Το αύριο δεν το έχει εξασφαλίσει κανείς, είτε νέος είτε γέρος. Σήμερα μπορεί να είναι η τελευταία φορά που βλέπεις τους ανθρώπους που αγαπάς. Γι' αυτό μην περιμένεις άλλο, καν' το σήμερα, γιατί αν το αύριο δεν έρθει ποτέ, θα μετανιώσεις σίγουρα για τη μέρα που δεν βρήκες χρόνο για ένα χαμόγελο, μια αγκαλιά, ένα φιλί και ήσουν πολύ απασχολημένος για να κάνεις πράξη μια επιθυμία. Κράτα αυτούς που αγαπάς κοντά σου, πες τους ψιθυριστά πόσο πολύ τους χρειάζεσαι, αγάπα τους και φέρσου τους καλά
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τραγούδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα τραγούδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014
Κυριακή 24 Αυγούστου 2014
Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014
Της Δευτέρας τα άσματα!
Δευτέρα , η εβδομάδα ξεκινά και μεις θα γνωρίσουμε μερικά τραγούδια που γράφτηκαν γι αυτή τη μέρα. Το μουσικό μας ταξίδι άρχισε!
Νίκος Παπάζογλου ~ Δευτέρα ξημερώματα
Δευτέρα ξημερώματα
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου
Δευτέρα ξημερώματα με χίλια μαραζώματα
και με σκυμμένους ώμους,
το ξυπνητήρι σου χτυπά, μα εσύ δεν είσαι πουθενά
στριφογυρνάς στους δρόμους.
Αχ είναι ο κόσμος ψεύτικος
σαν μιας βιτρίνας τζάμι,
βλέπεις για λίγο να περνάς
μα κι η ματιά χαράμι.
Τα όνειρα μπαζώσανε στο κάρο τα φορτώσανε
για τους σκουπιδοτόπους,
σβήσαν τα φώτα ξαφνικά, εσύ δεν πας για τη δουλειά
και κλαις για τους ανθρώπους.
Ας είναι ο κόσμος ψεύτικος
όπως τα παραμύθια,
φτάνει που το δικό σου αχ
είναι η μόνη αλήθεια.
Ποιόν έρωτα ξαγρύπνησες και ποιο κορμάκι φίλησες,
τι θες και τι ελπίζεις,
εσύ έχεις μόνο μια σκιά, που ούτε κι αυτή σ' ακολουθά
δύσκολα καθαρίζεις.
Αν είναι ο κόσμος ψεύτικος
δίχως καμμιά ελπίδα
είναι κι ο χάρος ψεύτικος
η κάθε αλυσίδα
Γιώργος Νταλάρας ~ Μια Δευτέρα
Στίχοι: Θόδωρος Ποάλας
Μουσική: Μίνωας Μάτσας
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Μες τον κόσμο μια Δευτέρα άνοιξα πανιά
δε λογάριασα τη σφαίρα και τη μαχαιριά
μια ο έρως μια ο χάρος έρημο νησί
ποιος νονός και ποιος κουρσάρος κάλπικη και συ
Εικόνες κυνηγώ πρωί και βράδυ
τα ίχνη σου ζητώ το πρώτο χάδι
αιώνες κυνηγώ ένα σημάδι
πεθαίνουμε και ζούμε στο σκοτάδι
Στης αγάπης το καμίνι έπιασα βυθό
πήρα όλη την ευθύνη πριν να γεννηθώ
προχωρώ και σπάω την πέτρα πάντα ζωντανός
της ζωής τα πέντε μέτρα βράχος κι ουρανός
Εικόνες κυνηγώ πρωί και βράδυ
τα ίχνη σου ζητώ το πρώτο χάδι
αιώνες κυνηγώ ένα σημάδι
πεθαίνουμε και ζούμε στο σκοτάδι
Πάνος Κιάμος ~ Απο Δευτέρα
Στίχοι: Άννα Ιωαννίδου
Μουσική: Δημήτρης Χάρμας
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λογοθέτης - Βασίλης Αντωνιάδης
Σάββατο βράδυ και στα χέρια το τηλέφωνο
Ψάχνω ένα φίλο για να βγω
Θέλω να πιω, θέλω να πω, θέλω να σπάσω
Με χίλιους τρόπους πάλι θα σε ξεπεράσω
Άλλη μια μέρα χωρίς εσένα
Άλλη μια μέρα... μα θα τ' αλλάξω όλα αυτά
Από Δευτέρα θα πάψω να καπνίζω
Θα σταματήσω να πίνω και να βρίζω
Χωρίς εσένα θα πάω παραπέρα
Μα θα τη κάνω την αρχή από Δευτέρα
Από Δευτέρα...
Έσβησα... το τσιγάρο ανάβω το επόμενο
Στο καπνό να βρω παρηγοριά
Θέλω να πιω, θέλω να πω, θέλω να ξενυχτήσω
Τον εαυτό μου και τη τύχη μου να βρίσω
Άλλη μια μέρα χωρίς εσένα
Άλλη μια μέρα... μα θα τ' αλλάξω όλα αυτά
Από Δευτέρα θα πάψω να καπνίζω
Θα σταματήσω να πίνω και να βρίζω
Χωρίς εσένα θα πάω παραπέρα
Μα θα τη κάνω την αρχή από Δευτέρα
Από Δευτέρα...
Ελένη Ροδά ~ Βουρκωμένη Δευτέρα
Στίχοι: Διονύσης Τζεφρώνης
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
Πρώτη εκτέλεση: Ελένη Ροδά
Ως την Κυριακή το βράδυ
Φχαριστιέσαι τη ζωή
Μα λυπάσαι γιατί φτάνει
Της Δευτέρας το πρωί
Βουρκωμένη Δευτέρα
Η χειρότερη μέρα
Η καινούρια βδομάδα
Δεν περνά δεν περνά η ρημάδα
Πώς μπορείς να περιμένεις
Πότε να 'ρθει Κυριακή
Για να δεις τον άνθρωπό σου
Να γυρνάς εδώ κι εκεί
Βουρκωμένη Δευτέρα
Η χειρότερη μέρα
Η καινούρια βδομάδα
Δεν περνά δεν περνά η ρημάδα
Στη δουλειά στη βιοπάλη
Έξι μέρες με καημό
Κι έξω φτώχεια την εβδόμη
Μέσα στο συνοικισμό
Βουρκωμένη Δευτέρα
Η χειρότερη μέρα
Η καινούρια βδομάδα
Δεν περνά δεν περνά η ρημάδα
Flunk ~ Blue Monday
Finnebassen ~ Monday
Calexico ~ Maybe on Monday
The Mamas & The Papas ~ Monday Monday
Imany ~ Grey Monday
The Boomtown Rats ~ I Don't Like Mondays
The Bangles ~ Manic Monday
Έρευνα: Αριάδνη Στεφανίδου
Νίκος Παπάζογλου ~ Δευτέρα ξημερώματα
Δευτέρα ξημερώματα
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Νίκος Ξυδάκης
Πρώτη εκτέλεση: Νίκος Παπάζογλου
Δευτέρα ξημερώματα με χίλια μαραζώματα
και με σκυμμένους ώμους,
το ξυπνητήρι σου χτυπά, μα εσύ δεν είσαι πουθενά
στριφογυρνάς στους δρόμους.
Αχ είναι ο κόσμος ψεύτικος
σαν μιας βιτρίνας τζάμι,
βλέπεις για λίγο να περνάς
μα κι η ματιά χαράμι.
