Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζητών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ζητών. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Ιώβ, η προτύπωση του Χριστού. Ζητών



Μία προτύπωση τοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ ὑπάρχουν, εἶναι καὶ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἰώβ. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία διαβάζει ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα γιὰ νὰ συσχετίσει τὴ βιωτὴ τοῦ προσώπου ποὺ περιγράφει (καὶ ἦταν γνωστὸ ἤδη σὲ ὅλους ὡς δίκαιο καὶ ἀρεστὸ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ) μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἔπαθε ὡς ἄνομος.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι καὶ τὸν Ἰὼβ (ὅπως καὶ τὸ Χριστό) βρῆκαν δυσβάστακτες συμφορὲς οἱ ὁποῖες δὲ σχετίζονταν μὲ τὴν ἁμαρτωλή του κατάσταση ὅπως κακῶς ἑρμήνευσαν οἱ θεωρούμενοι ὡς φίλοι του. Ἀκριβῶς ἔτσι καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Χριστοῦ οἱ ὑποτιθέμενοι «φίλοι» καὶ ἐκλεκτὸς λαὸς του χαρακτήρισαν τὸ Χριστὸ ὡς ἁμαρτωλὸ καὶ βλάσφημο ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἰὼβ, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὑπομονὴ ποὺ ἐπέδειξε στὶς δοκιμασίες καὶ τὴν κατὰ πάντα ὑπακοή του στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ (ὅπως ἀκριβῶς καὶ ὁ Χριστός), εἶναι καὶ ὡς πρὸς τοῦτο προτύπωση τοῦ Χριστοῦ, ὅτι δηλαδὴ συκοφαντήθηκε ἄδικα καὶ μάλιστα ἀπὸ «δικούς» του ἀνθρώπους ὡς ἁμαρτωλός.

Ἡ προτύπωση μάλιστα συνεχίζει καὶ πιὸ πέρα γιατὶ ὁ Ἰὼβ ὅπως ἀναφέρεται στὸ ὁμώνυμο βιβλίο δεήθηκε στὸ Θεὸ γιὰ τοὺς συκοφάντες «φίλους» του ὅπως ἀκριβῶς ὁ Χριστὸς γιὰ τοὺς σταυρωτές του.

Ὅμως ἡ Ἐκκλησία «βιάζεται» νὰ τελειώσει τὸ βιβλίο τοῦ Ἰὼβ στὸν ἑσπερινὸ τοῦ Μεγάλου Σαββάτου γιὰ νὰ μιλήσει μέσῳ αὐτοῦ προφητικῶς, παρηγορητικὰ στοὺς πιστοὺς γιὰ τὴν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. «Εὐλόγησε Κύριος τὰ ἔσχατα τοῦ Ἰὼβ μᾶλλον, ἢ τὰ ἔμπροσθεν·». Οἱ ἄνθρωποι μπορεῖ νὰ δικάζουν καὶ νὰ καταδικάζουν καὶ νὰ φέρουν «τελειωτικὸ» κατὰ τὴν κρίση τους χτύπημα· ὁ Θεός, ὅμως, ξέρει νὰ ἀνατρέπει μὲ τὸ δικό του τρόπο τὸ ὁποιοδήποτε «τετελεσμένο» ἀποτέλεσμα. Ἂν ὁ Ἰὼβ, ποὺ ἦταν σχετικά, μὲ τὴν ἀνθρώπινη σημασία τοῦ ὅρου, δίκαιος, εὐλογήθηκε ἀπὸ τὸ Θεὸ τόσο, ἀφήνεται ὁ πιστὸς νὰ ἐννοήσει πόσο εὐλογήθηκε ὁ κατ’ ἀπόλυτη ἔννοια «ἄνθρωπος Ἰησοῦς» καὶ μέσῳ αὐτοῦ καὶ ὁλόκληρη ἡ ἀνθρώπινη φύση.

Ἂν προσέξουμε τὴν εὐλογία τοῦ Θεοῦ στὸν Ἰὼβ θὰ δοῦμε ὅτι πάντα ὅσα εἶχε διπλασιάστηκαν. Βέβαια οἱ ἀπώλειες ποὺ εἶχε ὁ Ἰὼβ ἦταν κυρίως ὑλικὲς. Αὐτὲς ὄχι μόνο ἀποκαταστάθηκαν ἀλλὰ καὶ διπλασιάστηκαν στὰ «ἔσχατά» του. Συγκεκριμένα εἶχε 7000 πρόβατα πρὶν τὴ συμφορὰ ἐνῷ 14000 μετὰ ἀπὸ αὐτήν. 3000 καμῆλες πρίν, ἀλλὰ 6000 μετά. 500 ζευγάρια βοδιῶν καὶ 500 θηλυκοὺς ὄνους πρίν, ἐνῷ 1000 ἀντιστοίχως μετά. Ἀκόμα καὶ τὰ ἔτη τῆς ἐπιγείου ζωῆς του ἦταν 70 πρὶν τὴ συμφορὰ καὶ 170 μετὰ ἀπὸ αὐτήν.

Ἐντύπωση ὅμως ἴσως προκαλέσει τὸ γεγονὸς ὅτι, ἐκ πρώτης ὄψεως τουλάχιστον, τὰ παιδιὰ τοῦ Ἰὼβ δὲ διπλασιάστηκαν μετὰ τὴν καταστροφή. Εἶχε 10 παιδιὰ πρὶν τὴ συμφορά, ἀπέκτησε καὶ ἄλλα 10 μετὰ ἀπὸ αὐτήν. Αὐτὸ δὲν ἔγινε τυχαῖα ἀπὸ τὸ Θεό, ὅπως ἄλλωστε καὶ τίποτα δὲ συμβαίνει τυχαῖα στὴν οἰκονομία του. Ὅλες οἱ «ψυχὲς» τῶν ζώων ποὺ εἶχε ὁ Ἰὼβ πρὶν τὴν καταστροφὴ ἀπωλέσθησαν· οἱ ψυχὲς ὅμως τῶν ἀνθρώπων ποὺ τὸν συντρόφευαν εἶχαν μετατεθεῖ στὸν ἄλλο κόσμο καὶ ἀνέμεναν καὶ τὴ δική του μετάβαση (ἡ ὁποία ὁπωσδήποτε κάποτε θὰ γινόταν) γιὰ νὰ τὸν συντροφεύουν κι ἐκεῖ. Ὥστε ὁ Ἰὼβ δὲν τὰ «ἔχασε» τὰ παιδιά του. Καθὼς μάλιστα ἦταν ἄνθρωπος ἀφοσιωμένος στὸ Θεό, ἤξερε ὅτι κάποτε θὰ πήγαινε κι αὐτὸς ἐκεῖ ποὺ ἦταν καὶ τὰ ἴδια. Ὑπὸ αὐτὴν τὴν ἄποψη τὰ 10 παιδιὰ ποὺ ἀπέκτησε μετὰ τὴ συμφορὰ ὁ Ἰώβ, συνιστοῦσαν διπλασιασμὸ τῶν παιδιῶν ποὺ εἶχε πρὶν ἀπ’ αὐτὴν.

Στὴν ἀνθρώπινη ἀντίληψη τὰ πάντα τελειώνουν μὲ τὸ θάνατο μὲ τὴν πλάκα τοῦ τάφου. Αὐτὴ τὴν ἐγκόσμια ἀντίληψη περὶ ἐπιγείου βασιλείας τοῦ Θεοῦ εἶχαν καὶ οἱ σταυρωτὲς τοῦ Χριστοῦ. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅμως ἔχουν τὴν «ὁπτικὴ» ποὺ ἔχει καὶ ὁ Θεὸς γιὰ τὰ πλάσματά του καὶ στὸν Ὁποῖο οἱ πάντες «ζῶσι». Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς τὸ εἶχε πεῖ ὅτι «οὐκ ἔστι ὁ Θεὸς Θεὸς νεκρῶν ἀλλὰ ζώντων».


Ζητῶν


Σάββατο 27 Μαρτίου 2010

Τι είναι ταπείνωση ; Ζητών

Ερωταποκρίσεις Βαρσανουφίου 278



Ὁ λόγος περὶ ταπεινώσεως ποὺ ἔγινε ἀπὸ τὸν ἀββὰ στὶς προηγούμενες ἐρωταποκρίσεις (275-277) εἶναι ἑπόμενο νὰ δημιουργήσει ἀπορίες καὶ ἐρωτηματικὰ σ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀκούει. Ἡ ἔννοια τῆς ταπεινώσεως δὲν εἶναι κάτι ποὺ μποροῦμε ἁπλῶς νὰ τὸ νοήσουμε ἢ νὰ τὸ «δοῦμε» «σχηματοποιημένο» σὲ κάποιον. Εἶναι κυρίως κάτι ποὺ βιώνεται καὶ αὐτὸς ποὺ θέλει νὰ τὴν γνωρίσει θὰ πρέπει νὰ ἀκούσει τὴ βιωματικὴ ἐμπειρία κάποιου ποὺ τὴ γνώρισε ὥστε νὰ ἀρχίσει νὰ τὴν ἀναγνωρίζει καὶ νὰ τὴν καλλιεργεῖ μέσα του. Ἄλλα παρεμφερῆ θέματα ἀνακύπτουν ἀπὸ αὐτό: Ποιά ἡ διαφορὰ μεταξὺ ταπείνωσης καὶ ἐξουδένωσης; Τί διαφορετικὸ εἶναι ἡ «συντριβὴ καρδίας»; Ἔχουν σχέση ὅλα αὐτὰ μεταξύ τους; Αὐτὰ ῥώτησε στὴν ἑπόμενη ἐρώτησή του (278) ὁ ἀδελφός.

«Ἐρώτηση (τοῦ ἰδίου πρὸς τὸν ἴδιο).

Πάτερ, τί εἶναι ταπείνωση, καὶ τί ἐξουδένωση; Ἐπίσης τί εἶναι συντριβὴ καρδιᾶς, καὶ ἐὰν ἀποκτᾶ κανεὶς ταπείνωση, ἐξουδενώνοντας τὸν ἑαυτό του μέσα στὴν καρδιά του, ἢ χρειάζονται καὶ οἱ ἔξω ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ὀνειδισμοὶ καὶ ὕβρεις. Ἀκόμη ἐὰν πρέπει ὁ ταπεινόφρονας νὰ ταπεινολογεῖ καὶ νὰ ἀσχολεῖται μὲ ταπεινὰ πράγματα.»

Ὁ ἀδελφὸς δὲ ῥωτᾶ μόνο γιὰ νὰ κατανοήσει τὶς ἔννοιες, ἀλλὰ ζητᾶ νὰ μάθει καὶ ποιός εἶναι ὁ τρόπος ποὺ ἀποκτιέται ἡ ταπείνωση. Αὐτὸ τὸ σκοπὸ ἐξυπηρετοῦν οἱ τελευταῖες του ἐρωτήσεις. Ὁ ἀββὰς πάλι, γνωρίζοντας προηγούμενες συζητήσεις τοῦ ἀδελφοῦ μὲ τὸ «μεγάλο γέροντα» ἀρχίζει ἀπὸ αὐτὰ ποὺ θεωρεῖται ὅτι τὰ γνωρίζει γιὰ νὰ τοῦ δώσει τὶς ἀπαντήσεις ποὺ θέλει, μὲ οἰκεῖα σ’ αὐτὸν στοιχεῖα.

