Αναδημοσιεύω άρθρο-παρέμβαση της Διεύθυνσης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Το άρθρο γράφτηκε ως απάντηση στις εξαγγελίες του κ. Παπακωνσταντίνου σχετικά με την προβολή της "ενίσχυσης" των Τραπεζών με το νέο πακέτο των εγγυήσεων του ελληνικού δημοσίου.
Η παροχή εγγυήσεων του Δημοσίου μόνο δωρεάν δεν είναι προς τις τράπεζες. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα τις πληρώνουν πολύ ακριβά, αφού τα ομόλογα με τα οποία χρηματοδοτούνται έναντι των εγγυήσεων αυτών αποδίδουν μόνο το 80% της ονομαστικής του αξίας. Παράλληλα, οι τράπεζες προσφέρουν στο ελληνικό Δημόσιο επιτόκιο 10% έναντι των ειδικών ομολόγων που έλαβαν στο πλαίσιο του προγράμματος ενίσχυσης της ρευστότητας, τα οποία "αντισταθμίστηκαν" μέσω των προνομιούχων μετοχών, ενώ επιβαρύνθηκαν και με την έκτακτη εισοφρά. Μόνο οι τέσσερεις μεγάλες τράπεζες κατέβαλλαν το 2010 πρόσθετους φόρους ύψους 211 εκατ. ευρώ. Τα στοιχεία αυτά - που αποδεικνύουν ότι οι ελληνικές τράπεζες, αν και δεν έχουν καμία ευθύνη στην οικονομική κρίση (σε αντίθεση με την Ιρλανδία) και "εισπράττουν" τα επίχεριά της, εντούτοις καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για την ομαλή χρηματοδότηση της ελληνικής οικονομίας-καταγράφονται σε άρθρο-παρέμβαση της Διεύθυνσηης Οικονομικών Μελετών της Alpha Bank. Το άρθρο, το οποίο μπορεί να θεωρηθεί και ως απάντηση στο "κατηγορώ" κατά των τραπεζών που υιοθετήθηκε τις τελευταίες μέρες και από επιφανή κυβερνητικά στελέχη, έχει ως εξής :
"Οπως ανακοινώθηκε επεκτείνεται κατά 30 δισ. ευρώ το Σχέδιο Ενίσχυσης Ρευστότητας μέσω κρατικών εγγυήσεων για τη χρηματοδότηση των τραπεζών από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ). Η παροχή εγγυήσεων δεν γίνεται με χρήματα των φορολογουμένων. Οι εγγυήσεις δεν επιβαρύνουν ούτε τον κρατικό προϋπολογισμό ούτε και καταγράφονται στο δημόσιο χρέος. Απλώς χρησιμοποιούνται από τις Τράπεζες για να εκδώσουν ίδια ομόλογα με εγγύηση του ελληνικού Δημοσίου. Τα ομόλογα αυτά δεν μπορούν να διατεθούν στην αγορά λόγω της δημοσιονομικής κρίσης. Κατατίθενται, όμως στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ως εξασφάλιση για την παροχή χρηματοδότησης προς τις ελληνικές τράπεζες.
Η ΕΚΤ για κάθε 100 ευρώ ονομαστικής αξίας ομολόγου αποδίδει στθις τράπεζες περίπου 80 ευρώ, τα οποία είναι και τελικώς διαθέσιμα στις τράπεζες. Στο παρελθόν, επίσης, είχαν δοθεί στις τράπεζες και ειδικά κρατικά ομόλογα με αποκλειστική χρήση τους ως εξασφάλιση για την παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ. Οι κρατικές εγγυήσεις δεν παρέχονται δωρεάν στις τράπεζες, αλλά με προμήθεια, ενώ τα ειδικά κρατικά ομόλογα δόθηκαν στις τράπεζες επίσης έναντι προμήθειας και εξασφαλίσεων μέσω δέσμευσης υπέρ του Δημοσίου τραπεζικών δανείων υψηλής ποιότητας.
Χωρίς κρατική επιβάρυνση
Τα τελευταία δύο χρόνια, έχουν δοθεί στις τράπεζες κρατικές εγγυήσεις ύψους 51.3 δισ. ευρώ, και ειδικά κρατικά ομόλογα ύψους 7,1 δισ. ευρώ για λόγους άντλησης ρευστότητας από την ΕΚΤ. Ταυτόχρονα , το κράτος έχει ενισχύσει την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών με έκδοση και παράδοση στις τράπεζες ειδικών ομολόγων αξίας 3,8 δισ. ευρώ, έναντι των οποίων το κράτος έχει προνομιούχες μετοχές των τραπεζών με ετήσιο κόστος 10% για τις τράπεζες. Για την κεφαλαιακή αυτή ενίσχυση, καμία εκταμίευση από τον κρατικό προϋπολογισμό δεν έλαβε χώρα, αλλά ούτε και προέκυψε κάποια επιβάρυνση του δημοσίου χρέους, καθώς τα ειδικά ομόλογα αντισταθμίζονται από τις προνομιούχες μετοχές. Σημειώνεται ότι, στο πλαίσιο του Σχεδίου Ενίσχυσης Ρευστότητας, οι τράπεζες κατέβαλλαν το 2010 , 635 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων τα 380 εκατομ. ευρώ αναφέρονται στο μέρισμα των προνομιούχων μετοχών και τα υπόλοιπα στις προμήθειες που πληρώνουν οι τράπεζες για τις εγγυήσεις. Επιπλέον, οι τράπεζες επιβαρύνθηκαν λόγω της έκτακτης εισφορά που επιβλήθηκε.
