτήσῃ.
Α Ιω. 5,16 Εάν κανείς ίδη τον αδελφόν του να διαπράττη αμαρτίαν, η οποία δεν φέρει πνευματικόν θάνατον, θα ζητήση από τον Θεόν δια της προσευχής και θα δώση ο Θεός εις αυτόν ζωήν· δηλαδή θα δώση άφεσιν και ζωήν, εις εκείνους που περιπίπτουν εις μη θανάσιμα αμαρτήματα. Υπάρχει αμαρτία, η οποία οδηγεί προς τον πνευματικόν θάνατον· δεν λέγω και δεν προτρέπω να παρακαλέση κανείς τον Θεόν δια την θανάσιμον και αθεράπευτον πλέον αυτήν αμαρτίαν.

Α Ιω. 5,17 πᾶσα ἀδικία ἁμαρτία ἐστί· καὶ ἔστιν ἁμαρτία οὐ πρὸς θάνατον.
Α Ιω. 5,17 καθε αδικία, και η πλέον μικρά παράβασις του θείου θελήματος, είναι αμαρτία. Αλλ' υπάρχει και αμαρτία, που οδηγεί προς τον πνευματικόν θάνατον.

Α Ιω. 5,18 Οἴδαμεν ὅτι πᾶς ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐχ ἁμαρτάνει, ἀλλ᾿ ὁ γεννηθεὶς ἐκ τοῦ Θεοῦ τηρεῖ ἑαυτόν, καὶ ὁ πονηρὸς οὐχ ἅπτεται αὐτοῦ.
Α Ιω. 5,18 Γνωρίζομεν δε καλά, ότι καθένας που έχει αναγεννηθή από τον Θεόν, αγωνίζεται επιτυχώς κατά της αμαρτίας και δεν αμαρτάνει. Αλλά προφυλάσσει τον ευατόν του από την αμαρτίαν εκείνος, που έχει αναγεννηθή από τον Θεόν, και ο πονηρός δεν τον θίγει ούτε και έχει καμμίαν εξουσίαν επάνω εις αυτόν.

Α Ιω. 5,19 οἴδαμεν ὅτι ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐσμεν, καὶ ὁ κόσμος ὅλος ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται.
Α Ιω. 5,19 Εχομεν βεβαίαν την πληροφορίαν της συνειδήσεως ότι ημείς οι πιστοί είμεθα από τον Θεόν, ενώ εξ αντιθέτου όλοι οι μακράν του Θεού, οι άνθρωποι του αμαρτωλού κόσμου, είναι βυθισμένοι μέσα εις την πονηρίαν και ευρίσκονται κάτω από την εξουσίαν του πονηρού.

Α Ιω. 5,20 οἴδαμεν δὲ ὅτι ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἥκει καὶ δέδωκεν ἡμῖν διάνοιαν ἵνα γινώσκωμεν τὸν ἀληθινόν· καί ἐσμεν ἐν τῷ ἀληθινῷ, ἐν τῷ υἱῷ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστῷ. οὗτός ἐστιν ὁ ἀληθινὸς Θεὸς καὶ ζωὴ αἰώνιος.
Α Ιω. 5,20 Γνωρίζομεν δε καλά, ότι ο Υιός του Θεού έχει έλθει και μας έδωσε νουν φωτισμένον και ικανόν να γνωρίζωμεν τον αληθινόν Θεόν. Είμεθα δε και ζώμεν μέσα στον αληθινόν Θεόν, δια του Υιού του, του Ιησού Χριστού. Και αυτός, ο Ιησούς Χριστός, είναι ο αληθινός Θεός, και η αιώνιος ζωή και η ανεξάντλητος πηγή της αιωνίας ζωής.

Α Ιω. 5,21 Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων· ἀμήν.
Α Ιω. 5,21 Παιδιά μου, αγαπημένα μου παιδιά, προφυλάξτε τον εαυτόν σας από τα διάφορα είδωλα του αμαρτωλού και απίστου κόσμου. Αμήν.

Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010

Γιατί στην τελετή του Γάμου μνημονεύεται ο Άγιος Προκόπιος;

Ο άγιος Προκόπιος παρουσιάζεται κατά το όνομα του, ως τρόπον τινά η ενσάρκωση της προκοπής και ευχή για προκοπή. Ότι λέγεται με λόγια στην τελευταία ευχή ευλογίας
"Ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνέυμα, η Παναγία...Τριάς...παράσχοι υμίν...προκοπήν βίου και πίστεως...", λέγεται στην απόλυση με ένα εποπτικότερο και λαϊκότερο τρόπο, με την μνημόνευση της Προκοπής του αγίου.
Μας ξενίζει ίσως το λαϊκότροπο του πράγματος, αλλά η θεία λατρεία δεν είναι αμέτοχη του λαϊκού αυτού στοιχείου. Δεν προορίζεται μόνον για τους λογίους, αλλά και για τον πολύ λαό του Θεού. Υπάρχει περιθώριο να το δουν οι λογιότεροι με περισσότερη συμπάθεια και κατανόηση.
Εξ άλλου η περίπτωση του αγίου Προκοπίου είναι ιδιάζουσα και και ιδιαίτερα εντυπωσιακή. Κατά το συναξάριο του, το όνομα "Προκόπιος" του ΄δωσε ο Κύριος κατά την εμφάνιση Του σ'αυτόν κατά την διάρκεια του μαρτυρίου του:"Ουκ ετι συ Νεανίας (αυτό ήταν το όνομα του μάρτυρος), αλλά Προκόπιος έτη φερωνύμος καλούμενος. Ίσχυε τοιγαρούν και ανδρίζου, προκόπτων γαρ προκόψεις..."
Από τους ιερούς υμνογράφους εγκωμιάζεται ως "προκόπτων εν Θεώ" (δοξαστικό αίνων) ή "τη πίστει προκόπτων" (κοντάκιο-οίκος) ή "φερωνύμος προκόπτων" (εξαποστειλάριο). Στο πρώτο δε ιδιόμελο των στιχηρών των αίνων, χαρακτηριστικά συσχετίζεται προς την προκοπή των πιστών:"ως προκόπτων εν Θεώ, πάντας πρέσβευε, αθλοφόρε, προκόπτειν εν αυτή...εν θεαρέστοις οδοίς και θείαις πράξεσιν ευαρεστούντας αυτώ" Ειδικά δηλαδή στο να θεωρηθεί ο άγιος Προκόπιος ταυτόσημος με την προκοπή συντρέχουν όλοι οι ανωτέρω λόγοι: το όνομα του, το συναξάριο του, η λαϊκή ευσέβεια και η ιερή υμνογραφία...

Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

Ο Αόρατος Πόλεμος - Λόγος ΙΘ - Πως πρέπει να πολεμά κανείς κατά των σαρκικών παθών