Τα όνειρα μπαζώσανε στο κάρο τα φορτώσανε
για τους σκουπιδοτόπους,
σβήσαν τα φώτα ξαφνικά, εσύ δεν πας για τη δουλειά
και κλαις για τους ανθρώπους.
Ας είναι ο κόσμος ψεύτικος
όπως τα παραμύθια,
φτάνει που το δικό σου αχ
είναι η μόνη αλήθεια.
Ποιόν έρωτα ξαγρύπνησες και ποιο κορμάκι φίλησες,
τι θες και τι ελπίζεις,
εσύ έχεις μόνο μια σκιά, που ούτε κι αυτή σ' ακολουθά
δύσκολα καθαρίζεις.
Αν είναι ο κόσμος ψεύτικος
δίχως καμμιά ελπίδα
είναι κι ο χάρος ψεύτικος
η κάθε αλυσίδα
Γιώργος Νταλάρας ~ Μια Δευτέρα
Μουσική: Μίνωας Μάτσας
Πρώτη εκτέλεση: Γιώργος Νταλάρας
Μες τον κόσμο μια Δευτέρα άνοιξα πανιά
δε λογάριασα τη σφαίρα και τη μαχαιριά
μια ο έρως μια ο χάρος έρημο νησί
ποιος νονός και ποιος κουρσάρος κάλπικη και συ
Εικόνες κυνηγώ πρωί και βράδυ
τα ίχνη σου ζητώ το πρώτο χάδι
αιώνες κυνηγώ ένα σημάδι
πεθαίνουμε και ζούμε στο σκοτάδι
Στης αγάπης το καμίνι έπιασα βυθό
πήρα όλη την ευθύνη πριν να γεννηθώ
προχωρώ και σπάω την πέτρα πάντα ζωντανός
της ζωής τα πέντε μέτρα βράχος κι ουρανός
Εικόνες κυνηγώ πρωί και βράδυ
τα ίχνη σου ζητώ το πρώτο χάδι
αιώνες κυνηγώ ένα σημάδι
πεθαίνουμε και ζούμε στο σκοτάδι
Πάνος Κιάμος ~ Απο Δευτέρα
Μουσική: Δημήτρης Χάρμας
Σκηνοθεσία: Γιώργος Λογοθέτης - Βασίλης Αντωνιάδης
Σάββατο βράδυ και στα χέρια το τηλέφωνο
Ψάχνω ένα φίλο για να βγω
Θέλω να πιω, θέλω να πω, θέλω να σπάσω
Με χίλιους τρόπους πάλι θα σε ξεπεράσω
Άλλη μια μέρα χωρίς εσένα
Άλλη μια μέρα... μα θα τ' αλλάξω όλα αυτά
Από Δευτέρα θα πάψω να καπνίζω
Θα σταματήσω να πίνω και να βρίζω
Χωρίς εσένα θα πάω παραπέρα
Μα θα τη κάνω την αρχή από Δευτέρα
Από Δευτέρα...
Έσβησα... το τσιγάρο ανάβω το επόμενο
Στο καπνό να βρω παρηγοριά
Θέλω να πιω, θέλω να πω, θέλω να ξενυχτήσω
Τον εαυτό μου και τη τύχη μου να βρίσω
Άλλη μια μέρα χωρίς εσένα
Άλλη μια μέρα... μα θα τ' αλλάξω όλα αυτά
Από Δευτέρα θα πάψω να καπνίζω
Θα σταματήσω να πίνω και να βρίζω
Χωρίς εσένα θα πάω παραπέρα
Μα θα τη κάνω την αρχή από Δευτέρα
Από Δευτέρα...
Ελένη Ροδά ~ Βουρκωμένη Δευτέρα
Στίχοι: Διονύσης Τζεφρώνης
Μουσική: Γιώργος Ζαμπέτας
Πρώτη εκτέλεση: Ελένη Ροδά
Ως την Κυριακή το βράδυ
Φχαριστιέσαι τη ζωή
Μα λυπάσαι γιατί φτάνει
Της Δευτέρας το πρωί
Βουρκωμένη Δευτέρα
Η χειρότερη μέρα
Η καινούρια βδομάδα
Δεν περνά δεν περνά η ρημάδα
Πώς μπορείς να περιμένεις
Πότε να 'ρθει Κυριακή
Για να δεις τον άνθρωπό σου
Να γυρνάς εδώ κι εκεί
Βουρκωμένη Δευτέρα
Η χειρότερη μέρα
Η καινούρια βδομάδα
Δεν περνά δεν περνά η ρημάδα
Στη δουλειά στη βιοπάλη
Έξι μέρες με καημό
Κι έξω φτώχεια την εβδόμη
Μέσα στο συνοικισμό
Βουρκωμένη Δευτέρα
Η χειρότερη μέρα
Η καινούρια βδομάδα
Δεν περνά δεν περνά η ρημάδα
Flunk ~ Blue Monday
Finnebassen ~ Monday
Calexico ~ Maybe on Monday
The Mamas & The Papas ~ Monday Monday
Imany ~ Grey Monday
The Boomtown Rats ~ I Don't Like Mondays
The Bangles ~ Manic Monday
Διονύσης Μακρής ~ Δευτέρα βράδυ
Έρευνα: Αριάδνη Στεφανίδου
Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014
Αντίο στη Τζένη Βάνου
Δυστυχως δεν έτυχε να γνωρίσω προσωπικά τούτη τη σπουδαία ερμηνεύτρια, ούτε να την ακούσω ζωντανά. Η χροιά της όμως δεν θα βγει ποτέ απο τις μνήμες μου. Μια αιώνια "σκλάβα" του Ελληνικού τραγουδιού. Ξημερώματα Τετάρτης άφησε την τελευταία της πνοή χτυπημένη απο την επάρατη νόσο. Η Ευγενία Βραχνού γεννήθηκε κοντά στην πλατεία Αττικής, αλλά μεγάλωσε στην αγκαλιά της γιαγιάς της στο Βύρωνα. Το τελευταίο αντίο θα ειπωθεί στη Νέα Σμύρνη.
Ακολουθεί μέρος απο τη ζωή της, όπως η ίδια τη διηγήθηκε στο Χρήστο Παριδη και στην ιστοσελίδα lifo.gr, όπου μπορείτε να διαβάσετε όλη τη συνεντεύξη της.
Η φωτογραφία στην αρχή του κειμένου είναι του Σπύρου Σταβερη
"Γεννήθηκα κάπου κοντά στην πλατεία Αττικής, αλλά μεγάλωσα με τη γιαγιά μου στον Βύρωνα. Είμαι παιδί χωρισμένων γoνιών. Αυτό με επηρέασε πολύ, γιατί από δύο χρόνων μου απαγορευόταν να βλέπω τη μητέρα μου. Είχε βγει το διαζύγιο εις βάρος της και όποτε προσπάθησε να με δει, διαδραματίστηκαν σκηνές βαρβαρότητας και απείρου κάλλους. Αυτή η εικόνα, να την πετάνε έξω, ενώ ερχόταν για μένα, με στιγμάτισε πάρα πολύ. Σε ηλικία οκτώ χρόνων ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και μετακομίσαμε στο Μοσχάτο. Δεν ήταν η ζωή που ήθελα, αλλά μου επετράπη να βλέπω τη μητέρα μου μια φορά τον μήνα. Μέχρι που στα δεκατέσσερα έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Μετά από αυτό, η στάση του πατέρα μου έγινε λίγο ελαστικότερη και την έβλεπα πιο συχνά.
