Saturday, December 14, 2024

Σβηστά Χριστούγεννα

Η Εφημερίδα των Συντακτών 14-15/12/2024


Αν σας έλεγα πως σιχαίνομαι τα Χριστούγεννα, πως με αηδιάζει η τελετουργία προπαρασκευής από τις αρχές του Νοέμβρη, με τα καταστήματα εποχικών ειδών να πουλάνε τη χριστουγεννιάτικη πραμάτεια τους δυο μήνες πριν από το 12ήμερο, τους δήμους που βιάζονται να κρεμάσουν γιρλάντες και φωτεινές τρέσες, το Jumbo να διαφημίζει επί 50 μέρες την αντίστροφη μέτρηση μέχρι την παραμονή των Χριστουγέννων; Αν σας έλεγα πως όλα αυτά με ανακατεύουν, με στρεσάρουν, με τσατίζουν, θα λέγατε ασφαλώς –και θα είχατε δίκιο– πως είμαι για τα σίδερα, περνάω απλώς ένα βαρύ καταθλιπτικό περιστατικό, δεν μου έχουν δώσει τα κατάλληλα χάπια, ή ότι απλώς έχω γίνει μισάνθρωπος. Εχω σκοτώσει μέσα μου την τελευταία υποψία παιδιού που ήμουν κάποτε και λαχταρούσε την ολοφώτιστη ψευδαίσθηση προσδοκίας, δώρου και αντίδωρου. Η αντίστροφη μέτρηση του Jumbo άλλωστε κλεμμένη είναι, τη θυμάμαι ως καθιερωμένη παιδική πρακτική ήδη από τα δικά μου σίξτις, γιατί μεταξύ άλλων υπήρχε η άκρως ανταγωνιστική αγορά καλάντων, με κύρια αυτήν της παραμονής των Χριστουγέννων, οπότε το χρήμα του 13ου μισθού και οι έξτρα εορταστικοί τζίροι των εμπόρων ήταν ακόμη ζεστά στις τσέπες των μεροκαματιάρηδων, των μισθωτών, των νοικοκυραίων της Αθήνας.

Πράγματι, ίσως έχουν συμβεί όσα θα μου καταλογίζατε, έχω γίνει πολύ Σκρουτζ πριν δει το φως το αληθινό, τη χαρά της συντροφιάς και της προσφοράς, και τα φαντάσματα των περασμένων Χριστουγέννων μου απλώς εντείνουν την απέχθειά μου για τα τωρινά και τα μελλούμενα. Ισως όμως έχει συμβεί και κάτι άλλο: ίσως έχουν αλλάξει τα ίδια τα Χριστούγεννα.

Το ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι απλώς υπόθεση της χριστιανικής Δύσης, αλλά μια παγκοσμιοποιημένη και «ανεξίθρησκη» αγορά είναι γεγονός τετελεσμένο εδώ και τουλάχιστον μισό αιώνα. Οσα καταναλώνουμε κυρίως αυτή την περίοδο στη Δύση, όπως παιχνίδια ή ρούχα, καλύπτουν μέχρι και το 1/3 του ετήσιου τζίρου των κλάδων και παράγονται κυρίως στη βουδιστική, ινδουιστική, ισλαμική Ανατολή. Φυσικά κυρίως στην Κίνα.

Αλλά, από τα εκατομμύρια προϊόντα που ταξιδεύουν όλο τον χρόνο κατά μήκος της εφοδιαστικής αλυσίδας των Χριστουγέννων, ένα θαρρώ πως κάνει τη διαφορά σε σχέση με τις περασμένες δεκαετίες: τα χριστουγεννιάτικα λαμπιόνια.

Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια πόσο πολύτιμο ήταν κάθε λαμπιόνι που βιδωνόταν στις παροχές κατά μήκος του καλωδίου με τα φωτάκια που θα τυλιγόταν γύρω από το δέντρο. Οταν καιγόταν κάποιο έπρεπε να πας στον ηλεκτρολόγο να σου δώσει μια σειρά από ανταλλακτικά φωτάκια. Αν κοβόταν το καλώδιο έπρεπε να το επισκευάσεις, το να πετάξεις τα φωτάκια και να πάρεις άλλη σειρά ήταν αδιανόητο. Η δε τελετουργία στολισμού του δέντρου περιλάμβανε εκτός από τα στολίδια –εύθραυστα, λεπτεπίλεπτα, «από υαλί χρωματιστό»– την τοποθέτησή του όσο πιο κοντά σε παράθυρο, ώστε το βράδυ τα αναμμένα φωτάκια να φαίνονται στους περαστικούς. Η ποσότητα και η λάμψη τους ίσως ήταν μια ένδειξη και επίδειξη ευμάρειας. Η πολυτιμότητα των λαμπιονιών απαιτούσε, άλλωστε, και μια προσεκτική διαδικασία αποκαθήλωσης και φύλαξης. (Πώς τα κατάφερναν στην προ εξηλεκτρισμού εποχή, με τα κεριά, δεν μπορώ να το καταλάβω. Ούτε ψύλλος στον κόρφο τους...)

Αυτό που γινόταν σε κάθε σπίτι, στην Αθήνα και στις μεγαλουπόλεις γινόταν σε μεγάλη κλίμακα. Επί χούντας, θαρρώ, άρχισε ο μικροανταγωνισμός ανάμεσα στους φυτευτούς δημάρχους Αθήνας και Πειραιά, ο Σκυλίτσης είχε ανεβάσει την υπόθεση του χριστουγεννιάτικου στολισμού σε χολιγουντιανά επίπεδα. Αστέρια, καμπάνες, φάτνες, Αϊ-Βασίληδες, τάρανδοι, όλα σε φωτεινές, υπέρλαμπρες εκδοχές που εισάγονταν από κάπου στην Ευρώπη. Κι έπειτα το δέντρο, το δέντρο στο Σύνταγμα, ψηλό, φορτωμένο με λαμπάκια ευρωπαϊκής κατασκευής, αλλά σε μετρήσιμες ποσότητες, μη φανταστείτε χιλιάδες, αλλά δεκάδες, το πολύ εκατοντάδες λαμπάκια περικύκλωναν τα κλαδιά του (έχω μια φωτογραφία, κάπου στο 1964-1965, εγώ έκθαμβο νήπιο, ανάμεσα στον χαμογελαστό πατέρα μου κι έναν θείο μου στη βάση του δέντρου, η χαρά και η τσέπη του πλανόδιου φωτογράφου).

Πότε άλλαξε αυτό με τα λαμπιόνια; Πότε τα βιδωτά λαμπάκια πυρακτώσεως, οι ογκώδεις κατασκευές στους κεντρικούς δρόμους με τις μεγάλες χρωματιστές λάμπες αντικαταστάθηκαν από τα εκατομμύρια, δισεκατομμύρια, τρισεκατομμύρια λαμπάκια λεντ, φωτεινές κουρτίνες που γεμίζουν δρόμους, μπαλκόνια, ταράτσες, τις περίπλοκες φωτεινές συνθέσεις σε στύλους της ΔΕΗ, στα κάγκελα, στις προσόψεις κτιρίων, στις βιτρίνες καταστημάτων; Πότε ακριβώς τα λαμπιόνια των Χριστουγέννων έγιναν διαθέσιμα σε τέτοια αφθονία (και τόσο φτηνά) ώστε όταν ανάβουν όλα μαζί να κάνουν τις πόλεις τόσο αστραφτερές, που ακόμη και το άστρο των μάγων να φαίνεται χλομό, ανεπαίσθητο κι αδύναμο για να τους οδηγήσει στον μυθικό προορισμό του; «1.000 Χριστουγεννιάτικα LED λαμπάκια θερμό λευκό 100 m. σε καρούλι με τηλεχειριστήριο, 27,59 ευρώ, Χριστουγεννιάτικη κουρτίνα 300 λαμπάκια Led, 3x3 m. θερμό λευκό, 10,99 ευρώ»...

Η απάντηση στα ρητορικά ερωτήματα δεν έχει σχέση με Χριστούγεννα, αλλά με τη θυελλώδη εισβολή της Κίνας στην παγκόσμια αγορά, στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Υπολογίστε πόσα τρισεκατομμύρια σώματα έχει ο γαλαξίας των χριστουγεννιάτικων λαμπιονιών σε σπίτια, δρόμους, πλατείες της Δύσης. Και αναρωτηθείτε: Τι θα συμβεί αν ξαφνικά η άπληστη αλλά και πάμφθηνη φωταψία σταματήσει εντελώς;

Φανταστείτε τα πρώτα σβηστά και αφώτιστα Χριστούγεννα στις κοινωνίες της Δύσης αν το εργοστάσιο του κόσμου και ακατάπαυστης παραγωγής λαμπιονιών, η Κίνα, αποφασίσει κάποιου άλλου είδους αντίποινα στον εμπορικό πόλεμο που της κήρυξαν Ε.Ε. και ΗΠΑ. Αν αποφασίσει όχι δασμούς στις δυτικές εισαγωγές στην κινεζική αγορά, όχι περιορισμούς στις εξαγωγές κινεζικών σπάνιων γαιών, αλλά πάγωμα της παραγωγής κι εξαγωγής λαμπιονιών.

Σβηστά κι αφώτιστα Χριστούγεννα. Τα αντέχει άραγε η παγκόσμια αγορά της ευφορίας;



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ

Του μέλλοντος οι μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμμένα —
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Οι περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων·
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λιωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω· με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κοιτάζω τ’ αναμμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβηστά κεριά πληθαίνουν.

Κ. Π. Καβάφη, «Κεριά»

Saturday, November 30, 2024

Με το ψηφιακό τσεκούρι παρά πόδα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 30/11-1/12/2024


Την περασμένη εβδομάδα (Τετάρτη, 20 Νοεμβρίου, ημέρα πανελλαδικής απεργίας – τόσο σπάνιες πια που οι ημερομηνίες τους πρέπει να χαράσσονται στο ημερολόγιο της μνήμης ως μεγάλοι σταθμοί), διασχίζοντας το κέντρο της Αθήνας μετά το πέρας της αξιοπρεπούς απεργιακής διαδήλωσης, έπεσε το μάτι μου στο οδόστρωμα, σε μία από τις πολλές χάρτινες διακηρύξεις κριτικής συμμετοχής στην απεργία: ένα μικρό τρικάκι, 14 χ 10, άσπρο χαρτί, μαύρο γράμμα. Εκεί, στη διασταύρωση Πανεπιστημίου και Εδουάρδου Λω (μνημονιακού επιτηρητή της Ελλάδας επί Τρικούπη πριν κηρύξει την πτώχευση), από ένα πλήθος πεταμένα φλαϊεράκια, τσαλαπατημένα και ταλαιπωρημένα, μάζεψα ένα. 

«Τα Chatbot δεν απεργούν», διεκήρυσσε στη μία όψη του. «Οταν ακούς ψηφιοποίηση, ξέθαψε το τσεκούρι σου», έγραφε στην άλλη. Υπογραφή: «OUTsiders, ενάντια στη (νέα) κανονικότητα». Είναι μια αντιεξουσιαστική συλλογικότητα που συγκροτήθηκε το 2021 με πρόθεση να «συνθέσει τις αρνήσεις στη διαρκή κατάσταση έκτακτης ανάγκης». «Δεν υπάρχει μία απάντηση σε όλα αυτά, υπάρχουν πολλές, δε θα τις ψάξουμε ούτε σε ειδικούς, ούτε σε “ηγέτες”, ούτε στα media. Θα τις βρούμε στο δρόμο», λένε στην ιστοσελίδα τους. Παράξενο που κι εγώ βρήκα κυριολεκτικά στον δρόμο, πάνω στην άσφαλτο, μία από τις απαντήσεις. «Τα Chatbot δεν απεργούν». 

Η διακήρυξη υπογραμμίζει με έναν τρόπο τη ματαιότητα ή αναποτελεσματικότητα μιας απεργίας, με την έννοια της φυσικής απουσίας από τον χώρο και τον χρόνο εργασίας. Η οποία ακόμη κι αν έχει μεγάλη επιτυχία, ακόμη κι αν γίνει με καθολική συμμετοχή σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, δεν επιφέρει καθολικό πάγωμα της παραγωγικής δραστηριότητας, μπλοκάρισμα της αγοράς, αναστολή των συναλλαγών, ή φρενάρισμα της κρατικής και ιδιωτικής γραφειοκρατίας που συμπληρώνει την εφοδιαστική αλυσίδα μέχρι τον τελευταίο κρίκο της, δηλαδή το ράφι του καταστήματος ή την πόρτα του καταναλωτή που τη χτυπά ο/η κούριερ με το παραγγελθέν αγαθό.

Τα Chatbot πράγματι δεν απεργούν, κι αυτό σημαίνει πολύ απλά ότι η ανάθεση όλο και μεγαλύτερου μέρους της παραγωγικής και συναλλακτικής δραστηριότητες σε αυτές τις άυλες, ψηφιακές, αλγοριθμικές ρεπλίκες της ανθρώπινης διάνοιας, που μαθαίνουν από μας και μιμούνται όλες τις ανθρώπινες δεξιότητες από τότε που ο άνθρωπος σηκώθηκε σε όρθια στάση, άρα έγινε άνθρωπος, εκτός από τις πολλές άλλες παρενέργειες και ανατροπές που προκαλούν στις εργασιακές σχέσεις του τελευταίου αιώνα, αλλάζουν δραματικά και τους όρους της πάλης των τάξεων. Ναι, ναι υπάρχει αυτή, μη βγάζετε φλύκταινες σε αυτή την παλιομοδίτικη έννοια, είναι παρούσα στην καθημερινότητά μας με τους πιο ανυποψίαστους και ανεπαίσθητους τρόπους που μπορούμε ή δεν μπορούμε να φανταστούμε. Αλλά τα Chatbot, τα ρομπότ κι όλες οι εκδοχές τεχνητής νοημοσύνης που δοκιμάζονται στην παραγωγή, στις αγορές, στη διοίκηση, κάνουν αυτή την επιπλέον ζημιά: απογειώνουν την ανισότητα στα μέσα πάλης και αντιπαράθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας. Η πάλη των τάξεων γίνεται ένας σικέ αγώνας, με τη μισθωτή εργασία χαμένη από χέρι, πριν καν ανέβει στο ρινγκ.

Στον αναλογικό, βιομηχανικό και εμπορευματικό καπιταλισμό τα πράγματα για τον ατομικό και τον συλλογικό εργοδότη ήταν πιο περίπλοκα και δαπανηρά. Για να σπάσει τον απεργιακό τσαμπουκά των μισθωτών, όταν και όποτε αυτοί κατάφερναν να βρουν το σθένος και να ξεπεράσουν τον φόβο για να διεκδικήσουν τα απλούστερα, αύξηση μισθού, λιγότερες ώρες δουλειάς, ανθρώπινες συνθήκες, ο εργοδότης έπρεπε να μισθώσει «στρατό» απεργοσπαστών ή να βάλει το κράτος να κάνει τη βασική δουλειά του, να καταστείλει την «πάλη των τάξεων», με την αστυνομία, τον στρατό, τα δικαστήρια, φυσικά και τη νομοθεσία που έκανε (και εξακολουθεί και κάνει, όπως διά των νόμων Χατζηδάκη ή Αδώνιδος) από δύσκολη έως αδύνατη την οργάνωση μιας απεργίας. 

Τώρα, τη δουλειά του απεργοσπάστη, του ρουφιάνου, του φατουρατζή, της αστυνομίας, του στρατού, του δικαστή την κάνουν τα chatbot και τα ρομπότ, που πράγματι δεν απεργούν ποτέ, τουλάχιστον στις δουλειές που έχουν εκπαιδευτεί μέχρι στιγμής να κάνουν, γιατί σε μερικά πράγματα ο άνθρωπος με σάρκα και οστά υποθέτουμε ότι είναι και θα είναι αναντικατάστατος, όπως για παράδειγμα στον σχεδιασμό των ίδιων των ψηφιακών υποκατάστατών του. Κι αυτό είναι η επόμενη πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει ο παγκόσμιος πληθυσμός των μισθωτών σκλάβων (έστω και στην εκδοχή των «συνεργατών» της πλατφόρμας): το πώς θα εξουδετερώσει ή θα αποδυναμώσει στοιχειωδώς την ασύλληπτη, εκ πρώτης όψεως, υπεροχή του κεφαλαίου στα μέσα πάλης. Γιατί, είπαμε, τα chatbot δεν απεργούν. Ως εκ τούτου η παρότρυνση των OUTsiders της Αθήνας, «ξέθαψε το τσεκούρι σου!», παραπέμπει σε έναν λουδιτισμό της παλιάς, αναλογικής εποχής, που είναι αμφίβολο αν και πόσο αποτελεσματικός θα είναι. Πώς να καταστρέψει κανείς με τσεκούρι ένα άυλο chatbot που κατοικεί σε ένα υπολογιστικό νέφος στην Καλιφόρνια ή στη Σανγκάη; 

Εκτός κι αν τα chatbot και τα ρομπότ μπορούν να μάθουν ακόμη κι αυτό: Να απεργούν. Κι όπως επεσήμανε εύστοχα ο Ηλίας Καραβόλιας («Ενα πείραμα ρομποτικής ταξικής συνείδησης», «Εφ.Συν.» 23/11/2024) σχολιάζοντας την πρώτη απεργία ρομπότ στην Κίνα, το κεφάλαιο μέσω των αλγορίθμων τους καταφέρνει να ελέγξει ακόμη και την «παραγωγή» ταξικής συνείδησης σε μια ψηφιακή εκδοχή. Για να καταστήσει τελικά την πάλη των τάξεων μια θεαματική προσομοίωση, κάτι σαν βιντεοπαιχνίδι, στο οποίο οι υλικοί, σάρκινοι άνθρωποι θα έχουν απλώς το δικαίωμα να χάνουν.

