...Για να ζεσταθούν τα χέρια, μα κυρίως οι καρδιές ! Μακάρι ! ! Χριστούγεννα έρχονται ρε παιδιά ! !

...Για να ζεσταθούν τα χέρια, μα κυρίως οι καρδιές ! Μακάρι ! !  Χριστούγεννα έρχονται ρε παιδιά ! !

ΚΑΛΩΣ ΗΛΘΑΤΕ ΣΤΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΜΟΥ !

30 Δεκεμβρίου 2019

Πρωτοχρονιά στο Πέλαγος !

Γαβριήλ Παναγιωσούλη : Πρωτοχρονιά στο Πέλαγος


Μια διαφορετική Πρωτοχρονιά
Στην μέση του Ατλαντικού μας βρήκε η πρωτοχρονιά. Από την παραμονή όλοι μας, όσοι δεν είχαν βάρδια, ήμασταν μαζεμένοι στο καπνιστήριο ξαναζωντανεύοντας το έθιμο παίζοντας 31 που είχε φουντώσει για καλά. Η ώρα περνούσε, ο καμαρότος έφερε ξηρούς καρπούς, σταφίδα και πιοτό, όλοι μασουλάγαμε κάτι, ο μάγειρας είχε φτιάξει κουραμπιέδες, μελομακάρονα.
Τα μεσάνυχτα ακριβώς κατέβηκε ο πλοίαρχος από τη γέφυρα, ο καπετάν Κουκιάς από τη Σύρο, (ένας «λύκος» καπετάνιος απ την Σύρο) -όπως λέει και το τραγούδι- μας χαιρέτισε κάθε έναν προσωπικά με μια ευχή. Χρόνια πολλά και του χρόνου στα σπίτια μας παιδιά.
Ο αέρας του Ατλαντικού βούιζε σα δαιμονισμένος, τα κύματα έσπαγαν τα μούτρα τους στην κουβέρτα, κι εμείς εκεί σκαμπανεβάζαμε με το σκαφίδι μας πέφτοντας στις υδάτινες χαράδρες. «Ελάτε όλοι να κόψουμε τη βασιλόπιτα», είπε ο καπετάνιος. Πήγαμε στο σαλόνι όπου πράγματι κόπηκε η πίτα. Μου έτυχε το φλουρί και το αντίτιμο μια χρυσή λίρα Αγγλίας, μου έδωσαν $10. Και του χρόνου στα σπίτια μας, ήταν η ευχή του καπετάνιου και όλων μας.
Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε; Πολλά, πάρα πολλά, μέχρι που χάθηκαν, χάθηκαν τα σπίτια μας. Ποιος να φταίει; η θάλασσα η ξελογιάστρα; ο ωκεανός; οι καταστάσεις; ο χρόνος; η φτώχεια; Από το πλήρωμα ένα παιδάκι αμούστακο από την Ιθάκη δεν πρόλαβε να γυρίσει, πνίγηκε στον Ειρηνικό ωκεανό, στο Ελ Σαλβαδόρ όταν μετά το φαγητό βούτηξε για μπάνιο κι έμεινε εκεί. Όλοι οι υπόλοιποι χαθήκαμε στην αγκαλιά του χρόνου. Ποιος ξαναβρήκε το σπίτι του, δεν μπορώ να ξέρω.
Από αυτό το πλοίο μετά από χρόνο ξεμπαρκάρισα στο Baton Rouge, πρωτεύουσα της Louisiana κι από εκεί ως ναυτικός για Νέα Υόρκη. Στη μνήμη μου όμως έμεινε η ευχή του γυρισμού να παραδέρνει μόνη της και μετά να χάνεται να βουλιάζει στον Ατλαντικό. Απέμεινε όμως στη μνήμη μου, η σκιά του μάγειρα που νιόπαντρος είχε αναγκασθεί να μπαρκάρει και σε τέτοιες χρονιάρες μέρες έμενε μόνος του, σκυθρωπός, αποτραβηγμένος από τους υπόλοιπους ούτε μίλαγε, ούτε άκουγε, ούτε έπαιζε. Απέμεινε επίσης η γλυκιά ανάμνηση της συντροφικής θαλπωρής στη μέση του ωκεανού, με γυρισμένα τα βλέμματα μας πίσω στην πατρίδα και με δακρυσμένα μάτια, ευχόμενοι να πραγματοποιηθεί η ευχή· όμως τώρα είμασταν αιχμάλωτοι του ωκεανού. Προς στιγμή δεν μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε άλλο.
Και του χρόνου στα σπίτια μας αδέλφια. Ένα κύμα πιο χοντρό από τ’ άλλα ταρακούνησε το βαπόρι, ακούστηκε να τρίζει, σηκωθήκαμε όρθιοι ανοίξαμε τα πόδια μας για ισορροπία, απ’ την βαλβίδα του καλοριφέρ ξέφευγε μια αραχνοΰφαντη ασημένια κλωστή ατμού και τσίριζε για να μας υπενθυμίσει ότι ναι, η καρδιά (του βαποριού) εξακολουθεί να χτυπά. Έτρεξα στο πλωριό αριστερό δωμάτιο του κομοδέσιου και ξάπλωσα. Έβαλα αντιστύλι τα πόδια μου στον σκελετό του κρεβατιού για να μην με πετάξει κάτω, το μπότζι, άναψα το φωτάκι, πήρα την Ανάσταση του Τολστόι που μου είχε δανείσει ο μαρκόνης διάβασα μερικές σελίδες μέχρι να με πάρει ο ύπνος. Ονειρεύτηκα σαν να ήμουν ένας πιγκουίνος που λικνίζεται στα κύματα, κάτοικος του υγρού στοιχείου, κάτοικος της θάλασσας, μόνος έρημος σε μια παγωμένη Ανταρκτική.
Και του χρόνου στα σπίτια μας, έμεινε η βοή της ευχής του πλοιάρχου στα αυτιά μου, μια ευχή όπου έμεινε αιωρούμενη, που χάθηκε στου ατλαντικού την απεραντοσύνη, μέχρι που και τα σπίτια μας, αυτά που αφήσαμε με ότι αγαπάγαμε χάθηκαν κι αυτά…

