ΤΗΣ ΑΓΙΩΤΑΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ
ΚΟΣΜΑΣ
Προς το Χριστεπώνυμον Πλήρωμα
της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
«Ουκ ην τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. β’, 7)
Σήμερα Χριστούγεννα, αυτή τη μεγάλη και αγία ημέρα τη «Μητρόπολη των εορτών», φέρουμε όλη την προσοχή μας στη Βηθλεέμ.
Ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός ήλθε στη γη, σαν ξένος. Όχι μόνο διότι «εκένωσε εαυτόν μορφήν δούλου λαβών» (Φιλιπ. β , 7), και ήλθε απλούς, άγνωστος στη γη, αλλά και διότι αντιμετώπιζε μια συγκλονιστική μοναδικότητα.
Κανείς, μα κανείς, δε θέλησε να παραχωρήση τόπο στην επίτοκο Παρθένο Μαρία, για να γεννήση ως άνθρωπο, έστω με ανθρώπινες συνθήκες, το Χριστό μας.
Κτύπησε τις πόρτες των σπιτιών ο γέρων προστάτης Ιωσήφ, κατέφυγε και στο πανδοχείο, αλλά κανείς δεν έδωσε κατάλυμα στον Κύριο.
Για όλους τους ανθρώπους υπήρχε χώρος. Για τον Πλάστη και Σωτήρα, για τον Παντοκράτορα Δημιουργό ούτε μια μικρή γωνιά. Κανένα πανδοχείο, κανένας φίλος, γνωστός η φιλάνθρωπος δεν βρέθηκε να προσφέρη φιλοξενία. Μοναδική στέγη το ακάθαρτο σπήλαιο και κατάλυμα: η φάτνη του σπηλαίου.
Εκεί η Παναγία μας «έτεκεν τον Υιόν Αυτής τον πρωτότοκον … εσπαργάνωσεν και ανέκλινεν Αυτόν εν τη φάτνη, διότι ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. β’, 7). «Εις τα ίδια ήλθε και οι ίδιοι Αυτόν ου παρέλαβον» (Ιωάν. α’, 11).
Πτωχός, άγνωστος, ξένος ο Κύριος από τη Βηθλεέμ έως του Τάφου, για να γίνη ο άνθρωπος όχι «ξένος και πάροικος, αλλά συμπολίτης των αγίων και οικείος του Θεού» (Εφεσ. β’, 19).
Ταπεινώθηκε και δέχθηκε, από αγάπη για μας, την προσωπική του ξενία. Ποτέ όμως δε θέλει εμείς να μείνουμε ξένοι απ Αὐτόν. Ζητάει να του δώσουμε την καρδιά μας, να την κάνη κατοικητήριό του, να την καθάρη από τα πάθη μας, να την φωτίση, να την αναγεννήση, να την αγιάση.
«Ιδού έστηκα επί την θύραν και κρούω» μας λέει, «εάν τις ακούση της φωνής μου και ανοίξη … εισελεύσομαι προς αυτόν» (Αποκ. γ’, 20).
Το ομολογεί, το βεβαιώνει η ιστορική πραγματικότητα. Όσοι άνοιξαν την καρδιά τους, όσοι δέχθηκαν το Ευαγγέλιο του Χριστού μας, όσοι τον πίστεψαν, τον αγάπησαν ολόψυχα, όσοι έζησαν το θέλημά του, έγιναν φωτεινές, ολοκληρωμένες προσωπικότητες, άνθρωποι αρετών και ωφέλιμοι στην κοινωνία.
Δυστυχώς όμως υπήρξαν και υπάρχουν πολλοί οι οποίοι μιμούνται τους κατοίκους της Βηθλεέμ. Αρνούνται να ανοίξουν την καρδιά τους, για να καταλύση ο Χριστός. Δεν τον πιστεύουν, δεν τον θέλουν, δεν τον άγαπούν.
Και όχι μόνο δεν τον δέχονται οι ίδιοι, αλλά αγωνίζονται, μάχονται με όλες τους τις δυνάμεις να τον αρνηθούν και οι άλλοι αδελφοί και μάλιστα οι νέοι και οι νέες.
Έχοντας υπ’ όψιν όλα αυτά κανείς με πόνο διερωτάται: «βρίσκομαι στην Ορθόδοξο Ελλάδα ή σε καμμιά αντιχριστιανική χώρα;»
Εδώ, στην πατρίδα μας, την οποία ελευθέρωσε και διατήρησε το Φως της ορθοδόξου πίστεως του Χριστού μας, ακούγονται φωνές όπως εκείνες των κατοίκων της Βηθλεέμ.
Δεν έχουμε χώρο για Σένα, Χριστέ, στην οικογένεια, δεν υπάρχει κατάλυμα για Σένα στα εκπαιδευτήρια της χώρας. Δεν μπορούμε να Σε φιλοξενήσουμε στις δημόσιες υπηρεσίες. Δεν μπορείς να μείνεις μαζί μας.
Θέλουν πολλοί να μείνη ξένος ο Χριστός από την προσωπική μας ζωή, από τους νόμους μας, από την παιδεία μας, από την πορεία του έθνους μας.
Και, ενώ βλέπουν ότι όλο και περισσότερο χωρίς Χριστό διαλύονται άτομα, οικογένεια, κοινωνία, ενώ κατακερματίζεται, γηράσκει και αργοπεθαίνει η νεότης, ενώ χάθηκε η ειρήνη, η αγάπη, η ενότητα, που φέρει ο Χριστός και κυριαρχεί η αγωνία, ο φόβος, η ταραχή, η βία, η εγκληματικότητα, επιμένουν να αρνούνται την παρουσία του Χριστού.
Αγαπητοί,
Σήμερα Χριστούγεννα, εμπρός στη φάτνη του Σαρκωθέντος Θεού μας, κληρικοί και λαϊκοί αναλογιζόμενοι την ευθύνη μας ας θελήσουμε να δώσουμε «νουν, ψυχήν και καρδίαν» για να κατοική μέσα μας, όσο ζούμε, ο Χριστός μας.
Αυτά τα Χριστούγεννα τότε θα είναι τα σωτήρια για μας και για την πατρίδα μας.
+ Ο ΑΙΤΩΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΚΑΡΝΑΝΙΑΣ ΚΟΣΜΑΣ