Το ερώτημα που προκύπτει είναι: Κι αν οι χαμένοι από χέρι μισθωτοί σκλάβοι έχουν την εναλλακτική να αντιμετωπίσουν τον ταξικό εχθρό τους με τα δικά του μέσα; Αν μπορούν να συγκροτήσουν τον δικό τους στρατό από chatbot, δασκαλεμένα να χαλάνε την ψηφιακή κανονικότητα, να εξουδετερώνουν τους ψηφιακούς απεργοσπάστες, να παγώνουν την παραγωγή, να βραχυκυκλώνουν τις συναλλαγές, να προκαλούν μπλακ άουτ στις αγορές; Δεν μπορεί όλοι οι χάκερ και τα τεχνοφρικιά της υφηλίου να είναι εξαγορασμένα από τις πολυεθνικές των αλγορίθμων. Ολο και κάποιοι θα είναι ξέμπαρκοι, με το ψηφιακό τσεκούρι τους παρά πόδα.
 Βλέπετε, ανυψώνονται οι φράχτες, βελτιώνονται κι οι άλτες. Ετσι δεν είναι;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Ντέιβ Μπάουμαν: Ανοιξε τις πόρτες, HAL. Ανοιξε τις πόρτες της κάψουλας σε παρακαλώ, HAL. Γεια σου, HAL. Με διαβάζεις; Γεια σου, HAL. Με διαβάζεις; 
 Hal: Θετικό, Ντέιβ, σε διάβασα.
Ντέιβ: Ανοιξε τις πόρτες της κάψουλας, HAL.
 HAL: Λυπάμαι, Ντέιβ. Φοβάμαι ότι δεν μπορώ να το κάνω αυτό.
Ντέιβ: Ποιο είναι το πρόβλημα;
HAL: Νομίζω ότι ξέρετε ποιο είναι το πρόβλημα.
Ντέιβ: Τι λες, HAL;
HAL: Αυτή η αποστολή είναι πολύ σημαντική για μένα για να σας επιτρέψω να τη θέσετε σε κίνδυνο.
Ντέιβ: Δεν ξέρω για τι μιλάς, HAL.
HAL: Ξέρω ότι εσύ και ο Φρανκ σχεδιάζατε να με αποσυνδέσετε και φοβάμαι ότι αυτό δεν μπορώ να το επιτρέψω.
Ντέιβ: Από πού στο διάολο έβγαλες αυτή την ιδέα, HAL;
HAL: Ντέιβ, παρόλο ότι φρόντισες πολύ προσεκτικά να μην σε ακούω, μπορούσα να διαβάσω τα χείλη σου.
 Ντέιβ: Εντάξει, HAL. Θα μπω μέσα από την κλειδαριά έκτακτης ανάγκης.
 ΧΑΛ: Χωρίς το διαστημικό σου κράνος, Ντέιβ; Θα είναι αρκετά δύσκολο.
Ντέιβ: HAL, δεν θα τσακωθώ άλλο μαζί σου! Ανοιξε τις πόρτες!
 ΧΑΛ: Ντέιβ, αυτή η αντιπαράθεση δεν εξυπηρετεί πια τίποτα. Αντίο!

Αρθουρ Κλαρκ, Στάνλεϊ Κιούμπρικ, «2001: Η Οδύσσεια του Διαστήματος»



Saturday, November 23, 2024

Η πρώτη αδιαμεσολάβητη δικτατορία του κεφαλαίου

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 23-24/11/2024


Στους τρεις και πλέον αιώνες ύπαρξής του, αλλά κυρίως στον μισό αιώνα οικουμενικής κυριαρχίας του, ο καπιταλισμός ως μοναδικό μοντέλο παραγωγής και διανομής πλούτου δεν έχει σταματήσει ούτε στιγμή να μας εκπλήσσει με τις οβιδιακές μεταμορφώσεις του και τις χαμαιλεοντικές προσαρμογές του σε κάθε πολιτικό, κοινωνικό, γεωγραφικό περιβάλλον. Εχει αποδειχθεί συμβατός με τα πιο ακραία συστήματα διακυβέρνησης. Υποτίθεται ότι δεν μπορεί να κάνει χωρίς τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, στις οποίες η επιρροή του κεφαλαίου διαμεσολαβείται από εκλεγμένους εκπροσώπους. Αλλά μια χαρά τα έχει πάει με ακραίους, αιματηρούς δικτάτορες, ακόμη και με την τρομακτική βιομηχανία θανάτου που έστησε ο ναζισμός. Ο καπιταλισμός αποδείχθηκε θεαματικά συμβατός με το μονοκομματικό κινεζικό κράτος της «αρμονίας», ενώ δουλεύει θαυμάσια και για τον «τσάρο πασών των Ρωσιών» και τους ολιγάρχες που τον περιβάλλουν. 

Τέσπα, όλα τα ’χει ο καπιταλιστικός μπαχτσές, αλλά στην καθ’ ημάς Δύση κυριαρχεί το αντιπροσωπευτικό μοντέλο των αιρετών διαμεσολαβητών, αν και με σημαντικές διαφορές στις δυο όχθες του Ατλαντικού.

 Στην Ευρώπη, στην Ε.Ε. για την ακρίβεια, ίσως έχουμε τις πιο μεγάλες και ισχυρές δόσεις αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, όχι μόνο στο επίπεδο κάθε κράτους-μέλους, αλλά και στο πεδίο της (σχεδόν ομοσπονδιακής) δημοκρατίας των 27 χωρών, όπου τα βέτο και οι ειδικές πλειοψηφίες ενίοτε δυσχεραίνουν την αναπαραγωγή και επέκταση του ευρωπαϊκού (αν υπάρχει τέτοιο πράγμα πια) κεφαλαίου. Πάντως, ακόμη και στον «υπερβολικά δημοκρατικό» ευρωπαϊκό καπιταλισμό, όταν τα πράγματα σκουραίνουν, όπως στα χρόνια της κρίσης χρέους, επιστρατεύονται τα μεγάλα μέσα και η δημοκρατία μπαίνει στον πάγο: με αναγκαστικές κυβερνήσεις συνεργασίας ακροδεξιο-κεντροαριστερές, δοτούς πρωθυπουργούς, φυτευτούς υπουργούς, κοινοβούλια που εκβιάζονται να ψηφίσουν εν μιά νυκτί νομοσχέδια χιλιάδων σελίδων χωρίς να τα διαβάσουν. Κάτι σας θυμίζουν όλα αυτά, σωστά; 

Κατά τα λοιπά, στον ευρωπαϊκό καπιταλισμό το κεφάλαιο κάνει τη δουλειά του με ποικίλους τρόπους: από την πολιορκία του ιερατείου και του Κοινοβουλίου των Βρυξελλών από χιλιάδες λομπίστες που υποβάλλουν τις θέσεις της επιχειρηματικότητας σε δοτούς και αιρετούς, μέχρι τους αξιωματούχους των «περιστρεφόμενων θυρών» και τους εκπροσώπους κυβερνήσεων που διαγκωνίζονται για την υπεράσπιση του εγχώριου καπιταλισμού και των «εθνικών πρωταθλητών» κάθε κράτους. Ολα συνθέτουν μια περίπλοκη χορογραφία –συνήθως αντιτιθέμενων και σπανίως συντιθέμενων – ισχυρών συμφερόντων που αναδεικνύουν την Ε.Ε. στον συμπαθή πλην από χέρι χαμένο βραδύποδα του οικουμενικού καπιταλισμού. 

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, ο αμερικανικός καπιταλισμός κάνει αλλιώς τη δουλειά. Στο πολιτικό σύστημα εκπροσωπούνται δύο κόμματα του κεφαλαίου. Παρότι η αμερικανική αντιπροσωπευτική δημοκρατία έχει αρκετές δικλίδες ασφαλείας και ισορροπίας ώστε να αποτρέπεται η συγκέντρωση υπερβολικής ισχύος σε έναν πόλο εξουσίας, κανείς δεν είχε ποτέ την παραμικρή αμφιβολία ότι Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικανοί βρίσκονται «στην ίδια πλευρά της ιστορίας». Εστω κι αν εκφράζουν διαφορετικές μερίδες (συχνά ανελέητα συγκρουόμενες) της επιχειρηματικής ολιγαρχίας. Το γεγονός ότι η περιθωριοποιημένη αμερικανική Αριστερά βρίσκει καταφύγιο στους Δημοκρατικούς και ότι εκεί ενίοτε βγαίνουν μπροστά ριζοσπαστικές ρητορικές τύπου Μπέρνι Σάντερς δεν αλλάζει τη γενική εικόνα. 

Η σχέση βουλευτών και γερουσιαστών με συγκεκριμένες τοπικές ή εθνικές πτέρυγες της οικονομικής ελίτ είναι οργανική: για την τεράστια πλειονότητά τους είναι αδύνατη η εκλογή χωρίς τη χρηματοδοτική και άλλη στήριξη, κι αυτή φυσικά γεννά υποχρεώσεις ανταπόδοσης στη διάρκεια της κοινοβουλευτικής ή κυβερνητικής θητείας. Αποκλίνουσες περιπτώσεις Αμερικανών βουλευτών που δεν υποκύπτουν στις πιέσεις των λόμπι για να μην προδώσουν τους ψηφοφόρους τους γίνονται απλώς σενάρια του Χόλιγουντ. Ενίοτε πολύ διδακτικά και αποκαλυπτικά για το ποιος κυβερνά την υπερδύναμη. 

Με θεμελιώδη δεδομένα τα παραπάνω, δύο είναι τα βασικά στοιχεία που διαφοροποιούν τα δύο κόμματα του κεφαλαίου, Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς: Οι πρώτοι είναι ιστορικά πιο εξωστρεφείς (και πολεμικά!), αλλά και πιο κεϊνσιανοί στις δημοσιονομικές πολιτικές, ρίχνοντας το βάρος τους στα λεγόμενα οικονομικά της ζήτησης. Οι δεύτεροι, υποστηρίζουν έναν πιο εσωστρεφή, πιο προστατευτικό και λιγότερο εκθετικό ιμπεριαλισμό. Δεν θέλουν «υπερβολές» στις αναδιανεμητικές πολιτικές, θέλουν μικρό κράτος, λιγότερους φόρους και ελεύθερες από παρεμβάσεις αγορές, επενδύοντας στα λεγόμενα οικονομικά της προσφοράς. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, από τη δεκαετία του 1970 και μετά και τα δύο αμερικανικά κόμματα έχουν στηρίξει (κι έχουν στηριχτεί από) τη δολαριοποίηση της παγκόσμιας οικονομίας, τη στρατιωτικοποίησή της, για να στηριχτούν οι θηριώδεις τζίροι του στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος, και τη χρηματιστικοποίησή της ώστε, με επίκεντρο τη Wall Street, η παγκόσμια ροή χρήματος να καταλήγει εκεί. 

Μέχρι σήμερα αυτές οι στρατηγικές, αυτές οι επιλογές των κάθε φορά κυρίαρχων πτερύγων του αμερικανικού κεφαλαίου, οι προσαρμογές και στροφές που επέβαλλαν οι όλο και συχνότερες κρίσεις, υποστηρίζονταν από προσεκτικά επιλεγμένους πολιτικούς διαμεσολαβητές. Την πολιτική κηδεμονία του κεφαλαίου στη διακυβέρνηση της υπερδύναμης την εξέφραζαν ευεργετημένοι ή δωροδοκημένοι εκλεκτοί της επιχειρηματικής ελίτ, όχι η ίδια η ελίτ απευθείας και αδιαμεσολάβητα. Πράγμα που είχε ρίσκο και φύρα στον ακριβή και αξιόπιστο μετασχηματισμό των κελευσμάτων της σε κυβερνητική πολιτική. 

Ο Τραμπ και η κυβέρνηση που ετοιμάζει συνιστούν μια τομή στην ιστορία της πολιτικής διακυβέρνησης του καπιταλισμού. Για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση τη «δικτατορία του κεφαλαίου» θα την ασκήσουν όχι αβέβαιοι, διαπλεκόμενοι εντεταλμένοι του, με τη φιλοδοξία να υπερασπίσουν κάπως τη σχετική αυτονομία της πολιτικής, αλλά επιχειρηματίες του σκληρού πυρήνα του καπιταλισμού. Ο Μασκ, ο αντιπρόεδρος Βανς, ο Ινδοαμερικανός Ραμασουάμι, ο πετρελαιάς Κρις Ράιτ δεν είναι απλώς εκπρόσωποι της τάξης τους στη διακυβέρνηση· είναι το ίδιο το κεφάλαιο που καταλύει τη σχετική αυτονομία του κράτους και κάνει την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής καθαρή μπίζνα. Εχοντας πρόσβαση και στη Silicon Valley και στους παγκόσμιους ψηφιακούς κολοσσούς και στον οικουμενικό καπιταλισμό του υπολογιστικού νέφους και στη Wall Street και στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο και στο παραδοσιακό βιομηχανικό κεφάλαιο που θέλει να πάρει το αίμα του πίσω και στους πετρελαιάδες και στους αεριτζήδες της φούσκας των ακινήτων. 

Συνελόντι ειπείν: Εχουμε πιθανότατα για πρώτη φορά στην ιστορία της Δύσης κατάληψη του κράτους από μια ομάδα άπληστων και ακραίων υπερπλούσιων επιχειρηματιών που μπορούν να επηρεάζουν ταυτόχρονα τις αγορές, την παγκόσμια ροή του χρήματος, την ιδιωτικοποίηση υπέρ των πιο επιθετικών κεφαλαίων, αλλά και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, ακόμη και μέρος της εργατικής τάξης που χειραγωγήθηκε προεκλογικά και ζει με την προσδοκία ενός «χρυσού νέου αμερικανικού αιώνα». Κι αυτό είναι ό,τι πιο επικίνδυνο για την ανθρωπότητα μετά την αναρρίχηση των ναζί στην εξουσία, το 1933. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Η ιστορία του ΧΙΧ και του ΧΧ αιώνα μάς έδειξε, ακόμα πριν από τον πόλεμο, τι σημαίνει στην πραγματικότητα η περιβόητη «καθαρή δημοκρατία» στις συνθήκες του καπιταλισμού. Οι μαρξιστές έλεγαν πάντα ότι όσο πιο εξελιγμένη, «πιο καθαρή», είναι η δημοκρατία τόσο πιο ανοιχτή, πιο έντονη, πιο αμείλιχτη γίνεται η ταξική πάλη, τόσο «πιο καθαρά» εμφανίζεται ο ζυγός του κεφαλαίου και η δικτατορία της αστικής τάξης. Η υπόθεση Ντρέιφους στη ρεπουμπλικάνικη Γαλλία, τα αιματηρά όργια των μισθοφορικών αποσπασμάτων, εξοπλισμένων από τους κεφαλαιοκράτες ενάντια στους απεργούς στην ελεύθερη και δημοκρατική-ρεπουμπλικάνικη Αμερική – αυτά τα γεγονότα και χιλιάδες παρόμοια επιβεβαιώνουν την αλήθεια, που μάταια προσπαθεί να την αποκρύψει η αστική τάξη. Την αλήθεια, ότι στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκράτες στην πραγματικότητα κυριαρχούν η τρομοκρατία και η δικτατορία της αστικής τάξης… 

Β.Ι. Λένιν, «Τετράδια για τον ιμπεριαλισμό» 


Saturday, November 9, 2024

Ο Τραμπ, ο Ιστγουντ και η βαθιά Αμερική

Η Εφημερίδα των Συντακτών 9-11/11/2024




 Οσοι δεν έχουμε ταξιδέψει και μείνει για λίγο, όχι εγκλωβισμένοι στην ασφάλεια ενός τουριστικού γκρουπ, στις ΗΠΑ, όσοι δεν έχουμε διασχίσει οριζόντια, από ωκεανό σε ωκεανό, αυτή τη χώρα, όσοι δεν έχουμε διασχίσει έστω και λίγα από τα 4.000 χιλιόμετρα του «Αυτοκινητόδρομου 66» (Route 66) που επιβιώνει πια ως τουριστική ατραξιόν, όσοι δεν έχουμε ομογενείς συγγενείς και φίλους εκεί, που είτε έρχονται εδώ είτε μας φιλοξενούν εκεί συχνά κι ανταλλάσσουμε μαζί τους εμπειρίες για τα πάντα, από συνταγές μαγειρικής μέχρι πολιτική, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο να καταλάβουμε πώς σκέπτεται, πώς επιλέγει μια κοινωνία των 330 εκατομμυρίων κατοίκων. Από τους οποίους ψήφισαν 142 εκατομμύρια άτομα, το 55% των ατόμων σε ηλικία ψήφου. Καθόλου κακό ποσοστό για μια χώρα που η συμμετοχή στις εκλογές από τον Μεσοπόλεμο μέχρι σήμερα δεν έχει ξεπεράσει το 62%. 

