ΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΠΡΙΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ, ΔΕ ΘΑ ΠΕΘΑΝΕΙΣ ΟΤΑΝ ΠΕΘΑΝΕΙΣ

(ΠΑΡΟΙΜΙΑ ΟΡΘΟΔΟΞΩΝ ΜΟΝΑΧΩΝ)

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέλιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γέλιο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Ελεύθεροι και Ωραίοι (& άγιοι) τύποι!

Θάρρος, χιούμορ, αγάπη, θάνατος...

Δε βρίσκω λόγια να εκφράσω πόσο με συγκλόνισε η παρακάτω ιστορία. ΑΠΙΣΤΕΥΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ, ΤΡΟΜΕΡΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ, τι χαρά ήταν αυτή, τι ανδρεία, τι αγάπη! Να, αυτή είναι η Ορθοδοξία. Δόξα τω Θεώ.
Δίπλα μας, στην εποχή μας, υπάρχουν πνευματικοί αγωνιστές, που ωχριά μπροστά τους η πένα και του πιο ανατρεπτικού λογοτέχνη. Και στα δικά μας με το καλό, παιδιά, αν μας αξιώσει ο Κύριος! 
Από το ωραίο blog ΕΛΛΗΝΙΚΑ & ΟΡΘΟΔΟΞΑ. Απολαύστε το!

Η κοίμηση ενός άγνωστου αγίου. «Επιθυμίαν έχω αναλύσαι»(*) 

Νικολάου Μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής
(*) Φράση του αποστόλου Παύλου. Ολόκληρη: "Επιθυμίαν έχω αναλύσαι και συν Χριστώ είναι". Σημαίνει "ποθώ να διαλυθώ και να είμαι μαζί με το Χριστό" (δες εδώ). Φυσικά ΔΕΝ εννοεί καθόλου να αυτοκτονήσει κάποιος.

Άνθρωπος πολύ πονεμένος, αλλά και ασυνήθιστα γλυκύς και ευτυχισμένος. «Η πάντα νουν υπερέχουσα ειρήνη» ιδίωμά του [=η ειρήνη που ξεπερνά τη λογική ήταν χαρακτηριστικό του]. Ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Μικρό παιδί, στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού, όταν μπροστά στα μάτια του πήραν τη μητέρα και την αδελφή του οι αντάρτες και σε λίγο άκουσε τους πυροβολισμούς. Δεν τους ξαναείδε, αλλά και δεν λησμόνησε ποτέ ούτε την εικόνα του χωρισμού ούτε τις εκφράσεις του προσώπου τους ούτε τα ως τότε γεγονότα της κοινής ζωής τους. Αιτία το μίσος του πατέρα τους, που και αυτός εξαφανίστηκε. Αυτός τις κατήγγειλε. Η παιδική ψυχή του μια πληγή χαίνουσα.

Τον μάζεψαν σε μια παιδόπολη. Εκεί έμαθε την τέχνη του λούστρου. Εντελώς συμπτωματικά συναντά έναν έφεδρο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού που πήγε να του βάψει τα παπούτσια σε ένα δρόμο της Θεσσαλονίκης. Πιάνουν την κουβέντα και γίνονται φίλοι. Αυτός του μιλάει για αγάπη, την οποία και του δείχνει έμπρακτα. Του δίνει ελπίδα και παρηγοριά. Τον οδηγεί στην Εκκλησία και του ανοίγει όλους τους πνευματικούς ορίζοντες. Γίνεται μοναχός σε ένα γνωστό ευλογημένο μοναστήρι με εκλεκτούς αδελφούς. Διάκονος και υπηρέτης όλων. Ο τελευταίος των τελευταίων κατ’ επιλογήν. Χαιρόταν να απολαμβάνει σαν δική του τη δόξα των άλλων. Αυθεντικά απολάμβανε τα χαρίσματα και τις επιτυχίες τους. Βρήκε τον τόπο του, ανακάλυψε τον εαυτό του, συνάντησε τον Θεό. Το νέο του όνομα Κύριλλος.
-Είμαι ο ευτυχέστερος άνθρωπος του κόσμου, συνήθιζε να λέγει, χρεωμένος στον Θεό μέχρι το κεφάλι.

Στο στόμα του έβγαζε συνεχή δοξολογία. Είχε και μία γλυκύτατη φωνή. Και πολύ δυνατή μνήμη. Ήξερε την Αγία Γραφή σχεδόν ολόκληρη απ’ έξω. Το μοναστήρι έγινε πανεπιστήμιό του. Έψελνε με το ευγενές περιεχόμενο της καρδιάς του, όχι με τις φωνητικές χορδές και τα χείλη. Χαιρόσουν να τον βλέπεις και να τον ακούς. Είχε τιμήσει το κατ’ εικόνα όσο ελάχιστοι και ακτινοβολούσε τα χαρίσματα της καθ’ ομοίωσιν Θεού καταστάσεως με τρόπο φανερό και μυστικό. Καταλαβαίνεις ότι ο π. Κύριλλος ήταν πολύ περισσότερο απ΄ ό,τι έδειχνε. Ένα μικρό παιδί εξήντα ετών… Ένας άγγελος με υλική περιβολή.

Το αγαπημένο του θέμα η βασιλεία του Θεού. Επιθυμία του εμφανής το να τελειώνει με την εκκρεμότητα αυτής της ζωής και να ζήσει στο πλήρωμα της άλλης. Η μετοχή στην αιώνια μακαριότητα, η άληκτη θέα της δόξης του Θεού, η βίωση του κόσμου των θείων επαγγελιών, η ανέσπερη ογδόη ημέρα, η ακοή των «αρρήτων ρημάτων, α ούκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι» (Β’ Κορ. ιβ’ 4), η κοινωνία των αγγέλων, η αποκάλυψη της χάριτος των αγίων, η φανέρωση του Θεομητορικού μυστηρίου, η κατάργηση των φθαρτών και προσκαίρων, αποτελούσαν μόνιμο εντρύφημά του. Κάθε τι που έλεγε, ακόμη και υποχρέωση να αναφερθεί στα καθυμερινά, ήταν «εν χάριτι, άλατι ηρτυμένο» (Κολ. δ’ 6) και απέπνεε ζωή και όχι θάνατο.
 
Όλοι στην αδελφότητα τον λάτρευαν με ανομολόγητο θαυμασμό. Δεν το έλεγε εύκολα, αλλά λαχταρούσε να φύγει από αυτόν τον κόσμο. Δεν ήταν μόνο «πάροικος και παρεπίδημος» εδώ (Α’ Πέτρ. β’ 11), αλλά και ξένος. Είχε σαφή πόθο Θεού και θανάτου. Η σχέση του με τον θάνατο ήταν σχέση φιλική. Με την ιδέα του πολύ εξοικειωμένος. Η καρδιά του δεν ακουμπούσε σε αυτόν τον κόσμο. Γι’ αυτό και η εξωτερική του εμφάνιση υπερβολικά απλή, τα ράσα του παλιά, δεύτερης χρήσης.
Ερχόταν ευκαιριακά και με επισκεπτόταν στο Μετόχι της Αναλήψεως που διακονούσα. Πάντοτε με ευλογία που εγώ έπαιρνα από τον γέροντα. Έφερνε και ευλογίες˙ σταφίδες, αμύγδαλα, παστέλια, καμία σοκολάτα και κάποιο βιβλιαράκι. Ποτέ με άδεια χέρια. Πάντα με γεμάτη την καρδιά. Μόλις έπαιρνε την ευχή, έψαλλε κάτι επίκαιρο και άρχιζε το δοξολογικό του στόμα τις ωραίες αφηγήσεις από τη ζωή γερόντων που γνώρισε, αναλύσεις ψαλμικών χωρίων που έτυχε να μελετήσει ή ακούσει και του έκαναν εντύπωση, πατερικές σκέψεις και υπομνηματισμούς, εντυπωσιακές αναφορές στους βίους των αγίων, αγιογραφικές εμβαθύνσεις. Και κατέληγε στο αγαπημένο του θέμα, την περιγραφή της βασιλείας του Θεού˙ πώς θα είναι στον παράδεισο. Ποταμός βιωματικής θεολογίας. όλα με πολύ πόθο και βαθειά ταπείνωση.