«Ταπείνωση…», τοῦ ἀναφέρει, «… εἶναι τὸ ἀψήφιστο…», (ἔννοια δηλαδὴ ποὺ ἔχει συζητηθεῖ στὴν ἐρωταπόκριση 272), «… γιὰ κάθε πρᾶγμα, τὸ νὰ κόψεις σὲ ὅλα τὸ θέλημά σου καὶ νὰ δέχεσαι ἀτάραχα αὐτὰ ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἔξω·».

Τὸ νὰ εἶναι κανεὶς ταπεινὸς φαίνεται κυρίως ἀπὸ τὸ κατὰ πόσο δέχεται νὰ κόβεται τὸ θέλημά του, κι αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του φαίνεται ἀπὸ τὸ κατὰ πόσο αὐτὰ ποὺ συμβαίνουν παρὰ τὴ θέλησή του τὰ δέχεται ἀτάραχα. Ὁ ἄνθρωπος εὔκολα μπορεῖ νὰ ἰσχυριστεῖ ὅτι κόβει τὸ θέλημά του, ὅταν «ἀποφασίζει» ὁ ἴδιος νὰ στερήσει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κάτι. Αὐτή, ὅμως, εἶναι κίβδηλη ἐκκοπὴ τοῦ θελήματος. Γιατὶ αὐτὴ ἡ ἐκκοπὴ δὲν ἀντιβαίνει πρὸς τὴν «ἀνώτατη αὐθεντία» τοῦ ἐγωιστὴ ποὺ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ἑαυτός του. Ἔτσι μποροῦμε νὰ δοῦμε πολλοὺς ἀνθρώπους νὰ ἀποφασίζουν πράγματα πού, ἐξωτερικὰ βλεπόμενα, μπορεῖ νὰ φαίνονται σκληρὰ γιὰ τὸν ἑαυτό τους, ὡστόσο ὅμως αὐτὸ νὰ μὴν ἀποδεικνύει ὅτι πραγματικὰ ἔχουν ταπεινὸ φρόνημα. Αὐτὸ φαίνεται ἂν τὰ ἴδια ἢ καὶ ἠπιότερα πράγματα τοὺς τὰ ἐπιβάλει κάποιος ἄλλος καὶ ὄχι αὐτοὶ οἱ ἴδιοι.

Ἀναφέρεται χαρακτηριστικὰ τὸ παράδειγμα ἑνὸς μοναχοῦ ὁ ὁποῖος μὲ δικό του θέλημα θέλησε νὰ γίνει ἔγκλειστος. Ὁ ἡγούμενος καὶ πνευματικός του πατέρας προσπαθοῦσε νὰ τὸν πείσει νὰ ἐγκαταλείψει αὐτή του τὴν ἀπόφαση λέγοντάς του ὅτι δὲν ἦταν ὤριμος νὰ ἀποδυθεῖ σὲ τέτοιο ἀγῶνα. Ὁ μοναχὸς ὅμως, γιὰ μῆνες καὶ γιὰ χρόνια, ἀρνεῖτο νὰ ὑπακούσει καὶ παρέμενε στὸ κελί του ἔγκλειστος χωρὶς ἰδιαίτερο κόπο. Βλέποντας λοιπὸν ὁ Θεὸς ὅτι ζημιὰ παρὰ ὠφέλεια θὰ εἶχε ὁ μοναχὸς ἀπὸ αὐτή του τὴν «ἄσκηση» καὶ θέλοντας νὰ τὸν συνετίσει, παραχώρησε νὰ πλανηθεῖ ἀπὸ τὸ διάβολο, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε μιὰ μέρα στὸ κελί του μὲ ἀπατηλὴ μορφὴ καὶ τὸν ἐξαπάτησε. Τρομαγμένος ὁ μοναχὸς ἀπὸ τὸ πάθημά του καὶ ἀντιλαμβανόμενος ὅτι αἰτία τῆς πτώσης του ἦταν ἡ ἀνυπακοή του, λύνει τὸν ἐγκλεισμό του καὶ τρέχει στὰ πόδια τοῦ ἡγουμένου ἐξομολογούμενος τὸ παράπτωμά του καὶ ὑποσχόμενος ὅτι ἀπὸ ἐδῶ καὶ πέρα ὅ,τι κάνει θὰ τὸ κάνει μὲ εὐλογία. Ὁ ἡγούμενος θέλοντας νὰ τοῦ δείξει ἐμπράκτως τὴν ἀξία τῆς ὑπακοῆς, δηλαδὴ τῆς ταπείνωσης, τοῦ ἔδωσε μιὰ παράξενη ἐντολή: Ἐνῷ πρὶν τὸν προέτρεπε νὰ σταματήσει τὸν ἐγκλεισμό, γιατὶ τὸ ἄθλημα αὐτὸ ἦταν πάνω ἀπὸ τὶς δυνατότητές του, τώρα τοῦ παραγγέλει τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο: Τοῦ λέει νὰ ἐγκλειστεῖ στὸ κελί του καὶ νὰ μὴ βγαίνει καθόλου ἔξω, οὔτε νὰ μιλήσει μὲ κανέναν. Ὅ,τι δηλαδὴ ἔκανε ὁ ἴδιος πρὶν. Τὸ ἀποτέλεσμα ἦταν θαυμαστό, γιατὶ αὐτὸς ποὺ γιὰ μῆνες καὶ γιὰ χρόνια «ἄντεχε» εὔκολα τὴ δυσκολία αὐτῆς τῆς ἄσκησης, πλέον οὔτε γιὰ δύο μέρες δὲν μπόρεσε νὰ ἀντέξει ἀλλὰ τρέχοντας στὸν ἡγούμενο ἔπεσε στὰ πόδια του παρακαλῶντας νὰ τὸν ἀπαλλάξει ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἐπιτίμιο καὶ νὰ τοῦ δώσει κάποιο ἄλλο ἐλαφρύτερο ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ τὸ σηκώσει. Ἐκεῖ φάνηκε καὶ ἡ πραγματικὴ ἐκκοπὴ τοῦ ἰδίου θελήματος.

Σ’ αὐτὴν τὴν ἐκκοπὴ ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὰ ἔξω, δὲν μπορεῖ νὰ βρεῖ τόπο νὰ χωρέσει ἡ κενοδοξία, γιατὶ ὁ διατάσσων δὲν εἶναι ὁ ἑαυτός, ἀλλὰ ἄλλος παράγοντας, εἴτε πρόσωπο εἴτε κατάσταση, ὁπότε καὶ ἡ ταπείνωση ποὺ δείχνεται κατ΄ αὐτὴν εἶναι γνήσια. «…αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση, στὴν ὁποία δὲν βρίσκει τόπο ἡ κενοδοξία.» συνεχίζει στὴν ἀπόκρισή του ὁ ἀββάς.

Στὴν συνέχεια ἀσχολεῖται μὲ τοὺς διαφόρους τρόπους – τεχνικὲς ποὺ δοκιμάζουν πολλοὶ γιὰ νὰ ἀποκτήσουν ταπείνωση. «Δὲν πρέπει ὁ ταπεινόφρονας νὰ ἀσχολεῖται μὲ τὸ νὰ ταπεινολογεῖ, ἀλλὰ ἀρκεῖ νὰ λέει, «συγχώρεσέ με» ἢ «προσευχήσου γιὰ μένα»· οὔτε νὰ καταφεύγει ἀπὸ μόνος του σὲ ταπεινὰ πράγματα. Διότι καὶ τὰ δύο φέρνουν κενοδοξία καὶ δὲν ἀφήνουν κάποιον νὰ προκόψει· ἀλλὰ τὸ νὰ διαταχθεῖς καὶ νὰ μὴ φέρεις ἀντίρρηση, αὐτὸ ὁδηγεῖ στὴν προκοπή.»

Ὁ ἀγώνας δηλαδὴ τοῦ χριστιανοῦ εἶναι βαθύς: Δὲν εἶναι ὁ σκοπός του νὰ ἐπιτύχει κατορθώματα, οὔτε ἡ ταπείνωση ἀποκτιέται μὲ κάποιες ἐξωτερικὲς τεχνικές, ἀλλὰ ἡ ὅλη προσπάθεια ἐστιάζεται στὴν ἐκκοπὴ τῆς κενοδοξίας. Ἂν ὁ,τιδήποτε κάνουμε ἀφήνει χῶρο στὴν κενοδοξία, ἡ προσπάθειά μας εἶναι μάταιη. Ἄρα ἀκόμα κι ἂν κάνουμε πράγματα τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς μειώσουν ἀπέναντι τῶν ἄλλων, ἀκόμα κι ἂν κοπιάζουμε ὑπέρμετρα, ἀκόμα κι ἂν μιμούμαστε τὶς πιὸ ἀκραῖες μορφὲς ἄσκησης τῶν ἁγίων, ἂν ὅλα αὐτὰ τὰ ἀποφασίσαμε μόνοι μας, ἡ κενοδοξία καὶ ὁ διάβολος ποὺ τὴν ὑποκινεῖ δὲν ἐνοχλοῦνται καθόλου.