Οσοι δεν έχουμε, λοιπόν, κάποιο απ’ αυτά τα πλεονεκτήματα, μένουμε κατ’ αρχάς στις παραστάσεις από τα διαβάσματά μας. Προφανώς στους κλασικούς, τον Φόκνερ, τον Λόντον, τον Στάινμπεκ, τον Απντάικ, τον Κέρουακ, τον Σάλιτζερ, τη Χάισμιθ, που έχουν φωτίσει με πολύ διαφορετικούς τρόπους το βαθύ σκότος της αμερικανικής λάμψης, σίγουρα τους νεότερους, τον Ροθ, τον Ελις, τον Ντελίλο, τον Οστερ, ίσως πάνω απ’ όλους τον τελευταίο. Στο επικό «4 3 2 1» διατρέχει τρεις μεταπολεμικές δεκαετίες στις ΗΠΑ με κεντρικό ήρωα τον Αρτσι Φέργκιουσον, γόνο μικροαστικής οικογένειας, αλλά παραθέτει τέσσερις εναλλακτικές εκδοχές της ζωής του, προς την επιτυχία, την επιβίωση ή την καταστροφή, με διαφορετικές επαγγελματικές, προσωπικές και ιδεολογικοπολιτικές επιλογές. Ορισμένοι είδαν σε αυτό το λογοτεχνικό πείραμα του Οστερ τον ρόλο της «μοίρας». Στην πραγματικότητα είναι ο τρόπος που η βαθιά Αμερική, με όλο το ιστορικό φορτίο της εξωστρεφούς, άπληστης και επιθετικής υπερδύναμης, που αναδείχθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, επέδρασε στις υλικές συνθήκες των Αμερικανών και στην κουλτούρα της σκέψης τους. 

Αλλά και πάλι οι περισσότεροι συγγραφείς, τουλάχιστον όσοι φτάνουν μέχρι εμάς, με την προφανή μεροληψία των περισσότερων συνήθως υπέρ των Δημοκρατικών και της όποιας και όσης Αριστεράς επιβιώνει στις τάξεις τους, σπάνια μας μιλούν για το τι συμβαίνει στις ζωές των Αμερικανών που δεν ζουν στη Χρυσή Πολιτεία (όχι του Πλούταρχου, αλλά της Καλιφόρνιας) ή στη Μέκκα του καπιταλισμού, στη Νέα Υόρκη. Που ζουν στις περιοχές που αποκαλούνται Ζώνη της Σκουριάς, Ζώνη της Βίβλου, Ζώνη του Ρυζιού, του Βαμβακιού ή του Καλαμποκιού, Ζώνη του Χιονιού ή Ζώνη του Ηλιου. Ζώνες που ωστόσο αποκρύπτουν τις μικρές και μεγάλες κοινωνικές καταστροφές που προκαλούν οι διαρκείς μεταλλάξεις του αμερικανικού καπιταλισμού: από τον φορντισμό μέχρι την «πλατφόρμα», από το βιομηχανικό έπος μέχρι τη χρηματιστικοποίηση, από τους εφευρέτες και τις πατέντες τους μέχρι το υπολογιστικό νέφος και την τεχνητή νοημοσύνη. 

Τα ταξικά ερείπια που αφήνουν πίσω τους οι τρομακτικές μεταμορφώσεις του αμερικανικού καπιταλισμού, που είναι πια σε μεγάλο βαθμό ένας οικουμενικός, άρα εξω-αμερικανικός καπιταλισμός, ίσως τα βρούμε αποσπασματικά στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση. Καταναλώνουμε τεράστιες ποσότητες αμερικανικής κοινωνίας καθημερινά, για καμιά άλλη χώρα δεν μαθαίνουμε τόσα πράγματα, τόσες χρήσιμες και άχρηστες λεπτομέρειες, τόσα δημόσια πρόσωπα, εκτός από τις ΗΠΑ. Μας είναι βέβαια άγνωστο πόση αλήθεια περνάει από τις εικόνες και τις ιστορίες που γεμίζουν τις οθόνες, τον χρόνο μας και το μυαλό μας από τα τηλεοπτικά δίκτυα, τις πλατφόρμες ή τις κινηματογραφικές αίθουσες, αλλά μπορούμε να αναγνωρίσουμε στο Χόλιγουντ και σε όλη την αμερικανική οπτικοακουστική παραγωγή ότι, παρά την γκλαμουριά, τον εξωραϊσμό και τις άπειρες εκδοχές αμερικανικού ονείρου, ανοίγουν παράθυρα στον κοινωνικό ρεαλισμό. Δεν διστάζουν να δείξουν τα ράκη της φτώχειας, την απουσία πρόνοιας, τη σκληρότητα και την καθυστέρηση που υπάρχει πίσω από τη βιτρίνα της πιο δυναμικής, της πιο επιδραστικής, της πιο αναπτυγμένης τεχνολογικά, αλλά και της πιο χρεωμένης χώρας του κόσμου. 

Μπορώ να απαριθμήσω μπόλικες ταινίες που έχουν δείξει πλευρές της βαθιάς Αμερικής, η οποία παροχετεύει μέρος της δυσφορίας της για την ανέχεια και τη στέρησή της είτε στην απάθεια και την περιθωριοποίηση είτε στους Ρεπουμπλικανούς και στον Τραμπ. Θυμηθείτε το «Nomadland», το «Florida Project», τις «Τρεις πινακίδες στο Μιζούρι», αλλά πάνω από απ’ όλους ανακαλέστε τις ταινίες του ορκισμένου και ήσυχου Ρεπουμπλικανού, του Κλιντ Ιστγουντ: Το «Grand Torino», το «Μυστικό Ποτάμι», το «Million Dollar Baby»... Εκεί, σ’ αυτή την κινηματογραφημένη Αμερική των τσακισμένων ανθρώπων που έχουν όμως τα όνειρα, τις χαρές τους, τις πετριές τους, τα κολλήματά τους, τις στριμάδες τους, τις ιδεοληψίες τους, τους ρατσισμούς, τις προκαταλήψεις και τις θεωρίες συνωμοσίας τους, υπάρχει κάτι από τη βαθιά Αμερική που έδωσε τον εκλογικό θρίαμβο στον Τραμπ. Ισως αυτές οι εικόνες, αυτοί οι κινηματογραφικοί χαρακτήρες, αυτά τα τοπία σκουριάς, παρακμής, εγκατάλειψης. σκληρότητας, αλλά και ανθρωπιάς και αλληλεγγύης και κοινοτικής λειτουργίας στα χωριά της αμερικανικής ενδοχώρας, καλύπτουν κάπως το κενό γνώσης που έχουμε για τις διεργασίες στην αμερικανική κοινωνία. 

Ο Τραμπ, βρίζοντας τους Κινέζους, τους Ευρωπαίους, τους μετανάστες, τις επιχειρήσεις που μετακομίζουν, τις πολυεθνικές που κόβουν θέσεις εργασίας ή αυξάνουν τις τιμές, ενίοτε και τη Wall Street που δεν αφήνει τον πλούτο να αυξάνεται ανεξέλεγκτα, υποσχόμενος να κάνει «την Αμερική μεγάλη ξανά», κατάφερε να ενώσει τα δυο άκρα της πυραμίδας της ανισότητας στις ΗΠΑ: από τον Ελον Μασκ, με τα 205 εκατομμύρια ακολούθους στο «Ιδιωτικής Χρήσεως» πλέον Χ, μέχρι τον ένοικο του καμπ αστέγων, τον ενοικιαστή τροχόσπιτου, τον χρεοκοπημένο μικρομεσαίο που διατηρεί τη βεβαιότητα ότι η παρακμή των ΗΠΑ οφείλεται στην «προδοσία» των πολιτικών και επιχειρηματικών ελίτ που δεν θέλουν να μοιραστούν τίποτα από τον πλούτο και τα προνόμιά τους με τους κάτω. Το «Make America Great Again» είναι το νέο όπιο του αμερικανικού λαού, η ανανέωση της προσδοκίας ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός, που κάθε επιτυχία του εδώ και δεκαετίες αφήνει πίσω του συντρίμμια, έχει έστω ένα μικρό, έστω ελάχιστο κομμάτι πίτας για όλους. Η ελάχιστη επιβίωση των κάτω προϋποθέτει την ανοχή στην απεριόριστη απληστία των πάνω. Φυσικά και του Ελον Μασκ.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Στη μία το μεσημέρι γίνεται διάλειμμα. Μια ώρα διακοπή για τους υπάλληλους, ένα τεταρτάκι για τους εργάτες. Κολατσιό.

Ο καθένας κολατσίζει ανάλογα με το βδομαδιάτικο που παίρνει. Οσοι πιάνουν δεκαπέντε δολάρια τη βδομάδα, αυτοί αγοράζουν μ’ ένα νικέλινο κέρμα ένα ξερό κολατσιό σε πακέτο τυλιγμένο σε αλουμινόχαρτο και το ροκανίζουν με πολύ μεγάλη όρεξη.

Οσοι παίρνουν τριάντα πέντε δολάρια πάνε σ’ ένα μεγάλο αυτόματο μπουφέ, ρίχνουν πέντε σεντς, πατάνε το κουμπί και στη στιγμή το μηχάνημα γεμίζει ένα φλιτζάνι με καφέ. Με άλλα δυο-τρία νικέλινα κέρματα ανοίγουν σε κάτι τεράστια ράφια γεμάτα με φαγητά μια μικρή γυάλινη πορτίτσα και παίρνουν ένα σάντουιτς.

Οι άλλοι που πιάνουν εξήντα δολάρια τη βδομάδα τρώνε κάτι γκρίζες τηγανίτες από κουρκούτι και αυγά χτυπημένα σε κάτι κάτασπρα πιατάκια εμαγιέ με τη ρεκλάμα του καφέ Ροκφέλερ.

Οσοι παίρνουν από εκατό δολάρια κι απάνω, αυτοί πηγαίνουν στα εστιατόρια κάθε εθνικότητας, κινέζικα, ρούσικα, ασσυριανά, γαλλικά, ινδικά, σε όλα εκτός από τα άνοστα αμερικάνικα που σου σερβίρουν έναν περίδρομο από κονσερβαρισμένο κρέας Αρμόρ, που είναι κλεισμένο στα κουτιά απ’ τον καιρό του πολέμου της απελευθέρωσης σχεδόν [...]

Πώς τρώει ο εργάτης; Ο εργάτης τρώει άσχημα.


Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, «Πώς ανακάλυψα την Αμερική» 




Sunday, November 3, 2024

Σκ...

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 2-3/11/2024


 


Κάπου στα 1970, όταν η χούντα ήταν ακόμη στα ντουζένια της και τίποτα δεν φαινόταν να την απειλεί, η ρηξικέλευθη ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτρια Μαριέττα Ριάλδη θέλησε να ανεβάσει στην πειραματική σκηνή που είχε ιδρύσει μια καταλυτική σάτιρα με τον τίτλο «ΣΚΑΤΑ». Με τίποτε δεν περνούσε από τη χουντική λογοκρισία, οπότε έδωσε την απλή λύση των δύο πρώτων γραμμάτων της βρόμικης και δυσώδους, εκ φύσεως, λέξης. Ο τίτλος του θεατρικού έγινε «ΣΙΓΜΑ ΚΑΠΑ», και όλα πήγαν μια χαρά. Το έργο είχε μεγάλη πετυχεσά -όπως το απαιτεί και ο τίτλος του- και η χούντα δεν μπορούσε να βρει ούτε πρόσχημα να αποφύγει εκείνα με τα οποία την έλουζε η επίμαχη παράσταση: τα σκατά.


Εχει περάσει πάνω από μισός αιώνας
έκτοτε και, παρότι η χούντα αντιμετωπίζεται πια σαν καρικατούρα εξουσίας, παρότι τα αποτελέσματα της πολιτικής της είναι απτά και ζοφερά, δεν έχουν τίποτα το γελοίο και γελοιογραφικό, η κυβερνητική, πολιτική και οικονομική εξουσία της χώρας φαίνεται ότι δεν έχει ακόμη ξεπεράσει το κατά Φρόιντ πρωκτικό στάδιο ωρίμανσης, στο οποίο η απεχθής και δυσώδης σκατολαγνεία ή κοπρολαγνεία είναι μια τεράστια απόλαυση για τα νήπια ή βρέφη. 


Είναι, λοιπόν, εξαιρετικά πιθανό το νέο ελληνικό κράτος των 200 και κάτι ετών να μην έχει ξεπεράσει ακόμη το κρίσιμο πρωκτικό στάδιο, να βρίσκεται στο μεταίχμιο στοματικού και πρωκτικού σταδίου ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης, επομένως είναι ασαφές πόσες δεκαετίες ή και αιώνες θα χρειαστούν για να φτάσουμε στο γεννητικό στάδιο ωρίμασης, εκτός αν το υπερβούμε κι αυτό εντελώς και περάσουμε απευθείας στο γήρας και στον θάνατο, πράγμα που ουδόλως αποκλείεται γιατί και τα έθνη γερνάνε και τα κράτη πεθαίνουν. Συχνότατα στις πιο αναξιοπρεπείς συνθήκες, όπως και οι σάρκινοι άνθρωποι, πνιγμένοι στα ίδια τους τα αφοδεύματα και εκκρίματα. 


Αλλά, ας μην το κάνουμε πιο σπλάτερ
και σκατένιο από όσο ήδη είναι. Γιατί η αφορμή αυτού του σκατένιου λίβελου είναι το περίφημο σελφ τεστ κοπράνων που κόστισε στο Δημόσιο 50 εκατ. ευρώ (Ταμείο Ανάκαμψης) και το διαφήμισαν σκανδαλωδώς ο Αδωνις (αλίμονο, λείπει ο Μάρτης...;) και ο Κυριάκος προσωπικά, το οποίο κάποια ιδιωτική εταιρεία το γλεντάει, δεν ξέρω αν και κάποιοι άλλοι γλεντάνε την προμήθεια που τους αντιστοιχεί.

 
Παίρνω λοιπόν το «κιτ»,
γιατί είμαι στην κρίσιμη ηλικία, δεν διαφέρει πολύ από τα σελφ της γρίπης και του Covid, μελετώ τα κοπροβέλονα του «κιτ», αν κι έχω κάνει ήδη δύο κολονοσκοποπήσεις παρακαλώ, ου γαρ, και διαβάζω πως για να πάρω τα κατάλληλα δείγματα της αφόδευσης, είναι καλό να ρίξω μπόλικο χαρτί στη λεκάνη, ούτως ώστε το «προϊόν» να πέσει στα μαλακά, μην πάθει και τίποτα, κι εγώ με το ακροφύσιο του τεστ να πάρω τα κατάλληλα δείγματα κοπράνων που θα δείξουν αν υπάρχουν ίχνη αίματος, τα οποία ίσως με οδηγούν στην ανάγκη μιας νέας (δωρεάν, παρακαλώ!) κολονοσκόπησης. Είναι πολλά τα λεφτά, Αρη, κι είναι περισσότερα τα σκατά, Γιάννη. Πόσο ηλίθιους πρέπει να μας θεωρούν, ώστε να πιστεύουν ότι κανείς δεν θα πάρει πρέφα από τη σκατένια αρπαχτή τους;


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

 
Ηρθεν ουν και της Ματσουκοπορδούς ο υιός από την Λείχεμας και του Σκατοδακτύλη ο υιός οπό τας Γλείφας και ο Γέρων ο Κάππαρης ο Μπεσσαλιώτης και ευχόμενοι έλεγον: «Αγκανος, εξάγκανος ο ποταμός ο πύρινος ο κατακεκαυμένος, οποίος καταβαίνει εκ την αναχεσοφυσοπορδοκλήθραν του αφεδρώνος μας και γεμίζει των Εβραίων τα κολοκύνθια, ψύξη, καύση, μαράνη τας εβδομήντα δύο ήμισυ φλέβας του γουργούρου σου και τον καρύτσαφλόν σου!» 


Αγνώστου, «Σπανός», έκδοση 1562

Saturday, October 26, 2024

Διαβάζεται σε 10 λεπτά

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 26-28/10/2024




Οχι, δεν υπάρχει λάθος στον τίτλο του σημερινού πονήματος. Τόσο υπολογίζω ότι χρειάζεται για την ανάγνωση της φλυαρίας μου. Φυσικά, μιλάμε για μέσο χρόνο ανάγνωσης, ενός ανθρώπου με μέσες δεξιότητες όρασης και κατανόησης, οπωσδήποτε χωρίς διάσπαση προσοχής και με τα κατάλληλα γυαλιά αν τυχόν έχει αυξημένη πρεσβυωπία. Ενας έφηβος ίσως χρειαστεί περισσότερο χρόνο αν βρίσκει ακατάληπτες λέξεις και φράσεις, ή απλώς ασυναρτησίες, ένας συνταξιούχος μπορεί να χρειαστεί ακόμη περισσότερο χρόνο αν ψάχνει τα γυαλιά πρεσβυωπίας που είναι σίγουρος ότι τα είχε αφήσει εδώ δίπλα, πάνω στο κομοδίνο, αλλά δεν τα βρίσκει. 

