Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σεφέρης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 9 Απριλίου 2019

Γ.Σεφέρης: Γ' Τὸ ναυάγιο τῆς «Κίχλης» - Φως





«Τὸ ξύλο αὐτὸ ποὺ δρόσιζε τὸ μέτωπό μου

τὶς ὦρες ποὺ τὸ μεσημέρι πύρωνε τὶς φλέβες

σὲ ξένα χέρια θέλει ἀνθίσει. Πάρ᾿ το, σοῦ τὸ χαρίζω-

δές, εἶναι ξύλο λεμονιᾶς...»




Ἄκουσα τὴ φωνὴ

καθὼς ἐκοίταζα στὴ θάλασσα νὰ ξεχωρίσω
ἕνα καράβι ποὺ τὸ βούλιαξαν ἐδῶ καὶ χρόνια-
τὄ᾿λεγαν «Κίχλη» ἕνα μικρὸ ναυάγιο- τὰ κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξὰ στὸ βάθος, σὰν πλοκάμια
ἢ μνήμη ὀνείρων, δείχνοντας τὸ σκαρί του
στόμα θαμπὸ κάποιου μεγάλου κήτους νεκροῦ
σβησμένο στὸ νερό. Μεγάλη ἀπλώνουνταν γαλήνη.

Κι ἄλλες φωνὲς σιγὰ-σιγὰ μὲ τὴ σειρά τους
ἀκολούθησαν- ψίθυροι φτενοὶ καὶ διψασμένοι
ποὺ βγαίναν ἀπὸ τοῦ ἥλιου τ᾿ ἄλλο μέρος, τὸ σκοτεινό-
θἄ ῾λεγες γύρευαν νὰ πιοῦν αἷμα μία στάλα-
ἤτανε γνώριμες μὰ δὲν μποροῦσα νὰ τὶς ξεχωρίσω.

Κι ἦρθε ἡ φωνὴ τοῦ γέρου, αὐτὴ τὴν ἔνιωσα
πέφτοντας στὴν καρδιὰ τῆς μέρας
ἥσυχη, σὰν ἀκίνητη:

«Κι ἂ μὲ δικάσετε νὰ πιῶ τὸ φαρμάκι, εὐχαριστῶ-
τὸ δίκιο σας θἆ ῾ναι τὸ δίκιο μου ποῦ νὰ πηγαίνω
γυρίζοντας σὲ ξένους τόπους, ἕνα στρογγυλὸ λιθάρι.

Τὸ θάνατο τὸν προτιμῶ-
ποιὸς πάει γιὰ τὸ καλύτερο ὁ θεὸς τὸ ξέρει».

Χῶρες τοῦ ἥλιου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν ἥλιο.
Χῶρες τοῦ ἀνθρώπου καὶ δὲν μπορεῖτε ν᾿ ἀντικρίσετε τὸν
ἄνθρωπο.


Τὸ φῶς

Καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια

πληθαίνουν οἱ κριτὲς ποὺ σὲ καταδικάζουν-

καθὼς περνοῦν τὰ χρόνια καὶ κουβεντιάζεις μὲ λιγότερες

φωνές,

βλέπεις τὸν ἥλιο μ᾿ ἄλλα μάτια-

ξέρεις πὼς ἐκεῖνοι ποὺ ἔμειναν, σὲ γελοῦσαν,

τὸ παραμίλημα τῆς σάρκας, ὁ ὄμορφος χορὸς

ποὺ τελειώνει στὴ γύμνια.

Ὅπως, τὴ νύχτα στρίβοντας στὴν ἔρμη δημοσιά,

ἄξαφνα βλέπεις νὰ γυαλίζουν τὰ μάτια ἑνὸς ζώου

ποὺ ἔφυγαν κιόλας, ἔτσι νιώθεις τὰ μάτια σου

τὸν ἥλιο τὸν κοιτᾶς, ἔπειτα χάνεσαι μὲς στὸ σκοτάδι-

ὁ δωρικὸς χιτώνας

ποὺ ἀγγίξανε τὰ δάχτυλά σου καὶ λύγισε σὰν τὰ βουνά,

εἶναι ἕνα μάρμαρο στὸ φῶς, μὰ τὸ κεφάλι του εἶναι στὸ

σκοτάδι.