Εναντίον των σαρκικών παθών θα πολεμάς, αδελφέ, με ξεχωριστό τρόπο από τους άλλους. Και για να γνωρίζης να πολεμάς με τάξι, πρέπει να σκέφτεσαι ότι υπάρχουν τρεις χρόνοι και τρεις πόλεμοι. πριν από τον πειρασμό, στον καιρό του πειρασμού και αφού περάσει ο πειρασμός.
Ο πόλεμος πριν από τον πειρασμό θα είναι κατά των αιτιών, που συνήθως γίνονται αφορμή αυτού του πειρασμού. δηλαδή, πρώτα, εσύ πρέπει να πολεμάς εναντίον αυτού του πάθους. όχι αντιστεκόμενος σ’ αυτό, όπως σου είπα να κάνης στα άλλα πάθη, αλλά αποφεύγοντας με όλη σου τη δύναμι από κάθε είδους αφορμή και από κάθε πρόσωπο, το οποίο σου προξενεί πειρασμό στη σάρκα. Και εάν καμμιά φορά είναι ανάγκη να μιλήσης με κανένα τέτοιον, μίλησε με συντομία και με πρόσωπο σεμνό και σοβαρό. μάλιστα, τα λόγια σου ας έχουν κάποια σκληρότητα περισσότερη, παρά γλυκήτητα.
«Μην έχης εμπιστοσύνη στον εχθρό σου ποτέ», λέγει ο Σειράχ (12,11). Και σύ, μην έχης εμπιστοσύνη ποτέ στον εαυτό σου. Γιατί, όπως ο χαλκός γεννάει από μόνος του την σκουριά, έτσι και η διεφθαρμένη φύσις σου γεννά από μόνη της την κακία. «Όπως ο χαλκός σκουριάζει, έτσι και η κακία του» (αυτοθι). μην εχης εμπιστοσύνη, πάλι σου λέω, στον εαυτό σου, και αν υποθέσουμε ότι και εσύ δεν αισθάνεσαι, ούτε ακόμη αισθανθής για πολύ καιρό τις αιχμές της σάρκας. διότι αυτή η κατηραμένη κακία, εκείνο που δεν έκανε σε πολλούς χρόνους, το κάνει σε μία ώρα. και πολλές φορές κάνει ετοιμασίες της κρυφά. και όσο περισσότερο κάνει τον φίλο και δίνει μικρότερη υποψία γι’ αυτή, τόσο περισσότερο βλάπτει και αθεράπευτα πληγώνει.
Γι’ αυτό πολλές φορές πρέπει να φοβάται κανέις περισσότερο (καθώς η πείρα το απέδειξε και το αποδεικνύει), από εκείνα τα πρόσωπα, με τα ποία νομίζει εύλογο να συναναστρέφεταιή γιατί είναι συγγενείς του ή γιατί είναι ευλαβή και ενάρετα ή γιατί ευεργετήθηκε από αυτά και κρίνει σαν υποχρέωσι να τα συχνοχαιρετά. Διότι με την απερίσκεπτη αυτή συναναστροφή, ανακατώνεται η φαρμακερή ευχαρίστησις της αισθήσεως, ώστε ανεπαίσθητα λίγο λίγο διαπερνά ως και στο νου της ψυχης και σκοτεινιάζει τόσο τη λογική, σε σημείο, που αρχίζουν ύστερα να μην υπολογίζουν καθόλου τα επικίνδυνα αίτια της αμαρτίας. δηλαδή τα ερωτικά βλέμματα, τα γλυκά λόγια του ένα και του άλλου μέρους. τις άσεμνες κινήσεις και μορφασμούς. τις χειρονομίες και έπειτα κατανούν να πέσουν ή στην ολοκληρωτική αμαρτία ή στα άλλα διαβολικά πάθη, από τα οποία δύσκολα μπορούν να ελευθερωθούν.