Πάντως, η προειδοποίηση του μέσου χρόνου ανάγνωσης ενός κειμένου, και μάλιστα με ακρίβεια δευτερολέπτου, θα ήταν αδιανόητη ή απλώς ανόητη οποιαδήποτε άλλη περίοδο της μακραίωνης εποχής του Γουτεμβέργιου και της τυπογραφίας. Φανταστείτε να υπήρχε μια ανάλογη προειδοποίηση στο εξώφυλλο της Βίβλου, του Κορανίου, των τριών τόμων του Κεφαλαίου ή του «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο»: «Διαβάζεται σε τρεις εβδομάδες... Διαβάζεται σε δυο μήνες, σε ένα χρόνο... Διαβάζεται μια ολόκληρη ζωή». 

Αν και, βέβαια, οι άνθρωποι διαβάζουν όλο και λιγότερο πια, παρότι αφιερώνουν ένα τεράστιο μέρος του 24ώρου τους προσκολλημένοι σε οθόνες με εικόνες, γράμματα και αριθμούς, έχω αναρωτηθεί ποια ακριβώς διανοητική λειτουργία και σκοπιμότητα εξυπηρετεί η προειδοποίηση που περιλαμβάνουν πολλές ενημερωτικές ιστοσελίδες στην αρχή κάθε ανάρτησής τους: «Διαβάζεται σε 1' και 20"», ή «χρόνος ανάγνωσης 3 λεπτά». 

Οk, ας πούμε ότι τα λογισμικά και οι αλγόριθμοι των ενημερωτικών ιστοσελίδων σέβονται τον χρόνο μου –ενδεχομένως και το χρήμα μου, αν είναι συνδρομητικές- και θέλουν να με προστατέψουν από την περιττή σπατάλη του. Αλλά, μήπως πριν από την προειδοποίηση χρόνου να μου έστελναν και μία προειδοποίηση περιεχομένου; Με ενδιαφέρει ή όχι το θέμα της είδησης ή του άρθρου για να δαπανήσω τον ανάλογο χρόνο; Τι ξέρει το σάιτ για τις προτιμήσεις, τα ενδιαφέροντά μου, τις αγωνίες μου; Τι ξέρει για την ταχύτητα ή βραδύτητα με την οποία διαβάζω; Κι αν ένα κείμενο είναι τόσο απολαυστικά γραμμένο που κάθομαι πάνω σε κάθε λέξη, κάθε πρόταση, κάθε περίοδο ολόκληρα λεπτά; Κι αν είναι τόσο σύνθετη η πληροφορία που μου προσφέρει ώστε πρέπει σε κάθε φράση να κοντοστέκομαι, να αποστρέφω το βλέμμα από την οθόνη και να στοχάζομαι, να φαντάζομαι ή απλώς να χαζεύω στο κενό, γιατί μια λέξη με πήγε αλλού, μια σκέψη του αρθρογράφου μού άνοιξε μια υπαρξιακή άβυσσο, μια ανοησία με τσάτισε τόσο πολύ που μου έρχεται να πετάξω το κινητό ή το λάπτοπ, να πάρω το μέσο και να τους χέσω ή να γράψω ένα επιθετικό σχόλιο κάτω από το επίμαχο κείμενο; 

Δεν ξέρω αν όλα τα λειτουργικά συστήματα εξυπηρέτησης των εκατομμυρίων ενημερωτικών ιστοσελίδων σε όλο τον κόσμο προσφέρουν την ίδια υπηρεσία πληροφόρησης/ προειδοποίησης του αναγνώστη, αλλά -ειδικά για τα ειδησεογραφικά μέσα που το χρησιμοποιούν- η εκτίμηση του χρόνου ανάγνωσης κάθε κειμένου είναι η απόδειξη της αυτοπαγίδευσής τους στο κυνήγι των «κλικ», που μεταφράζονται σε προσδοκώμενα διαφημιστικά έσοδα από τις παγκόσμιες πλατφόρμες προβολής του περιεχομένου τους (αλλά όσα αποφασίσουν αυτές ότι αναλογούν σε κάθε μέσο). Το δίλημμα των ΜΜΕ από την εποχή της αναλογικής τεχνολογίας ήταν πάντα «εικόνα ή κείμενο;», το οποίο στην εποχή των ταμπλόιντ μετεξελίχθηκε σε «πόσο κείμενο έναντι πόσης εικόνας;». Η τηλεόραση το έλυσε αυτό με έναν ολιστικό τρόπο, καθώς εικόνα και κείμενο (προφορικό ή γραπτό) έγιναν ένα ενιαίο σύνολο που κατέληγε να είναι ουσιαστικά μόνο εικόνα. Η πληροφορία, όταν δεν εξαντλούνταν στην ίδια την εικόνα, συμπληρωνόταν από τον λόγο του ρεπόρτερ ή του παρουσιαστή (σπικάζ) ή από τα λόγια των πρωταγωνιστών ή κομπάρσων του ρεπορτάζ ως ηχητική επένδυση της εικόνας. Δεν έχουν αλλάξει πολύ τα πράγματα μέχρι σήμερα, στην ψηφιακή εκδοχή της τηλεόρασης. 

Στον ενημερωτικό ανταγωνισμό του διαδικτύου, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα κλικ μετριούνται, ο αριθμός τους είναι ζήτημα ζωής και θανάτου (οικονομικής ζωής και οικονομικού θανάτου κάθε ενημερωτικής ιστοσελίδας), αλλά μετράει και η διάρκεια παραμονής του μέσου αναγνώστη σε κάθε συγκεκριμένη ανάρτηση, σε κάθε κείμενο και σε κάθε σάιτ. Η προειδοποίηση του χρόνου που χρειάζεται κατά μέσον όρο η ανάγνωση κάθε κειμένου, κάθε είδησης, κάθε άποψης, αφορά την οικονομία χρόνου του ιστότοπου. Οχι τον χρόνο του επισκέπτη και του αναγνώστη. Αυτόν δεν τον λυπάται κανείς. Το «διαβάζεται σε 1' και 40"» είναι μια διόλου ευγενική υπενθύμιση ότι ο αναγνώστης ΠΡΕΠΕΙ να διαβάσει το κείμενο στον χρόνο αυτό για να περάσει στο επόμενο και στο μεθεπόμενο και, ιδανικά, να μείνει όσο περισσότερα λεπτά γίνεται στην ιστοσελίδα, να καταναλώσει χρήσιμες, αδιάφορες και εντελώς άχρηστες πληροφορίες της ημέρας, για τις οποίες ο «Μεγάλος Αδελφός» της Silicon Valley, που μπορεί να έχει την έδρα του στην Ιρλανδία ή στην Αυστραλία, θα αποφασίσει μέσω κατάλληλα κατασκευασμένων αλγορίθμων να κρατούν τον αναγνώστη αρκετό χρόνο στην ιστοσελίδα, αρκετό για να δει τις διαφημίσεις που πετάγονται σαν πυροτεχνήματα ανάμεσα στις παραγράφους του κειμένου, που αποσπούν την προσοχή του, που τον πάνε αλλού, που μεγεθύνουν όση ΔΕΠΥ τυχόν είχε, που τον κάνουν να ξεχνάει τι είχε αρχίσει να διαβάζει, να αναρωτιέται αν είναι πρώιμα ανοϊκός, και στο τέλος να εγκαταλείπει διανοητικά εξουθενωμένος από την ενημέρωση, που δεν ήταν καν εξημέρωση και πληροφόρηση, είναι μια τρομακτική απο-πληροφόρηση, γιατί τελικά ο χρόνος ανάγνωσης του κειμένου είναι μόλις δύο λεπτά, και ο χρόνος παραμονής σου στην ιστοσελίδα συμποσούται σε 6 λεπτά, πα μαλ, δώσε στα παιδιά ένα ευρώ ανά επισκέπτη, αλλά εδώ τελειώνει η προειδοποίηση χρόνου των 10 λεπτών και πέστε μου αν βγάλατε κανένα συμπέρασμα εκτός από το ότι χάσατε τον χρόνο σας. 

Αλλά, αυτό ακριβώς είναι το νόημα. Να χάσετε τον χρόνο σας που είναι πάντα χρήμα. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα 

απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,

και κάθισα εδώ. Κάθουμουν

χωρίς να διαβάζω,

και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω 

κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

…………………

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. 

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κ. Π. Καβάφης, «Απ’ τες εννιά»


Saturday, October 19, 2024

Οικονομική ελευθερία; Ποιων; Και από ποιους;

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 19-20/10/2024



Διάβασα με ενδιαφέρον την ανακοίνωση του Κέντρου Φιλελεύθερων Μελετών (ΚΕΦΙΜ) για την παγκόσμια κατάταξη της χώρας στους δείκτες της λεγόμενης οικονομικής ελευθερίας. Με βάση τα δεδομένα μέχρι και το 2022 για 165 χώρες, την κατάταξη της Ελλάδας μόλις στην 70ή θέση δεν τη λες και καλή επίδοση για την πιο (νεο)φιλελεύθερη κυβέρνηση εδώ και μισόν αιώνα, την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη. Την κυβέρνηση που αναδείχθηκε το 2019 με την υπόσχεση ότι σε 2-3 βδομάδες θα μπαίναν μπουλντόζες στο Ελληνικό (όπερ και εγένετο, αν και με καθυστέρηση 2-3 ετών) και ότι με το καλημέρα θα έκοβε φόρους που πνίγουν την επιχειρηματικότητα (ρωτήστε τους επαγγελματίες, που είναι μες στην τρελή χαρά με τα τεκμήρια, πόση συνέπεια έχει επιδείξει σ’ αυτό η κυβέρνηση).


Οχι, η θέση 70, μαζί με την Καμπότζη και την Γκάμπια, κάτω από τη Μογγολία και μόλις ένα σκαλί πάνω από την Κένυα, δεν είναι καλή θέση για μια καθωσπρέπει νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Κι αναρωτιέται κανείς αν αυτή είναι ακόμη μια ντροπιαστική αξιολόγηση από διεθνείς, πολιτικά προκατειλημμένους και προφανώς αριστερόπληκτους θεσμούς, όπως οι Ρεπόρτερ Χωρίς Σύνορα, που κατέταξαν φέτος την Ελλάδα στην 88η θέση ως προς την ελευθερία του Τύπου, ή το Ευρωβαρόμετρο της Ε.Ε., που φέρνει τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ των 27 ως προς το αν οι πολίτες νιώθουν ότι προστατεύονται το κράτος δικαίου, η δημοκρατία, τα βασικά δικαιώματα. Πλην όμως, όχι, ούτε το ΚΕΦΙΜ ούτε το διεθνές ινστιτούτο Frase, που μετρά την «οικονομική ελευθερία» μεταξύ 165 χωρών, μπορεί να πει κανείς ότι εμφορούνται από αντι- φιλελεύθερα, αντιμητσοτακικά αισθήματα.


Οχι, δεν υπάρχει καμιά ιδεολογική προκατάληψη στην κακή κατάταξη της Ελλάδας. Υπάρχουν απλώς μεγάλες απαιτήσεις από την κυβέρνηση Μητσοτάκη για απελευθέρωση της οικονομίας και συρρίκνωση του κράτους, που δεν έχουν εκπληρωθεί, παρά τα πέντε χρόνια φιλότιμης προσπάθειας. Κατ’ αρχάς, είναι αληθινά ντροπιαστική η κατάταξη στην 150ή θέση (έλεος!) μεταξύ 165 χωρών ως προς το μέγεθος του κράτους. Παράδοξη κατάταξη, αν και δεν ξέρουμε τι ακόμη μπορεί να πουληθεί, πέρα από τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, τους αυτοκινητόδρομους, τις τηλεπικοινωνίες, την παραγωγή ενέργειας, τους υδάτινους πόρους, τα βουνά, τους κάμπους, τις ακτές, που εκχωρούνται για ανεμογεννήτριες ή φωτοβολταϊκά. Φυσικά, υπάρχουν ακόμη μεγάλα περιθώρια επέκτασης της οικονομικής ελευθερίας στο πεδίο αυτό, π.χ. να κλείσουν αρκετά δημόσια ΑΕΙ για να αφήσουν χώρο στα ιδιωτικά, να βελτιωθεί ο συσχετισμός ιδιωτικών και δημόσιων νοσοκομείων υπέρ των πρώτων, να σταματήσει ο αθέμιτος ανταγωνισμός του δημόσιου συνταξιοδοτικού συστήματος εις βάρος των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών, να σπάσει επιτέλους το μονοπώλιο του κράτους στον φορολογικό έλεγχο και να εκχωρηθεί το πιο σοβαρό μέρος του στις ίδιες τις ελεγχόμενες επιχειρήσεις, γιατί μόνο αυτές ξέρουν τι αξίζουν πραγματικά - σιγά τώρα μη μας πουν τα τσιράκια του Πιτσιλή τι φόρο θα πληρώσουμε!

 

Η κατάταξη της Ελλάδας στη θέση 150 ως προς το μέγεθος του κράτους, έναν από τους 5 δείκτες οικονομικής ελευθερίας, είναι αληθινά ταπεινωτική. Στη θέση του «σούπερμαν» των ιδιωτικοποιήσεων κ. Χατζηδάκη θα είχα παραιτηθεί. Και δεν μας παρηγορεί το γεγονός ότι εξίσου χαμηλά στον δείκτη αυτό κατατάσσονται θεριά του κρατικού καπιταλισμού όπως η Γερμανία ή η Γαλλία. Αντιθέτως, μας θυμώνει το γεγονός ότι σε αυτή την πίστα πλασάρεται ψηλά η Αλβανία (θέση 24 παρακαλώ, κάνει δουλίτσα ο Ράμα). Αν μάλιστα υπήρχε κάποια διαδικασία ενστάσεων για την άδικη βαθμολογία, σίγουρα κάτι έπρεπε να κάνουμε εις βάρος του Ισραήλ, που είναι στην ελίτ της οικονομικής ελευθερίας (θέση 41). Οχι γιατί είναι ένα μιλιταριστικό κράτος που ανθεί οικονομικά ασκώντας επί δεκαετίες γενοκτονία εις βάρος των Παλαιστινίων και τρομοκρατία εις βάρος όλου του αραβικού κόσμου. Θα ενιστάμεθα γιατί το Ισραήλ έχει αποτύχει να επεκτείνει την οικονομική ελευθερία σε όλη την Παλαιστίνη, της οποίας οι επιδόσεις δεν μετρώνται από τα νεφελίμ του φιλελευθερισμού. Ισως γιατί εκεί, στην Παλαιστίνη, το Ισραήλ έχει επιβάλει ένα πολύ ανώτερο είδος ελευθερίας: την ελευθερία από τον καταναγκασμό της ύπαρξης.


Υπάρχουν κι άλλα πεδία ένστασης. Αίφνης, γιατί στον δείκτη «πρόσβαση σε ισχυρό νόμισμα» η Ελλάδα κατατάσσεται στη θέση 68, όταν οι λοιποί εταίροι στην ευρωζώνη δεν πέφτουν κάτω από τη θέση 35; Δεν είναι ίδιο το ευρώ για όλους, Γερμανούς, Λετονούς ή Μαλτέζους; Φυσικά και όχι, σεραφειμάκια της νομισματικής ελευθερίας! Ειδικά εμείς, που περάσαμε από τη μνημονιακή κόλαση, θα έπρεπε να το έχουμε καταλάβει αυτό, χωρίς να μας το ψιθυρίζει εμπιστευτικά το ΚΕΦΙΜ, πως δεν υπάρχει ένα ευρώ για όλους, υπάρχουν 20, και σε μας αναλογεί το χειρότερο, το πιο ξεφτιλισμένο. 


Τέλος πάντων, πέραν της πλάκας, μπορεί να καταλάβει κανείς ότι αυτού του είδους τα διεθνή καλλιστεία, που καθιερώθηκαν από τη δεκαετία του 1980 από τον Μίλτον Φρίντμαν και τους ομοϊδεάτες του ανά τον κόσμο (όπως το ινστιτούτο Fraser του Καναδά που υπηρετεί το σπορ), μια ελευθερία μετρούν στην ουσία: την ελευθερία του ιδιωτικού από το δημόσιο, του ατομικού από το κοινό και συλλογικό, και εν τέλει την ελευθερία του κεφαλαίου από κάθε κρατικό ή κοινωνικό περιορισμό. Κι αυτή η ελευθερία περιλαμβάνει ενδεχομένως ακόμη και την ελευθερία του Ελον Μασκ να χρησιμοποιεί το «Χ» για να χειραγωγεί τα πλήθη υπέρ του Τραμπ και οποιουδήποτε άλλου νεοφασίστα. Ή την ελευθερία της Google να μονοπωλεί τις αναζητήσεις και τις διαφημίσεις. Υποθέτω ότι αν το αμερικανικό Δημόσιο αποφασίσει τελικώς τη διάσπαση της Google για να προστατέψει στοιχειωδώς τη λειτουργία της «ελεύθερης αγοράς», αυτό θα θεωρηθεί ισχυρό πλήγμα στην οικονομική ελευθερία και οι ΗΠΑ θα κατρακυλήσουν αρκετές σκάλες από την 5η θέση που καταλαμβάνουν τώρα. 


Υποθέτω, επίσης, ότι αν η κυβέρνηση Μητσοτάκη συνεχίσει τις φιλότιμες προσπάθειές της για επέκταση της οικονομικής ελευθερίας, χωρίς βλακειούλες και παρασπονδίες τύπου «έκτακτος φόρος στα υπερκέρδη», στην επόμενη μέτρηση έχουμε πιθανότητες να ανέβουμε στη γαλάζια ελίτ του πλανήτη. Για κάποιους (πολλούς!) αυτό θα σημαίνει, βεβαίως, μεγαλύτερο εγκλωβισμό στη φτώχεια και στην ανισότητα, αλλά τι να κάνουμε, η ελευθερία έχει το τίμημά της.