Εκοιμήθη ξαφνικά ο γέροντας της Μονής, ο π. Λεόντιος. Έφυγε μέσα στη Μονάδα Εντατικής Παρακολούθησης, πριν προλάβει κάποιος να του συμπαρασταθεί, χωρίς να τον πάρει κανείς είδηση˙ ούτε οι νοσηλεύτριες. Κανείς δεν το φανταζόταν. Ένας μεγαλειώδης μυστικός άνθρωπος. Πήρε μαζί του όση χάρι του έδωσε ο Θεός και άφησε πίσω του, σε όσους τον γνώρισαν, την ανάμνηση ενός άγνωστου αλλά πολύ μεγάλου αγίου, την αίσθηση ενός ιερού αγγίγματος του κόσμου των ορωμένων. Κανείς δεν ήξερε πως ζούσε. Ούτε ο π. Κύριλλος που τον υπεραγαπούσε και το κελλί του ήταν δίπλα στο δικό του. Μέχρι σήμερα παραμένει άγνωστος. Ανεξιχνίαστο μυστήριο. Πάντως μυστήριο. Απόλυτη κένωση, πλήρωμα χάριτος!

Στην εξόδιο ακολουθία, ο π. Κύριλλος σε μια γωνιά έδειχνε συντετριμμένος. Δεν σήκωσε κεφάλι. Τον καταλάβαινα. Έμενε πάλι ορφανός. Πάλι απρόσμενα και ξαφνικά. Τώρα από κάθε ανθρώπινο στήριγμα.
Τον πλησίασα στο τέλος, θεωρώντας ότι έπρεπε να του πω έναν λόγο παρηγορίας.
-Σε είδα, π. Κύριλλε, σκυμμένο την ώρα της κηδείας. Πάλι ορφάνια. Τώρα μάλιστα μεγαλύτερη από τις προηγούμενες.
-Δεν είναι ακριβώς έτσι, πάτερ μου. Τώρα αποκτήσαμε πρεσβευτή στον ουρανό πρώτης κατηγορίας, πραγματικό στρατηγό.
-Καταλαβαίνω όμως και το κενό σου, συνέχισα. Πώς να το κάνουμε; Θα μας λείψει. Σε κοίταζα κατά τη διάρκεια της ακολουθίας γεμάτο σκέψεις και συνοχή.
-Δεν υπάρχει κενό. Κενό αφήνει η απουσία του Θεού, όχι ο πνευματικός προορισμός των ανθρώπων. «Ποθεινήν πατρίδα παράσχου μοι, παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με» (το είπε σιγοψέλνοντάς το [
«χάρισέ μου την πατρίδα που ποθώ, κάνοντάς με πάλι πολίτη του παραδείσου»˙ στίχος από τη νεκρώσιμο ακολουθία (κηδεία). Δες την σε μετάφραση εδώ]). Ή είναι ποθεινή πατρίδα και παράδεισος η βασιλεία του Θεού και για όποιον την κληρονομεί πανηγυρίζουμε ή όλα αυτά είναι υπερβολές και άδεια λόγια, οπότε τα δάκρυα είναι για το δράμα μας. 
»Δεν μπορείς να φανταστείς, πατερούλη μου, πόσο τον ζήλεψα σήμερα τον π. Λεόντιο. Σκέπτομαι την υποδοχή που του επεφύλαξαν τα αγγελικά τάγματα, αυτά τα «πρόσωπον προς πρόσωπον» που τώρα απολαμβάνει, και πανηγυρίζει η ψυχή μου για τη δόξα του. Φαντάσου τον ανάμεσα σε αγγέλους, σε δοξασμένους οσίους, σε αγιασμένους ματωμένους μάρτυρες, κοντά στον Απόστολο Παύλο, μαζί με τον Τίμιο Πρόδρομο, με τον Μέγα Βασίλειο, με τον Χρυσόστομο, με την Παναγία, με τη θέα του εσφαγμένου αρνίου. Θεέ μου! Κι εμείς εδώ πενθούμε, λέει.
»Σήμερα που ήταν φρέσκος στον ουρανό τον χιλιοπαρακαλούσα να ανοιξει τον δρόμο και για μας. Νομίζω θα τον ακούσει ο Θεός. Σίγουρα θα έχει παρρησία.

Σε μια εβδομάδα ο π. Κύριλλος εμφανίζει ίκτερο. Τον πηγαίνουμε στο Νοσοκομείο. Αρχίζει εξετάσεις. Προχωρημένος καρκίνος του ήπατος. Καλπάζουσα μορφή. Κεραυνός εν αιθρία. Ο χειρουργός, κοινός φίλος μας, αποφασίζει να τον ανοίξει άμεσα. Είναι όλος γεμάτος. Δεν πιστεύει στα μάτια του. Κάνει δυο-τρεις αναστομώσεις και τον κλείνει.
Τον χάνουμε τον πάτερ, μας λέει. Ό,τι χειρότερο υπάρχει. Ούτε δυο μήνες δεν έχει μπροστά του. Θα του κάνουμε λίγες χημειοθεραπείες για να λέμε ότι κάτι κάναμε, μήπως και πιάσει και τον τρίτο μήνα.
Το μοναστήρι ανάστατο. Κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ο γέροντας έφυγε για να μαζεύει τους πατέρες επάνω. Ας πάρει άλλους, όχι τον π. Κύριλλο. Αυτός όμως, πληροφορείται τα πάντα και λάμπει από χαρά.
-Τέτοιο δωράκι δεν το περίμενα. Είχαμε συμφωνήσει με τον π. Λεόντιο όποιος φύγει πρώτος να προσκαλέσει τον επόμενο. Πρέπει να βρήκε παρρησία στον Θεό. Γι’ αυτό και έκανε το θαύμα. Είδατε; «αιτείτε και δοθήσετε υμίν». Αν θέλετε, ζητήστε κι εσείς.
-Εμείς, του έλεγε ο π. Γερόντιος, θα ζητήσουμε να μη φύγεις εσύ. Και να δεις που θα πάνε οι προσευχές σου.
-Εγώ, έχω καρκινάκι στο συκώτι μου. Βρίσκομαι ήδη στον διάδρομο απογειώσεως με αναμμένες τις τουρμπίνες. Δεν με κρατάει τίποτε.

-Θα σκάσω, μονολογούσε ο π. Γερόντιος, δεν μπορεί κανείς να τον πείσει να σταματήσει αυτές τις προσευχές του. Δεν γίνεται, τον θέλουμε κάτω. Όλοι πρέπει να κάνουμε προσευχή να μην τον ακούσει ο Θεός. Δηλαδή θα μας κάνει ό,τι θέλει αυτός; Στο κάτω – κάτω ο ουρανός είναι γεμάτος από αγίους. Τί θα γίνουμε αν μας φεύγουν ένας – ένας;
Έπεσε τηλεφώνημα και σε μένα. Απολάμβανα αυτούς τους πατέρες. Τί ωραίο πνεύμα! Τί ελεύθερο φρόνημα! Τί ανώτερη κατάσταση!
Πήγα να τον επισκεφθώ στο Νοσοκομείο.
-Πάτερ μου, καλά σε βλέπω, του λέω.
-Περίμενε λίγο και θα είμαι ακόμη καλύτερα. Αρκεί να μη μου κάνει τη ζημιά ο π. Γερόντιος. Βάλθηκε να με κρατήσει και το πρόβλημα είναι ότι αυτός ξέρει να προσεύχεται και τον ακούει συνήθως ο Θεός. Ξεσήκωσε και κόσμο. Νομίζω όμως ότι εγώ θα νικήσω. Από την άλλη, το πρόβλημα είναι ότι εκείνος κάνει προσευχή για άλλον, ενώ εγώ για τον εαυτό μου. Έλεγε ο π. Τρύφων ότι οι προσευχές για τους άλλους είναι πιο δυνατές. Αλλά και που να τα βγάλει πέρα ένας αμαρτωλός Κύριλλος με όλους αυτούς; Και πολλοί είναι και ενάρετοι. Δεν κάνεις κι εσύ καμμιά ευχούλα να ξεμπερδεύουμε;
»Σε παρακαλώ πολύ, όταν οι άλλοι θα χάνουν το παιχνίδι, θα ήθελα να έλθεις κοντά μου να μου διαβάσεις εσύ την ευχή εις ψυχορραγούντα. Την άλλη φορά που θα έλθεις, φέρε και το Ευχολόγιο για πρόβα. Εγώ τώρα κλείνω τα μάτια, σταυρώνω τα χέρια και αρχίζουμε μαζί την εξόδιο… «Έτι δεόμεθα υπέρ αναπαύσεως του δούλου του Θεού Κυρίλλου μοναχού, του αμαρτωλού, και υπέρ του συγχωρηθήναι αυτώ πάν πλημμέλημα εκούσιόν τε και ακούσιον», έλεγε γεμάτος χαρά και δοξολογική διάθεση.