Όταν με άκουσε να τραγουδάω ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης, με πήγε στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που έκανε ο Γιάννης Οικονομίδης με τον Μίμη Πλέσσα και τη Ρένα Ντορ. Ο Πλέσσας, αφού με άκουσε, μου είπε, «αναμφισβήτητα έχεις αξία». Μου πρότεινε να περάσω ακρόαση για να με προσλάβουν στην Κρατική Ραδιοφωνία ως τραγουδίστρια. Έτσι έκανα τα χαρτιά μου με τις πλάτες της μάνας μου, κρυφά απ’ τον πατέρα μου, γιατί ακόμα πήγαινα σχολείο και τ’ όνειρό του ήταν να μπω στο πανεπιστήμιο.
Στην ακρόαση με συνόδευσε ο Γεράσιμος Λαυράνος. Αυτός ήταν που μου έδωσε και το ψευδώνυμό μου. Πέρασα τις εξετάσεις και για μια δοκιμαστική περίοδο τραγουδούσα με συνοδεία στο πιάνο τον μεγάλο Κώστα Γιαννίδη. Μετά από λίγο μπήκα στη μεγάλη ορχήστρα με τον Πλέσσα, που μου είχε τρομερή αδυναμία και με πίστεψε πάρα πολύ. Είπα δικά του τραγούδια, αλλά και όλων των αναγνωρισμένων συνθετών, όπως ο Μουζάκης, Μωράκης, ο Καπνίσης. Κάθε εβδομάδα γινόταν μια νέα εγγραφή με τραγουδιστές που εκείνοι διάλεγαν. Το 80% των τραγουδιών του Πλέσσα τα τραγουδούσα εγώ κι επειδή δεν είχα δισκογραφία, τα έντυπα αναρωτιόντουσαν ποια είμαι. Ήμουν γνωστή μόνο απ’ τη φωνή. Κύλησαν οκτώ μήνες χωρίς να πάρει είδηση ο πατέρας μου. Μέχρι που ένα βράδυ, γυρνώντας απ’ το φροντιστήριο, βρήκα την πόρτα κλειδωμένη και μια βαλίτσα με τα πράγματά μου απ’ έξω.
Την πρώτη φορά που διαγωνιζόταν τραγούδι μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Δημήτρης Χορν, που ήταν μέλος της επιτροπής, ψήφισε «Τζένη Βάνου». Όταν η διευθύντρια του μουσικού προγράμματος του είπε «Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε», εκείνος απάντησε «μα, δεν έχετε καταλάβει ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή της;». Σ’ ένα από τα «Κυριακάτικα Πρωινά» του Rex ήρθε να με δει ο πατέρας μου με την ετεροθαλή αδερφή μου. Ήταν αρχιεργάτης στα πιεστήρια μιας εφημερίδας κι άκουγε απ’ τους κουτσομπόληδες -δημοσιογράφους που δεν ήξεραν ότι ήταν μπαμπάς μου- πόσο βράχος ηθικής ήμουν. Μου είπε «όσο μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη. Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν ήξερα τι παιδί είχα κάνει».
Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση της Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη Σπηλιά του Παρασκευά. Άλλου είδους σούσουρο! Παρέλαυναν όλοι οι καλλιτέχνες, ώσπου μετά από μια ψευτοπαρεξήγηση -ήμουν πολύ πεισματάρα-, πήρα το ένα και μοναδικό μου ρούχο κι έφυγα. Το επόμενο κιόλας βράδυ τραγουδούσα στη Νεράιδα. Εκεί έμεινα απ’ το καλοκαίρι του ‘61 μέχρι το ’69, που έφυγα για την Αμερική. Ήταν το καλύτερο καλοκαιρινό μαγαζί κι έτσι τους χειμώνες εμφανιζόμουν στα αντίστοιχα καλά χειμερινά: Παλιά Αθήνα, Βράχος, Κάστρο.
Το πρώτο μου σουξέ ήταν το ’62-’63, με το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Το ’64, παράλληλα με τη Νεράιδα, εμφανιζόμουν στο θέατρο με τον Γιώργο Μουζάκη, ο οποίος μου έγραψε τη «Σκλάβα» και το «Θέλω κοντά σου να μείνω», που τραγούδησα μαζί με τον Γιάννη Βογιατζή. Δεν έκανα κάτι τρανταχτό μέχρι το ’69, που με κάλεσε ο Φίνος. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αργούσε να του παραδώσει τη μουσική για την ταινία Λεωφόρος του μίσους, γιατί η τραγουδίστριά του δεν μπορούσε να το βγάλει. Πάω εγώ, το μαθαίνω, το ηχογραφώ, παίρνω 350 δραχμές και φεύγω. Βγαίνει η ταινία, γίνεται χαμός κι εγώ δεν έχω πάρει είδηση. Ήμουν τότε στην εταιρεία «Βεντέτα» της Πόλυς Πάνου και με παίρνει ο άντρας της, ο Στέλιος Πελαγίδης, και μου λέει «έχουν σπάσει τα τηλέφωνα, ποιο είναι αυτό που λέει “ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου”;». Του απαντάω «μπας κι είναι απ’ την ταινία;». Είχα ξεχάσει και τα λόγια! Πήρε τη μήτρα απ’ τον Φίνο και με ειδική επεξεργασία στο Παρίσι το κυκλοφόρησε.
Με παίρνει μια μέρα ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και μου λέει «κορίτσι μου, έκανες τη ζωή σου, σε θέλει ο Χατζιδάκις». Μόλις το άκουσα, διαλύθηκα. Ο Χατζιδάκις με συγκλόνιζε! Αλλά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με τον Πλέσσα. Λέω, «ρε Τάκη, ο Μίμης μ’ έβγαλε. Πώς θα του το κάνω αυτό;». Πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στην Αμερική. Μου είπε: «Λυπάμαι πολύ. Είσαι πολλή ανόητη κι έχασες την ευκαιρία της ζωής σου, γιατί εγώ πια ποτέ δεν θα σου δώσω τραγούδια μου». Κι έμεινα με τη μεγάλη πίκρα ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι. Αλλά μπορεί να είχα πει, να χαλούσε η Ελλάδα κι εγώ να μην κοιμόμουν το βράδυ."
Ακολουθεί μέρος απο τη ζωή της, όπως η ίδια τη διηγήθηκε στο Χρήστο Παριδη και στην ιστοσελίδα lifo.gr, όπου μπορείτε να διαβάσετε όλη τη συνεντεύξη της.
Η φωτογραφία στην αρχή του κειμένου είναι του Σπύρου Σταβερη
"Γεννήθηκα κάπου κοντά στην πλατεία Αττικής, αλλά μεγάλωσα με τη γιαγιά μου στον Βύρωνα. Είμαι παιδί χωρισμένων γoνιών. Αυτό με επηρέασε πολύ, γιατί από δύο χρόνων μου απαγορευόταν να βλέπω τη μητέρα μου. Είχε βγει το διαζύγιο εις βάρος της και όποτε προσπάθησε να με δει, διαδραματίστηκαν σκηνές βαρβαρότητας και απείρου κάλλους. Αυτή η εικόνα, να την πετάνε έξω, ενώ ερχόταν για μένα, με στιγμάτισε πάρα πολύ. Σε ηλικία οκτώ χρόνων ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και μετακομίσαμε στο Μοσχάτο. Δεν ήταν η ζωή που ήθελα, αλλά μου επετράπη να βλέπω τη μητέρα μου μια φορά τον μήνα. Μέχρι που στα δεκατέσσερα έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Μετά από αυτό, η στάση του πατέρα μου έγινε λίγο ελαστικότερη και την έβλεπα πιο συχνά.
