Ἡ ἐρωταπόκριση 277 διατυπώνει ἕνα ἀμφιλεγόμενο θέμα στὶς ἡμέρες μας. Ἀπὸ τοὺς ἀγωνιζόμενους χριστιανούς, ὑπάρχουν ἐκεῖνοι ποὺ θεωροῦν ὅτι ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ ὑποφέρει, νὰ ἀγωνίζεται σκληρὰ γιὰ νὰ ἐπιτύχει τὴ σωτηρία του· ἀντίθετα, ὑπάρχουν κι ἐκεῖνοι ποὺ πιστεύουν ὅτι ὁ ἀγῶνας τοῦ χριστιανοῦ πρέπει νὰ γίνεται ἄκοπα κι εὐχάριστα, γιατὶ τότε ἔχει πιὸ ἀποδοτικὰ ἀποτελέσματα παρὰ ὅταν γίνεται μὲ πίεση.
Εἶναι ἀλήθεια ὅτι καὶ οἱ δύο μερίδες στηρίζονται εἴτε σὲ πρακτικὲς εἴτε σὲ λόγους ἁγίων τῶν περασμένων καὶ τῶν νεωτέρων χρόνων. Ὅμως εἶναι σημαντικὸ νὰ δοῦμε κάτω ἀπὸ ποιά ὁπτικὴ ἔλεγαν ἢ ἔπρατταν αὐτὰ ποὺ ἔλεγαν καὶ ἔπρατταν οἱ ἅγιοι, κι αὐτὸ γιατὶ παρερμηνεῖες ἐμφανίζονται τόσο στὴν πρώτη μερίδα, ὅταν οἱ ὑποστηρικτές της ἀγωνίζονται χωρὶς θεία παρηγοριά, ἄρα ἐγωιστικὰ κι ἀνώφελα, ὅσο καὶ στὴν ἄλλη, οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ὁποίας πιστεύουν λανθανόντως ὅτι ἔχουν ἀνακαλύψει τὴν «εὔκολη», δηλαδὴ ἄνετη καὶ ἄκοπη ὁδὸ γιὰ τὸν παράδεισο καὶ καταντοῦν νὰ ἀναμιγνύουν τὴν ἀσκητικὴ ὁδὸ τοῦ χριστιανοῦ μὲ τὸν κοσμικὸ «life style» τρόπο ζωῆς.
«Ἐρώτηση: Ποιά ὁδὸς σώζει, ἡ ὁδὸς μὲ τοὺς κόπους ἢ μὲ τὴν ταπείνωση; Καὶ περὶ λησμοσύνης.»
Οἱ ἐρωτήσεις δὲν ἀναγράφονται πάντοτε κατ΄ ἀκρίβεια. Αὐτὸς ποὺ τὶς κατέγραψε, τὶς περισσότερες φορὲς ἐπειδὴ τὸν ἐνδιαφέρει περισσότερο ἡ ἀπόκριση τοῦ ἀββᾶ, περιγράφει μάλλον, παρὰ καταγράφει τὸ περιεχόμενο τῆς ἐρωτήσεως. Ἔτσι αὐτὸ τὸ «περὶ λησμοσύνης» ποὺ γράφει στὴ συγκεκριμένη ἐρώτηση ἀναφέρεται στὴ συνέχεια τῆς ἐρωτήσεως τοῦ ἀδελφοῦ ὁ ὁποῖος θέλησε παράλληλα νὰ μάθει γιατί «λησμονεῖ» τὰ θεῖα πράγματα, γιατὶ δηλαδὴ φεύγει ὁ νοῦς του καὶ ἀσχολεῖται μὲ ἄλλα ἤσσονος σημασίας θέματα παρὰ μὲ αὐτὸ τῆς σωτηρίας του.
«Ἀπόκριση Ἰωάννη.
Ἀδελφέ, ὁ ἀληθινὸς κόπος δὲν εἶναι χωρὶς ταπείνωση· γιατὶ ὁ ἄσκοπος κόπος εἶναι μάταιος. Καθόσον λέγει, «πρόσεξε τὴν ταπείνωσή μου καὶ τὸν κόπο μου καὶ συγχώρεσε ὅλες τὶς ἁμαρτίες μου». ...»
