᾿Ανήκουμε στή βασιλεία τοῦ διαβόλου, ὅταν μέ τήν θέλησή μας διαπράττουμε τήν ἁμαρτία, ἐνῶ κερδίζουμε τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἀσκοῦμε τήν ἀρετή μέ καθαρή καρδιά καί ἐπίγνωση. ᾿Εκεῖ ὅπου εἶναι ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, εἶναι βέβαιο ὅτι ὑπάρχει ἡ ἀπόλαυση τῆς αἰώνιας ζωῆς. Καί ὅπου εἶναι τό βασίλειο τοῦ διαβόλου, ἐκεῖ ὁπωσδήποτε ὑπάρχει ὁ θάνατος καί ὁ τάφος. Δέν μπορεῖ λοιπόν ὁ ἄνθρωπος, πού εἶναι σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση τοῦ θανάτου, νά ὑμνήσει τόν Κύριο, ὅπως λέει καί ὁ Ψαλμωδός· «Δέν θά Σέ ὑμνολογήσουν, Κύριε, ὅσοι εἶναι νεκροί κατά τήν ἀρετή σ᾿ αὐτή τή ζωή, οὔτε ἐκεῖνοι πού μετά θάνατο κατεβαίνουν στόν ῞Αδη. ᾿Αλλά ἐμεῖς, οἱ ὁποῖοι ζοῦμε ἐνάρετο βίο, θά ὑμνήσουμε τόν Κύριο καί ἐδῶ καί ἐκεῖ» (Ψαλμ. 113, 25-26). Καί ἀλλοῦ ἐπίσης λέει· «᾿Εκεῖνος πού κάνει τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία ἐπιφέρει τό θάνατο, δέν Σέ θυμᾶται, Κύριε. Μετά τό θάνατο ὅμως, ποιός μπορεῖ νά μετανοήσει καί νά Σέ ὑμνήσει;» (Ψαλμ. 6, 6). Δηλαδή, κανένας δέν μπορεῖ. Διότι κανένας ἀπ᾿ αὐτούς πού πέφτουν στήν ἁμαρτία δέν ὁμολογεῖ τόν Θεό, ἔστω κι ἄν λέει χίλιες φορές πώς εἶναι χριστιανός, ἤ ἔστω κι ἄν αὐτός εἶναι μοναχός.
Κανείς ἄνθρωπος πού δέχεται ὅσα μισεῖ ὁ Θεός, δέν ἔχει μνήμη Θεοῦ, οὔτε μπορεῖ ποτέ νά λέει ἀλήθεια ὅταν ὀνομάζει τόν ἑαυτό του δοῦλο τοῦ Θεοῦ, τή στιγμή πού πεισματικά περιφρονεῖ τίς ἐντολές Του. ῾Ο θεῖος ᾿Απόστολος λέει σαφῶς ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τό θάνατο ὑφίσταται ἡ χήρα, ἡ ὁποία παραδίδει τόν ἑαυτό της στίς ἡδονές. «Διότι ἐκείνη πού ζεῖ στίς ἀπολαύσεις ἔχει πεθάνει κι ἄν ἀκόμα βρίσκεται στή ζωή» (Α´ Τιμ. 5, 6). Βλέπουμε λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν πολλοί, πού ἐνῶ ζοῦν ἀκόμα σ᾿ αὐτό τό σῶμα, εἶναι νεκροί καί δέν μποροῦν νά ὑμνήσουν τόν Θεό. Γιατί αὐτοί εἶναι μέσα στόν τάφο. ῞Οπως ἐπίσης ὑπάρχουν καί πολλοί πού, ἄν καί εἶναι νεκροί κατά τό σῶμα, ὅμως ὑμνοῦν τόν Θεό «ἐν Πνεύματι». «Πνεύματα» λέει, «καί ψυχές δικαίων, δοξάστε τόν Κύριο» (῞Υμνος Τριῶν Παίδων, Δανιήλ· 3, 63). Καί ὁ Ψαλμωδός ἐπίσης λέει· «Καθετί πού ἔχει ζωή καί ἀναπνέει, ἄς δοξολογήσει καί ἄς ἀνυμνήσει τόν Κύριο» (Ψαλμ. 150, 6). Καί στήν ᾿Αποκάλυψη τοῦ ᾿Ιωάννου ἀναφέρεται ὅτι οἱ ψυχές ὅσων ἔχουν σφαγιασθεῖ, ὄχι μόνο ὑμνοῦν τόν Θεό, ἀλλά καί ἀπευθύνονται σ᾿ Αὐτόν (᾿Αποκ. 6, 9-10).