Από τις αναμνήσεις του Γαβριήλ Παναγιωσούλη 

 https://www.kefalonitikanea.gr/2015/12/blog-post_926-5.html

29 Δεκεμβρίου 2019

Πρωτοχρονιάτικος Μποναμάς

Πρωτοχρονιάτικος Μποναμάς !
Ιδού και ένα παλιό διηγηματάκι του 1929, μικρός μποναμάς από εμάς για εσάς που τιμάτε την ιστοσελίδα μας.
«Φίλος παληός, καλός, λίγο ξεπεσμένος για την απλήν εκείνην εποχήν, μας είχε καλέση να κόψωμε, μεταξύ ανδρών μπεκιάρης κι΄αυτός, την βασιλόπητα στο σπήτι του. Ένα σπήτι καλοβαλμένο, πλούσιο, ολίγο περισσότερο επιδεικτικό από ότι εχρειάζετο, με περιποίηση λίγο επίσημη αλλ΄από καλή καρδιά.
Καλεσμένος κόσμος λίγο «μελέ» όπως θα έλεγε σήμερα ο κοσμικογράφος. Φίλοι παλαιοί και νέοι, σε μισή ώρα μέσα η προοιμιακή ψυχρή ατμόσφαιρα, που επιβάλλει πάντα μία κοσμική συγκέντρωσι, είχε ζεσταθή.
Ο φίλος μας μεγιστάν και δημοκράτης συγχρόνως. Μέσα εις τα βαρύτιμα ασημικά και τον πλούσιο κυλικείο ήξευρε να κρατή τον κόσμο του σε όλη τη διάχυση και την οικειότητα μιάς φιλικής συντροφιάς. Εις τον μπακαρά μεγαλοπρεπής επέμεινε έως ότου έχασε μερικές χιλιάδες, ποσόν μυθώδες τότε. Εις την Βασιλόπηττα πεντόλιρο –τρίτον λίρας ας πούμε τωρινής. Κατά τα ξημερώματα, ώραν του χωρισμού, πρόσκλησις εις ημερησίαν εκδρομήν εφ΄αμαξών εις τα Κιούρκα διά την ημέραν των Θεοφανείων.
-Δέχεται σαν αληθινός δούξ ο Μίμης! Είπε συνοψίζων την γενικήν εντύπωσιν κάποιος.
Αυτή ήτο και η γνώμη μου και με εκολάκευε.
Δεν ξέρω πώς χάρις εις μίαν ψιλοκουβέντα της τελευταίας στιγμής έμεινα μόνος με τον νοικοκύρην. Όταν τέλος εσηκώθην να φύγω εκείνος επέμεινε να με συνοδεύση έως την εξώπορτα. Εις μάτην επέμεινα να τον απαλλάξω του κόπου. Και είχα λόγους σοβαρούς γι΄αυτό. Έξω έβρεχε και η ομβρέλλα μου, αν και είχε την αρχαιόηττα αναμφισβητήτως, εστερείτο όμως μιάς ακτίνος. Πως ν΄ανοίξη κανείς μίαν τέτοιαν ομβρέλλα εις την εξώπορτα μιάς δουκικής συγκεντρώσεως; Δεν ειμπορούσα όμως να επιμείνω περισσότερον χωρίς να παρεξηγηθώ.
Ευρέθημεν έτσι κουβεντιάζοντας εις το πόρτ-μαντώ, ένα πόρτ-μαντώ μεγαλοπρεπές, με μπρούντζους που άστραφταν. Ήτο η κρίσιμος στιγμή. Επήρα θάρρρος! Η ομπρέλλα δεν ήτο εκεί.
-Δεν βλέπω την ομβρέλλα μου!
Είπα δειλά, τρέμων μήπως ο σύντροφος οκτώ χειμώνων εμφανισθή αιφνιδίως.
-Μα αυτή θα είνε δική σου! Μου είπεν ο αμφιτρύων και η άλλη η δική μου. Και μου έδειξε την μίαν από της δυό ολοκαίνουριες ομπρέλλες που έμειναν εις το πόρτ-μαντώ.
-Αλλά δεν είνε δική μου! Είπα πάλιν.
-Μήπως θέλεις να πάρης την δική μου; Με ρώτησε πάλιν. Θα ζημιώσης.Η δική σου είνε πειό καινoύργια.
Ηναγκάσθην να υποκύψω εις το μοιραίον. Έφυγα από την δουκικήν δεξίωσιν με μίαν πριγκηπικήν ομπρέλλα. Η αλήθεια όμως είνε ότι μαζύ με τας τύψεις και μια μεγάλη ανησυχία με eβασάνιζε. Τι θα εγίνετο αύριο, μεθαύριο, όταν ο κατά λάθος αφαιρών την δική μου ομπρέλλα θα επανήρχετο εις το σπίτι του φίλου μας δια να πάρη την δικήν του; Ποία τρομερά αποκατάστασις της αληθείας και της ιδιοκτησίας θα εγίνετο εις βάρος μου; Τι θα εσκέπτοντο ο πλούσιος κτήτωρ της ομπρέλλας και ο μεγαλοπρεπής οικοδεσπότης μου δια τον συνδαιτημόνα των της παραμονής;
Εν τούτοις αι ημέραι περνούσαν. Είδα εν τω μεταξύ τον φίλον μου και κανείς λόγος για την ομπρέλλα δεν έγινε. Αυτό ήρχιζε κάπως να με πειράζη. Επί τέλους έπρεπε να καθορισθή η θέσις μου. Έτσι μίαν ημέραν δεν εκρατήθην και ηρώτησα τον φίλον μου…
-Ησύχασε φίλτατε, μου απήντησε. Έβαλα τα πράγματα εις την θέσιν των.
-Δηλαδή;
-Να! Ήλθε ο κύριος με την ομπρέλλα, κάποιος αφηρημένος από τον Πειραιά, και έκανε μάλιστα τον θυμωμένο για την παληά ομπρέλλα που πήρε. Αλλά έννοια σου! Βρήκε με ποιόν να μιλήση.
-Μα είχε δίκηο ο άνθρωπος.
-Δίκηο; Ας πρόσεχε. Το λάθος το έκανε αυτός. Και γι΄αυτό έχασε το δίκηο του.
-Αλλ΄η θέσις η δική μου;
-Μην ανησυχείς. Συ δεν έχεις τίποτε να κάμης σ΄αυτήν την ιστορία. Πήρες μποναμά από κάποιον που δεν επερίμενε μποναμά!
-Αλλά δεν εννοώ αυτό. Επί τέλους τι του είπες του ανθρώπου;
-Απλούστατα. Του είπα: Αγαπητέ μου κύριε, άνθρωποι που κρατούν τέτοια ομπρέλλα δεν συχνάζουν σπήτι μου. Κάπου αλλού θα έγινεν η αλλαγή!».

«Πολιτεία», 1929, Α.Χρυσάνθης
Παλια Αθήνα

23 Δεκεμβρίου 2019

ΥΜΝΟΙ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ! ! !

Χρόνια Πολλά ! ! !

……...…....

ΤΑ ΤΙΜΙΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΛΙΒΑΝΟΣ ΚΑΙ ΣΜΥΡΝΑ

ΤΑ ΤΙΜΙΑ ΔΩΡΑ ΤΩΝ ΜΑΓΩΝ ΧΡΥΣΟΣ ΚΑΙ ΛΙΒΑΝΟΣ ΚΑΙ ΣΜΥΡΝΑ 
ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΟΝ ΤΙΜΙΩΝ ΔΩΡΩΝ 
Ποίημα Μοναχού Γερασίμου Μικραγιαννανίτου 
΄Ηχος δ΄Ταχύ προκατάλαβε.

Τρισόκλεον Δώρόν σου,Μάγοι Περσών βασιλείς, χρυσόν σμύρναν λίβανον, οία νηπίω Χριστέ, πιστώς προσεκόμισαν, άπερ αγιασθέντα, επαφαίς σου αγίαις, άπαντες προσκυνούμεν,κομιζόμενοι χάριν,και αίνον τη ση Γεννήσει,προσάγομεν Κύριε.
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΤΙΜΙΩΝ ΔΩΡΩΝ 
«Καί ελθόντες εις την οικίαν είδον το παιδίον μετά Μαρίας της μητρός αυτού, και πεσόντες προσεκύνησαν αυτώ και ανοίξαντες τους θησαυρούς αυτών προσήνεγκαν αυτώ δώρα, χρυσόν και λίβανον και σμύρναν». (Ματθ. β΄ 11) Μεταξύ των ποικίλων θησαυρών και πολυτίμων κειμηλίων που με πολλή ευλάβεια φυλάσσονται στην Ιερά Μονή του Αγίου Παύλου στο Άγιον Όρος, την πρώτη θέσι καταλαμβάνουν, χωρίς αμφιβολία, τα Τίμια Δώρα που προσέφεραν οι τρεις εξ Ανατολών Μάγοι στον ως βρέφος ενανθρωπήσαντα Κύριον.

 Τα Δώρα αυτά ως γνωστόν είναι χρυσός, λίβανος και σμύρνα.Ο χρυσός βρίσκεται υπό την μορφήν είκοσι οκτώ επιμελώς σκαλισμένων επιπέδων πλακιδίων, ποικίλων σχημάτων (παραλληλογράμμων, τραπεζοειδών, πολυγώνων κτλ.) και διαστάσεων περίπου 5x7 εκ.. Κάθε πλακίδιο έχει διαφορετικό σχέδιο πολύπλοκης καλλιτεχνικής λεπτουργίας. Ο λίβανος και η σμύρνα διατηρούνται ως μείγμα, με τη μορφή εβδομήντα περίπου σφαιρικών χανδρών μεγέθους μικρής ελιάς. Επειδή η πνευματική κυρίως, αλλά και η υλική, ιστορική και αρχαιολογική αξία των Τιμίων Δώρων είναι ανυπολόγιστη, φυλάσσονται με ιδιαίτερη επιμέλεια στο σκευοφυλάκιο της Ιεράς Μονής Αγίου Παύλου. Γιά λόγους ασφαλείας είναι κατανεμημένα σε διάφορες λειψανοθήκες, μόνον δε μέρος αυτών τίθεται σε προσκύνησι των επισκεπτών της Ιεράς Μονής ή μεταφέρεται προς αγιασμόν εκτός Αγίου Όρους, στις κατά τόπους Ιερές Μητροπόλεις. Ο Ευαγγελιστής Λουκάς γράφει για την Παναγία ότι «διετήρει πάντα τα ρήματα ταύτα εν τη καρδία αυτής» (Λουκ. β' 19 και 51). 

Πιστεύεται δε από τους Θεολόγους ερμηνευτές ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά τα “ρήματα”, τα λόγια δηλαδή και τα γεγονότα της ζωής του Κυρίου, η Θεοτόκος τα εκμυστηρεύθηκε στον άγιο Απόστολο Λουκά, ο οποίος και τα συμπεριέλαβε στο Ευαγγέλιό του. Δεν χωρεί καμμία αμφιβολία ότι παράλληλα με τα άγια “ρήματα” του Κυρίου, η Υπεραγία Θεοτόκος “διετήρει” και ο,τι άλλο σχετικό με την επίγεια ζωή Του και φυσικά τα Τίμια Δώρα. Σύμφωνα με την ιστορική και θρησκευτική μας παράδοσι, η Παναγία Μητέρα του Κυρίου, προ της Κοιμήσεώς της, τα παρέδωσε μαζί με την τιμία Εσθήτα και την αγία της Ζώνη στην Εκκλησία των Ιεροσολύμων, όπου και παρέμειναν μέχρι το έτος 400 περίπου. Κατά το έτος τούτο, ο αυτοκράτορας Αρκάδιος τα μετέφερε στην Κωνσταντινούπολι προς αγιασμόν του λαού και προβολή και αρωγή της Βασιλευούσης, όπου και παρέμειναν μέχρι της αλώσεώς της από τους Φράγκους το έτος 1204. Στη συνέχεια και για εξήντα περίπου χρόνια μεταφέρθηκαν, για λόγους ασφαλείας, μαζί με άλλα κειμήλια και θησαυρούς στη Νίκαια της Βιθυνίας, την προσωρινή πρωτεύουσα του Βυζαντίου. Μετά την αποχώρησι των σταυροφόρων, επί αυτοκράτορος Μιχαήλ Παλαιολόγου, επεστράφησαν στην Κωνσταντινούπολι, όπου παρέμειναν μέχρι της υποδουλώσεώς της στους Τούρκους το 1453. 

