Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ. Χρυσοστόμου
Ἡ πόλη τῶν Πατρῶν ἔχει
τήν ξεχωριστή εὐλογία καί χάρη ἀπό τόν Θεό νά κατέχῃ τάφον Ἀποστολικό, ὅπως καί
τήν Κάρα τήν πανσεβάσμια τοῦ Πρωτοκλήτου καί τόν Σταυρό τοῦ μαρτυρίου του. Δέν ἔχει τίποτε νά ζηλεύσῃ ἀπό τίς ἄλλες
πόλεις, ὡς θά ἔλεγε, δι’ ἄλλην περίπτωση, ὁ Ἱερός Χρυσόστομος, ἀλλά δύναται νά
καυχᾶται ἐν Κυρίῳ, διά τόν θησαυρό τόν χαριτόβρυτο, τόν ὁποῖον κατέχει.
Ἀλλ’ ἐκτός ἀπό τήν
καύχησή μας, ἀληθές εἶναι καί τό γνωρίζομεν ὅλοι, ὅτι φέρομε μιά βαρειά
κληρονομιά καί βαστάζομε μιά μεγάλη καί ἱερά παρακαταθήκη, τήν ὁποία μᾶς
παρέδωσε ὁ Ἅγιος Ἀπόστολος Ἀνδρέας καί τήν ὁποία ὀφείλομε, νά διατηρήσωμε ὡς
κόρην ὀφθαλμοῦ. Ἡ παρακαταθήκη αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια περί τοῦ Ἑνός καί μόνου Ἀληθινοῦ
Θεοῦ, τοῦ Ἐσταυρωμένου καί Ἀναστάντος, τόν ὁποῖον ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας εἶδε μέ
τά μάτια του, ἄκουσε μέ τά αὐτιά του καί τόν ἠγάπησε μέ ὅλη τή δύναμη τῆς ψυχῆς
του. Μᾶς παρέδωσε τό Εὐαγγέλιο, δηλαδή τήν ἀλήθεια πού μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ
Θεός, ἄνευ τῆς ὁποίας εἶναι ἀδύνατος καί ἀδιανόητος ἡ σωτηρία. Τό πρῶτο σημεῖο,
τό ὁποῖο χρήζει ἰδιαιτέρας προσοχῆς, εἶναι ἡ ἀνεπιφύλακτη ἀποδοχή τῶν θείων ἀληθειῶν.
Τό ὅτι παρελάβαμε αὐτή τήν παρακαταθήκη, δέν ἔχει ἁπλῶς τήν ἔννοια, ὅτι τήν ἀκούσαμε
ἤ τήν διδαχθήκαμε, ἀλλά ἔχει τήν ἔννοια ὅτι οὐσιαστικά καί ἐνδόμυχα τήν ἀποδεχτήκαμε.