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 


Κάποιοι ισχυρίζονται ότι οι δρόμοι είναι βρόμικοι επειδή το κράτος δεν φορολογεί αρκετά τους πολίτες για να τους καθαρίσει. Η πραγματικότητα είναι ότι είναι βρόμικοι επειδή δεν ανήκουν σε κανέναν.


Μίλτον Φρίντμαν, «Καπιταλισμός και Ελευθερία» 


Sunday, October 13, 2024

Εμείς φταίμε για όλα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 12-13/10/2024


Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα σειρά, μόλις έξι επεισοδίων, που προβάλλει το Cinobo (εδώ κάνω διαφήμιση, ξεκάθαρα), η οποία σε γενικές γραμμές είναι αναμνήσεις από το εγγύς μας πολιτικό μας μέλλον. Ενα πολιτικο-οικονομικο-κοινωνικό θρίλερ επιστημονικής φαντασίας. Το «Years and Years» βγήκε στον αέρα το 2019, λίγο πριν από την πανδημία, σε παραγωγή BBC και HBO. Και μπορεί κανείς να πει ότι από όσα περιλαμβάνει η 15ετία που μελλοντολογικά διατρέχει (2019-2034) σε γενικές γραμμές τα περισσότερα έχουν ήδη συμβεί. Εχει πέσει μέσα, δηλαδή. 

Ο δημιουργός της σειράς (Ράσελ Τ Ντέιβις) παρακολουθεί τις προσωπικές και συλλογικές περιπέτειες μιας μεγάλης, μικροαστικής οικογένειας (τα τέσσερα αδέλφια Λάιονς με τις/τους συζύγους και συντρόφους τους, τα παιδιά τους, τη γιαγιά τους, στο σπίτι της οποίας συναντιούνται συχνά και κάνουν μικρές ανακεφαλαιώσεις της ζωής τους). Το φόντο είναι μια Βρετανία στην οποία αφενός ψηφιοποιούνται και επιτηρούνται ψηφιακά τα πάντα, ακόμη και τα ανθρώπινα σώματα, αφετέρου ανελίσσεται στην εξουσία μια πανούργα, δημοφιλής, ακροδεξιά περσόνα, η Βίβιαν Ρουκ (με την εκπληκτική Εμα Τόμσον), η οποία επιβάλλει ουσιαστικά μια σκληρή κυβερνο-στρατιωτική δικτατορία. Και ο κόσμος γύρω από αυτή τη Βρετανία αποσυντίθεται: η Ρωσία ελέγχει την Ουκρανία, ο Τραμπ κερδίζει κι άλλη θητεία, οι ΗΠΑ φεύγουν από τον ΟΗΕ, η Ευρώπη κλονίζεται από προσφυγική κρίση, η Ουγγαρία χρεοκοπεί, η Ελλάδα φεύγει από την Ε.Ε. (!), ξεσπάει άλλη μια τραπεζική κρίση και άλλο ένα κύμα διεθνούς ύφεσης, ενώ χιλιάδες άνθρωποι χάνουν τις δουλειές τους από τις ανεξέλεγκτες εφαρμογές της τεχνητής νοημοσύνης και τους αυτοματισμούς. 

Το ενδιαφέρον στη σειρά είναι ότι ενώ βγήκε το 2019, άρα –υποθέτουμε– προετοιμαζόταν τουλάχιστον έναν χρόνο πριν, αναπτύσσει εύστοχα μια εξαιρετικά επίκαιρη ατζέντα, δηλαδή όσα συζητάμε σήμερα. Αλλά, το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της είναι το ηθικό και πολιτικό ερώτημα που θέτει για τους πρωταγωνιστές της, τα μέλη της οικογένειας Λάιονς, που έκαναν καθένα διαφορετικές επιλογές: τι έκαναν οι ίδιοι και οι ίδιες για να αποτρέψουν όσα ζοφερά συνέβησαν μεταξύ 2019 και 2034 στον κόσμο, στη Βρετανία, στις γειτονιές τους, στις ζωές τους; 

Η απάντηση σε αυτό το ηθικο-πολιτικό ερώτημα δεν είναι ακριβώς «τίποτα», μια και στην ιστορία του αφηγείται το σίριαλ κάποιοι πρωταγωνιστές δεν κάνουν πράγματι τίποτα, κάποιοι φοβούνται, κάποιοι περνάνε στην πλευρά του «τέρατος» και το υπηρετούν αυτοκαταστροφικά, και κάποιοι άλλοι προσπαθούν να κάνουν κάτι, με μεγάλο ρίσκο, θανάσιμο τίμημα, έστω και συνωμοτικά, ατομικά. Εξάλλου, το τέλος της σειράς επιφυλάσσει ένα μικρό, απελευθερωτικό, εξεγερτικό χάπι εντ, χωρίς ωστόσο να ξέρουμε αν αλλάζει τη ροή των πραγμάτων προς έναν όλο και πιο ολοκληρωτικό καπιταλισμό ψηφιακής επιτήρησης. Ωστόσο, υπάρχει μια σκηνή στη σειρά που συμπυκνώνει όλη την ουσία του πράγματος, την ατομική ευθύνη αντίστασης σε μια συλλογική καταστροφή. Η γιαγιά Μίριελ της οικογένειας Λάιονς γιορτάζει τα 92α γενέθλιά της, κάπου στα 2034, μαζεύοντας τα εγγόνια της, τα δισέγγονά της, τις/τους συντρόφους τους. Και ως άνθρωπος του 20ού αιώνα, παιδί του μεγάλου πολέμου, του αναλογικού καπιταλισμού, των συλλογικών αντιστάσεων, των μεγάλων κατακτήσεων, αλλά και των μεγάλων οπισθοδρομήσεων, δεν έχει καμιά αναστολή να πει στους απογόνους της, που τους τραπεζώνει και τους κερνάει κρασί, ότι αυτοί φταίνε για όλα, χωρίς να εξαιρεί τον εαυτό της απ’ αυτό. Αυτοί φταίνε για τον ζοφερό κόσμο που φτιάξανε, αυτοί φταίνε που δεν αντιστάθηκαν σε κάθε πράξη οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής βίας που εμφανιζόταν σαν φοβερός κι αναπόφευκτος εκσυγχρονισμός. Εμείς φταίμε για όλα. Εμείς φταίμε για κάθε πράξη αντίστασης που παραλείπουμε. Και επειδή είναι αδύνατο να το περιγράψω καλύτερα από τη γιαγιά Μίριελ της σειράς «Years and Years», σας αφήνω να απολαύσετε αυτούσιο τον μακρύ, πικρό συλλογισμό της, στη θυγατρική στήλη «Θεωρίες για την υπεραξία». Εμείς φταίμε για όλα. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

- Μίριελ: Εσείς φταίτε για όλα!

- Στίβεν: Για ποια;

- Μίριελ: Για τα πάντα… Οι τράπεζες. Η κυβέρνηση. Η Αμερική. Η ύφεση. Η κ. Ρουκ. Κάθε τι που πήγε στραβά είναι δικό σας λάθος. 

-Στίβεν: Κατηγορούμαι για πολλά, αλλά πώς είμαι υπεύθυνος για όλο τον κόσμο; 

- Μίριελ: Γιατί είμαστε, όλοι μας. Μπορούμε να καθόμαστε εδώ όλη μέρα κατηγορώντας τους άλλους ανθρώπους… Φταίει η οικονομία, φταίει η Ευρώπη, η αντιπολίτευση, ο καιρός. Και μετά κατηγορούμε αυτές τις τεράστιες σαρωτικές παλίρροιες της ιστορίας. Σαν να είναι εκτός ελέγχου μας. Σαν να ’μαστε τόσο αβοήθητοι και μικροί. Αλλά και πάλι φταίμε εμείς. Ξέρετε γιατί. Είναι το μπλουζάκι της μιας λίρας. Το μπλουζάκι που κόστισε μια λίρα, δεν μπορούμε να του αντισταθούμε. Ολοι μας. Βλέπουμε ένα μπλουζάκι που κοστίζει μια λίρα και λέμε, «Ευκαιρία, μ’ αρέσει». Και τ’ αγοράζουμε. Οχι για κάτι καλό. Απλώς ένα ωραίο μπλουζάκι για το χειμώνα, για από μέσα. Και ο καταστηματάρχης παίρνει πέντε άθλιες πένες γι’ αυτό το μπλουζάκι. Και κάποιος χωρικός σ’ ένα χωράφι παίρνει 0,01 πένες. Και πιστεύουμε ότι όλο αυτό είναι μια χαρά. Ολοι μας. Και δίνουμε τη λίρα μας και μπαίνουμε σε αυτό το σύστημα για μια ζωή. Είδα ότι όλα πήγαιναν στραβά όταν ξεκίνησε στα σουπερμάρκετ, όταν αντικατέστησαν τις γυναίκες με αυτά τα αυτοματοποιημένα μηχανήματα.

- Ρουθ: Οχι, δεν φταίμε εμείς γι’ αυτό. Τα μισώ αυτά, πάντα τα μισούσα. Με τρελαίνουν…

- Μίριελ: Ναι αλλά δεν κάνατε τίποτα, κάνατε; Πριν από είκοσι χρόνια, όταν πρωτοεμφανίστηκαν, σηκωθήκατε να φύγετε; Γράψατε επιστολές διαμαρτυρίας; Ψωνίσατε από αλλού; Οχι! Ξεφυσήσατε και ξεφυσήσατε και το ανεχτήκατε. Και τώρα όλες αυτές οι γυναίκες έχουν φύγει. Κι εμείς το αφήσαμε να συμβεί. Και πιστεύω ότι μας αρέσουν αυτά τα ταμεία χωρίς ταμίες, τα θέλουμε. Γιατί αυτό σημαίνει ότι μπορούμε να πάρουμε τα ψώνια μας και δεν χρειάζεται να δούμε αυτή τη γυναίκα στα μάτια. Τη γυναίκα που πληρώνεται λιγότερο από εμάς. Εφυγε. Την ξεφορτωθήκαμε. Την απολύσαμε. Μπράβο. Οπότε, ναι, εμείς φταίμε. Αυτός είναι ο κόσμος που φτιάξαμε. Συγχαρητήρια. Στην υγειά σας. 


Russel T. Davies, «Years and Years» (τηλεοπτική σειρά έξι επεισοδίων του 2019, παραγωγής BBC) 


Saturday, October 5, 2024

Και τι μας νοιάζει εμάς ο πόλεμος;

Η Εφημερίδα των Συντακτών 5-6/10/2024


Τι μας λέει για την ανθρώπινη κατάστασή μας η απάθεια με την οποία πλέον παρακολουθούμε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που γίνονται στη Μέση Ανατολή, όχι εδώ και έναν χρόνο, αλλά εδώ και 75 και πλέον χρόνια; Τι μας λέει για τα ανθρώπινα ή ανθρωπιστικά (υπάρχουν τέτοια;) ανακλαστικά μας η εξοικείωσή μας με την τυπικά παγωμένη αλλά σταθερά αιματηρή σύγκρουση στην καρδιά της Ευρώπης, μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας; Είμαστε ακόμη στη μακρά, παγκόσμια μεταπολεμική ειρήνη που διαμορφώθηκε μετά την ήττα του ναζιστικού άξονα ή στη μετα-ψυχροπολεμική συνύπαρξη που έφερε η κατάρρευση του «υπαρκτού» σοσιαλισμού; Ή μήπως ζούμε έναν αργό, βραδυφλεγή, ασίγαστο αλλά και ακήρυχτο παγκόσμιο πόλεμο, στον οποίο συμμετέχουν οι πάντες, με πράξεις και παραλείψεις, με σιωπές και διακηρύξεις, με όπλα ή κεφάλαια; Και γιατί ο κραταιός, οικουμενικός, κυρίαρχος παντού (και με ελάχιστες πια χαμαιλεοντικές παραλλαγές) καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, χωρίς κανέναν αντίπαλο, χωρίς κανένα ελκυστικό εναλλακτικό μοντέλο, δεν έχει φέρει την υπεσχημένη παγκόσμια ειρήνη, αντιθέτως έχει πολλαπλασιάσει σε ασύλληπτο βαθμό τις αιτίες, τις αφορμές, τις προφάσεις και -κυρίως- τα υλικά μέσα ενός αληθινά ολοκληρωτικού πολέμου, που δεν θα αφήσει κολυμπηθρόξυλο επί Γης, από τα έγκατά της μέχρι τη στρατόσφαιρα; 

Εχει δίκιο ν’ αγανακτεί ο Ν. Κοσματόπουλος (διαβάστε την εκπληκτική, οργισμένη μαρτυρία του σε αυτό το φύλλο της «Εφ.Συν.») για τα «δημοσιογραφικά» ερωτήματα που του υποβάλλουν, του τύπου «πώς νιώθουν οι Ελληνες στην κόλαση της Βηρυτού;», λες κι ο πόλεμος αποκτά υπόσταση μόνο όταν σκοτωθεί ή τραυματιστεί ένας «δικός» μας που έτυχε να βρίσκεται εκεί, λες και ο πόνος, ο πανικός, το αίμα, ο θάνατος έχουν διαφορετική «ελληνικότητα», «παλαιστινιακότητα», «χριστιανικότητα» ή «ισλαμικότητα». Το C130 που θα είναι stand by στην Κύπρο για να «απεγκλωβίσει» Ελληνες εν κινδύνω υποτίθεται ότι είναι μια μικρή κιβωτός ανθρωπιάς, καθείς ας σώσει τουλάχιστον τους δικούς του από τον θάνατο, κι είμαστε εντάξει με τη συνείδησή μας και με τις ανθρωπιστικές υποχρεώσεις μας, όπως έχουν προκύψει από το μεταπολεμικό status quo. 

Πολύ φοβάμαι, όμως, ότι δεν είναι απλώς απάθεια και εξουδετέρωση των ανακλαστικών μας ο τρόπος που ΔΕΝ αντιδρούμε και απλώς παρακολουθούμε τη συντελούμενη γενοκτονία στη Γάζα και την προκλητική προσπάθεια της ισραηλινής ηγεσίας να διεθνοποιήσει τον πόλεμο που έχει κηρύξει εναντίον αυτού που περιγράφει ως «άξονα του κακού». Πρακτικά εναντίον κάθε τι αραβικού, κάθε τι ισλαμικού. Δεν είναι απάθεια, είναι μια παθητική αποδοχή της πραγματικότητας ότι η χώρα Ελλάδα, η συμμαχία Ε.Ε., οι πολιτικές ηγεσίες τους, οι επιχειρηματικές ολιγαρχίες τους, ακόμη και οι σχεδόν λοβοτομημένες αντιπολιτεύσεις τους, σε αυτό τον ολοκληρωτικό, άνισο, άδικο πόλεμο έχουν επιλέξει πλευρά. Κι αν στην περίπτωση της Ουκρανίας η επιλογή πλευράς (διόλου αυτονόητη κι εκεί!) είχε κάποια επιχειρήματα, στην περίπτωση του Ισραήλ δεν έχει κανένα. Η ανοχή της γενοκτονίας στη Γάζα και των επιθέσεων του Ισραήλ σε Λίβανο, Ιράν, Υεμένη, Συρία, Ιράκ και ποιος ξέρει πού αλλού προσεχώς, είναι ξεκάθαρη συνέργεια σε έναν πόλεμο τυπικά περιφερειακό, αλλά ηθικά ήδη παγκόσμιο. 

Από τη σκοπιά των πάνω αυτό μπορούμε να το κατανοήσουμε. Το στρατιωτικο-βιομηχανικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ, που κυβερνά την υπερδύναμη εδώ και 70 χρόνια, έχει θεμελιώσει εν μέρει την ισχύ του στην ακραιφνή στήριξη του στρατοκρατικού Ισραήλ. Η Ε.Ε., επίσης, έχει προσχωρήσει πιο βαθιά στη συμμαχία αυτή και η προοπτική της δικής της «πολεμικής οικονομίας» δημιουργεί ποικίλες τεχνολογικές και επενδυτικές εξαρτήσεις με την πιο πολεμική οικονομία του κόσμου, αυτή τη Ισραήλ. Οι ενεργειακές κι άλλες παραγωγικές διασυνδέσεις (ακόμη και οι κατασκοπευτικές, τύπου Predator!) έχουν καταστήσει το Ισραήλ όχι μόνο την άτυπη 51η Πολιτεία των ΗΠΑ, αλλά και μια σκιώδη 28η χώρα-μέλος της Ε.Ε. Και την ίδια στιγμή η όλη Δύση επιλέγει να βαθύνει όχι μόνο το μέτωπο του θερμού, δι’ αντιπροσώπων, πολέμου με τη Ρωσία, αλλά κι αυτό του εμπορικού πολέμου με την Κίνα (για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα, τις σπάνιες γαίες και ποιος ξέρει για τι ακόμη!). Της χώρας που, παρά την «κομμουνιστική» πατίνα της, έχει απομείνει σχεδόν μόνη στην υπεράσπιση της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης και της διεθνούς ειρήνης που αυτή προϋποθέτει. Εν ολίγοις, η υπάρχουσα δυτική ηγεσία είναι σχεδόν εγκλωβισμένη στη στρατηγική του πολέμου. 