Πέρασαν οι δυο μήνες, πέρασαν τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Ο π. Κύριλλος δεν μπορούσε να πιστέψει ότι μπήκε στο αεροπλάνο και ακυρώθηκε η πτήση. Για όλα έφταιγε ο πολύ αγαπητός του π. Γερόντιος. Τελικά αυτόν άκουσε ο Θεός. Και όσους τον υποστήριζαν με τις προσευχές τους. Ο π. Κύριλλος όμως δεν το έβαζε κάτω.
-Μπορεί να κέρδισε σε πρώτη φάση η αγάπη του π. Γεροντίου, αλλά υπάρχει και ο π. Λεόντιος. Και μάλιστα από τον ουρανό. Του το είχα ζητήσει σαν χάρι, τότε που κανείς δεν υποψιαζόταν ότι θα μας φύγει. Κάποτε θα τον ακούσει και αυτόν ο Θεός, έλεγε χαμογελώντας.
 
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων. Ζήτησε να βρεθούμε. Η ψυχή του πετούσε σαν τους αγγέλους, τα χείλη του διαρκώς δοξολογούσαν, το πρόσωπό του έλαμπε, η καρδιά του ξεχείλιζε από άρρητη χάρη. Η υγεία του φαινόταν μια χαρά.
-Νομίζω πλησιάζουμε στην ώρα μας. Αισθάνομαι ότι η αντίστροφη μέτρηση όπου να 'ναι θα αρχίσει. Και η αναχώρηση θα γίνει αυτήν τη φορά με πύραυλο. Μια και έξω. Για να μην προλάβουν οι Γερόντιοι να χαλάσουν το σχέδιο. Αυτήν τη φορά το εισιτήριο έχει και εγγύηση. Έχουμε κι εμείς ψυχή, μου εμπιστεύτηκε χαριτωμένα. Μόνο μη μου κάνεις εσύ τη ζημιά. Σε θέλω σύμμαχο. Τί να κάνουμε σε αυτόν τον κόσμο όταν υπάρχει ο άλλος;


Αμέσως μετά τη γιορτή, ο π. Κύριλλος κάτι έπαθε. Ζαλίστηκε, αισθάνθηκε δυνατούς πόνους, τον πήγαν στο Νοσοκομείο. Φάνηκε ότι η πορεία της υγείας του άνοιγε τον δρόμο στην πορεία της ψυχής του. Γεμάτος μεταστάσεις. Τα νέα τα έμαθε από τους πολυαγαπημένους του… αντιπάλους, που απαρηγόρητοι τον επισκέφθηκαν διαμαρτυρόμενοι. Με ένα γλυκύτατο μειδίαμα δέχτηκε την είδηση. Έκανε το σταυρό του και έβγαλε ένα «Δόξα σοι, ο Θεός» από το βαθύτερο σημείο της καρδιά του, σαν να αντίκριζε τη γη της επαγγελίας ύστερα από σαραντάχρονη περιπλάνηση στην έρημο, σαν να περπατούσε ύστερα από τριάντα οκτώ χρόνια, όπως ο παράλυτος του Ευαγγελίου.

Από τη στιγμή εκείνη, σταμάτησε τα αστεία και άρχισε την πιο εντατική του προετοιμασία. Ήδη είχε εξασφαλίσει το εισιτήριο και έπρεπε να επιμεληθεί όσο μπορούσε την αναχώρησή του. Μονίμως προσευχόμενος ενώπιον του Θεού. Η αγάπη του προς τον Θεό και η πίστη του στη μεγαλύτερή τους ένταση. Ο π. Κύριλλος είχε λίγη πνοή γι’ αυτόν τον κόσμο και ετοίμαζε τη βαθειά ανάσα του για τον άλλο, τον αληθινό, τον αιώνιο.

Με ειδοποίησε να πάρω το Ευχολόγιο και να πάω να εκπληρώσω τη συμφωνία μας, την ευχή εις ψυχορραγούντα [=προσευχή που διαβάζεται από ιερέα, αν κάποιος ψυχορραγεί παρατεταμένα χωρίς να "ελευθερώνεται", δηλ. χωρίς να ξεψυχάει. Είναι η μόνη αποδεκτή "ευθανασία" στην Ορθοδοξία]. Ήταν Τετάρτη, αν θυμάμαι καλά, 7 Ιανουαρίου. Πήρα μαζί μου και έναν ασημένιο σταυρό με τίμιο ξύλο, αφιέρωμα στη Μονή Σίμωνος Πέτρας του Αγίου Όρους, του «ταπεινού» Μητροπολίτου Αρσενίου από το 1692, όπως έγραφε από πίσω. Κοντά στα δέκα χρόνια στο Μετόχι της Αναλήψεως, συχνά τον προσκυνούσα, σπάνια ευωδίαζε, πολύ διακριτικά, κυρίως την ημέρα της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού, ή της Σταυροπροσκυνήσεως.
Τον πήρα μαζί μου για ευλογία. Τον έβγαλα από τη λειψανοθήκη και τον ασπάστηκα. Δεν ευωδίαζε καθόλου. Τον τοποθέτησα σε ένα βελούδινο σακουλάκι και έφυγα για το νοσοκομείο.

Γύρω στις 10:30 π.μ. ήμουν δίπλα στο κρεβάτι. Περιμέναμε να έλθει κι η αδελφή του. Είπε ότι θα έφευγε του Τιμίου Προδρόμου. Ουρανοί ανοιχτοί, ο Πρόδρομος εν υψίστη τιμή, η Αγία Τριάδα σε φανέρωση, ο π. Κύριλλος πανέτοιμος, ό,τι πρέπει για αναχώρηση.
Η επικοινωνία του με τον κόσμο των αισθήσεων διακοπτόμενη. Σαφώς βυθισμένος σε προσευχή, αλλά και με εμφανή δυσφορία. Κάθε τόσο, επανελάμβανε «Αμήν, ναι έρχου, Κύριε Ιησού». Έβγαλα το σταυρό από το σακουλάκι να προσκυνήσει. Ήταν η διευθύνουσα του Νοσοκομείου, μία αδελφή νοσοκόμα και δύο πατέρες από το Μοναστήρι. Έκανε το σημείο του σταυρού. Προσκυνήσαμε όλοι.
 