Μόνον οι τέσσερις μεγαλύτερες τράπεζες - Alpha, Εθνική, Eurobank και Πειραιώς-κατέβαλλαν 211 εκατ. ευρώ σε πρόσθετους φόρους το 2010. Στο τέλος του 2010, οι καταθέσεις στην Ελλάδα είχαν διαμορφωθεί σε 208,9 δισ ευρώ (έχοντας μειωθεί κατά 18,7 δισ. ευρώ από το τέλος του 2008) και οι χορηγήσεις σε 257,7 δισ. ευρώ (έχοντας αυξηθεί κατά 8 δισ. ευρώ από το τέλος του 2008). Η διαφορά των χορηγήσεων-καταθέσεων 48,8 δισ. ευρώ ισοφαρίζεται περίπου από τον δανεισμό από την ΕΚΤ στη βάση των εξασφαλίσεων με εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου. Ο συνολικός δανεισμός από την ΕΚΤ στο τέλος του 2010 ήταν σημαντικά μεγαλύτερος, προσεγγίζοντας τα 98 δισ. ευρώ (σήμερα έχει πέσει στα 94 δισ. ευρώ) που βεβαίως καλύπτει και τη διαφορά χορηγήσεων-καταθέσεων εκτός Ελλάδας και διάφορες άλλες επενδύσεις, όπως σε ομόλογα του ελληνικού Δημοσίου, ύψους τουλάχιστον 48 δισ. ευρώ.
Η χρηματοδότηση της οικονομίας
Από τη χρηματοδότηση αυτή που έχει εξασφαλισθεί από την ΕΚΤ, μόνο η μισή περίπου στηρίζεται σε εγγυήσεις του ελληνικού δημοσίου. Για τα υπόλοιπα, οι τράπεζες χρησιμοποιούν ως εξασφαλίσεις προς την ΕΚΤ ίδια ομόλογα που εκδίδουν μέσω τιτλοποιήσεων στοιχείων του ενεργητικού ή άλλα περιουσιακά τους στοιχεία. Στους τίτλους αυτούς για κάθε 100 ευρώ ονομαστικής αξίας, η ΕΚΤ χρηματοδοτεί τις τράπεζες με 65 ευρώ ή 90 ευρώ αναλόγως του τίτλου, λόγω και των συνεχών υποβαθμίσεων του ελληνικού Δημοσίου, και κατ΄επέκταση των ελληνικών τραπεζών, από τους οίκους αξιολόγησης πιστοληπτικής ικανότητας.
Παρά την ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια που διαθέτουν οι ελληνικές τράπεζες, οι υποβαθμίσεις αυτές είναι το αποτέλεσμα της δημοσιονομικής κρίσης και του έντονα υφεσιακού περιβάλλοντος λειτουργίας της ελληνικής οικονομίας. Μάλιστα, τα πρόσθετα 30 δισ. ευρώ των εγγυήσεων που προγραμματίζονται σήμερα προορίζονται γαι τη στήριξη της αξίας των εξασφαλίσεων που δίνουν οι τράπεζες στην ΕΚΤ για τη χρηματοδότησή τους, καθώς οι υποβαθμίσεις από τους οίκους πισατοληπτικής ικανότητας απομειώνουν την πραγματική χρηματική αξία των εξασφαλίσεων που προέρχονται είτε από τιτλοποιήσεις στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών, είτε από κρατικές εγγυήσεις τραπεζικών ομολόγων.