Μετά  την άλωσι της Κωνσταντινουπόλεως, η ευλαβέστατη Χριστιανή μητέρα του Μωάμεθ του κατακτητού Μάρω τα μετέφερε αυτοπροσώπως στην  Ιερά Μονή Αγίου Παύλου στο  Άγιον  Όρος.

Η Μονή αυτή της ήταν γνωστή καθόσον ο πατέρας της Γεώργιος, ο βασιλεύς της Σερβίας, έκτισε τον καθολικό ναό της, προς τιμήν του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου. Κατά την αγιορείτικη παράδοσι, καθώς η Μάρω ανέβαινε από τον αρσανά (λιμάνι) στη Μονή, η Κυρία Θεοτόκος με υπερφυσικό τρόπο την εμπόδισε να πλησιάση στη Μονή και να παραβιάση το άβατον του Αγίου Όρους. Αυτή υπάκουσε και παρέδωσε ταπεινά τα Τίμια Δώρα στους ευλαβείς μοναχούς, οι οποίοι και έστησαν στο σημείο εκείνο της θεομητορικής παρουσίας ένα Σταυρό που σώζεται μέχρι σήμερα και λέγεται “Σταυρός της Βασιλίσσης”. Το σουλτανικό έγγραφο με τις σχετικές πληροφορίες παραδόσεως των Τιμίων Δώρων φυλάσσεται στο αρχείο της Μονής του Αγίου Παύλου. Η αυθεντικότητα των Τιμίων Δώρων στηρίζεται κατά ένα μέρος στην προφορική παράδοσι και κατά το υπόλοιπο στην ιστορία. Εκείνο όμως που ακράδαντα βεβαιώνει τη γνησιότητα των Τιμίων Δώρων είναι η άρρητη ευωδία που ωρισμένα από αυτά αδιαλείπτως και ωρισμένα κατά καιρούς αναδίδουν και η πλούσια ιαματική και θαυματουργική χάρις που μέχρι των ημερών μας αναβλύζουν. 

ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΙΟΣ ΗΓΟΥΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΣΕΒΑΣΜΙΑΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΗΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ 





























22 Δεκεμβρίου 2019

Χριστούγεννα της Κατοχής….Μνήμες αξέχαστες !

Μνήμες από τα Χριστούγεννα της Κατοχής…



Φωτογραφία από: parathyri.blogspot.com
Του Ευαγγέλου Ζύμαρη συνταξιούχου Δασκάλου

Παραμονές Χριστουγέννων.

Ήμουν τότε οκτώμισι χρόνων. Πήγαινα τρίτη δημοτικού, στο τρίτο δημοτικό σχολείο Βουνακιού. Οι μικρομπακάληδες του Φραγκομαχαλά είχαν παραλάβει να μοιράσουν δωρεάν με κουπόνια απορίας, σκουπόσπορο για να κάνουν οι ταλαίπωροι σκλάβοι καμιά μαύρη τηγανίτα, όσοι είχαν λάδι. Δεν θυμούμαι από ποιόν οργανισμό είχε δοθεί.
Κατ` άτομο έδιναν εκατό δράμια (σημερινά 320 γραμμάρια ) αλεύρι κόκκινο, γιατί το σιτάρι και το κριθάρι ήταν δυσεύρετα. Τα είχαν κατάσχει οι Γερμανοί ή τα κατείχαν μερικοί πλούσιοι μαυραγορίτες.
Θυμούμαι και το γράφω για πρώτη φορά, τον πατέρα μου τον συχωρεμένο που μου είπε: Δες να το λες και να το διηγείσαι. Αντί να δώσουν στους ανθρώπους λίγο τυρί ή κρέας -μέρες που είναι -δίνουν σκουπόσπορο που έτρωγαν τα ζώα…
Κάποια άλλα Χριστούγεννα της κατοχής πριν τις διακοπές (δεν θυμάμαι αν ήταν του 41 ή του 43) το συσσίτιο του σχολείου ήταν πιο πλούσιο. Μας έδωσαν ένα σικλάκι φασολάδα στον κάθε μαθητή (δυο μερίδες ) και το σπουδαιότερο, περίπου μισή οκά (640 γραμμάρια) σύκα ζαχαρένια σαν αυτά που πουλούν τα καταστήματα ξηρών καρπών. Όμως, στη διαδρομή μου για το σπίτι μέσω της οδού Αγίων Αποστόλων λίγα μέτρα πριν την σημερινή κλινική του Αυγουστή, ένας εικοσάχρονος νέος πεινασμένος, μου τ` άρπαξε και εξαφανίστηκε στο στενό. Δεν θα ξεχάσω την πίκρα και τα κλάματά μου. Γιατί εκτός από `μένα περίμεναν κι άλλοι τρεις στο σπίτι (γονείς και μικρή αδελφή), ν` απολαύσουν αυτό το ωραίο γλύκισμα…
Εκείνες τις μέρες ευτυχώς, είχαμε πουλήσει κάποια καλή κουβέρτα για δυο οκάδες κουκιά. Δεν φαντάζεσθε τι συμβούλια επί συμβουλίων έγιναν για το πως να τα απολαύσουμε. Ένα μέλος της οικογένειας έλεγε να τα βράζουμε λίγα-λίγα για να περάσουμε μια εβδομάδα τρώγοντας όποτε πεινούμε ένα πιάτο με πολύ ζουμί. άλλο, να τα φάμε μονομερίς τα μισά τα Χριστούγεννα και τα μισά το Πάσχα. Γιατί ποιος ξέρει αν ξαναβρίσκαμε άλλο τέτοιο κελεπούρι. Τελικά επικράτησε η δεύτερη γνώμη και κάναμε Χριστούγεννα και Πάσχα με κουκιά και μπόλικο λάδι.
Διότι κάναμε το παν να μη στερηθούμε το ευλογημένο λαδάκι. Χωρίς αυτό, (όσοι το στερήθηκαν) πρηζόταν και πέθαιναν με αργό θάνατο. Ενώ έχοντας το λαδάκι με χόρτα ακόμα και με τσουκνίδες ξεγελούσαμε την πείνα μας.
Ήρθαν τα Χριστούγεννα. 
Με συσκοτισμένα τα σπίτια (βάζοντας στα πορτοπαράθυρα μπλε χαρτί είτε σεντόνια, διαταγή του κατακτητή) περιμέναμε τα λίγα τολμηρά παιδιά, να μας πουν τα κάλαντα. Το φιλοδώρημα που έπαιρναν μ` ευχαρίστηση απ` όσους είχαν, ήταν μια φούχτα τσίκουδα, λίγα κουντουρούδια ή το καλύτερο, λίγα ξερά σύκα.
Που να βρεθούν γλυκά; Από τι αλεύρι; Αφού κι ο καφές που σέρβιραν κάποτε (στους επισκέπτες) ήταν κριθαρίτικος και για ζάχαρη η νοικοκυρά κοπάνιζε χαρούπια και τα ζεματούσε με νερό για να βγάλουν το λίγο μελάκι που είχαν μέσα…
Αυτά τα λίγα περιστατικά, λόγω σεβασμού στο χώρο του εξαίρετου περιοδικού «Δάφνη», επέλεξα απ` τα τόσα παράδοξα που πέρασε η γενιά μας στην κατοχή αυτές τις άγιες μέρες αλλά και όλη την τετραετία της Γερμανικής σκλαβιάς, για να εκτιμούν οι νεώτεροι και προ πάντων τα παιδιά και τα εγγόνια μας τι παράδεισο αφθονίας έχουμε τώρα και να δοξάζουν το Θείο Βρέφος της Βηθλεέμ και Σωτήρα Χριστό που μας χαρίζει την ελευθερία μας με τα πλούσια αγαθά της.
Να τα απολαμβάνουν με αγάπη και χαρά χωρίς να γκρινιάζουν και να εκτιμούν αυτά που έχουν, ευχόμενοι να μην ξαναέλθουν στο λαό μας αλλά και σε κανένα λαό του κόσμου τέτοιες δυσβάσταχτες εποχές δυστυχίας και στέρησης.

Πηγή: Αβέρωφ
Σχόλιο: τότε τα παιδιά, έστω και με τον φόβο του κατακτητή, λέγαν τα κάλαντα…τώρα φοβόμαστε να τα αφήσουμε να πάνε μέχρι την διπλανή πόρτα…
...αλλά δεν θα τους περάσει, θα βγούνε τα παιδιά στη γειτονιά να καλαντίσουν,έστω και αν εμείς από κάπου κοντά θα τα παρακολουθούμε, για ασφάλεια. Δεν θα αφήσουμε την γειτονιά χωρίς κάλαντα, χωρίς να ψάλλουν οι αθώες παιδικές φωνές το μήνυμα της Γέννησης. είναι ανάγκη να ακουστεί, να αντηχήσει η ΕΛΠΙΔΑ…

21 Δεκεμβρίου 2019

Χριστούγεννα-Οι τρείς μάγοι-Φώτης Κόντογλου.