Ὁ ἀββὰς κατ’ ἀρχὴν σπεύδει νὰ ἀναιρέσει τοὺς ἰσχυρισμοὺς τῆς πρώτης ὁμάδας, ἀπ’ αὐτὲς ποὺ ἀναφέραμε, γιὰ νὰ δώσει τὸ ἀπαραίτητο βάρος ἐκεῖ ποὺ πραγματικὰ χρειάζεται: στὴν ταπείνωση. Εἶναι γνωστὸ ὅτι πολλοὶ ἀπὸ ὑπερβάλλοντα ζῆλο, «ἀλλ’ οὐ κατ’ ἐπίγνωσιν» ἀποδύονται εὔκολα σὲ βαρεῖς καὶ δύσκολους «ἀσκητικοὺς» ἀγῶνες παραβλέποντας ὅτι τὸ βάρος τοῦ πνευματικοῦ ἀγῶνα βρίσκεται στὸ ἐσωτερικὸ τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὄχι στὰ σωματικὰ ἐξωτερικά του «κατορθώματα». Ἴσα - ἴσα ποὺ ἂν ὁ ἄνθρωπος παλεύει ἐξωτερικὰ καὶ «μόνος» του χωρὶς νὰ ἐνδιαφέρεται γιὰ τὸ ἐσωτερικό του, εἶναι σίγουρο ὅτι ἀγωνίζεται μὲ ἐγωισμὸ καὶ μὲ θέλημα καὶ ἄρα πλανᾶται. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ γέροντας σπεύδει νὰ διασφαλίσει τὸ «ταπεινό», στὸν ἀγῶνα.
Ἀναφέρει ὅμως παράλληλα καὶ κάτι σημαντικότερο: «Ὁ ἀληθινὸς κόπος δὲν εἶναι χωρὶς ταπείνωση». Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ δὲν κοπιάζει πραγματικά, ἐκεῖνος ποὺ κοπιάζει «ἀνώφελα», δηλαδὴ χωρὶς ταπείνωση. Κι αὐτὸ γιατὶ ἔχοντας «βοηθό» του τὸν κακὸ ἑαυτό του, καὶ ἑπομένως καὶ τὸ διάβολο, δὲ συναντᾶ δυσκολίες σὲ αὐτὰ ποὺ ἐπιχειρεῖ. Οἱ πραγματικὲς δυσκολίες καὶ ἀντιστάσεις, ἀκόμα καὶ στὰ πιὸ ἀσήμαντα ἢ «εὔκολα», ὑπὸ ἄλλες συνθῆκες, ἔργα, ἐμφανίζονται ὅταν ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸν ἀγῶνα του προσελκύει τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ, ποὺ τὸν καθαρίζει ἐσωτερικὰ καὶ τὸν θεώνει. Κι αὐτὸ γιατί τότε εἶναι ποὺ «ἀντιστέκεται» ὁ παλαιὸς ἄνθρωπος, (καὶ ὁ διάβολος ποὺ τὸν «συντηρεῖ»), καὶ ἀντιδρᾶ στὴν ἀνακαίνιση τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ὅμως ἔρχεται ὑποχρεωτικὰ στοὺς ταπεινούς. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ ἁγιογραφικὴ ῥήση: «Ὁ Θεὸς ὑπερηφάνοις ἀντιτάσσεται, ταπεινοῖς δὲ δίδωσι χάριν». Συνεπῶς ὅποιοδήποτε ἔργο γίνεται χωρὶς ταπείνωση, στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ εἶναι τὸ πολὺ - πολὺ «ἀνώφελος» κόπος.
