Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Ο Ελληνισμός της Αλβανίας και το Συνέδριο του ΚΕΑΔ





Σε ενωτικό πνεύμα και παρά τις αντίθετες εκτιμήσεις από πρώην διαφωνούντες το έκτακτο συνέδριο του Κ.Ε.Α.Δ. άνοιξε νέα σελίδα όπου πρυτάνευσε η ομοψυχία ενώ όλοι περιμένουν η συνεργασία με την ΟΜΟΝΟΙΑ να αποφέρει θετικά αποτελέσματα τα οποία έχουν στερηθεί λόγω διαζυγίου με το Δημοκρατικό κόμμα. Οι απεσταλμένοι των παραρτημάτων του Κ.Ε.Α.Δ. γέμισαν την μεγάλη αίθουσα συνεδριάσεων στο ξενοδοχείο TIRANA και παρακολούθησαν με προσοχή τις ομιλίες των Βαγγέλη Ντούλε προέδρου του Κ.ΕΑ.Δ., Βασίλη Μπολάνου δημάρχου Χειμάρρας και προέδρου της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, Έντι Ράμα προέδρου του Σοσιαλιστικού κόμματος και πολλών άλλων στελεχών του Κ.Ε.Α.Δ.. Το Κ.Ε.Α.Δ. έζησε στην εκλογική αναμέτρηση της 28ης Ιουνίου σφοδρή επίθεση και άγρια επιδρομή που δεν την είχε δει καμιά άλλη φορά. Δεν είχαμε απέναντι το Δημοκρατικό Κόμμα γιατί εμείς μπορούσαμε να το αντιμετωπίσουμε με πολιτικά τεκμήρια, με πολιτική πλατφόρμα. Εμείς είχαμε απέναντι το κομματικό κράτος του Δ.Κ. τόνισε ο κύριος Ντούλες. Για την Ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ο κύριος Ντούλες ανέφερε ότι ο δρόμος για την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν είναι στρωμένος με λουλούδια. Είναι μακρύς αλλά πάνω από όλα θέλει όραμα, θέλει ενσωμάτωση όχι μόνο της πολιτικής τάξης άλλα και ολόκληρης της κοινότητας. Ενδιαφέρον παρουσίασε η απάντηση του κυρίου Ράμα στην ερώτηση που του έκανε κ κύριος Ντούλες. Για την αδιαφορία του Σ.Κ. να προστατεύσει τις ψήφους του Κ.Ε.Α.Δ. στις πρόσφατες εκλογές ο κύριος Ράμα απάντησε ότι η αλήθεια που έθεσε σε εμένα ο πρόεδρος του Κ.Ε.Α.Δ. κρύβετε στα κουτιά που δεν ανοίγει ο Σαλί Μπερίσα. Ίσως η τύχη που δεν ήμασταν μαζί την στιγμή που σχεδιάζαμε τον κώδικα δεν μας έδωσε την απαιτούμενη δύναμη να υλοποιήσουμε τον στόχο. Χαιρετισμό εκ μέρος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. απηύθυνε ο βουλευτής Λάμπρος Μίχος. Είμαστε σήμερα εδώ από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. ο Γιώργος Τζομάκας, ο Γιώργος Τρίχας, ο Νίκος Σιώκος και ο γραμματέας νεολαίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ. Κώστας Πανταζής. Σας μεταφέρουμε το χαιρετισμό του προέδρου μας και πρωθυπουργού της Ελλάδος του Γεώργιου Παπανδρέου προς όλους τους φίλους, γείτονες, πολίτες της Αλβανίας. Η νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα με πρόσφατη ισχυρή εντολή έχει αναλάβει πρωτοβουλίες να βγάλει την χώρα από την οικονομική κρίση και στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής να βοηθήσει τις χώρες των δυτικών Βαλκανίων να ενσωματωθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.Ο πρόεδρος της ΟΜΟΝΟΙΑΣ Βασίλης Μπολάνος δήλωσε ότι θα είναι αρωγός στις προσπάθειες του κυρίου Ντούλε ενώ του ζήτησε να δυναμώσει την φωνή του στα θέματα που απασχολούν την ελληνική μειονότητα.



ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΚΕΑΔ ΒΑΓΓΕΛΗ ΝΤΟΥΛΕ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΕΑΔ


Κυρίες και κύριοι,κύριε Λάμπρο Μίχο βουλευτή του ΠΑ.ΣΟ.Κ.,κύριε Σταύρο Παπασταύρου μέλος της επιτροπής εξωτερικών σχέσεων της Νέας Δημοκρατίας, κύριε Κώστα Πανταζή γραμματέα της νεολαίας του ΠΑ.ΣΟ.Κ.,κύριε πρόεδρε του Κ.Ε.Α.Δ. Βαγγέλη Ντούλε,Το έκτακτο συνέδριο του Κ.Ε.Α.Δ. γίνετε σε όχι και τόσο ευχάριστη περίοδο. Τα προβλήματα είναι πολλά: ιδιοτελή συμφέροντα, μη καθαροί κανόνες στην σημερινή πολιτική ενώ ο εκλογικός νόμος δυσκόλεψε αφάνταστα τη δική μας συμμετοχή και παρόλο αυτά το κόμμα μας επέζησε και αυτό δείχνει καθαρά πως το δικό μας εκλογικό σώμα θέλει την παρουσία μας στην Βουλή ενώ μας εκτίμησε για την φιλοσοφία και τον τρόπο συνεργασίας και την θετική μας συμβολή στην πολιτική ζωή του τόπου. Για όλα αυτά που ανέφερα χρειάζεται αποτίμηση της κατάστασης και ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων από το Κ.Ε.Α.Δ. το οποίο πρέπει να εργαστεί για να βελτίωση την εικόνα του στην βάση.Τα γνωστά προβλήματα που δημιουργήθηκαν πρέπει να μας απασχολήσουν προς δύο κατευθύνσεις. Πρώτα στην στρατηγική που έχει να κάνει με την διαφύλαξη αξιών της γέννησης αυτού του πολιτικού οργανισμού και από την οργανωτική πλευρά τη συστράτευση μελών και στελεχών στο Κ.Ε.Α.Δ. που πρέπει να είναι ο στόχος του έκτακτου συνεδρίου και οργάνων που θα προκύψουν από αυτό. Όπως ανέφερε στην ομιλία του ο φίλος μου και γενικός γραμματέας Λεονάρδος Σώλης εμείς έχουμε χρέος να ακολουθούμε ανεξάρτητη πολιτική εκπροσωπώντας με αξιοπρέπεια και αντικειμενικά το εκλογικό μας σώμα. Αυτά γίνονται πραγματικότητα εάν εμείς συνεχίσουμε τις προσπάθειες πρώτα από όλα στην αίθουσα της Βουλής και δεύτερον ένα συνεχή διάλογο με τον κόσμο μας. Αυτή πρέπει να είναι η δική μας φιλοσοφία και καθοδήγηση, επίμονη συνεργασία για τα συμφέροντα της κοινότητας μας και παραλλήλως προς όφελος της ένταξης της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Κύριε πρόεδρε του Κ.Ε.Α.Δ., στο όνομα της οργάνωσης μας ΟΜΟΝΟΙΑ, ως εκπρόσωπος της ελληνικής μειονότητας αλλά και εκ μέρος μου σας εγγυόμαστε την συνεχή αρωγή μας και συνάμα ζητούμε ο πολιτικός σας λόγος να είναι πιο δυνατός για όλα τα προβλήματα που απασχολούν την ελληνική κοινότητα της Αλβανίας. Εκμεταλλευόμενος την ευκαιρία που μου δώσατε για τον σύντομο χαιρετισμό σας εύχομαι επιτυχίες στο έκτακτο συνέδριο αλλά και στον ιερό σκοπό που υπηρετείται προς όφελος των αδυνάτων.


ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΕΑΔ της ΥΠΟΨΗΦΙΑΣ με την ΟΜΟΝΟΙΑ στις βουλευτικές εκλογές ΗΕΛΚΤΡΑΣ ΚΙΚΗ

Τίρανα, 19.12.2009

Αγαπητοί σύνεδροι,Αξιότιμοι κυρίες και κύριοι,
καταρχήν θα ήθελα να ευχηθώ καλή επιτυχία στο συνέδριο του κόμματός μας. Εγώ, μαζί με μία ημερίδα ανθρώπων που ζούμε και εργαζόμαστε στην Ελλάδα, αλλά όλα αυτά τα χρόνια ήμασταν ενεργά μέλη είτε της Ομόνοιας είτε του ΚΕΑΔ, βρισκόμαστε σήμερα εδώ να ενισχύσουμε την πολιτική μας δύναμη και να συμβάλλουμε στην εξάλειψη της εσωστρέφειας και του διχασμού που το τελευταίο χρονικό διάστημα κάποιοι προσπάθησαν να σπείρουν. Βρισκόμαστε σήμερα εδώ να δηλώσουμε ότι ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός ζητά ένα κόμμα ισχυρό, ανεξάρτητο και σταθερό στις αποφάσεις του. Σήμερα η ιστορία του κόσμου καταγράφεται με ραγδαίες εξελίξεις και εμείς θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι δίπλα στην αφυπνισμένη συνείδησή μας να λειτουργήσει ο ορθολογισμός και η δύναμη του «αγωνίζομαι».
Αγαπητοί συναγωνιστές,εμείς που συμμετάσχουμε στο συνέδριο, έχουμε ο καθένας μας διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις. Στην Ελλάδα, ως επί το πλείστον, έχουμε ενταχθεί σε διάφορα πολιτικά κόμματα. Σήμερα όμως βρισκόμαστε εδώ, τι μας ενώνει; Θα έλεγα πως μας ενώνει και θα μας ενώνει για πάντα η εθνική μας ταυτότητα, η εθνική μας συνείδηση, ώστε στο πολιτικό γίγνεσθαι της Αλβανίας να είμαστε μέλη μόνο ενός κόμματος, του κόμματος που εξυπηρετεί επάξια τα συμφέροντα του έθνους μας, τα συμφέροντα κάθε Δροπολίτη, κάθε Βουρκάρη, κάθε Χιμαριώτη, κάθε Κορυτσαίου και εν γένει κάθε Βορειοηπειρώτη. Και αυτό το κόμμα, αυτή η πολιτική δύναμη είναι μόνο η Ομόνοια και το ΚΕΑΔ που δημιουργήσαμε και που στα χρόνια του μετά την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία απέδειξαν στην πράξη ότι είναι ικανά, παρ’ όλες τις δικαιολογημένες αδυναμίες τους, να φέρουν εις πέρας την αποστολή που τους ανέθεσε η ιστορία.
Με καθαρό πατριωτικό αίσθημα έθεσα τον εαυτό μου στη διάθεση της οργάνωσης ΟΜΟΝΟΙΑ-ΚΕΑΔ και κατ΄ επέκταση του Βορειοηπειρωτικού Ελληνισμού, με γνώμονα το εθνικό συμφέρον και πιστή στα ιδεώδη της φυλής μας. Ως υποψήφια βουλευτής, έδωσα έναν δίκαιο και καθαρό αγώνα έχοντας κατά νου τα προβλήματα του απλού Βορειοηπειρώτη και τις τρέχουσες εθνικές εξελίξεις.
Με λύπη μου και με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι μέλη του Γενικού Συμβουλίου της Ομόνοιας και του ΚΕΑΔ που εδώ και χρόνια μας πουλούσαν και αγόραζαν «πατριωτισμό», έφθασαν στο σημείο να εξυπηρετούν συμφέροντα αλβανικών κομμάτων με σκοπό πάντα το προσωπικό τους όφελος. Ο εκφοβισμός, ο εκβιασμός και η απόλυση δημοσίων υπαλλήλων από τα καθήκοντά τους ήταν τα βασικότερα επιχειρήματα της πολιτικής τους πρακτικής. Βέβαια, όλα αυτά είχαν ένα σκοπό: την καταλήστευση των ψήφων των Βορειοηπειρωτών. Το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο και γι’ αυτό φέρει ευθύνη σύσσωμος ο Βορειοηπειρωτικός Ελληνισμός.
Ως υποψήφια της Ομόνοιας – ΚΕΑΔ στις εκλογές της 28ης Ιουνίου στην περιφέρεια Αργυροκάστρου, συμμετέχοντας άμεσα στην προεκλογική καμπάνια τόσο στο Αργυρόκαστρο όσο και στην Ελλάδα, κατέληξα στα κάτωθι συμπεράσματα: Πρώτο: Η επιλογή των ατόμων που εκπροσωπούν την πολιτική δύναμη δύναται να γίνεται με κριτήριο την δράση τους στο χώρο της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας. Δεύτερο: Αυτοί που θα εκλέγονται θα πρέπει να είναι απαλλαγμένοι από οικονομικά συμφέροντα και ιδιοτελείς σκοπούς.
Κατά την άποψή μου, τα τελευταία γεγονότα που έλαβαν χώρα στους κόλπους της Ομόνοιας και του ΚΕΑΔ οφείλονται σε αλλότριους σκοπούς, οι οποίοι οδήγησαν κάποιους να απομακρυνθούν από τους πολιτικούς σχηματισμούς και να «δωρίσουν» τη διάσπαση στην Εθνική Ελληνική Μειονότητα. Όλοι αυτοί οι καρεκλομανείς και οι θεσιθήρες είναι οι πιο επικίνδυνοι στο υγιές σώμα του πολιτικού μας φορέα, διότι προσπάθησαν και προσπαθούν να υπονομεύουν την ενότητα στο κόμμα και στην οργάνωση.
Όμως δεν θα μακρηγορήσω για γεγονότα, τα οποία είναι ευρέως γνωστά και για άτομα, τα οποία η ιστορία μας τα έχει διαγράψει από τις σελίδες της.
Τι πρέπει να κάνουμε από εδώ και στο εξής; Πώς πρέπει να ενεργήσουμε για την περαιτέρω ενίσχυση του κόμματος; Εκφράζω κι εγώ την ταπεινή μου άποψη.
Εκείνο που έχω διαπιστώσει και χρήζει άμεσης επεμβάσεως είναι η ουσιαστική αναδιοργάνωση του κόμματος. Μια τέτοιου είδους αναδιοργάνωση θα δημιουργήσει σχέσεις εμπιστοσύνης ανάμεσα στο κόμμα και στην εκλογική βάση. Μας παρουσιάζεται μοναδική δυνατότητα να προχωρήσουμε μπροστά, να εκμεταλλευτούμε τα πρόσφατα γεγονότα τώρα που έχει χωρίσει η ήρα από το στάρι. Στη συνέχεια, το βασικό κύτταρο του κόμματος να αποτελείται από στελέχη που έχουν αποδείξει με το έργο τους, την ικανότητά τους και την ανιδιοτέλειά τους. Επίσης θα πρέπει στα αντιπροσωπευτικά όργανα να συμμετάσχουν και εν Ελλάδι Βορειοηπειρώτες, αφού το μεγαλύτερο δυναμικό μας διαβιεί στην Ελλάδα.
Τέλος κατά την άποψή μου, εφόσον το ΚΕΑΔ στη συντριπτική του πλειοψηφία πλαισιώνεται από μέλη της ελληνικής κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων και των Ελληνοβλάχων, θα πρέπει να υπάρχει ρητή διάταξη πουν θα αναφέρεται στην προστασία και κατοχύρωση των απαράγραπτων δικαιωμάτων της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας, χωρίς να θέλω να θίξω καμία άλλη εθνική ομάδα. Με αυτόν τον τρόπο θα αφοπλιστούν όλοι εκείνοι που επιδιώκουν να δημιουργήσουν άλλον πολιτικό φορέα και θα έχουμε μία πιο ισχυρή αντιπροσώπευση στα πολιτικά δρώμενα.
Σας ευχαριστώ για την καλοσύνη σας να με ακούσετε, προτού εκφράσω για μία ακόμη φορά τις ευχές μου για την επιτυχία του συνεδρίου θέλω να τονίσω ότι διανύουμε δύσκολους καιρούς για το εθνικό μας θέμα. Ας μην επιτρέψουμε σε εξωγενείς παράγοντες να αποφασίζουν για εμάς χωρίς εμάς.



ΟΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΒΑΝΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΩΝ ΤΣΑΜΗΔΩΝ ΣΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΕΑΔ


Βάρβαρη επίθεση πραγματοποίησαν οι τσάμηδες βουλευτές στην χθεσινή συνεδρίαση της αλβανικής Βουλής εναντίον του προέδρου του Κ.Ε.Α.Δ. Βαγγέλη Ντούλε.
Αφορμή στάθηκε η ομιλία του προέδρου του Κ.Ε.Α.Δ. στο συνέδριο του κόμματος του που διεξήχθη πριν από λίγες ημέρες. Ο κύριος Ντούλες υποστήριξε ότι η πολιτική σκηνή στην Αλβανία είναι σε μαύρο χάλι, υπάρχουν κόμματα τα οποία προσπαθούν να βρουν κομματική πελατεία σε φαντάσματα του παρελθόντος.

