Βρισκόμουν πάνω από τη θάλασσα εκείνου του νησιού, εκεί όπου πνίγηκαν η ανθρωπιά μας, ο πολιτισμός, η τέχνη, τα μυθιστορήματα, τα επιτεύγματά μας, όλη η πορεία από τη σπηλιά εώς εδώ.
Μέσα στα νερά, οι πρόσφυγες, τρεμάμενοι, παραιτημένοι, περίμεναν την ανακούφιση του θανάτου.
Και ξαφνικά... ένας από αυτούς, αναδύθηκε αργά αργά από το νερό και άρχισε να περπατά πάνω στα κύματα. Ήταν χαμογελαστός, χαρούμενος, τρυφερός, σαν να έκανε βόλτα χέρι χέρι με τη μητέρα του στον ηλιόλουστο κήπο του πατρικού του σπιτιού.
Μετά, αναδύθηκε και άλλος, και άλλος... και ένας ακόμα... παιδιά, γυναίκες, ηλικιωμένοι, άρρωστοι, πεινασμένοι, λερωμένοι, αδύνατοι, περπατούσαν γαλήνια πάνω στα νερά. Δεκάδες Χριστοί, στα ανοιχτά ενός ξερόνησου.
Οι άντρες στο σκάφος, εκείνοι με τη στολή και τη σκληράδα, τους κοιτούσαν αμίλητοι. Έκλαψαν με συντριβή και ύστερα έπεσαν και τους προσκύνησαν. Να ζητήσουν συγχώρεση από αυτούς τους δεκάδες ξαφνικούς Χριστούς, εκεί στα ανοιχτά ενός ξερόνησου.
2 comments:
Λυγμος. Προσκυνημα. ΚΙΧΕΜΤΑ
ΥΓ....χωρις το Η.
ΥΓ2 η´και ΜΕ αυτο! Και με Υ. Και με ολα τα ´ἰ´του κόσμου. Για χρόνια αναρωτιόμουν τι σήμαιναν αυτα τα αρχικά. Ενα όνειρο ομως παραπλήσιο μου άνοιξε κι εμένα τα μἀτια στην πιο γλυκειά ευχή!
Post a Comment