Όταν με άκουσε να τραγουδάω ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης, με πήγε στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που έκανε ο Γιάννης Οικονομίδης με τον Μίμη Πλέσσα και τη Ρένα Ντορ. Ο Πλέσσας, αφού με άκουσε, μου είπε, «αναμφισβήτητα έχεις αξία». Μου πρότεινε να περάσω ακρόαση για να με προσλάβουν στην Κρατική Ραδιοφωνία ως τραγουδίστρια. Έτσι έκανα τα χαρτιά μου με τις πλάτες της μάνας μου, κρυφά απ’ τον πατέρα μου, γιατί ακόμα πήγαινα σχολείο και τ’ όνειρό του ήταν να μπω στο πανεπιστήμιο.
Στην ακρόαση με συνόδευσε ο Γεράσιμος Λαυράνος. Αυτός ήταν που μου έδωσε και το ψευδώνυμό μου. Πέρασα τις εξετάσεις και για μια δοκιμαστική περίοδο τραγουδούσα με συνοδεία στο πιάνο τον μεγάλο Κώστα Γιαννίδη. Μετά από λίγο μπήκα στη μεγάλη ορχήστρα με τον Πλέσσα, που μου είχε τρομερή αδυναμία και με πίστεψε πάρα πολύ. Είπα δικά του τραγούδια, αλλά και όλων των αναγνωρισμένων συνθετών, όπως ο Μουζάκης, Μωράκης, ο Καπνίσης. Κάθε εβδομάδα γινόταν μια νέα εγγραφή με τραγουδιστές που εκείνοι διάλεγαν. Το 80% των τραγουδιών του Πλέσσα τα τραγουδούσα εγώ κι επειδή δεν είχα δισκογραφία, τα έντυπα αναρωτιόντουσαν ποια είμαι. Ήμουν γνωστή μόνο απ’ τη φωνή. Κύλησαν οκτώ μήνες χωρίς να πάρει είδηση ο πατέρας μου. Μέχρι που ένα βράδυ, γυρνώντας απ’ το φροντιστήριο, βρήκα την πόρτα κλειδωμένη και μια βαλίτσα με τα πράγματά μου απ’ έξω.
Την πρώτη φορά που διαγωνιζόταν τραγούδι μου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, ο Δημήτρης Χορν, που ήταν μέλος της επιτροπής, ψήφισε «Τζένη Βάνου». Όταν η διευθύντρια του μουσικού προγράμματος του είπε «Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε», εκείνος απάντησε «μα, δεν έχετε καταλάβει ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή της;». Σ’ ένα από τα «Κυριακάτικα Πρωινά» του Rex ήρθε να με δει ο πατέρας μου με την ετεροθαλή αδερφή μου. Ήταν αρχιεργάτης στα πιεστήρια μιας εφημερίδας κι άκουγε απ’ τους κουτσομπόληδες -δημοσιογράφους που δεν ήξεραν ότι ήταν μπαμπάς μου- πόσο βράχος ηθικής ήμουν. Μου είπε «όσο μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη. Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν ήξερα τι παιδί είχα κάνει».
Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση της Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη Σπηλιά του Παρασκευά. Άλλου είδους σούσουρο! Παρέλαυναν όλοι οι καλλιτέχνες, ώσπου μετά από μια ψευτοπαρεξήγηση -ήμουν πολύ πεισματάρα-, πήρα το ένα και μοναδικό μου ρούχο κι έφυγα. Το επόμενο κιόλας βράδυ τραγουδούσα στη Νεράιδα. Εκεί έμεινα απ’ το καλοκαίρι του ‘61 μέχρι το ’69, που έφυγα για την Αμερική. Ήταν το καλύτερο καλοκαιρινό μαγαζί κι έτσι τους χειμώνες εμφανιζόμουν στα αντίστοιχα καλά χειμερινά: Παλιά Αθήνα, Βράχος, Κάστρο.
Το πρώτο μου σουξέ ήταν το ’62-’63, με το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου». Το ’64, παράλληλα με τη Νεράιδα, εμφανιζόμουν στο θέατρο με τον Γιώργο Μουζάκη, ο οποίος μου έγραψε τη «Σκλάβα» και το «Θέλω κοντά σου να μείνω», που τραγούδησα μαζί με τον Γιάννη Βογιατζή. Δεν έκανα κάτι τρανταχτό μέχρι το ’69, που με κάλεσε ο Φίνος. Ο Νίκος Μαμαγκάκης αργούσε να του παραδώσει τη μουσική για την ταινία Λεωφόρος του μίσους, γιατί η τραγουδίστριά του δεν μπορούσε να το βγάλει. Πάω εγώ, το μαθαίνω, το ηχογραφώ, παίρνω 350 δραχμές και φεύγω. Βγαίνει η ταινία, γίνεται χαμός κι εγώ δεν έχω πάρει είδηση. Ήμουν τότε στην εταιρεία «Βεντέτα» της Πόλυς Πάνου και με παίρνει ο άντρας της, ο Στέλιος Πελαγίδης, και μου λέει «έχουν σπάσει τα τηλέφωνα, ποιο είναι αυτό που λέει “ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου”;». Του απαντάω «μπας κι είναι απ’ την ταινία;». Είχα ξεχάσει και τα λόγια! Πήρε τη μήτρα απ’ τον Φίνο και με ειδική επεξεργασία στο Παρίσι το κυκλοφόρησε.
Με παίρνει μια μέρα ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και μου λέει «κορίτσι μου, έκανες τη ζωή σου, σε θέλει ο Χατζιδάκις». Μόλις το άκουσα, διαλύθηκα. Ο Χατζιδάκις με συγκλόνιζε! Αλλά ήταν σε μόνιμη αντιπαράθεση με τον Πλέσσα. Λέω, «ρε Τάκη, ο Μίμης μ’ έβγαλε. Πώς θα του το κάνω αυτό;». Πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στην Αμερική. Μου είπε: «Λυπάμαι πολύ. Είσαι πολλή ανόητη κι έχασες την ευκαιρία της ζωής σου, γιατί εγώ πια ποτέ δεν θα σου δώσω τραγούδια μου». Κι έμεινα με τη μεγάλη πίκρα ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι. Αλλά μπορεί να είχα πει, να χαλούσε η Ελλάδα κι εγώ να μην κοιμόμουν το βράδυ."