Οι τρεις Μάγοι, Ψηφιδωτό από τον Άγιο Απολλινάριο (Αναφέρονται τα ονομάτα των Μάγων) 

Πως τους επροφήτευσε ο μάντης Βαλαάμ 1300 χρόνια πριν από τη Γέννηση
Κατά την αγία Γέννηση του Χριστού ενωθήκανε τα ουράνια με τα επίγεια. Ο ουρανός έδωσε τον Αστέρα και τους Αγγέλους που δοξολογούσανε ψέλνοντας, και η γη έδωσε την Παναγία, τον Ιωσήφ, τους τσομπάνηδες και τους μάγους.
Αυτοί οι μάγοι είναι μυστήριο πως βρεθήκανε σε κείνο το έρημο μέρος, ξεκινημένοι από τη μακρινή Χαλδαία. «Τού δε Ιησού γεννηθέντος εν Βηθλεέμ της Ιουδαίας εν ημέραις Ηρώδου του βασιλέως, ιδού μάγοι από ανατολών παρεγένοντο εις Ιεροσόλυμα λέγοντες· που εστιν ο τεχθείς βασιλεύς των Ιουδαίων; είδομεν γαρ αυτού τον αστέρα εν τη ανατολή και ήλθομεν προσκυνήσαι αυτώ.»
Αυτά λέγει το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο. Καί πως σαν άκουσε ο Ηρώδης πως γεννήθηκε ο Χριστός, ο βασιλέας των Ιουδαίων, νόμισε πως είναι επίγειος βασιλιάς κι επειδή φοβήθηκε μήπως του πάρει την βασιλεία, σύναξε όλους τους αρχιερείς και γραμματείς, και τους ρωτούσε που γεννήθηκε ο Χριστός. Καί εκείνοι του είπανε: Στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας, γιατί έτσι είναι γραμμένο από τον προφήτη Ησαία, που είπε: «Καί εσύ, Βηθλεέμ, γη Ιούδα, δεν είσαι καθόλου μικρή ανάμεσα στους ηγεμόνες του Ιούδα. Γιατί από σένα θα βγεί ένας άρχοντας, που θα κυβερνήσει τον λαό μου τον Ισραήλ».
Καί παρακάτω γράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος: «Τότε ο Ηρώδης φώναξε κρυφά τους μάγους και πληροφορήθηκε από πότε φανερώθηκε το άστρο, και τους έστειλε στη Βηθλεέμ, λέγοντάς τους: ῾Πηγαίνετε και εξετάσετε καλά για το παιδί, και σαν το βρείτε, ειδοποιήστε με για να έρθω κι εγώ να το προσκυνήσω᾿. Καί εκείνοι τον ακούσανε και τραβήξανε. Καί να, το άστρο που είδανε στην Ανατολή τους οδηγούσε, πηγαίνοντας μπροστά τους, ως που πήγε και στάθηκε απάνω από το μέρος που ήτανε το παιδί. Καί σαν είδανε το άστρο, πήρανε πολύ μεγάλη χαρά, και πηγαίνοντας στο μέρος που γεννήθηκε, είδανε το παιδί μαζί με τη μητέρα του τη Μαρία, και πέσανε και το προσκυνήσανε, κι ανοίξανε τα θησαυροφυλάκια τους και του προσφέρανε για δώρα, χρυσάφι και λιβάνι και σμύρνα. Κι επειδή είδανε κάποιο σημείο στο όνειρό τους να μην ξαναγυρίσουνε στον Ηρώδη, από άλλον δρόμο μισέψανε στη χώρα τους».
Ποιοί, λοιπόν, ήτανε τούτοι οι Μάγοι κι από που κινήσανε, και γιατί καταλάβανε τι λογής άστρο ήτανε εκείνο, και πως γνωρίζανε πως γεννήθηκε ο Χριστός, αφού δεν το ήξερε μήτε ο βασιλιάς της Ιουδαίας; Αυτή η παράξενη ιστορία αρχίζει από χρόνια πολύ παλιά, χίλια τρακόσια χρόνια, απάνω-κάτω, πριν από τη Γέννηση του Χριστού. Τέτοιες ιστορίες που βαστάνε χίλια χρόνια ως να φανεί το τέλος τους, μονάχα στην Ανατολή γίνουνται.
Σε εκείνον τον παμπάλαιο καιρό, ζούσε στη Φαθουρά της Μεσοποταμίας ένας Βαλαάμ, γιός κάποιου Βεώρ, μάγος φημισμένος. Οι Εβραίοι, φεύγοντας από την Αίγυπτο, με τον Μωυσή αρχηγό τους, είχανε φτάξει, ύστερα από πολλά βάσανα, στη Γη της Επαγγελίας, και πολεμούσανε με τις διάφορες φυλές που τους φράζανε το δρόμο. Μία από αυτές τις φυλές ήτανε και οι Μωαβίτες, που κατοικούσανε στα ανατολικά της Νεκρής Θάλασσας, άνθρωποι πολεμικοί αφού λέγανε πως βαστούσανε από τους γείτονες Ομμίν.
Αυτοί, λοιπόν, είχανε τότες βασιλέα τον Βαλάκ. Βλέποντας ο Βαλάκ πως οι Ισραηλίτες νικήσανε τους Αμορραίους και τον Ωρ, τον βασιλέα του Βασάν, φοβήθηκε πως δεν θα τα βγάλει πέρα με τους Εβραίους, κι έστειλε κάποιους άρχοντες στον Βαλαάμ, να του πούνε πως οι Ισραηλίτες φτάξανε στα σύνορά του και πως είναι πολύς στρατός, και να τον παρακαλέσουνε να πάγει να τους καταραστεί, ώστε να νικηθούνε. Επειδή πίστευε ο Βαλάκ πως όποιον θα βλογούσε ο Βαλαάμ, θα νικούσε, κι όποιον καταριότανε θα νικιότανε.
Οι αποστελλάμενοι φτάξανε το βράδυ στο χωριό του Βαλαάμ και του είπανε γιατί τους έστειλε ο Βασιλιάς τους. Κι εκείνος τους είπε να καταλύσουνε τη νύχτα στο χωριό, και πως την άλλη μέρα θα τους πεί ότι του λαλήσει ο Θεός. Καί το πρωί, σαν σηκωθήκανε, τους είπε ο Βαλαάμ πως ο Θεός τον πρόσταξε να μην πάγει να καταραστεί τους Ισραηλίτες, γιατί είναι βλογημένοι. Κι οι Μωαβίτες φύγανε, και γυρίσανε στον τόπο τους και είπανε στον βασιλιά ότι τους είχε πεί ο Βαλαάμ. Τότες ο Βαλάκ τους ξανάστειλε στον μάγο, παρακαλώντας τον να πάγει, και τάζοντάς του μεγάλες τιμές και πολλά πλούτη. Μα ο Βαλαάμ αποκρίθηκε πως δεν θα πάγει, κι αν του δώσει ο βασιλιάς ακόμα και το παλάτι του γεμάτο χρυσάφι, γιατί δεν μπορεί να παρακούσει στον λόγο του Θεού.
Πλην φανερώθηκε ο Θεός τη νύχτα στον Βαλαάμ, και του είπε να πάγει στον Βαλάκ, μα να κάνει ότι θα του πεί αυτός. Το πρωί, λοιπόν, καβαλίκεψε τη γαιδάρα του, και τράβηξε, μαζί με τους Μωαβίτες και με τους δυό γιούς του. Αλλά, εκεί που περπατούσανε, η γαιδάρα ξεστράτισε από τον δρόμο, κι ο Βαλαάμ την έδερνε με το ραβδί που βαστούσε, ως που φτάξανε σε ένα μέρος που περνούσε ο δρόμος ανάμεσα στ᾿ αμπέλια, μεταξύ σε δύο ξεροτρόχαλους (ξερολιθιές), κι εκεί η γαιδάρα κόλλησε απάνω στον τοίχο και ζούληξε το ποδάρι του Βαλαάμ, κι εκείνος έπιασε και τη χτυπούσε με το ραβδί. Μα η γαιδάρα δεν σάλευε από τον τόπο της, αλλά κώλωνε και πίσω, κι ο γέρος την έδερνε θυμωμένος.
Τότες, άνοιξε η γαιδάρα το στόμα της και μίλησε με ανθρώπινη φωνή και είπε στον Βαλαάμ: «Τι έκανα και με δέρνεις;» Κι είπε ο Βαλαάμ: «Με περιπαίζεις άτιμο ζωντόβολο! Αν είχα μαχαίρι, θα σε έσφαζα». Κι είπε η γαιδάρα: «Με καβαλικεύεις από τα νιάτα σου, και δεν σε στεναχώρησα ως τα σήμερα. Λοιπόν δεν φταίγω εγώ, που δεν πηγαίνω μπροστά». Καί τότες ξεσκέπασε ο Θεός τα μάτια του Βαλαάμ, κι είδε έναν Άγγελο με το σπαθί στο χέρι, που μπόδιζε τη γαιδάρα να περπατήξει. Κι ο Βαλαάμ έσκυψε και τον προσκύνησε. Καί του είπε ο Άγγελος: «Με έστειλε ο Θεός να σε μποδίσω. Τώρα πήγαινε μαζί με τους άλλους. Μα εγώ θα σού πω τι λόγο θα λαλήσεις».
Φτάνοντας λοιπόν στη χώρα του Μωάβ, τον υποδέχτηκε με τιμή ο Βαλάκ, κι ανεβήκανε μαζί σε ένα βουνό Φαγιώρ. Κι είπε ο Βαλαάμ: «Ότι μου πεί ο Κύριος, αυτό θα κάνω». Καί σαν είδε από μακριά το στράτευμα των Εβραίων, άκουσε φωνή Κυρίου που του έλεγε: «Ευλογημένος είναι ο λαός μου ο Ισραήλ. Από το σπέρμα του θα βγεί ένας άνθρωπος που θα βασιλέψει απάνω σε πολλά έθνη. Όποιος τον βλογήσει, θα είναι βλογημένος κι όποιος τον καταραστεί, θα είναι καταραμένος».
Καί βλόγησε, λοιπόν, ο Βαλαάμ τους Ισραηλίτες. Κι ο Βαλάκ θύμωσε, μα ο Βαλαάμ του είπε πως δεν μπορεί να μην κάνει το θέλημα του Θεού». Όπως βλέπει κανένας, ο Βαλαάμ είναι ο δεύτερος, ύστερα από τον Ιακώβ, που προφήτεψε πως ο Χριστός θα γεννηθεί από το γένος των Εβραίων, κατά τα λόγια του Θεού που του είπε πως από αυτό το γένος θα γεννηθεί ένας άρχοντας που θα βασιλέψει πάνω στα έθνη. Η προφητεία του μοιάζει με την προφητεία που είπε για τον Χριστό ο πατριάρχης Ιακώβ, γιατί παρομοίασε, και κείνος, τον Χριστό με λιοντάρι, λέγοντας: «Αναπεσών εκοιμήθη ως λέων και ως σκύμνος. Τις εγείρει αυτόν;» Κ᾿ η προφητεία του Βαλαάμ λέγει:«Κατακλιθείς ανεπαύσατο ως λέων και ως σκύμνος. Τις αναστήσει αυτόν;» (Αριθ. κγ´ 9).
Αυτός, λοιπόν, είναι ο μάντις Βαλαάμ, ο προπάτορας των μάγων που πήγανε από τη Χαλδαία να προσκυνήσουνε τον Χριστό στο σπήλαιο που γεννήθηκε. Ο Βαλαάμ είπε στους μαθητάδες του πως θα γεννηθεί από τη φυλή του Ιούδα ο μέγας Βασιλιάς, και τους προανάγγειλε να κοιτάξουνε τον ουρανό ως να δούνε ένα καινούργιο άστρο, κι άμα το δούνε, να τρέξουνε να το ακολουθήσουνε, και κείνο θα τους οδηγήσει στον τόπο που θα γεννηθεί ο Χριστός.
Αυτόν τον λόγο τον φυλάξανε οι μαθητάδες του Βαλαάμ και τον μεταδώσανε στους μαθητάδες τους, και περιμένανε χίλια τρακόσια χρόνια, ως που να δούνε εκείνον τον εξαίσιον Αστέρα. Καί δεν εβγήκε ψεύτικη η προφητεία του γέρο Βαλαάμ, αλλά αληθινή, και σαν είδανε το παράξενο άστρο, σκιρτήσανε από χαρά, και τρέξανε να προσκυνήσουνε τον Κύριο, που δεν βαρεθήκανε να τον περιμένουν χίλια τρακόσια χρόνια, νύχτα με νύχτα. Ω! Πόση υπομονή έχει η πίστη! Ανάμεσα στα ευωδιασμένα άνθη της υμνωδίας, με τα οποία στολίζει η Εκκλησία μας τη Γέννηση του Χριστού, είναι και τούτο το ωραίο τροπάρι που είναι εμπνευσμένο από την ιστορία του Βαλαάμ: 