᾿Επίσης στό Εὐαγγέλιο ὁ Κύριος λέει πολύ ξεκάθαρα στούς Σαδδουκαίους· «Δέν ἔχετε διαβάσει ἐκεῖνο πού σᾶς εἶπε ὁ Θεός, ᾿Εγώ εἶμαι ὁ Θεός τοῦ ᾿Αβραάμ, ὁ Θεός τοῦ ᾿Ισαάκ καί ὁ Θεός τοῦ ᾿Ιακώβ; Δέν εἶναι ὁ Θεός, Θεός νεκρῶν, ἀλλά Θεός ζωντανῶν» (Ματθ. 22. 31, 32). Γιά τούς δίκαιους ἐπίσης ὁ ᾿Απόστολος λέει· «Γι᾿ αὐτό τό λόγο δέν ντρέπεται ὁ Θεός νά ὀνομάζεται Θεός τους, διότι τούς ἔχει ἑτοιμάσει πόλη» (῾Εβρ. 11, 16). Γιατί οἱ ψυχές αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, μετά τό χωρισμό τους ἀπό τό σῶμα, δέν παραμένουν ἀργές, οὔτε εἶναι ἀναίσθητες, ὅπως μᾶς βεβαιώνει ἡ παραβολή τοῦ φτωχοῦ Λαζάρου καί τοῦ πλουσίου, πού ἦταν ντυμένος μέ πορφύρα. ῾Ο πρῶτος ἀπολάμβανε τόν «κόλπο τοῦ ᾿Αβραάμ», ἐνῶ ὁ ἄλλος φλεγόταν στήν αἰώνια φωτιά (Λουκ. 16, 19 ἑξ). Κι ἄν θά θέλαμε ἀκόμη νά καταλάβουμε τό νόημα τῆς φράσεως πού εἶπε ὁ Χριστός στό Ληστή, «σήμερα θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο» (Λουκ. 23, 43), νομίζω πώς θά ἀντιλαμβανόμασταν ὅτι αὐτό σημαίνει πώς οἱ ψυχές μετά τό θάνατο διατηροῦν τή δυνατότητα τῆς σκέψεως καί τῆς ἀντιλήψεως. Σημαίνει ἐπίσης ὅτι, ἄν καί οἱ ψυχές εἶναι σέ διαφορετική κατάσταση, ἐντούτοις ἀπολαμβάνουν ὅ,τι τούς ἀξίζει, ἀνάλογα μέ τά ἔργα τους.