Δεύτερο σημεῖο εἶναι ἡ σταθερή μας προσήλωση
στίς ἀλήθειες τοῦ Ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Δέν ἀρκεῖ τό νά ἀκούσωμε τήν διδασκαλία,
καί νά τήν ἀποδεχτοῦμε, ἀλλά πρέπει καί νά τήν ἐφαρμόσωμε στή ζωή μας. Γιά μᾶς
τούς Ἕλληνες ἡ Ὀρθοδοξία δέν εἶναι κάποια ἀξία ἁπλῶς πολιτιστική ἤ κάποιο φῶς
πού ἔρχεται ἐξ Ἀνατολῶν, ἀλλά εἶναι ὁ λόγος αὐτῆς ταύτης τῆς ὑπάρξεώς μας. Ἴσως
μᾶς κατηγορήσουν, μετά ἀπό τόν λόγον αὐτόν ὡς αἰθεροβάμονας καί ὀνειροπόλους. Ὅμως
ἐμεῖς τούς ἐρωτᾶμε μαζί μέ τόν Στάρετς Ζωσιμᾶ: «Ἄν ἐμεῖς εἴμαστε, (λέγοντες αὐτόν
τόν λόγον), πραγματικά ὀνειροπόλοι, πεῖτε μας τότε, πότε ἐσεῖς θά χτίσετε τήν οἰκοδομή
σας καί πότε θά ὀργανωθῆτε δίκαια μέ τό λογικό σας μόνο, χωρίς τό Χριστό;». Ὁ
Λαός μας ἔχει μιά παράδοση πού διαφέρει ἀπό τήν παράδοση τῶν ἄλλων λαῶν. Ἔχει
τήν Ὀρθόδοξη Ρωμαίικη, Φιλοκαλική Παράδοση. Ποιός ἄλλος λαός ἔχει νά ἐπιδείξῃ αὐτή
τήν ἁπλότητα, τήν ζυμωμένη μέ τήν πίστη στό Θεό, μέ τόν αὐθορμητισμό, τόν ἐνθουσιασμό,
τήν συγκίνηση, τό δάκρυ καί τό γέλιο;
Ἐνθυμεῖται ὁ νῦν Ἀρχιεπίσκοπος
Ἀμερικῆς Δημήτριος, ὁ ὁποῖος κατά τήν ὑποδοχή τῆς Ἁγίας Κάρας τοῦ Ἀποστόλου
μας, ἦτο Ἀρχιμανδρίτης καί μετέφραζε τούς λόγους ἀπό τά Ἐλληνικά στά Γαλλικά
καί ἀντιστρόφως. Ἐνθυμεῖται, λέγω, ὅτι ἀπό τά μάτια τοῦ ψυχροῦ ἀπό τήν φύση
του, Καρδιναλίου Μπέα, ὁ ὁποῖος παρέδωσε τήν Ἁγία Κάρα ἐξ ὀνόματος τοῦ Πάπα στά
χέρια τοῦ ἀοιδίμου προκατόχου ἡμῶν Μητροπολίτου Πατρῶν Κωνσταντίνου, ἔτρεξαν
δάκρυα καί ἀκούστηκε νά λέγῃ: «Πρώτη φορά βρίσκομαι μπροστά σέ τόσο συγκινημένο
καί ἐνθουσιασμένο πλῆθος. Πρώτη φορά βλέπω τέτοιες ἐκδηλώσεις». Μά ναί, πρώτη
φορά βρισκόταν ἴσως στήν Ὀρθόδοξη Ἑλλάδα καί πρώτη φορά πατοῦσε τά ἁγιασμένα
χώματα τῆς Πάτρας καί ἔβλεπε τίς, ἀπό καρδίας, λατρευτικές Ἐκδηλώσεις αὐτοῦ τοῦ
Λαοῦ.
Ὅμως, ἀδελφοί μου,
τώρα φαίνεται, ναί τώρα γίνεται φανερό τό ἔγκλημα ὅλων ἐκείνων πού ἀγωνίστηκαν
συστηματικά καί πάσχισαν ἀλλά καί πασχίζουν ἀκόμα, στή χώρα μας νά γκρεμίσουν ἀπό
τίς καρδιές, κυρίως τῶν νέων ἀνθρώπων, τήν πίστη στό Θεό καί τήν ἐμπιστοσύνη
στήν Ἐκκλησία, ἐπιθυμώντας νά ἐξαφανίσουν ἀπό τήν ζωή, ἄν εἶναι τοῦτο ποτέ
δυνατόν νά συμβῇ, τόν Ποιητή τῆς ζωῆς.