Παντρεύτηκα το ’64,
γιατί όλη μου η έγνοια ήταν να κάνω παιδιά και οικογένεια. Δυστυχώς,
ήμουν απ’ τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν πάρα πολύ στον γάμο τους. Απ’
τον φόβο μου δεν έβλεπα τι γινόταν γύρω μου. Έκανα τον γιο μου και
φύγαμε οικογενειακώς το ‘69 για την Αμερική. Εκεί έκανα ένα πενταετές
συμβόλαιο με ελληνοαμερικανική δισκογραφική κι εμφανιζόμουν στου
«Μολφέτα», το καλύτερο ελληνικό μαγαζί της Νέας Υόρκης. Αλλά τη ζωή της
Αμερικής δεν την άντεχα. Έμεινα και έγκυος στην κόρη μου και είπα,
«σκοτώστε με, αλλά δεν γίνεται να μείνω». Έκτοτε, έχω πάει εννέα φορές
να δουλέψω, αλλά πάντα με την προοπτική να επιστρέψω. Με το που
επέστρεψα το ’71, χώρισα με ον άντρα μου κι έμεινα με δυο παιδιά και
χωρίς καμιά βοήθεια. Του πλήρωνα και τα χρέη, για να μην έχουν τα παιδιά
μου πατέρα στη φυλακή…
Άνεργη και χωρίς εταιρεία, βλέπω τον Βοσκόπουλο στον δρόμο και του
λέω τα χάλια μου. Με παίρνει στη Minos και μου γράφει δυο λαϊκά, το
«Αγόρι μου» και το «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε». Εκεί χτύπησα φλέβα
χρυσού στην κυριολεξία, παρόλο που προερχόμουν απ’ το «ελαφρύ». Τότε
είναι που με τον Πλέσσα κάνω το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984
παίρνω χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Μουσαφίρη. Στη Minos
έμεινα από το ’72 μέχρι το ’88, οπότε σταμάτησα να έχω τη δημοτικότητα
που είχα. Άρχισα να εμφανίζομαι σε δεύτερα μαγαζιά, γιατί έπρεπε να
βγάλω το μεροκάματο. Στην αγωνία μου να εξασφαλίσω δουλειά, υπέγραφα μ’
όποιον ερχόταν πρώτος. Και πάντα με λίγα λεφτά. Μετά έπεφταν άλλες πέντε
προτάσεις. Αυτό με πίκρανε, τις νύχτες δεν κοιμόμουν, περπατούσα μέσα
στο σπίτι, τρελαινόμουν, αλλά στο τέλος το κατάπια. «Δεν πειράζει»,
έλεγα μέσα μου, «ξέρεις ποια είσαι».
Οι μόνοι που έχω ζητήσει βοήθεια στη ζωή μου, είναι η μάνα μου και ο
Θεός. Σεβάστηκα και αγάπησα τον εαυτό μου πάντα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω.
Δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε ο Θεός. Μετανιώνω που δεν
έκανα λεφτά, γιατί στην ηλικία μου η μόνη μου προοπτική πια είναι να
κάνω αύριο καλύτερο μουσακά και να ψωνίσω κάτι στο εγγόνι μου. Κι όταν
δεν έχω, τότε μουντζώνω τον εαυτό μου. Αλλά και τώρα να ξεκινούσα, πάλι
τα ίδια λάθη θα έκανα. Πηγή: www.lifo.gr
τί από δύο χρόνων μου απαγορευόταν να βλέπω τη μητέρα μου. Είχε βγει το διαζύγιο εις βάρο Πηγή: www.lifo.gr
Γεννήθηκα κάπου
κοντά στην πλατεία Αττικής, αλλά μεγάλωσα με τη γιαγιά μου στον Βύρωνα.
Είμαι παιδί χωρισμένων γoνιών. Αυτό με επηρέασε πολύ, γιατί από δύο
χρόνων μου απαγορευόταν να βλέπω τη μητέρα μου. Είχε βγει το διαζύγιο
εις βάρος της και όποτε προσπάθησε να με δει, διαδραματίστηκαν σκηνές
βαρβαρότητας και απείρου κάλλους. Αυτή η εικόνα, να την πετάνε έξω, ενώ
ερχόταν για μένα, με στιγμάτισε πάρα πολύ. Σε ηλικία οκτώ χρόνων ο
πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και μετακομίσαμε στο Μοσχάτο. Δεν ήταν η ζωή
που ήθελα, αλλά μου επετράπη να βλέπω τη μητέρα μου μια φορά τον μήνα.
Μέχρι που στα δεκατέσσερα έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Μετά από αυτό, η
στάση του πατέρα μου έγινε λίγο ελαστικότερη και την έβλεπα πιο συχνά.
Όταν με άκουσε να τραγουδάω ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης, με
πήγε στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που έκανε ο Γιάννης
Οικονομίδης με τον Μίμη Πλέσσα και τη Ρένα Ντορ. Ο Πλέσσας, αφού με
άκουσε, μου είπε, «αναμφισβήτητα έχεις αξία». Μου πρότεινε να περάσω
ακρόαση για να με προσλάβουν στην Κρατική Ραδιοφωνία ως τραγουδίστρια.
Έτσι έκανα τα χαρτιά μου με τις πλάτες της μάνας μου, κρυφά απ’ τον
πατέρα μου, γιατί ακόμα πήγαινα σχολείο και τ’ όνειρό του ήταν να μπω
στο πανεπιστήμιο.
Στην ακρόαση με συνόδευσε ο Γεράσιμος Λαυράνος. Αυτός ήταν που μου
έδωσε και το ψευδώνυμό μου. Πέρασα τις εξετάσεις και για μια δοκιμαστική
περίοδο τραγουδούσα με συνοδεία στο πιάνο τον μεγάλο Κώστα Γιαννίδη.
Μετά από λίγο μπήκα στη μεγάλη ορχήστρα με τον Πλέσσα, που μου είχε
τρομερή αδυναμία και με πίστεψε πάρα πολύ. Είπα δικά του τραγούδια, αλλά
και όλων των αναγνωρισμένων συνθετών, όπως ο Μουζάκης, Μωράκης, ο
Καπνίσης. Κάθε εβδομάδα γινόταν μια νέα εγγραφή με τραγουδιστές που
εκείνοι διάλεγαν. Το 80% των τραγουδιών του Πλέσσα τα τραγουδούσα εγώ κι
επειδή δεν είχα δισκογραφία, τα έντυπα αναρωτιόντουσαν ποια είμαι.
Ήμουν γνωστή μόνο απ’ τη φωνή. Κύλησαν οκτώ μήνες χωρίς να πάρει είδηση ο
πατέρας μου. Μέχρι που ένα βράδυ, γυρνώντας απ’ το φροντιστήριο, βρήκα
την πόρτα κλειδωμένη και μια βαλίτσα με τα πράγματά μου απ’ έξω.
Την πρώτη φορά που διαγωνιζόταν τραγούδι μου στο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης, ο Δημήτρης Χορν, που ήταν μέλος της επιτροπής, ψήφισε
«Τζένη Βάνου». Όταν η διευθύντρια του μουσικού προγράμματος του είπε
«Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε», εκείνος απάντησε «μα, δεν έχετε καταλάβει
ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή της;».
Σ’ ένα από τα «Κυριακάτικα Πρωινά» του Rex ήρθε να με δει ο πατέρας μου
με την ετεροθαλή αδερφή μου. Ήταν αρχιεργάτης στα πιεστήρια μιας
εφημερίδας κι άκουγε απ’ τους κουτσομπόληδες -δημοσιογράφους που δεν
ήξεραν ότι ήταν μπαμπάς μου- πόσο βράχος ηθικής ήμουν. Μου είπε «όσο
μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη.
Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν ήξερα τι παιδί είχα κάνει».
Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή
μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση της
Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για
δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε
τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν
συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη Σπηλιά του
Παρασκευά. Άλλου είδους σούσουρο! Παρέλαυναν όλοι οι καλλιτέχνες, ώσπου
μετά από μια ψευτοπαρεξήγηση -ήμουν πολύ πεισματάρα-, πήρα το ένα και
μοναδικό μου ρούχο κι έφυγα. Το επόμενο κιόλας βράδυ τραγουδούσα στη
Νεράιδα. Εκεί έμεινα απ’ το καλοκαίρι του ‘61 μέχρι το ’69, που έφυγα
για την Αμερική. Ήταν το καλύτερο καλοκαιρινό μαγαζί κι έτσι τους
χειμώνες εμφανιζόμουν στα αντίστοιχα καλά χειμερινά: Παλιά Αθήνα,
Βράχος, Κάστρο.