Κι αὐτοὺς ποὺ ἀφῆσαν τὴν παλαίστρα γιὰ νὰ πάρουν

δοξάρια

καὶ χτύπησαν τὸ θεληματικὸ μαραθωνοδρόμο

κι ἐκεῖνος εἶδε τὴ σφενδόνη ν᾿ ἀρμενίζει στὸ αἷμα

ν᾿ ἀδειάζει ὁ κόσμος ὅπως τὸ φεγγάρι

καὶ νὰ μαραίνουνται τὰ νικηφόρα περιβόλια-

τοὺς βλέπεις μὲς στὸν ἥλιο, πίσω ἀπὸ τὸν ἥλιο.

Καὶ τὰ παιδιὰ ποὺ κάναν μακροβούτια ἀπ᾿ τὰ μπαστούνια

πηγαίνουν σὰν ἀδράχτια γνέθοντας ἀκόμη,

σώματα γυμνὰ βουλιάζοντας μέσα στὸ μαῦρο φῶς

μ᾿ ἕνα νόμισμα στὰ δόντια, κολυμπώντας ἀκόμη,

καθὼς ὁ ἥλιος ράβει μὲ βελονιὲς μαλαματένιες

πανιὰ καὶ ξύλα ὑγρὰ καὶ χρώματα πελαγίσια-

ἀκόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξὰ

πρὸς τὰ χαλίκια τοῦ βυθοῦ

οἱ ἄσπρες λήκυθοι.




Ἀγγελικὸ καὶ μαῦρο, φῶς,

γέλιο τῶν κυμάτων στὶς δημοσιὲς τοῦ πόντου,

δακρυσμένο γέλιο,

σὲ βλέπει ὁ γέροντας ἱκέτης

πηγαίνοντας νὰ δρασκελίσει τὶς ἀόρατες πλάκες

καθρεφτισμένο στὸ αἷμα του

ποὺ γέννησε τὸν Ἐτεοκλῆ καὶ τὸν Πολυνείκη.

Ἀγγελικὴ καὶ μαύρη, μέρα-

ἡ γλυφὴ γέψη τῆς γυναίκας ποὺ φαρμακώνει τὸ φυλακισμένο

βγαίνει ἀπ᾿ τὸ κύμα δροσερὸ κλωνάρι στολισμένο στάλες.

Τραγούδησε μικρὴ Ἀντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...

δὲ σοῦ μιλῶ γιὰ περασμένα, μιλῶ γιὰ τὴν ἀγάπη

στόλισε τὰ μαλλιά σου μὲ τ᾿ ἀγκάθια τοῦ ἥλιου,

σκοτεινὴ κοπέλα-

ἡ καρδιὰ τοῦ Σκορπιοῦ βασίλεψε,

ὁ τύραννος μέσα ἀπ᾿ τὸν ἄνθρωπο ἔχει φύγει,

κι ὅλες οἱ κόρες τοῦ πόντου, Νηρηίδες, Γραῖες

τρέχουν στὰ λαμπυρίσματα τῆς ἀναδυομένης

ὅποιος ποτέ του δὲν ἀγάπησε θ᾿ ἀγαπήσει,

στὸ φῶς-

καὶ εἶσαι

σ᾿ ἕνα μεγάλο σπίτι μὲ πολλὰ παράθυρα ἀνοιχτὰ

τρέχοντας ἀπὸ κάμαρα σὲ κάμαρα, δὲν ξέροντας ἀπὸ ποῦ

νὰ κοιτάξεις πρῶτα,

γιατὶ θὰ φύγουν τὰ πεῦκα καὶ τὰ καθρεφτισμένα βουνὰ

καὶ τὸ τιτιβισμα των πουλιῶν

θ᾿ ἀδειάσει ἡ θάλασσα, θρυμματισμένο γυαλί, ἀπὸ βοριὰ

καὶ νότο

θ᾿ ἀδειάσουν τὰ μάτια σου ἀπ᾿ τὸ φῶς τῆς μέρας

πῶς σταματοῦν ξαφνικὰ κι ὅλα μαζὶ τὰ τζιτζίκια.