Στην δήλωση αυτή του προέδρου του Κ.Ε.Α.Δ. αντέδρασαν οι τσάμηδες βουλευτές Ιντρίζι και Ταχίρι καθώς αναγνώρισαν τους εαυτούς τους. Στην πεντάλεπτη ομιλία του ο κύριος Ταχίρι αναφέρθηκε στον κύριο Ντούλε βρίζοντας τον και χαρακτηρίζοντας τον ανθαλβανό και εχθρό των τσάμηδων κ.α..
Ο κύριος Ντούλες απάντησε λέγοντας ότι δεν έκανε καμιά συγκεκριμένη αναφορά και όποιος έχει την μύγα μυγιάζεται.
Η τακτική αυτή μπορεί να αποφέρει κάποιους ψήφους στους τσάμηδες βουλευτές αλλά δεν βοηθά την ευρωπαϊκή προοπτική της Αλβανίας.
Με ακόμη πιο βαριές εκφράσεις καταφέρθηκε εναντίον του κυρίου Ντούλε και ο έτερος τσάμης βουλευτής Αυλώνος κύριος Ιντρίζι.
Την στιγμή που ο πρόεδρος του Κ.Ε.Α.Δ. απαντούσε στις αιτιάσεις του κυρίου Ιντρίζι, όπως προβλέπει ο κανονισμός της αλβανικής Βουλής, ο κύριος Ταχίρι κινήθηκε απειλητικά εναντίον του κυρίου Ντούλε και χάρις την ψυχραιμία των περισσοτέρων αποφεύχθηκαν τα χειρότερα.
Οι προκλήσεις προς τον πρόεδρο του Κ.Ε.Α.Δ. συνεχίστηκαν και σήμερα καθώς άτομο κάλεσε από αναγνωρίσιμο τηλέφωνο κάνοντας αναφορά στο τσάμικο θέμα ενώ απείλησε ακόμη και για την ζωή του. Ο κύριος Ντούλες έκανε αναφορά και καταγγελία στην εισαγγελία του κράτους.
Σε αυτό το σημείο θα θέλαμε να τονίσουμε και να υπενθυμίσουμε ότι ο κύριος Ταχίρι είναι στην Βουλή χάρις στους ψήφους που μάζευαν για την δεξιά συμμαχία οι κύριοι Μπάρκας, Μήτσιος κ.α. συνεπικουρούμενοι από κάποιους ανεύθυνους νομάρχες στον ελληνικό χώρο.
Μέσω των διπλωματικών αρχών ενημερώθηκε η ελληνική πολιτεία για την αναίτια και βάρβαρη πρόκληση ενώ αναμένεται η αντίδραση της.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2009

Ο Ελληνισμός της Αλβανίας




Κοινωνία και Παιδεία της
Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία.


Θεοφάνης ΜΑΛΚΙΔΗΣ

Εισαγωγή


Εδώ και πολλά χρόνια, ουσιαστικά αιώνες σε πολλές περιοχές στον Ευρωπαικό χώρο, τα προβλήματα των μειονοτήτων και ιδιαίτερα τα εκπαιδευτικά, είναι αναμφισβήτητα υπαρκτά και έντονα. Οι περισσότερες χώρες, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, όπου αναπτύσσεται μια έντονη δραστηριότητα για τα μειονοτικά ζητήματα με διεπιστημονικές προσεγγίσεις που αποκαθιστούν το μειονοτικό ως ένα από τα κεντρικά σημεία αναφοράς της κοινωνικής, πολιτικής και πολιτισμικής ιστορίας του τόπου (Λαφαζάνη, 1997, 12), αν και δείχνουν θέληση και πρόθεση για την αντιμετώπισή τους, δεν προχωρούν σε ουσιαστική επίλυση των προβλημάτων τους.
Στη χρονική φάση που διανύουμε, παρατηρείται μία συνεχώς αυξανόμενη ένταση στον τομέα των μειονοτικών διεκδικήσεων. Οι πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις, στην περιοχή της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, καθώς και στο χώρο της Χερσονήσου του Αίμου, έφεραν (ξανά) στο προσκήνιο ένα πρόβλημα, το οποίο στην πραγματικότητα δεν είχε ποτέ διευθετηθεί και επιλυθεί: το ζήτημα της προστασίας της ταυτότητας, αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών πληθυσμών. Εξάλλου, στον Ευρωπαϊκό χώρο, και ιδιαίτερα στη Βαλκανική χερσόνησο, όπου οι εδαφικές και πληθυσμιακές ανακατατάξεις αποτελούν πολιτική και πρακτική αιώνων, είναι αναμενόμενο το φαινόμενο αυτό να παρουσιάζεται πολύ πιο έντονο και διαρκές.
Το ζήτημα της μειονοτικής εκπαίδευσης, το θέμα της διάχυσης της γνώσης στη μητρική γλώσσα, της ύπαρξης εκπαιδευτηρίων, τα οποία θα συμβάλλουν στην ύπαρξη των μειονοτικών ομάδων, κυριαρχεί στα αιτήματα των μειονοτικών ομάδων και αποτελεί ένα από τα βασικά αίτια προστριβών, πολιτικών αντεγκλήσεων, ενώ προτάσσεται ως καθοριστικός παράγοντας ακόμη και για την ανάληψη ένοπλης δράσης, ενάντια στην πλειονότητα.
Η ανάλυση του ζητήματος της μειονοτικής εκπαίδευσης, στην περίπτωση της Ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία, λαμβάνει υπ’ όψην τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της παιδείας στη χώρα, όπως διαμορφώνονται τόσο από την εφαρμογή διεθνών συνθηκών και τις τοπικές νομικές και άλλες ρυθμίσεις, όσο και από τις κοινωνικές, πολιτικές και γεωγραφικές συνθήκες της περιοχής.
Επιχειρείται μια προσέγγιση των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η μειονοτική εκπαίδευση στην Αλβανία, καθώς και η δυσκολία να εξασφαλιστεί η πολιτισμική διαφορετικότητα και να διατηρηθεί η κοινωνική συνοχή, στην παιδεία αλλά και τη συνέχεια της ελληνικής μειονότητας. Γεγονός το οποίο έχει άμεση επίπτωση στην εκπαιδευτική, κοινωνική και οικονομική υστέρηση των μελών και τελικό αποτέλεσμα τον κοινωνικό και πολιτισμικό αποκλεισμό της από την ευρύτερη κοινωνία.


Το πλαίσιο για τις μειονότητες


Η αρχή της μη διάκρισης για τις μειονότητες.
Η προβληματική της διεθνούς κοινότητας, όσον αφορά στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των μειονοτικών ομάδων, έχει περάσει από διάφορα στάδια. Από την ίδρυση της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ), όπου και οι συμβάσεις «περί μειονοτήτων» (Azcarate, 1945, 23) μέχρι την αρχή του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είχε δοθεί έμφαση στο θέμα της ομαλής ενσωμάτωσης των διαφόρων ομάδων στις κυρίαρχες κοινότητες. Με το τέλος του πολέμου και την ίδρυση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (Ο.Η.Ε), και έχοντας υπόψη, τα ζητήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της παγκόσμιας σύγκρουσης σχετικά με τις μειονότητες, η διεθνής κοινότητα θα προβεί σε ενέργειες προς τη δημιουργία ενός θεσμικού πλαισίου, το οποίο θα μπορούσε να διασφαλίσει το σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθιερώνοντας την αρχή της μη-διάκρισης λόγω φυλής, φύλου, θρησκείας ή γλώσσας.
Στο σημείο αυτό γίνεται ένα σημαντικό βήμα, το οποίο δεν είναι, ωστόσο, αρκετό για να εξασφαλίσει την ουσιαστική προστασία των μειονοτήτων και να διαφυλάξει τη διαφορετικότητά τους. Το βασικό μειονέκτημα της προσέγγισης αυτής, εκτός από το γεγονός ότι τα μειονοτικά δικαιώματα εντάχθηκαν ως ιδιότυπη προστασία στο corpus των δικαιωμάτων του ανθρώπου χωρίς να κρατήσουν την αυτοτέλειά τους, (Τσιτσελίκης, 1997, 26) ήταν ότι θεωρούσε πως η εφαρμογή της αρχής της μη-διάκρισης αποτελεί επαρκή εγγύηση για την προστασία των μειονοτήτων, άποψη η οποία επέφερε μια ταύτιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων με τα ατομικά δικαιώματα.
Ο προβληματισμός και η συζήτηση στη διεθνή κοινότητα, βασίζεται στο συλλογισμό ότι, για να ενταχθούν ομαλά στο κοινωνικό σύνολο, τα μέλη των μειονοτικών ομάδων δεν θα έπρεπε να διαφέρουν από τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας μέσα στην οποία ζουν, θεωρία που κυριαρχεί σε όλα τα διεθνή συμβατικά κείμενα της περιόδου. Έτσι τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν απλώς την υποχρέωση να μην εμποδίζουν τα μέλη των μειονοτικών ομάδων να κάνουν χρήση της γλώσσας τους, να ασκούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα ή να τηρούν τα έθιμά τους. Η προσέγγιση αυτή πηγάζει κυρίως από την αντίθεση πολλών κρατών στο να παραχωρήσουν συλλογικά δικαιώματα σε μειονοτικές ομάδες, φοβούμενα ότι μια τέτοια παραχώρηση θα εισήγαγε μια συλλογική διάσταση μειονοτικής πραγματικότητας και ύπαρξης και θα οδηγούσε στην ανεπιθύμητη συσπείρωση των μειονοτικών πληθυσμών. Η προσέγγιση αυτή γινόταν πολύ πιο δύσκολη στην υλοποίησή της, τόσο έχοντας υπόψην τα πρόσφατα γεγονότα του πολέμου, όσο και τα επίκαιρα κινήματα στις χώρες της περιφέρειας.
Η μελέτη των συμβατικών κειμένων που υιοθετήθηκαν, κυρίως μέσα από διαδικασίες του Ο.Η.Ε., δίνει την εντύπωση ότι τα κυρίαρχα κράτη δεν επιθυμούν να δεσμευθούν απέναντι στις μειονότητές τους. Ουσιαστικά διακηρύσσουν την πρόθεσή τους να μη σταθούν εμπόδιο στην άσκηση των δικαιωμάτων των εθνικών, θρησκευτικών και γλωσσικών μειονοτήτων, χωρίς, να δεσμεύονται να προωθήσουν και να στηρίξουν τις προσπάθειες των ομάδων αυτών για συνοχή. Χαρακτηριστικά αναφέρονται η ιταλοαυστριακή σύμβαση σχετικά με τη γερμανόφωνη μειονότητα του Άλτο Άντιτζε, η ιδρυτική συνθήκη του αυστριακού κράτους, η οποία καθορίζει το πλαίσιο προστασίας της ουγγρικής, σλοβενικής και κροατικής μειονότητας, οι διακυρήξεις της Δανίας και της Γερμανίας για τις μειονοτικές ομάδες. (Minority Rights Group, 1991, 45)
Ειδικότερα η Αλβανία, μεταπολεμικά παρουσιάστηκε απρόθυμη στην επικύρωση βασικών διεθνών συμβάσεων, όπως το Διεθνές Σύμφωνο Οικονομικών, Κοινωνικών και Πολιτιστικών Δικαιωμάτων του Ο.Η.Ε, το οποίο καταχύρωνε και εκπαιδευτικές πληροφορίες, ενώ επικύρωσε άλλες, όπως η Συμφωνία για τα Πολιτικά Δικαιώματα της Γυναίκας (1952) και τη Συμφωνία για την Καταστολή του Εγκλήματος της Γενοκτονίας (1948) (Amnesty Interantional 1991, 92).
Το ζήτημα της προστασίας των μειονοτήτων, αντιμετωπίζεται πιο συγκροτημένα και ολοκληρωμένα -το ψυχροπολεμικό ωστόσο πλαίσιο υπάρχει ακόμη- από τη Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (Δ.Α.Σ.Ε), σήμερα Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη ( Ο.Α.Σ.Ε.), καθώς στην Τελική Πράξη του Ελσίνκι (1975) γίνεται κάποια αναφορά, στην πολιτιστική συνεισφορά των μειονοτικών πληθυσμών και στην ανάγκη διευκόλυνσής τους από τα κράτη διαβίωσή τους. Οι εξαγγελίες και η ύπαρξη αναφορών περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων που συμπεριλαμβάνονταν στην Τελική Πράξη, αν και δημιουργούσαν την εντύπωση ότι δεν είχαν σημαντικές διαφορές από τα αντίστοιχα κείμενα του Ο.Η.Ε., εντούτοις εμφάνιζαν κάποιου είδους παραχωρήσεις από την κρατική πλευρά και αναφέρονταν, για πρώτη φορά, όχι μόνο στην ανάγκη για σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και για «προαγωγή και ενθάρρυνσή τους».
Στο κείμενο της Βιέννης (1989), το τελευταίο πριν τις αλλαγές στον Ευρωπαικό και Βαλκανικό χώρο με την πτώση των σοσιαλιστικών καθεστώτωνν, που έδωσε μία άλλη διάσταση στο ζήτημα των μειονοτήτων, αναφέρεται ότι τα κράτη θα πρέπει «να φροντίσουν ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες ή τοπικούς πολιτισμούς […] να αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους σε όλους του τομείς». Σχετικά με το θέμα της εκπαίδευσης, αναγνωρίζεται στα μέλη των μειονοτικών ομάδων το δικαίωμα να «…μεταδίδουν ή να λαμβάνουν παιδεία που να σχετίζεται με το δικό τους πολιτισμό, συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος των γονιών να μεταφέρουν στα παιδιά τους τη γλώσσα, τη θρησκεία και την πολιτιστική τους ταυτότητα…», χωρίς όμως να υπάρχουν και να οριοθετούνται και εδώ, κάποιες συγκεκριμένες υποχρεώσεις από την πλευρά των κρατών.

Οι αλλαγές στον Ευρωπαικό χώρο μετά το 1991


Η πτώση των καθεστώτων που κυριαρχούσαν στην ανατολική και κεντρική Ευρώπη καθώς και στη Χερσόνησου του Αίμου- ορισμένα είχαν κάποιας μορφής μειονοτική πολιτική- ανέδειξε το θέμα της παραχώρησης ειδικών δικαιωμάτων, τα οποία αποσκοπούν πλέον στη διάσωση της ελεύθερης έκφρασης της διαφορετικότητας αλλά και της ίδιας της ύπαρξης των μειονοτικών ομάδων.
Ο διεθνής παράγοντας αρχίζει να κατανοεί και μπροστά στο πρόβλημα των προσφύγων που δημιουργούνται λόγω των κρατικών πολιτικών, αλλά και των ένοπλων συγκρούσεων που αρχίοζυν, ότι επιβάλλεται να προχωρήσει στη διαμόρφωση του δικαιώματος στην προστασία της ιδιαίτερης ταυτότητας μειονοτήτων, όσο και στο ζητούμενο του εκδημοκρατισμού των καθεστώτων. Τον Ιούνιο του 1990 υιοθετείται το κείμενο της Διακήρυξης της Κοπεγχάγης, στο οποίο για πρώτη φορά τα συμβαλλόμενα κράτη αναλαμβάνουν τη δέσμευση να προστατεύσουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητα των μειονοτικών ομάδων και να δημιουργήσουν τις κατάλληλες συνθήκες για την προώθησή της.
Στο 4ο κεφάλαιο, παρ.33, της Διακήρυξης, περιλαμβάνεται ένα σύνολο διατάξεων, το οποίο αναφέρεται συγκεκριμένα στην προστασία των μειονοτήτων και των μελών τους. Στη συνέχεια τονίζεται ότι, για την προώθηση του έργου που αναλαμβάνουν τα κράτη προτείνεται να συμβουλεύονται αντιπροσώπους των μειονοτικών πληθυσμών. Με τον τρόπο αυτό οι διάφορες ομάδες, μέσα στις πολιτιστικές και άλλες τους διαφοροποιήσεις, αναγνωρίζονται για πρώτη φορά όχι μόνο ως φορείς δικαιωμάτων αλλά και ως αποδέκτες μιας επίσημης κρατικής πολιτικής. Τα κράτη τα οποία υπογράφουν και επικυρώνουν τη Σύμβαση συμφώνουν και διακυρρήτουν ότι «…ο σεβασμός των δικαιωμάτων των ατόμων που ανήκουν σε μειονότητες […] αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα για την ειρήνη, τη δικαιοσύνη, τη σταθερότητα και τη δημοκρατία…».
Στο κείμενο της Διακήρυξης σημειώνεται επίσης το δικαίωμα των μειονοτικών πληθυσμών να «…προστατεύσουν την εθνική, πολιτιστική, γλωσσική και θρησκευτική ταυτότητά τους…», με τη βοήθεια των κρατών μέσα στα οποία ζουν, σημείο το οποίο για πρώτη φορά γίνεται τόσο σαφές . Η Διακήρυξη εκχωρεί στα άτομα που ανήκουν σε εθνικές μειονότητες έναν αριθμό συγκεκριμένων δικαιωμάτων, τα οποία θα μπορούν να εξασκούν ατομικά ή και από κοινού με άλλα μέλη της ομάδας τους. Τους αναγνωρίζεται το δικαίωμα να χρησιμοποιούν ελεύθερα τη μητρική τους γλώσσα, κατ’ ιδίαν ή δημόσια, να συγκροτούν και να συντηρούν ιδρύματα, οργανώσεις και εκπαιδευτικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς συνδέσμους, και να ακολουθούν και να ασκούν ελεύθερα το θρήσκευμά τους. Η Αλβανία προσήλθε ως παρατηρητής στην Κοπενχάγη, υιοθετώντας μια σειρά από ζητήματα προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. (Revue Universelle des Droit del’ Homme, 1990, 339-346).