«Τού Μάντεως πάλαι Βαλαάμ, των λόγων μυητάς σοφούς, αστεροσκόπους χαράς έπλησας, αστήρ εκ του Ιακώβ, ανατείλας Δέσποτα, Εθνών απαρχήν εισαγομένους· εδέξω δε προφανώς, δώρά σοι δεκτά προσκομίζοντας».

Πηγή: nektarios
Η εικόνα από:Εδώ

Τὸ Δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων στὸν Παπαδιαμάντη-Κώστας Παπαδημητρίου

Χαρακτικό µε τη µορφή του Αλέξανδρου Παπαδιαµάντη, όπως δηµοσιεύθηκε στο εξώφυλλο του περιοδικού «Νέα Εστία» τα Χριστούγεννα του 1941

Πάνε αρκετά χρόνια από τότε. Στήν Ναύπακτο, ένα αρκετά ευκατάστατο ανδρόγυνο είχε φέρει από τήν Αγγλία νεαρή Αγγλίδα δασκάλα νά διδάσκη τά παιδιά του στήν αγγλική γλώσσα. Εκείνη θέλησε νά εκμεταλλευθή τήν ευκαιρία τής παραμονής της στήν Ελλάδα νά μάθη ελληνικά. Καί εκλήθη ο υποφαινόμενος μέ τά πάμπτωχα αγγλικά του νά τής διδάξη τά ελληνικά, μέ σχετικό αντιμίσθιο βέβαια.
Τό πρόγραμμα προχωρούσε κανονικά μέ αρκετές δυσκολίες συνεννόησης λόγω τής δικής μου γλωσσικής πενίας τών αγγλικών. Αλησμόνητος θά μού μείνη ο εξής διάλογος μαζί της. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων , θυμάμαι, καί μού είπε:
-Αύριο καί μεθαύριο δέν θά είμαι εδώ γιά νά γίνη τό μάθημα. Θά πάω στήν Πάτρα, όπου μέ άλλους συμπατριώτες μου καί Έλληνες φίλους, οι πιό πολλοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι, θά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα.
-Καί πώς θά γιορτάσετε, τής έκανα τήν αδιάκριτη ερώτηση.
-Νά, θά μαζευτούμε σέ ένα φιλικό σπίτι καί θά πίνουμε ουΐσκι ή μπύρα.
-Καί πόση ώρα καί πόσο ποτό θά πιήτε, τήν ξαναρώτησα.

-Όλη τή νύχτα, ώσπου ο καθένας νά χάση τίς αισθήσεις του καί νά κοιμηθή όπου βρίσκεται. Εκεί θά μείνη ως τό απόγευμα. Ύστερα θά φάμε κάτι καί θά αρχίση πάλι τό ποτό.
Ωραία τιμή στόν εορταζόμενο Θεάνθρωπο, είπα μέσα μου, κι αμέσως θυμήθηκα τά δικά μας αγνά καί χαρούμενα Χριστούγεννα. Προπαντός εκείνα τά έθιμα πού ζούσαμε στά μικρά χωριά μας, μέ τά οποία νιώθαμε τή μεγάλη χαρά τής Γέννησης τού Χριστού. Καί σήμερα, λίγες μέρες πρίν από τή μεγάλη γιορτή, θυμάμαι εκείνον τόν διάλογο μέ τήν αγγλίδα καί ο νούς μου πετάει σέ κάποιες σελίδες τών διηγημάτων τού Αλ. Παπαδιαμάντη, πού αναφέρονται στόν εορτασμό τών Χριστουγέννων στήν ύπαιθρο.
Ο Παπαδιαμάντης έχει τήν τέχνη νά ανταποκρίνεται στίς ψυχικές ανάγκες τού Έλληνα. Προσφέρει στήν αγωνιώσα συνείδησή μας μιά ζωογόνο πηγή γαλήνης. Η προσφορά του γίνεται περισσότερο κατανοητή στό εορταστικό Δωδεκαήμερο τών Χριστουγέννων. Δεκαπέντε διηγήματα, δεκαπέντε κομψοτεχνήματα λογοτεχνικά μέσα στά οποία αναδεύεται η ψυχή τού Έλληνα, μέ τά ωραία ήθη καί έθιμα, τή γεμάτη ευγένεια διάθεσή του, τό χιούμορ, τήν αξιοπρέπεια τού πόνου, τήν λατρευτική ανάταση, τόν αυθορμητισμό τών απλών ανθρώπων, γεμίζουν τίς σελίδες τών έργων του. Μέ τήν τέχνη του διαχέεται στίς ψυχές τών Χριστιανών τό σιωπηλό πάθος τής πίστης. Σέ κάνει νά γυρίζης πίσω σέ κάποια χρόνια μακρινά, πού τό εγώ σου τά γυρεύει μέ λαχτάρα. Αλλάζει ο άνθρωπος μέ τίς εποχές καί τήν ηλικία. Μέσα του όμως ο αλλαγμένος άνθρωπος κοντά στή σκέψη του καί τίς αδυναμίες του κρατάει κάτι από ό,τι έζησε στήν παιδική του ηλικία. Αυτό τό κάτι, τό παιδικό, τό λαχταριστό, τό περασμένο καί χαρούμενο, τό ξαναζωντανεύει ο Παπαδιαμάντης καί τό φέρνει ολόρθο μπροστά μας. Τό κοιτάς τότε καί νιώθεις πώς δέν ξέμαθες νά αισθάνεσαι, νά χαίρεσαι καί νά λαχταράς τήν απλότητα, τήν αγνή ομορφιά, τήν ημεράδα καί γλυκύτητα στήν πλάση, τήν καλοσύνη τών απλών ανθρώπων μέ τά πάθη τους, τίς μικροκακίες τους. Ζής κι εσύ τότε μιά ζωή φυσική, χειροπιαστή καί απλοϊκή, αυτή πού ταιριάζει στήν ιδιοσυγκρασία τού Έλληνα καί τής φύσης τής Ελλάδας.
Η γιορταστική επικαιρότητα τού Δωδεκαημέρου τών Χριστουγέννων διαχέεται στά διηγήματά του πανηγυρικά, θρησκευτικά, μέ λυρική έκσταση, μπροστά στό κάλλος τής φύσης καί εξοικείωση μέ τούς απλοϊκούς καί ανυποψίαστους συντοπίτες του, πού τούς αναβιώνει καί έξω από τό εορταστικό πλαίσιο.
Παραθέτουμε μερικά σχετικά αποσπάσματα.