Ως εκ τούτου, προκύπτει η ανάγκη αναπλήρωσης των εξασφαλίσεων με τραπεζικά ομόλογα εγγυημένα από το Δημόσιο, έτισ ώστε να μη μειωθεί η συνολική χρηματοδότηση των τραπεζών από την ΕΚΤ. Οι τράπεζες διαχειρίζονται με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια του πόρους της ΕΚΤ. Η κύρια εργασία των τραπεζών είναι η χρηματοδότηση της οικονομίας. Ωστόσο, όμως η ζήτηση για δάνεια έχει μειωθεί κατακόρυφα. Το πρότυπο αντίδρασης των ελληνικών τραπεζών στη βαθειά ύφεση δεν διαφέρει ουσιαστικά από τράπεζες σε άλλες χώρες της Ευρωζώνης. Για παράδειγμα, η πιστωτική επέκταση ήταν μηδενική το 2009 στην Ευρωζώνη και το 2010 στην Ελλάδα, όταν το ΑΕΠ μειώθηκε κατά -4,1% στην Ευρωζώνη και κατά -4.5% στην Ελλάδα. Μάλιστα στη διετία 2009-2010, ο ρυθμός πιστωτικής επέκτασης στην Ελλάδα παρέμεινε θετικός, παρά το ότι το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν μειώθηκε κατά 6,5% σε πραγματικούς όρους. Αυτό δείχνει ότι οι ελληνικές τράπεζες συνεχίζουν να χρηματοδοτούν την οικονομία ακόμα και κάτω από ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες.
Κύμα επισφαλειών
Σε αυτές τις συνθήκες, είναι απολύτως αναγκαίο να εξασφαλίσουν τη χρηστή διαχείρηση των πόρων που τους εμπιστέυονται οι καταθέτες τους και οι μέτοχοί τους. Ξέρουν πολύ καλά ότι θα πρέπει να συνεχίσουν να στηρίζουν τις βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες χρειάζονται βοήθεια για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες της βαθειάς ύφεσης και να χρηματοδοτούν νέες επενδύσεις που έχουν θετικές προοπτικές. Προωθούν αναρίθμητες ρυθμίσεις στα χρέη των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, όπου αυτό είναι δυνατό, για να διευκολυνθεί η αποπληρωμή τους.
Η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών είναι πολύ ικανοποιητική ακόμη και σήμερα, παρά τις σημαντικές προβλέψιες που έχουν ήδη πραγματοποιήσει για να αντιμετωπίσουν την αναπόφευτκη αύξηση των επισφαλειών και μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό συμβαίνει διότι οι μέτοχοι των τραπεζών συνέβαλλαν καθοριστικά στις εκφαλαιακές ενισχύσεις που πραγματοποιήθηκαν από το 2009. Ο συνδυασμός ύφεσης και κρίσης το 2010 οδήγησε σε κλονισμό της εμπιστοσύνης και επέφερε μία διάβρωση της καταθετικής βάσης των ελληνικών τραπεζών κατά 29 δισ. ευρώ, κυρίως το α εξάμηνο του έτους.
Συνεπώς,οι τράπεζες αναγκάστηκαν να προσφύγουν σε δανεισμό από την ΕΚΤ, σε μια προσπάθεια να συνεχίσουν τη χρηματοδότηση της πελατείας τους. Ταυτόχρονα είδαν την κερδοφορία τους να εξαφανίζεται, καθώς αντιμετωπίζουν ένα διογκούμενο κύμα επισφαλειών, ενώ πληρώνουν και υψηλά επιτόκια στις καταθέσεις που δεν μπορούν να μετακυλήσουν στις χορηγήσεις λόγω της ύφεσης.
Σε κάθε περίπτωση, η διαχείρηση του ενεργητικού και του παθητικού των τραπεζών θα πρέπει να κατατείνει σε σταδιακή μείωση της έκθεσής τους έναντι της ΕΚΤ, όπως προβλέπεται από το μνημόνιο. Σε αυτή την προσπάθεια μπορεί να βοηθήσουν σημαντικά η ικανοποιητική εκτέλεση του προϋπολογισμού του 2011 και η αποτελεσματική προώθηση του προγράμματος των αποκρατικοποιήσεων και των δημοσίων επενδύσεων.
Ετσι θα οδηγηθούμε σε ανάκαμψη της οικονομίας και κατά συνέπεια σε αύξηση των τραπεζικών καταθέσεων και δανείων. Είναι ευτυχές γεγονός που η κρίση χρέους βρήκε την Ελλάδα στην Ευρωζώνη. Υπάρχει συνεπώς αμέριστη υποστήριξη από τους εταίρους μας. Κάτι που δεν είχαν οι χώρες της Λατινικής Αμερικής στη διάθεσή τους, τη δεκαετία του 1980, όταν είχαμε τη μεγάλη παγκόσμια κρίση χρέους. Δεν πρέπει να έχουμε στην Ελλάδα επανάληψη της "χαμένης δεκαετίας" των χωρών της Λατινικής Αμερικής. Δεν μπορούμε όμως να αρνούμεθα και τα αυτονόητα. Οτι δεν μπορούμε δηλαδή να ζούμε με δανεικά και να μην αποταμιεύουμε."
Πηγή Ο Κόσμος του Επενδυτή
2-3/4/2011