Ο νέος μηχανισμός προστασίας των μειονοτήτων


Την 21η Νοεμβρίου του 1990 θα υπογραφεί «ο Χάρτης του Παρισιού για μια νέα Ευρώπη», ο οποίος εξέταζε το μειονοτικό ζήτημα από θετική οπτική γωνία, αποτελώντας ταυτόχρονα πραγματική διακήρυξη των πιστεύω της ηπείρου μετά την πτώση του τείχους, καθώς τόνιζε την άμεση σύνδεση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου.
Συνειδητοποιώντας την επιτακτικότητα της ενίσχυσης συνεργασίας, σε συνδυασμό με τις ραγδαίες αλλαγές στο χώρο, αλλά και σε διεθνές επίπεδο στο θέμα των μειονοτήτων, τα κράτη που συμμετείχαν στο Παρίσι, αποφάσισαν τη σύγκληση ειδικής επιτροπής εμπειρογνωμόνων με σκοπό την περαιτέρω διευκρίνιση και διεύρυνση των αρχών της Κοπεγχάγης. Τον Ιούνιο του 1991, στη Γενεύη, οι διαπραγματεύσεις αποδείχτηκαν εξαιρετικά δύσκολες, σε σημείο μάλιστα ώστε να υπάρξει κίνδυνος οι συμμετέχοντες να μην καταφέρουν να καταλήξουν σε ένα τελικό κείμενο. Τα αποτελέσματα της Σύσκεψης, όπως αποτυπώνονται στην Έκθεση της Γενεύης, ήταν απογοητευτικά, καθώς επιβεβαίωναν τη δυσχέρεια και τη δυσκολία επίλυσης του ζητήματος των μειονοτήτων. Περιορίστηκαν στο συμπέρασμα ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να επιλυθούν τα προβλήματα στις περιοχές όπου γίνεται προσπάθεια για ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών, καθώς εκεί τα θέματα που αφορούν στους μειονοτικούς πληθυσμούς είναι ιδιαίτερα επιτακτικά και η επίλυσή τους αποτελεί ίσως το σημαντικότερο βήμα προς την πολιτική σταθερότητα και την κοινωνική πρόοδο.
Το φθινόπωρο του 1991 (Σεπτέμβριος – Οκτώβριος) πραγματοποιήθηκε στα πλαίσια του της ΔΑΣΕ (Ο.Α.Σ.Ε.), στην οποία η Αλβανία είχε γίνει μέλος με τη σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας, η Συνδιάσκεψη της Μόσχας, κατά τη διάρκεια της οποίας κατεβλήθησαν προσπάθειες προσέγγισης του ζητήματος, με σκοπό να καταστεί σαφές σε όλα τα κράτη ότι η αποτελεσματική προστασία των μειονοτικών πληθυσμών που βρίσκονται στην επικράτειά τους είναι και προς δικό τους όφελος και δεν οδηγεί στην αποσύνθεση της εθνικής τους ενότητας. Παράλληλα, ένα πολύ σημαντικό βήμα προόδου ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Συνδιάσκεψη, δηλώνοντας ότι πρέπει να ασκηθεί η απαραίτητη πίεση ώστε να μην έγκειται πλέον στη διακριτική ευχέρεια του κάθε κράτους η εφαρμογή ή μη των διεθνών κανόνων προάσπισης των δικαιωμάτων και των ελευθεριών των μειονοτικών πληθυσμών. Στη Συνδιάσκεψη έγινε παρέμβαση από εκπροσώπους της ελληνικής κοινότητας στην Αλβανία, οι οποίοι τόνισαν τον περιορισμό των δικαιωμάτων των Ελλήνων, ενώ έθεσαν και το ζήτημα της εκπαίδευσης, τονίζοντας την πολιτισμική καταπίεση και την αφομοίωση της μειονότητας. (Αmpatzis – Malkidis, 2000, 45)
Η στάση της διεθνούς κοινότητας στον τομέα του σεβασμού της ταυτότητας των μειονοτήτων, ήταν για μεγάλη χρονική περίοδο αμφιλεγόμενη, καθώς από τη μια πλευρά εκδηλώνε την επιθυμία της να προστατεύσει τους μειονοτικούς πληθυσμούς και να συμβάλλει ενεργά στο σεβασμό της διαφορετικότητάς τους και από την άλλη απέφευγε να προβεί σε δεσμεύσεις και κυρίως επίσημες αναγνωρίσεις της οντότητας των μειονοτικών πληθυσμών. Η περίπτωση του Ευρωπαικού Χάρτη για τις Περιφερειακές ή Μειονοτικής Γλώσσες, και πολύ έντονα της Σύμβασης Πλαίσιο για τις Εθνικές Μειονότητες του Συμβουλίου της Ευρώπης, είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα, αφού η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε ένα εξαιρετικά εύκαμπτο σχήμα, το οποίο θα μπορούσε να ανταποκρίνεται στις κατά τόπους ειδικές περιστάσεις στις οποίες χρησιμοποιείται η μειονοπτική γλώσσα, ενώ την ταυτόχρονα απέφευγε να συγκεκριμενοποιήσει και να αναλύσει το νομικό πλαίσιο σε δικαιώματα υπέρ των μειονοτήτων.
Είναι λοιπόν εμφανές το πόσο ισχυρός και επικίνδυνος παράγοντας θεωρείται η συνειδητοποίηση της ιδιαίτερης ταυτότητας των μειονοτικών πληθυσμών, και οι προσπάθειες για κατοχύρωσή της από την πλευρά των μειονοτήτων, κυρίως όταν τα ίδια τα κράτη έχουν πλήρη επίγνωση ότι την έχουν εσκεμμένα αγνοήσει τόσο καιρό. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, ακολουθεί η διεθνής κοινότητα ένα δρόμο χαμηλής και ήπιας προσέγγισης, προσπαθώντας να περιορίσει στο μικρότερο βαθμό δυνατόν τη λήψη μέτρων, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν ανακατατάξεις και αναταράξεις και να φέρουν σε δύσκολη θέση τις κράτη, που έχουν αποδεχθεί κάποιες δεσμεύσεις.
Την περίοδο που ακολούθησε την ίδρυση του Ο. Η. Ε., ήταν αυτή των θεωρητικών προσεγγίσεων και δεσμεύσεων των κρατών στα μειονοτικά ζητήματα, που αποδεικνύει την ελλειπή κάλυψη που παρείχε το διεθνές περιβάλλον και σύστημα. Το κύριο βάρος σήμερα πρέπει να δοθεί στους μηχανισμούς διασφάλισης της εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου που ήδη υπάρχει, καθώς και στην περαιτέρω διεύρυνσή του. Τα κράτη οφείλουν να κατανοήσουν ότι η λήψη των αναγκαίων από τις σημερινές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές περιστάσεις, μέτρων για την αποτελεσματική προστασία των μειονοτικών πληθυσμών είναι και προς δικό τους όφελος και δεν οδηγεί στην αποσύνθεση της εθνικής τους ενότητας. Το κυρίαρχο κράτος οφείλει να κατανοήσει ότι μπορεί να συνυπάρχει με τις μειονότητες, να τις βοηθήσει να ενταχθούν στην κοινωνία, σεβόμενη την ταυτότητά τους, και να χρησιμοποιήσει εποικοδομητικά την παρουσία τους, εξασφαλίζοντάς τους την προστασία του κράτους και ίσες ευκαιρίες με τους υπόλοιπους πολίτες. Η παρουσία και η έννομη δράση των μειονοτήτων κάθε είδους αποτελεί, όχι μόνο μια δημοκρατική υποχρέωση αλλά ένα ουσιαστικό στοιχείο του πολιτισμού των διαφόρων χωρών. (Καραμπελιάς, 1993,122)
Η ελληνική μειονότητα μπορεί να αποτελέσει μέσα σε ένα πλαίσιο που οφείλει να δημιουργήσει ή να εφαρμόσει η Αλβανία, αφού υπάρχει η διεθνής εμπειρία, μια δύναμη υπέρβασης των εθνικών απομονωτισμών, όταν δεν λειτουργεί ως στρατηγική μειονότητα που χρησιμοποιείται από τη χώρα μητρόπολη σε βάρος της χώρας διαμονής τους. Τότε γίνεται παράγοντας έχθρας, αντιπαράθεσης. Η ελληνική μειονότητα με την ίδια την ύπαρξή της, μπορε;i να συνεισφέρει με την ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητά της στην ανασυγκρότηση της Αλβανίας, μπορεί να στηρίξει και να συμβάλλει ουσιαστικά, στη βαλκανική συνεννόηση και την πορεία της Αλβανίας, προς τη δημοκρατία, το σεβασμό των πολιτικών και ανθρώπινων ελευθεριών και την ανάπτυξη. (Φιλανιώτης-Χατζηαναστασίου, 1992,105).
Και αυτό μπορεί να το πετύχει αφού έχει ιστορικά καλές σχέσεις με τις ομάδες του αλβανικού λαού, διαθέτει βαθιά δημοκρατική παράδοση με την ενεργό της συμμετοχή στον αντιφασιστικό αγώνα και έχει πείρα ζωής της ελληνοαλβανικής κοινωνικής ζωής και των βαλκανικών ισορροπιών.

Η Αλβανία και η Ελληνική μειονότητα


Η εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας, στοιχείο των Ελληνοαλβανικών σχέσεων


Η Αλβανία, συνορεύει με την Ελλάδα, την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας και βρέχεται από το Ιόνιο Πέλαγος και την Αδριατική Θάλασσα. Έχει έκταση 28.750 τ.χλμ και πληθυσμό (1994) 3.374.000 άτομα (1994). Γλώσσα είναι η Αλβανική (επίσημη), ελληνική, ενώ τοπικά ομιλούνται διάφορες άλλες γλώσσες. Η Εθνολογική σύνθεση είναι Αλβανοί 85-92%, Ελληνες 6-12% και το με βάση το θρήσκευμα υπολογίζεται ότι υπάρχουν Μουσουλμάνοι σε ποσοστό 70%, χριστιανοί ορθόδοξοι 20%, ρωμαιοκαθολικοί 10%.Το Ακαθάριστο Εθνικό Προιόν της χώρας ήταν 2.106.875.000 δολάρια ΗΠΑ (2000) ο μέσος μηνιαίος μισθός: 75 δολάρια ΗΠΑ, ο πληθωρισμός: 42,1% και η ανεργία έφτανε στα 171.000 άτομα. (Μαλκίδης 2002, 34)
Η παρουσία της ελληνικής μειονότητας στο αλβανικό έδαφος και ο τρόπος αντιμετώπισής της από τις αλβανικές αρχές υπήρξαν ένα από τα σημαντικότερα θέματα που απασχόλησαν τις ελληνοαλβανικές σχέσεις από την εποχή ακόμη της ίδρυσης του αλβανικού κράτους. Λίγο πριν τη δημιουργία του αλβανικού κράτους οι τουρκικές στατιστικές ανέβαζαν τον ελληνικό πληθυσμό σε 113.000 άτομα, ενώ η ελληνική διοίκηση σε 117.000 σε συνολικό πληθυσμό 230.000 περίπου. Τα αριθμητικά δεδομένα υπέστησαν αλλοιώσεις κατά την πάροδο των ετών, και παρά τις αφομοιωτικές και άλλες πολιτικές που υπέστη η ελληνική μειονότητα, ο ρυθμός πληθυσμιακής αύξησής της, ήταν ανάλογος με αυτόν της υπόλοιπης Αλβανίας. Σύμφωνα με στοιχεία των Ελληνικών προξενικών αρχών, ο αριθμός των Ελλήνων ανερχόταν σε 200.000 -250.000 άτομα. Στη δεκαετία του 1980, τα ηπειρωτικά σωματεία, όπως η «Κεντρική Επιτροπή Βορειοηπειρωτικού Αγώνα», ο «Σύνδεσμος Βορειοηπειρωτών», η «Πανηπειρωτική Επιτροπή Αμερικής και Καναδά», δήλωναν ότι με στοιχεία, η μειονότητα αριθμούσε 400.000 άτομα τουλάχιστον. Η Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας στην Αλβανία, ΟΜΟΝΟΙΑ σε υπόμνημα της στη ΔΑΣΕ (Μόσχα 1991) υποστήριξε ότι η ελληνική μειονότητα πλησιάζει τις 300.000 άτομα, κάνοντας ταυτόχρονα λόγο για «αυθαίρετο γεωγραφικό διαχωρισμό της μειονότητας και στατιστική γενοκτονία». Στέλεχος της Διεθνούς Εταιρείας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε έρευνα που πραγματοποίησε στην Αλβανία, το 1991, τόνιζε ότι ο πραγματικός αριθμός των Ελλήνων είναι περίπου 300.000 και με εγκατάσταση σε όλη τη χώρα, δηλώνοντας ότι μόνο στα Τίρανα ζούσαν 15.000. (Waehling, Η Φωνή της Ομόνοιας 3/12/1991).
Από την άλλη πλευρά οι αλβανικές αρχές, υποστήριζαν, καθόλη τη διάρκεια του προηγούμενου καθεστώτος ότι ο αριθμός των ατόμων που συγκροτούσαν την ελληνική μειονότητα κυμαινόταν γύρω στις 50.000 με 59.000, στοιχεία που αντλούσαν από την τελευταία απογραφή του 1988.
Σύμφωνα με τη συνθήκη του Λονδίνου (17/5/1913), με την οποία ιδρυόταν το Αλβανικό κράτος, προβλεπόταν στο άρθρο 7 ότι «τα αφορώντα εις την εθνικότητα ζητήματα κανονισθήσονται δι’ ειδικών συνθηκών». Ήδη από την πρώτη στιγμή, όταν η ελληνική μειονότητα αναγνωρίστηκε επίσημα, ως εθνική και γλωσσική και τέθηκε υπό την προστασία της ΚτΕ, μετά από τη σχετική δήλωση της Αλβανίας της 2ας Οκτωβρίου 1921, το αλβανικό κράτος έδειξε ότι δεν είχε καμία πρόθεση να τηρήσει τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει για σεβασμό των εκπαιδευτικών και άλλων δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας που διαβιούσε στο έδαφός του μετά την οριοθέτηση της ελληνοαλβανικής μεθορίου. Τον Ιούνιο του 1921 το αλβανικό κράτος, είχε απαντήσει θετικά στα αιτήματα της Μόνιμης Ελληνικής Γραμματείας στην ΚτΕ για «τη λήψη αναγκαίων μέτρων για ανοικοδόμηση και συντήρηση ακινήτων χριστιανικής λατρείας, σχολείων και αγαθοεργίας καθώς και για ίση μεταχείριση και aσφάλεια στο νόμο και στην πράξη των Αλβανών υπηκόων που ανήκουν στις φυλετικές, γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες με τους υπόλοιπους Αλβανούς», αλλά το προστατευτικό πλέγμα λειτούργησε ανεπαρκώς για την ελληνική μειονότητα. (Γεωργούλης, 1995, 191)
Η ελληνική μειονότητα, αντιδρώντας στην πολιτική του αλβανικού κράτους, που ουσιαστικά δεν επέτρεπε την δημιουργία πλαισίου για την εκπαίδευση, προσέφυγε στην ΚτΕ στις 7 Αυγούστου 1934 (αριθμός αναφοράς στον γενικό Γραμματέα C.336.1), θέτοντας ως πρώτο ζήτημα την Αλβανική στάση, «της επιβράδυνσης ανοίγματος σχολείων και αδικαιολόγητης άρνησης διορισμού των κοινοτικών δασκάλων». Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όπου και παραπέμφθηκε από την ΚτΕ το θέμα, αποφάνθηκε (Αριθ. Πινακίου 62, Σειρά Α/Β Τεύχ. Αριθμ. 64 /6/4/1935), με την εξής γνωμοδότηση : «Όθεν το δικαστήριον καταλήγει εις το συμπέρασμα ότι το άρθορν 5 παρ. 1 της από 2ας Οκτωβρίου 1921 δηλώσεως εξασφαλίζει εις τους Αλβανούς υπηκόους ανήκοντας εις μειονότητας, φυλής, θρησκείας ή γλώσσης το δικαίωμα όπως διατηρώσει, διευθύνωσι και ελέγχωσι ιδίοις εξόδοις και ιδρύωσιν εν τω μέλλοντι αγαθοεργά ιδρύματα, θρησκευτικά ή κοινωνικά, σχολεία ή άλλα εκπαιδευτικά ιδρύματα μετά του δικαιώματος να ποιώνται εν αυτοίς χρήσιν της ιδίας των γλώσσης και να εξασκώσιν ελευθέρως την θρησκείαν των». Δια ταύτα το Δικαστήριον «δια ψήφων οχτώ έναντι τριών, είναι της γνώμης ότι η θέσις της Αλβανικής Κυβερνήσεως, κατά την οποίαν η κατάργησις των εν τη Αλβανία ιδιωτικών σχολείων, αποτελούσα γενικόν μέτρον, εφαρμοζόμενον τόσο επί της πλειονότητος, όσον και επί της μειονότητος, είναι σύμφωνος προς το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του άρθρου 5 παρ. 1 της από 2ας Οκτωβρίου 1921 δηλώσεως, δεν είναι βάσιμος»
Ωστόσο παρά την απόφαση αυτήν, η τακτική της παρεμπόδισης της μειονοτικής παιδείας, διατηρήθηκε αναλλοίωτη σε όλη την περίοδο που προηγήθηκε του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να γίνει ακόμη σκληρότερη και να προσλάβει πρωτόγνωρες διαστάσεις μετά την επικράτηση του κόμματος Εργασίας, το 1945. Σε εφαρμογή της πολιτικής αυτής οι επίσημα αναγνωρισμένες περιοχές της μειονότητας συρρικνώθηκαν αυθαίρετα σε 99 μόνο χωριά των νομών Αργυροκάστρου και Αγίων Σαράντα. Η διακυβέρνηση της Αλβανίας, από το Κόμμα Εργασίας, και η πολιτική που εφάρμοσε το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα, είχε ως αποτέλεσμα να στερηθούν σημαντικά ιστορικά κέντρα του χώρου, όπως η Χιμάρα, το Αργυρόκαστρο, η Κορυτσά, το Δέλβινο, την ελληνική παιδεία, τα σχολεία, τη χρήση της γλώσσας και οι κάτοικοί των, την ιδιαιτερότητα της εθνικής καταγωγής, το δικαίωμα στον εθνικό αυτοκαθορισμό, ενώ συνέπεια της κρατικής στάσης, «ο λαογραφικός θησαυρός των Ηπειρωτών, υπέστη μέγιστη βιβλική διάβρωση».(Ντάγιος, 1997,19) .
Τα 99 αυτά χωριά χαρακτηρίστηκαν ως «μειονοτικές ζώνες» και μόνο οι κάτοικοί τους είχαν πλέον τη δυνατότητα να χαρακτηριστούν ως «μειονοτικοί» και να διατηρήσουν τα λίγα, άλλωστε, δικαιώματα που τους εξασφάλιζε αυτός ο χαρακτηρισμός. Οι μειονοτικές περιοχές, απομονώνονται, οικονομικά, συγκοινωνιακά και πολιτικά, χώροι χαρακτηρίζονται, απαγορευμένοι, επιτηρούμενοι και εγκαθίστανται Αλβανοί δημόσιοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί από τις βόρειες επαρχίες, με τελικό στόχο η επίτευξη της αλλοίωσης της εθνικής σύνθεσης του πληθυσμού, ενώ παράλληλα, πραγματοποιήθηκαν συστηματικές προσπάθειες αφελληνισμού των ίδιων των μειονοτικών ζωνών με την αλβανοποίηση ονομάτων και τοπωνυμίων.
Ανάλογη ήταν η τύχη που επιφυλάχθηκε και για την εκπαίδευση των Ελλήνων. Τις συστηματικές προσπάθειες για τον περιορισμό του αριθμού των ελληνικών μειονοτικών σχολείων και των ωρών διδασκαλίας της ελληνικής γλώσσας, που πραγματοποιήθηκαν κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, συνέχισε και το μεταπολεμικό αλβανικό καθεστώς. Πρωταρχικοί στόχοι του νέου εκπαιδευτικού συστήματος υπήρξαν η άμβλυνση των εθνικών διαφορών, η καλλιέργεια της σοσιαλιστικής συνείδησης στους νέους και η πλήρης ενσωμάτωση των Ελλήνων στο νέο κοινωνικό πρότυπο που διαμορφωνόταν. Η παιδεία παρείχε στρατευμένη μόρφωση, η οποία πολλές φορές, όπως προκύπτει και από την εξέταση σχολικών εγχειριδίων, είχε σαφώς ανθελληνικό χαρακτήρα. (Παπαδόπουλος, 1981, 208).
Στις μειονοτικές περιοχές λειτούργησαν κρατικά οκτατάξια δημοτικά σχολεία, στις τέσσερις πρώτες τάξεις των οποίων η διδασκαλία των μαθημάτων γινόταν στην ελληνική, ενώ η αλβανική διδασκόταν ως ξένη γλώσσα. Η αναλογία αυτή αντιστρεφόταν εξολοκλήρου στις τέσσερις τελευταίες τάξεις. Τα βιβλία που χρησιμοποιούνταν ήταν απλές μεταφράσεις των αντίστοιχων αλβανικών και κάθε αναφορά στην ελληνική καταγωγή των μαθητών, την ελληνική ιστορία ή τον πολιτισμό απουσίαζε. Ελληνικά γυμνάσια δεν υπήρχαν, ενώ η μόνη ανώτερη σχολή σε ελληνική γλώσσα που λειτουργούσε ήταν η Παιδαγωγική Ακαδημία του Αργυροκάστρου, από όπου αποφοιτούσαν οι δάσκαλοι που προορίζονταν για τα ελληνικά μειονοτικά σχολεία.