-Τί γίνεται, πάτερ μου; πώς είσαι; Δυσκολεύεσαι; Μπορούμε κάτι να κάνουμε για σένα;
-Είμαι ευτυχής, τίποτε δεν με ενδιαφέρει, φεύγω. Περιμένω μόνο τη Μαρία (την αδελφή του) και αμέσως η… εκτόξευση. Ήδη είμαι στην εξέδρα και άρχισε η αντίστροφη μέτρηση. Δεν σας λυπάμαι γιατί δεν χωριζόμαστε. Απλά, ένας – ένας πηγαίνουμε στην «οικία του Πατρός, ένθα ούκ έστι πόνος, ού λύπη ού στεναγμός αλλά ζωή ατελεύτητος…» και η φωνή του έσβησε.
-Πότε να διαβάσω την ευχή; Να βάλω "ευλογητός"; Ρώτησα.
-Όχι ακόμα. Σε λίγο θα σου πω.
Πέρασε λίγη ώρα σιωπής. Ήλθαν και δύο ακόμη πατέρες. Ο π. Κύριλλος σαν να μην καταλάβαινε. Ο ένας, ο π. Ευστάθιος, τον πλησιάζει στο αυτί και του λέει δυνατά:
-«Δόξα τω Θεώ πάντων ένεκεν. Ου γαρ παύσομαι αεί τούτο επιλέγων…» και συμπληρώνει ο άλλος, ο π. Σταυριανός.
-«επί πάσι μοι τοις συμβεβηκόσι» ["Δόξα τω Θεώ για όλα. Δε θα σταματήσω να το λέω σε ό,τι κι αν μου συμβαίνει"].
Ο π. Κύριλλος ανοίγει τα μάτια και αργά, μόλις που ακούγεται, και διορθώνει:
-«Επί πάσι μοι τοις συμβαίνουσι». Έχει σημασία.
Μου κάνει νόημα και τον πλησιάζω.
-Πρόσεχέ τον αυτόν, είναι πολύ καλός, τον αγαπώ πολύ, αλλά είναι άνθρωπος του π. Γεροντίου. Μη μας κάνει καμιά ζημιά τελευταία ώρα.
Και χαμογελά μέσα στη δυσφορία του.

Το περίφημο μεταθανάτιο χαμόγελο του αγίου Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού (εδώ)
 
Αυτές οι χαριτωμένες εναλλαγές συναίσθησης της μοναδικής ιερότητος των στιγμών και της ανάλαφρης αντιμετώπισής τους είναι κάτι το μοναδικό. Ζει στην αιωνιότητα και ασπάζεται την καθημερινότητα. Μιλάει και τις δύο γλώσσες υπέροχα. Τις τελευταίες του στιγμές!
Βυθίζεται! Γύρω του σιωπή. Τί να πεις τέτοια ώρα, δίπλα σε έναν τέτοιον άνθρωπο; Όλοι στεκόμαστε με δέος. Λίγοι άνθρωποι, πολλοί άγγελοι. Η ώρα του κτιστού κόσμου πήγε 12:00 ακριβώς το μεσημέρι. Η αιωνιότητα ρυθμίζει το δικό της ρολόι˙ ένα ρολόι δίχως δείκτες και δίχως νούμερα. Δίχως χρόνο! Δίχως τέλος!
Ο π. Κύριλλος σαν να μην επικοινωνεί πλέον. Η αναπνοή του βαρειά. Η πνοή του ανάλαφρη. Η θέα του προσώπου του αγγελική. Έχει πάνω από μισή ώρα να πει λέξη. Του έχει μείνει μόνον η τελευταία πνοή. Έτσι δείχνει…
Όχι, ακριβώς. Κάνει νόημα. Κάτι θέλει να πει.
Πλησιάζει τις δύο του παλάμες ανοιχτές δίπλα – δίπλα.
-Να διαβάσω την ευχή; Ρωτώ.
Νεύει καταφατικά.
 
Βάζω το πετραχήλι μου και αρχίζω τους ψαλμούς της ακολουθίας εις ψυχορραγούντα. Υπέροχη αλλά και φοβερή ακολουθία! Σιγοκουνάει τα χείλη του, παρακολουθώντας το νόημα και προσπαθεί να κάνει τον σταυρό του στα κατάλληλα σημεία. Όταν διάβαζα τους κανόνες – μου είχε πει να τα διαβάσω όλα – ησύχαζε. Διάβασα και τις ευχές και έκανα την απόλυση. Του έδωσα το πετραχήλι να το ασπαστεί. Με περισσή ευλάβεια, μέσα στη βύθισή του, ακουμπάει με τα χείλη του το χέρι μου. Αυτός μου φίλησε το χέρι ως ιερέως. Εγώ αισθάνθηκα ότι άγγιξα το ιερό του πρόσωπο ως αγίου. Έσκυψα και τον ασπάστηκα. Ένα ζωντανό εικόνισμα! Άνθρωπος «ούκ εκ του κόσμου τούτου».
 
Κουνάει τα χείλη του, σαν να θέλει κάτι να προσκυνήσει. Ρωτώ αν θέλει τον Τίμιο Σταυρό και το επιβεβαιώνει.
Βγάζω τον σταυρό ξανά από το σακουλάκι. Τον ασπάζομαι πρώτος εγώ. Ευωδία υπέροχη και έντονη. Δεν βγάζω λέξη. Τον προσφέρω για προσκύνηση στον άγιο του Θεού, ανοίγει τα μάτια του, κάνει το σημείο του σταυρού, τον ασπάζεται, ένα δάκρυ γλείφει το μάγουλό του και βυθίζεται για πάντα στη σιωπή. Σε λίγη ώρα αφήνει και την τελευταία του πνοή και γλιστράει στον κόσμο της μακαρίας αιωνιότητος, στη γη των πραέων…
Προσκύνησαν όλοι οι παρόντες με ευλάβεια και γεύτηκαν μαζί με τη χάρι του σταυρού και την ευλογία του ταπεινού Κυρίλλου μοναχού. Προηγουμένως κανείς μας δεν αντελήφθη καμία ευωδία. Τώρα όλοι μας ανεξαιρέτως. Και μάλιστα έντονη. Έδειξε ο Θεός την ευαρέσκειά του. Ο άνθρωπος αναπαύθηκε με όλη τη σημασία της λέξεως.
«Δίκαιοι εις τον αιώνα ζώσι και το μνημόσυνον αυτών εις γενεάν και γενεάν».
 
Από το βιβλίο: «Εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός».
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ
Εκδόσεις Σταμούλης, Αθήνα 2009.
Η/Υ επιμέλεια, Σοφίας Μερκούρη.

Είσαι Εmo? Ακούς Death? Σ' ενδιαφέρει ο θάνατος? Έχω κάτι για σένα...

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

Μνήμη Γέροντα Ιωσήφ Βατοπαιδινού

 

Ο νεκρός που χαμογέλασε μετά θάνατον - και θα ζει για πάντα στο προαιώνιο Φως (κλικ)

 


Why’s the smile of elder Joseph of Vatopedi from eternity? (click)

 

Η θρησκεία της χαράς – Γελαστοί άγιοι (κλικ)

Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Η θρησκεία της χαράς – Γελαστοί άγιοι


Αφορμή γι’ αυτό το post έδωσε ένα δημοσίευμα αντιχριστιανικού blog, μετά την κοίμηση του αγίου Γέροντα Ιωσήφ του Βατοπαιδινού.
Όταν έγινε γνωστό ότι ο άγιος χαμογέλασε μετά θάνατον, γνωστός δημοσιογράφος, που νόμιζε πως έτσι προσφέρει «ενημέρωση» για το «αμαρτωλό Βατοπαίδι» (που ήταν το μοναστήρι του Γέροντα), έδωσε στη δημοσιότητα μια παλιά συκοφαντική κατηγορία για τον άγιο, ότι δήθεν ήταν παιδεραστής! [Ανατροπή αυτής της κατηγορίας (που προερχόταν μάλιστα από εκκλησιαστικούς κύκλους!) δες εδώ].
Φανατικό αντιχριστιανικό blog παρουσίασε το θέμα, τονίζοντας ότι ο άγιος Γέροντας γέλασε μετά θάνατον (κάτι που προφανώς δεν πιστεύουν οι διαχειριστές του blog) «επειδή είναι αμαρτία να γελάς όσο ζεις»!...
Ας σχολιάσουμε λοιπόν λίγο το θέμα. 