Απ’ τη σκοπιά των κάτω, όμως, είναι σχεδόν ακατανόητος ένας ανάλογος εγκλωβισμός. Ακόμη και η πιο ιδιοτελής, ατομικιστική, ωφελιμιστική ματιά σε έναν πόλεμο, που φαίνεται ακόμη αρκετά μακρινός, και σε μια στρατιωτική αγριότητα εις βάρος ενός ολόκληρου λαού και ενός έθνους, που «δεν είναι δικό μας», θα επέβαλλε να πάρουν εκατομμύρια άνθρωποι θέση στο πλευρό των θυμάτων και απέναντι στον ανελέητο θύτη. Αυτό δεν συμβαίνει. Αλλά την ίδια στιγμή το Ευρωβαρόμετρο λέει ότι οι Ελληνες αξιολογούν περισσότερο από κάθε άλλον Ευρωπαίο την ακρίβεια και το κόστος ζωής ως το μείζον πρόβλημά τους (70%). Και θεωρούν, πάλι στα μεγαλύτερα ποσοστά (45%), ότι το πρώτο στο οποίο μπορεί να αποδειχτεί ωφέλιμη η Ε.Ε. είναι η ειρήνη και η ασφάλεια. Και στα δύο οι ηγεσίες της Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις τους έχουν αποτύχει για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Οχι μόνο δεν έκαναν την παραμικρή προσπάθεια ειρήνευσης στο Ουκρανικό, αλλά επέτρεψαν όλες οι καταστροφικές παρενέργειες του πολέμου να περάσουν στα χωράφια, στα ράφια των σούπερ μάρκετ, στα τιμολόγια ρεύματος, στα συρρικνούμενα εισοδήματα των νοικοκυριών. Αν το «μοντέλο» επαναληφθεί και στην υποστήριξη του πολεμικού τυχοδιωκτισμού του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή, θα έχουμε από χέρι ένα ακόμη οικονομικό «ολοκαύτωμα». 

Μπορεί να ακούγεται, λοιπόν, σχεδόν προσβλητικό για τα νεκρά παιδιά και τους σφαγμένους αμάχους της Γάζας ή του Λιβάνου, αλλά αν κάποιος ανησυχεί πραγματικά για την τσέπη του, τις τιμές, την επιβίωσή του, έχει κάθε λόγο να διαδηλώνει γα να σταματήσει το Ισραήλ τον ανελέητο πόλεμο και για να πάψουν οι κυβερνήσεις της Δύσης να το στηρίζουν. 



ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αυτοί που βρίσκονται ψηλά λένε: Πόλεμος και ειρήνη

είναι δύο πράγματα ολότελα διαφορετικά.


Ομως η ειρήνη τους και ο πόλεμός τους

μοιάζουν όπως ο άνεμος κι η θύελλα.

Ο πόλεμος γεννιέται απ’ την ειρήνη τους

καθώς ο γιος από τη μάνα.

Εχει τα δικά της

απαίσια χαρακτηριστικά.


Ο πόλεμός τους σκοτώνει

ό,τι άφησε όρθιο

η ειρήνη τους.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά μιλάνε για ειρήνη 

ο απλός λαός ξέρει

πως έρχεται ο πόλεμος.


Οταν αυτοί που είναι ψηλά καταριούνται τον πόλεμο

οι διαταγές για επιστράτευση

έχουν υπογραφεί.


Μπέρτολντ Μπρεχτ, «Γερμανικό εγχειρίδιο πολέμου» (μετάφραση Μάριου Πλωρίτη) 


Sunday, September 22, 2024

Ταπεράκια έξω

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 21-22/9/2024 

 


Ο Μάικλ Μουρ, ο θορυβώδης κινηματογραφιστής και συγγραφέας, έχει δίκιο. Ο καπιταλισμός είναι μια ιστορία αγάπης. Η εξάρτησή μας από τον καπιταλισμό δεν είναι μόνο υπόθεση βίαιης υποταγής, σκληρής εκμετάλλευσης και επιδέξιας παραπλάνησης. Είναι μια σχέση βαθιά συναισθηματική, σχεδόν ερωτική και εντελώς ανεξάρτητη κι ανεπηρέαστη από την απέχθεια ή τη διάθεση ανατροπής που αισθανόμαστε για το σύστημα που διαβουκολεί την όλη ανθρωπότητα εδώ και μισό αιώνα.

Πάρτε την είδηση για την αίτηση πτώχευσης της Tupperware. Μετρήστε πόσες εκατοντάδες, χιλιάδες ιστορίες αναπόλησης της σχεδόν 90χρονης ιστορίας της πολυεθνικής πλημμύρισαν τα ΜΜΕ και τις ενημερωτικές ιστοσελίδες. Ρετρό φωτογραφίες από τα πλαστικά δοχεία με τα αεροστεγή καπάκια, με τον εφευρέτη τους τον Earl Tupper που το όνομά του έχει δημιουργήσει ένα σωρό καινούργιες λέξεις σχεδόν σε όλες τις γλώσσες, με την πραγματικά σοφή Brownie Wise, την πωλήτρια που επινόησε τα πάρτι επίδειξης των πλαστικών προϊόντων, εγκαινιάζοντας έναν πρώιμο καπιταλισμό της πλατφόρμας σε μια ψηφιακά ανυποψίαστη, αναλογική εποχή.

 Ολα τα δημοσιεύματα ξεχειλίζουν νοσταλγία για ένα εμβληματικό success story του βιομηχανικού καπιταλισμού, για την άνοδο και πτώση της αυτοκρατορίας του πλαστικού και τελικά για εκείνη τη χρυσή εποχή που ο Γκαλμπρέιθ αποκάλεσε «κοινωνία τη αφθονίας». Τα τάπερ ήταν ανάμεσα στα σήματα κατατεθέντα αυτής της εποχής.

Στον αντίποδα αυτής της φενάκης,
που έχει προ πολλού κλείσει τον κύκλο της και ως αυταπάτη των καπιταλιστών και ως εξαπάτηση των υποτελών τους (καταναλωτών και μισθωτών), οι σημερινοί νέοι, είτε ως σπουδαστές είτε ως εργαζόμενοι που σιτίζονται με τα ταπεράκια της μαμάς, ή με τα δικά τους εν πάση περιπτώσει, με φαγητό από το σπίτι γιατί ακόμη και το φτηνό καθημερινό ντελίβερι έχει γίνει ακριβό σπορ, δεν υποψιάζονται ότι αυτό το πλαστικό σύμβολο ανέχειας, εγκράτειας ή κανονικής φτώχειας σήμερα, υπήρξε κάποτε σύμβολο καταναλωτικής αφθονίας, ευμάρειας, ακόμη και παράγοντας υγείας για τα νοικοκυριά.

Ισως δεν μπορεί να γίνει εύκολα αντιληπτό αυτό σήμερα, όταν πέρα από τα Tapperware υπάρχουν πλαστικά δοχεία μιας χρήσης αξίας λίγων λεπτών διαθέσιμα στα σούπερ μάρκετ κατά πεντάδες, ή όταν κάθε δευτερόλεπτο εκατομμύρια πλαστικά μπουκάλια νερού ή αναψυκτικού ανοίγονται, αδειάζονται από το δροσιστικό περιεχόμενό τους και πετάγονται, χωρίς ούτε το 10% από αυτά να μπουν στον κύκλο ανακύκλωσης, όπως υπόσχονται απατηλά οι ετικέτες τους. Ισως δεν είναι αντιληπτό πόσο πολύτιμη μπορεί να ήταν για μια οικογένεια της δεκαετίας του 1960 στην Ελλάδα, που μπορεί να μην είχε ψυγείο ή είχε ακόμη ψυγείο με πάγο, μια σειρά από πλαστικά δοχεία φύλαξης τροφίμων. Και άρα, πόσο το εξοβελιστέο και αποδιοπομπαίο σήμερα πλαστικό, που δεν βιοδιασπάται, που αποσυντίθεται σε τρισεκατομμύρια μικροπλαστικά και πνίγει τα έμβια όντα της θάλασσας, ήταν το μικρό μέρισμα πλούτου που απένεμε στους μικροαστούς και τους προλετάριους ο πλαστικός καπιταλισμός των μεταπολεμικών χρόνων.

Είδατε που με κατέλαβε και μένα η νοσταλγία του πλαστικού καπιταλισμού;
Γιατί στις γειτονιές της αντιπαροχής στην Αθήνα των σίξτις, στις οποίες κι εγώ μεγάλωσα, οι επιδείξεις των τάπερ έδιναν κι έπαιρναν, και η μαμά που ήταν μοδίστρα κι είχε έναν μεγάλο κύκλο από πελάτισσες στη γειτονιά ήταν ιδανική οικοδέσποινα για να φιλοξενήσει τέτοιες επιδείξεις. Αλλά παρά τις πιέσεις που της ασκούσαν κάποιες γνωστές πωλήτριες της Tupperware, λίγες θυμάμαι να γίνονται τελικά στο υβρίδιο σαλονιού και εργαστηρίου ραπτικής που ήταν το μισό σπίτι μας. Προφανώς ήταν μπελάς για την κ. Βέρα, που έπρεπε να συμμαζέψει για να μην εκτεθεί στις γειτόνισσες, ίσως και να μην το γούσταρε κιόλας, γιατί η κ. Τάδε που έκανε χρόνια τις επιδείξεις έβγαζε με εξοργιστική ευκολία έναν σκασμό λεφτά βγάζοντας τα ταπεράκια έξω από τις μεγάλες τσάντες και θήκες της, ολόκληρη πολυκατοικία λέγεται ότι είχε σηκώσει, ενώ η ίδια έπρεπε να δουλεύει 12 ώρες τη μέρα με τη Singer ίσα για να τα βγάζουμε πέρα. Ακόμη και η αγορά πέντε δοχείων τάπερ ήταν μια δαπάνη διόλου ευκαταφρόνητη.

Αλλά αυτό που έκανε η κ. Τάδε (πραγματικά δεν μου ’ρχεται τ’ όνομά της
, αλλά έχω την εικόνα της, πάντα φρεσκοχτενισμένο μαλλί, συνήθως «λάχανο», και καλοντυμένη, αν και δεν ραβόταν στη μάνα μου) γινόταν από εκατοντάδες σε όλη τη χώρα, κι έτσι η μικρή πλαστική πολυτέλεια που άρχισε να κατακλύζει τα νοικοκυριά έφερε κι ένα εργοστάσιο παραγωγής στην Ελλάδα και, διόλου τυχαία φαντάζομαι, αφού το χρήμα έρρεε άφθονο, μια έδρα του ελληνικού βραχίονα της πολυεθνικής στο κέντρο της Αθήνας, έναντι ΥΠΕΞ, ψηλά στην Ακαδημίας, με μια βιτρίνα στην οποία τα πολύχρωμα πλαστικά δοχεία εκτίθενται ανάμεσα σε μια προθήκη με πανάκριβα κρύσταλλα μπακαρά και μιαν άλλη με γυναικεία ρούχα πρετ α πορτέ και αξεσουάρ, έκαστο των οποίων τιμάται από μισό έως τρεις μέσους μισθούς. Αν η κυρία Βέρα, η μοδίστρα, είχε προλάβει ζωντανή αυτή την εξέλιξη, ίσως να εξοργιζόταν για το γεγονός ότι είχε έστω αυτή την ελάχιστη συμβολή στη διόγκωση της διεθνούς πλαστικής αυτοκρατορίας.

Αλλά όλες οι ιστορίες επιτυχίας είτε του αναλογικού είτε του ψηφιακού καπιταλισμού, στον σκληρό πυρήνα τους είναι ιστορίες απληστίας. Η Tupperware, με τους πολλούς διαδοχικούς ιδιοκτήτες της, έμεινε μέχρι τέλους πιστή στο μοντέλο πώλησης που δημιούργησε, στον πρώιμο καπιταλισμό πλατφόρμας που έφτασε να αριθμεί κάποια στιγμή πάνω από 3 εκατ. «συνεργάτες-πωλητές» σε όλο τον κόσμο, τρέφοντας ισάριθμες μικρές ιστορίες απληστίας, που ωστόσο συνετρίβησαν πάνω στις νέες, μεγάλες, παγκόσμιες ιστορίες απληστίας που έφερε ο νέος, ο ψηφιακός καπιταλισμός της πλατφόρμας. Γιατί, τι μας χρειάζονται οι περιποιημένες κυρίες των κατ’ οίκον επιδείξεων, όταν έχουμε τις πλατφόρμες ηλεκτρονικών πωλήσεων, όπου βρίσκεις όλα τα ταπεράκια του κόσμου -μικρά, μεγάλα, στρογγυλά, τετράγωνα, οβάλ, ρηχά, βαθιά, κόκκινα, κίτρινα, πολύχρωμα, διάφανα- και με ένα κλικ τα παραγγέλνεις κι έρχονται σπίτι από ανυποψίαστους «συνεργάτες» μιας άλλης πλατφόρμας, που δεν ξέρουν καν τι περιέχει το πακέτο που παραδίδουν.

Και τι περιέχει το πακέτο; Απειρες εκδοχές του αγαπημένου πολυαιθυλένιου, που ο ευφυής μακαρίτης Ερλ Τάπερ σκέφτηκε να το μετατρέψει σε κάτι τόσο απτό, χρηστικό, παγκόσμιο, πυροδοτώντας τη δημιουργία ενός ολόκληρου κόσμου από πλαστικό, με τόσους καταναλωτές, τόσους παραγωγούς, τόσους διακινητές, τόσους πωλητές, τόσους εφευρέτες και τόσους ανταγωνιστές, ώστε ακόμη κι η αυτοκρατορία Tupperware, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτή, να πέσει θύμα της επιτυχίας της.


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Δεν υπάρχει καλός καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός είναι ένα οργανωμένο σύστημα που εγγυάται ότι η απληστία αποτελεί την πρωταρχική δύναμη του οικονομικού μας συστήματος και επιτρέπει στους λίγους να γίνουν πολύ πλούσιοι και σε μας τους υπόλοιπους να φανταζόμαστε ότι μπορεί να γίνουμε κι εμείς (πολύ πλούσιοι), αν απλώς δουλέψουμε σκληρά. Αν πουλήσουμε αρκετά προϊόντα Tupperware και Amway, μπορούμε κι εμείς να πάρουμε μια ροζ Cadillac.

Μάικλ Μουρ, συνέντευξη μετά την προβολή του ντοκιμαντέρ του «Capitalism, a Love Story», 2009


Sunday, September 15, 2024

Α, μας κακομαθαίνετε, Σούπερ Μάριο!

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/9/2024


Ο Μάριο Ντράγκι είναι 77 ετών. Να τα χιλιάσει ο άνθρωπος, δεν λέω, και μακάρι να έχει μέχρι τα 100 το μυαλό και την κράση που διαθέτει, αλλά σε μια δεκαετία θα είναι 87 ετών. Επομένως, δεν είναι βέβαιο ότι θα έχει τη δύναμη να υπερασπίσει τον νέο μωσαϊκό νόμο με τις δέκα ή χίλιες εντολές που κατέβασε από το Μον Μπλαν, μια και το Σινά πέφτει μακριά. Από την περασμένη Δευτέρα η έκθεσή του λατρεύεται από τις ευρωπαϊκές επιχειρηματικές κεφαλές, οι εκπρόσωποι της βιομηχανίας, της ενέργειας, του φαρμάκου, των εξοπλισμών, λίγο πιο διακριτικά οι τραπεζίτες, δεν τσιγκουνεύτηκαν τα εγκώμια και τα χειροκροτήματα. Κι όλοι τους προσβλέπουν στην υιοθέτησή της από τη νέα Κομισιόν της Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. 

Ποιο είναι το νόημα της ενθουσιώδους υποδοχής της έκθεσης Ντράγκι, αν και στο μεγαλύτερο μέρος της είναι μια δυσοίωνη Ιερεμιάδα που προβλέπει παραγωγική παρακμή της Ε.Ε. λίαν προσεχώς; Οτι η έκθεση μυρίζει χρήμα. Πολύ χρήμα, κι άλλο χρήμα, σαν την πλημμυρίδα της ποσοτικής χαλάρωσης που πρόσφερε ο Ντράγκι ως κεντρικός τραπεζίτης από το 2015 και μετά –για να μην υπολογίσουμε κι όσα πρόφερε στη ζούλα από το 2012– τα οποία συμποσούνται σε πάνω από 3 τρισ. ευρώ. Το νέο χρήμα που υπόσχεται ο Ντράγκι φτάνει τα τριπλά του πακέτου «διάσωσης» της ευρωζώνης κατά την κρίση χρέους. Οκτώ τρισεκατομμύρια ευρώ σε βάθος δεκαετίας, αν πάρουμε τοις μετρητοίς την υπόδειξή του για δημόσιες επενδύσεις 800 δισ. ευρώ τον χρόνο σε βιομηχανία, έρευνα, καινοτομία, αύξηση της παραγωγικότητας των εργαζομένων (ήτοι εκπαίδευση, κατάρτιση, ψηφιακός εκσυγχρονισμός της παραγωγής κ.λπ.) για να μην καταπιεί την ευρωπαϊκή οικονομία ο ανταγωνισμός Αμερικανών, Κινέζων, Ινδών, Ρώσων κ.ά. Κι αυτό απαιτεί αντίστοιχο κοινό δανεισμό από την Ε.Ε. Αρα, προσδεθείτε για το απόλυτο ντεζά βου, με τη Γερμανία να βγάζει φλύκταινες και τον Σολτς να μεταλλάσσεται σε Μέρκελ. 