Οι εξελίξεις στην Αλβανία μετά το 1991


Οι πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, που συγκλόνισαν τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης στις αρχές της δεκαετίας μας, δεν ήταν δυνατό να αφήσουν ανέπαφη την Αλβανία. Το 1991 υπήρξε, αναμφισβήτητα, μια χρονιά-σταθμός για τη νεότερη ιστορία της, καθώς η πτώση του καθεστώτος του κόμματος Εργασίας, σηματοδότησε την είσοδο της χώρας σε μια μακρά διαδικασία εκδημοκρατισμού και ενσωμάτωσης στη διεθνή κοινότητα. Στις 31 Μαρτίου διεξήχθησαν οι πρώτες πολυκομματικές εκλογές μετά από σαράντα και πλέον χρόνια ενώ ταυτόχρονα σχεδόν ξεκίνησε και η προσπάθεια (επανα)σύνδεσης της χώρας με τους διεθνείς οργανισμούς. Η Αλβανία στις 19 Ιουνίου 1991 έγινε δεκτή ως πλήρες μέλος της ΔΑΣΕ, αποδεχόμενη την Τελική Πράξη του Ελσίνκι, το Χάρτη των Παρισίων και όλα τα κείμενα της Διάσκεψης, μαζί με τις δεσμεύσεις και τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτά. Στις 11 Μαΐου 1992 σύναψε δεκαετή συμφωνία οικονομικής συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, στις 25 Ιουνίου υπέγραψε την ιδρυτική διακήρυξη της Παρευξείνιας Πρωτοβουλίας, στις 2 Δεκεμβρίου έγινε μέλος της Ισλαμικής Διάσκεψης και στις 26 του ίδιου μήνα υπέβαλε αίτηση για την εισδοχή της στο ΝΑΤΟ. Στις 23 Φεβρουαρίου 1994 έγινε μέλος του προγράμματος Σύμπραξη για την Ειρήνη, ενώ στις 29 Ιουνίου 1995 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Ευρώπης αποφάσισε την ένταξή της ως πλήρους μέλους.
Η ελληνική μειονότητα, η οποία πρωταγωνίστησε στις εξελίξεις και στην αλλαγή του καθεστώτος με μαζική συμμετοχή στις διαδηλώσεις του αλβανικού λαού, που είχαν ως επίκεντρο το πανεπιστήμιο των Τιράνων, θα ιδρύσει στις 11 Ιανουαρίου 1991, τη Δημοκρατική Ένωση της Εθνικής Ελληνικής Μειονότητας ΟΜΟΝΟΙΑ, με στόχο την εκπροσώπησή του έναντι του αλβανικού κράτους και την προάσπιση των εθνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων. Τριανταπέντε άτομα από τους Άγιους Σαράντα, το Αργυρόκαστρο και τα Τίρανα, υπογράφουν στην κωμόπολη Δερβιτσάνη, την ιδρυτική διακήρυξη της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, της πολιτικής οργάνωσης με έδρα τους Αγίους Σαράντα.
Η οργάνωση είχε ως βασικούς στόχους, «να ενώσει όλους τους Έλληνες μειονοτικούς ανεξάρτητα από την κομματική τοποθέτησή τους και τις πολιτικές πεποιθήσεις του καθενός» καθώς και «την ενίσχυση της εθνικής οντότητας της μειονότητας, μέσα από τη γλώσσα, την ιστορία, τον πολιτισμό, τις συχνότερες επαφές με τον εθνικό κορμό», ενώ στους σκοπούς της οργάνωσης συμπεριλαμβανόταν και «η συμβολή της μειονότητας στην προσπάθεια του αλβανικού λαού για πρόοδο, εκδημοκρατισμό και δημιουργία κράτους δικαίου». (Λαϊκό Βήμα, 28/2/1991).
Ως εκπρόσωπος της μειονότητας η ΟΜΟΝΟΙΑ έλαβε μέρος στις εκλογές της 31ης Μαρτίου 1991, εξέλεξε πέντε βουλευτές και αναδείχθηκε τρίτη δύναμη στο αλβανικό Κοινοβούλιο. Η απόφαση όμως της αλβανικής κυβέρνησης της 27ης Ιουνίου 1991, με την οποία απαγορευόταν η συμμετοχή στις εκλογές κομμάτων ή οργανώσεων που συγκροτούνταν σε εθνική ή θρησκευτική βάση, πυροδότησε νέο κλίμα έντασης ανάμεσα, στην Ελλάδα και την Αλβανία, η οποία οξύνθηκε ιδιαίτερα κατά τις παραμονές των εκλογών της 22ας Μαρτίου 1992, εξαιτίας των επεισοδίων που σημειώθηκαν σε αρκετές περιοχές σε βάρος Ελλήνων. Στις εκλογές αυτές η ελληνική μειονότητα εκπροσωπήθηκε τελικά από το νεοιδρυθέν Κόμμα της Ένωσης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΚΕΑΔ), το οποίο εξέλεξε δύο βουλευτές. Οι εξελίξεις αυτές, δεν προώθησαν όπως ήταν φυσικό, το ζήτημα της εκπαίδευσης της ελληνικής μειονότητας,.

Το νομικό πλαίσιο και κατάσταση στη μειονοτική εκπαίδευση


Το μεγάλο θέμα που επηρεάζει άμεσα την εξέλιξη των ελληνοαλβανικών σχέσεων και που αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο διαπραγματεύσεων και συχνής αντιπαράθεσης είναι το ζήτημα της λειτουργίας των ελληνικών σχολείων. Το κυριότερο από τα προβλήματα που καλείται να αντιμετωπίσει η ελληνική εκπαίδευση στην Αλβανία είναι η απουσία οποιουδήποτε νομοθετικού πλαισίου που να καθορίζει σαφώς τις συνθήκες και τους όρους λειτουργίας της. Η κατάρρευση του καθεστώτος οδήγησε σε μια φυσική προσπάθεια απαλλαγής του εκπαιδευτικού συστήματος από τα δεσμά του παρελθόντος και στο πλαίσιο αυτό προτάθηκαν αρκετά σχέδια νόμων, χωρίς ωστόσο κανένα να καταλήξει σε νόμο του κράτους. Το αποτέλεσμα είναι να παραμένει το θεσμικό κενό, το οποίο καλύπτεται με κυβερνητικές αποφάσεις και διατάγματα που παρέχουν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να χειρίζεται το θέμα με πολιτικά και όχι με αυστηρά εκπαιδευτικά κριτήρια.
Το πρώτο διάταγμα, που αποτελούσε ταυτόχρονα και την πρώτη προσπάθεια ρύθμισης του καθεστώτος λειτουργίας της μειονοτικής εκπαίδευσης, είχε εκδοθεί ήδη από το Σεπτέμβριο 1991. Το διάταγμα αυτό προέβλεπε ότι τα μαθήματα στα οκτατάξια σχολεία της ελληνικής μειονότητας θα διδάσκονταν στα ελληνικά, σύμφωνα με το εκπαιδευτικό πρόγραμμα που θα καθοριζόταν από το Υπουργείο Παιδείας, ενώ η αλβανική θα διδασκόταν ως ξένη γλώσσα. Παρά το γεγονός ότι κανένας λόγος δεν γινόταν για τη διδασκαλία της ελληνικής στα γυμνάσια και τις ανώτερες βαθμίδες της εκπαίδευσης, εκτός από τη λειτουργία της Παιδαγωγικής Ακαδημίας του Αργυροκάστρου, ωστόσο η ρύθμιση αυτή δημιούργησε στο ελληνικό στοιχείο της Αλβανίας ένα κλίμα αισιοδοξίας σε ό,τι αφορούσε τα εκπαιδευτικά πράγματα, καθώς αποτελούσε σαφώς ένα πρώτο βήμα για τη βελτίωση της κατάστασης σε σχέση με το παρελθόν.
Η συνέχεια όμως δεν επιβεβαίωσε τις αισιόδοξες προβλέψεις, καθώς δεν έλειψαν τα προβλήματα και τα εμπόδια που διαρκώς παρεμβάλλονταν στη λειτουργία των ελληνικών σχολείων. Για παράδειγμα το σχέδιο νόμου που προέβλεπε στο άρθρο 4 ότι «οι πολίτες της Δημοκρατίας της Αλβανίας έχουν ίσα δικαιώματα για εκπαίδευση κάθε σχολικού επιπέδου που καθορίζει ο νόμος ανεξαρτήτως από την κοινωνική θέση, από την εθνικότητα, τη γλώσσα, το γένος, τη θρησκεία», δεν ψηφίστηκε ποτέ. Στις εγγενείς οικονομικές δυσκολίες και τα πρακτικά προβλήματα υλικοτεχνικής υποδομής που έπρεπε να αντιμετωπιστούν, ήρθαν να προστεθούν η επίμονη άρνηση της αλβανικής κυβέρνησης να καταργήσει το καθεστώς των μειονοτικών ζωνών, εντός των οποίων μόνο επιτρέπεται η λειτουργία μειονοτικών σχολείων, και η απαγόρευση της διδασκαλίας της ελληνικής ιστορίας και του πολιτισμού στα μειονοτικά σχολεία. (Εφημερίδα Φωνή της ΟΜΟΝΟΙΑΣ 5/2/1993, όπου και σχετική διαμαρτυρία του Γενικού Συμβουλίου της ΟΜΟΝΟΙΑΣ)
Η ανυπαρξία νομοθετικού πλαισίου σχετικά με την εκπαίδευση και οι περιορισμοί που παρεμβάλλονταν στη λειτουργία των κρατικών μειονοτικών σχολείων οδήγησαν το ελληνικό στοιχείο στην υιοθέτηση της λύσης της ίδρυσης φροντιστηρίων αποκλειστικά για την ελληνική γλώσσα, τα οποία χρηματοδοτούνταν από πολίτες και βορειοηπειρωτικές οργανώσεις. Παρ’ όλες τις αρχικές δυσκολίες για την εξασφάλιση αιθουσών και διδασκάλων με επαρκές επιστημονικό επίπεδο, τελικά, λειτούργησαν φροντιστήρια, στο Αργυρόκαστρο, στο Μπεράτι, στη Χιμάρα, στην Κορυτσά, Πρεμετή, Τεπελένι, ακόμη και στην πρωτεύουσα Τίρανα. Τα 110 φροντιστήρια που λειτουργούν σήμερα, είναι ένας «θεσμός», που λειτουργεί και στηρίζει την μειονοτική εκπαίδευση όχι όμως χωρίς εμπόδια και δυσκολίες. (Παράρτημα -Πίνακας 1 ).
Οι προσπάθειες και οι πρωτοβουλίες της μειονοτικής οργάνωσης ΟΜΟΝΟΙΑ, αυτόνομα, είτε μέσα από το ΚΕΑΔ, επικεντρώθηκαν και αυτές, κυρίως στα εκπαιδευτικά δικαιώματα της μειονότητας. Το Μάιο του 1993 παρουσιάζονται οι βασικές θέσεις της ΟΜΟΝΟΙΑΣ, με το «Ψήφισμα για τα Δικαιώματα της Εθνικής Ελληνικής μειονότητας στην Αλβανία», οι οποίες αποστέλλονται στον πρόεδρο Σ.Μπερίσα, τον πρόεδρο της Βουλής Π.Αρνμπνόρι και τον πρωθυπουργό Α.Μέξη. Στο ψήφισμα παρουσιάζονται σε 12 παραγράφους, τα θεμελιώδη δικαιώματα που η οργάνωση απαιτεί εξ ‘ ονόματος ολόκληρης της ελληνικής μειονότητας. Ζητείται πρώτο απ ‘όλα, το δικαίωμα της διδασκαλίας, της εκπαίδευσης και διαπαιδαγώγησης στη μητρική γλώσσα σε όλα τα επίπεδα και βαθμούς της παιδείας εκεί όπου τα μέλη της εθνικής ελληνικής μειονότητας αποτελούν την πλειοψηφία ή ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού, εννοώντας. Στη συνέχεια απαιτείται, η εκμάθηση της μητρικής γλώσσας, το δικαίωμα της διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς, η άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων, η ελεύθερη ίδρυση και συμμετοχή σε κάθε είδους πολιτικό σχηματισμό, το δικαίωμα εγγύησης της συμμετοχής των μελών της μειονότητας σε όλα τα επίπεδα και τομείς της εξουσίας και το δικαίωμα της μετανάστευσης αλλά και της επιστροφής.Τέλος ζητείται η εθνική ταυτότητα να καθορίζεται βάσει της ελεύθερης δήλωσης κάθε πολίτη, τη στιγμή κάθε απογραφής. (Κondis - Μanda, 1994, 56).
Το αίσθημα δυσπιστίας απέναντι στις προθέσεις της Ελλάδας, όπως και της μειονοτικής πολιτικής οργάνωσης και η αυξανόμενη επίδραση και άνοδο του εθνικιστικού κλίματος στην Αλβανία, ήταν τα στοιχεία εκείνα που θα διαμόρφωναν, από το 1994 και εντεύθεν, μετά τη σύλληψη 6 ηγετικών στελεχών της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και τη δίκη τους, το περιβάλλον στις ελληνοαλβανικές σχέσεις. Επιδίωξη της ελληνικής πλευράς παρέμενε η απόσπαση εγγυήσεων για την ασφάλεια και το σεβασμό των δικαιωμάτων της ελληνικής μειονότητας, κυρίως των εκπαιδευτικών και των θρησκευτικών, καθώς και η κατάργηση των μειονοτικών ζωνών. Στην πολιτική της αυτή το ελληνικό κράτος, συναντούσε την επίμονη άρνηση της αλβανικής πλευράς, να παραχωρήσει στη μειονότητα, τα προβλεπόμενα από τις διεθνείς συμβάσεις που είχε πρόσφατα υπογράψει το αλβανικό κράτος.
Στα αιτήματα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ και των ελλαδικών κυβερνήσεων, για εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα, η αλβανική κυβέρνηση απάντησε με το διάταγμα αριθ. 19 της 13ης Σεπτεμβρίου 1993, το οποίο επανέφερε τη μειονοτική εκπαίδευση στο καθεστώς της κομμουνιστικής περιόδου. Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, η ύλη των μαθημάτων θα διδασκόταν στην ελληνική μόνο κατά τις τέσσερις πρώτες τάξεις των οκτατάξιων σχολείων, ενώ στις υπόλοιπες τέσσερις τάξεις τα μαθήματα θα διδάσκονταν στην αλβανική και η ελληνική θα διδασκόταν ως ξένη γλώσσα. Καμία αναφορά δεν γινόταν ούτε είχαν ληφθεί υπόψη τα αιτήματα που είχε υποβάλει η ΟΜΟΝΟΙΑ.
Το θέμα της εκπαίδευσης αποτελούσε σχεδόν κάθε φορά αντικείμενο των ελληνοαλβανικών συνομιλιών, τουλάχιστον όποτε αυτές βρίσκονταν σε εξέλιξη, και τέθηκε από τον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών κατά τη διάρκεια της επίσκεψης που πραγματοποίησε στα Τίρανα το Νοέμβριο του 1993. Το σημαντικότερο από τα σημεία, για τα οποία επιτεύχθηκε τελικά μια συμφωνία, ήταν η ίδρυση και λειτουργία του Τμήματος Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Αργυροκάστρου, το οποίο έχει ως στόχο την εκπαίδευση των δασκάλων που προορίζονται να διδάξουν στα ελληνικά μειονοτικά σχολεία από την πέμπτη τάξη και εξής, το οποίο όμως ακόμη και σήμερα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά λειτουργικά προβλήματα.
Αργότερα, με την απόφαση αριθ. 396 της 22ας Αυγούστου 1994, το αλβανικό Υπουργικό Συμβούλιο επέβαλε ακόμη περισσότερους περιορισμούς στη λειτουργία της οκτάχρονης μειονοτικής εκπαίδευσης, καθώς στο άρθρο 6, υπήρχε η αναφορά πως για να δοθεί άδεια για το άνοιγμα νέων σχολείων έπρεπε να υπάρχουν 30 τουλάχιστον μαθητές. Ταυτόχρονα, καθιστούσε αναγκαία την υποβολή σχετικής αίτησης από τους γονείς των ενδιαφερόμενων μαθητών έξι μήνες πριν την έναρξη του σχολικού έτους. Επρόκειτο βέβαια για μιαν απόφαση προορισμένη να νομιμοποιήσει εκ των υστέρων το αυθαίρετο κλείσιμο από τις αλβανικές αρχές αρκετών ελληνικών σχολείων, στο Αργυρόκαστρο, τους Αγίους Σαράντα κ.ά., που είχε πραγματοποιηθεί ήδη από το 1993 με το πρόσχημα της έλλειψης μαθητών, ζήτημα πολύ έντονο λόγω της μετανάστευσης της ελληνικής μειονότητας στην Ελλάδα.
Πιο αισιόδοξη ήταν η κατάληξη της επίσκεψης που ο Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών, πραγματοποίησε το Μάρτιο του 1995 στα Τίρανα, ύστερα από την αποφυλάκιση των πέντε στελεχών της ΟΜΟΝΟΙΑΣ ( ο έκτος είχε αποφυλακισθεί νωρίτερα) και την επανέναρξη του ελληνοαλβανικού διαλόγου. Τότε, θα αποφασισθεί, η δημιουργία ελληνοαλβανικής επιτροπής της οποίας κύρια ασχολία θα ήταν το ζήτημα της μειονοτικής εκπαίδευσης. Η προσπάθεια της ελληνικής πλευράς επικεντρωνόταν κυρίως στην κατάργηση των μειονοτικών ζωνών και στο άνοιγμα νέων σχολείων για την ελεύθερη διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας όπου υπάρχει ελληνικό στοιχείο. Για μιαν ακόμη φορά όμως οι προσδοκίες δεν επαληθεύτηκαν: κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε στην Αθήνα την 1η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους ο Αλβανός Υπουργός Εξωτερικών και φάνηκε ότι η Αλβανική πλευρά, δεν ήταν διατεθειμένη να τηρήσουν τις υποσχέσεις που είχαν δώσει αναφορικά με το θέμα των σχολείων.
Η πολιτική και οικονομική κρίση του 1997 στην Αλβανία είχε ως αποτέλεσμα να περιορισθούν οι διεκδικήσεις σχετικά με το ζήτημα της εκπαίδευσης, ενώ στο τέλος αυτής της περιόδου θα μεταναστεύσει στην Ελλάδα και ένα δεύτερο κύμα Ελλήνων, με αποτέλεσμα τη μείωση και μειωθεί ακόμη περισσότερο ο αριθμός των μαθητών.