Γι’ αυτό πρέπει, αδελφέ, να αποφεύγης την φωτιά, γιατί είσαι στουπί. και μην ξεθαρρέψης ποτέ ότι είσαι στουπί βρεγμένο και καλά γεμάτο από νερό καλής και δυνατής θελήσεως.όχι. αλλά ότι είσαι στουπί ξερό και αμέσως πλησιάζοντας τη φωτιά, κατακαίγεσαι, σύμφωνα με αυτό που έχει γραφή από τον Σαμψών, ότι. «Έσπασε τα νεύρα όπως σπάει η κλωστή του στουπιού, όταν πλησιάση στη φωτιά» (Κριτ. 16,9). ούτε να σκεφθής ότι έχεις σταθερί απόφασι και προθυμία καλλίτερα να πεθάνης παρά να λυπήσης το τον Θεό με την αμαρτία. Γιατί, αν υποθέσουμε ότι είσαι στουπί βρεγμένο, αλλά όμως με την συχνή συναναστροφή και το θέμας, η φωτιά με την θερμότητα ξηραίνει λίγο λίγο το νερό της καλής σου θελήσεως. και ανέλπιστα , τόσο θα προσκολληθής στο διαβολικό έρωτα, ώστε να μην ντραπής τους ανθρώπους, ούτε να σεβασθής συγγένεια ή φιλία, ούτε να φοβηθής τον Θεό, ούτε να υπολογίσης την τιμή, ούτε την ζωή, ούτε τις τιμωρίες όλες της κολάσεως, αλλά να εκτελέσης την αμαρτία. Γι’ αυτό φεύγε, φεύγε όσο μπορείς:
Α΄. Από τις συναναστροφές των προσώπων που σκανδαλίζουν, αν αληθινά δεν θέλης να συλληφθής από την αμαρτία και να θανατωθής.
Β΄. Απόφευγε την αργία και οκνηρία και στάσου άγρυπνος και νηφάλιος με τους λογισμούς και με τα έργα, που ταιριάζουν στη στάσι σου.
Γ΄. Μην παρακούσης ποτέ σου, αλλά υποτάξου εύκολα στους προεστώτες και Πνευματικούς σου Πατέρες, κάνοντας με προθυμία και γρήγορα εκείνα που σε προστάζουν και είναι αντίθετα της θελήσεως σου και της φυσικής σου κλίσεως.
Δ΄. Μην κάνεις ποτέ κρίσι αλαζονική για τον πλησίον σου. δηλαδή, μην τον κατακρίνης, και μάλιστα, γι’ αυτήν την ίδια σαρκική αμαρτία, για την οποία μιλάμε, αν και φανερά πεσμένος σ’ αυτήν. αλλά συμπάθησέ τον και μην αγανακτήσης εναντίον του, ούτε να τον κοροϊδέψης, αλλά από το παράδειγμά του, ταπεινώσου εσύ και γνώρισε τον εαυτό σου, ότι είσαι ασθενής και σκόνη και στάχτη λέγοντας. εκείνος έπεσε σήμερα, εγώ θα πέσω αύριο. Γιατί, αν εσύ εύκολα κρίνης τους άλλους και τους καταφρονής, ο Θεός παραδειγματικά θα σε εκπαιδεύση, παραχωρώντας να πέσης κι εσύ στο ίδιο παράπτωμα. «Να μην κρίνετα, λέγει, και δεν θα κριθήτε» (Ματθ. 7,1). για να γνωρίσης με την πτώσι σου την υπερηφάνειά σου και να ταπεινωθής και έτσι να ζητήσης θεραπεία και για τα δύο. και για την υπερηφάνειά σου και για την πορνεία σου. Εάν όμως και σε φυλάξη ο Θεός και δεν πέσης, ούτε αλλάξης λογισμό, όμως και πάλι μην δώσης εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, αλλά πάντοτε να φοβάσαι και να αμφιβάλλεις για την στάσι σου.
Ε΄. Πρόσεχε καλά, εάςν απόκτησες κανένα χάρισμα θεϊκό ή βρίσκεσαι σε καλή κατάστασι, να μη βάλης στο λογισμό σου κάποια περιττή ιδεά και φαντασία, πως είσαι κάποιος και πως οι εχθροί σου δεν θα σε πολεμήσουν πλέον, με το να φαίνεσαι ότι προς το παρόν τους μισείς και τους αποστρέφεσαι. Γιατί, αν σε αυτό είσαι απροφύλακτος, εύκολα θα πέσης.