Το χαμόγελο του Γέροντα Ιωσήφ (λεπτομέρειες εδώ)

Η ΘΡΗΣΚΕΙΑ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Η Ορθοδοξία είναι η θρησκεία της χαράς. Θρησκεία της χαράς δεν είναι ο παγανισμός, με τις οργιαστικές τελετουργίες του (δίπλα στις ανθρωποθυσίες και τη λατρεία δαιμονικών «θεοτήτων»), αλλά η Ορθοδοξία – στην οποία εντάσσω και την παράδοση της αρχαίας Εκκλησίας, των πρώτων χιλίων ετών, ανατολής και δύσης.
Η ορθόδοξη υμνογραφία, εκτός από ύμνος προς το Θεό, είναι και ένας ύμνος στη χαρά: «Ευφραίνεσθε, δίκαιοι· ουρανοί αγαλλιάσθε· σκιρτήσατε, τα όρη, Χριστού γεννηθέντος!». «Τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». «Χαίρετε, λαοί, και αγαλλιάσθε». «Χορεύουσιν άγγελοι πάντες εν ουρανώ». «Τέρπου, χόρευε και αγάλλου, Ιερουσαλήμ». «Δέχου παρ’ ημών χαράς ευαγγέλια της αναστάσεως Χριστού!». «Ησαΐα, χόρευε».
Ίσως βέβαια ένας αθεϊστής θεωρήσει σκανδαλώδες ότι αιτίες των παραπάνω χαρμόσυνων εκφράσεων είναι η γέννηση και η ανάσταση του Χριστού. Ασφαλώς σ’ εκείνον θα έδινε μεγαλύτερη χαρά ένα μεγάλο χάμπουργκερ. Αν είναι πιο εκλεπτυσμένος, θα προτιμούσε μια όπερα ή μια έκθεση ζωγραφικής – τι να κάνουμε, ο καθένας χαίρεται με ό,τι προτιμά. Μόνο που η δική μας χαρά είναι η αιώνια χαρά, ενώ η δική του –ας μου επιτραπεί να το πω– είναι υποκατάστατο
Ο άγιος ιερέας π. Δημήτριος Ντούπκο, που φυλακίστηκε και βασανίστηκε ποικιλότροπα από το αθεϊστικό καθεστώς της ΕΣΣΔ, λέει για το θέμα μας: 
Ο χριστιανισμός είναι πριν απ' όλα η θρησκεία της χαράς. Το ζήτημα μόνο είναι, πώς εννοούμε τη χαρά; Αν την εννοούμε μ' ένα τρόπο χωμάτινο, τη χαρά της μέθης ή της ακολασίας, ο χριστιανισμός δεν χρειάζεται μια τέτοια χαρά. Σ' αυτές ακριβώς τις περιπτώσεις, πρέπει να θλιβόμαστε και να ζητούμε τρόπο να ελευθερωθούμε από τη μέθη ή την ακολασία. Ο χριστιανισμός είναι η θρησκεία της χαράς που νοιώθει κανείς όταν ελευθερώνεται από την αμαρτία. Μόνο όταν ελευθερωθεί ο άνθρωπος από την αμαρτία, νοιώθει αληθινά τη χαρά. Τη χαρά της αναστάσεως, από την αμαρτία και το θάνατο, τη χαρά της αιωνιότητας. Ο Θεός να δώσει να μην έχομε πια αυταπάτες για τη χαρά, αλλά να την εννοούμε όπως πρέπει και τότε ο χριστιανισμός δεν θα μας φαίνεται πια η θρησκεία της λύπης.
ΓΕΛΟΥΝ ΟΙ ΑΓΙΟΙ;

Ο Γέροντας Εφραίμ της Αριζόνας, ολοζώντανος και γελαστός!...


Είναι αλήθεια ότι οι άγιοι Πατέρες δε συμπαθούν τον «άτακτο γέλωτα» (χαχανητό), γιατί τον θεωρούν ξέσπασμα κι όχι έκφραση αυθεντικής χαράς. Και το ξέσπασμα αυτό μπορεί να φανερώνει επιπολαιότητα, να έχει ως αιτία χυδαία ή χοντροκομμένα αστεία ή να είναι κοροϊδία σε βάρος του συνανθρώπου. Ο γέλωτας αυτός συμβαίνει σε συμπόσια και είναι αποτέλεσμα μέθης, συνοδεύεται από "χοντρά αστεία", παρέα με γυναίκες ελευθέρων ηθών κ.λπ. κ.λπ.
Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο γίγαντας της φιλανθρωπίας:
Επειδή γαρ ως τα πολλά εν συμποσίοις ο διάβολος εφεδρεύει μέθην και αδηφαγίαν έχων αυτώ συμμαχούσαν, και γέλωτα άτακτον, και ψυχήν ανειμένην, μάλιστα τότε δει και προ τραπέζης, και μετά τράπεζαν, επιτειχίζειν αυτώ την από των ψαλμών ασφάλειαν, και κοινή μετά της γυναικός και των παίδων αναστάντας από του συμποσίου, τους ιερούς αδειν ύμνους τω Θεώ (Χρυσόστομος, Εις τους Ψαλμούς, PG 55,157).
Σε απλά νεοελληνικά: 
«Επειδή τις πιο πολλές φορές στα γλέντια καραδοκεί ο διάβολος, έχοντας συμμάχους το μεθύσι, την πολυφαγία, το άτακτο γέλιο και την ψυχή που αγαπά την αμαρτία [ανειμένη = χωρίς περιορισμούς], κυρίως τότε πρέπει (και πριν το φαγητό και μετά το φαγητό) να οχυρώνεται ο άνθρωπος με ψαλμούς, να σηκώνεται από το γλέντι μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά του και να ψάλλει».
Το εκπληκτικό αυτό απόσπασμα ΔΕΝ αποτρέπει τους ανθρώπους από το να διασκεδάσουν, αλλά προτρέπει τους άντρες να διασκεδάσουν μαζί με τη γυναίκα και τα παιδιά τους, δηλ. με την οικογένειά τους!!! Όχι μόνο με τους φίλους τους, γιατί τότε καραδοκεί ο κίνδυνος εκτροπής! Και φυσικά να συνοδεύσουν το γλέντι τους με προσευχή (πάλι όλοι μαζί), για να προστατευτούν από πράξεις που δεν ταιριάζουν με την προσευχή [ευχαριστώ το φίλο που μου επισήμανε το χωρίο].
Όμως, ακόμη και τον «άτακτο γέλωτα» οι άγιοι δεν τον θεωρούν αμαρτία – πολύ περισσότερο, το γέλιο γενικά δεν θεωρείται αμαρτία: αλλιώς θα υπήρχαν εκκλησιαστικοί κανόνες, που θα ζητούσαν να απέχει από τη θεία Μετάληψη για ένα διάστημα όποιος γελά, ή έστω όποιος χαχανίζει. Κάτι τέτοιο όμως (που θα ήταν και παράλογο) δεν υπάρχει. Ας σημειώσουμε εδώ ότι το τρανταχτό γέλιο του σύγχρονου αγίου Ευμένιου Σαριδάκη, που θα αναφέρουμε παρακάτω (το οποίο μάλιστα μετέδιδε και στους άλλους), φανερώνει ότι μια αθώα καρδιά γελάει όπως θέλει χωρίς να βλάπτεται ψυχικά. Η Ορθοδοξία δεν έχει αλύγιστους ηθικούς νόμους, αλλά μόνο ψυχοθεραπευτικές συμβουλές.

