Μεγάλωσα σε έναν ευλογημένο τόπο σε δίσεκτα χρόνια.
Τ' Ασπρόγεια Φλωρίνης.
Όχι τόσο βαριά δίσεκτα όσο τα χρόνια των προγόνων μου, μα δίσεκτα.
Αν κοιτούσα το βορρά, κύματα έρχονταν στα βλάχικα από το Νυμφαίο.
Αν κοιτούσα το νοτιά, Αρβανίτικα αντηχούσαν από το Λέχοβο.
Άκουγα τη γιαγιά μου, τον παππού μου, ντόπια η λαλιά τους.
Ρίζες αρβανίτικες από τη πλευρά της μιας γιαγιάς, με κρατούσαν κοντά στους Λεχοβίτες.
Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, όλο μου το σόι ανέβαινε το δρόμο για το Νυμφαίο, όπου δούλευαν στην αναστήλωση του οικισμού. Κάθε που πήγαινα μαζί τους, αντηχούσε στα αυτιά μου η άγνωστη γλώσσα των Βλάχων.
Στα έντεκα μου και μέχρι τα δεκατέσσερα, στις σχολικές διακοπές, ακολουθούσα τον παππού μου, δύο ώρας δρόμο κάθε πρωί και δυο ώρες η επιστροφή, Ασπρόγεια -Νυμφαίο. Ήταν καλός μάστορας στα καλντερίμια και τις ξερολιθιές και είχε συνεχώς δουλειά για να φτιάχνει τα καλντερίμια και τα ξεροντούβαρα που τα χάλαγε ο χρόνος και ξεκοίλιαζε τις αυλές των σπιτιών.
Λιγοστοί οι κάτοικοι του Νυμφαίου εκείνα τα χρόνια και μόνο το όραμα λίγων ανθρώπων με πρωτεργάτη τον μπάρμπα Γιάννη Μπουτάρη, ανέστησαν ένα εγκαταλελειμμένο τόπο. Μα θα θυμάμαι σε όλη μου την ζωή τις εκφράσεις, τα λόγια, την υπερήφανη στάση αυτών των λίγων ανθρώπων που παρέμειναν στο τόπο τους και κράτησαν την εστία τους αναμμένη, καθώς τους άκουγα στο καφενείο - μπακάλικο - κουρείο του Ναύαρχου.
Από την μεριά του νοτιά, παραμονές του προφήτη Ηλία ξεκινούσαμε μπουλούκια οι Ασπρογείτες, να βρεθούμε στον εσπερινό του ξωκλησιού στο Λέχοβο.
Στρώναμε τις βελέντζες κατάχαμα και κοιμόμασταν με ταβάνι τον έναστρο ουρανό. Μιλιούνια ο κόσμος και ανάμικτες οι λαλιές των ανθρώπων προσεύχονταν στο ίδιο Θεό να τους δώσει λύση σε όσα τους βασάνιζαν. Η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο τους έδινε το χαμόγελο στο σήμερα. Μετά την πανήγυρη του Αη Λια, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής με γέλια και χαρές τα παιδιά, με το βάρος της δουλειάς και των υποχρεώσεων της καθημερινότητας οι μεγάλοι.
Όλα τούτα ήρθαν στη θύμησή μου ακούγοντας τραγούδια που γράφτηκαν τα λόγια από έναν Βλάχο, τον Βασίλη Νιτσιάκο και οι μουσικές από έναν Αρβανίτη, τον Σούλη Λιάκο.
Κοντά τους, με μουσική, ερμηνεία, παραγωγή και ο Μάκης Σεβίλογλου.
Δεν γνώριζα κανέναν τους , ώσπου άκουσα ένα τραγούδι τους.
Ακούστε το, πριν συνεχίσετε. Από την μαγική φωνή της Μαρίας Δαύκα. (Τραγουδά το ίδιο όμορφα, όπως παίζει Bajan.)
Σαν η ώρα εκείνη 'ρθει,
η ώρα η κακιά να φύγω,
μη με ψάξεις στα μνήματα,
μη με ψάξεις στους σταυρούς.
Αγέρας, σύννεφο, βροχή λευκή
από τον ουρανό θα έρχομαι
μέρα νύχτα, νύχτα μέρα
μ' ένα αστέρι καρτέρα με.
Το κορμί μη το σκεφτείς,
την ψυχή να ' χεις στο νου σου.
Η ψυχή κάνει τη ζωή
ζωή όπως πρέπει να 'ναι.