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι σὲ ὅλες σχεδὸν τὶς περιπτώσεις τῶν διὰ Χριστὸν σαλῶν, ὅταν ἀνακοίνωναν τὴν ἀπόφασή τους νὰ φύγουν γιὰ νὰ «ἐμπαίξουν τὸν κόσμο», ὅπως ἔλεγαν χαρακτηριστικά, οἱ ἄνθρωποι ποὺ τοὺς ἄκουγαν τοὺς ἀπέτρεπαν ἀπὸ τέτοιο ἐγχείρημα. Τοὺς ἀπέτρεπαν φοβούμενοι ἀκριβῶς αὐτὸν τὸν κίνδυνο τῆς κενοδοξίας, ἂν αὐτὸ ποὺ θὰ ἔκαναν προερχόταν ἀπὸ δική τους ἀπόφαση. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ δρόμος τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητας εἶναι ὁ κατ΄ ἐξοχὴν δύσκολος δρόμος τὸν ὁποῖον λίγοι – πολὺ λίγοι κατορθώνουν νὰ φέρουν εἰς πέρας. Προϋποθέτει ἀπὸ μέρους τοῦ ἀσκουμένου νὰ ἀποφασίζει ἐκεῖνα ποὺ πραγματικά, καὶ ὄχι εἰκονικὰ χτυποῦσαν τὸ «ἐγώ» του, πρᾶγμα ποὺ δὲν γίνεται ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἔχει αὐτογνωσία, τὸ ὁποῖο ἐπίσης δὲν ἐπιτυγχάνεται ἂν αὐτὸς δὲν ἔχει φτάσει σὲ ἄκρα ταπείνωση. Σὲ τελικὴ ἀνάλυση ὁ διὰ Χριστὸν σαλὸς δὲν κάνει κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ αὐτὰ ποὺ παραγγέλει ἐδῶ ὁ ἀββάς: Δέχεται μὲ ταπείνωση τὰ «ἔξωθεν ἐρχόμενα» συμβάντα πάνω του. Μόνο ποὺ τὶς περισσότερες φορὲς αὐτὰ τὰ «ἔξωθεν ἐρχόμενα» τὰ προκαλεῖ ὁ ἴδιος νὰ γίνουν. Ἄν, ὅμως, γιὰ παράδειγμα τὴ στιγμὴ ποὺ οἱ ἄλλοι τὸν λοιδοροῦν, τὸν κοροϊδεύουν καὶ τὸν χτυποῦν αὐτὸς σκέπτεται «ἀς κάνουν ὅ,τι κάνουν, ποῦ νὰ ἤξεραν ὅτι τοὺς κοροϊδεύω» ἢ «ποῦ νὰ ἤξεραν ποιός εἶμαι ἐγώ», ἔχει παρεκκλίνει ἀπὸ τὸ σκοπό του καὶ ἐμπαίζεται ἀπὸ τοὺς δαίμονες, ἔστω κι ἂν ὑποφέρει τὴ στιγμὴ ἐκείνη. Γι’ αὐτὸ καὶ τὶς περισσότερες φορὲς διὰ Χριστὸν σαλοὶ γίνονταν ἄνθρωποι ποὺ μὲ κάποιο ὄραμα, κάποια ὀπτασία εἶχαν πάρει ἐντολὴ νὰ κάνουν κάτι τέτοιο.

Στὸ ἴδιο πνεῦμα συνεχίζει τὶς νουθεσίες του ὁ ἀββάς: «Οἱ ἐξουδενώσεις γίνονται μὲ δύο τρόπους· ἡ μία ἀπὸ τὴν καρδιά, καὶ ἡ ἄλλη ἀπὸ τοὺς ὀνειδισμοὺς ποὺ ἔρχονται ἀπὸ ἔξω. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἐξουδένωση ἀπὸ τὴν καρδιὰ δὲν ἔχει πολὺν κόπο, ὅσο ἡ ἐξουδένωση ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ δημιουργεῖ στὴν καρδιὰ μεγαλύτερο πόνο· τὸ νὰ πληγώνει κανεὶς τὴν καρδιά του εἶναι συντριβὴ καρδιᾶς.».

Εἶναι δυνατὸν ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ταπεινολογεῖ ἀλλὰ ἁπλῶς νὰ σκέπτεται μόνος του ὑποτιμητικὰ πράγματα γιὰ τὸν ἑαυτό του χωρὶς νὰ τὰ ἀνακοινώνει στοὺς ἄλλους. Ἐδῶ νὰ δηλώσουμε ὅτι ἡ λέξη ταπεινολογία δὲν ἐννοεῖται μόνο μὲ τὴν ἀρνητική της ἔννοια, ποὺ τὴ γνωρίζουμε συνήθως, τὸ νὰ λέει δηλαδὴ στοὺς ἄλλους ὁ ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του ὑποτιμητικὰ πράγματα, ποὺ ὡστόσο δὲν πιστεύει, ἀλλὰ ἀκόμα κι ἂν τὰ πιστεύει, μόνο καὶ μόνο ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι αὐτὸς ὁ ἴδιος λέει ὅ,τι λέει περὶ τοῦ ἑαυτοῦ του κάνει τοὺς πατέρες νὰ θεωροῦν τὴν ἐνέργεια αὐτὴ κίβδηλη, ἢ τουλάχιστον ἄνευ ὠφελείας. Σύμφωνα μὲ τὰ τελευταία λόγια τοῦ ἀββᾶ, ἄνευ οὐσιαστικῆς ὠφελείας εἶναι καὶ οἱ ταπεινὲς «σκέψεις» ποὺ κάνει κάποιος ἄνθρωπος γιὰ τὸν ἑαυτό του κι ἀς εἶναι ἀπαλλαγμένες ἀπὸ κάθε μορφῆς ταπεινολογία. Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἡ καρδιὰ ἔρχεται σὲ συντριβή, πληγώνεται περισσότερο ὅταν αὐτὴ ἡ ἐξουδένωση προέρχεται ἀπὸ ἄλλους παρὰ ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν ἄνθρωπο.

Ὑπάρχουν βέβαια περιπτώσεις ποὺ ἐξωθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ταπεινολογήσει (=μιλήσει ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του) ἔστω κι ἂν δὲν τὸ θέλει. Αὐτὸ τὸ θέμα πραγματεύεται ὁ ἀδελφὸς σὲ μιὰ σειρὰ ἑπόμενων ἐρωτήσεων πρὸς τὸν ἀββὰ ὅπου τοῦ παρουσιάζει ἕνα σωρὸ περιπτώσεις ποὺ θὰ «ἐπιβαλλόταν» σὲ κάποιον νὰ μιλήσει ταπεινὰ γιὰ τὸν ἑαυτό του. Τὸ ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι ὁ ἀββὰς σὲ ὅλες σχεδὸν πλὴν ἴσως μιᾶς συνιστᾶ τὴ σιωπὴ περισσότερο παρὰ τὴν ἔστω καὶ ταπεινὴ ὁμιλία. Αὐτὴ κατὰ τοὺς ἁγίους εἶναι «χρυσὸς» ποὺ προφυλάσσει καλύτερα ἀπὸ τὴν κενοδοξία παρὰ ὁ ὁποιοσδήποτε λόγος.


Ζητῶν


Σάββατο 20 Μαρτίου 2010

Οδός του κόπου ή της ταπείνωσης ; Ζητών



Ἡ ἐρωταπόκριση 277 διατυπώνει ἕνα ἀμφιλεγόμενο θέμα στὶς ἡμέρες μας. Ἀπὸ τοὺς ἀγωνιζόμενους χριστιανούς, ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὑποφέρει, νὰ ἀγωνίζεται σκληρὰ γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴ σωτηρία του· ἀντίθετα, ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν ὅτι ὁ ἀγῶνας τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ γίνεται ἄκοπα κι εὐχάριστα, γιατὶ τότε ἔχει πιὸ ἀποδοτικὰ ἀποτελέσματα παρὰ ὅταν γίνεται μὲ πίεση.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ οἱ δύο μερίδες στηρίζονται εἴτε σὲ πρακτικὲς εἴτε σὲ λόγους ἁγίων τῶν περασμένων καὶ τῶν νεωτέρων χρόνων. Ὅμως εἶναι σημαντικὸ νὰ δοῦμε κάτω ἀπὸ ποιά ὁπτικὴ ἔλεγαν ἢ ἔπρατταν αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν οἱ ἅγιοι, κι αὐτὸ γιατὶ παρερμηνεῖες ἐμφανίζονται τόσο στὴν πρώτη μερίδα, ὅταν οἱ ὑποστηρικτές της ἀγωνίζονται χωρὶς θεία παρηγοριά, ἄρα ἐγωιστικὰ κι ἀνώφελα, ὅσο καὶ στὴν ἄλλη, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ὁποίας πιστεύουν λανθανόντως ὅτι ἔχουν ἀνακαλύψει τὴν «εὔκολη», δηλαδὴ ἄνετη καὶ ἄκοπη ὁδὸ γιὰ τὸν παράδεισο καὶ καταντοῦν νὰ ἀναμιγνύουν τὴν ἀσκητικὴ ὁδὸ τοῦ χριστιανοῦ μὲ τὸν κοσμικὸ «life style» τρόπο ζωῆς.

«Ἐρώτηση: Ποιά ὁδὸς σώζει, ἡ ὁδὸς μὲ τοὺς κόπους ἢ μὲ τὴν ταπείνωση; Καὶ περὶ λησμοσύνης.»

Οἱ ἐρωτήσεις δὲν ἀναγράφονται πάντοτε κατ΄ ἀκρίβεια. Αὐτὸς ποὺ τὶς κατέγραψε, τὶς περισσότερες φορὲς ἐπειδὴ τὸν ἐνδιαφέρει περισσότερο ἡ ἀπόκριση τοῦ ἀββᾶ, περιγράφει μάλλον, παρὰ καταγράφει τὸ περιεχόμενο τῆς ἐρωτήσεως. Ἔτσι αὐτὸ τὸ «περὶ λησμοσύνης» ποὺ γράφει στὴ συγκεκριμένη ἐρώτηση ἀναφέρεται στὴ συνέχεια τῆς ἐρωτήσεως τοῦ ἀδελφοῦ ὁ ὁποῖος θέλησε παράλληλα νὰ μάθει γιατί «λησμονεῖ» τὰ θεῖα πράγματα, γιατὶ δηλαδὴ φεύγει ὁ νοῦς του καὶ ἀσχολεῖται μὲ ἄλλα ἤσσονος σημασίας θέματα παρὰ μὲ αὐτὸ τῆς σωτηρίας του.

«Ἀπόκριση Ἰωάννη.

Ἀδελφέ, ὁ ἀληθινὸς κόπος δὲν εἶναι χωρὶς ταπείνωση· γιατὶ ὁ ἄσκοπος κόπος εἶναι μάταιος. Καθόσον λέγει, «πρόσεξε τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὸν κόπο μου καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου». ...»

Ὁ ἀββὰς κατ’ ἀρχὴν σπεύδει νὰ ἀναιρέσει τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς πρώτης ὁμάδας, ἀπ’ αὐτὲς ποὺ ἀναφέραμε, γιὰ νὰ δώσει τὸ ἀπαραίτητο βάρος ἐκεῖ ποὺ πραγματικὰ χρειάζεται: στὴν ταπείνωση. Εἶναι γνωστὸ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ὑπερβάλλοντα ζῆλο, «ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ἀποδύονται εὔκολα σὲ βαρεῖς καὶ δύσκολους «ἀσκητικοὺς» ἀγῶνες παραβλέποντας ὅτι τὸ βάρος τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα βρίσκεται στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὰ σωματικὰ ἐξωτερικά του «κατορθώματα». Ἴσα - ἴσα ποὺ ἂν ὁ ἄνθρωπος παλεύει ἐξωτερικὰ καὶ «μόνος» του χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ ἐσωτερικό του, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀγωνίζεται μὲ ἐγωισμὸ καὶ μὲ θέλημα καὶ ἄρα πλανᾶται. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ γέροντας σπεύδει νὰ διασφαλίσει τὸ «ταπεινό», στὸν ἀγῶνα.