Η μειονοτική παιδεία σήμερα


Στο νομό Αργυροκάστρου λειτουργούσαν το 1991, 42 οχτάχρονα σχολεία και 3 λύκεια με 1658 και 170 μαθητές αντίστοιχα, ενώ το σχολικό έτος 2000-2001, ήταν κλειστά 22 οχτάχρονα και γράφτηκαν σ' αυτά 1137 λιγότεροι μαθητές. (Παράρτημα – Πίνακας 2) Μέσα στο 2000 θα πρέπει να επισημανθεί ότι λόγω της τρομοκρατίας και του κλίματος ανασφάλειας έκλεισαν τα σχολεία των Σχωριάδων, Χλωμού και Κουρά του νομού Αργυροκάστρου, γεγονός που ανέφερε και η αλβανική εφημερίδα Γκαζέτα Σκιπτάρ, της 12/1/2001. Η ίδια και πιο τραγική κατάσταση επικρατεί και σε άλλες περιοχές όπου ζει η ελληνική μειονότητα, όπως στους Αγίους Σαράντα, Πρεμετή, Χιμάρα, ενώ την ίδια στιγμή, το Αρσάκειο, σχολείο που λειτουργεί στα Τίρανα, αντιμετωπίζει συχνά προβλήματα τόσο από πολιτικούς όσο και από εθνικιστικούς, παρακρατικούς κύκλους, οι οποίοι στηρίζουν την κριτική τους τόσο στο ασαφές του νομοθετικού πλασίου, όσο και στον ελληνικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης.
Σε ημερίδα που διοργάνωσε η ΟΜΟΝΟΙΑ στους Αγίους Σαράντα για την Παιδεία της Ελληνικής μειονότητας και τα προβλήματά της στις 6/31999 αναφέρθηκαν, από το γραμματέα του Συλλόγου Ελλήνων Εκπαιδευτικών Αργυροκάστρου μεταξύ άλλων τα εξής: «Tην τελευταία δεκαετία όπως και σε όλους τους τομείς ξεκίνησαν ουσιαστικές αλλαγές...... γενική επισήμανση γι΄αυτή την περίοδο είναι η συρρίκνωση και υποβάθμιση της παιδείας.... η μαζική εγκατάλειψη του χώρου μας, τα τελευταία χρόνια διαμόρφωσε ένα διαφορετικό σκηνικό στην παιδεία μας. Μειώθηκε δραστικά ο αριθμός των μαθητών. Στο νομό Αργυροκάστρου από 3000 μαθητές στο σχολικό έτος 1991-1992 έχουμε μόνον 853 το 98-99. Στα περισσότερα σχολεία μας δημοτικά και οχτάχρονα, το μάθημα γίνεται με συνδιδασκόμενες τάξεις ενώ αρκετά σχολεία δημοτικά και 8χρονα έκλεισαν και αρκετά άλλα κινδυνεύουν άμεσα να κλείσουν. Σήμερα στο νομό Αργυροκάστρου διδάσκουν στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση περίπου 147 εκπαιδευτικοί από τους οποίους 17 ανειδίκευτοι και περίπου 21 νηπιαγωγοί από τους οποίους οι 9 είναι ανειδίκευτοι....οι εναπομείναντες δάσκαλοι, σήμερα με τις γνώσεις τους και τη δουλειά τους επιμένουν στην εκτέλεση του επαγγελματικού και εθνικού τους χρέους.....η μη καταβολή του επιδόματος τα τελευταία δύο χρόνια είχε σαν αποτέλεσμα τη φυγή αξιόλογων εκπαιδευτικών υποχρεωμένοι να αναζητήσουν άλλους τρόπου επιβίωσης πέρα από το επάγγελμά τους, κυρίως στον ελλαδικό χώρο.... απαίτησή μας είναι να συνεχισθούν οι υποτροφίες και στο μέλλον....θεωρούμε επιτακτική ανάγκη τη διεξαγωγή μακροπρόθεσμων σεμιναρίων». (Κουτσός, Νέα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ 13-14/3/1999).
Σε άλλη εισήγηση τονίστηκε ότι «από τους 9000 μαθητές το 1989 σήμερα έμειναν μόνο 1600, από τους 700 δασκάλους έμειναν 270, οι κτιριακές εγκαταστάσεις είναι άθλιες σε πολλά σχολεία είναι χαώδης είναι κατάσταση σε σχολικά βιβλία, προγράμματα, εποπτικά μέσα διδασκαλίας». (Εφημερίδα Πρωινός Λόγος-13-14/3/1999).
Σε παρέμβαση φοιτητή του τμήματος Ελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου Αργυροκάστρου, επισημάνθηκε ότι «πρέπει να γίνει συνένωση των σχολείων...σημαντικό πρόβλημα είναι η συντήρηση των σχολικών κτιρίων , όπου η κατάσταση που επικρατεί σήμερα είναι ανεπίτρεπτη... ενώ αρνητικό ρόλο παίζει και το οικονομικό αφού το επίδομα το ελληνικό κράτος εδώ και δύο χρόνια το έχει στερήσει». ( Δράπας, Νέα της Ομόνοιας 13-14/3/1999).
Ενώ σε περιοδικό που εκδίδεται στο μειονοτικό χώρο, ως σχόλια στην ημερίδα γραφόταν τα εξής: «Στο πλαίσιο της διακοινοτικής διένεξης υπάρχει από χρόνια τώρα μια επικίνδυνη εστία, στην Παιδαγωγική Ακαδημία Αργυροκάστρου όπου οι Έλληνες μαθητές οι οποίοι αποτελούν το 30% των μαθητών βρίσκονται υπό διωγμό από τους αλβανούς μαθητές. Για τη γλώσσα μας πρέπει να προωθήσουμε το αίτημα για δημιουργία σχολείων εκεί, όπου ζει η μειονότητά μας.....η Αλβανία οφείλει να επικυρώσει τη σύμβαση πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων ....οι περιοχές μας απειλούνται από την εγκατάλειψη των κατοίκων της, οι οποίοι πηγαίνουν στην Ελλάδα για να εργαστούν.Οι άνθρωποι αυτοί πρέπει να επιστρέψουν στα σπίτια τους.....χρειάζεται όμως η δημιουργία των κατάλληλων προϋποθέσεων ....για να επιστρέψουν, πρέπει να νιώσουν ασφάλεια. Κάτι που σήμερα ουδείς μπορεί να εγγυηθεί....η εγκατάλειψη της περιοχής όμως οφείλεται εκτός των άλλων στη φτώχεια που βασιλεύει στην περιοχή. Η αλβανική κυβέρνηση δείχνει να έχει εγκαταλείψει το νότο της χώρας...η διεθνής βοήθεια δεν κατανέμεται δίκαια.Οι περιοχές μας για να αναζωογονηθούν χρειάζονται επενδύσεις....να γίνουν έργα υποδομής .Υδραγωγεία, εξοπλισμός για παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και δρόμοι που θα συνδέουν τα ορεινά χωριά....». ( «Η Βόρειος Ήπειρος σήμερα», 1998,17)
Σημαντικό ζήτημα που έχει προκύψει τα τελευταία χρόνια είναι το αίτημα της ελληνικής μειονότητας να ανοίξουν σχολεία, εκεί όπου το κράτος δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη της μειονότητας, ζήτημα που αναφέρεται τόσο σε εκθέσεις διεθνών οργανισμών όσο και κυβερνήσεων. (Reports on Human Rights Practises, 2001, 12)
Κεντρικό ρόλο στη διεκδίκηση του δικαιώματος εκπαίδευσης στη μητρική γλώσσα, κρατά η περιοχή της Χιμάρας. .Η αλβανική κυβέρνηση απέρριψε στις 13 Αυγούστου 1998 το αίτημα των Χιμαριωτών για την επαναλειτουργία του σχολείου στην περιοχή. Με πρωτοβουλία της οργάνωσης της Ομόνοιας Χιμάρας οι γονείς 26 παιδιών, που επρόκειτο να φοιτήσουν στη πρώτη τάξη δημοτικού σχολείου υπέγραψαν αίτηση προς το αλβανικό Υπουργείο Παιδείας ώστε οι μαθητές να διδαχθούν την μητρική εθνική τους γλώσσα.Ο διευθυντής της Οκτατάξιας Εκπαίδευσης Εδουάρδος Οσμάνη, απάντησε με το παρακάτω κείμενο στους αιτούντες γονείς: «Σχετικά με το αίτημά σας και μερικών κατοίκων της πόλης της Χιμάρας προς το Υπουργείο παιδείας και επιστημών με ημερομηνία 16-7-1998 σας διευκρινίζουμε. Το αίτημά σας για το άνοιγμα πρώτης τάξης στην ελληνική γλώσσα στην πόλη της Χιμάρας δεν στηρίζεται σε καμία απόφαση ή διάταγμα του Υπουργικού συμβουλίου. Στην Χιμάρα και στα άλλα γειτονικά παραλιακά χωριά δεν υπήρξε ελληνική μειονότητα και κατά συνέπεια ούτε ελληνικό σχολείο στην ελληνική γλώσσα Η ένταξη της ελληνικής ως ξένης γλώσσας επιλογής για την εκπλήρωση του αιτήματος μερικών μειονοτικών με διαμονή στη Χιμάρα ,παραμένει στα υπόψη για το μέλλον». Η απάντηση επιστράφηκε από τους αιτούντες κατοίκους στο Υπουργείο, ως απαράδεκτη, επισυνάπτοντας βαθμολόγια μαθητών, ενδεικτικά του 1946 καθώς και ταυτότητες ως ελάχιστο δείγμα της ελληνικότητας της περιοχής, ενώ η ΟΜΟΝΟΙΑ στη σύσκεψή του Γενικού της Συμβουλίου την 5η Σεπτεμβρίου 1998, «ανέφερε την απογοήτευσή της και την αντίθεσή της στην απάντηση του Αλβανικού Υπουργείου Παιδείας, που δεν έχει καμία ιστορική βάση». (Νέα της ΟΜΟΝΟΙΑΣ 12/9/1999)
Το Σεπτέμβριο του 1999, σε υπόμνημα της ΟΜΟΝΟΙΑ, που απέστειλε στο Συμβούλιο της Ευρώπης με 15.000 υπογραφές, αναφερόταν το ζήτημα της εκπαίδευσης στη Χιμάρα, (όπως και στην Πρεμετή), χωρίς όμως καμία βελτίωση ή συμμόρφωση από τις αλβανικές αρχές. Το αίτημα για σχολείο στη Χιμάρα επανήλθε με νέο υπόμνημα κατοίκων της στις 21 Μαρτίου 2000, προς τις Αλβανικές και Ελλαδικές αρχές, όπου μεταξύ άλλων αναφερόταν ότι «η Χιμάρα είχε ελληνικά σχολεία ανά τους αιώνες. Αυτό το μαρτυρούν οι παππούδες και οι γονείς μας, το μαρτυρούν τα σχολικά κτίρια , το μαρτυρεί το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης το 1935, το μαρτυρούν τα σχολικά έγγραφα μέχρι το 1946 όταν το ολοκληρωτικό σύστημα έκλεισε βίαια τα σχολεία». (Νέα της Ομόνοιας 25/3/200) Και το νέο όμως αυτό αίτημα απορρίφθηκε από τις Αλβανικές αρχές.