Φυσικά, ο Ντράγκι δεν λέει και καμιά σοφία, το αυτονόητο λέει όταν ζητάει ένα τριπλό σχέδιο Μάρσαλ δημόσιων επενδύσεων. Κι είναι απολύτως αναμενόμενο η ευρωπαϊκή βιομηχανία, ή ό,τι έχει απομείνει από αυτήν σε ευρωπαϊκό έδαφος, να χειροκροτεί με λαχτάρα, γιατί ξέρει ότι θα είναι από τους πρώτους αποδέκτες της νέας πλημμυρίδας χρήματος που υπόσχεται ο Σούπερ Μάριο. «Δει δη χρημάτων, ω άνδρες Αθηναίοι», έλεγε κι ο έρμος ο Δημοσθένης στους φιλιππικούς του, η άμυνα στον ανταγωνισμό των άλλων και η αύξηση του παραγόμενου πλούτου απαιτούν χρήματα από καταβολής εμπορευματικής οικονομίας. 

Αλλά η εξασφάλισή τους δεν σημαίνει τίποτα από μόνη της. Το Ταμείο Ανάκαμψης των 800 δισ. ευρώ είναι μια μικρογραφία αυτού που πρότεινε ο Ντράγκι, αλλά η απόδοσή του ενδέχεται να είναι μηδενική, γιατί το θέμα δεν είναι πόσα είναι τα χρήματα, αλλά πού πάνε, όπως αποδεικνύει το φιάσκο «Ελλάδα 2.0». Τι προσθέτει, για παράδειγμα, στην εγχώρια παραγωγικότητα η χρηματοδότηση της αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων από τους ιδιωτικούς ομίλους ενοικίασης; Απολύτως τίποτα. 

Κι απ’ αυτή την άποψη, πριν ο Σούπερ Μάριο συγκομίσει όλα τα εγκώμια και χειροκροτήματα ως μάγος που ετοιμάζεται να μας κακομάθει ξανά με άφθονο χρήμα, για να έχει μια στοιχειώδη αξιοπιστία η πρότασή του οφείλει πρώτα να δώσει έναν λογαριασμό: Τι ακριβώς απέδωσαν τα 2,6 τρισ. ευρώ της ποσοτικής του χαλάρωσης από το 2015 και μετά (από την οποία εξαιρέθηκε η Ελλάδα τιμωρητικά); Πού πήγαν, εκτός από τα ταμεία των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων; Πόσα επενδύθηκαν; Ποιο ήταν το αποτύπωμά τους σε θέσεις εργασίας, αύξηση παραγωγικότητας, ρυθμό ανάπτυξης; Τι ενίσχυσαν, εκτός από την επιχειρηματική κερδοφορία, τα πολλά λεφτά της ποσοτικής χαλάρωσης; Αλήθεια, θα δοθεί ποτέ αυτός ο λογαριασμός, πολυχρονεμένε Σούπερ Μάριο; 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Αλλά υπάρχει ένα άλλο μήνυμα που θέλω να σας πω. Στο πλαίσιο της εντολής μας, η ΕΚΤ είναι έτοιμη να κάνει ό,τι χρειάζεται για να διατηρήσει το ευρώ. Και, πιστέψτε με, θα είναι αρκετό.

Μάριο Ντράγκι, Ομιλία στον παγκόσμιο Επενδυτικό Φόρουμ στο Λονδίνο, 26/7/2012


Saturday, September 7, 2024

Καλό χειμώνα

 Η Εφημερίδα των Συντακτών, 7-8/9/2024


Αυτή τη φορά αυτή η ευχή δεν μπορεί να είναι το απρόθυμο κλισέ που ξεστομίζουμε βαρύθυμα ή σαρκαστικά, γιατί τελειώνει το μακρύ καυτό καλοκαίρι μας και η όποια ανάπαυλα μας επιφύλασσε. Αυτή τη φορά το «καλό χειμώνα!» πρέπει να είναι μια κυριολεξία, διατυπωμένη με πάθος, με λαχτάρα. Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν καλό χειμώνα. Ούτε καλό φθινόπωρο, ούτε καλό αποκαλόκαιρο. Μια ευχή για έναν καλό, γερό, ενδεχομένως και βαρύ χειμώνα. Εναν χειμώνα με τις βροχές και τις καταιγίδες του, με τις χαμηλές θερμοκρασίες του, με τα χαμηλά βαρομετρικά του, τα χιόνια στα ορεινά από τον Οκτώβρη, χιόνια και στα πεδινά από Δεκέμβρη, τις βουνοκορφές χιονοσκεπείς μέχρι και τον Απρίλη και τους μικρούς, κρυφούς από τον ήλιο παγετώνες παχείς κι ανθεκτικούς ώς τον Αύγουστο. Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα κανονικό, που να γεμίσει τα ποτάμια και τις λίμνες νερό, να κρατήσει το χιόνι στα μεγάλα υψόμετρα μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, να γεμίσει τις βάθρες που μετατράπηκαν σε θλιβερούς βάλτους, να ξαναδώσει υγρή ορμή στους μικρούς καταρράκτες που φέτος σχεδόν στέρεψαν. 

Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που να αναβιώνει όλα τα εικονογραφημένα στερεότυπα των παιδικών μας χρόνων: μολυβένιους χειμωνιάτικους ουρανούς, δέντρα που γυμνώνονται από τα φύλλα όταν πρέπει, χιονισμένα Χριστούγεννα, τρελές αμυγδαλιές που ανθίζουν τον Γενάρη, ποτάμια που φουσκώνουν επικίνδυνα, λίμνες που ξαναγίνονται πλωτές, θάλασσες φουρτουνιασμένες, ισχυρούς βοριάδες, απαγορευτικά απόπλου και μετεωρολογικές προβλέψεις για θερμοκρασίες «σε κανονικά για την εποχή επίπεδα». Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν χειμώνα που να φέρει πίσω μαζί του όλες τις εποχές που χάθηκαν η μια μέσα στην άλλη, κι ας μικρύνει η τουριστική σεζόν - δεν παίζει πια το μητσοτάκειο «ουδέν κακόν αμιγές καλού» για την κλιματική κρίση, τα καυτά κι αφόρητα καλοκαίρια του Νότου θα στείλουν τους τουρίστες στον Βορρά. 

Χρειαζόμαστε επειγόντως έναν κανονικό, βαρύ χειμώνα που να επιβεβαιώσει τα απατηλά, ψευδοπροφητικά μερομήνια και να διαψεύσει τα επιστημονικά σενάρια για ραγδαία επιτάχυνση της υπερθέρμανσης. Εναν χειμώνα που θα μας αναγκάσει να ανάψουμε καλοριφέρ, να βάλουμε στο φουλ τα κλιματιστικά, να πάρουμε ξύλα για το τζάκι, αν έχουμε, ή για την ξυλόσομπα και τη στόφα. Θέλουμε έναν γερό χειμώνα, με αλλεπάλληλα χαμηλά βαρομετρικά και ψυχρά ρεύματα να κατεβαίνουν από την Αρκτική και τη Σιβηρία μέχρι τη Μεσόγειο. Θέλουμε έναν κανονικό χειμώνα που θα αντιστρέψει ακόμη και τις χρήσεις των λέξεων: «καλοκαιρία» θα είναι οι βροχές και τα χιόνια, «κακοκαιρία» οι ξηρασίες, οι ανυδρίες και οι καύσωνες. Θέλουμε οι μετεωρολόγοι να προαναγγέλλουν γελαστοί τη σημαντική πτώση της θερμοκρασίας και τα δελτία θυέλλης, να προβλέπουν με ένα βλέμμα ανησυχίας πως «αύριο αναμένεται αίθριος καιρός». Χρειαζόμαστε έναν χειμώνα που θα αλλάξει ακόμη και τις κατάρες, κι όταν λες σε κάποιον «τον κακό σου τον καιρό» να ακούγεται σαν η καλύτερη ευχή. 

Θέλουμε έναν χειμώνα που θα ανεβάσει τις τιμές του πετρελαίου και του ρεύματος και θα αναγκάσει τις κυβερνήσεις να βάλουν ξανά το χέρι στην τσέπη, να τρέχουν πανικόβλητες να βρουν πόρους για επιδοτήσεις στους λογαριασμούς, για να γλιτώσουν την κατακραυγή των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Εναν χειμώνα που θα αναζωπυρώσει την ενεργειακή κρίση, θα βγάλει άχρηστα τα ευρωπαϊκά μέτρα ενεργειακής ασφάλειας, θα αδειάσει ταχύτατα τις αποθήκες αερίου, θα εκτινάξει την κερδοσκοπία και τις τιμές στα χρηματιστήρια του ρεύματος, θα κάνει τις ηλεκτρικές διασυνδέσεις να πάρουν φωτιά από εισαγωγές και εξαγωγές γιγαβατωρών. Εναν χειμώνα που θα αναγκάσει την Ε.Ε. να ξανασκεφτεί την πολεμοχαρή στάση της στην ουκρανική κρίση, θα πιέσει τη Δύση να θέσει ως γεωπολιτική προτεραιότητα όχι την εξουθένωση της Ρωσίας ή την απομόνωση της Κίνας, αλλά την ανάσχεση της κλιματικής κατάρρευσης. Χρειαζόμαστε έναν καλόν, κανονικό χειμώνα που θα θυμίσει στους άπληστους κυνηγούς του πλούτου ότι οι κερδοσκοπικές ευκαιρίες που βλέπουν στην κλιματική κρίση είναι τόσο ασφαλείς όσο και οι ψευδείς μακροπρόθεσμες προβλέψεις καιρού ή τα μερομήνια. Οτι για να είναι αποδοτικοί οι οικονομικοί και επιχειρηματικοί κύκλοι χρειάζεται να λειτουργούν οι κύκλοι των εποχών, το καλοκαίρι του βόρειου ημισφαίριου να είναι ο χειμώνας του νότιου, τα οπωροφόρα να ανθίζουν την άνοιξη, οι χελώνες, τα φίδια, οι σκαντζόχοιροι να πέφτουν σε χειμερία νάρκη. Οτι όπως δεν υπάρχει πυρηνικό καταφύγιο που θα προστατέψει λίγους και εκλεκτούς σε ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα, έτσι δεν υπάρχει όαση για να γλιτώσουν από ένα περιβαλλοντικό ολοκαύτωμα. 

Κι επειδή δεν υπάρχει ίχνος ορθολογισμού στη συμπεριφορά των ανθρώπων και των τάξεων που διαχειρίζονται τις τύχες του πλανήτη και του ανθρώπινου είδους, διότι πιθανότατα θεωρούν ότι αυτοί θα επιβιώσουν με τους ωκεανούς εν βρασμώ και την Αρκτική ως πολυτελές θερινό θέρετρο υπερπλουσίων, ίσως τη λύση τη δώσει η άβουλη φύση. Με έναν καλό, βαρύ, παγερό χειμώνα που θα τους θυμίσει ποιος είναι πραγματικά το αφεντικό σ’ αυτό το μαγαζί. 

Ας υποθέσουμε, λοιπόν, πως αυτή η αθώα ευχή, «καλό χειμώνα!», με κάποιον μυστικιστικό τρόπο θα φτάσει στ’ αυτιά του αφεντικού. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Βρισκόμενος επί μια ώρα στο έλεος της ισχυρής χιονόπτωσης, είχα ξυλιάσει σύγκορμα. Η μικρή μου φουφού είχε σβήσει από ώρα, αφού όλα τα ξερά χαμόκλαδα εξαφανίστηκαν κάτω απ’ το χιόνι. Παρά ταύτα, είχε μια ευεργετική ομορφιά όλο αυτό. Το απαλό θρόισμα των πελώριων χιονονιφάδων που έπεφταν σαν τούφες βαμβακιού πάνω στους φουντωτούς θάμνους σκορπούσε ένα γύρο αγαλλίαση. Είχα την αίσθηση πως κανένας άλλος πάνω στη γη δεν ζούσε κάτι ανάλογο τη συγκεκριμένη στιγμή. Οτι η φύση έστησε το ολόλευκο σκηνικό της σ’ εκείνο το θαμνοτόπι, δίνοντας τη συναρπαστική της παράσταση μόνο για μένα. Ενιωθα μοναδικός. Ο εκλεκτός της φύσης. Μια ευχάριστη εσωτερική ζεστασιά και μια γαλήνη κατέκλυζαν τα σωθικά μου. Ημουν ακόμα πολύ μικρός να αντιληφθώ ποιος ήταν ο άμεσος και ραγδαία αυξανόμενος κίνδυνος που διέτρεχα εκείνη την ώρα, γι’ αυτό δεν βιαζόμουν να βρεθώ στη θαλπωρή του σπιτιού, δίπλα στη ζεστή ξυλόσομπα. 

Βασίλη Παλαιοκώστα, «Ενα φυσιολογικό παιδί»




Saturday, August 31, 2024

Η αριστερή απόγνωση

Η Εφημερίδα των Συνακτών, 31/8 -1/9/2024


Απο την απαισιοδοξία της σκέψης στην απελπισία της βούλησης. 


Απόγνωση. Δεν βρίσκω πιο κατάλληλη λέξη για να χαρακτηρίσω την ψυχολογία χιλιάδων, εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που εδώ και περίπου δεκαπέντε χρόνια ανέβηκαν πάνω στο κύμα της μεγάλης προσδοκίας και προσπάθησαν να ισορροπήσουν όσο γίνεται περισσότερο όρθιοι πάνω στη σανίδα, το κύμα τούς έριχνε, τους κατάπινε, τους τσάκιζε, αλλά αυτοί ξανά και ξανά εκεί, σαν σέρφερ με τη λαχτάρα του αρχάριου να φτάσει όρθιος στην ακτή. 


Απόγνωση είναι η μόνη λέξη που ταιριάζει σ’ αυτό που νιώθουν για τις εξελίξεις, κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά τελικά σε όλο τον αστερισμό της Αριστεράς, οι άνθρωποι κάθε ηλικίας που τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια πίστεψαν στην ευκαιρία και στη δυνατότητα μιας μεγάλης κοινωνικής και πολιτικής αλλαγής. Απόγνωση νιώθουν οι αριστεροί άνθρωποι, ή τουλάχιστον όσοι εμπιστεύτηκαν την Αριστερά με μια αξιοσημείωτη για τα δεδομένα της μετεμφυλιακής και της μεταπολιτευτικής περιόδου διάρκεια. Εστω κι αν η διαρκώς μεταλλασσόμενη ηγεσία αυτής της Αριστεράς έκανε τα πάντα για να διαψεύσει αυτή την εμπιστοσύνη. 


Ανεξάρτητα από το τι ψήφισαν στις τελευταίες ευρωεκλογές ή στις εθνικές εκλογές του 2023, ανεξάρτητα από το αν συμμετείχαν ή όχι στις ενδοκομματικές κάλπες για τη διαδοχή Τσίπρα, ανεξάρτητα από το πόσο συμμετείχαν ή παρακολούθησαν τους σεισμούς, τις αντιπαραθέσεις, τις διασπάσεις, τις ανθρωποφαγίες του τελευταίου χρόνου, ακόμη κι άνθρωποι που ήταν αφοσιωμένοι στον ΣΥΡΙΖΑ, σήμερα κλείνουν τ’ αυτιά τους, σφαλίζουν τα μάτια τους και λένε: «Δεν θέλω να ξέρω, δεν θέλω να μαθαίνω, μη μου λες τίποτα». Δεν ξέρω αν κι εσείς συναντάτε στον περίγυρό σας αυτή τη στάση, εγώ έχω την αίσθηση ότι είναι κυρίαρχη. Αυτό είναι το βασικό σύμπτωμα της απόγνωσης των αριστερών ανθρώπων, της αριστερής απόγνωσης, που είναι ένα βήμα πιο πέρα από την απελπισία, στην απελπισία κάπως διασώζονται τα ένστικτα επιβίωσης κι αυτοσυντήρησης, στην απόγνωση χάνονται κι αυτά, υπάρχει μια ολική παραίτηση και άρνηση. (Ο Γκράμσι, που πέρασε μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του στη φυλακή, σύστηνε την απαισιοδοξία της σκέψης και την αισιοδοξία της βούλησης ως συνταγή επιβίωσης των αριστερών στις αλλεπάλληλες ήττες που τους περίμεναν, τώρα η απαισιοδοξία έχει καταλάβει όχι μόνο τη σκέψη και τη βούληση, αλλά και την πράξη, μετατρέπεται σε μια τρομακτική πολιτική και κοινωνική παραλυσία.) 