Η ψυχή κάνει τη ζωή
ζωή όπως πρέπει να 'ναι.
Και βρίσκω απαντήσεις και στα λόγια όχι μόνο στην μουσική για όσα ερωτήματα ζητούσαν απαντήσεις. Ακολουθώντας τα βήματα του Επίκουρου, είχα βρει κάποιες, που ήρθε η επιβεβαίωση μέσα από την ποίηση του Βασίλη Νιτσιάκου.
Γι' αυτό έχω την αίσθηση, που τείνει να γίνει βεβαιότητα, πως αυτό το έργο, θα αφήσει το στίγμα του σε μια εποχή που έχει κατακλυστεί από το φαίνεσθαι. Θα δώσει τη δυνατότητα σε ανθρώπους σαν και του λόγου μου, να λυτρωθούν βουτώντας στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ των δακρύων τους.
Τ' Ασπρόγεια Φλωρίνης.
Όχι τόσο βαριά δίσεκτα όσο τα χρόνια των προγόνων μου, μα δίσεκτα.
Αν κοιτούσα το βορρά, κύματα έρχονταν στα βλάχικα από το Νυμφαίο.
Αν κοιτούσα το νοτιά, Αρβανίτικα αντηχούσαν από το Λέχοβο.
Άκουγα τη γιαγιά μου, τον παππού μου, ντόπια η λαλιά τους.
Ρίζες αρβανίτικες από τη πλευρά της μιας γιαγιάς, με κρατούσαν κοντά στους Λεχοβίτες.
Από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου, όλο μου το σόι ανέβαινε το δρόμο για το Νυμφαίο, όπου δούλευαν στην αναστήλωση του οικισμού. Κάθε που πήγαινα μαζί τους, αντηχούσε στα αυτιά μου η άγνωστη γλώσσα των Βλάχων.
Στα έντεκα μου και μέχρι τα δεκατέσσερα, στις σχολικές διακοπές, ακολουθούσα τον παππού μου, δύο ώρας δρόμο κάθε πρωί και δυο ώρες η επιστροφή, Ασπρόγεια -Νυμφαίο. Ήταν καλός μάστορας στα καλντερίμια και τις ξερολιθιές και είχε συνεχώς δουλειά για να φτιάχνει τα καλντερίμια και τα ξεροντούβαρα που τα χάλαγε ο χρόνος και ξεκοίλιαζε τις αυλές των σπιτιών.
Λιγοστοί οι κάτοικοι του Νυμφαίου εκείνα τα χρόνια και μόνο το όραμα λίγων ανθρώπων με πρωτεργάτη τον μπάρμπα Γιάννη Μπουτάρη, ανέστησαν ένα εγκαταλελειμμένο τόπο. Μα θα θυμάμαι σε όλη μου την ζωή τις εκφράσεις, τα λόγια, την υπερήφανη στάση αυτών των λίγων ανθρώπων που παρέμειναν στο τόπο τους και κράτησαν την εστία τους αναμμένη, καθώς τους άκουγα στο καφενείο - μπακάλικο - κουρείο του Ναύαρχου.
Από την μεριά του νοτιά, παραμονές του προφήτη Ηλία ξεκινούσαμε μπουλούκια οι Ασπρογείτες, να βρεθούμε στον εσπερινό του ξωκλησιού στο Λέχοβο.
Στρώναμε τις βελέντζες κατάχαμα και κοιμόμασταν με ταβάνι τον έναστρο ουρανό. Μιλιούνια ο κόσμος και ανάμικτες οι λαλιές των ανθρώπων προσεύχονταν στο ίδιο Θεό να τους δώσει λύση σε όσα τους βασάνιζαν. Η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο τους έδινε το χαμόγελο στο σήμερα. Μετά την πανήγυρη του Αη Λια, παίρναμε το δρόμο της επιστροφής με γέλια και χαρές τα παιδιά, με το βάρος της δουλειάς και των υποχρεώσεων της καθημερινότητας οι μεγάλοι.
Όλα τούτα ήρθαν στη θύμησή μου ακούγοντας τραγούδια που γράφτηκαν τα λόγια από έναν Βλάχο, τον Βασίλη Νιτσιάκο και οι μουσικές από έναν Αρβανίτη, τον Σούλη Λιάκο.
Κοντά τους, με μουσική, ερμηνεία, παραγωγή και ο Μάκης Σεβίλογλου.