Το παιδικό χαμόγελο του Γέροντα Σωφρόνιου (βλ. παρακάτω)

Αυθεντική έκφραση χαράς, κατά τους ορθόδοξους αγίους, είναι η ιλαρότητα (φωτεινότητα του προσώπου). Γι' αυτό και στον εσπερινό ο Χριστός εξυμνείται με έναν αρχαίο χριστιανικό ύμνο, στον οποίο χαρακτηρίζεται "Φως ιλαρόν" (=χαρούμενο).
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό βέβαια της Ορθοδοξίας είναι η έντονη παρουσία της χαρμολύπης (συνύπαρξης χαράς και λύπης). Η χαρμολύπη οφείλεται σε ταυτόχρονες αιτίες για να είναι χαρούμενος και για να είναι λυπημένος. Είμαι χαρούμενος π.χ. γιατί είμαι υγιής, γιατί βλέπω την ομορφιά της μέρας ή της φύσης, γιατί βρίσκομαι κοντά στους αγαπημένους μου, γιατί (ακόμη κι αν δεν είμαι υγιής ούτε κοντά στους δικούς μου) ζω την παρουσία του Χριστού στην καρδιά μου, είμαι όμως ΚΑΙ λυπημένος γιατί δεν ξεχνώ πως είμαι αμαρτωλός, καθώς και γιατί γύρω μου υπάρχουν άλλοι άνθρωποι που κουβαλάνε πληγές και λύπες. 
Ίσως γι’ αυτό ο π. Ευμένιος, ο Γελαστός Άγιος, είπε σε κάποια που παρατήρησε γι’ αυτόν πως γελούσε πολύ και τον σύγκρινε με κάποιον άλλο, που δε γελούσε: «Αυτούς που δε γελάνε, τους αγαπάει πιο πολύ ο Θεός». Το είπε ασφαλώς από ταπείνωση, επειδή ο ίδιος γελούσε πάρα πολύ, ενώ πρέπει και να ξέρουμε πως ο Θεός αγαπάει εξίσου όλους τους ανθρώπους (άπειρα), όμως θα εννοούσε πως η συνειδητοποίηση των αμαρτιών μας και ο πόνος των συνανθρώπων (για τον οποίο συχνά έχουμε κι εμείς ευθύνη) παρακινεί τους πιο ευαίσθητους σε σοβαρότητα και αυτή η σοβαρότητα (ετοιμότητα για μετάνοια [δηλ. αλλαγή προς το καλύτερο] και συμμετοχή στον πόνο του άλλου) ανοίγει την καρδιά μας προς το Θεό. Αυτή τη σοβαρότητα την είχε πολλές φορές και ο ίδιος, αν και τόσο γελαστός, όπως θα δούμε πιο κάτω.
[Αν τα παραπάνω λόγια σκανδαλίζουν κάποιον αδελφό μας, άθεο ή έστω αρνητικό προς «τους παπάδες», έχω να του πω ότι δε θα σκανδαλιζόταν αν είχε μπροστά του έναν καλλιτέχνη μονίμως συνοφρυωμένο λόγω της τέχνης του ή έναν ερευνητή πάντα σκεφτικό ή έναν ακτιβιστή μελαγχολικό (ή και οργισμένο) λόγω του ανθρώπινου πόνου, με τον οποίο παλεύει. Ας μη βιάζεται λοιπόν να σκανδαλίζεται και για τα λόγια ενός αγίου, έστω κι αν δεν τα καταλαβαίνει ή αν «δε συμφωνεί» μ’ αυτά].
Επίσης υπάρχει το παράδοξο χάρισμα των δακρύων, που εκδηλώνεται όταν η ψυχή έχει γίνει πάρα πολύ λεπτή & ευαίσθητη μπροστά 
α) στις δικές της αμαρτίες 
β) στη δυστυχία των άλλων, 
γ) στον κίνδυνο να μη σωθεί όχι μόνον η ίδια, αλλά και ο αμαρτωλός συνάν-θρωπος,
δ) στη χαρμόσυνη επίσκεψη του ολόφωτου και ηθικά πεντακάθαρου Θεού, του Χριστού, που έρχεται να γιατρέψει τις ηθικές πληγές της ψυχής του αμαρτωλού  και ώς τότε απελπισμένου ανθρώπου (για την αυθεντικότητα αυτής της εμπειρίας δες εδώ).
Τα δάκρυα αυτά ξεπλένουν την ψυχή και, κατά τους αγίους Πατέρες, δεν απελπίζουν, αλλά γιατρεύουν την απελπισία και αναζωογονούν (1).

Στα βιβλία των αγίων Πατέρων υπάρχουν πολλά σημεία όπου κάνουν χιούμορ.
Από τις βιογραφίες σύγχρονων αγίων Γερόντων, όπως ο Παΐσιος, ο Πορφύριος, η Γερόντισσα Γαβριηλία κ.ά., ξέρουμε ότι γελούσαν και έκαναν χιούμορ. Επίσης, μια από τις πιο γνωστές φωτο του (γενικά μάλλον εσωστρεφούς) αγίου Γέροντα Σωφρόνιου του Essex είναι εκείνη που τον εμφανίζει να γελάει, και μάλιστα με ένα γέλιο εντελώς παιδικό (την είδες πιο πάνω)! Γελάει στη φωτογραφία της και η αγία Μαρία Σκόμπτσοβα, η ακτιβίστρια της Γαλλίας και Νεομάρτυρας (από τους Ναζί).

Το χαμόγελο της αγίας Μαρίας Σκόμπτσοβας

Οι βιογραφίες των παλαιών αγίων συνήθως δεν είναι τόσο αναλυτικές, ώστε να ξέρουμε «αν γελούσαν». Ωστόσο είναι φανερό, από μια συγκριτική μελέτη βιογραφιών παλαιών και σύγχρονων αγίων, ότι όλοι είχαν και έχουν το ίδιο πνεύμα. Οι σύγχρονοι άγιοι είναι παρόμοιοι με τους παλιούς. Άρα, όπως σήμερα έχουμε γελαστούς αγίους, είχαμε πάντα. 
«Χαρά μου, Χριστός ανέστη!» ήταν η φράση, με την οποία χαιρετούσε τους ανθρώπους ο μεγάλος άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ (1759-1833).
Φυσικά μπορεί ένας άγιος να είναι μελαγχολικός ή και αγέλαστος λόγω ιδιοσυγκρασίας – μήπως πρέπει να τον λασπολογήσουμε γι’ αυτό ως δήθεν «άνθρωπο που καταπνίγει τη χαρά της ζωής»; Αστείο πράγμα.

ΤΡΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Υπενθυμίζω μερικά περιστατικά, που έχουν να πουν κάτι για το θέμα μας:

1) Κάποτε ένας κυνηγός είδε στην έρημο το Μέγα Αντώνιο να παίζει με τους μαθητές του (δηλ. με αρχάριους αναχωρητές, ενήλικες προφανώς, που είχαν τεθεί υπό την πνευματική του καθοδήγηση). Ο κυνηγός σκανδαλίστηκε και σκέφτηκε ότι οι ασκητές έπρεπε να είναι πάντα σοβαροί και εσωστρεφείς, όχι να παίζουν. Ο άγιος, που έπιασε τη σκέψη του, τον κάλεσε κοντά του.
«Τέντωσε το τόξο σου» του είπε. Ο κυνηγός το τέντωσε. «Τέντωσέ το κι άλλο. Κι άλλο». «Δε μπορώ να το τεντώσω άλλο» είπε στο τέλος ο κυνηγός, «γιατί θα σπάσει».
«Και την ψυχή του ανθρώπου» είπε ο άγιος «δε μπορείς να την τεντώνεις διαρκώς, γιατί θα σπάσει».

2) Ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας, πρώην ληστής που μετανόησε, μπήκε στην έρημο κι έγινε μεγάλος ερημίτης της αρχαίας εποχής, ήταν πολύ φιλόξενος και «εδέχετο μετά χαράς» τους επισκέπτες του (προφανώς όχι αγέλαστος και σκυθρωπός), γνωστούς και άγνωστους, τους οποίους περιποιόταν με όσα μέσα είχε και έκανε μαζί τους ωφέλιμες συζητήσεις. Αντίθετα, ο άγιος Αρσένιος ο Μέγας ήταν εσωστρεφής, ζούσε μακριά από τους άλλους και δύσκολα του παίρνανε κουβέντα οι επισκέπτες του, ακόμη και αναχωρητές που έρχονταν να τον δουν επειδή είχαν ακούσει για την αγιότητά του. [Για τους αναχωρητές εκείνης της εποχής δες εδώ].
Ένας αναχωρητής, που είχε επισκεφτεί και τους δύο Γέροντες, απορούσε πώς γίνεται να είναι και οι δύο άγιοι. Έτσι, είδε ένα όραμα: δυο όμοια πλοία έπλεαν σε ποτάμι και στο καθένα βρισκόταν ο ένας άγιος· ο άγιος Αρσένιος ήταν γαλήνιος και πανευτυχής, γεμάτος από τη θεία χάρη, ενώ ο άγιος Μωυσής είχε μια συντροφιά αγγέλους που τον τάιζαν κερήθρες με μέλι!
Το όραμα αυτό φανερώνει ότι και οι δύο ήταν άγιοι, απλά με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Οι άγιοι δεν είναι φωτοτυπίες – κι αν αυτό δεν είναι αποδοχή της διαφορετικότητας, τότε τι είναι; Κι αν ο άγιος Μωυσής δεν είναι απάντηση στο θέμα της χαράς, τότε τι είναι;

Ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας (από εδώ).