Ἀναφέρει ὅμως παράλληλα καὶ κάτι σημαντικότερο: «Ὁ ἀληθινὸς κόπος δὲν εἶναι χωρὶς ταπείνωση». Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ δὲν κοπιάζει πραγματικά, ἐκεῖνος ποὺ κοπιάζει «ἀνώφελα», δηλαδὴ χωρὶς ταπείνωση. Κι αὐτὸ γιατὶ ἔχοντας «βοηθό» του τὸν κακὸ ἑαυτό του, καὶ ἑπομένως καὶ τὸ διάβολο, δὲ συναντᾶ δυσκολίες σὲ αὐτὰ ποὺ ἐπιχειρεῖ. Οἱ πραγματικὲς δυσκολίες καὶ ἀντιστάσεις, ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ ἀσήμαντα ἢ «εὔκολα», ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες, ἔργα, ἐμφανίζονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἀγῶνα του προσελκύει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν καθαρίζει ἐσωτερικὰ καὶ τὸν θεώνει. Κι αὐτὸ γιατί τότε εἶναι ποὺ «ἀντιστέκεται» ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, (καὶ ὁ διάβολος ποὺ τὸν «συντηρεῖ»), καὶ ἀντιδρᾶ στὴν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως ἔρχεται ὑποχρεωτικὰ στοὺς ταπεινούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγιογραφικὴ ῥήση: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Συνεπῶς ὅποιοδήποτε ἔργο γίνεται χωρὶς ταπείνωση, στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πολὺ - πολὺ «ἀνώφελος» κόπος.

Ὅμως ὁ ἀββὰς δὲν ξεχνάει καὶ τὴν ἄλλη μερίδα χριστιανῶν ποὺ ἐπαναπαύονται στὴν προσωπική τους «ἐκτίμηση» γιὰ τὴν πνευματική τους κατάσταση (χωρὶς νὰ τοὺς ἐνδιαφέρει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ) καὶ ἀπέχουν ἀπὸ ὁ,τιδήποτε τοὺς προκαλεῖ κόπο ἢ δυσφορία. Γι’ αὐτὸ συνεχίζει: «Αὐτός, λοιπόν, ποὺ ἔχει αὐτά, φθάνει γρήγορα». Δηλαδὴ καὶ τὸν κόπο καὶ τὴν ταπείνωση. Μάλιστα διασαφηνίζει καὶ ὅλες τὶς περιπτώσεις «κόπου» ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας ἄνθρωπος γιατὶ λέει: «Καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει ταπείνωση μὲ ἐξουθένωση, καὶ αὐτὸς ἔχει τὸ ἴδιο, διότι ἡ ἐξουθένωση ἔχει τὸν τόπο τοῦ κόπου».

Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ λοιπὸν κόπος καὶ δυσκολία δὲν εἶναι ὅ,τι θεωρεῖ ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ «τὸ πρακτικὸ ἔργο ποὺ δύσκολα ἐπιτελεῖται». Ἄλλωστε μὲ τὴ θεία συνέργεια δὲν εἶναι δύσκολο τίποτα νὰ ἐπιτελεσθεῖ. Ἡ πραγματικὴ δυσκολία ἔγκειται στὸν καθαρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη του. Κι αὐτὸ συνεπάγεται ταπεινώσεις, ἐξουθένωση καὶ «τραχεία» ὁδό. Ἔτσι κι ἂν ἀκόμα ἐξωτερικὰ ἀπουσιάζουν οἱ σωματικοὶ κόποι, ἐξ αἰτίας ὅμως τῆς ὕπαρξης τῶν ἐσωτερικῶν, ὁ ἄνθρωπος παίρνει ὁλόκληρο τὸ μισθό του. Ἄλλωστε στὴν ἐκκλησιαστικὴ πρακτικὴ ὁ σωματικὸς κόπος εἶναι ἀπαραίτητος καὶ χρησιμοποιεῖται ὄχι ὡς αὐτοσκοπός, ἢ γιὰ νὰ δώσει μὲ τὸ γερὸ σῶμα «αὐτοπεποίθηση» στὸν ἄνθρωπο, ἀλλά, ἀντίθετα, ὡς μέσο, ἀκριβῶς γιὰ νὰ προκαλέσει αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κόπο καὶ τὴν ἐξουθένωση ποὺ θὰ ὁδηγήσουν μὲ τὴ σειρά τους στὴν ἐσωτερικὴ κάθαρση.

Εἶναι ὅμως δυνατόν, κάποιος νὰ ἔχει φυσικῷ τῷ τρόπῳ ταπεινὸ φρόνημα χωρὶς νὰ καταβάλλει ἰδιαίτερους κόπους καὶ φροντίδες. Γι’ αὐτὸν ἀναφέρει ὁ ἀββάς: «Καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει μόνο ταπείνωση εἰσέρχεται βέβαια, ἀλλὰ ἀργότερα.» Ἡ «φυσικὴ» ταπείνωση ποὺ ἔχει κανεὶς εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἕνα φυσικὸ πλεονέκτημα ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὸ ὁποῖο ὅμως θὰ ἀργήσει ἀρκετὰ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο στὴ μακαρία κατάσταση. Κι αὐτὸ γιατὶ ἂν ἀφήσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔρθουν μὲ φυσικὸ τρόπο οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κόποι ποὺ θὰ καθαρίσουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πάθη, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ καταβάλλει ἰδιαίτερη φροντίδα γι’ αὐτό, ὁ δρόμος θὰ γίνει, ἄνετος μέν, ἀλλὰ πολὺ μακρὺς χρονικά. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ «συντομεύσει» αὐτὸν τὸ δρόμο, θὰ φανερώσει καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἐπιθυμίας του νὰ πλησιάσει τὸ Θεό, ἀφοῦ κανεὶς δὲν ἀργοπορεῖ νὰ συναντήσει ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ὅσο πιὸ πολὺ τὸ ἀγαπᾶ, τόσο πιὸ πολὺ βιάζεται νὰ συναντηθεῖ μαζί του. Αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του δείχνει πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπαφίεται στὴ «φυσική» του ταπείνωση, δὲν εἶναι πραγματικὰ ταπεινός, γιατὶ ὁ πραγματικὰ ταπεινὸς ἀγαπᾶ ἀπεριόριστα τὸ Θεὸ καὶ ἑπομένως θὰ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ «βιάζονται» νὰ ἐκπληρώσουν τὸ θέλημά του καὶ νὰ συναντηθοῦν μαζί του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ γέροντας συνεχίζει λέγοντας: «Ἐὰν λοιπὸν θέλει κάποιος νὰ κρατήσει τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, νὰ μὴ λογαριάσει τὸν ἑαυτό του σὲ κάτι· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση.»

Ἐκεῖνο, ὅμως, στὸ ὁποῖο δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα ὁ ἀββάς, εἶναι τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἐρώτησης ποὺ τοῦ τέθηκε τὸ «περὶ λησμοσύνης». Ὅταν δηλαδὴ κάποιος δὲν καταφέρνει νὰ ἔχει διαρκῶς μπροστά του τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ σὲ ὅ,τι λέει ἢ κάνει, ἀλλὰ ὁ «ἔσω τῆς καρδίας ἄνθρωπος» προσκολλᾶται εἴτε στὰ ἔργα ποὺ συμβαίνει νὰ κάνει ἐξωτερικὰ μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε σὲ ῥεμβασμοὺς ἀλλότριους τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.

Ἴσως κάποιος παρατηρήσει πὼς μιὰ τέτοια πρακτικὴ εἶναι ἀδιάφορη γιὰ ἕνα λαϊκό, καὶ ἁρμόζει περισσότερο στοὺς μοναχούς. Ὅμως τὰ ἁγιογραφικὰ «εἴτε ἐσθίετε εἴτε πίνετε πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» καὶ τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καθὼς καὶ τὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μάλλον ἢ ἀναπνευστέον» ἀπευθύνθηκαν γενικὰ στοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς νὰ γίνει κάποια εἰδικὴ διάκριση. Κι αὐτὲς οἱ διατυπώσεις δὲν κάνουν κάτι ἄλλο παρὰ νὰ δηλώνουν μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὴν ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἔχει τίποτα ἄλλο στὸ νοῦ του καὶ κυρίως στὴν καρδιά του ἀπὸ τὴ «μνήμη τοῦ Θεοῦ».

Λέγοντας «μνήμη» δὲν ἐννοοῦμε μία ἁπλὴ ἐνθύμηση, ἀλλὰ τὸν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι κι ἂν κάνει, ὅ,τι κι ἂν λέει, τὸ κάνει ὡς κατενώπιον Θεοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Αὐτὸς εἶναι κι ὁ λόγος ποὺ αὐτὴ ἡ «μνήμη» δὲν καταργεῖ τὴν ἐξωτερικὴ δραστηριοποίηση τοῦ ἀνθρώπου σὲ ὁποιοδήποτε ἔργο, οὔτε ὑπάρχει κάποιο ἔργο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἀναστείλει· ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος σὲ ὁ,τιδήποτε κάνει δὲν αἰσθάνεται «ἐγώ», ὅπως συνήθως, ἀλλὰ «ἐμεῖς» (ὡς μία ἀνθρωπότητα στὴν ὁποία ἐγὼ εἶμαι μέσα στὸν ἄλλον καὶ ὁ ἄλλος μέσα μου), ἢ ἀκόμα καλύτερα καὶ ὡς «Αὐτός» γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ καὶ ἡ ἄλλη ἁγιογραφικὴ ῥήση «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».

Ἀς σημειώσουμε ἐδῶ πὼς αὐτὲς οἱ δύο καταστάσεις ποὺ περιγράψαμε μόλις τώρα δὲν εἶναι οὐσιαστικὰ παρὰ οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος, ἀφοῦ τὸ νὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλο, τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ ὁμοούσιοι κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν πραγματοποιεῖται ἀλλιῶς παρὰ μόνο ἐν Χριστῷ, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεωθεῖ. Γι΄ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδύνατη ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ: Τὸ νὰ ζεῖ κάποιος μέσα στοὺς ἄλλους καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ζοῦν μέσα του σημαίνει νὰ ἔχει πλημμυρίσει ἀπὸ τόση καὶ τέτοια ἀγάπη ὥστε νὰ ὑπερβεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀγάπη αὐτή, σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν εἶναι ἁπλῶς συναισθηματικῆς φύσεως, ὅπως τὴ νοοῦμε συνήθως, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐνυπόστατος ἀγάπη (=ἀγάπη – πρόσωπο) δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἄρα τὸ νὰ ἔχει πλημμυρίσει κανεὶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγάπη σημαίνει νὰ ἔχει πλημμυρίσει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.

Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα του διαρκῶς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο, αὐτὸ ποὺ βιώνει εἶναι μιὰ φωτιὰ ποὺ καίει τὰ σωθικά του καὶ τὸν ὠθεὶ ὅλο καὶ περισσότερο στὸ νὰ αὐξήσει αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ νὰ πλησιάσει ὅλο καὶ περισσότερο τὸ Θεό. Ἄρα τὸ νὰ διατηρεῖ τὴ «μνήμη τοῦ Θεοῦ» μέσα του εἶναι τόσο ἄκοπο ὅσο καὶ τὸ νὰ «θυμᾶται» ὅτι καίγεται ὅταν τὸ σῶμα του βρίσκεται στὴ φωτιά. Αὐτὸ ἐξηγεῖ ἀναλυτικὰ ὁ ἀββὰς στὸν ἀδελφό, μὲ τρόπο ποὺ ἡ ἀπάντησή του νὰ μὴ χρειάζεται κανενὸς εἴδους σχολιασμὸ ἢ ἐπεξήγηση:

«Αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴ φωτιὰ ποὺ ἦλθε νὰ βάλει ὁ Κύριος στὴ γῆ, δὲν γνωρίζει λησμοσύνη καὶ αἰχμαλωσία, ἐπειδὴ ἔχει πάντα τὴν αἴσθηση τῆς φωτιᾶς. Πάρε τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ φωτιά· πράγματι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ῥογχάζει καὶ εἶναι ἕτοιμος γιὰ θάνατο καὶ τὸν πλησιάζει φωτιά, ἀμέσως αἰσθάνεται τὸν πόνο. Καὶ σὲ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αἰχμαλωτιστεῖ καὶ πέσει ἐπάνω του κάρβουνο φωτιᾶς, δὲν μένει οὔτε στιγμὴ στὴν αἰχμαλωσία.

Ἀδελφέ, ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει, διότι τότε δὲν εἶναι φωτιά. Ἐὰν λοιπὸν θέλεις ν’ ἀπαλλαχθεῖς ἀπὸ τὴ λησμοσύνη καὶ τὴν αἰχμαλωσία, δὲν μπορεῖς διαφορετικά, ἐὰν δὲν ἀποκτήσεις στὸν ἑαυτό σου τὴν πνευματικὴ φωτιά· διότι ἐκεῖνα καταστρέφονται ἀπὸ τὴ θερμότητά της. Καὶ ἀποκτᾶ κανεὶς αὐτὴ τὴ φωτιὰ μὲ τὸν κατὰ Θεὸν πόθο. Ἀδελφέ, ἐὰν δὲν πονέσει ἡ καρδιά σου σὲ ὅλα, ὥστε νὰ ζητήσει τὸν Κύριο, δὲν μπορεῖς νὰ προκόψεις. Μόνο ἐὰν ἀσχοληθεῖς ἐπίμονα μ’ αὐτά, θὰ φθάσεις σ’ αὐτά· διότι λέγει «σχολάσατε καὶ γνῶτε» καὶ τὰ λοιπά.

Εἴθε ὁ Κύριος νὰ δώσει σὲ σένα νὰ κατανοήσεις αὐτὰ καὶ νὰ κοπιάζεις σ΄ αὐτά».

Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅσες ἐξηγήσεις καὶ περιγραφὲς καὶ νὰ δώσουμε γι’ αὐτὰ τὰ θέματα εἶναι δύσκολο νὰ διασαφηθοῦν σὲ ὅποιον ἔστω καὶ σὲ μιὰ μικρὴ ἀναλογία δὲν τὰ ἔχει ζήσει. Ὁ γέροντας Σωφρόνιος στὴν πνευματική του αὐτοβιογραφία τὸ «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι» ἀναφέρει γι’ αὐτό του τὸ τόλμημα, νὰ περιγράψει τὶς πνευματικὲς καταστάσεις ποὺ βίωσε ὁ ἴδιος προσωπικά, ὅτι κι ἂν ἀκόμα δὲν ἔζησε στὸ βαθμὸ ποὺ τὰ ἔζησαν οἱ ἅγιοι αὐτὰ τὰ πράγματα τουλάχιστον κατὰ ἕνα μικρὸ μέρος (μιὰ ἀναλογία, ὅσο μποροῦσε ὁ ἴδιος νὰ σηκώσει) τὰ ἔζησε. Νὰ σημειώσουμε ὅμως πὼς αὐτὴ ἡ ἀναλογία εἶναι ἀληθινὴ ὅσο εἶναι πλήρης. Μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι μικρὴ σὲ μέγεθος ἀλλὰ εἶναι πλήρης εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἕνα κομμάτι τοῦ προσώπου Του. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὅλοι οἱ ἅγιοι στὴ βασιλεία του Θεοῦ θὰ εἶναι πεπληρωμένοι χαρᾶς: Καὶ οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι ἅγιοι θὰ εἶναι μικρὲς ἢ μεγάλες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ τὸ ἴδιο τέλειες ὡς πρὸς τὴν πιστότητα τοῦ πρωτοτύπου.

Ζητῶν


Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

Tο ταπεινό φρόνημα, Ζητῶν


Ερωταποκρίσεις Βαρσανουφίου 275, 276




Εἶναι τοῖς πᾶσι γνωστό, σὰν ἔκφραση τοὐλάχιστον, πὼς ἡ τελειότητα τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος εἶναι νὰ θεωρεῖ κανεὶς τὸν ἑαυτό του «ὑποκάτω πάσῃς κτίσεως». Ἡ ἔκφραση ἔχει ληφθεῖ ἀπὸ τὸ γεροντικό καὶ ἔχει εὐρεία διάδοση. Ἐννοεῖ ὅτι ἡ ταπείνωση, καὶ γιὰ τὴν ἀκρίβεια τὸ ταπεινὸ τοῦ φρονήματος τοῦ ἀνθρώπου δὲ θὰ πρέπει νὰ περιορίζεται μόνο στοὺς ὁμοίους του συνανθρώπους ἀλλὰ ἀκόμη καὶ σ’ αὐτὰ τὰ ἄλογα ζῶα καὶ τὰ ἄψυχα κτίσματα.

Πολλοὶ ἄνθρωποι ὅμως πιστεύουν ὅτι αὐτὸ ἤδη ἐπιτυγχάνεται ἐὰν ὁ ἄνθρωπος «ψιλῷ λογισμῷ» διανοηθεῖ, ἢ ἔστω, διανοεῖται διαρκῶς τέτοια πράγματα. Κατὰ τοὺς πατέρες, ὅμως, ὅλα αὐτὰ παραμένουν στὸ ἐπίπεδο τῆς ἀνεδαφικῆς φαντασίωσης, ποὺ μᾶλλον ἀπὸ τὸν ἐγωισμὸ τοῦ ἀνθρώπου προέρχονται καὶ οὐδόλως ἀπὸ τὶς ἀρετές του, ἂν ἡ καθημερινὴ πράξη καὶ τριβὴ μὲ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους δὲν τὰ ἐπιβεβαιώσει. Ἡ ἐπίτευξη τῆς τελειότητας τοῦ ταπεινοῦ φρονήματος εἶναι ἕνας ἀγώνας μακρύς, κοπιαστικὸς καὶ δύσκολος καὶ ὄχι ἕνα διανοητικὸ ἐπίτευγμα. Αὐτὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὶς δύο ἐρωτήσεις (ὑπ. ἀριθμ. 275, 276) ποὺ κάποιος μοναχὸς ὑποβάλλει στὸν «ἄλλο» γέροντα, τὸν ἀββὰ Ἰωάννη, γι’ αὐτὸ τὸ θέμα:

«Ἐάν τις λογίζηται ἑαυτὸν ὑποκάτω πάσης κτίσεως, μὴ συμφωνῇ δὲ καὶ ἡ πρᾶξις, ἆρα τί ἐστι;»

Ἔτσι ὅπως διατυπώνει ὁ μοναχὸς τὴν ἐρώτησή του φαίνεται νὰ ῥωτᾶ γιὰ τὴν περίπτωση τῶν ἀνθρώπων ποὺ ἀναφερθήκαμε ἤδη οἱ ὁποῖοι «ψιλῷ λογισμῷ» «λογίζονται» πὼς ἔφτασαν στὰ ἔσχατα μέτρα τῆς ταπείνωσης. Ὁ ἀββὰς Ἰωάννης ὅμως εἶναι κατηγορηματικός:

«Ὅσο δὲ βρίσκεις τὴν πράξη σύμφωνη μὲ τὴ συνείδηση, οὔτε ἐκείνη εἶναι ἀληθινή, ἀλλὰ χλεύασμα τῶν δαιμόνων».

Αὐτὸ ποὺ ἀπαντάει ὁ ἀββὰς δὲν εἶναι ὅτι αὐτὸς ὁ λογισμὸς εἶναι λανθασμένος μέν, ἀλλὰ καλοπροαίρετος ἴσως, ἀλλά, ἀντίθετα, τὸν ὀνομάζει «χλεύη δαιμόνων». Γιὰ τὸν θεοφόρο δηλαδὴ ἄνθρωπο, ποὺ γνωρίζει καλὰ τὰ τεκταινόμενα τοῦ ἀοράτου πολέμου σὲ κάθε ἄνθρωπο, αὐτὴ ἡ «προσπάθεια πρὸς τὴν ἀρετὴ», ὅπως πιθανὸν νὰ τὴν ὀνόμαζε ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, δὲν εἶναι τίποτα ἄλλο παρὰ μιὰ καλοστημένη δαιμονικὴ παγίδα. Καὶ ἂν τὴ δοῦμε κι ἐμεῖς μ’ αὐτὸ τὸ μάτι, καταλαβαίνουμε τὸν προφανῆ σκοπό της: Νὰ δημιουργήσει ἀνεπαίσθητα στὸν ἄνθρωπο τὴν αἴσθηση ὅτι μὲ αὐτὸ ποὺ κάνει ἔχει ἤδη εὐαρεστήσει τὸ Θεό. Πρόκειται δηλαδὴ γιὰ μιὰ ταπεινολογία καὶ ταπεινοσχημία ταυτόχρονα, χωρὶς κανένα μὲν ἐξωτερικὸ σημεῖο, τὸ ὁποῖο θὰ μποροῦσαν νὰ ἀντιληφθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ποὺ διαδραματίζεται ὡστόσο ἐντὸς τῆς καρδίας τοῦ ἀνθρώπου καὶ ποὺ γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο εἶναι καὶ πιὸ ἐπικίνδυνη: Ἔχει τὰ στοιχεῖα τῆς «ἐγκυρότητας», ἀφοῦ γίνεται «ἐν κρυπτῷ», καὶ στερεῖται ἔξωθεν βοήθειας, ἀφοῦ δὲ γίνεται ἀντιληπτὴ οὔτε κι ἀπὸ αὐτὸν τὸν κάτοχό της (ὁ ὁποῖος νομίζει ὅτι προάγεται στὴν ἀρετή).