Το πρώτο μου σουξέ ήταν το ’62-’63, με το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου».
Το ’64, παράλληλα με τη Νεράιδα, εμφανιζόμουν στο θέατρο με τον Γιώργο
Μουζάκη, ο οποίος μου έγραψε τη «Σκλάβα» και το «Θέλω κοντά σου να
μείνω», που τραγούδησα μαζί με τον Γιάννη Βογιατζή. Δεν έκανα κάτι
τρανταχτό μέχρι το ’69, που με κάλεσε ο Φίνος. Ο Νίκος Μαμαγκάκης
αργούσε να του παραδώσει τη μουσική για την ταινία Λεωφόρος του μίσους,
γιατί η τραγουδίστριά του δεν μπορούσε να το βγάλει. Πάω εγώ, το
μαθαίνω, το ηχογραφώ, παίρνω 350 δραχμές και φεύγω. Βγαίνει η ταινία,
γίνεται χαμός κι εγώ δεν έχω πάρει είδηση. Ήμουν τότε στην εταιρεία
«Βεντέτα» της Πόλυς Πάνου και με παίρνει ο άντρας της, ο Στέλιος
Πελαγίδης, και μου λέει «έχουν σπάσει τα τηλέφωνα, ποιο είναι αυτό που
λέει “ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου”;». Του απαντάω «μπας κι είναι
απ’ την ταινία;». Είχα ξεχάσει και τα λόγια! Πήρε τη μήτρα απ’ τον Φίνο
και με ειδική επεξεργασία στο Παρίσι το κυκλοφόρησε.
Με παίρνει μια μέρα ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και μου λέει
«κορίτσι μου, έκανες τη ζωή σου, σε θέλει ο Χατζιδάκις». Μόλις το
άκουσα, διαλύθηκα. Ο Χατζιδάκις με συγκλόνιζε! Αλλά ήταν σε μόνιμη
αντιπαράθεση με τον Πλέσσα. Λέω, «ρε Τάκη, ο Μίμης μ’ έβγαλε. Πώς θα του
το κάνω αυτό;». Πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στην Αμερική. Μου
είπε: «Λυπάμαι πολύ. Είσαι πολλή ανόητη κι έχασες την ευκαιρία της ζωής
σου, γιατί εγώ πια ποτέ δεν θα σου δώσω τραγούδια μου». Κι έμεινα με τη
μεγάλη πίκρα ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι. Αλλά μπορεί να είχα πει, να
χαλούσε η Ελλάδα κι εγώ να μην κοιμόμουν το βράδυ.
Magnify Image
Φωτό: Σπύρος Στάβερης/ LIFO
Παντρεύτηκα το ’64, γιατί όλη μου η έγνοια ήταν να κάνω παιδιά και
οικογένεια. Δυστυχώς, ήμουν απ’ τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν πάρα πολύ
στον γάμο τους. Απ’ τον φόβο μου δεν έβλεπα τι γινόταν γύρω μου. Έκανα
τον γιο μου και φύγαμε οικογενειακώς το ‘69 για την Αμερική. Εκεί έκανα
ένα πενταετές συμβόλαιο με ελληνοαμερικανική δισκογραφική κι
εμφανιζόμουν στου «Μολφέτα», το καλύτερο ελληνικό μαγαζί της Νέας
Υόρκης. Αλλά τη ζωή της Αμερικής δεν την άντεχα. Έμεινα και έγκυος στην
κόρη μου και είπα, «σκοτώστε με, αλλά δεν γίνεται να μείνω». Έκτοτε, έχω
πάει εννέα φορές να δουλέψω, αλλά πάντα με την προοπτική να επιστρέψω.
Με το που επέστρεψα το ’71, χώρισα με ον άντρα μου κι έμεινα με δυο
παιδιά και χωρίς καμιά βοήθεια. Του πλήρωνα και τα χρέη, για να μην
έχουν τα παιδιά μου πατέρα στη φυλακή…
Άνεργη και χωρίς εταιρεία, βλέπω τον Βοσκόπουλο στον δρόμο και του
λέω τα χάλια μου. Με παίρνει στη Minos και μου γράφει δυο λαϊκά, το
«Αγόρι μου» και το «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε». Εκεί χτύπησα φλέβα
χρυσού στην κυριολεξία, παρόλο που προερχόμουν απ’ το «ελαφρύ». Τότε
είναι που με τον Πλέσσα κάνω το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984
παίρνω χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Μουσαφίρη. Στη Minos
έμεινα από το ’72 μέχρι το ’88, οπότε σταμάτησα να έχω τη δημοτικότητα
που είχα. Άρχισα να εμφανίζομαι σε δεύτερα μαγαζιά, γιατί έπρεπε να
βγάλω το μεροκάματο. Στην αγωνία μου να εξασφαλίσω δουλειά, υπέγραφα μ’
όποιον ερχόταν πρώτος. Και πάντα με λίγα λεφτά. Μετά έπεφταν άλλες πέντε
προτάσεις. Αυτό με πίκρανε, τις νύχτες δεν κοιμόμουν, περπατούσα μέσα
στο σπίτι, τρελαινόμουν, αλλά στο τέλος το κατάπια. «Δεν πειράζει»,
έλεγα μέσα μου, «ξέρεις ποια είσαι».
Οι μόνοι που έχω ζητήσει βοήθεια στη ζωή μου, είναι η μάνα μου και ο
Θεός. Σεβάστηκα και αγάπησα τον εαυτό μου πάντα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω.
Δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε ο Θεός. Μετανιώνω που δεν
έκανα λεφτά, γιατί στην ηλικία μου η μόνη μου προοπτική πια είναι να
κάνω αύριο καλύτερο μουσακά και να ψωνίσω κάτι στο εγγόνι μου. Κι όταν
δεν έχω, τότε μουντζώνω τον εαυτό μου. Αλλά και τώρα να ξεκινούσα, πάλι
τα ίδια λάθη θα έκανα. Πηγή: www.lifo.gr
Γεννήθηκα κάπου
κοντά στην πλατεία Αττικής, αλλά μεγάλωσα με τη γιαγιά μου στον Βύρωνα.
Είμαι παιδί χωρισμένων γoνιών. Αυτό με επηρέασε πολύ, γιατί από δύο
χρόνων μου απαγορευόταν να βλέπω τη μητέρα μου. Είχε βγει το διαζύγιο
εις βάρος της και όποτε προσπάθησε να με δει, διαδραματίστηκαν σκηνές
βαρβαρότητας και απείρου κάλλους. Αυτή η εικόνα, να την πετάνε έξω, ενώ
ερχόταν για μένα, με στιγμάτισε πάρα πολύ. Σε ηλικία οκτώ χρόνων ο
πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε και μετακομίσαμε στο Μοσχάτο. Δεν ήταν η ζωή
που ήθελα, αλλά μου επετράπη να βλέπω τη μητέρα μου μια φορά τον μήνα.
Μέχρι που στα δεκατέσσερα έκανα απόπειρα αυτοκτονίας. Μετά από αυτό, η
στάση του πατέρα μου έγινε λίγο ελαστικότερη και την έβλεπα πιο συχνά.