3) Με το χιούμορ στα έργα και στην αλληλογραφία των Τριών Ιεραρχών ασχολείται ο Κωνσταντίνος Νικολακόπουλος στα Ερμηνευτικά μελετήματα από ρητορικής και υμνολογικής απόψεως, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 231-254.
Εκεί εντοπίζει σημεία όπου οι τρεις μεγάλοι άγιοι (αλλά και επιστήμονες και φιλόσοφοι και αγωνιστές της φιλανθρωπίας) κάνουν χιούμορ, είτε μεταξύ τους (οι άγιοι Βασίλειος και Γρηγόριος, που ήταν φίλοι – ενώ ο Χρυσόστομος έζησε μια γενιά μετά) είτε προς άλλους.
Γράφει μεταξύ άλλων:
Ενυπωσιακά παραδείγματα γραφής του παιδαγωγικού χιούμορ και των Τριών Αγίων βρίσκουμε σε όλα τα είδη των κειμένων τους και σε όλες τις συνάφειες περιεχομένου, όπως στην αλληλογραφία με φίλους, στα εποικοδομητικά ποιμαντικά κηρύγματά τους, στα θέματα εκκλησιαστικής πολιτικής ή ακόμη και στα αντιαιρετικά τους έργα.
Από τα παραδείγματα που αναφέρει τα πιο χαριτωμένα φυσικά είναι όσα περιέχονται στην αλληλογραφία τους. Επιλέγω ένα:
Ένα αντιπροσωπευτικό χωρίο, σχετικά με τη χιουμοριστική αντιμετώπιση των δυσκολιών της ζωής, μας έχει διασωθεί στα κείμενα του αγίου Γρηγορίου, ο οποίος υπέφερε από αρθρίτιδα. Αναφερόμενος λοιπόν περιπεκτικά και αυτοσαρκαστικά στην αρρώστια του, δικαιολογείται και δηλώνει αδυναμία να παρευρεθεί σε κάποιον γάμο, χαρακτηρίζοντας τον εαυτό του «παντελώς άωρον και ου γαμικόν, δύο ποδαλγοί περιφερόμενοι και γελώμενοι» [=εντελώς αταίριαστο και μη γαμήλιο, δυο πονεμένα πόδια που θα τριγυρνάνε και θα τα κοροϊδεύουν].

Ο ΚΑΤ’ ΕΞΟΧΗΝ «ΓΕΛΑΣΤΟΣ ΑΓΙΟΣ» π. ΕΥΜΕΝΙΟΣ ΣΑΡΙΔΑΚΗΣ

Ο μεγάλος αυτός σύγχρονος δάσκαλος της ορθόδοξης αγιότητας ήταν Κρητικός και ζούσε στο Νοσοκομείο Λοιμωδών στην Αγία Βαρβάρα Αττικής, όπου λειτουργούσε και συμπαραστεκόταν στους λεπρούς και τους άλλους ασθενείς, στους επισκέπτες και τους συγγενείς των ασθενών, αλλά και σε πλήθος ανθρώπων που τον είχαν γνωρίσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και τον επισκέπτονταν για πνευματική ωφέλεια. Μάλιστα, είχε εισαχθεί αρχικά στο νοσοκομείο λεπρός, θεραπεύτηκε με φαρμακευτική αγωγή και μετά δεν έφυγε, αλλά, συγκλονισμένος από τον ψυχικό και σωματικό πόνο που αντίκρισε, αποφάσισε να αφιερώσει την υπόλοιπη ζωή του στην υπηρεσία των ανθρώπων που ζούσαν εκεί (εγώ θα έφευγα τρέχοντας με 1000, δυστυχώς – γι’ αυτό εγώ είμαι αμαρτωλός, ενώ ο π. Ευμένιος είναι άγιος). Είχε μάλιστα ως δικό του Γέροντα (=πνευματικό δάσκαλο) ένα λεπρό και τυφλό άγιο, τον άγιο Νικηφόρο. Ήταν τελείως άφραγκος και η απόλυτη παιδική ψυχή! Η βιογραφία του εδώ και αναφορά στην προσευχή του για αυτόχειρα εδώ.
Ο άγιος αυτός Γέροντας λοιπόν είχε χαρακτηριστικό του το τρανταχτό γέλιο! Έτσι φανερώνεται και η διάκριση ανάμεσα στο αληθινό γέλιο, που δεν πειράζει την αθώα ψυχή, και στο «άτακτο γέλιο» που είναι ξέσπασμα πάθους, το οποίο απορρίπτουν οι άγιοι Πατέρες. Στο βιβλίο του π. Σίμωνος Μοναχού π. Ευμένιος - Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, σελ. 137-146 [για το βιβλίο, και αποσπάσματα, κλικ εδώ] αναφέρεται σχετικά:

«Ο παππούλης μας γελούσε, γελούσε πολύ. Γελούσε με εμάς τους ανθρώπους και μας μετέδιδε τη χαρά του. Γελούσε με τους αγίους, με την Κυρία Θεοτόκο, με τους αγγέλους και μας μετέδιδε πάλι τη χαρά των αγίων, της Κυρίας Θεοτόκου, των αγγέλων, γι’ αυτό, όταν πηγαίναμε εκεί, μπορεί να ήμαστε στενοχωρημένοι και κουρασμένοι ψυχικά ή σωματικά, αλλά φεύγαμε… πετώντας.
Ο π. Ευμένιος γελούσε πολλές φορές και κατά τη διάρκεια των ακολουθιών, μπορεί την ώρα που διάβαζε το ιερό ευαγγέλιο ή όταν εθυμίαζε την Κυρία Θεοτόκο στην «Τιμιωτέρα» [σημαντικό τροπάριο για την Παναγία, που ψάλλεται σε ειδικό σημείο της καθημερινής πρωινής ακολουθίας (όρθρου)] ή την ώρα των παρακλήσεων [παράκληση ή "παρακλητικός κανόνας" = μουσικό + ποιητικό έργο, που αποτελεί προσευχή προς την Παναγία ή προς έναν άγιο (οι χριστιανοί συχνά διαβάζουν παρακλήσεις στο σπίτι τους, αλλά ψάλλονται & στην εκκλησία - δες πολλά δείγματα εδώ)]».

Ο Γέροντας Ευμένιος
Χαρμολύπη

«Ήταν πολύ χαριτωμένος και είχε το χάρισμα των δακρύων, της χαρμολύπης. Ενώ κάναμε ακολουθίες, πολλές φορές, ο Γέροντας ήταν μέσα στο Ιερό και προσευχόταν με το κομποσχοίνι και παρακολουθούσε και όσα διαβάζαμε. Εμείς απ’ έξω τον ακούγαμε που έκλαιγε. Και όταν έφτανε στο τέλος η ακολουθία, έβγαινε έξω από το Ιερό και έβλεπες τα μάτια του ή βουρκωμένα ή να τρέχουν δάκρυα. Και να χαμογελάει. Το συνηθισμένο χαρακτηριστικό του χαμόγελο. Εβίωνε την χαρμολύπη. Όπως το αντιλήφθηκα εγώ, τα δάκρυα της μετάνοιας, της κατάνυξης, ήταν που δημιουργούσαν αυτή την ανέκφραστη, την ανεκλάλητη χαρά. Τα ζούσε παράλληλα και τα δύο ο Γέροντας. Ήταν κάτι μοναδικό, που δεν το έχω ζήσει σε άλλους Γέροντες. Να γελάει τόσο πολύ και την ίδια στιγμή, παράλληλα, να κλαίει».