Συμπεράσματα


H εκπαίδευση της ελληνικής μειονότητας, δοκιμάζεται από εγγενή προβλήματα, από φόβους, επιφυλάξεις και καχυποψία του αλβανικού κράτους, απέναντι στην ελληνική παιδεία. Aλλαγή των συνθηκών μπορεί να υπάρξει εφόσον το Αλβανικό κράτος, κατορθώσει και πείσει με τις ενέργειές της τα μέλη της μειονότητας ότι δεν υπάρχει κίνδυνος αφομοίωσής τους από την κυρίαρχη ομάδα και απώλειας της πολιτισμικής τους ταυτότητας Έτσι θα βοηθήσει με τη συγκεκριμένη πολιτική τη μειονότητα να αισθανθεί την ανάγκη να μοιραστεί με την κυρίαρχη και ευρύτερη κοινότητα μερικές κοινές αξίες και να αγωνιστεί από κοινού, για την επίλυση των προβλημάτων της κοινής τους καθημερινότητας, τα οποία είναι έντονα και ολοένα και βαθαίνουν.
Kύρια αιτία για την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος της Αλβανίας σχετικά με την ελληνική μειονότητα, στον ένα από τους βασικούς διεθνείς στόχους του είναι η ανεπαρκής εκπαιδευτική πολιτική σε ζητήματα που αφορούν στην εκπαίδευση γλωσσικών, κοινωνικών, πολιτισμικών μειονοτήτων. H κοινωνική και πολιτισμική, αλλά και οικονομική- αναπτυξιακή πραγματικότητα της περιοχής και η διαφορετικότητα που τη χαρακτηρίζει, λόγω διεθνών δεσμεύσεων, την εκπαίδευση, αφενός δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια διαφορετική και ολοκληρωμένη προσέγγιση και αφετέρου απαιτούν ένα άλλο πρόγραμμα. H μειονοτική εκπαίδευση έχει ανάγκη από ευκαιρίες για συνεργασία μεταξύ εκπαιδευτικών και από κοινά προγράμματα. O σεβασμός στη διαφορά δεν αποκλείει την ενίσχυση των κοινών χαρακτηριστικών. H επίτευξη αυτού του στόχου προϋποθέτει παιδεία που θα λαμβάνει υπόψη της, τις κοινωνικές και πολιτισμικές ιδιαιτερότητες της μειονότητας και θα συνδυάζει την καλλιέργεια στοιχείων που οδηγούν στη διαφοροποίηση με στοιχεία που προωθούν την ενσωμάτωση. Παιδαγωγική θεωρία και εκπαιδευτική εμπειρία παρέχουν την εγγύηση για μια επιτυχημένη παρέμβαση, εκεί όπου σήμερα η παιδεία αντιμετωπίζει μια παρατεταμένη κρίση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Amnesty Interantional /EUR 11/01/91.
Αmpatzis, S.- Malkidis, F. (2000), La situation de la Minorite Grecque en Albanie. A l' egard du Droit International relatif a la protection des Minorites. Dimensions Politigues et Juridques.Alexandroupolis.
Azcarate. P. (1945), The League of Nations and national Minorities. Washington D. C.
Βίκερς, Τ.- Πέτιφερ, Μ.(1998), Αλβανία: Από την αναρχία σε μια βαλκανική ταυτότητα.Αθήνα, Καστανιώτης,.
Βlejer, M.(1992), Albania From Isolation Forward to Reform. Washington D.C, International Monetary Fund,.
Γεωργούλης, Σ. (1995), «Το καθεστώς των ελληνικών σχολείων από την ίδρυση του αλβανικού κράτους μέχρι σήμερα», 183-245 στο Βερέμης, Θ.- Κουλουμπής, Θ.- Νικολακόπουλος, Η.επιμ. (1995), Ο Ελληνισμός της Αλβανίας .Αθήνα, Πανεπιστήμιο Αθηνών –ΕΛΙΑΜΕΠ- Ι.Σίδερης.
Δώδος, Δ.(1994), Εκλογική γεωγραφία των μειονοτήτων .Μειονοτικά κόμματα στη Νότιο Βαλκανική. Ελλάδα, Βουλγαρία, Αλβανία. Αθήνα, Εξάντας.
Καραμπελιάς, Γ.επιμ.(1993), Η Ελληνική Ουτοπία. Αθήνα- Λευκωσία, Αιγαίον -Εναλλακτικές Εκδόσεις..
Κondis, Β. - Μanda, Ε.(1994), Τhe Greek Μinority in Αlbania. Α Documentary Record (1921-1993). Θεσσαλονίκη, ΙΜΧΑ.
Λαφαζάνη, Δ. (1997), «Εμείς και οι «άλλοι»:Η διαχείριση της εθνοπολιτισμικής διαφορετικότητας». Σύγχρονα Θέματα. τ.63, 11-15.
Letter from the CSCE High Commissioner on National Minorities to the Minister of Foreign Affairs of Albania , 19/9/1993.
Μαλκίδης, Θ. (2002) Οικονομία και Κοινωνία στον Παρευξείνιο χώρο. Αθήνα Γόρδιος.
Minority Rights Group, 1991, 45 Minorities and Autonomy in Western Europe, MRG International Report, London 1991.
Ντάγιος, Σ.(1997), Αποκληρωμένο Έθνος.Η λαϊκή λογοτεχνία των Ελλήνων της Βορείου Ηπείρου. Θεσσαλονίκη, Κυρομάνος.
Περράκη Στ. επιμ. (1993), Τα δικαιώματα των λαών και των μειονοτήτων. Αθήνα, Αντ. Ν. Σάκκουλας.
Παπαδόπουλου, Γ.(1981), Η εθνική ελληνική μειονότης εις την Αλβανίαν και το σχολικόν αυτής ζήτημα. Ιστορικόν αρχείον 1921-1979. Ιωάννινα, Ίδρυμα Βορειοηπειρωτικών Ερευνών.
Παπασωτηρίου,Χ.(1994), Τα Βαλκάνια μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.Αθήνα, Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων –Παπαζήσης.
Reports on Human Rights Practises. Albania 2001, Department of State, USA.
Revue Universelle des Droit del’ Homme, vol 2, No 9, Chapter I 22/10/1990 339-346.
Τσιτσελίκης, Κ.(1997), «Τα δικαιώματα των μειονοτήτων». Σύγχρονα Θέματα. τ.63, 26-32.
Φιλανιώτης-Χατζηαναστασίου, Τ.(1992), Το Ηφαίστειο του Αίμου.Τα Βαλκάνια μετά τον Ψυχρό Πόλεμο. Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Waehling S, Διεθνής Εταιρεία Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (IGFM) .Εφημερίδα Η Φωνή της ΟΜΟΝΟΙΑΣ -Αργυρόκαστρο 3/12/1991.

Απεβίωσε ο Ακαδημαικός Θεοχάρης Κεσσίδης

Απεβίωσε ο ακαδημαικός Θεοχάρης Κεσσίδης

Έφυγε από τη ζωή, στην Αθήνα, ο ακαδημαϊκός «της Διασποράς της πρώην ΕΣΣΔ», ιστορικός και φιλόσοφος, Θεοχάρης Κεσσίδης.


Ο Θεοχάρης Κεσσίδης γεννήθηκε το 1920 στο χωριό Σάντα της περιοχής Τσάλκας της Γεωργίας. Το 1946 τελείωσε τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου «Μ. Β. Λομονόσοφ» της Μόσχας, το 1949 τις προδιδακτορικές σπουδές και το 1950 υποστήριξε τη διατριβή του ως υποψήφιος διδάκτορας, με θέμα: «Η φιλοσοφία του Ηρακλείτου Εφέσιου».
Το 1968 υποστήριξε τη διδακτορική διατριβή με θέμα: «Η πρώιμη αρχαιοελληνική φιλοσοφία απέναντι στο μύθο, την τέχνη και τη θρησκεία».
Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο «Μ. Β. Λομονόσοφ» της Μόσχας, στο Κρατικό Ινστιτούτο Καλών Τεχνών «Β. Ι. Σούρικοφ» και στο Κρατικό Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Ξένων Γλωσσών «Μόρις Τορέζ» της ρωσικής πρωτεύουσας. Ο τομέας των επιστημονικών ενδιαφερόντων του ήταν η αρχαιοελληνική φιλοσοφία και η σοβιετολογία, τα προβλήματα γενετικής του ανθρώπου και τα εθνολογικά προβλήματα.
Από το 1970 μέχρι το 1992 εργάστηκε ως καθηγητής, ανώτερος επιστημονικός συνεργάτης στο Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, νυν Ακαδημίας Επιστημών της Ρωσίας. Ήταν τακτικό μέλος της Ακαδημίας Ανθρωπιστικών Ερευνών της Μόσχας, τακτικό μέλος της Ακαδημίας Ανθρωπιστικών Επιστημών της Αγίας Πετρούπολης και από το 1987 αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών.
Ως εκπρόσωπος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ πήρε μέρος σε πολλά διεθνή συνέδρια. Πάνω από 150 επιστημονικές εργασίες του εκδόθηκαν στα ελληνικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, σλοβακικά, τσεχικά, ρουμανικά, ισπανικά, πορτογαλικά, γεωργιανά, εσθονικά, ουκρανικά, πολωνικά και ρωσικά.
Τον Ιούλιο του 2002, του απενεμήθη ο «Χρυσός Σταυρός Τιμής» από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, με την ευκαιρία της 28ης επετείου αποκατάστασης της Δημοκρατίας στην Ελλάδα.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του από τις εκδόσεις Γόρδιος και αφοί Κυριακίδη
(2008)
Η φιλοσοφία της ιστορίας του Θουκυδίδη και η σύγχρονη εποχή, Γόρδιος
(2006)
Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Φιλοσοφίας: Φιλοσοφία, Ακαδημία Αθηνών
(2006)
Ηράκλειτος, Γόρδιος
(2004)
Από τον μύθο στον λόγο, Γόρδιος
(2002)
Φιλοσοφικά και ηθικά προβλήματα της γενετικής του ανθρώπου, Παρασκήνιο
(2001)
Ο Σωκράτης, Γόρδιος
(2000)
Η αρχαιότητα και η σύγχρονη εποχή, Γόρδιος
(1999)
Ονομαστοί Έλληνες στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης τον 20ο αιώνα, Κυριακίδη Αφοί, [επιμέλεια]
(1996)
Η ιστορική πορεία των Ελληνοποντίων, Κυριακίδη Αφοί

και έχουν δημοσιευτεί τα κείμενά του Θεοχάρης Κεσίδης, “Εν αρχή ήσαν οι Έλληνες. Οι Ελληνοπόντιοι του Καυκάσου και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα”, εφημ. Νέα της Μόσχας, Νοέμβριος 1988, σ. 22-23. Θεοχάρης Κεσσίδης, “Για την πολιτιστική κατάσταση των Ελληνοποντίων”, περ. Νέοι Καιροί, τεύχ. 11, 7Μαϊου 1989, σ, 22. . Κεσίδης, «Η εδαφική διάταξη των Ελλήνων της ΕΣΣΔ», Νέοι καιροί: σοβιετικό πολιτικό περιοδικό 3 (Μάρτης 1989): 37.

Δευτέρα 21 Δεκεμβρίου 2009

Η Wikipedia και το Υπουργείο Παιδείας της Ελλάδας


Φάνης Μαλκίδης


Πρόσκληση για την ανάπτυξη ανοικτού ψηφιακού περιεχομένου στις θεματικές περιοχές των σπουδών των φοιτητών, που θα διατίθεται ελεύθερα σε όλους μέσα από το Διαδίκτυο, απηύθυνε χθες το υπουργείο Παιδείας.


Το νέο αυτό περιεχόμενο θα εμπλουτίσει την ελληνική έκδοση της ανοικτής online ψηφιακής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia (Βικιπαίδεια, http://el.wikipedia.org/). «Στόχος είναι η ελληνική έκδοση της Wikipedia να γίνει μία από τις καλύτερες διεθνώς, ξεπερνώντας τα 100.000 λήμματα, με τη συστηματική προσθήκη νέου εκπαιδευτικού περιεχομένου» αναφέρεται στην ανακοίνωση του υπουργείου. Η ανάπτυξη και η αξιολόγηση του περιεχόμενου θα γίνει με ανοικτή διαδικασία.


Έκτός όμως από την την Wikipedia στην ελληνική γλώσσα, υπάρχει και η Wikipedia στην ποντιακή διάλεκτο, την πλησιέστερη διάλεκτο, προς την αρχαία ελληνική γλώσσα, η οποία διασώζεται σήμερα στην Ελλάδα, στην Κωνσταντινούπολη, στην Τραπεζούντα, στην Αυστραλία, στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στη Γερμανία, στην Ολλανδία και όπου υπάρχουν Ποντιόφωνοι.

(Σύμφωνα με εκτιμήσεις και το βιβλίο της Ποντιακής Διασποράς 2000:
Ελλάδα: πάνω από 2 - 3.000.000 άτομα
Γερμανία: 150.000 άτομα
Ουκρανία: 120.000 άτομα
ΗΠΑ: 80.000 άτομα
Αυστραλία: 56.000 άτομα
Γεωργία: 50.000 άτομα
Καζακστάν: 25.000 άτομα
Καναδάς: 20.000 άτομα
Ουζμπεκιστάν: 11.000 άτομα
Αρμενία: 2.000 άτομα
Ρωσία και πρώην ΕΣΣΔ: πάνω από 500.000 άτομα
Τουρκία: Σύμφωνα με το Ομέρ Ασάν πάνω από 300.000 άτομα)



H πρωτοβουλία του Υπουργείου Παιδείας της Ελλάδας, θα πρέπει να έχει στόχο και την ποντιακή Wikipedia, ειδικά μετά και την αναφορά της UNESCO (Φεβρουάριος 2009), στον Άτλαντα για τις Γλώσσες, όπου καταγράφεται η ποντιακή διάλεκτος στην σημερινή Τουρκία.


Θυμίζουμε στη συνέχεια την αναφορά της ομάδας που δημιούργησε την Wikipedia στην Ποντιακή διάλεκτο.


Η Βικιπαίδεια σα Ποντιακά
τα Ρωμαίικα τη Πόντονος
Ανοιχτόν εγκυκλοπαίδεια ντο γράφκεται και τρανείν ας ατείντς πη θέλνε.


«Ελάτεν, εμπέστε, βοηθέστεν, βαλέστε και σεις ντο εξέρετεν αέτς για να τρανείν».
Και για όσους δεν κατανοούν την παραπάνω πρόταση, αναφέρουμε ότι είναι η παρότρυνση, στην ποντιακή διάλεκτο, (ελάτε, μπείτε και βοηθήστε, συμβάλλετε και εσείς με τις γνώσεις σας, για να μεγαλώσει), προς τους απανταχού Ποντίους να στηρίξουν την ποντιακή έκδοση της γνωστής Βικιπαίδειας (Wikipedia).


Σίγουρα θα γνωρίζετε αλλά και θα χρησιμοποιείτε την Wikipedia (Γουικιπαίδεια), την ελεύθερη διαδικτυακή εγκυκλοπαίδεια, που αναπτύσσεται συμμετοχικά από εθελοντές χρήστες και διαμορφώνει συνειδήσεις στην εποχή μας. Με γνώμονα την αγάπη για τον Πόντο και ειδικότερα για τη διάλεκτο, την πλησιέστερη προς την αρχαία ελληνική γλώσσα η οποία συνεχίζει να ομιλείται σήμερα όπου υπάρχουν Πόντιοι, την 23η Σεπτεμβρίου 2007 τέθηκε σε λειτουργία από τρεις νέους ανθρώπους, η δοκιμαστική έκδοση της Ποντιακής Wikipedia, με πρότυπο την ελληνική και την αγγλική.


Για την ιστορία, κρίνεται σκόπιμο να αναφερθούν οι συνιδρυτές αυτού του έργου, που αποτέλεσαν και το βασικό κορμό της προσπάθειας με δημιουργίες, επεξεργασίες και βελτιώσεις των κειμένων. Πρόκειται για τους:Γρηγοριάδη Ηλία, Έλληνα ομογενή από το Oberhausen του Nordrhein-Westfalen της Γερμανίας, με Ποντιακή καταγωγή από τη πόλη του Κιλκίς. Παπαδόπουλο Δ. Ευστάθιο, Έλληνα απόδημο από το Ellwangen της Baden-Würtenberg της Γερμανίας με Ποντιακή καταγωγή από το Λουτροχώρι του Δήμου Σκύδρας Νομού Πέλλης και Γρηγορούδη Κωνσταντίνο, από τη Θεσσαλονίκη, με καταγωγή από τη Καππαδοκία. Δέκα μήνες αργότερα εντάχθηκαν στην αρχική ομάδα κοινότητα και οι μη Πόντιοι, αλλά θερμοί υποστηρικτές τούτης της προσπάθειας Διακονικολάου Ζαχαρίας, από την Ιαλυσό-Ρόδου, ηλικίας 16 ετών και Παλιουδάκης Άγγελος, από την Αθήνα.


Μετά από δεκαπέντε μήνες σκληρής και επίμονης δουλειάς, οι παραπάνω εκπλήρωσαν όλους τους σχετικούς όρους που θέτει ως στάνταρτ του διεθνούς ιδρύματος της «Γουικιμίντια», το οποίο είναι υπεύθυνο για κάθε προσπάθεια δημιουργίας νέας Wikipedia.


Αξίζει να αναφερθεί πως όλη η παραπάνω προσπάθεια πιστοποιήθηκε, όπως προβλέπεται από το καθεστώς λειτουργίας της Wikipedia, μετά από σχετική αλληλογραφία και επαφές που είχε με τους υπεύθυνους του ιδρύματος της «Γουικιμίντια», ο κ. Θεοφάνης Μαλκίδης Δρ. Κοινωνικών Επιστημών.Έτσι την 7η Ιανουαρίου 2009, δόθηκε η σχετική έγκριση για τη κανονική έκδοση της Ποντιακής Wikipedia σε δική της ανεξάρτητη σελίδα και από την 5η Μαρτίου άρχισε η κανονική της λειτουργία στη σελίδα: http://pnt.wikipedia.org/Λέγοντας «ποντιακή» εννοούμε ότι τα άρθρα της συγκεκριμένης εγκυκλοπαίδειας γράφονται αποκλειστικά στην ποντιακή διάλεκτο. Στόχος είναι φυσικά, να γίνει ένας συνδυασμός της νέας τεχνολογίας και της παλιάς συνήθειας (παράδοσης, γνώσης και ιστορίας) με το καλύτερο δυνατό τρόπο.