Στό διήγημα του «Άνθος τού γιαλού» μέ γλώσσα απλή καί πυκνή, χωρίς περίτεχνα φτιασιδώματα, αναφέρεται στό ιστορικό τής μεγάλης γιορτής τών Χριστουγέννων.

«Έφτασε η μέρα πού ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία μέ αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε τό Βρέφος μές στή Σπηλιά, τό εσήκωσε, τό εσπαργάνωσε μέ χαρά, καί τόβαλε στό παχνί, γιά νά τό κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κι ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τά χνώτα τους στό παχνί κι εφυσούσαν μαλακά νά ζεστάνουν τό θείο Βρέφος. Νά, τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!

Ήρθαν οι βοσκοί, δυό γέροι μέ μακρυά άσπρα μαλλιά, μέ τίς μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο μέ τή φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τόν Άγγελον αστραπόμορφον, μέ χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ’ αγγελούδια πού έψαλλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»! Έμειναν γονατιστοί, μ’ εκστατικά μάτια, κάτω από τό παχνί, πολλήν ώρα, κι ελάτρευαν αχόρταγα τό θάμα τό ουράνιο. Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!
Έφτασαν κι οι τρείς Μάγοι, καβάλα στίς καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στό κεφάλι, κι εφορούσαν μακρυές γούνες μέ πορφύρα κατακόκκινη. Καί τ’ αστεράκι, κι ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε καί εκάθισε στή σκεπή τής Σπηλιάς, κι έλαμπε μέ γλυκό ουράνιο φώς, πού παραμέριζε τής νυχτός τό σκοτάδι. Οι τρείς βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ’ τίς καμήλες τους, εμβήκαν στό Σπήλαιο, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό Παιδί. Άνοιξαν τά πλούσια τά δισάκκια τους, κι επρόσφεραν δώρα: χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν.
-Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!
(«Τό Άνθος τού γιαλού», Α σελ. 392)

Στό έργο του «Ο Αμερικάνος» ο κεντρικός του ήρωας Ιωάννης Μοθωνιός γυρίζει στήν πατρίδα του, ύστερα από χρόνια απουσίας, γιά νά παντρευτή τήν αρραβωνιαστικιά του Μελαχροινή Κουμπουρτζή. Μήνες καί χρόνια εκείνη μέ τή μάνα της, τή θεια-Κυρατσώ, απελπισμένες τόν περίμεναν. Ούτε γιορτές, ούτε χαρές στό φτωχικό τους. Καί νά, μιά παραμονή Χριστουγέννων γυρίζει ο Αμερικάνος. Δέν τόν αναγνωρίζουν οι κάτοικοι. Αυτός περιέρχεται τά στενά δρομάκια τού χωριού γιά ν’ αναγνωρίση τό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του. Ακούει παιδικές φωνές. «Ίσως ήκουε τά διασταυρούμενα καί φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα τών παίδων τής γειτονίας, οίτινες επισκεπτόμενοι τάς οικίας, έψαλλον τά Χριστούγεννα. Εδώ μέν ηκούοντο οι στίχοι:
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή τού χρόνου
εβγάτ’ ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται…», 

φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς καί ευθυμίας.
Πήγαν καί στό φτωχικό τής γριάς Κυρατσούς τά παιδιά. Χτυπάνε τήν πόρτα.
-Νά ρ’ θούμε νά τραγουδήσουμε, θειά;, ρωτάνε.
Βγαίνει στήν πόρτα μέ μαύρη μαντήλα η γριά Κυρατσώ καί μέ θλιμμένη φωνή τούς λέει:
-Όχι, παιδάκια μ’ , τί νά τραγ’δήστε από μάς; Έχουμε καί μείς κανένα; Καλή χρονίτσα νάχετε καί σύρτε αλλού νά τραγ’δήστε. Τούς έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις τήν χείραν καί κείνα έφυγαν ευτυχισμένα».
Τό βράδυ έφτασε στό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του ο Αμερικάνος καί:

«Όταν οι γείτονες τής θειά Κυρατσώς τής Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τά μεσάνυκτα διά νά υπάγουν εις τήν εκκλησίαν, τής οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες τήν οικίαν τής πτωχής χήρας, εκεί όπου δέν εδέχοντο τά παιδία νά τραγουδήσουν τά Χριστούγεννα, αλλά τά απέπεμπον μέ τάς φράσεις «δέν έχουμε κανένα» καί «τί θά τραγουδήστε από μάς;», κατάφωτον, μέ όλα τά παραθυρόφυλλα ανοικτά, μέ τάς υέλους απαστραπτούσας, μέ τήν θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, μέ δυό φανάρια ανηρτημένα εις τόν εξώστην, μέ ελαφρώς διερχομένας σκιάς, μέ χαρμοσύνους φωνάς καί θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δέν ήργησαν νά πληροφορηθώσιν. Όσοι δέν τό έμαθον εις τήν γειτονιάν, τό έμαθαν εις τήν εκκλησίαν.

Μετά τρείς ημέρας, τή Κυριακή μετά τήν Χριστού γέννησιν, ετελούντο εν πάση χαρά καί σεμνότητι οι γάμοι τού Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά τής Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.
Η θειά-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν επ’ ολίγας στιγμάς τήν χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, διά ν’ ασπασθή τά στέφανα. Καί τήν παραμονήν τού Αγίου Βασιλείου, τό εσπέρας, ισταμένη εις τόν εξώστην, ηκούσθη φωνούσα πρός τούς διερχομένους ομίλους τών παίδων’
-Ελάτε, παιδιά, νά τραγ’δήστε…..» («Ο Αμερικάνος», τομ. Γ σελ. 257-8).
Τα επόμενα αποσπάσματα παρέχουν παραδείγματα ζωντανά πιστών στην αποστολή της ιερέων, που με κίνδυνο της ζωής τους πάνε σε απόκρημνα μέρη με άγριες καιρικές συνθήκες, όπου βρίσκονται φτωχά ερημοκκλήσια, για να λειτουργήσουν το Δωδεκαήμερο και να νιώσουν και οι αποκλεισμένοι εκεί ξωμάχοι τη χαρά του μεγάλου γεγονότος, της ενανθρώπησης του Θεού:

«Επάνω στον βράχον της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδότρας….Σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά, για να βαφτιστή η πλάση, μια Χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυό καράβια, έταξε στην Παναγία. Κι έχτισε αυτό το παρεκκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδών της…..Ας δώση η Παναγία και σήμερα να’ ναι κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας και στους γονιούς σας…
Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γη, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του.
Όλον τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθιά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», δια να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των, τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξευραν να κάνουν το σταυρό τους, δια να αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί καί εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παπάς με τους πτερουγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασοπλήκτους βράχους, δια να φωτίση κι αγιάση τ’ αφώτιστα κύματα….» «Το αγνάντεμα» τομ. Α σελ.362)
«Τω όντι η γραία, αντί να μείνη εις το χωρίον να κάμη Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παπα-Κωνσταντής ο Μπρικόλας έμελλε ν’ ανέλθη το πρωΐ, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήση το εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγη εις Κεχρεάς το ρέμα, να πειθαναγκάση την κόρην της και τα εγγονάκια της να σηκωθώσι το πρωΐ ν’ ανέλθωσιν εις το εξωκκλήσιον, το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν ώραν από το χωρίον και μίαν ώραν από Κεχρεάν, δια να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, δια να τους ανθρωπέψη ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ ρέμα…» («Αλαφροΐσκιωτος» τ. Β σελ. 81-82).
Στο «Χριστό στο Κάστρο», ο παπα-Φραγκούλης δεν μας εκπλήσσει για τις θεολογικές του γνώσεις-αν είχε- όσο για την αφοσίωσή του στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Και αυτός και οι απλοϊκοί ενορίτες του άφησαν παραδείγματα πιστής τήρησης της παράδοσης συνδυασμένης με την αγάπη προς το συνάνθρωπο.
«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο στην πέρα πάντα στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;». Αυτά είπε φωναχτά την παραμονή των Χριστουγέννων ο παπα-Φραγκούλης. Τον άκουσαν η παπαδιά και οι γειτόνοι και όλοι έπεσαν σε αγωνία. «Τι βοήθεια να τους κάμουμε; είπε ο Πανάγος, ο μαραγκός. Απ’ τη στεριά ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά….»
«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβε ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας δεν πήγαμε…φέτος που είναι βαρύς….»
Και στις φοβίες και αντιρρήσεις του Πανάγου πρόσθεσε:
«Πανάγο, η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό και για την ευφορία της γης και για την υγεία ακόμα. Ανάγκη δεν έχει ο Χριστός να πάνε να του λειτουργήσουνε. Μα όπου είναι μερική προαίρεσις καλή, κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, κι όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός και εναντίον του καιρού και με χίλια εμπόδια….Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλάς και με θαύμα ακόμα….»
Δεν άργησαν όλοι να συμφωνήσουν με τη γνώμη του παπα-Φραγκούλη. Ήταν συνολικά δεκαπέντε. «Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ’ ο άνεμος ήτο παγερός». Επιβιβάστηκαν σε βάρκα και με κόπο πολύ έφτασαν κάτω από το Κάστρο. Άφησαν την ακρογιαλιά κι ανέβηκαν στο Κάστρο. Εκεί συνάντησαν τον Αργύρη της Μυλωνούς και το Γιάννη το Νυφιώτη.
«Όταν εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσεν την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, και ενύσταζον τινές αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις».
Ο παπα-Φραγκούλης βγήκε στην πύλη κι έψαλλε το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ» και ύστερα το «Άγγελοι υμνούσιν απαύστως εκεί….Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον τεχθέντι».
Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές έξω απ’ το ναό. Μερικοί πετάχτηκαν. Οι κραυγές έρχονταν από μια βραχώδη ακτή. Ένα πλοίο είχε προσαράξει στα βράχια και οι επιβαίνοντες βγήκαν σώοι. Έχασαν τον προσανατολισμό τους και δεν ήξεραν προς τα που να προχωρήσουν. Η σελήνη είχε δύσει. Κραυγές αγωνίας και ταραχής ακούονταν «όμοιαι με εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι»
Διέκριναν όμως τα φώτα στο ναΐσκο και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Μπήκαν όλοι μέσα να παρακολουθήσουν τη λειτουργία που έφτανε στο τέλος της…
«Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτημήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα και ο καπετάν-Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότας, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ’ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.
Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ κι επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν’ απέλθωσιν» («Στο Χριστό στο Κάστρο» τομ. Γ σελ. 279-280).
Μεταφέρθηκα νοερά στους ανθρώπους εκείνους. Φαντάσθηκα την ανεκλάλητη χαρά και γαλήνη που βίωσαν εκείνα τα Χριστούγεννα. Γιόρτασαν το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Κυρίου, σε συνδυασμό με πράξη φιλαλληλίας και ανθρωπισμού. Τότε είναι η χαρά της γιορτής διπλή, όταν συνοδεύεται με το δόσιμο και όχι με το πάρσιμο. «Όταν είναι να βοηθήση κανείς ανθρώπους…», που είπε και ο παπα-Φραγκούλης.

Τού Κώστα Παπαδημητρίου
Ὁ συντάκτης εἶναι τ. Ἐπιθεωρητὴς Πρωτοβάθμιας Ἐκπαίδευσης

18 Δεκεμβρίου 2019

Τα Χριστούγεννα του Οσμάν Πασά -Συγκινητική πραγματική ιστορία !

Χαράματα. Οι μοναχοί της μονής των Ασωμάτων βγαίνουν από την εκκλησία και κατευθύνονται στα κελιά τους. Αύριο Χριστούγεννα. Η μητρόπολη των εορτών. Η καρδιά τους σκιρτάει σε αυτή τη σκέψη. Και ας είναι σκλάβοι. Ο λυτρωτής, ο ελευθερωτής των ψυχών τους άμποτε να δώσει και την ποθητή λευτεριά του Γένους.
Βρισκόμαστε στα 1814. Χρόνια βαριά, γεμάτα δυστυχία και θλίψη.
«Οι Τούρκοι ! Οι Τούρκοι !» διακόπτει ξαφνικά τη γαλήνη Του μοναστηριού μία λαχταρισμένη φωνή.
Πραγματικά Τούρκοι ζαπτιέδες είχαν περικυκλώσει το μοναστήρι και ζητούσαν να μιλήσουν στον ηγούμενο Ιωσήφ. Ο ηγούμενος, ήταν 28 χρόνων τότε, άνοιξε την πύλη και τους έβαλε μέσα. Ήξερε τούρκικα και γρήγορα συνεννοήθηκε μαζί τους. Ο Χατζή Οσμάν Πασάς, ο φόβος και τρόμος των Γενιτσάρων, τον καλούσε στο Ρέθυμνο.
Ο Ιωσήφ κιτρίνισε. Κρύος ιδρώτας τον περιέλουσε. Το τέλος του πλησιάζει. Σίγουρα, ένας προύχοντας της επαρχίας, που μισούσε το μοναστήρι, τον είχε καταγγείλει στον πασά. Και τώρα η αγχόνη τον περιμένει…
Καλεί τους αδελφούς και με λυγμούς τους ανακοινώνει την πρόσκληση του Πασά και τους φόβους του. Ζητάει συγνώμη από όλους και τους ασπάζεται. Ύστερα μπαίνει στο ναό των Ασωμάτων γονατίζει και προσεύχεται. Και… χωρίς να προλάβει ούτε καφέ να πιει, ανεβαίνει στο μουλάρι, που του ετοίμασαν, και σαν κατάδικος, ανάμεσα στους άγριους ζαπτιέδες πορεύεται στο Ρέθυμνο, στην έδρα του Οσμάν. 
Έφτασαν το μεσημέρι. Τον έβαλαν στο μουσαφίρ οντά. Η αγωνία του μεγάλωνε. «Τάχα τι πονηρές ερωτήσεις θα μου κάνει ο Πασάς για να με παγιδέψει και τι απαντήσεις να του δώσω;». Σκέπτεται «Όπως και να ‘ναι το πράγμα, η αγχόνη με περιμένει. Κύριε ελέησον».
Σε λίγο μπαίνει ο πασάς, τον κοιτάζει με βλέμμα περιφρονητικό και αγριωπό και του λέει: 
–«Πεινάς παπά; Έλα κοντά μου». Ο Ιωσήφ αναθάρρησε.
–Εμείς, Πασά μου, σήμερα έχουμε παραμονή των Χριστουγέννων και νηστεύουμε και το λάδι…. Δεν πεινάω. Δωσ’ μου την άδεια να πάω σε κανένα χάνι να φροντίσω το ζώο μου».
Κι ο Πασάς σαρκαστικά:
–«Εκείνοι που θα έχουν από τώρα το ζώο, ας το φροντίσουν. Εσένα δε σου χρειάζεται πια».
Τα τελευταία λόγια του Πασά έβαλαν τη σφραγίδα στις προβλέψεις του Ιωσήφ.
Ο Πασάς τον έσπρωξε στο διπλανό μικρό δωμάτιο. Εκεί βρήκε άλλο τραπέζι στρωμένο, «με χαβιάρι, αστακό, εκλεκτές ελιές και γλυκό κρασί». «Τι είναι τούτα;» σκέφτεται. «Τουλάχιστον ας πάω χορτάτος στον Άδη». Κι άρχισε να τρώει. Ύστερα ο Πασάς τον κάλεσε πάλι στην αίθουσα και του είπε:
-«Σε κάλεσα εδώ παπά μου γιατί έχω στο χαρέμι μου μία χριστιανή και θέλει τώρα τα Χριστούγεννα σας να φάει ένα χριστιανικό φαγητό, που το τρώτε εσείς και πρέπει να το ετοιμάσει αυτό παπάς με λειτουργία».
Ο ηγούμενος ανατρίχιασε. Κατάλαβε ότι εννοούσε την Αγία Μετάληψη.
-«Πώς είναι δυνατό, Πασά μου, να γίνει εδώ Θεία Λειτουργία;» τόλμησε να πει.
-«Πώς είναι δυνατό;». Είπε περιφρονητικά ο Πασάς. «Ψωμί έχω, κρασί έχω, θα σου δώσω ένα ποτήρι και ένα κουμάρι και φιάξε το».