Ασυγκράτητα γέλια

«Όποιος τον πλησίαζε, έβλεπε έναν ιερέα, έναν καλόγερο, με έντονη χαρά στο πρόσωπό του. Αυτή η χαρά, πολλές φορές, εκφραζόταν με πολλά γέλια, που αναμιγνύονταν με τα λόγια του ή ξεχύνονταν από τις άκρες των κλειστών χειλιών του, όταν έμενε σιωπηλός. Το καταλάβαινες ότι ήταν γέλια ενός χαριτωμένου ανθρώπου [δηλ. ανθρώπου με θεία χάρη], μιας καρδιάς ξέχειλης από αληθινή, θεία γαλήνη και χαρά, που χυνόταν έξω και δρόσιζε, ξενίζοντας [=παραξενεύοντας] τους άλλους.
Ήταν εμφανές ότι ο π. Ευμένιος προσπαθούσε να συγκρατηθή από ταπείνωσι, να μη φανή αυτή η αγία ιδιαιτερότητα, μα δεν το κατάφερνε πάντοτε.
Όποτε τον επισκεπτόμουν έπαιρνα αυτό το δώρο, τη χαρά δηλαδή και τα «αλλιώτικα» γέλια του, που κυλούσαν ώς την δική μου καρδιά. Όταν φορούσε την ιερατική του στολή και έβγαινε στην Ωραία Πύλη για το «Ειρήνη πάσι» ή θυμίαζε την Παναγία μας στο τέμπλο, το πρόσωπό του, συγκρινόμενα με τα απαστράπτοντα άμφια, έλαμπε περισσότερο. Ιδιαίτερα μπροστά στην Θεοτόκο, στην Τιμιωτέρα ή στους Χαιρετισμούς, την χαιρετούσε πραγματικά πλημμυρισμένος χαρά και γελούσε μόνος αυτός, σαν να του είπε η Θεοτόκος μιαν ευχάριστη είδηση. […]»

Τα θεϊκά γέλια

«Το πρόσωπό του, φωτεινό, χαρούμενο και γελαστό. Κάποτε τον ερώτησε η σύζυγός μου Μαρία: «Γέροντα, πώς το καταφέρνετε αυτό;». Και η απάντηση δόθηκε αμέσως: Αυτά, ευλογημένη, είναι τα θεϊκά γέλια».

Μεγάλη κατάνυξι

«Υπήρχαν στιγμές, που ερχόταν σε κατάνυξη μεγάλη και τον άκουγα να κλαίει, είχε και φορές που τον άκουγα να γελά. Μια φορά, με κάποιον, κάναμε ο ένας στον  άλλο ένα πείραγμα, κάναμε ένα λογοπαίγνιο, αλλά τόσο χαμηλόφωνα, που μόνον οι δυο μας το ακούγαμε. Το αποτέλεσμα ήταν ν’ ακούσουμε ένα ακατάσχετο γέλιο του Γέροντα μέσα στο Ιερό, γι’ αυτό που εμείς κάναμε απ’ έξω μυστικά. Και διορθώματα επίσης των λαθών τα έκανε από το Ιερό.
Όταν έβγαινε έξω, έβλεπες έναν άνθρωπο αλλοιωμένο να βγαίνη από την πόρτα του Ιερού, να είναι βρεγμένα τα μάγουλά του, τα γένια του, να είναι μυσταγωγημένος. Νόμιζες ότι κατέβαινε ένας άνθρωπος από πάνω, αυτό αισθανόσουν. Ήταν τόσο συγκλονιστική η στιγμή, που έλεγες: «Τώρα, πώς θα βγη ο Γέροντας από κει μέσα;». Τις περισσότερες φορές έβγαινε πάρα πολύ κατανενυγμένος και δακρύβρεκτος. Ήταν πάρα πολύ ωραίο περιβάλλον, δηλαδή, και αυτό εντός του ναού, και αυτό που ακολουθούσε αργότερα, με την τράπεζα. Τις περισσότερες φορές ήταν κλίμα χαράς».

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Το χρώμα του blog μας είναι μαύρο κι έχει για σημαία ένα οστεοφυλάκιο με κρανία κι ένα καντήλι. Το μαύρο, σε μας, είναι το χρώμα του πένθους. Τι σχέση έχουν αυτά με το γέλιο και τη χαρά;
Κι όμως έχουν! Ακόμα κι αυτό το πένθος οι άγιοι Πατέρες το ονομάζουν «χαροποιόν πένθος» = πένθος που δημιουργεί χαρά! Είναι μια εκδήλωση της ορθόδοξης χαρμολύπης.
Για να καταλάβεις πώς συνδέονται όλα αυτά, πέρνα μια βόλτα απ' αυτά τα ιδρυτικά μας posts:
Κάτι τύποι με μαύρα που ζουν στον κόσμο τους
και
«Νεκρός για τον κόσμο»: τι σημαίνει;
Τότε θα καταλάβεις πως αυτά είναι τα ειρηνικά όπλα που σκοτώνουν το πένθος και τη λύπη (την κατάθλιψη, τη μελαγχολία, την κατήφεια...) κι ανασταίνουν την αιώνια και ουράνια χαρά. Αυτήν που ο σοφός λαός μας ονομάζει χαρά Θεού. Και είναι πολύ πιο αληθινή και ποιοτική απ' τις καταναλωτικές ή σεξιστικές απολαύσεις που προπαγανδίζει -για ύποπτους λόγους- ο σύγχρονος κόσμος. Αν και είμαι ανάξιος αμαρτωλός, ας προσκαλώ σ' αυτήν!
Χαρά μου, Χριστός ανέστη!

ΣΗΜΕΙΩΣΗ
(1) Από το βιβλίο Η ΕΝΤΟΣ ΗΜΩΝ ΒΑΣΙΛΕΙΑ του π. Κάλλιστου Ware [το βρήκα εδώ]:
Τα πνευματικά δάκρυα, όπως δείχνει το όνομά τους, είναι δώρο της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος, και όχι απλώς αποτέλεσμα των δικών μας προσπαθειών, και συνδέονται στενά με την προσευχή μας. Τα πνευματικά δάκρυα μας οδηγούν στην καινούρια ζωή της Ανάστασης.
Τα πνευματικά δάκρυα, σύμφωνα με την διδασκαλία των Πατέρων, ανήκουν σε δύο κύριους τύπους.
Στο κατώτερο επίπεδο είναι πικρά στο υψηλότερο επίπεδο, είναι γλυκά. Στο κατώτερο επίπεδο αποτελούν μια μορφή εξαγνισμού. Στο ανώτερο είναι δάκρυα φωτισμού. Στο κατώτερο επίπεδο εκφράζουν συντριβή, λύπη για την αμαρτία, θλίψη για τον χωρισμό μας από τον Θεό - είναι δάκρυα του Αδάμ που θρηνεί έξω από τις πύλες του Παραδείσου. Στο ανώτερο επίπεδο εκφράζουν τη χαρά για την αγάπη του Θεού, την ευχαριστία για την αποκατάστασή μας στην υιοθεσία του Θεού που δεν αξίζουμε.
Παράδειγμα του κατώτερου επιπέδου είναι ο άσωτος υιός που βρίσκεται στην εξορία και θρηνεί για την χαμένη του πατρίδα· παράδειγμα του ανώτερου επιπέδου είναι το κλάμα του ασώτου για τη χαρά της γιορτής στο σπίτι του πατέρα του.
Στο κατώτερο επίπεδο είναι σαν «το αίμα που τρέχει από τις πληγές της ψυχής μας», όπως λέει ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης. Στο ανώτερο επίπεδο, δηλώνουν τις κεκαθαρμένες αισθήσεις και διαμορφώνουν μιαν όψη της καθολικής μεταμόρφωσης του ανθρώπινου προσώπου από την θεούσα [θεοποιό] Χάρη.
Λυπούμενοι, αεί δε και χαίροντες.