Έτσι ώστε να μπορεί να ανατρέχει στο εξής ο κάθε ενδιαφερόμενος, που θέλει να εξασκήσει τις γνώσεις του στην ποντιακή διάλεκτο και παράλληλα να καλυφθούν κυρίως τα «ποντιακά θέματα» και όχι μόνο. Η Ποντιακή Wikipedia («ανοιχτόν εγκυκλοπαίδεια ντο γράφκεται και τρανείν απ' ατείνς που θέλνε») δημιουργήθηκε από το μηδέν και σήμερα μετά από 17 μήνες λειτουργίας της, κατάφερε έχει τη δική της στέγη και να περιέχει 165 άρθρα. Μεταξύ των άλλων, εκπροσωπεί πλέον επάξια το Ποντιακό Ελληνισμό, αλλά και μέσω αυτού τον Οικουμενικό Ελληνισμό, μέσα στη μεγάλη και παγκοσμίου φήμης οικογένεια της Wikipedia. Από εδώ και πέρα το θέμα, μετά την επίσημη έγκριση για τη λειτουργία της ιστοσελίδας, αποκτά άλλη βαρύτητα και για το λόγο αυτό, τα μέλη της κοινότητας, καλούν όλους όσους γνωρίζουν την ποντιακή, να στηρίξουνε την προσπάθεια αυτή και να συνεισφέρουν στην Ποντιακή Wikipedia, η οποία είναι πλέον κοινό κτήμα όλων των Ελλήνων Ποντίων και Ποντιοφώνων παγκοσμίως.


Με τη Ποντιακή Wikipedia, της οποίας η άδεια επίσημης λειτουργίας δόθηκε παράλληλα με την αναφορά στον Άτλαντα γλωσσών της UNESCO για την ποντιακή διάλεκτο, πραγματοποιήθηκε ένα σημαντικότατο βήμα για τη διάσωση και παράλληλα διάδοση της σχεδόν 3 χιλιετιών αρχαιοελληνικής αυτής διαλέκτου, στις γενεές του μέλλοντος.


Τέλος, για τη σημαντική αυτή εξέλιξη για την ποντιακή διάλεκτο τα μέλη της κοινότητας της Ποντιακής Wikipedia ευχαριστούν θερμά, τους:

Μαλκίδη Θεοφάνη, Δρ. Κοινωνικών Επιστημών


Καρυπίδου Σοφία, Μέλος Συντονιστικής Επιτροπής Συμβουλίου Αποδήμου Ελληνισμού (ΣΑΕ) περιφέρειας Ευρώπης & μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ελλήνων Ποντίων Ευρώπης (ΟΣΕΠΕ).Αμαραντίδη Γεώργιο, Συντονιστή του ΣΑΕ-Περιφέρειας Ευρώπης και πρώην Πρόεδρο της ΟΣΕΠΕ. Γαλανίδη Χρήστο, Επίτιμο Πρόεδρο της ΟΣΕΠΕ & Μέλους της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών.Meijssen Gerard, Υπεύθυνο του Language Comitee της Wikimedia.Διαμαντίδη Ιωάννη, Πρόεδρο της Κοινότητας Ζίντελφινγκεν-Μπόμπλινγκεν.Παπαδοπούλου Δήμητρα, Πρόεδρο της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ελλήνων Ποντίων Ευρώπης.Οξυζίδη Δημήτριο, Πρόεδρο της Ποντιακής Εστίας Στουτγάρδης.Μωυσίδη Ιωάννη, Γενικό Γραμματέα της Ένωσης Ελλήνων Επιστημόνων Βάδης Βυτεμβέργης.Ανδρεάδη Γεώργιο, Συγγραφέα. Νικολαίδη Γεώργιο, Συντονιστή Νεολαίας της ΟΣΕΠΕ.Κερίδη Γεώργιο, Υπεύθυνο Πολυμέσων της Νεολαίας ΟΣΕΠΕ.Παράσογλου Αντώνιο, Υπεύθυνο Πολιτιστικού της Νεολαίας ΟΣΕΠΕ.Καλπακίδη Επαμεινώνδα, Υπεύθυνο Δημοσίων Σχέσεων-Τύπου της Νεολαίας ΟΣΕΠΕ.Σεβαστή Συμεωνίδου, Γενικό Γραμματέα της Νεολαίας ΟΣΕΠΕ & Μέλους Συντονιστικής Επιτροπής Νεολαίας ΣΑΕ-Ευρώπης.Δημητριάδη Ανδρέα, Υπεύθυνο Πολυμέσων του ΣΑΕ-Περιφέρειας Ευρώπης.Μπούντο Αθανάσιο, Υπεύθυνο Πολυμέσων του ΣΑΕ & Μέλους Συντονιστικής Επιτροπής Νεολαίας ΣΑΕ-Ευρώπης.Οσιπίδη Ανέστη, πρώην Γενικό Γραμματέα της Ομοσπονδίας Συλλόγων Ελλήνων Ποντίων Ευρώπης.Παπαδόπουλο Ιωάννη, Πρόεδρο του Ποντιακού Συλλόγου Ακρίτες Χερμπρέχτινγκεν.



Αν θέλετε και εσείς να μάθετε ντο εν (τι είναι) η Ποντιακή Βικιπαίδεια, μπορείτε να επισκεφτείτε την ιστοσελίδα: http://pnt.wikipedia.org/



Βιβλίο για τη Σαμοθράκη


Νέο βιβλίο για τη Σαμοθράκη

της Αγγελική Δεληγιάννη-Γεωργάκα


Ο συλλογικός τόμος με τίτλο Σαμοθράκη: Ιστορία – Αρχαιολογία – Πολιτισμός που επιμελήθηκαν οι Στράτος Δορδανάς και Θεοφάνης Μαλκίδης, προέρχεται από τις εργασίες του Επιστημονικού Συνεδρίου που διοργανώθηκε στις 1 και 2 Σεπτεμβρίου του 2006 στη Σαμοθράκη με θέμα Σαμοθράκη: Ιστορία – Αρχαιολογία – Πολιτισμός.


To βιβλίο προλογίζουν οι Γεώργιος Χανός, πρώην Δήμαρχος και Ιωάννης Πετρούδας νυν Δήμαρχος Σαμοθράκης.Στόχος του Συνεδρίου μέσα από τις ερευνητικές προσπάθειες νέων κυρίως επιστημόνων που περιλαμβάνονται στον συγκεκριμένο Τόμο Πρακτικών είναι να αναδειχθεί ο πλούτος της πολιτιστικής κληρονομιάς της ιδιαίτερης πατρίδας μας.


Να έρθει η Σαμοθράκη στο προσκήνιο όχι μέσα από μίζερες και θλιβερές καταστάσεις όπως πρόσφατα με τους χώρους ταφής των απορριμμάτων ή με την προβληματική συγκοινωνία ούτε μέσα από καταστάσεις «φολκλόρ» όπως πολύ εύστοχα παρατηρούν οι επιμελητές του βιβλίου.Καλός και ο νησιώτικος μπάλος και το κατσικάκι αλλά επιβεβλημένο και αντάξιο της ιστορικής πορείας της αρχαίας, βυζαντινής, μεταβυζαντινής και νεώτερης Σαμοθράκης είναι να ξεφεύγουμε κάπου-κάπου από αυτά τα κλισέ της σύγχρονης Σαμοθράκης.


Να δίνουμε έμφαση, σε τακτικά χρονικά διαστήματα, στη διάχυση του επιστημονικού λόγου που μπορεί να προσλαμβάνεται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία από όλους τους Σαμόθρακες και φίλους/φίλες της Σαμοθράκης, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο βιβλίο αυτό.Η


οργάνωση του βιβλίου σε οκτώ μέρη τα οποία στηρίζονται σε συγκεκριμένες θεματικές διευκολύνει τον αναγνώστη να προχωρήσει ανάλογα με τα άμεσα ενδιαφέροντά του χωρίς να υπάρχει ο κίνδυνος της διακοπής της συνέχειας.


Συγκεκριμένα:Το ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ περιλαβάνει τρία άρθρα στον θεματικό άξονα της Αρχαιολογίας.


1. Η Μαρία Γκιρτζή-Μπάφα στο άρθρο τηςΔυνατότητες εκπαιδευτικής αξιοποίησης του αρχαιολογικού χώρου της Παλιάπολης Σαμοθράκης,χρησιμοποιώντας ως πηγές, κυρίως τα γνωστά βιβλία των Lehman και Μάτσα, περιγράφει τα βασικότερα μνημεία στον αρχαιολογικό χώρο της Παλιάπολης ακολουθώντας την πορεία που ακουλουθούσαν οι προσκυνητές στην αρχαιότητα.Στη συνέχεια με γλαφυρό τρόπο παρουσιάζει την πορεία την οποίαν προτείνει να ακολουθήσουν το ευρύτερο κοινό αλλά κυρίως οι σχολικές ομάδες, στο Ιερό των Μεγάλων Θεών, σε μια προσπάθεια να «συμφιλιωθούν» οι νέες γενιές με την πολιτιστική μας κληρονομιά. Το άρθρο αυτό αποτελεί μια εκπαιδευτική πρόταση για καινοτόμο δράση με στόχο τη βιωματική μάθηση.


2. Στο δεύτερο κατά σειρά άρθρο με τίτλοΟινοχόες με μακρύ λαιμό από τη Σαμοθράκη και η υπογεωμετρική κεραμική παράδοση του βορειοανατολικού Αιγαίουη Πέτια Ηλίεβα Βελίτσκοβα μελετά μια ομάδα αγγείων από τη Νότια Νεκρόπολη της Σαμοθράκης. Ενδιαφέροντα είναι τα ευρήματα αυτής της μελέτης καθώς τα τεχνολογικά χαρακτηριστικά αυτών των αγγείων αντανακλούν στενές σχέσεις της Σαμοθράκης με τον καλλιτεχνικό χώρο του Βόρειου Αιγαίου.


3. Ο Παναγιώτης Δεληγιάννης στο τρίτο άρθρο με τίτλοΗ Καβειριακή λατρεία στη Σαμοθράκη και η σχέση της με τον Βόρειο Εύξεινο Πόντο,αναφέρεται βέβαια στα Καβείρια μυστήρια που έκαναν ευρύτατα γνωστό το νησί της Σαμοθράκης αλλά επιπλέον βοηθάει τον αναγνώστη να κατανοήσει τους λόγους της μεταφοράς της λατρείας των Μεγάλων Θεών στον Εύξεινο Πόντο.Όπως είναι γνωστό η Σαμοθράκη αποτελούσε πέρασμα προς τον Εύξεινο Πόντο και αυτό συνέβαλε στη μεταφορά της Θρησκείας στις αποικίες του Βορείου Ευξείνου Πόντου. Οι Έλληνες θεωρούσαν τον Εύξεινο πόντο «άξενο» τόπο δηλαδή μη φιλικό για κατοίκηση λόγω της ύπαρξης βαρβαρικών φυλών αλλά και λόγω της δυσκολίας πρόσβασης εξ’ αιτίας των ισχυρών ανέμων. Αυτό συνέβαλε στην μεταφορά της Καβειριακής λατρείας καθώς, έχοντας την εύνοια των θαλάσσιων θεών θα είχαν ασφαλή είσοδο στον Εύξεινο Πόντο.


Το ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ περιλαμβάνει δύο άρθρα στη θεματική περιοχή της Ιστορίας του 1821:


1. Το άρθρο του Ευάγγελου ΠαπαθανασίουΕφκάς/Φ’κας: Συμβολή στα περί του Χαλασμού της Σαμοθράκης τον Σεπτέμβρη του 1821,προσπαθεί να φωτίσει τις γνώσεις που έχουμε για τα πραγματικά περιστατικά του Χαλασμού της Σαμοθράκης καταγράφοντας τα γεγονότα τον Σεπτέμβρη του 1821 και ετυμολογεί τη λέξη «Εφκάς».Διαβάζοντας το άρθρο αυτό ο αναγνώστης κατανοεί την πορεία που ακολούθησαν τα τραγικά γεγονότα και αντιλαμβάνεται, για πολλοστή φορά στην Ιστορία μας, πως ότι συνέβη τότε στη Σαμοθράκη αποτελεί συνήθη πρακτική του Οθωμανικού κράτους.


2. Η Ιωάννα Μαλτέζου στο άρθρο της με τίτλοΗ συμβολή της Σαμοθράκης στον αγώνα του Έθνους το ’21,ερευνά τη συμμετοχή των Σαμοθρακιτών στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 21.Οι ιστορικές και λαογραφικές πηγές που παραθέτει συμβάλουν στη συναισθηματική φόρτιση του αναγνώστη πατριώτη Σαμοθρακίτη και όχι μόνον. Η καταγραφή των γεγονότων της «πρωτοσταυρινιάς» στη συλλογική μνήμη των Σαμοθρακιτών ενισχύεται για παράδειγμα από ιστορικά κείμενα, δημοτικά τραγούδια και μοιρολόγια, κεντήματα και υφαντά, Ηρώα στη μνήμη των ηρώων, εικόνες και ιερά κειμήλια που καταγράφουν την θηριωδία των Τούρκων. Συγκλονιστικές οι περιγραφές των τραγικών γεγονότων όπως για παράδειγμα αυτή από τον ιστορικό Pouquevile (1825) στις σελίδες 105-106 του βιβλίου.Τέλος εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι σύμφωνα με τη συγγραφέα «το νησί μας ανήκει σ εκείνες τις περιοχές του Ελλαδικού χώρου που έχουν αδικηθεί ιστορικά με την παρασιώπηση ή την παραποίηση, εξ αιτίας της άγνοιας των ιστορικών γεγονότων, που έγραψαν με το αίμα τους οι πρόγονοι μας και ανάγονται στις πιο ένδοξες αλλά άγνωστες σελίδες της ιστορίας του έθνους μας.» σελ. 113.


Στο ΤΡΙΤΟ ΜΕΡΟΣ διαβάζουμε τρία άρθρα στη θεματική της Θρησκείας.


1. Ο Παναγιώτης Αργυρόπουλος με το άρθρο τουΈνας εξόριστος στη Σαμοθράκη όσιο. Ο Όσιος Θεοφάνης ο Ομολογητήςτιμά τον Όσιο Θεοφάνη τον Ομολογητή που αποτέλεσε πρότυπο αγαθού και ανεξίκακου ησυχαστή και συνέβαλε στην αναστύλωση των Εικόνων και την Εδραίωση της Ορθοδοξίας. Η Σαμοθράκη «οφείλει να σεμνύνεται που έστω και για ένα πολύ μικρό χρονικό διάστημα, φιλοξένησε τον Όσιο και τα χώματα της δέχθηκαν το ιερό του λείψανο» όπως γράφει ο συγγραφέας στη σελίδα 134 του βιβλίου.


2. Στο δεύτερο άρθρο με τίτλοΟι Άγιοι Μάρτυρες Πέντε Νεομάρτυρες της Σαμοθράκης ο Νικόλαος Σιώκης εξετάζει το ιστορικό πλαίσιο μέσα από το οποίο αναδείχθηκαν οι Άγιοι Πέντε Νεομάρτυρες της Σαμοθράκης, εξιστορώντας τον βίο και το μαρτύριό τους και βοηθάει τον αναγνώστη και ιδιαίτερα τους νέους μας στην εποχή αυτής της κρίσης των αξιών που διανύουμε να αντιληφθεί ποια είναι η αξία των ταπεινών ηρώων της πίστεων και του Ελληνισμού.

3. Στο τρίτο άρθρο με τίτλο Τα μετόχια της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους στη Σαμοθράκηη Χριστίνα Βαμβούρη-Δημάκη αναφέρεται στα δύο μετόχια της μονής Ιβήρων, στο μετόχι του Χριστού ή του «Κστου» στα Θέρμα και στο μετόχι του Αγίου Αθανασίου στη Σαμοθράκη και περιγράφει γνωστές σε όλους μας εικόνες, ιδιαίτερα από το μετόχι του Αγίου Αθανασίου προστάτη της Σαμοθράκης με ιδιαίτερη αναφορά στο έργο του γέροντα Αμφιλόχιου.


4.Τέλος ο Ιωάννης Σιδηράς στο άρθρο τουΙστορικές σελίδες της Μητροπόλεως Μαρωνείας στη Σαμοθράκη (1899-1912)παρουσιάζει πέντε ανέκδοτες επιστολές –έγγραφες απαντήσεις του Πατριαρχείου προς την Μητρόπολη Μαρωνείας σε αιτήματα των χριστιανών κατοίκων της Σαμοθράκης. Οι επιστολές αυτές δίνουν σημαντικές ιστορικές πληροφορίες για τα τελευταία έτη της οθωμανοκρατίας στη Σαμοθράκη.


Τα τρία άρθρα του ΤΕΤΑΡΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ κινούνται στον θεματικό άξονα της Νεώτερης Ιστορίας.

1. Ο Βάιος Καλογριάς με το άρθρο του Η στρατιωτική κατάληψη της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης από τις δυνάμεις του Άξονα (Απρίλιος –Μάιος 1941: Η περίπτωση της Σαμοθράκηςαναφέρεται στην Βουλγαρική κατοχή της Σαμοθράκης και στην καταπιεστική πολιτική των βουλγαρικών κατοχικών αρχών απέναντι στους Σαμόθρακες, θλιβερά γεγονότα που έχουν ζήσει και μας αφηγούνται οι γονείς μας.


2. Ο Στράτος Δορδανάς στο άρθρο του Πολιτικοί Εξόριστοι στη Σαμοθράκημας παρουσιάζει την περίπτωση της Σαμοθράκης που δυστυχώς συνεχίζει ακόμα να αγνοείται από τους ιστορικούς, ως τόπου εξορίας στον Εμφύλιο πόλεμο αλλά και κατά τη διάρκεια της επταετίας 1967-1974.3.