Όταν με άκουσε να τραγουδάω ο δημοσιογράφος Γιώργος Κολοκοτρώνης, με
πήγε στα ραδιοφωνικά «Κυριακάτικα Πρωινά» που έκανε ο Γιάννης
Οικονομίδης με τον Μίμη Πλέσσα και τη Ρένα Ντορ. Ο Πλέσσας, αφού με
άκουσε, μου είπε, «αναμφισβήτητα έχεις αξία». Μου πρότεινε να περάσω
ακρόαση για να με προσλάβουν στην Κρατική Ραδιοφωνία ως τραγουδίστρια.
Έτσι έκανα τα χαρτιά μου με τις πλάτες της μάνας μου, κρυφά απ’ τον
πατέρα μου, γιατί ακόμα πήγαινα σχολείο και τ’ όνειρό του ήταν να μπω
στο πανεπιστήμιο.
Στην ακρόαση με συνόδευσε ο Γεράσιμος Λαυράνος. Αυτός ήταν που μου
έδωσε και το ψευδώνυμό μου. Πέρασα τις εξετάσεις και για μια δοκιμαστική
περίοδο τραγουδούσα με συνοδεία στο πιάνο τον μεγάλο Κώστα Γιαννίδη.
Μετά από λίγο μπήκα στη μεγάλη ορχήστρα με τον Πλέσσα, που μου είχε
τρομερή αδυναμία και με πίστεψε πάρα πολύ. Είπα δικά του τραγούδια, αλλά
και όλων των αναγνωρισμένων συνθετών, όπως ο Μουζάκης, Μωράκης, ο
Καπνίσης. Κάθε εβδομάδα γινόταν μια νέα εγγραφή με τραγουδιστές που
εκείνοι διάλεγαν. Το 80% των τραγουδιών του Πλέσσα τα τραγουδούσα εγώ κι
επειδή δεν είχα δισκογραφία, τα έντυπα αναρωτιόντουσαν ποια είμαι.
Ήμουν γνωστή μόνο απ’ τη φωνή. Κύλησαν οκτώ μήνες χωρίς να πάρει είδηση ο
πατέρας μου. Μέχρι που ένα βράδυ, γυρνώντας απ’ το φροντιστήριο, βρήκα
την πόρτα κλειδωμένη και μια βαλίτσα με τα πράγματά μου απ’ έξω.
Την πρώτη φορά που διαγωνιζόταν τραγούδι μου στο Φεστιβάλ
Θεσσαλονίκης, ο Δημήτρης Χορν, που ήταν μέλος της επιτροπής, ψήφισε
«Τζένη Βάνου». Όταν η διευθύντρια του μουσικού προγράμματος του είπε
«Τάκη, τραγούδια ψηφίζουμε», εκείνος απάντησε «μα, δεν έχετε καταλάβει
ακόμα ότι τα επόμενα πενήντα χρόνια θα μας βασανίζει με τη φωνή της;».
Σ’ ένα από τα «Κυριακάτικα Πρωινά» του Rex ήρθε να με δει ο πατέρας μου
με την ετεροθαλή αδερφή μου. Ήταν αρχιεργάτης στα πιεστήρια μιας
εφημερίδας κι άκουγε απ’ τους κουτσομπόληδες -δημοσιογράφους που δεν
ήξεραν ότι ήταν μπαμπάς μου- πόσο βράχος ηθικής ήμουν. Μου είπε «όσο
μεγάλη και να γίνεις σε δόξα και ηλικία, να μάθεις να ζητάς συγγνώμη.
Αυτό ήρθα σήμερα εγώ να ζητήσω, γιατί δεν ήξερα τι παιδί είχα κάνει».
Ένα μου προσόν ήταν ότι δεν ήξερα από μουσική, αλλά είχα τρομερή
μουσικότητα και μάθαινα πάρα πολύ γρήγορα. Όταν ορφάνεψε η θέση της
Μούσχουρη στο «Τζάκι» της πλατείας Ρηγίλλης, γιατί έπρεπε να φύγει για
δεκαπέντε μέρες στο εξωτερικό, με κάλεσαν να την αντικαταστήσω. Έγινε
τέτοιος χαμός, που τελικά έμεινα δύο μήνες. Εκεί ήρθαν και μου πρότειναν
συνεργασία ο Μανώλης Χιώτης με τη Μαίρη Λίντα για τη Σπηλιά του
Παρασκευά. Άλλου είδους σούσουρο! Παρέλαυναν όλοι οι καλλιτέχνες, ώσπου
μετά από μια ψευτοπαρεξήγηση -ήμουν πολύ πεισματάρα-, πήρα το ένα και
μοναδικό μου ρούχο κι έφυγα. Το επόμενο κιόλας βράδυ τραγουδούσα στη
Νεράιδα. Εκεί έμεινα απ’ το καλοκαίρι του ‘61 μέχρι το ’69, που έφυγα
για την Αμερική. Ήταν το καλύτερο καλοκαιρινό μαγαζί κι έτσι τους
χειμώνες εμφανιζόμουν στα αντίστοιχα καλά χειμερινά: Παλιά Αθήνα,
Βράχος, Κάστρο.
Το πρώτο μου σουξέ ήταν το ’62-’63, με το «Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου».
Το ’64, παράλληλα με τη Νεράιδα, εμφανιζόμουν στο θέατρο με τον Γιώργο
Μουζάκη, ο οποίος μου έγραψε τη «Σκλάβα» και το «Θέλω κοντά σου να
μείνω», που τραγούδησα μαζί με τον Γιάννη Βογιατζή. Δεν έκανα κάτι
τρανταχτό μέχρι το ’69, που με κάλεσε ο Φίνος. Ο Νίκος Μαμαγκάκης
αργούσε να του παραδώσει τη μουσική για την ταινία Λεωφόρος του μίσους,
γιατί η τραγουδίστριά του δεν μπορούσε να το βγάλει. Πάω εγώ, το
μαθαίνω, το ηχογραφώ, παίρνω 350 δραχμές και φεύγω. Βγαίνει η ταινία,
γίνεται χαμός κι εγώ δεν έχω πάρει είδηση. Ήμουν τότε στην εταιρεία
«Βεντέτα» της Πόλυς Πάνου και με παίρνει ο άντρας της, ο Στέλιος
Πελαγίδης, και μου λέει «έχουν σπάσει τα τηλέφωνα, ποιο είναι αυτό που
λέει “ο ήλιος βγαίνει μες στα μάτια σου”;». Του απαντάω «μπας κι είναι
απ’ την ταινία;». Είχα ξεχάσει και τα λόγια! Πήρε τη μήτρα απ’ τον Φίνο
και με ειδική επεξεργασία στο Παρίσι το κυκλοφόρησε.
Με παίρνει μια μέρα ο Τάκης Λαμπρόπουλος της Columbia και μου λέει
«κορίτσι μου, έκανες τη ζωή σου, σε θέλει ο Χατζιδάκις». Μόλις το
άκουσα, διαλύθηκα. Ο Χατζιδάκις με συγκλόνιζε! Αλλά ήταν σε μόνιμη
αντιπαράθεση με τον Πλέσσα. Λέω, «ρε Τάκη, ο Μίμης μ’ έβγαλε. Πώς θα του
το κάνω αυτό;». Πολλά χρόνια αργότερα τον συνάντησα στην Αμερική. Μου
είπε: «Λυπάμαι πολύ. Είσαι πολλή ανόητη κι έχασες την ευκαιρία της ζωής
σου, γιατί εγώ πια ποτέ δεν θα σου δώσω τραγούδια μου». Κι έμεινα με τη
μεγάλη πίκρα ότι δεν τραγούδησα Χατζιδάκι. Αλλά μπορεί να είχα πει, να
χαλούσε η Ελλάδα κι εγώ να μην κοιμόμουν το βράδυ.