Εξωτερική αιτία είναι η περιέργεια των οφθαλμών, τα γλυκά στην ακοή λόγια και τραγούδια. η απαλότητα και ο στολισμός των φορεμάτων, τα ευωδιαστά μυριστικά της οσφρήσεως. οι συνομιλίες και οι κινήσεις και οι χειρονομίες, που παρακινούν στην αμαρτία αυτή. Η θεραπεία σε αυτά τα απαντήματα είναι: Η σεμνότητα και η ταπεινότητα των φορεμάτων. το να μη θέλεις ούτε να δης, ούτε να ακούσης, ούτε να μυρίσης, ούτε να μιλήσεις ή να πιάσεις όλα εκείνα, που παρακινοιύν σε αυτή την κακία και προ πάντων η αποφυγή της συναναστροφής, όπως είπαμε παραπάνω. Η εσωτερικά αιτία προέρχεται ή από την καλοζωία του σώματος ή από τους λογισμούς του νου που μας έρχονται από τις κακές μας συνήθειες και τα πάθη ή από την παρακίνησι του διαβόλου.
Και η μεν καλοζωία του σώματος, πρέπει να σκληραγωγείται με νηστείες, αγρυπνίες, χαμαικοιτίες και μάλιστα γονυκλισίες και άλλες παρόμοιες ταλαιπωρίες, καθώς εξηγεί η διάκρισις και η διδασκαλία των θείων Πατέρων. των δε λογισμών, από όπου κι αν προέρχωνται, οι θεραπείες είναι αυτές. το να ασχολήσαι με διάφορα γυμνάσματα, κατάλληλα για την κατάστασί σου, τα οποία είναι η ανάγνωσις των ιερών βιβλίων, και μάλιστα, του αγίου Εφραίμ, της Κλίμακος, του Ευεργετινού, της φιλοκαλίας και άλλων παρομοιων, η μελέτη και η προσευχή. η οποία ας γίνεται έτσι. όταν αρχίσουν οι λογισμοί της πορνείας να σε ενοχλούν, αμέσως θυμίσου με το νου σου τον εσταυρωμένο και εκ βάθους ψυχής λέγε: «Ιησού μου, Ιησού μου γλυκύτατε, βοήθησέ με γρήγορα, για να μην αιχμαλωτισθώ από αυτόν τον εχθρό». Και κάποιες φορές αγκαλιάζοντας (νοερά, ή αισθητά, αν είναι παρών), στον σταυρό στον οποίο κρέμεται ο Κύριός σου, ασπάσου πολλές φορές της πληγές του, λέγοντας με αγάπη. «ωραιότατες πληγές, πληγές αγιώτατες, πληγές αγνότατες, πληγώσατε αυτή την άθλια και ακάθαρτη καρδιά μου και εμποδίστε με από το να σας βλάψω».
Η δε μελέτη σου κατά την χρονική περίοδο που πληθαίνουν οι λογισμοί των σαρκικών ηδονών, ας μη γίνεται κατ’ ευθείαν εναντίον αυτών. αν και μερικά βιβλία γράφουν έτσι (όπως είναι το να σκεφθής την βρώμα και την αηδία της σαρκικής ηδονής. τον έλεγχο της συνειδήσεως που θα σου προξενήση, τις πίκρες που ακολουθούν, τους κινδύνους, την φθορά της περιουσίας και της παρθενίας σου, την κατηγορία της τιμής και άλλα παρόμοια). η μελέτη σου λέω, ας μημ γίνεται σε αυτά, γιατί αυτή η παρόμοια μελέτη δεν είναι πάντα μέσο ασφαλές, για να νικήσης τον πειρασμό της σάρκας. μάλιστα μπορεί να προξενήση βλάβη. Γιατί, αν και ο νους αποβάλη του λογισμούς προσωρινά με την παρόμοια μελέτη, όμως με το να είναι ασθενής και εμπαθής, όταν τα μελετά αυτά, αποτυπώνει καλλίτερα την ευχαρίστησι και ευχαριστιέται και συγκατατίθεται σε αυτή. Οπότε η αληθινή θεραπεία των σαρκικών ηδονών είναι το να αποφεύγουμε πάντα, όχι μόνο από αυτές, αλλά και από κάθε τι άλλο (ακόμη και αν είναι εναντίον τους), που μας τις υπενθυμίζει. Γι’ αυτό, η μελέτη σου ας είναι σε άλλα. δηλαδή, στη ζωή και το πάθος του εσταυρωμένου μας Ιησού, στη φοβερή ώρα του θανάτου σου, στην τρομερή ημέρα της Κρίσεως και στα διάφορα είδη της κολάσεως.
