Ξάγρυπνη μένω τα περισσότερα βράδια
να θυμηθώ προσπαθώντας ποια είμαι
ποια είναι αυτή με τα ρούχα τα μαύρα
που τριγυρνά με τόσο θράσος στο σαλόνι μου
που ακάλεστη κοιμάται στο κρεβάτι μου
που λαίμαργα τρώει το άκοπο ψωμί μου
δεν έχω τίποτα εναντίον της
μόνο που να
πολύ μ’ ενοχλεί που αλλάζει τα έπιπλα
που τα κάδρα ξεκρεμάει απ’ τους τοίχους
ναρκωτικό επικίνδυνο τα χέρια της
τα χέρια της που τα πάντα αγγίζουν
που χτίζουν γκρεμίζουν και λησμονούν
που κρατούν το κλειδί
αυτό το ένα το κλειδί το μονάκριβο
που κλειδώνει κι αφήνει τη σκόνη απέξω
τα ψίχουλα αφήνει απ’ το χαλάκι κάτω
μιας πόρτας κλειστής σχεδόν σφραγισμένης