Οι τρεις υπέροχοι ! Σούλης Λιάκος, Μάκης Σεβίλογου, Βασίλης Νιτσιάκος |
Δεν γνώριζα κανέναν τους , ώσπου άκουσα ένα τραγούδι τους.
Ακούστε το, πριν συνεχίσετε. Από την μαγική φωνή της Μαρίας Δαύκα. (Τραγουδά το ίδιο όμορφα, όπως παίζει Bajan.)
Το άκουγα και ανάβλυζαν δάκρυα από τα μάτια μου. Ταξίδευα σε χρόνους παλιούς και ξεχασμένους. Το ίδιο συμβαίνει και τώρα που γράφοντας τούτες τις σκέψεις, ακούω το cd με τα τραγούδια που μιλάνε στο συναίσθημα, μου ξυπνούν μνήμες, σκαλίζουν στάχτες και βρίσκουν κάρβουνα αναμμένα να σπινθηροβολούν και να μου προσφέρουν συγκινήσεις ζεστές και οικίες.
Έτσι, αναζήτησα τον βασικό υπαίτιο αυτής της γλυκιάς αναστάτωσης, τον Σούλη Λιάκο και του έστειλα το εξής μήνυμα:
"Ευχαριστώ πολύ κύριε Λιάκο! Με μάγεψε το ωχ Λέλε και είπα να έρθω λίγο πιο κοντά σε έναν από τους βασικούς συντελεστές του. Έχω και από παλιότερα τραγούδια σου απωθημένα και είπα να χτυπήσω την πόρτα σου. Καλή συνέχεια σε ότι επιθυμείς να γίνει."
Ανταλλάσσοντας πληροφορίες, διαπιστώνω πως κατάγεται από το Λέχοβο.
Έτσι, έφτασε η πρόσκληση στην παρουσίαση του δίσκου και της έκδοσης, στην αποθήκη Γ' στο λιμάνι Θεσσαλονίκης.
Πήγα και αντάμωσα κοινούς γνωστούς από πολλές μεριές, γενιές και τόπους.
Λίγα τα λόγια από τους συντελεστές. Η επιλογή τους να αφήσουν να μιλήσει το έργο τους ήταν σοφή.
Ω λέλε λοιπόν!
Μια έκφραση των ανθρώπων του τόπου μας, που καλύπτει όλες τις εκφάνσεις των συναισθημάτων μας, σε χαρές και σε λύπες, την άκουγες από μικρούς και μεγάλους.
Χτύπησαν φλέβα με τις πρώτες λέξεις του τίτλου της δουλειάς τους.
Ακούω τις λέξεις της Βλάχικης γλώσσας να κυλούν αρμονικά μέσα μου και με όχημα τη μουσική του Σούλη και του Μάκη, να κατασταλάζουν και να αναμοχλεύουν όλες μου τις αγωνίες που καταχώνιασα στην παιδική μου ηλικία.
Καταγράφω την μετάφραση από το 6ο τραγούδι που έχει τίτλο Trup 'lou si suflit 'luΣαν η ώρα εκείνη 'ρθει,
η ώρα η κακιά να φύγω,
μη με ψάξεις στα μνήματα,
μη με ψάξεις στους σταυρούς.
Αγέρας, σύννεφο, βροχή λευκή
από τον ουρανό θα έρχομαι
μέρα νύχτα, νύχτα μέρα
μ' ένα αστέρι καρτέρα με.
Το κορμί μη το σκεφτείς,
την ψυχή να ' χεις στο νου σου.
Η ψυχή κάνει τη ζωή
ζωή όπως πρέπει να 'ναι.
Η ψυχή κάνει τη ζωή
ζωή όπως πρέπει να 'ναι.
Και βρίσκω απαντήσεις και στα λόγια όχι μόνο στην μουσική για όσα ερωτήματα ζητούσαν απαντήσεις. Ακολουθώντας τα βήματα του Επίκουρου, είχα βρει κάποιες, που ήρθε η επιβεβαίωση μέσα από την ποίηση του Βασίλη Νιτσιάκου.
Γι' αυτό έχω την αίσθηση, που τείνει να γίνει βεβαιότητα, πως αυτό το έργο, θα αφήσει το στίγμα του σε μια εποχή που έχει κατακλυστεί από το φαίνεσθαι. Θα δώσει τη δυνατότητα σε ανθρώπους σαν και του λόγου μου, να λυτρωθούν βουτώντας στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ των δακρύων τους.