Βέβαια ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἀσκεῖται συστηματικὰ στὴν ἀρετή, ὅπως εἶναι ἕνας μοναχός, ἂν προσέξει, εὔκολα διαπιστώνει τὸ κίβδηλο ἑνὸς τέτοιου λογισμοῦ. Καὶ φαίνεται πὼς καὶ ὁ μοναχὸς στὴν περίπτωσή μας τὸ εἶχε ἀντιληφθεῖ αὐτό, μιὰ καὶ διεπίστωσε ὅτι δὲ συμφωνοῦσε ἡ πράξη μὲ τὸ λογισμό, ἀλλὰ εἶχε ἄλλο προβληματισμὸ ποὺ διατυπώνει καλύτερα στὴν ἑπόμενή του ἐρώτηση:

«Οὐχ ὅτι, πάτερ, ἔχω ἐμαυτὸν ὅτι εἰμὶ ὑποκάτω πάσης κτίσεως· ἀλλ’ ὅτι ὅταν ἐρευνῶ τὴν συνείδησιν, εὐρίσκω ἐμαυτὸν ὑπεύθυνον τοῦ ὀφείλειν εἶναι ὑποκάτω πάσης κτίσεως, ἆρα οὖν καὶ τοῦτο χλεύη δαιμόνων ἐστίν;»

Τὸ «λογίζομαι», τοῦ λέει, δὲν τὸ ἐννοῶ ὅτι τὸν «ἔχω», ὅτι πιστεύω ὅτι ὁ ἑαυτός μου εἶναι κάτω ἀπὸ τὸ κάθε τί, ἀλλὰ ὅτι, μὲ τὴ διάνοιά μου λογαριάζοντας, βρίσκω, (χωρὶς ὡστόσο νὰ τὸ ἔχει ἀποδεχθεῖ καὶ ἡ καρδιά μου), ὅτι θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκομαι κάτω ἀπὸ τὸ κάθε τί. Καὶ τοῦτο γιατὶ εἶναι τέτοια ἡ ἁμαρτωλότητα ποὺ βρίσκω στὸν ἔσω ἄνθρωπο ποὺ ὁποιοσδήποτε ἀντικειμενικὸς ἔλεγχος, σ’ αὐτὸ τὸ συμπέρασμα θὰ καταλήξει.

Ἡ ἀπάντηση τοῦ ἀββᾶ δείχνει καὶ τὸ δρόμο γιὰ νὰ φθάσει κανεὶς στὴ γνησιότητα τοῦ μέτρου ταπείνωσης τῶν ἁγίων καὶ ὄχι στὴ δαιμονικὴ κίβδηλη ἀπομίμησή του:

«Τώρα, ἀδελφέ, ἄρχισες νὰ ὀρθοποδεῖς λίγο· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια. …»

Αὐτὴ ἡ «ἔρευνα τῆς συνείδησης» ποὺ κάνει ὁ μοναχός, εἶναι καὶ ἡ ἀρχὴ ποὺ πρέπει νὰ κάνει ὁ κάθε χριστιανὸς ποὺ θέλει νὰ ἀποκτήσει ταπεινὸ φρόνημα. Πρῶτα ὁ νοῦς θὰ παράγει ταπεινοὺς λογισμούς, καὶ στὴ συνέχεια μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ θὰ φωτιστεῖ καὶ ἡ καρδιὰ γιὰ νὰ στερεωθεῖ στὴν ταπείνωση. Ὁ ἀββὰς λέγει στὸν μαθητή του τὸ προϊὸν τῆς ἐμπειρίας του: Φωτισμένος ἤδη ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα βλέπει ὅτι πραγματικὰ ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ μόνος ποὺ ἁμαρτάνει, δηλαδὴ ποὺ ἀρνεῖται νὰ ἐκπληρώσει στὴν ἐντέλεια τὸ θεῖο θέλημα, ἀπὸ ὁλόκληρη τὴν κτίση. Ἄρα κατὰ πνευματικὴ ἀξία βρίσκεται ὑπὸ κάτω αὐτῆς. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ἁμαρτωλότητος ποὺ βιώνει ὁ ἄνθρωπος στὴ μεταπτωτική του κατάσταση εἶναι στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ χειρότερη ἀπὸ τὴν κατάσταση τοῦ ἀσυνείδητου ποὺ ἔχουν τὰ ζῶα, τὰ ὁποῖα ἐν τούτοις δὲν ξεφεύγουν ἀπὸ τὰ ὄρια στὰ ὁποῖα τὰ ἔχει θέσει. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ γέροντας λέει στὴν ἀπάντησή του «αὐτὴ εἶναι ἡ ἀλήθεια».

Ἡ διαπίστωση αὐτὴ ὅμως, δὲν εἶναι παρὰ ἡ ἀρχὴ ποὺ κάνει ὁ ἄνθρωπος στὴν πορεία του γιὰ τὴν ταπείνωση. Μένει ὁ δύσκολος δρόμος νὰ καταυγασθεῖ ἡ καρδιά του ἀπὸ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ ὥστε αὐτὸ ποὺ διαπιστώθηκε ἀπὸ τὸ νοῦ νὰ γίνει βίωμα καὶ διαρκής κατάσταση τῆς καρδιᾶς ἀπαλλαγμένο φυσικὰ ἀπὸ ὁποιασδήποτε μορφῆς φαντασιώσεις σὰν αὐτὲς μὲ τὶς ὁποῖες ξεκινήσαμε. Τὸ πότε καὶ τὸ πῶς ὅμως ἐδῶ ἀνήκει στὸ Θεό, τὴ βοήθεια τοῦ ὁποίου ἐπικαλεῖται ὁ γέροντας γιὰ τὸ μαθητή του: «… Εἴθε ὁ Θεὸς νὰ σὲ ὁδηγήσει στὸ μέτρο ἐκεῖνο, ὥστε νὰ ἔχεις τὸν ἑαυτό σου κάτω ἀπὸ κάθε κτίση.»

Ἀπὸ τὸ εἶδος τῆς εὐχῆς φαίνεται πὼς αὐτὸ τὸ μέτρο εἶναι καὶ τὸ τέλος, τὸ πλήρωμα, αὐτοῦ τοῦ ἀγῶνα.


Ζητῶν


Σάββατο 6 Μαρτίου 2010

Ἐρωταπόκρισις 272 Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου» (β'), Ζητῶν


Ἡ ἔννοια τῆς λέξεως «ψηφίζω» εἶναι λογαριάζω, ὑπολογίζω. Ἄρα «ἀψηφισιά» εἶναι τὸ νὰ μὴ λογαριάζει κανεὶς κάτι· ἀλλὰ τί. Ἡ συνήθης χρήση τῆς λέξεως «ἀψήφιστος» εἶναι νὰ χαρακτηρίσει κάποιον ποὺ χωρὶς νὰ λογαριάσει κάτι προβαίνει σὲ κάποια ἐνέργεια. Ἢ νὰ περιγράψει τὸ θάρρος κάποιου ποὺ δὲν «ὑπολογίζει» τὶς ἐνδεχόμενες συνέπειες ἀπὸ τὴν ἀθέτηση κάποιας ἐντολῆς, (πβλ. στὰ κείμενα τῆς τουρκοκρατίας περισσότερο «δὲν ψηφῶ τοὺς λόγους σου»). Ἐντελῶς διαφορετικὴ ἔννοια δίνει ὅμως σὲ αὐτὴ τὴν λέξη ὁ Ἀββάς:

«Ἀδελφέ, τὸ ἀψήφιστόν ἐστι, τὸ μὴ ἰσῶσαι ἑαυτόν τινι, …». Γιὰ τὸν ἀββὰ λοιπὸν καὶ τοὺς ἁγίους γενικότερα τὸ ἀψήφιστο ἔχει αὐτὸς ποὺ δὲν ὑπολογίζει μέν, ἀλλὰ τὸν ἑαυτό του. Αὐτός ποὺ θεωρεῖ ὅτι ὁ ἴδιος δὲν εἶναι ἴσος μὲ κανέναν ἀπὸ τοὺς κατοικοῦντες ἐπὶ τῆς γῆς, ἄρα κατώτερος ἀπ’ αὐτοὺς καὶ κατ’ οὐδένα λόγο ἀνώτερος ἔστω κι ἑνὸς ἀνθρώπου. Ἄρα μιλᾶμε ἂν ὄχι γιὰ τέλος τῆς ἀρετῆς τῆς ταπεινώσεως τουλάχιστον γιὰ πολὺ προχωρημένο στάδιο κι ἑπομένως γιὰ πνευματικὸ δῶρο, γιὰ χάρη Θεοῦ, σ’ αὐτὸν ποὺ τὸ ἔχει ἀποκτήσει, κι ὄχι ἁπλῶς ἕνα ἰδίωμα.

Βλέπουμε ἐδῶ λοιπόν, πῶς ὁ ἅγιος ἀπὸ τὴ συνήθη ἔννοια χωρὶς νὰ τὴν καταργεῖ ἀνάγεται στὴν οὐσία, στὸν πυρῆνα τῆς ἔννοιας καὶ τοῦ δίνει πνευματικότερο νόημα. Εἶναι ἀρετὴ νὰ μὴ λογαριάζει κανεὶς τὶς ἀπειλὲς τῶν ἄλλων καὶ τὴ δύναμή τους. Εἶναι ὅμως πολὺ μεγαλύτερη ἀρετὴ νὰ μὴ λογαριάζει οὔτε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό του μὲ τὰ πάθη ποὺ τὸν καταδυναστεύουν καὶ τὸν δουλαγωγοῦν. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ τὸ κάνει αὐτό γίνεται «μέγας» κατὰ τὸ λόγο τοῦ Χριστοῦ, δηλαδὴ «πάντων διάκονος» ἄρα «κατώτερος» αὐτῶν. Καὶ ἀφοῦ καταργεῖται τὸ ἔσχατο τῶν παθῶν, ἡ φιλαυτία, εἶναι φανερὸ ὅτι ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς ἔχει πλέον ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ τὰ πάθη του.

Ὅμως ὁ ἀββὰς στὸν προσδιορισμὸ τῆς ἔννοιας προχωράει καὶ περισσότερο: «… καὶ τὸ μὴ εἰπεῖν περὶ καλοῦ ἔργου, ὅτι «κᾀγὼ τοῦτο ἐποίησα»». Θὰ μποροῦσε κάποιος νὰ θεωρεῖ ἑαυτὸν κατώτερο κάθε ἀδελφοῦ του νὰ ὑπερηφανεύεται ὅμως γιὰ τὰ ἔργα του τὰ ὁποῖα θὰ τὰ θεωροῦσε κι αὐτὰ καλά. Ὁ ἀββάς διακρίνει σ’ αὐτὸ κενοδοξία. Συνεπῶς ἡ ταπείνωση τοῦ ἀνθρώπου δὲν εἶναι τέλεια. Ὁ ἄνθρωπος ποὺ κατὰ χάριν Θεοῦ ἔχει ἀποκτήσει ταπείνωση καὶ δὲν ἔχει κατασκευάσει κίβδηλα μόνος του αὐτὴ τὴν ἀρετὴ μὲ ταπεινολογίες καὶ ἄλλες τεχνικές, ἔχει βιώσει ἐμπράκτως ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα μηδὲν μπροστὰ σὲ αὐτὰ ποὺ ἐπιτελεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἄρα δὲ μένει κανένα περιθώριο νὰ «θεωρήσει» κάπου δική του συμβολὴ σὲ κάποιο καλό ἔργο. Ὅλα τὰ βλέπει, ὅπως καὶ πράγματι εἶναι, ὡς ἔργα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.