Πόρος, «Γαλήνη», 31 τοῦ Ὀχτώβρη 1946

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΕΦΕΡΗΣ - ΤΟ ΦΩΣ



Καθώς περνούν τα χρόνια
πληθαίνουν οι κριτές που σε καταδικάζουν,
καθώς περνούν τα χρόνια και κουβεντιάζεις με λιγότερες
φωνές,
βλέπεις τον ήλιο μ' άλλα μάτια,
ξέρεις πως εκείνοι που έμειναν, σε γελούσαν,
το παραμίλημα της σάρκας, ο όμορφος χορός
που τελειώνει στη γύμνια.
Οπως, τη νύχτα στρίβοντας στην έρμη δημοσιά,
άξαφνα βλέπεις να γυαλίζουν τα μάτια ενός ζώου
που έφυγαν κιόλας, έτσι νιώθεις τα μάτια σου,
τον ήλιο τον κοιτάς, έπειτα χάνεσαι μες στο σκοτάδι,
ο δωρικός χιτώνας
που αγγίξανε τα δάχτυλά σου και λύγισε σαν τα βουνά,
είναι ένα μάρμαρο στο φως, μα το κεφάλι του είναι στο
σκοτάδι.
Κι αυτούς που αφήσαν την παλαίστρα για να πάρουν τα
δοξάρια
και χτύπησαν το θεληματικό μαραθωνοδρόμο
κι εκείνος είδε τη σφενδόνη ν' αρμενίζει στο αίμα
v' αδειάζει ο κόσμος όπως το φεγγάρι
και να μαραίνουνται τα νικηφόρα περιβόλια,
τους βλέπεις μες στον ήλιο, πίσω από τον ήλιο.
Και τα παιδιά που κάναν μακροβούτια απ' τα μπαστούνια
πηγαίνουν σαν αδράχτια γνέθοντας ακόμη,
σώματα γυμνά βουλιάζοντας μέσα στο μαύρο φως
μ' ένα νόμισμα στα δόντια, κολυμπώντας ακόμη,
καθώς ο ήλιος ράβει με βελονιές μαλαματένιες
πανιά και ξύλα υγρά και χρώματα πελαγίσια,
ακόμη τώρα κατεβαίνουνε λοξά
προς τα χαλίκια του βυθού
οι άσπρες λήκυθοι.

Αγγελικό και μαύρο, φως,
γέλιο των κυμάτων στις δημοσιές του πόντου,
δακρυσμένο γέλιο,
σε βλέπει ο γέροντας ικέτης
πηγαίνοντας να δρασκελίσει τις αόρατες πλάκες
καθρεφτισμένο στο αίμα του
που γέννησε τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη.
Αγγελική και μαύρη, μέρα,
η γλυφή γέψη της γυναίκας που φαρμακώνει το φυλακισμένο

βγαίνει απ' το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε...
δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη
στόλισε τα μαλλιά σου με τ' αγκάθια του ήλιου,
σκοτεινή κοπέλα
η καρδιά του Σκορπιού βασίλεψε,
ο τύραννος μέσα απ' τον άνθρωπο έχει φύγει,
κι όλες οι κόρες του πόντου, Νηρηίδες, Γραίες
τρέχουν στα λαμπυρίσματα της αναδυομένης
όποιος ποτέ του δεν αγάπησε Θ' αγαπήσει,
στο φως
και είσαι
σ' ένα μεγάλο σπίτι με πολλά παράθυρα ανοιχτά
τρέχοντας από κάμαρα σε κάμαρα, δεν ξέροντας από που
να κοιτάξεις πρώτα,
γιατί Θα φύγουν τα πεύκα και τα καθρεφτισμένα βουνά
και το τιτίβισμα των πουλιών
Θ' αδειάσει η θάλασσα, Θρυμματισμένο γυαλί, από βοριά
και νότο
Θ' αδειάσουν τα μάτια σου απ' το φως της μέρας
πως σταματούν ξαφνικά κι όλα μαζί τα τζιτζίκια.

.       .         .           .Γιώργος Σεφέρης.         .          .           .