Ο Θεοφάνης Μαλκίδης στο άρθρο του με τίτλο Οικονομικές και κοινωνικές διαδρομές στη νεώτερη ιστορία της Σαμοθράκης: Η μεταπολεμική μετανάστευση και η τουριστική ανάπτυξη καταγράφει και αριθμητικά, χρησιμοποιώντας ως πηγές τις απογραφές της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας της Ελλάδος από το 1928, την πληθυσμιακή αιμορραγία της Σαμοθράκης με τα μεταναστευτικά ρεύματα προς Γερμανία και Βέλγιο αλλά και στο εσωτερικό της χώρας, ως λύση στο πρόβλημα της ανεργίας και της φτώχειας, αποτέλεσμα της περιθωριοποίησης του νησιού μετά τον αδελφοκτόνο εμφύλιο πόλεμο.Αναφέρεται επίσης στη λειτουργία των Συλλόγων ως συνδετικών ιστών με την πατρίδα και τέλος στο τέλος αυτής της περιόδου το 1970, στην επιστροφή των μεταναστών και την ανάπτυξη του τουρισμού.


Στο ΠΕΜΠΤΟ ΜΕΡΟΣ έχουν συμπεριληφθεί δύο άρθρα που κινούνται στο χώρο της πολιτικής επιστήμης.


1. Ο Νίκος Ζάϊκος στο άρθρο του Επισημάνσεις σχετικά με το νομικό καθεστώς της Σαμοθράκης από την άποψη του διεθνούς δικαίουαναλύει σημαντικές πτυχές των σχέσεων Ελλάδας-Τουρκίας με σημείο αναφοράς το Αιγαίο και συγκεκριμένα τη Σαμοθράκη από την άποψη του διεθνούς δικαίου της θάλασσας.Ειδικότερα στην εργασία αυτή ενημερώνεται ο αναγνώστης σχετικά με την αξιολόγηση από νομικής άποψης του ισχυρισμού της Τουρκίας ότι η Ελλάδα θα πρέπει να αποστρατιωτικοποιήσει τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και ειδικότερα τη Σαμοθράκη.

2.Οι Κώστας Γεμενής και Ηλίας Ντίνας στο άρθρο τους Οι αξίες του νησιού στην πολιτική της πόλης: Τοπαράδειγμα της Σαμοθράκηςεπιλέγουν τη Σαμοθράκη για να διερευνήσουν τη σχέση ανάμεσα στον τόπο διαμονής και την ιεράρχηση των αξιών. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα ευρήματα της έρευνας αυτής σύμφωνα με τα οποία οι μόνιμοι κάτοικοι της Σαμοθράκης τείνουν να είναι περισσσότερο υλιστές από τους Σαμόθρακες που ζουν σε αστικές περιοχές εκτός Σαμοθράκης .

Τα δύο άρθρα του ΕΚΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ κινούνται στο χώρο της Λαογραφίας.

1.Ο Ευάγγελος Αυδίκος στο άρθρο του με τίτλο Οι Αγριοκουρνάτοι και η υπαλληλία των χώρων στη Σαμοθράκημας παρουσιάζει τους Αγριοκουρνάτους, μια φυλή άγρια που δεν ήταν εξημερωμένη που ζούσαν στον Προφήτη Ηλία σε σχέση με τον ορεινό χώρο που οριοθετείται ως ο αποκλειστικός κοινωνικός χώρος καθώς η χρήση των υπολοίπων πεδινών περιοχών είναι περιστασιακή. Χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Τάσσου Κουτσοφάβα (1955) στη σελίδα 247 του βιβλίου.

2. Ο Θανάσης Πολίτης στο άρθρο τουΟι κατάρες της Σαμοθράκης προσεγγίζει ερμηνευτικά ένα από τα πιο πληθωρικά και μέχρι σήμερα πιο ζωντανά είδη του προφορικού λόγου. Τις κατάρες, μια συνήθεια που παραμένει ακόμα λειτουργική.Ενδιαφέρουσα είναι η κατηγοριοποίηση που κάνει ο συγγραφέας στο τρίπτυχο, ατύχημα, (να σι φάι ι γιόχινταα) αρρώστια (να σι φάι ι λούβα) θάνατος (να μι ξημιουθις) χωρίς να εξαιρείται η κοινωνική εξαθλίωση (καμ ψουμουζντήεις), η στέρηση όμορφων στιγμών (π’να εις κακιά νιότ), το κακό πεπρωμένο και η μεταφυσική καταδίκη (να εις κακιά κουντλιά), (να παραδώεις κακιά ψη), η εξάλειψη της γενεάς (θιμά ντου γουνιό, ντ’ γινιά σ’), η ολοκληρωτική απώλεια,εξαφάνιση περιοχών (να μην απομείν’ μκα λιόφλου).Ε


νδιαφέρον παρουσιάζει το κριτήριο ομαδοποίησης των τριών άρθρων του ΕΒΔΟΜΟΥ ΜΕΡΟΥΣ. Οι επιμελητές του συλλογικού αυτού τόμου φαίνεται πως θεωρούν τα δύο πρώτα άρθρα του Θανάση Κούγκουλου «Κυρκόραδος ο τσαρλατάνος εν Σαμοθράκη»: Μια ανέκδοτη ηθογραφική σάτιρα του Νικολάου Β Φαρδύκ αι Δούκαινας Ζάννη Ηθογραφία Σαμοθρακιτών στο έργο του Ι. Δραγούμη ως εναλλακτικές πηγές θέασης και ερμηνείας του παρελθόντος της Σαμοθράκης. Πρόκειται για μια νέα φιλολογική επεξεργασία κειμένων του Νικολάου Φαρδύ και του Ι. Δραγούμη.Το κριτήριο των εναλλακτικών πηγών φαίνεται πως ικανοποιεί και το άρθρο του Λάμπρου Φλυτούρη Η Σαμοθράκη στον κινηματογράφο.Ταινίες όπως Οι Νύφες του Παντελή Βούλγαρη (2004), Οι Γενναίοι της Σαμοθράκης (2003) και η Νίκη της Σαμοθράκης ((1990) με την πρώτη και τελευταία να έχουν βραβευθεί στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, αξιοποιούνται ως ιστορικές πηγές με έμφαση στην εικόνα που αποκομίζει ο θεατής.

Το ΟΓΔΟΟ και τελευταίο μέρος του βιβλίου περιλαμβάνει το άρθρο του Αλέξανδρου Πανταζή Λειτουργία, δομή και διαχείριση της περιοχής Θερμών της νήσου Σαμοθράκη. Πρόκειται για μια περιβαλλοντική προσέγγιση στην αξιοποίηση του φυσικού πλούτου του νησιού και αποτελεί μια αξιόλογη πρόταση διαχείρισης της περιοχής των Θερμών με σεβασμό στο οικοσύστημα ώστε να αποφευχθούν λάθη κατά την ανάπτυξη της περιοχής.


Το βιβλίο τελειώνει με το ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ που περιλαμβάνει πρωτογενείς φωτογραφίες από το αρχείο του Μανώλη Μαργαρίτη από εκδηλώσεις, επαγγέλματα, καθημερινότητα, σχολική ζωή, στρατό, τοπία.


Συμπερασματικά θεωρώ ότι το βιβλίο αποτελεί τόσο για εμάς τους Σαμόθρακες όσο και για τους φίλους της ιδιαίτερης πατρίδας μας, κυρίως όμως για τα παιδιά μας μια πολύτιμη πηγή γνώσης για τη Σαμοθράκη του χτες και του σήμερα.


Αναγνωρίζω στο βιβλίο αυτό τη δυνατότητα να ευαισθητοποιήσει τα παιδιά μας αλλά και το ευρύ κοινό, που τις τελευταίες δεκαετίες ανακαλύπτει το νησί μας, ώστε να προβληματιστούν και να αναλάβουν δράση σε θέματα κρίσιμα για το μέλλον της αγαπημένης μας Σαμοθράκης.


To βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΕπίκεντροΚαμβουνίων 9, ΤΚ 54 621, ΘεσσαλονίκηΤηλ.: 2310 256 146 Fax: 2310 256 148


Θράκη

Οργιάζουν στο Διαδίκτυο οι ευσεβείς πόθοι των Tούρκων σέρφερ για τη δημιουργία της… «Δημοκρατίας της Δυτικής Θράκης»

Μαρία Ψαρά, «Έθνος», 19 Δεκεμβρίου 2009.

Διεκδικώντας περιοχή 23.591 τετραγωνικών χιλιομέτρων, από τον Eβρο μέχρι τον Nέστο ποταμό, και από το Aιγαίο μέχρι τη βουλγαρική Pοδόπη, το κρατίδιο που οραματίζονται οι επίδοξοι… αυτονομιστές παρουσιάζεται σε χάρτη στις ειδικές σελίδες του Iντερνετ και γίνεται… γκρουπ στο facebook, όπου περίπου 800 άτομα έχουν σπεύσει να συμφωνήσουν με τη δημιουργία του.
«Eίναι εδάφη στα οποία ζουν Tούρκοι και πρέπει να γίνουν ανεξάρτητο κράτος, όπως είχε γίνει το 1913», ισχυρίζονται οι επισκέπτες των ομάδων συζητήσεων, τουρκικής καταγωγής στην πλειονότητά τους. Ως διαχειριστές εμφανίζονται φοιτητές, νεολαίοι και μέλη τουρκικών κοινοτήτων στην Eυρώπη και την Aμερική. Kαι μπορεί όλα αυτά να φαίνονται αστεία και να συζητούνται μόνο στην ψηφιακή σφαίρα (φαντασίας) κάποιων ακραίων στοιχείων παγκοσμίως, ωστόσο ίσως δεν είναι τόσο «αθώα» όσο φαίνονται.
Πρόσφατα, το «Eθνος της Kυριακής» είχε αποκαλύψει πως για την υπόθεση «Eργκενεκόν» της Tουρκίας ο τουρκικός στρατός διαχειριζόταν 42 ιστοτόπους εναντίον της Eλλάδας και άλλων «εχθρών», μέσα από τους οποίους το τουρκικό βαθύ κράτος οργάνωνε και διατηρούσε τα τελευταία χρόνια μηχανισμούς συκοφάντησης και υπονόμευσης της Eλλάδας…
Σε μια χρονική στιγμή που ο πρωθυπουργός της Tουρκίας Tαγίπ Eρντογάν μιλά (και μάλιστα στον πρόεδρο Oμπάμα) για «μειονότητα που υποφέρει στη Θράκη», η ανακίνηση τέτοιων θεμάτων συζήτησης στο Iντερνετ είναι φυσικό να δημιουργεί πιο προσεκτικές σκέψεις για τη σκοπιμότητά τους. Στο ίδιο πνεύμα και ο Tούρκος υπουργός Eπικρατείας, E. Mπαγίς, ο οποίος επιβεβαίωσε ότι το «μειονοτικό» είναι στην κορυφή της ατζέντας των ελληνοτουρκικών σχέσεων.

H εμμονή για τον… υπερτονισμό και την αναβάθμιση του «μειονοτικού» ζητήματος που επιδεικνύει η Aγκυρα φαίνεται και από την πρόσφατη πρόσκληση που απηύθυνε ο Eρντογάν στον ψευδομουφτή Ξάνθης, πρόεδρο της «Συμβουλευτικής», Aχμέτ Mετέ, και τον πρόεδρο του «Συλλόγου Aλληλεγγύης Tούρκων Δυτικής Θράκης» (BTTDD), Φερούχ Oζκάν.
Oπως έγινε γνωστό, με ανακοίνωση της ίδιας της «BTTDD», που τιτλοφορείται «H μητέρα πατρίδα μας, όπως χθες, σήμερα και αύριο θα είναι πάντα δίπλα μας», ο Tαγίπ Eρντογάν καθησύχασε τους δύο καλεσμένους του ότι η Tουρκία «δεν θα κάνει κανένα βήμα εφόσον δεν γίνουν βήματα από την Eλλάδα στη Δυτική Θράκη».
«H Δυτική Θράκη είναι μια ευκαιρία να γίνει ξανά δυνατή η Tουρκία», αναφέρει στο σχόλιό του ένα μέλος του γκρουπ «Δημοκρατία Δυτικής Θράκης». «Tιμή και δόξα στους Oθωμανούς στρατιώτες. Mακάρι να ζούσαν και σήμερα», συμπληρώνει έτερος… χρήστης.
Στην προσπάθεια μάλιστα να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία τους, στον χάρτη της Eλλάδας τοποθετούν και διεκδικήσεις άλλων, όπως των Σκοπιανών στα ελληνικά εδάφη.
Γκρίζες… οθόνες

Aνάμεσα σε… Tουρκία, Λονδίνο και HΠA κινούνται οι φοιτητές, οι νεολαίοι και τα μέλη τουρκικών οργανώσεων που διαχειρίζονται τα ανθελληνικά γκρουπ στο facebook (πάνω). Για να ενισχύσουν την επιχειρηματολογία τους, τα μέλη των ομάδων για τη «Δυτική Θράκη» δεν διστάζουν να… τεμαχίσουν την Eλλάδα, προκειμένου να «αναγνωρίσουν» και τις διεκδικήσεις άλλων επί των ελληνικών εδαφών. Στη λογική «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου» οι Tούρκοι χρήστες ενισχύουν την προπαγάνδα των Σκοπιανών.



Αναβαθμίζει το «μειονοτικό» ο Ερντογάν

ΝΙΚΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ εφημερίδα ΈΘΝΟΣ


Εμμονή στη διατήρηση και αναβάθμιση του «μειονοτικού» ζητήματος επιδεικνύει η Αγκυρα και στο πλαίσιο αυτό καταγράφεται με ιδιαίτερο ενδιαφέρον η πρόσκληση στην τουρκική πρωτεύουσα, για να συναντηθεί με τον πρωθυπουργό Τ. Ερντογάν, του ψευδομουφτή Ξάνθης και προέδρου της «Συμβουλευτικής» Αχμέτ Μετέ και του προέδρου του «Συλλόγου Αλληλεγγύης τούρκων Δυτικής Θράκης» (BTTDD) Φερούχ Οζκάν.

Ο κ. Ερντογάν ζήτησε αυτή τη συνάντηση αμέσως μετά την επιστροφή του από την Ουάσιγκτον, όπου έθεσε στον Αμερικανό πρόεδρο Μπ. Ομπάμα θέμα «τουρκικής μειονότητας» στη Θράκη ενώ και ο Τούρκος υπουργός Επικρατείας Ε. Μπαγίς επιβεβαίωσε ότι το «μειονοτικό» είναι στην κορυφή της ατζέντας που προτείνει με τη γνωστή επιστολή του ο Τούρκος πρωθυπουργός στον Ελληνα ομόλογό του Γ. Παπανδρέου.Οπως έγινε γνωστό, με ανακοίνωση του ίδιου του «ΒΤΤDD», που τιτλοφορείται «Η μητέρα πατρίδα μας, όπως χθες, σήμερα και αύριο θα είναι πάντα δίπλα μας», ο κ. Ερντογάν καθησύχασε τους δύο καλεσμένους του ότι η Τουρκία «δεν θα κάνει κανένα βήμα εφόσον δεν γίνουν βήματα από την Ελλάδα στη Δυτική Θράκη».Ο κ. Ερντογάν, μάλιστα, αναφέρθηκε στην «έλλειψη ανοχής στη λέξη Τούρκος», η οποία όπως είπε υπάρχει στη Θράκη και με αφορμή το αίτημα της επαναλειτουργίας της Σχολής της Χάλκης, το οποίο χαρακτήρισε «όχι και τόσο σημαντικό», έθεσε το ερώτημα γιατί η Ελλάδα δεν αναγνωρίζει τον μουφτή που εκλέγουν οι «ομογενείς» του, ενώ τον Πατριάρχη τον εκλέγει η Ιερά Σύνοδος.«Με βάση τη Συνθήκη της Λοζάνης, τα μέλη της Ιεράς Συνόδου πρέπει να είναι όλοι πολίτες μας. Εμείς εδώ επιδείξαμε κατανόηση. Εσείς όμως τι κάνατε; Στη Δυτική Θράκη δεν μπορούν να ανεχτούν τη λέξη Τούρκος», είπε ο κ. Ερντογάν, ο οποίος πρόσθεσε ότι η Ελλάδα έχει «άγχος» για το τι θα πράξει σχετικά με την απόφαση του ευρωπαϊκού δικαστηρίου στις προσφυγές για να επιτραπεί η χρήση της λέξης τουρκικός στον τίτλο συλλόγων και οργανώσεων.

Η επίσκεψη και η συνάντηση του κ. Μετέ με τον Τούρκο πρωθυπουργό, με την ιδιότητά του μάλιστα ως προέδρου της λεγόμενης «Συμβουλευτικής Επιτροπής της Τουρκικής Μειονότητας της Δυτικής Θράκη», δημιουργεί και θέμα τουλάχιστον ηθικής τάξης για τους δύο μειονοτικούς βουλευτές του ΠΑΣΟΚ κ. Χατζηοσμάν και Ματατζή, οι οποίοι συμμετέχουν στη «Συμβουλευτική» και στηρίζουν τον κ. Μετέ.Το κλίμα πάντως για να επιβεβαιώνονται οι ισχυρισμοί περί... «καταπίεσης» της μειονότητας είχε διαμορφωθεί τις προηγούμενες ημέρες με τουλάχιστον «παράξενες» επιθέσεις στο τζαμί της Ξάνθης που είχαν γραφτεί και υβριστικά συνθήματα, τα οποία παραδόξως είχαν φωτογραφηθεί και κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο σχεδόν πριν ειδοποιηθεί η αστυνομία.