Ὅμως ὁ ἀββὰς δὲν ξεχνάει καὶ τὴν ἄλλη μερίδα χριστιανῶν ποὺ ἐπαναπαύονται στὴν προσωπική τους «ἐκτίμηση» γιὰ τὴν πνευματική τους κατάσταση (χωρὶς νὰ τοὺς ἐνδιαφέρει ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ) καὶ ἀπέχουν ἀπὸ ὁ,τιδήποτε τοὺς προκαλεῖ κόπο ἢ δυσφορία. Γι’ αὐτὸ συνεχίζει: «Αὐτός, λοιπόν, ποὺ ἔχει αὐτά, φθάνει γρήγορα». Δηλαδὴ καὶ τὸν κόπο καὶ τὴν ταπείνωση. Μάλιστα διασαφηνίζει καὶ ὅλες τὶς περιπτώσεις «κόπου» ποὺ μπορεῖ νὰ ἔχει ἕνας ἄνθρωπος γιατὶ λέει: «Καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει ταπείνωση μὲ ἐξουθένωση, καὶ αὐτὸς ἔχει τὸ ἴδιο, διότι ἡ ἐξουθένωση ἔχει τὸν τόπο τοῦ κόπου».
Στὰ μάτια τοῦ Θεοῦ λοιπὸν κόπος καὶ δυσκολία δὲν εἶναι ὅ,τι θεωρεῖ ὁ ἄνθρωπος, δηλαδὴ «τὸ πρακτικὸ ἔργο ποὺ δύσκολα ἐπιτελεῖται». Ἄλλωστε μὲ τὴ θεία συνέργεια δὲν εἶναι δύσκολο τίποτα νὰ ἐπιτελεσθεῖ. Ἡ πραγματικὴ δυσκολία ἔγκειται στὸν καθαρισμὸ τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὰ πάθη του. Κι αὐτὸ συνεπάγεται ταπεινώσεις, ἐξουθένωση καὶ «τραχεία» ὁδό. Ἔτσι κι ἂν ἀκόμα ἐξωτερικὰ ἀπουσιάζουν οἱ σωματικοὶ κόποι, ἐξ αἰτίας ὅμως τῆς ὕπαρξης τῶν ἐσωτερικῶν, ὁ ἄνθρωπος παίρνει ὁλόκληρο τὸ μισθό του. Ἄλλωστε στὴν ἐκκλησιαστικὴ πρακτικὴ ὁ σωματικὸς κόπος εἶναι ἀπαραίτητος καὶ χρησιμοποιεῖται ὄχι ὡς αὐτοσκοπός, ἢ γιὰ νὰ δώσει μὲ τὸ γερὸ σῶμα «αὐτοπεποίθηση» στὸν ἄνθρωπο, ἀλλά, ἀντίθετα, ὡς μέσο, ἀκριβῶς γιὰ νὰ προκαλέσει αὐτὸν τὸν ἐσωτερικὸ κόπο καὶ τὴν ἐξουθένωση ποὺ θὰ ὁδηγήσουν μὲ τὴ σειρά τους στὴν ἐσωτερικὴ κάθαρση.
Εἶναι ὅμως δυνατόν, κάποιος νὰ ἔχει φυσικῷ τῷ τρόπῳ ταπεινὸ φρόνημα χωρὶς νὰ καταβάλλει ἰδιαίτερους κόπους καὶ φροντίδες. Γι’ αὐτὸν ἀναφέρει ὁ ἀββάς: «Καὶ αὐτὸς ποὺ ἔχει μόνο ταπείνωση εἰσέρχεται βέβαια, ἀλλὰ ἀργότερα.» Ἡ «φυσικὴ» ταπείνωση ποὺ ἔχει κανεὶς εἶναι ἀπὸ μόνη της ἕνα χάρισμα τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, ἕνα φυσικὸ πλεονέκτημα ποὺ τοῦ ἔδωσε, τὸ ὁποῖο ὅμως θὰ ἀργήσει ἀρκετὰ νὰ φέρει τὸν ἄνθρωπο στὴ μακαρία κατάσταση. Κι αὐτὸ γιατὶ ἂν ἀφήσει ὁ ἄνθρωπος νὰ ἔρθουν μὲ φυσικὸ τρόπο οἱ δυσκολίες καὶ οἱ κόποι ποὺ θὰ καθαρίσουν τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὰ πάθη, χωρὶς