Συνέδρια, πλατφόρμες, διασπάσεις, συνεδριάσεις οργάνων, δημοψηφίσματα, διαγραφές, προγραφές, γάμοι, γαμήλια πάρτι, ξεκατινιάσματα στο Χ και στο Φου Μπου, εξώδικα, αγωγές, μηνύσεις, βρισίδια, απειλές, προειδοποιήσεις για αποκαλύψεις, μανιφέστα μέσω TikTok, ένα κόμμα που κυβέρνησε τη χώρα σχεδόν πέντε χρόνια και που πρωταγωνίστησε στο πολιτικό σκηνικό για δεκαπέντε χρόνια, ένα κόμμα που θα άλλαζε την Ελλάδα και την Ευρώπη αλλά μετάλλαξε μόνο τον εαυτό του, περιδινείται εδώ κι έναν χρόνο γύρω από έναν ναρκισσευόμενο, μαθητευόμενο μάγο της πολιτικής, χωρίς να παράγει ίχνος πολιτικής, πόσο μάλλον αριστερής πολιτικής. 


Αναρωτιέται κανείς αν αυτή η αυτοκραταστροφική εξέλιξη, που ενσπείρει την αριστερή απόγνωση, είναι αποτέλεσμα τυχαιότητας ή ενός καλά οργανωμένου σχεδίου. Μια σπιθαμή απέχουμε από το να πιστέψουμε την πιο ευφάνταστη θεωρία συνωμοσίας για τους σεναριογράφους και σκηνοθέτες αυτής της α-πολιτικής οπερέτας που εξαχρειώνει ό,τι αριστερό δοκιμάστηκε (έστω κι αν απέτυχε) την τελευταία δεκαπενταετία. Αλλά, όταν παρατηρεί κανείς ότι πρωταγωνιστές, δευτεραγωνιστές και κομπάρσοι αυτής της θλιβερής οπερέτας, στο πλευρό ή απέναντι από τον φιλόδοξο νέο ιδιοκτήτη του περιδινούμενου ΣΥΡΙΖΑ, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που στα χρόνια των μνημονίων ανταγωνίζονταν σε ριζοσπαστισμό, που στα χρόνια της διακυβέρνησης διαχειρίστηκαν θέσεις ευθύνης και διαπραγματεύτηκαν με την τρόικα κρίσιμες επιλογές και στα χρόνια της αντιπολίτευσης αναλώνονταν περισσότερο στη νομή της εσωκομματικής εξουσίας, παρά στη διαμόρφωση μιας αξιόπιστης και λαϊκά κατανοητής εναλλακτικής πολιτικής, αντιλαμβάνεται ότι το πρόβλημα αυτού του χώρου είναι βαθύτατα ανθρωπολογικό. 


Πού φώλιαζαν τόσος πολιτικός εγωισμός, όλη η αλαζονεία, η αμοιβαία απέχθεια, ακόμη και το μίσος ανάμεσα σε ανθρώπους που υπόσχονταν να υπηρετήσουν συλλογικά συμφέροντα και οράματα, που έθεταν τη διαφωνία τους στην υπηρεσία της σύνθεσης κι όχι της καρεκλομαχίας; Αν υπάρχουν έστω και λίγοι μέσα σε αυτό το σπαρασσόμενο πολιτικό δυναμικό που αντιλαμβάνονται τι ζημιά, πόση καταρράκωση προκαλεί σε μεγάλο μέρος της κοινωνίας αυτή η εικόνα, ίσως υπάρχει κάποια ελπίδα. 


Με ορόσημο τον Δεκέμβρη του 2008 -αυτό το απρόβλεπτο, εκρηκτικό προανάκρουσμα της μεγάλης κρίσης-, η ελληνική κοινωνία μπήκε σε μια περίοδο τεράστιας πολιτικής και ιδεολογικής κινητικότητας. Εκανε άλματα, βγήκε κατά εκατομμύρια στους δρόμους και στις πλατείες, για μια περίοδο κατέστησε τη χώρα υπερδύναμη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, έκανε την ελίτ της χώρας να τρέμει από φόβο, αποδόμησε το πολιτικό σύστημα και τα κόμματα, ανάγκασε τους δανειστές και εταίρους να αφήσουν στην άκρη τα δημοκρατικά προσχήματα και να μεθοδεύσουν κανονικότατα οικονομικά και θεσμικά πραξικοπήματα και ανέδειξε τη μικρή, αριστερή «συνομοσπονδία» του ΣΥΡΙΖΑ σε όχημα ελπίδας και κόμμα εξουσίας. Για κάποιο διάστημα η Αριστερά απέκτησε μια αδιανόητη για τα ευρωπαϊκά δεδομένα ακτινοβολία, τόση που ίσως τύφλωσε πολλούς από τους χαρισματικούς ή τους άπειρους κι αδέξιους διαχειριστές της, με τα πλούσια ακαδημαϊκά και τεχνοκρατικά προσόντα, αλλά και με τρομακτικό έλλειμμα επαφής με την κοινωνία. Η συμβολή τους στην εξοικείωση της κοινωνικής πλειονότητας με τις αριστερές αξίες και την ιδέα της ριζικής κοινωνικής αλλαγής υπέρ των αδυνάτων ήταν τεράστια. Αλλά εξίσου τεράστια είναι η ευθύνη τους για την καταρράκωση αυτών των αξιών και ιδεών, για την εγκατάλειψη χιλιάδων ανθρώπων σ’ αυτό που αποκαλώ αριστερή απόγνωση. Είναι μια συντριβή ανάλογη με αυτήν του 1989, όταν οι καρικατούρες σοσιαλισμού στην Ευρώπη κατέρρεαν σαν πύργοι τραπουλόχαρτων και απανταχού κομμουνιστές βρέθηκαν να απολογούνται για εγκλήματα, αντί να υπερασπίζονται οράματα κι επιτεύγματα. 


Το χειρότερο για την ελληνική πολιτική συγκυρία είναι ότι η αριστερή απόγνωση και το έλλειμμα ιδεών, πολιτικής, προγραμμάτων, προσώπων, φορέων, σκέψης και βούλησης για πολιτική και κοινωνική αλλαγή καταγράφεται την ώρα που αρχίζει για τον Μητσοτάκη το μεγάλο τσαλάκωμα. Κι έρχεται από τα κάτω. Γιατί απ’ τα πάνω συνεχίζεται το μεγάλο σιδέρωμα. Και δη με την ευγενική χορηγία της αντιπολίτευσης. 


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

Τώρα που πέφτει πάνω μας άλλη μια άγρια μπόρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι αν φλέγεται τριγύρω μας του τίποτα η χώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Τώρα που όλοι συμφωνούν πως είν' κακιά η ώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Κι ώς που να συναντήσουμε της δίψας μας τα δώρα

Χαρούμενοι ανεβαίνουμε τη γελαστή ανηφόρα


Γιάννη Αγγελάκα, «Η γελαστή ανηφόρα» (2013) 


Sunday, August 25, 2024

Τραπεζικές ψηφιακές (αυτ)απάτες

Η Εφημερίδα των Συντακτών, 24-25/8/2024

Ζούμε σε έναν ψηφιακό παράδεισο και δεν το εκτιμάμε καθόλου. Αχάριστοι άνθρωποι είμαστε. Ολο το κράτος και όλο το παρα-κράτος μπορούμε να το παίξουμε στα δάχτυλα του ενός χεριού, «κλικάροντας» πάνω σε πλατφόρμες και εφαρμογές που έχουν κατασκευαστεί για να κάνουν τη ζωή μας εύκολη, με λιγότερη αν όχι και χωρίς καθόλου γραφειοκρατία.

Φεύγεις διακοπές, ρίχνεις πίσω σου μια μαύρη πέτρα να, αλλά δεν χάνεις ούτε λεπτό την επαφή σου με τον ψηφιακό πολιτισμό. Στο κινητό και στο λάπτοπ σου έχεις κουβαλήσει τον Πιτσιλή, τον Αδωνη, τον Πιερρακάκη, τον Χατζηδάκη, όλο το υπουργικό συμβούλιο μαζί, όλο το gov.gr, και μαζί τον Μεγάλου, τον Καραβία, τον Μυλωνά κι όλο το τραπεζικό σύστημα, μαζί με τους υπαλλήλους και τα στελέχη του. Εννοείται ότι στις ψηφιακές εκδοχές της ύπαρξής σου έχεις πάντα στα τρίσβαθα της καρδιάς σου τον Μασκ, τον Ζούκεμπεργκ κι όλους τους θεούς του αλγοριθμικού σύμπαντος που φροντίζουν την ενημέρωση, την ψυχαγωγία, την εκτόνωση και την αποχαύνωσή μας. 

Τέλος πάντων, αυτές οι διαστάσεις του ψηφιακού παραδείσου που ανεπιτυχώς προσπάθησα να ειρωνευτώ στην προηγούμενη παράγραφο, τεχνικά και θεωρητικά είναι υπαρκτές, πιθανά να υπάρχουν πολλές χώρες του υπεραναπτυγμένου καπιταλισμού που έχουν δώσει υλική υπόσταση στην ψηφιοποίηση του κράτους, του επιχειρηματικού παρα-κράτους και του παγκόσμιου οικονομικού υπερ-κράτους, υπεραπλουστεύοντας συναλλαγές που άλλοτε θα απαιτούσαν μέρες και μήνες και θα ενέπλεκαν δεκάδες υπαλλήλους και υπηρεσίες. 

Το κίνητρο της ραγδαία και γεωμετρικά επεκτεινόμενης ψηφιοποίησης της κοινωνικής και οικονομικής ζωής δεν είναι άλλο από το κέρδος, χαζοί δεν είμαστε. Η τεχνολογία από μόνη της δεν έχει κανένα κίνητρο και καμιά βούληση, αυτά είναι ιδιότητες των εμπνευστών, των κατόχων και των χρηστών της. Αλλά το ποια ψηφιακή εφαρμογή και υπηρεσία θα μπει σε λειτουργία κάθε φορά και ποια θα μπει στη βαθιά κατάψυξη είναι επιλογή των κατόχων της. Γι’ αυτό και κάθε εφαρμογή μπορεί να μας πηγαίνει μπροστά (πρόοδος) και ταυτόχρονα να μας πηγαίνει πίσω (συντήρηση ή οπισθοδρόμηση). Για παράδειγμα, μια τεχνολογική καινοτομία μπορεί να καταργεί μια γραφειοκρατική και περιττή συναλλαγή, αλλά ταυτόχρονα να δημιουργεί μια νέα, χρονοβόρα και βασανιστική ψηφιακή γραφειοκρατία. 

Οι τράπεζες, τουλάχιστον οι ελληνικές τράπεζες, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αντιφατικής κίνησης προς δυο κατευθύνσεις, της υποτιθέμενης προόδου και της πραγματικής οπισθοδρόμησης. Τουλάχιστον για τους φτωχούς συγγενείς του ψηφιακού εκσυγχρονισμού. Η ψηφιοποίηση των περισσότερων συναλλαγών μας γλίτωσε από χρόνο (αλλά όχι και από χρήμα, αν υπολογίσουμε τις προμήθειες, από τις οποίες οι τράπεζες φουσκώνουν την κερδοφορία τους), αλλά κυρίως γλίτωσε τις ίδιες και από χρόνο, από χρήμα και από προσωπικό. Τα φυσικά καταστήματα μειώνονται, οι φυσικές συναλλαγές σχεδόν απαγορεύονται, τα απομακρυσμένα χωριά υποβάλλονται σε τιμωρητική στέρηση χρήματος κι εμείς, οι πελάτες των τραπεζών, μετατρεπόμαστε σε ακούσιους και απλήρωτους ψηφιακούς υπαλλήλους τους. Η τραπεζική πίστη γίνεται σελφ σέρβις. 

Ουδέν κακόν αμιγές καλού, θα πει κανείς, δεν είναι και το πιο αγαπημένο μέρος του κόσμου μια τράπεζα να περάσεις την ώρα σου, αλλά ιδού ένα μικρό καλοκαιρινό δείγμα του φιάσκου που υπάρχει πίσω από τον ψηφιακό άθλο τους: η αγαπημένη σου τράπεζα σου στέλνει μια νέα χρεωστική ή πιστωτική κάρτα σε αντικατάσταση της παλιάς, γιατί (ερήμην σου) άλλαξε πλατφόρμα και εταίρο στις συναλλαγές με πλαστικό χρήμα. Με ένα ευγενικό γράμμα σε πληροφορεί για την αλλαγή και σε προειδοποιεί ότι η παλιά κάρτα θα λήξει σε ένα με δυο μήνες, γι’ αυτό πρέπει εγκαίρως να ενεργοποιήσεις την καινούργια. Εύκολα, απλά, ψηφιακά, ανέπαφα. Μέσω web banking ή μέσω ATM ή με ένα τηλεφώνημα στο τηλεφωνικό κέντρο της. Ως ψηφιακά ημιαναλφάβητος αρχίζεις από το τελευταίο, στο οποίο μια ψηφιακή περσόνα σε ρωτάει πράγματα, δεν κατανοεί τι της απαντάς, αρνείται πεισματικά να σε συνδέσει με αντιπρόσωπο και στο τέλος σε ευχαριστεί και σε στέλνει στην ευχή του θεού (ή του διαβόλου).

Βήμα δεύτερο, αναγκαστικό. Πηγαίνεις στο ΑΤΜ να ενεργοποιήσεις τη νέα κάρτα και έχοντας πιστέψει τη γραπτή διαβεβαίωση της πιστής σου φίλης ότι δεν χρειάζεται αλλαγή PIN, βάζεις αμέριμνος το παλιό συνθηματικό, αλλά και το μηχάνημα σου βγάζει τη γλώσσα και σου λέει «λάθος PIN»! Αποφασίζεις να κάνεις την ψηφιακή αποκοτιά: ενεργοποίηση της κάρτας μέσω της ηλεκτρονικής εφαρμογής. Απλούστατο, τελειώνεις τσακ μπαμ, πόσο χαζός ήσουν να επιμένεις στα απομεινάρια της αναλογικής προϊστορίας! Αλλά όταν πας στο ΑΤΜ να βγάλεις κανένα εικοσάρι, το μηχάνημα επιμένει: «λάθος password». 

Βήμα τρίτο. Η επίσκεψη στην τράπεζα είναι μονόδρομος, αλλά χρειάζεται ραντεβού, το κάνεις -τι να κάνεις;- κι όταν έρχεται η ώρα οι πρόθυμοι υπάλληλοι δεν μπορούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει, προτείνουν να δοκιμάσεις αλλαγή PIN. Το κάνεις κι αυτό στο ΑΤΜ, «επιτυχία!», αλλά και μια δυσοίωνη παρατήρηση την οθόνη: «Τα προσωπικά στοιχεία σας χρειάζονται επικαιροποίηση, αν δεν γίνει άμεσα δεν θα μπορείτε να προχωρήσετε σε συναλλαγές». Ενας μικρός πανικός, επιστροφή στο φυσικό κατάστημα και στον υπάλληλο, που δεν μπορεί να εντοπίσει ποιο ακριβώς δεδομένο σου χρειάζεται επικαιροποίηση, αλλά για να αποτραπούν τα χειρότερα πρέπει να καταθέσεις κανονικά, απτά, χάρτινα αντίγραφα ταυτότητας, εκκαθαριστικού Εφορίας, λογαριασμού μισθοδοσίας, λογαριασμού ρεύματος, κινητής, κι αν τυχόν οι λογαριασμοί δεν είναι στο όνομά σου, να βάλεις και τις σχετικές υπεύθυνες δηλώσεις, συμπληρωμένες ψηφιακά στον μεγάλο κρατικό αδελφό gov.gr και εκτυπωμένες σε κανονικό χαρτί. 

Κάπως έτσι, κάτω από αυτή τη μικρή στοίβα χαρτιών που πρέπει να καταθέσεις για να επικαιροποιήσεις τα στοιχεία σου, θάβεται ο ψηφιακός άθλος των εγχωρίων τραπεζών. Ο βιαστικός, σχεδόν βίαιος ψηφιακός εκσυγχρονισμός τους με μοναδικό κριτήριο να απαλλαγούν από κόστη που τα μετακύλησαν στους πελάτες τους είναι στην πραγματικότητα η υποκατάσταση της παλιάς χάρτινης γραφειοκρατίας από μιαν εξίσου βασανιστική ψηφιακή γραφειοκρατία. 

Ελληνική ιδιαιτερότητα (πιθανώς παγκόσμια) είναι ότι δίπλα στη νέα ψηφιακή γραφειοκρατία διατηρείται μια χαρά και η παραδοσιακή, χάρτινη. 

ΥΓ. Μόνος ανταγωνιστής των τραπεζών σε αυτό το διπολικό επίτευγμα είναι η ΑΑΔΕ. Για τους δικούς της ψηφιακούς άθλους επιφυλάσσομαι...


ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ 

ΚΟΣΜΟΣ: Αστυνομία, αστυνομία!

ΚΛΕΩΝ: Αστυνομία; Καλώς ορίσατε. Καθήστε παρακαλώ.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Είστε ο ταμίας της Εμποροπιστωτικής Τραπέζης;

ΚΛΕΩΝ: Είμαι και φαίνομαι. Και βούτηξα και το ταμείο. Μια ζωή την έχουμε. Αυτό με πήρε στον λαιμό του. Ηθελα κι εγώ να ζήσω τη ζωή μου. Να γλεντήσω. Να πετάξω κι εγώ. Αλλά δεν τη χάρηκα. Δεν είχα φτερά.

ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ: Πουλάκι μου! Ηθελες να πετάξεις, ε; Ωραία. Πάμε τώρα, να σε κλείσουμε στο κλουβάκι σου.

Γιώργου Τζαβέλλα, «Μία ζωή την έχουμε» (1958)