Ὡραιότατα θά τό
διατυπώσῃ στόν «Ἄξιον ἐστίν», ὁ Ἐλύτης, ἐρωτώντας τόν Ἐξόριστο ποιητή: «Ἐξόριστε
ποιητή, στόν αἰῶνα σου λέγε, τί βλέπεις;» Κι ἐκεῖνος ἀπαντᾶ: «Βλέπω τά ἔθνη, ἄλλοτες
ἀλαζονικά, παραδομένα στή σφήκα καί τό ξινόχορτο. Βλέπω τά πελέκια στόν ἀέρα
σκίζοντας προτομές… Βλέπω τούς ἐμπόρους νά εἰσπράττουν, σκύβοντας, τό κέρδος τῶν
δικῶν τους πτωμάτων. Βλέπω τήν ἀλληλουχία τῶν κρυφῶν νοημάτων» (Ὀδ. Ἐλύτη: «Τό Ἄξιον
ἐστίν», Ἴκαρος Ἐκδοτ. Ἑταιρεία, σ. 65).
Μετά λύπης
βαθυτάτης διαπιστώνομε, δυστυχῶς ὅλοι μας, ὅτι συντελέστηκε ἕνα κακό,
κοσμογονικῶν διαστάσεων, τό ὁποῖο καθήλωσε καί καθηλώνει τήν πορεία τοῦ γένους
μας καί διεμόρφωσε καί διαμορφώνει μιά νέα γενηά, χωρίς λόγο, χωρίς ὅραμα,
χωρίς πυξίδα, χωρίς σταθερή πορεία, χωρίς δυνατότητες ἀληθινῆς προόδου. Σήμερα
μέσα σ’ αὐτή τήν ἀπελπισία (πού βιώνει κυρίως ἡ νέα γενηά), ὀφείλομε ὅλοι μας
νά σκύψωμε τό κεφάλι καί νά ζητήσωμε συγγνώμη ἀπό τά παιδιά μας, γιατί:
«Χρωστᾶμε σ’ ὅσους ἦρθαν πέρασαν θά ρθοῦνε, θά
περάσουν κριτές θά μᾶς δικάσουν οἱ ἀγέννητοι, οἱ
νεκροί».
Πρίν λίγα χρόνια Εὐρωπαῖος πολιτικός εἶχε πεῖ
γιά τήν πατρίδα του: «Ποτέ ἄλλοτε ἡ χώρα μου δέν εἶχε τήν ἀνάγκη τῆς ἄνωθεν
βοηθείας». Θεωρῶ, ὅτι μποροῦμε νά τό ἐπαναλάβωμε καί μεῖς σήμερα: «Ποτέ ἄλλοτε ἡ
χώρα μας δέν εἶχε τήν ἀνάγκη τῆς βοηθείας τοῦ Θεοῦ, ὅσο σήμερα». Αὐτό σημαίνει ὅτι
πρέπει νά συνειδητοποιήσωμε τήν ἀνάγκη μιᾶς ἀντίστροφης πορείας πού θά
συνοδεύεται ἀπό μετάνοια βαθειά καί ἀπό τήν παρουσία τῆς πίστεως στό Θεό, στήν
ζωή μας. Ἄν ἦταν ἄλλες ἐποχές θά λέγαμε «χρειάζεται νά κατέβωμε στόν Ἅδη, γιά
νά ζήσωμε τήν Ἀνάσταση».
Τώρα λέμε: «Εἴμαστε
στόν Ἅδη, βοήθησέ μας Κύριε νά ἀναστηθοῦμε».
Δυστυχῶς, ναί
δυστυχῶς, μποροῦμε μέ πόνο ψυχῆς νά ποῦμε γιά τήν Πατρίδα μας, νά ποῦμε γιά τον
ἑαυτό μας. Φτιάξαμε μιά πατρίδα γεμάτη ἁμαρτίες, πού τά ἐλαττώματά μας τήν ἔχουν
καθηλώσει στήν πεζότητα καί στό τέλμα. Πόσο δίκιο εἶχε ὁ Παλαμᾶς, ὅταν ἔλεγε: «Ὁ
κόλακας καί ὁ ψεύτης χαλασμοί σου, τῆς ἁμαρτίας πατρίδα. Δύστυχη μάνα, τοῦ
κόσμου εἶσαι τό σκύβαλο…».
