H ώρα κοντεύει πέντε τα ξημερώματα. Έχω διαβάσει ώρες, ένα δυνατό βιβλίο, το Άουστερλιτς ενός Γερμανού συγγραφέα του W.G.Sebald που πήρα μετά από μια καλή κριτική του Librofilo, έχω στριφογυρίσει δεκάδες φορές στο κρεβάτι και από τα μεσάνυχτα έχει αρχίσει και ένας πονοκέφαλος ήπιος ευτυχώς. Παθαίνω συχνά αυπνίες, και δε με στενοχωρούν πλέον, γιατί ξέρω ότι την επομένη θα αντέξω όπως και να χει, από τη στιγμή που δεν τρέχω και δε δουλεύω οικοδόμος, ε θα ρθει το μεσημέρι θα τελειώσει η δουλειά , θα βρω μια δυό ώρες να κοιμηθώ. Παλιότερα μερικές αυπνίες ήτανε τρομακτικές, έβλεπα αστράκια σχεδόν , από άγχος , από αγωνία , από πολύ καθαρή και έντονη σκέψη , σαν συμπαντική συναισθησία ένα πράγμα, να χω πάνω μου ένα παλμό συνολικό, μια διαύγεια ομαδική. Αυτό το συναίσθημα μου δημιουργεί αγωνία όταν συμβαίνει και ευτυχώς συμβαίνει σπάνια. Τώρα απλώς περιμένω να περάσει η ώρα μήπως και κοιμηθώ δυό ώρες έστω πριν πάω στη δουλειά. Πάντως όσο καιρό δε δούλευα δεν είχα αυπνίες, είναι μια επίκτητη κατασκευή του πολιτισμού του ωραρίου, εκτός και αν υπάρχει κλινική κατάσταση από κάτω βέβαια. Σκέφτεσαι ότι πρέπει να ξυπνήσεις πρωί για να είσαι φρέσκος στη δουλει , η ώρα περνάει στο μεταξύ, αν έχεις κοιμηθεί και το μεσημέρι είναι δύσκολο να κοιμηθείς νωρίς , το σώμα αδυνατεί ν ακούσει τήν πραγματική επιθυμία του μυαλού, γιατί το έχεις μπουκώσει εσύ με άγχη και σκέψεις και τριβελίζουν αυτά , και έτσι θα ξεκινήσεις ένα πτώμα σε λίγες ώρες για τη δουλειά. Αλλά επειδή συχνά τα τελευταία χρόνια εφημέρευα νύχτα, έχω συνηθίσει να είμαι με αποδιοργανωμένο ύπνο και να περιμένω να ρθει η φυσική ανάνηψη που η εξάντληση επιβάλλει στο σώμα. Αλλά απόψε είναι η πρώτη μεγάλη αυπνία εδώ και πολλούς μήνες , και κρατάει βλέπω. Ίσως δεν κοιμηθώ και καθόλου ποιος ξέρει. Αφού κοιμήθηκα δυό ώρες το μεσημέρι ας πρόσεχα.
Οι ώρες της αυπνίας είναι και στιγμές γέφυρας του παρελθόντος με το παρόν , πράγματα που δεν σε απασχολούν φαινομενικά , έρχονται με δύναμη και εγκαθίστανται εικόνες δυνατές , συνήθως σκέφτομαι την πόλη μου, τη ζωή στην επαρχία , την αδερφή μου και τις ξαδέρφες μου, επαναλαμβάνονται μέσα στο κεφάλι μου οι τετραγωνισμένοι δρόμοι της Αλεξανδρούπολης , οι λόφοι και τα ήρεμα τοπία της Θράκης, το μεγάλο πατρικό σπίτι που μένει μόνο η μάνα μου τώρα εκεί, αναψηλαφώ την αίσθηση της ζωής μέσα σε μια μικρή ανθρώπινη κοινότητα, και την αντιπαραβάλλω με τη δυναμική του χάους της πόλης στην οποία ζούμε . Αλλά σκέφτομαι και αυτά που μου χουν συμβεί αυτά τα χρόνια στην Αθήνα , τα γεγονότα τα προσωπικά και τα επαγγελματικά που έχουν πληθύνει αρκετά πια. Και μένω στη μέση, με το μάτι γαρίδα και στίλβον, έκθετος σε δυο κόσμους , προσπαθώντας να οσμιστώ προς το που κατευθύνονται οι άνεμοι και πόσο δυνατοί είναι και που θα με πετάξουν στο μέλλον.
... Αλλά το θέμα τελικά δεν είναι που θα βρεθείς με τους ανέμους, είναι ότι αποθηκεύουμε μνήμες οι άνθρωποι και ποτέ και πουθενά δεν ξεκινάμε από την αρχή, ότι και να ενδυθούμε περιέχει ξέφτια από προηγούμενα κομμάτια ζωής, και αυτό που κάνουμε τελικά είναι να υφαίνουμε ο καθένας το προσωπικό του patchwork με παλιά και νέα υλικά, όπως του επιβάλλει η μόδα της ψυχής του . Και μια αυπνία έρχεται κατά καιρούς για να λαδώσει τη ραπτομηχανή των αναμνήσεων.