ὁ ἴδιος νὰ καταβάλλει ἰδιαίτερη φροντίδα γι’ αὐτό, ὁ δρόμος θὰ γίνει, ἄνετος μέν, ἀλλὰ πολὺ μακρὺς χρονικά. Ἡ ἐπιμονὴ τοῦ ἀνθρώπου νὰ «συντομεύσει» αὐτὸν τὸ δρόμο, θὰ φανερώσει καὶ τὸ μέγεθος τῆς ἐπιθυμίας του νὰ πλησιάσει τὸ Θεό, ἀφοῦ κανεὶς δὲν ἀργοπορεῖ νὰ συναντήσει ἕνα πρόσωπο ποὺ ἀγαπᾶ, ἀλλὰ ὅσο πιὸ πολὺ τὸ ἀγαπᾶ, τόσο πιὸ πολὺ βιάζεται νὰ συναντηθεῖ μαζί του. Αὐτὸ μὲ τὴ σειρά του δείχνει πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπαφίεται στὴ «φυσική» του ταπείνωση, δὲν εἶναι πραγματικὰ ταπεινός, γιατὶ ὁ πραγματικὰ ταπεινὸς ἀγαπᾶ ἀπεριόριστα τὸ Θεὸ καὶ ἑπομένως θὰ εἶναι ἀπὸ ἐκείνους ποὺ «βιάζονται» νὰ ἐκπληρώσουν τὸ θέλημά του καὶ νὰ συναντηθοῦν μαζί του. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ γέροντας συνεχίζει λέγοντας: «Ἐὰν λοιπὸν θέλει κάποιος νὰ κρατήσει τὴν ἀληθινὴ ταπείνωση, νὰ μὴ λογαριάσει τὸν ἑαυτό του σὲ κάτι· διότι αὐτὴ εἶναι ἡ ἀληθινὴ ταπείνωση.»
Ἐκεῖνο, ὅμως, στὸ ὁποῖο δίνει μεγαλύτερη βαρύτητα ὁ ἀββάς, εἶναι τὸ δεύτερο μέρος τῆς ἐρώτησης ποὺ τοῦ τέθηκε τὸ «περὶ λησμοσύνης». Ὅταν δηλαδὴ κάποιος δὲν καταφέρνει νὰ ἔχει διαρκῶς μπροστά του τὴ μνήμη τοῦ Θεοῦ σὲ ὅ,τι λέει ἢ κάνει, ἀλλὰ ὁ «ἔσω τῆς καρδίας ἄνθρωπος» προσκολλᾶται εἴτε στὰ ἔργα ποὺ συμβαίνει νὰ κάνει ἐξωτερικὰ μὲ τὸ σῶμα του, εἴτε σὲ ῥεμβασμοὺς ἀλλότριους τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Ἴσως κάποιος παρατηρήσει πὼς μιὰ τέτοια πρακτικὴ εἶναι ἀδιάφορη γιὰ ἕνα λαϊκό, καὶ ἁρμόζει περισσότερο στοὺς μοναχούς. Ὅμως τὰ ἁγιογραφικὰ «εἴτε ἐσθίετε εἴτε πίνετε πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» καὶ τὸ «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε» τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καθὼς καὶ τὸ τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ θεολόγου «μνημονευτέον τοῦ Θεοῦ μάλλον ἢ ἀναπνευστέον» ἀπευθύνθηκαν γενικὰ στοὺς πιστοὺς τῆς Ἐκκλησίας χωρὶς νὰ γίνει κάποια εἰδικὴ διάκριση. Κι αὐτὲς οἱ διατυπώσεις δὲν κάνουν κάτι ἄλλο παρὰ νὰ δηλώνουν μὲ διαφορετικὸ τρόπο τὴν ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος νὰ μὴν ἔχει τίποτα ἄλλο στὸ νοῦ του καὶ κυρίως στὴν καρδιά του ἀπὸ τὴ «μνήμη τοῦ Θεοῦ».