Δέν θά εἶχε ποτέ δώσει ὁ Κύριος μιά τέτοια ὑπόσχεση στό Ληστή, ἄν γνώριζε ὅτι ἡ ψυχή του μετά τό θάνατο θά ἦταν ἀναίσθητη ἤ ὅτι θά ἐκμηδενιζόταν. Γιατί ἡ ψυχή τοῦ Ληστῆ ἦταν ἐκείνη πού θά ἔμπαινε στόν Παράδεισο μαζί μέ τόν Χριστό καί ὄχι τό σῶμα του. Πρέπει λοιπόν, νά εἴμαστε πολύ προσεκτικοί καί νά ἀπορρίψουμε τελείως τήν ἔννοια πού δίνουν σ᾿ αὐτή τή φράση οἱ αἱρετικοί, κάνοντας μιά κακότροπη στίξη. Γιατί αὐτοί δέν πιστεύουν ὅτι ὁ Χριστός ἦταν δυνατόν νά βρεθεῖ στόν Παράδεισο τήν ἴδια μέρα πού κατέβηκε στόν ῞Αδη. Γι᾿ αὐτό, μετά τή φράση «ἀλήθεια σοῦ λέω σήμερα» βάζουν κόμμα καί μετά παραθέτουν τή φράση, «θά εἶσαι μαζί μου στόν Παράδεισο». Μ᾿ αὐτό πού κάνουν ἐννοοῦν ὅτι ἡ ὑπόσχεση τοῦ Χριστοῦ δέν πραγματοποιήθηκε ἀμέσως μετά τόν θάνατό Του, ἀλλά μετά τήν ᾿Ανάστασή Του. Διότι οἱ αἱρετικοί ἀγνοοῦν αὐτό πού διακήρυξε ὁ Χριστός πρίν ἀπό τήν ᾿Ανάστασή Του πρός τούς ᾿Ιουδαίους, οἱ ὁποῖοι νόμιζαν ὅτι, ὅπως γιά τούς ἴδιους ἔτσι καί γιά τόν Χριστό, ἀποτελοῦσαν ἐμπόδιο οἱ δυσκολίες τοῦ σώματος καί ἡ ἀσθένεια τῆς σάρκας. Δέν εἶχαν καταλάβει αὐτό πού ὁ Χριστός ἐννοοῦσε λέγοντας, «κανείς δέν ἀνέβηκε στόν οὐρανό παρά μονάχα ᾿Εκεῖνος πού κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό, ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι στόν οὐρανό» (᾿Ιωάν. 3, 13). Μέ αὐτό θέλει νά πεῖ ὅτι οἱ ψυχές τῶν κεκοιμημένων, ὄχι μόνο ἔχουν τό λογικό τους, ἀλλά ἔχουν καί συναισθήματα ἐλπίδας ἤ λύπης, χαρᾶς ἤ φόβου καί ὅτι ἤδη ἀρχίζουν νά προγεύονται κάτι ἀπ᾿ αὐτά πού εἶναι φυλαγμένα γι᾿ αὐτούς μετά τή Δευτέρα Παρουσία. Κι ἔτσι δέν εἶναι σωστό αὐτό πού πρεσβεύουν μερικοί ἄπιστοι, ὅτι δηλαδή, ὁ ἄνθρωπος μετά τό θάνατο διαλύεται καί ἐκμηδενίζεται. ᾿Αντίθετα, οἱ κεκοιμημένοι δίκαιοι ζοῦν μιά ζωή πιό πραγματική καί ὑμνοῦν μέ περισσότερη θέρμη τόν Θεό, περιμένοντας τή μέλλουσα Κρίση.
῎Ας βάλουμε τώρα γιά λίγο στήν ἄκρη τά ἐπιχειρήματα ἀπό τήν ῾Αγία Γραφή κι ἄς συζητήσουμε, ὅσο ἐπιτρέπουν οἱ δυνατότητές μας, γιά τή φύση τῆς ἴδιας τῆς ψυχῆς. Δέν θά ἦταν ἔξω ἀπό κάθε ὅριο, ἀλλά καί μεγάλη ἀφροσύνη, τό νά ἔχουμε ἀκόμα καί τήν ἐλάχιστη ὑποψία ὅτι ἡ ψυχή, πού εἶναι τό εὐγενέστερο μέρος τοῦ ἀνθρώπου καί πού εῖναι δημιουργημένη, ὅπως λέει ὁ ἅγιος ᾿Απόστολος, «κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ (Α´ Κορ. 11, 7 · Κολ. 3, 1), γίνεται ἀναίσθητη μετά τήν ἀπόθεση τῆς παχύτητας τοῦ σώματος, τή στιγμή πού αὐτή εἶναι «ὁ φορέας τῆς ζωῆς» πού «συνέχει καί ζωοποιεῖ» τήν ἄψυχη ὕλη;
᾿Ακολουθεῖ λοιπόν σάν λογικό συμπέρασμα ὅτι ἡ ψυχή μετά τό θάνατο, ἐλεύθερη ἀπό τήν παχύτητα τῆς σάρκας πού τή βαραίνει, θά ξαναβρεῖ τίς πνευματικές της λειτουργίες, πολύ καλύτερες ἀπό πρίν, πιό καθαρές καί πιό ὡραῖες ἀπ᾿ ὅ,τι ἦταν πρίν ἀπό τό χωρισμό της μέ τό σῶμα8.