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Γιώργος Σεφέρης - Σχέδια για ένα καλοκαίρι(3 ποιήματα)


ΕΝΑΣ ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ



Γυρίσαμε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι
σαν ένα τετράδιο που μας κούρασε γράφοντας μένει
γεμάτο διαγραφές αφηρημένα σχέδια
στο περιθώριο κι ερωτηματικά, γυρίσαμε
στην εποχή των ματιών που κοιτάζουν
στον καθρέφτη μέσα στο ηλεχτρικό φως
σφιγμένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι
στις κάμαρες στους δρόμους κάτω απ’ τις πιπεριές
καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν
χιλιάδες χλωμές προσωπίδες.
Γυρίσαμε· πάντα κινάμε για να γυρίσουμε
στη μοναξιά, μια φούχτα χώμα, στις άδειες παλάμες.

Κι όμως αγάπησα κάποτε τη λεωφόρο Συγγρού
το διπλό λίκνισμα του μεγάλου δρόμου
που μας άφηνε θαματουργά στη θάλασσα
την παντοτινή για να μας πλύνει από τις αμαρτίες·
αγάπησα κάποιους ανθρώπους άγνωστους
απαντημένους ξαφνικά στο έβγα της μέρας,
μονολογώντας σαν καπετάνιοι βουλιαγμένης αρμάδας,
σημάδια πως ο κόσμος είναι μεγάλος.
Κι όμως αγάπησα τους δρόμους τούς εδώ, αυτές τις κολόνες·
κι ας γεννήθηκα στην άλλη ακρογιαλιά κοντά
σε βούρλα και σε καλάμια νησιά
που είχαν νερό στην άμμο να ξεδιψάει
ο κουπολάτης, κι ας γεννήθηκα κοντά
στη θάλασσα που ξετυλίγω και τυλίγω στα δάχτυλά μου
σαν είμαι κουρασμένος — δεν ξέρω πια πού γεννήθηκα.

Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι
και τα χέρια σου γγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό
τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα
μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές·
πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα.
Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι
λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου
λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή
σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα.

Δεν τα καταλαβαίνω αυτά τα πρόσωπα δεν τα καταλαβαίνω
μιμούνται κάποτε το θάνατο κι έπειτα ξανά
φέγγουν με μια ζωή πυγολαμπίδας χαμηλή
με μια προσπάθεια περιορισμένη ανέλπιδη
σφιγμένη ανάμεσα σε δυο ρυτίδες
σε δυο τραπεζάκια καφενείου κηλιδωμένα
σκοτώνουνται το ένα με τ’ άλλο λιγοστεύουν
κολλούν σα γραμματόσημα στα τζάμια
τα πρόσωπα της άλλης φυλής.

Περπατήσαμε μαζί μοιραστήκαμε το ψωμί και τον ύπνο
δοκιμάσαμε την ίδια πίκρα του αποχωρισμού
χτίσαμε με τις πέτρες που είχαμε τα σπίτια μας
πήραμε τα καράβια ξενιτευτήκαμε γυρίσαμε
βρήκαμε τις γυναίκες μας να περιμένουν
μας γνώρισαν δύσκολα, κανείς δε μας γνωρίζει.
Κι οι σύντροφοι φόρεσαν τ’ αγάλματα φόρεσαν τις γυμνές
άδειες καρέκλες του φθινοπώρου, κι οι σύντροφοι
σκοτώσανε τα πρόσωπά τους· δεν τα καταλαβαίνω.
Μένει ακόμα η κίτρινη έρημο το καλοκαίρι
κύματα της άμμου φεύγοντας ώς τον τελευταίο κύκλο
ένας ρυθμός τυμπάνου αλύπητος ατέλειωτος
μάτια φλογισμένα βουλιάζοντας μέσα στον ήλιο
χέρια με φερσίματα πουλιών χαράζοντας τον ουρανό
χαιρετώντας στίχους νεκρών σε στάση προσοχής
χαμένα σ’ ένα σημείο που δεν τ’ ορίζω και με κυβερνά·
τα χέρια σου γγίζοντας το ελεύθερο κύμα.


Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές…


Ανάμεσα σε δυο πικρές στιγμές δεν έχεις καιρό μήτε ν’ ανασάνεις
ανάμεσα στο πρόσωπό σου και στο πρόσωπό σου
μια τρυφερή μορφή παιδιού γράφεται και σβήνει.


Πάψε πια να γυρεύεις…


Πάψε πια να γυρεύεις τη θάλασσα και των κυμάτων
τις προβιές σπρώχνοντας τα καΐκια
κάτω απ’ τον ουρανό είμαστε εμείς τα ψάρια και τα
δέντρα είναι τα φύκια.