Εάν όμως και οι σαρκικοί αυτοί λογισμοί σε πολεμάνε περισσότερο από το συνηθισμένο (όπως αυτό συμβαίνει), μη δειλιάσης γι’ αυτό, ούτε να αφήσης την μελέτη των παραπάνω, για να στραφής σ’ αυτούς, για να τους αντισταθής, όχι. αλλά ακολούθησε όσο περισσότερο μπορείς συνοπτικά μπορείς την μελέτη σου αυτή, μη φροντίζοντας καθόλου για τους λογισμούς αυτούς, σαν να μην ήταν δικοί σου. Γιατί δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για να αντισταθής σ’ αυτούς, αν και συνεχώς σε πολεμούν, από το να τους καταφρονής και να μη θέλης καθόλου να τους θυμηθής. μετά από αυτά, θα τελειώσης την ενασχόλησί σου, με αυτήμ (ή παρόμοια δέησι).
«Ελευθέρωσέ με πλάστη μου και λυτρωτά μου από τους εχθρούς μου, στην τιμή του πάθους σου και της ανείπωτής σου αγαθότητας».
Και μη στρέψης το νου σου στη σαρκική αυτή κακία. Γιατί και μόνον η ενθύμησί της δεν είναι χωρίς κίνδυνο. Αλλά ούτε και να στέκεσαι να συνομιλής με αυτόν τον πειρασμό και να ερευνάς τον εαυτό σου, αν συγκατατέθηκε σ’ αυτόν ή όχι. Γιατί η έρευνα, αν και φαίνεται ότι είναι καλή, όμως στ’ αλήθεια είναι μία πλάνη του διαβόλου ή για να σε ενοχλή και να σε κάνει να απελπίζεσαι και να μικροψυχήσης ή για να σε κρατάη πάντα μπλεγμένο σ’ αυτούς τους λογισμούς και από αυτούς να σε κάνη να π΄σεης και σε αυτήν ή άλλη αμαρτία.
Γι’ αυτό, σε αυτό τον πειρασμό (όταν η συγκατάθεσις δεν είναι φανερή) είναι αρκετό να το ομολογήσης αυτό με συντομία στον πνευματικό σου, έχοντας αναπαύσεις το λογισμό σου, χωρίς να σκέπτεσαι πλέον τίποτα. Και φανέρωσέ του αληθινά κάθε σου λογισμό σχετικά με αυτό, χωρίς να σε κρατάη ποτέ καμμί συστολή ή ντροπή. Γιατί, αν με όλους μας τους εχθρούς χρειαζόμαστε την δύναμι της ταπεινώσεως για να τους νικήσουμε, πόσο μάλλον την χρειαζόμαστε στο σαρκικό αυτό πόλεμο περισσότερο, παρά σε κάτι άλλο. Επειδή και αυτή η κακία είναι σχεδόν πάντα ποινή και επακόλουθο και βλάστημα της υπερηφάνειας.
Έπειτα αφού περάσει ο πειρασμός, εκείνο που έχης να κάνης είναι το εξής. όσο και αν σου φαίνεται ότι είσαι ελευθερωμένος από τον πόλεμο της σάρκας και για όλα βέβαιος, πρέπει όμως να στέκεσαι με το νου μακρυά από εκείνες τις υποθέσεις κα τα πρόσωπα, που έγιναν αιτία του πειρασμού. και μη σκεφθής ότι πρέπει να τα συναναστρέφεσαι, γιατί είναι συγγενή ή ενάρετα ή και ευεργέτες σου. γιατί και αυτή είναι μία πλάνη της κακής φύσεως και παγίδα του πανούργου μας εχθρού του διαβόλου, που μεταμορφώνεται σε άγγελο φωτός, για να μας βάλη στο σκοτάδι, όπως είπε ο Παύλος (Β΄ Κορ.11,14)
Κεφάλαιον ΙΘ΄ - Πώς πρέπει να πολεμά κάποιος κατά των σαρκικών παθών (σελ. 82-90)
Αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ο Αόρατος Πόλεμος (Απόδοσι στη νεοελληνική)
Έκδοσις: Συνοδίας Σπυρίδωνος Ιερομονάχου Νέα Σκήτη Άγιον Όρος