῾Ο ᾿Απόστολος Παῦλος τόσο πολύ ὑποστηρίζει αὐτή τήν ἀλήθεια, πού λέει ὅτι εὐχόταν ν᾿ ἀφήσει τό σῶμα, ὥστε μέ αὐτό τό χωρισμό νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ πιό πολύ μέ τόν Θεό. «῎Εχω τήν ἐπιθυμία νά πεθάνω καί νά εἶμαι μαζί μέ τόν Χριστό, γιατί αὐτό εἶναι πολύ καλύτερο» (Φιλιπ. 1, 23). «Ξέρουμε ὅτι, ἐφόσον παραμένουμε στό σῶμα εἴμαστε μακριά ἀπό τόν Κύριο, ἔχουμε ὅμως θάρρος καί ἐπιθυμοῦμε μᾶλλον νά φύγουμε ἀπό τό σῶμα καί νά παραμείνουμε κοντά στόν Κύριο. Γι᾿ αὐτό καί φιλοτιμούμαστε, εἴτε παραμένουμε στό σῶμα εἴτε φεύγουμε ἀπ᾿ αὐτό, νά εἴμαστε εὐάρεστοι στόν Κύριο» (Β´ Κορ. 5, 6-8). Λέει, λοιπόν σαφῶς ὁ ᾿Απόστολος, ὅτι ὅσο ἡ ψυχή εἶναι ἑνωμένη μέ τό σῶμα, αὐτό δέν τήν βοηθάει, ὥστε αὐτή νά ζεῖ μέ πληρότητα τήν παρουσία τοῦ Κυρίου. Καί αὐτή τήν ἔννοια ἔχει αὐτό πού λέει ὅτι δηλαδή, «εἴμαστε μακριά ἀπό τόν Κύριο». Γιατί πιστεύει ὅτι, ὅταν ἡ ψυχή χωρισθεῖ ἀπό τό σῶμα, θά μπορέσει νά ζήσει ἐντονότερα καί καθαρότερα τήν παρουσία τοῦ Χριστοῦ. Καί πάλι σέ μιά ἄλλη ᾿Επιστολή του, ὁ ᾿Απόστολος μᾶς μιλάει ξεκάθαρα γιά τή μεταθανάτια κατάσταση τῶν ψυχῶν καί μᾶς λέει ὅτι, αὐτή βρίθει ζωῆς· «᾿Εσεῖς ὅμως» λέει, «προσήλθατε στό ὄρος Σιών, στήν πόλη τοῦ ζωντανοῦ Θεοῦ, στήν ἐπουράνια ῾Ιερουσαλήμ, καί σέ μυριάδες ἀγγέλους, σέ πανηγύρι καί σέ σύναξη τῶν πρωτοτόκων υἱῶν τοῦ Θεοῦ, πού τά ὀνόματά τους ἔχουν καταγραφεῖ στούς οὐρανούς· καί σέ πνεύματα ἀνθρώπων δικαίων πού ἔχουν φθάσει στήν τελείωση» (῾Εβρ. 12, 22-23). Γιά τά πνεύματα τῶν κεκοιμημένων μιλάει καί σέ ἄλλο ἕνα χωρίο καί λέει· «῎Επειτα, οἱ σαρκικοί μας πατέρες μᾶς διαπαιδαγωγοῦσαν μέ τιμωρίες καί ὅμως τούς σεβόμασταν. Δέν θά πρέπει λοιπόν, πολύ περισσότερο, νά ὑποταχθοῦμε στόν Πατέρα τῶν πνευματικῶν καί λογικῶν ὄντων, γιά νά κερδίσουμε τήν πραγματική ζωή;» (῾Εβρ. 12, 9).
Ἀββᾶς Κασσιανός