Λέγοντας «μνήμη» δὲν ἐννοοῦμε μία ἁπλὴ ἐνθύμηση, ἀλλὰ τὸν συγκεκριμένο τρόπο ζωῆς σύμφωνα μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἄνθρωπος ὅ,τι κι ἂν κάνει, ὅ,τι κι ἂν λέει, τὸ κάνει ὡς κατενώπιον Θεοῦ καὶ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημά Του. Αὐτὸς εἶναι κι ὁ λόγος ποὺ αὐτὴ ἡ «μνήμη» δὲν καταργεῖ τὴν ἐξωτερικὴ δραστηριοποίηση τοῦ ἀνθρώπου σὲ ὁποιοδήποτε ἔργο, οὔτε ὑπάρχει κάποιο ἔργο ποὺ νὰ μπορεῖ νὰ τὴν ἀναστείλει· ἁπλῶς ὁ ἄνθρωπος σὲ ὁ,τιδήποτε κάνει δὲν αἰσθάνεται «ἐγώ», ὅπως συνήθως, ἀλλὰ «ἐμεῖς» (ὡς μία ἀνθρωπότητα στὴν ὁποία ἐγὼ εἶμαι μέσα στὸν ἄλλον καὶ ὁ ἄλλος μέσα μου), ἢ ἀκόμα καλύτερα καὶ ὡς «Αὐτός» γιὰ νὰ ἐκπληρωθεῖ καὶ ἡ ἄλλη ἁγιογραφικὴ ῥήση «ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός».
Ἀς σημειώσουμε ἐδῶ πὼς αὐτὲς οἱ δύο καταστάσεις ποὺ περιγράψαμε μόλις τώρα δὲν εἶναι οὐσιαστικὰ παρὰ οἱ δύο ὄψεις τοῦ ἰδίου νομίσματος, ἀφοῦ τὸ νὰ ζοῦν οἱ ἄνθρωποι ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλο, τὸ νὰ εἶναι δηλαδὴ ὁμοούσιοι κατὰ τὴν εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος δὲν πραγματοποιεῖται ἀλλιῶς παρὰ μόνο ἐν Χριστῷ, μὲ τὴ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὅταν ὁ ἄνθρωπος θεωθεῖ. Γι΄ αὐτὸ καὶ εἶναι ἀδύνατη ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου χωρὶς τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ: Τὸ νὰ ζεῖ κάποιος μέσα στοὺς ἄλλους καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ζοῦν μέσα του σημαίνει νὰ ἔχει πλημμυρίσει ἀπὸ τόση καὶ τέτοια ἀγάπη ὥστε νὰ ὑπερβεῖ τὸν ἑαυτό του. Ἡ ἀγάπη αὐτή, σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωση δὲν εἶναι ἁπλῶς συναισθηματικῆς φύσεως, ὅπως τὴ νοοῦμε συνήθως, ἀλλὰ αὐτὴ ἡ ἐνυπόστατος ἀγάπη (=ἀγάπη – πρόσωπο) δηλαδὴ ὁ ἴδιος ὁ Θεός. Ἄρα τὸ νὰ ἔχει πλημμυρίσει κανεὶς ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀγάπη σημαίνει νὰ ἔχει πλημμυρίσει ἀπὸ τὴν ἐνέργεια, τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ.
Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος ζεῖ μέσα του διαρκῶς τὸ Θεὸ καὶ τὴν ἀγάπη πρὸς τὸ συνάνθρωπο, αὐτὸ ποὺ βιώνει εἶναι μιὰ φωτιὰ ποὺ καίει τὰ σωθικά του καὶ τὸν ὠθεὶ ὅλο καὶ περισσότερο στὸ νὰ αὐξήσει αὐτὴ τὴν ἀγάπη καὶ νὰ πλησιάσει ὅλο καὶ περισσότερο τὸ Θεό. Ἄρα τὸ νὰ διατηρεῖ τὴ «μνήμη τοῦ Θεοῦ» μέσα του εἶναι τόσο ἄκοπο ὅσο καὶ τὸ νὰ «θυμᾶται» ὅτι καίγεται ὅταν τὸ σῶμα του βρίσκεται στὴ φωτιά. Αὐτὸ ἐξηγεῖ ἀναλυτικὰ ὁ ἀββὰς στὸν ἀδελφό, μὲ τρόπο ποὺ ἡ ἀπάντησή του νὰ μὴ χρειάζεται κανενὸς εἴδους σχολιασμὸ ἢ ἐπεξήγηση:
«Αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴ φωτιὰ ποὺ ἦλθε νὰ βάλει ὁ Κύριος στὴ γῆ, δὲν γνωρίζει λησμοσύνη καὶ αἰχμαλωσία, ἐπειδὴ ἔχει πάντα τὴν αἴσθηση τῆς φωτιᾶς. Πάρε τὸ παράδειγμα ἀπὸ τὴν αἰσθητὴ φωτιά· πράγματι ἐὰν ὁ ἄνθρωπος ῥογχάζει καὶ εἶναι ἕτοιμος γιὰ θάνατο καὶ τὸν πλησιάζει φωτιά, ἀμέσως αἰσθάνεται τὸν πόνο. Καὶ σὲ ὁποιοδήποτε πρᾶγμα, ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αἰχμαλωτιστεῖ καὶ πέσει ἐπάνω του κάρβουνο φωτιᾶς, δὲν μένει οὔτε στιγμὴ στὴν αἰχμαλωσία.