Τό τρίτο σημεῖο πού
πρέπει νά συνειδητοποιήσωμε, εἶναι ὅτι ὁ φορέας αὐτῆς τῆς ἀληθείας πού μᾶς
παρέδωσε ὁ Ἀπόστολος Ἀνδρέας, εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική τοῦ
Χριστοῦ Ἐκκλησία. Μόνο ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ καί διά τῆς Ἐκκλησίας σωζόμεθα.
Ἄν σέ ὅλες τίς ἐποχές
ὁ ἄνθρωπος εἶχε ἀνάγκη τῆς στοργῆς τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, πόσο μᾶλλον σήμερα
στούς δυσχειμέρους καιρούς πού ζοῦμε, πού χάθηκε ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα, ἡ ὀμορφιά τῆς
ζωῆς καί ἡ εὐκοσμία τοῦ κόσμου. Ἡ Ἐκκλησία στάθηκε καί στέκεται, ἡ τροφός ὅλων
μας καί τοῦ γένους μας ὁλοκλήρου. Ἐπτώχευσε γιά νά πλουτίσουμε. Ἔδωσε καί δίδει
τά πάντα γιά νά χαροῦν τά τέκνα της. Ἐπληγώθη γιά νά σώσῃ τά νοσσία της.
Κατέβηκε καί κατεβαίνει μέχρις ἅδου ταμείων γιά νά ἀναστήσῃ τούς νεκρούς ἀπό
τήν ἁμαρτία καί νά τούς χαρίσῃ τό φῶς τῆς Ἀναστάσεως. Χτυπήθηκε καί
συκοφαντήθηκε, ἀπό τά ὄργανα τοῦ πονηροῦ μέ σκοπό νά χάσουν τά τέκνα της τόν
προσανατολισμό τους, ἀλλά κατά τόν Ἱερό Χρυσόστομο καί «πύλαι ἅδου οὐ
κατισχύσουσιν αὐτῆς». Σταυρώθηκε καί σταυρώνεται, ἀλλά τό αἷμα της λειτούργησε
καί λειτουργεῖ λυτρωτικά καί γι αὐτούς τούς σταυρωτάς της.
Ὥσπερ πελεκάν ἔσχισε
τήν καρδίαν της γιά νά σώσῃ μέ τό αἷμα της, τούς νεοσσούς της ἀπό τά δήγματα τοῦ
ἰοβόλου ὄφεως. Ἔχετε ἀκούσει τό σχετικό ποίημα μέ τήν καρδιά τῆς μάνας. Ὀμορφονιός
ἀγάπησε μιᾶς μάγισσας τήν κόρη. Καὶ ἐκείνη ζήτησε ἀπὸ αὐτὸν νὰ σκοτώσῃ τὴν μάνα
του καὶ νὰ τῆς προσφέρῃ τὴν καρδιά της, σέ ἒνδειξη τῆς ἀγάπης του.Ἔτρεξε ὁ
γυιός, ἔσκισε τῆς μάνας του τὰ σπλάχνα, πῆρε τὴν καρδιὰ καὶ ἔτρεξε νὰ τὴν δώσῃ
στὴν ἀγαπημένη του. Ὅμως στὸ δρόμο σκόνταψε καὶ ἔπεσε κατὰ γῆς. Τότε ἀκούστηκε
τῆς μάνας ἡ φωνή: «Χτύπησες παιδάκι μου;». Πόσες φορές, ἀλήθεια, οἱ κόρες τῆς
μάγισσας, ξετρέλαναν τὰ παιδιὰ ἐναντίον τῆς μάνας Ἐκκλησίας; Πόσες φορὲς αὐτὴ ἡ
μάνα πόνεσε γιὰ τὴν συμπεριφορὰ τῶν παιδιῶν της; Ὅμως ἐκείνη φιλόστοργα, μὲ δάκρυα
στὰ μάτια ἀγκαλιάζει, κατασπάζεται καὶ καταφιλεῖ τὰ παιδιά της καὶ τὰ ρωτάει
σπλαχνικά:«Χτύπησες;, πόνεσες παιδάκι μου;» Αὐτή τήν ὥρα ἀκούομε καί πάλι τήν
φωνή της. Τήν φωνή τῆς Ἐκκλησίας μας. Παιδιά μου, μήν ἀπελπίζεστε, μή λυγίζετε,
ἐπιμείνατε ἐν τῇ προσευχῇ καί τῇ ὑπομονῇ καί τῇ πίστει. Δριμύς ὁ χειμών, ἀλλά
γλυκύς ὁ Παράδεισος. Ἀλγεινή ἡ τῆξις, ἀλλ’ ἡδυία ἡ ἀπόλαυσις. Πέρα ἀπό τά γήινα
καί φθαρτά καί μάταια, ὑπάρχουν τά ἐπουράνια καί ἄφθαρτα.
Ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἐξασφαλίζει
τήν ἑνότητα, ἡ ὁποία εἶναι τόσο ἀπαραίτητη σήμερα.
Ἀδελφοί μου ἄς ἀπευθυνθοῦμε
στόν Ἱερό Ἀπόστολο καί Προστάτη μας καί ἄς τοῦ εἴπωμε ἱκετευτικά ἐκ βάθους
καρδίας.
Ἁγιώτατε Ἀπόστολε Ἀνδρέα,
κλίνομε γόνυ ψυχῆς καί σώματος ἐνώπιον τῆς χαριτοβρύτου καί μυριπνόου Κάρας σου
καί παρακαλοῦμε καί δεόμεθα, πρέσβευε ὑπέρ τῶν Ἀρχόντων τοῦ Λαοῦ μας, ὥστε νά
λαμβάνουν τίς δέουσες ἀποφάσεις γιά τήν πορεία αὐτοῦ τοῦ τόπου στίς δύσκολες αὐτές
ἡμέρες, πορευόμενοι ἐν συνέσει καί ἀγάπῃ πρός τόν Θεόν καί τό Γένος. Πρέσβευε ὑπέρ
τοῦ Λαοῦ σου, ὥστε
στήν ἀδυναμία του
νά φανῇ δυνατός, στήν φτώχεια του νά σταθῇ ὄρθιος, στήν ἀνεργία νά εὕρῃ ἐπιστηριγμόν,
στόν πόνο του ἀναψυχήν καί κουφισμόν, στήν ἀπελπισία του, τήν οὐράνια ἐλπίδα, στήν
δύσκολη πορεία του, τόν προορισμό νά περάσῃ ἀπό τό σκοτάδι στό φῶς. Βοήθησε σέ
καιρούς ἀφιλίας, νά συνδεθοῦν οἱ ἄνθρωποι μέ τόν δεσμόν τῆς ἀγάπης καί τῆς ἀληθινῆς
φιλίας.
Σέ χρόνους ἀγνωσίας,
νά εὕρουν τήν ἄνωθεν σοφίαν. Ἐφώτισε τά παιδιά μας μας, νά εὕρουν τόν δρόμο τῆς
σωτηρίας. Νά βιώσουν τήν χάρη τῆς πραγματικῆς ἐλευθερίας. Νά ξεχωρίσουν τό ψέμα
ἀπό τήν ἀλήθεια. Νά ἀγαπήσουν τήν πνευματική ζωή και νά ἀφήσουν τό σαρκικό καί
βορβορῶδες φρόνημα, ἄν αὐτό ὑπηρετοῦν.
«Μνημόνευε ἡμῶν
Χριστοῦ Μαθητά, τῶν τελούντων σου τήν μνήμην καί τιμώντων τήν πανσεβάσμιον
Κάραν σου. Δεήθητι ἀεί ἐκτενῶς ὑπέρ τῆς ποίμνης σου ταύτης καί τῆς κλεινῆς
πόλεως τῶν Πατρῶν, ἧς γέγονας ἀπ’ ἀρχῆς, φύλαξ καί φρουρός καί πρόμαχος. Ἀμήν»