Magnify Image
Φωτό: Σπύρος Στάβερης/ LIFO
Παντρεύτηκα το ’64, γιατί όλη μου η έγνοια ήταν να κάνω παιδιά και
οικογένεια. Δυστυχώς, ήμουν απ’ τις γυναίκες που κακοποιήθηκαν πάρα πολύ
στον γάμο τους. Απ’ τον φόβο μου δεν έβλεπα τι γινόταν γύρω μου. Έκανα
τον γιο μου και φύγαμε οικογενειακώς το ‘69 για την Αμερική. Εκεί έκανα
ένα πενταετές συμβόλαιο με ελληνοαμερικανική δισκογραφική κι
εμφανιζόμουν στου «Μολφέτα», το καλύτερο ελληνικό μαγαζί της Νέας
Υόρκης. Αλλά τη ζωή της Αμερικής δεν την άντεχα. Έμεινα και έγκυος στην
κόρη μου και είπα, «σκοτώστε με, αλλά δεν γίνεται να μείνω». Έκτοτε, έχω
πάει εννέα φορές να δουλέψω, αλλά πάντα με την προοπτική να επιστρέψω.
Με το που επέστρεψα το ’71, χώρισα με ον άντρα μου κι έμεινα με δυο
παιδιά και χωρίς καμιά βοήθεια. Του πλήρωνα και τα χρέη, για να μην
έχουν τα παιδιά μου πατέρα στη φυλακή…
Άνεργη και χωρίς εταιρεία, βλέπω τον Βοσκόπουλο στον δρόμο και του
λέω τα χάλια μου. Με παίρνει στη Minos και μου γράφει δυο λαϊκά, το
«Αγόρι μου» και το «Σε παρακαλώ, σήκω και φύγε». Εκεί χτύπησα φλέβα
χρυσού στην κυριολεξία, παρόλο που προερχόμουν απ’ το «ελαφρύ». Τότε
είναι που με τον Πλέσσα κάνω το «Σε βλέπω στο ποτήρι μου» και το 1984
παίρνω χρυσό δίσκο με το «Τρένο της ζωής» του Μουσαφίρη. Στη Minos
έμεινα από το ’72 μέχρι το ’88, οπότε σταμάτησα να έχω τη δημοτικότητα
που είχα. Άρχισα να εμφανίζομαι σε δεύτερα μαγαζιά, γιατί έπρεπε να
βγάλω το μεροκάματο. Στην αγωνία μου να εξασφαλίσω δουλειά, υπέγραφα μ’
όποιον ερχόταν πρώτος. Και πάντα με λίγα λεφτά. Μετά έπεφταν άλλες πέντε
προτάσεις. Αυτό με πίκρανε, τις νύχτες δεν κοιμόμουν, περπατούσα μέσα
στο σπίτι, τρελαινόμουν, αλλά στο τέλος το κατάπια. «Δεν πειράζει»,
έλεγα μέσα μου, «ξέρεις ποια είσαι».
Οι μόνοι που έχω ζητήσει βοήθεια στη ζωή μου, είναι η μάνα μου και ο
Θεός. Σεβάστηκα και αγάπησα τον εαυτό μου πάντα ένα σκαλοπάτι πιο κάτω.
Δεν εκτίμησα τη χρυσόσκονη που μ’ έλουσε ο Θεός. Μετανιώνω που δεν
έκανα λεφτά, γιατί στην ηλικία μου η μόνη μου προοπτική πια είναι να
κάνω αύριο καλύτερο μουσακά και να ψωνίσω κάτι στο εγγόνι μου. Κι όταν
δεν έχω, τότε μουντζώνω τον εαυτό μου. Αλλά και τώρα να ξεκινούσα, πάλι
τα ίδια λάθη θα έκανα. Πηγή: www.lifo.gr
Τετάρτη 15 Ιανουαρίου 2014
Ανάλυση:Αύγουστος του Νίκου Παπάζογλου
Ο Νίκος Παπάζογλου τραγουδά το τραγούδι «Αύγουστος» ένα από τα πιο όμορφα και ερωτικά τραγούδια που έχουν γραφτεί ποτέ. Είναι προφανώς ένα από αυτά τα τραγούδια που μας συγκινούν όπου και όποτε αν το ακούσουμε: πετυχαίνοντας το τυχαία στο ράδιο, σε κάποιο κανάλι, σε μια καφετέρια, σε μπαρ, σε μια συναυλία, παντού. Πάντα μας δημιουργεί αυτή την γλυκιά αλλά και μελαγχολική αίσθηση, καθώς μας θυμίζει μια αγάπη τρυφερή κα δυνατή, αλλά και έναν έρωτα που δε σταματά σε εμπόδια και απαισιοδοξίες.
Είναι ίσως περίεργο αλλά όλοι λίγο ή πολύ έχουμε βρεθεί στη θέση να θέλουμε κάποιον πολύ και να μην έχουμε μιλιά να το πούμε, σαν να πρόκειται για κάτι κακό, κάτι που είναι λάθος, που είναι εξευτελιστικό. Κι όμως τότε νιώθουμε περισσότερο παγιδευμένοι στα συναισθήματά μας, που πάλλονται και μας πιέζουν.
«Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό»… ίσως η πιο χαρακτηριστική φράση του τραγουδιού, ένας στίχος που συνήθως μένει να μας δίνει κουράγιο όταν ψάχνουμε να βρούμε την τόλμη να υπερασπιστούμε το συναίσθημά μας, ένα συναίσθημα που συχνά παλεύει για την επιβίωση του και αξίζει το σεβασμό μας. Και ναι όταν θες κάτι πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου να το ζήσει, γιατί αλλιώς δεν μπορεί να ξέρεις τι έχασες, ή τι είναι αυτό που δεν έζησες, ποιο όνειρο, ποια ευτυχία. Ας είναι πάντα έτσι λοιπόν… Θα πάω και ας μου βγει και σε κακό.
Αύγουστος – Νίκος Παπάζογλου
Μουσική: Νίκος Παπάζογλου
Στίχοι: Νίκος Παπάζογλου
Ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου
Μα γιατί το τραγούδι να ‘ναι λυπητερό
με μιας θαρρείς κι απ’ την καρδιά μου ξέκοψε
κι αυτή τη στιγμή που πλημμυρίζω χαρά
ανέβηκε ως τα χείλη μου και με ‘πνιξε
φυλάξου για το τέλος θα μου πεις
Σ’ αγαπάω μα δεν έχω μιλιά να στο πω
κι αυτό είναι ένας καημός αβάσταχτος
λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ
ο δρόμος που τραβάμε είναι αδιάβατος
κουράγιο θα περάσει θα μου πεις
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό μαγικό
μπορεί ένα τέτοιο πλάσμα να γεννήθηκε
από ποιο μακρινό αστέρι είναι το φως
που μες τα δυο της μάτια πήγε κρύφτηκε
κι εγώ ο τυχερός που το ‘χει δει
Μες το βλέμμα της ένας τόσο δα ουρανός
αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται
μα σαν πέφτει η νύχτα πλημμυρίζει με φως
φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται
και φέγγει από μέσα η φυλακή
Πώς μπορώ να ξεχάσω τα λυτά της μαλλιά
την άμμο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω μου χιλιάδες φιλιά
διαμάντια που απλόχερα μου χάριζε
θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό
Πηγή: eros-erotas.gr
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)