Ἀδελφέ, ἡ φωτιὰ δὲν σβήνει, διότι τότε δὲν εἶναι φωτιά. Ἐὰν λοιπὸν θέλεις ν’ ἀπαλλαχθεῖς ἀπὸ τὴ λησμοσύνη καὶ τὴν αἰχμαλωσία, δὲν μπορεῖς διαφορετικά, ἐὰν δὲν ἀποκτήσεις στὸν ἑαυτό σου τὴν πνευματικὴ φωτιά· διότι ἐκεῖνα καταστρέφονται ἀπὸ τὴ θερμότητά της. Καὶ ἀποκτᾶ κανεὶς αὐτὴ τὴ φωτιὰ μὲ τὸν κατὰ Θεὸν πόθο. Ἀδελφέ, ἐὰν δὲν πονέσει ἡ καρδιά σου σὲ ὅλα, ὥστε νὰ ζητήσει τὸν Κύριο, δὲν μπορεῖς νὰ προκόψεις. Μόνο ἐὰν ἀσχοληθεῖς ἐπίμονα μ’ αὐτά, θὰ φθάσεις σ’ αὐτά· διότι λέγει «σχολάσατε καὶ γνῶτε» καὶ τὰ λοιπά.
Εἴθε ὁ Κύριος νὰ δώσει σὲ σένα νὰ κατανοήσεις αὐτὰ καὶ νὰ κοπιάζεις σ΄ αὐτά».
Εἶναι ἀλήθεια πὼς ὅσες ἐξηγήσεις καὶ περιγραφὲς καὶ νὰ δώσουμε γι’ αὐτὰ τὰ θέματα εἶναι δύσκολο νὰ διασαφηθοῦν σὲ ὅποιον ἔστω καὶ σὲ μιὰ μικρὴ ἀναλογία δὲν τὰ ἔχει ζήσει. Ὁ γέροντας Σωφρόνιος στὴν πνευματική του αὐτοβιογραφία τὸ «Ὀψόμεθα τὸν Θεὸν καθώς ἐστι» ἀναφέρει γι’ αὐτό του τὸ τόλμημα, νὰ περιγράψει τὶς πνευματικὲς καταστάσεις ποὺ βίωσε ὁ ἴδιος προσωπικά, ὅτι κι ἂν ἀκόμα δὲν ἔζησε στὸ βαθμὸ ποὺ τὰ ἔζησαν οἱ ἅγιοι αὐτὰ τὰ πράγματα τουλάχιστον κατὰ ἕνα μικρὸ μέρος (μιὰ ἀναλογία, ὅσο μποροῦσε ὁ ἴδιος νὰ σηκώσει) τὰ ἔζησε. Νὰ σημειώσουμε ὅμως πὼς αὐτὴ ἡ ἀναλογία εἶναι ἀληθινὴ ὅσο εἶναι πλήρης. Μιὰ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ νὰ εἶναι μικρὴ σὲ μέγεθος ἀλλὰ εἶναι πλήρης εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, ὄχι ἕνα κομμάτι τοῦ προσώπου Του. Αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ ὅλοι οἱ ἅγιοι στὴ βασιλεία του Θεοῦ θὰ εἶναι πεπληρωμένοι χαρᾶς: Καὶ οἱ μικροὶ καὶ οἱ μεγάλοι ἅγιοι θὰ εἶναι μικρὲς ἢ μεγάλες εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ τὸ ἴδιο τέλειες ὡς πρὸς τὴν πιστότητα τοῦ πρωτοτύπου.
Ζητῶν