-«Αλλά χρειάζεται ιδιαίτερος τόπος, Ιερά άμφια, βιβλία, σκεύη… Και δεν υπάρχουν εδώ». 
Ο Πασάς αγρίεψε.
–«Κατέβα στο υπόγειο, εκεί θα βρεις ότι σου χρειάζεται. Εκεί λειτούργησε τον Αύγουστο και άλλος ένας παπάς».
–«… Ώστε θέλει να με θανατώσει στα κρυφά χωρίς να γίνει θόρυβος. Δοξασμένο τ’ όνομά σου, Κύριε».
Το σεράι ήταν Ενετικό και είχε πολλά θολωτά υπόγεια. Ένα από αυτά ήταν διαμορφωμένο σε ναό. Ένα σεντόνι χώριζε το δωμάτιο στα δύο. Το άδυτο από τον κυρίως ναό. Σήκωσε το σεντόνι ο Ιωσήφ. Μπροστά του πρόβαλε ένα τέλειο θυσιαστήριο, με Αγία Τράπεζα, με αντιμήνσιο, με όλα τα ιερά σκεύη, με άμφια… ακόμη και με νωπό πρόσφορο και με νάμα!…
Όταν ανέβηκε επάνω τον ρωτά ο Πασάς: 
-«Αρκούν αυτά;»
-«Μόνο βοηθό ψάλτη έχω ανάγκη».

-«Μόνος θα τα πεις όλα. Το ίδιο έκανε και ο άλλος παπάς τον Αύγουστο», του απάντησε γελώντας. Πριν τον οδηγήσουν σε κάποιο δωμάτιο για ν’ αναπαυθεί, τον πλησίασε ο Πασάς και του πε Ελληνικά αυτή τη φορά: 
-«Να σηκωθείς δύο ώρες πριν να φέξει, να ετοιμάσεις το φαγητό της δούλης μου, να μην πάρουν είδηση οι Τούρκοι.» 
Κατέβηκε την ορισμένη ώρα στο υπόγειο. Έψαλλε τη λιτή, τον εξάψαλμο, τα καθίσματα, το εωθινό Ευαγγέλιο, τον πεντηκοστό ψαλμό, τον κανόνα…. Και την ώρα της προσκομιδής των Αγίων Δώρων μια φωνή άρχισε να ψάλλει μελωδικά: 
«Χριστὸς γεννᾶται δοξάσατε. Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν ἀπαντήσατε…».
Ο Ιωσήφ έμεινε καθηλωμένος στη θέση του. Κάποιος άγγελος, σταλμένος από το Θεό, συνόδευε τη φτωχική του λειτουργία;
…Μα όταν γύρισε το κεφάλι του είδε με έκπληξη και αγανάκτηση τον Οσμάν Πασά να ψέλνει. «Ε! Όχι κι έτσι!…» σκέφτηκε. «Κύριε… Κύριε…». Μια σκέψη όμως τον ησύχασε. «Ίσως να ναι γιος εξομότη και έμαθε από μικρός να ψέλνει τη λειτουργία. Ίσως θα μπορούσε και πάλι να εκχριστιανισθεί». Και συνέχισε την ιεροτελεστία. Έφτασε και η ώρα της Θείας Μεταλήψεως. Ο Ιωσήφ με βαθιά ευλάβεια και συγκίνηση προσευχόταν. 
«Ἰδού, βαδίζω πρὸς θείαν Κοινωνίαν…».
«Τοῦ Δείπνου σου τοῦ μυστικοῦ σήμερον, Υἱὲ Θεοῦ…». «Ευλογείτε άγιοι άγελλοι, αρχάγγελοι, θρόνοι, κυριότητες, εξουσίαι…» Και τότε ω! τότε ο… Πασάς πλησίασε τον ηγούμενο και ζητούσε να… κοινωνήσει.
Το αίμα του Ιωσήφ ανέβηκε στο κεφάλι. Πώς να ανεχθεί τη βεβήλωση; 
-«Αυτό που ζητάς, Πασά, δε θα γίνει ποτέ» του είπε σταθερά. Ο πασάς επέμενε. Μία δυνατή πάλη άρχισε μεταξύ τους.
Ο ιερεύς του Θεού όμως είχε πάρει την απόφαση.

«Καλύτερος ο θάνατος από τη βεβήλωση. Ας βάψει το αίμα του το Άγιο Θυσιαστήριο…». 
Τότε… αφαιρεί ο Πασάς το σαρίκι του, πλούσια μαλλιά χύθηκαν στους ώμους του. Από τον κόλπο του βγάζει ένα διπλωμένο χαρτί. Ήταν πιστοποιητικό με την υπογραφή του Οικουμενικού Πατριάρχη. Ο αείμνηστος Γρηγόριος ο Ε’ πιστοποιούσε ότι ο Χατζή Οσμάν πασάς ήταν ο γραμματεύς των πατριαρχείων. Ο Πρωτοσύγγελλος Βασίλειος.
Έγινε μικρή σιωπή. Γεμάτος κατάπληξη ο ηγούμενος, γύρισε και κοίταξε τον Οσμάν. Το πρόσωπό του, είχε πάρει τώρα μορφή αγίου.
-«Αδελφέ και συλλειτουργέ, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» ψιθύρισε ο Βασίλειος.

Μετάλαβαν τα Άχραντα Μυστήρια και ανέβηκαν στον μουσαφίρ οντά να πάρουν καφέ. 
Σημείωση: Ο Σουλτάνος Μαχμούτ μισούσε τους Γενίτσαρους. Όταν ο Πατριάρχης του παραπονέθηκε για τους Γενίτσαρους της Κρήτης ότι καταπιέζουν τους χριστιανούς, ο Μαχμούτ του ζήτησε να του υποδείξει άνθρωπο, πού να τα καταφέρει. Γιατί όποιον έστελνε, γινόταν ένα με τους Γενίτσαρους. Τότε στη Σύνοδο, που κάλεσε ο Γρηγόριος, ο Πρωτοσύγγελλος Βασίλειος πρότεινε: «Εγώ θα πάω Παναγιώτατε, στην Κρήτη». Και πήγε σαν Χατζή Οσμάν πασάς «για να λυτρώσει τους Χριστιανούς από την κόλαση των Γενιτσάρων».
Το 1815 ο ευμετάβολος Μαχμούτ τον ανακάλεσε. Και τότε ο Βασίλειος ναύλωσε ένα καράβι και έκανε πανιά για τον Άθω. Εκεί έζησε μέχρι τα βαθιά του γεράματα, μία ζωή αυταπάρνησης και θυσίας για το Θεό. Το συναρπαστικό αυτό περιστατικό μας αποκαλύπτει μία ακόμη πτυχή της προσφοράς της Εκκλησίας στο υπόδουλο γένος 

(Ίδε Νικ. Π. Ανδριώτη, Κρυπτοχριστιανικά κείμενα, σ.σ. 199-209
Από το περιοδικό «Η Δράσις μας» τεύχ. Δεκεμβρίου 1984

17 Δεκεμβρίου 2019

Με αρκουδοπούρναρο στολίζουμε τα Χριστούγεννα και όχι με γκι που είναι παράσιτο!

Με αρκουδοπούρναρο στολίζουμε τα Χριστούγεννα και όχι με γκι που είναι παράσιτο!
Με αρκουδοπούρναρο και όχι με γκι που είναι ...ημιπαράσιτο και φύεται πάνω στα έλατα, στολίζουμε τα Χριστούγεννα, όπως διευκρινίζουν επιστήμονες, ξεκαθαρίζοντας ότι έτσι λέγεται το συγκεκριμένο φυτό με το έντονο πράσινο χρώμα και τον κόκκινο καρπό που χρησιμοποιούμε για διακόσμηση στις γιορτές.
Το αρκουδοπούρναρο (Ilex aquifolium)

είναι από τα πιο σημαντικά φυτά του χειμώνα, μαζί με τα έλατα, έχει συνήθως θαμνώδη μορφή και φύεται σε μεγάλο υψόμετρο μέσα σε δάση. Χρησιμοποιείται συχνά, ως καλλωπιστικό, σε πάρκα και κήπους αλλά πολλοί το αποκαλούν γκι (ή ου που είναι η γαλλική του ονομασία), που όμως είναι λανθασμένο, καθώς το γκι (Viscum album) 
            
είναι ένα ημιπαράσιτο, που φύεται πάνω στα έλατα!", εξηγεί στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Δρ Γεώργιος Φωτιάδης, δασολόγος - φυτοκοινωνιολόγος.
Όπως προσθέτει, επειδή το αρκουδοπούρναρο δεν ρίχνει τα φύλλα του κατά τη διάρκεια του χειμώνα και ο καρπός του είναι ώριμος την εποχή των Χριστουγέννων, αποτελούσε ένα από τα πιο "χρωματιστά" στολίδια κατά τη διάρκεια των εορτών τις εποχές που δεν υπήρχαν πολύχρωμα λαμπάκια και ηλεκτρικό ρεύμα.
"Οι καρποί του πάντως", σημειώνει, "δεν είναι δηλητηριώδεις, αλλά τα σπέρματα που έχουν μέσα τους (οι σπόροι) είναι".
Της Νατάσας Καραθάνου