τέλος

Ζητῶν


Παρασκευή 5 Μαρτίου 2010

Ἐρωταπόκρισις 272 Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου» (α'), Ζητῶν

Ἐρωταπόκρισις 272


Οἱ λέξεις στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας δὲν ἔχουν τὴν ἴδια ἔννοια μὲ τὴν κοινὴ καθημερινή τους χρήση. Ἡ Ἐκκλησία παίρνει τὶς ἁπλὲς καθημερινὲς λέξεις μὲ τὴ συνήθη τους ἔννοια, καὶ τοὺς δίνει μὲ τὴ διδασκαλία της καὶ μὲ τὴ χρήση της καὶ μὲ τὴν πάροδο τοῦ χρόνου ἄλλη πνευματικότερη ἔννοια, ἔννοια ποὺ τὴ βοηθάει νὰ διατυπώσει τὴ διδασκαλία της ἀλλὰ ταυτόχρονα καὶ ἔννοια ποὺ βοηθάει τοὺς πιστούς της νὰ ἀνέβουν σὲ πνευματικότερα ἐπίπεδα. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν φαίνεται μόνο σὲ ἁπλὲς λέξεις ἀλλὰ καὶ σ’ αὐτὴν τούτη τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσον ἀφορᾶ τὰ δόγματα, ἡ Ἐκκλησία δὲν ἐπιθυμοῦσε τὴ φιλοσοφικοποίηση τῆς διδασκαλίας της. Κι αὐτὸ γιατὶ τὰ θέματα μὲ τὰ ὁποῖα πραγματεύεται δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου». Ὅμως στὴν προσπάθειά της νὰ προστατεύσει τὸ ποίμνιό της ἀπὸ τὶς ἐπιθέσεις ποὺ δεχόταν ἀπὸ τοὺς ἐθνικοὺς φιλοσόφους καὶ τὴ διδασκαλία τους, ἀναγκάστηκε νὰ χρησιμοποιήσει φιλοσοφικὲς ἔννοιες γιὰ νὰ ἀπαντήσει σὲ ὅσα τῆς καταλόγιζαν ὡς παράλογα στὴ δική της διδασκαλία. Εἶναι ὅμως χαρακτηριστικό, ὅτι τὶς ἔννοιες ποὺ δανείστηκε ἀπὸ τὴ φιλοσοφία δὲν τὶς χρησιμοποίησε μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ τὶς χρησιμοποιοῦσαν οἱ φιλόσοφοι. Γιὰ παράδειγμα οἱ ἔννοιες «πρόσωπο» καὶ «ὑπόσταση» ποὺ στοὺς ἐθνικοὺς διαφοροποιοῦνταν γιὰ τὴν Ἐκκλησία ἦταν ταυτόσημες. Ἀπὸ τὸ σημεῖο αὐτό, ἐξάλλου, ξεκίνησαν καὶ οἱ ποικιλώνυμες αἱρέσεις ποὺ ταλάνισαν τὴν Ἐκκλησία. Οἱ διάφοροι αἱρεσιάρχες φιλοσοφικοποιοῦσαν μὲ τὸν ἕνα ἢ τὸν ἄλλο τρόπο τὴν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐκλογίκευαν αὐτὰ ποὺ εἶναι «ὑπὲρ λόγον καὶ ἔννοιαν» παρουσιάζοντας ἔτσι τὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας σὰν ἕνα καινοφανὲς φιλοσοφικὸ σύστημα ποὺ ὑπήκουε ἀσφαλῶς στοὺς ἀνθρώπινους κανόνες λογικῆς ἀπογυμνωμένη ἀπὸ τὴ βιωματικὴ ἐμπειρία τῶν ἁγίων.

Αὐτὴ ἡ «πνευματικοποίηση» τῶν συνήθων λέξεων καὶ ἐννοιῶν κατ’ οὐδένα τρόπο δὲν πραγματοποιοῦνταν βέβαια ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λαὸ καὶ τὶς πλατιὲς λαϊκὲς μάζες τῶν πιστῶν τῆς Ἐκκλησίας. Στὸ χῶρο αὐτὸ τὰ πάντα γίνονται καὶ κινοῦνται μὲ «εὐλογία» καὶ «ὑπακοὴ» καὶ μὲ τὴ μίμηση τῶν πνευματικῶν ταγῶν της· τῶν ἁγίων. Σὲ αὐτὴν τὴν «πνευματικὴ ἐμπροσθοφυλακὴ» θὰ πρέπει νὰ «χρεώσουμε» τὴ μεταποίηση τῶν διαφόρων ἐννοιῶν σὲ εἰδικὲς ἔννοιες. Εἰδικὰ στὸν ἀσκητικὸ χῶρο αὐτὴ ἡ «μεταποίηση» ἦταν συνήθης καὶ ἀπὸ κεῖ μεταφέρθηκε σὲ ὅλο τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Λέξεις ὅπως «προσπάθεια» «παρρησία» «θέλημα» ποὺ στὴ συνήθη τους ἔννοια ἔχουν θετικὴ ἔννοια στὴ γλῶσσα τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν ἀσκητῶν γενικότερα ἔχουν ἐντελῶς ἀρνητικὴ σημασία καὶ ἐγκωμιάζονται τὰ ἀντίθετά τους. Ἀλλὰ καὶ ἄλλες οὐδέτερες λέξεις ὅπως «καρδιά», «νοῦς», «σπλάχνα» κ.λ.π. ἢ καὶ λέξεις ὅπως «ἀκηδία» καὶ ἄλλες ἀποκτοῦν εἰδικὴ πνευματικὴ ἔννοια καὶ σημαίνουν κάποια ἐσωτερικὴ κατάσταση ἡ ψυχικὴ λειτουργία τοῦ ἀνθρώπου καὶ χάνουν οὐσιαστικὰ τὴν ἔννοια ποὺ εἶχαν πρωτύτερα.

Μιὰ τέτοια λέξη ποὺ φέρνει σὲ ἀπορία ὡς πρὸς τὴ χρήση της κάποιον ἀρχάριο ἢ νεοεισελθόντα στὶς τάξεις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι καὶ ἡ λέξη «ἀψήφιστο» ποὺ ἀναλύεται στὴν ἐρωταπόκριση 272 στὸ Μεγάλο Γέροντα


συνεχίζεται

Ζητῶν




Δευτέρα 1 Μαρτίου 2010

Ἐρωταποκρίσεις Βαρσανουφίου καὶ Ἰωάννου» (β') , Ζητῶν

«Συμβαίνει δὲ πάλιν, ὅτι κατὰ μὲν πάθος οὐ δοκῶ ἄρξασθαι τόδε ποιεῖν ἢ λέγειν· ἐν δὲ τῷ μεταξὺ ὡς δίδωμι ἢ λέγω, συνήδεται ὁ λογισμός μου. Τί οὖν ποιήσω ὁ ταλαίπωρος;» «Ἄλλη φορά,…» συνεχίζει, «… συμβαίνει νὰ μὴ νομίζω ὅτι ἄρχισα νὰ κάνω ἢ νὰ λέω κάτι ἐμπαθῶς· στὸ μεταξύ, ὅμως, καθὼς τὸ δίνω ἢ τὸ λέω, ἔρχεται ἡ ἡδονὴ στὸ λογισμό μου.»

Πολλὲς φορὲς αὐτὸ τὸ ἐμπαθὲς σκίρτημα τῆς καρδιᾶς κρύβεται ἢ κοιμᾶται «ἄχρι καιροῦ». Ὁ ἄνθρωπος πάει νὰ ἐνεργήσει κάτι «ἀπαθῶς», κατὰ τὰ φαινόμενα, ἀλλὰ στὴν πορεία βλέπει ὅτι ἀπατήθηκε. «Τί οὖν ποιήσω ὁ ταλαίπωρος;» Φυσικὰ τὸ πρόβλημα εἶναι ἡ ἐμπαθὴς καρδιά. Κι αὐτὸ φαίνεται παρακάτω ὅτι τὸ ἀντιλαμβάνεται ὁ μοναχός, ὁ ὁποῖος ζητᾶ λύση γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ πρόβλημα ποὺ παρουσιάζεται καὶ μὲ ἄλλη μορφή:

«Καὶ ἄλλῳ δὲ τρόπῳ θλίβει με ἡ ἐνέργεια αὕτη, μάλλον δὲ ἡ καρδία μου ἡ φιλόδοξος· συμβαίνει γὰρ ὅτε λαλοῦσί μοί τινες περὶ πράγματος, καὶ πρὶν αὐτὸ πληρώσωσιν, συντίθεται αὐτοῖς καὶ συνήδεται ὡς νοήμων ὁ λογισμός μου.» «Μοῦ μιλοῦν κάποιοι γιὰ κάποιο πρᾶγμα καὶ πρὶν καλὰ καλὰ τελειώσουν θεωρῶ μέσα μου ὅτι κατάλαβα καὶ ταυτόχρονα αὐτοθαυμάζομαι πῶς τόσο γρήγορα ἀντιλαμβάνομαι τοὺς ἄλλους».

Αὐτὸ εἶναι ἕνα πρόβλημα ποὺ κατατρύχει ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες περισσότερο οἱ ὁποῖοι ποτέ, ὅταν συζητοῦμε, δὲν ἀφήνουμε τὸν ἄλλο νὰ τελειώσει, ἀλλὰ θεωρῶντας ὅτι καταλάβαμε ἀρχίζουμε νὰ δίνουμε τὶς «σοφὲς», κατὰ μᾶς, λύσεις .

«Δέομαί σου, πάτερ, εὖξαι δοθῆναί μοι δύναμιν τοῦ σιωπᾶν. Θαυμάζω γάρ, πῶς οἶδεν ἡ καρδία μου ὅτι οὐδέν εἰσι ταῦτα, ἀλλὰ καὶ κενοποιοῦσι τὸν ἄνθρωπον ἀπὸ παντὸς ἀγαθοῦ, καὶ συνήδεται αὐτοῖς.»

Μιὰ πρώτη λύση εἶναι ἡ σιωπή, ποὺ θὰ σταματήσει νὰ τροφοδοτεῖ τὸ πάθος. Ἀλλὰ γι’ αὐτὸ χρειάζεται δύναμη καὶ βοήθεια ἀπὸ τὶς προσευχὲς τῶν γερόντων. «Ἀπορῶ…» τοῦ λέει «πῶς ἐνῷ ξέρει ἡ καρδιά μου ὅτι αὐτὰ ὄχι μόνο δὲν ἔχουν καμμιὰ ἀξία, ἀλλὰ καὶ ἀδειάζουν τὸν ἄνθρωπο, ἐν τούτοις εὐχαριστιέται μ’ αὐτά.»

Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι στὴ συγκεκριμένη ἐρωταπόκριση οἱ ἀπαντήσεις τοῦ μεγάλου Γέροντα στὰ ἐρωτήματα αὐτά εἶναι μικρότερες σὲ ἔκταση ἀπὸ τὴν ἀπάντηση. Ὁ Ἅγιος Γέροντας προφανῶς ἔχει περάσει ὁ ἴδιος αὐτὰ τὰ στάδια τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου καὶ μπορεῖ μὲ τὴν πείρα ποὺ διαθέτει νὰ δώσει μὲ καίριο τρόπο ἀπαντήσεις καὶ ταυτόχρονα μὲ τὸ λακωνικὸ τοῦ ὕφους του νὰ δώσει ἔμπρακτο παράδειγμα στὸν ἐρωτῶντα πῶς νὰ πολιτεύεται στὴν τελευταία εἰδικὰ παράκληση ποὺ τοῦ ἔθεσε περὶ σιωπῆς.

Ἀπόκρισις Βαρσανουφίου.

«Χωρὶς κόπο καρδιᾶς δὲ φτάνει κανεὶς νὰ διακρίνει τοὺς λογισμούς. Ἐγώ, λοιπόν, δέομαι στὸ Θεὸ νὰ σοῦ τὸ δώσει αὐτό· θὰ πονέσει (καὶ θὰ κοπιάσει) καὶ ἡ καρδιά σου λίγο καὶ θὰ δώσει κι ὁ Θεός. Γιὰ ὅλα αὐτὰ (ποὺ μὲ ῥωτᾶς) ἰσχύει τὸ ἴδιο. Ὅταν σοῦ χαρίσει ὁ Θεὸς τὸ χάρισμα αὐτό, πάντοτε θὰ διακρίνεις διὰ τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματός του, μὲ τὶς προσευχὲς τῶν ἁγίων καὶ μὲ τὸν κόπο τῆς καρδιᾶς σου τοὺς λογισμοὺς τὸν ἕνα ἀπὸ τὸν ἄλλον. Ὅταν βλέπεις κάποιο πρᾶγμα νὰ σοῦ φέρνει νόημα…» (ἐδῶ προφανῶς μιλάει γιὰ τὴν περίπτωση ποὺ τοῦ μιλοῦν οἱ ἄλλοι καὶ πρὶν τελειώσουν θεωρεῖ ὅτι τοὺς κατάλαβε) «… σῶπα, καθὼς καὶ ἀπὸ τὸν κατὰ Θεὸν γνήσιο υἱόν μου ἄκουσες, τὸν ὁποῖο ὀφείλεις νὰ ἀκοῦς γιὰ κάθε σου λογισμό· γιατὶ δὲν σοῦ μιλεῖ ἀφ’ ἑαυτοῦ του, ἀλλὰ ἂν κάτι τοῦ χαρίζει ὁ Θεὸς γιὰ τὴν ὠφέλεια τοῦ καθενός.

Ὁ Θεὸς μακάρι νὰ σὲ σκεπάσει καὶ νὰ σοῦ δώσει δύναμη νὰ σιωπᾶς γιὰ ὅλα, καὶ νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ γνωρίζεις πότε εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλᾶς χωρὶς ἐμπάθεια· γιατὶ δὲ γνωρίζει τελείως ἡ καρδιά σου ὅτι αὐτὰ μολύνουν τὸν ἄνθρωπο· γιατὶ τότε δὲ θὰ σὲ ἄφηνε νὰ γλυκαίνεσαι μὲ αὐτά.»

Αὐτὸ ποὺ ζητᾶ νὰ μάθει ὁ μοναχὸς εἶναι ζήτημα δικό του καὶ εἶναι καὶ ζήτημα τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ὅλα τὰ πνευματικὰ προβλήματα ἡ λύση δὲν εἶναι ποτὲ ἀνθρώπινη ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Κι ὁ Θεὸς δὲν «ἐξαναγκάζεται» μὲ κάποιο τρόπο νὰ δώσει τὴ χάρη του, ἀλλὰ τὴ δίνει ὡς δῶρο σὲ κεῖνον ποὺ τὴ ζητᾶ φθάνει νὰ ὑπάρχουν οἱ προϋποθέσεις ποὺ χρειάζονται. Κι αὐτὲς εἶναι ἡ ταπείνωση.

Ἡ ταπείνωση ὅμως δὲν ἔρχεται χωρὶς κόπο καὶ πόνο στὸν ἄνθρωπο. Ἂν λείψει ὁ κόπος, καὶ νὰ δοθεῖ, γρήγορα θὰ ἀπωλεσθεῖ. Ὁ πόνος πάλι ὑπάρχει γιατί πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἀποφασίσει κάτι τὸ δύσκολο: Νὰ ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ κάποιο πάθος. Τὸ πάθος πάντοτε εἶναι ἐνήδονο. Καὶ ἡ ἡδονὴ αὐτὴ φαντάζει στὰ μάτια τοῦ ἀνθρώπου ποὺ ἔχει τὸ πάθος, ὅτι εἶναι συστατικὸ τῆς ὕπαρξής του, πηγὴ τῆς χαρᾶς του. Ὥστε ὅταν ξεριζώνεται ἕνα πάθος ὁ ἄνθρωπος νιώθει ὅτι ξεριζώνεται τὸ εἶναι του. Μπορεῖ λοιπὸν νὰ τὸ ξεριζώσει μόνος του; Ἀνθρωπίνως τοῦτο εἶναι ἀδύνατο. Ἔτσι ἀναγκάζεται νὰ ταπεινωθεῖ καὶ νὰ ζητήσει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ ποὺ εἶναι καὶ ὁ μόνος ποὺ μπορεῖ νὰ τὸν ἀπαλλάξει. Μαζὶ δέ, μ’ αὐτὴ τὴ χάρη τοῦ δίνεται καὶ ἡ δύναμη νὰ ἀντέξει τὸν πόνο ποὺ θὰ ἀκολουθήσει.

Ἔτσι ὅλα ὅσα ῥώτησε ὁ μοναχὸς εἶχαν μία λύση: Τὸν κόπο γιὰ νὰ ἔρθει ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν φωτίζει νὰ διακρίνει τοὺς λογισμοὺς «πόθεν εἰσί».

Τὸ μυστικὸ εἶναι ἕνα: Ἡ ταπείνωση. Ἡ ἔμπρακτη ἐφαρμογή της στὴ γνησιότερή της μορφὴ εἶναι ἡ ὑπακοή. Γι’ αὐτὸ καὶ στὴ συνέχεια ὁ Γέροντας τοῦ συνιστᾶ νὰ κάνει ἀπόλυτη ὑπακοὴ στὸ γέροντά του (ὁ ὁποῖος εἶναι κατὰ πᾶσα πιθανότητα ὁ Ἰωάννης ὁ προφήτης) καὶ εἰδικὰ στὸ θέμα τῶν λογισμῶν. Γιὰ νὰ διευκολύνει μάλιστα καὶ τὴν ἀπόφασή του αὐτή, τοῦ ἀναφέρει (ὄχι ψευδῶς βέβαια) ὅτι αὐτὰ ποὺ τοῦ λέει εἶναι ἐμπνευσμένα ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ δὲ μιλάει ἀπὸ τὸν ἑαυτό του.

Ἡ παράκληση τοῦ μοναχοῦ εἰσακούεται ἤδη ἀπὸ ἐκείνη τὴ στιγμή. Μὲ τὴν εὐχὴ ποὺ τοῦ ζήτησε τελειώνει τὴν ἀπόκρισή του ὁ ἀββᾶς. Τὸ ζήτημα εἶναι νὰ ὑπάρχει ἐσωτερικὴ σιωπὴ εἴτε μιλᾶ εἴτε σωπαίνει ὁ ἄνθρωπος. Γιατὶ εἶναι δυνατὸ κάποιος νὰ φλυαρεῖ ἐνῷ δὲ λέει τίποτα μὲ τὸ στόμα του, ἐνῷ κάποιος ἄλλος νὰ σιωπᾶ παρ’ ὅτι σὰ διακόνημα ἔχει νὰ μιλεῖ ὅλη τὴ μέρα. Αὐτὸ εἶναι καὶ τό, παράδοξο φαινομενικά, νόημα τῶν ὅσων τοῦ λέει στὴν εὐχή: «νὰ σοῦ δώσει δύναμη νὰ σιωπᾶς γιὰ ὅλα, καὶ νὰ σοῦ δώσει χάρη νὰ γνωρίζεις πότε εἶναι ἀνάγκη νὰ μιλᾶς χωρὶς ἐμπάθεια·». Ἡ ἐπίλυση τοῦ προβλήματος εἶναι αὐτὸ τὸ «χωρὶς ἐμπάθεια» ποὺ προσθέτει στὸ τέλος.

Ὑπάρχει διαφορὰ στὸ νὰ ἔχει κανεὶς ἀντιληφθεῖ κάτι καὶ νὰ τὸ ἔχει βιώσει πραγματικά. Ἂν ἡ καρδία μας βιώσει τὴ «μόλυνση» καὶ τὴν ἀσχήμια τῶν ἐνήδονων κινήσεών της δὲ γλυκαίνεται ἀπὸ αὐτὲς.

Ἐδῶ σταματάει τὴν ἀπόκρισή του ὁ ἀββάς. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι χρειάζονται περισσότερες ἐξηγήσεις. Εἰδικὰ ἐκεῖνο τὸ «ἄνευ κόπου καρδίας» μὲ τὸ ὁποῖο ξεκίνησε καὶ ποὺ ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν ἐρωτῶντα νὰ κάνει κάτι, χρειάζεται διασάφηση. Δὲν εἶναι μόνο ἡ σιωπὴ ποὺ ἐπιβάλλει στὸν ἀββὰ νὰ συμπεριφερθεῖ ἔτσι. Εἶναι καὶ λόγοι παιδαγωγικοί. Δὲν θὰ τὰ πεῖ ὅλα ἀπὸ τὴν ἀρχή. Ὁ ἐρωτῶν παίρνει ἀπάντηση ὄχι γιὰ νὰ λύσει τὶς ἀπορίες του ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀρχίσει νὰ δουλεύει μὲ τὸν ἑαυτό του. Στὴν πορεία ὅταν θὰ συναντήσει συγκεκριμένες δυσκολίες ἂν χρειάζεται βοήθεια στὴν ἐπίλυσή τους θὰ ταπεινωθεῖ νὰ ἐρωτήσει ξανά.

Αὐτὸ συνέβη καὶ στὴ συγκεκριμένη περίπτωση, (ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὴν ἐρωταπόκριση 266), ὅπου ὁ ἴδιος ῥωτᾶ πῶς ἀκριβῶς πρέπει νὰ κοπιάσει γιὰ νὰ ἔρθει στὴν καρδιά του ἡ διάκριση.


τέλος
Ζητῶν