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Γ.Σεφέρης -Τελευταίος σταθμός (41 χρόνια από το θάνατό του)

Αρχές Οκτώβρη του 1944 στο στο λιμάνι Cava dei Tirreni της Ιταλίας. Νύχτα με φεγγάρι. Ο Γ.Σεφέρης, σαν διπλωματικός υπάλληλος, μαζί με την αποστολή της κυβέρνησης Παπανδρέου περιμένει το καράβι που θα τους φέρει πίσω στην Ελλάδα όπου κυριαρχεί το ΕΑΜ που απελευθερώνει τη χώρα. Ο Σεφέρης μάλλον ξέρει τι πρόκειται να συμβεί. Ξερει τι περιμένει αυτούς που πάλεψαν στην Αντίσταση πάνω στα βουνά. Κάτι έχει πάρει το αυτί  του στους διαδρόμους και τα κυβερνητικά γραφεία. 
Το απλώνει πάνω στο χαρτί προσεκτικά σ'αυτό το ποίημα



Τελευταίος σταθμός

Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη∙
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χαράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πληρωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι∙
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.


Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις την καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο, την Παλαιστίνη,
τη Συρία∙
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής, που ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θα ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους∙
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο∙
χείλια και δάκτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν∙
σαν έρθει ο θέρος
προτιμούν να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι∙
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.


Πάλι τα ίδια και τα ίδια θα μου πεις φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και να ‘θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνονται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν∙
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες∙
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει∙
Στάζει τη μέρα στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.


Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας∙ «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχωρούμε...»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.


Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.


Cava dei Tirreni, 5 Οκτωβρίου ’44

Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Mε τα λόγια του Γ.Σεφέρη-...Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά





Χώρες του ανθρώπου και δεν μπορείτε ν’ αντικρίσετε τον άνθρωπο.

“ΚΙΧΛΗ”




Αυτός ο τρυφερός μέσος άνθρωπος πάει να γίνει ο πιο συγκινητικός ανάμεσα στα πρόσωπά μου, ίσως γιατί συμβολίζει αυτούς που δηλώνουμε στην καθημερινή μας ομιλία με το επιφώνημα “ο κακομοίρης”. Ωστόσο, ας μην ξεχνούμε πως οι άκακοι αυτοί άνθρωποι, επειδή ακριβώς είναι εύκολοι, είναι συχνά οι καλύτεροι φορείς του κακού που έχει αλλού την πηγή του.

“ΔΟΚΙΜΕΣ Β΄”

...ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο

Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους·
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο·
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

απόσπασμα από το ποίημα “ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ” από το “ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β΄”

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά 

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· “Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε…”
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.

απόσπασμα από το ποίημα “ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΣΤΑΘΜΟΣ” από το “ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β΄”



Η φύση είναι ό,τι υπάρχει το πιο αντίθετο με την ψυχή του ανθρώπου. Είναι κτηνώδης. Το αίσθημα του ωραίου δεν είναι φυσικό. Το αίσθημα του ηθικού δεν είναι φυσικό. Η ανάγκη της προσευχής δεν είναι φυσική, μήτε η ανάγκη της μοναξιάς, μήτε και το κίνητρο που μας σπρώχνει προς τη φύση. Ο άνθρωπος γυρεύει το Θεό, η φύση αδιαφορεί για το Θεό.

“ΜΕΡΕΣ Α΄” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη ...

Υπάρχουν, φαντάζομαι, άνθρωποι που δεν τολμήσανε να ζήσουν, από υπερβολική ευαισθησία. Η ευαισθησία, για να είναι χρήσιμη, πρέπει να συντροφεύεται από ανάλογη δύναμη.

“ΜΕΡΕΣ Α΄” Εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ

...κι όταν γυρεύεις τὸ θαῦμα  
... Οι άγγελοι εἶναι λευκοὶ πυρωμένοι λευκοὶ καὶ τὸ μάτι
μαραίνεται ποὺ θὰ τoυς ἀντικρίσει
καὶ δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος πρέπει νὰ γίνεις σὰν τὴν
πέτρα, όταν γυρεύεις τὴ συναναστροφή τους,
κι όταν γυρεύεις τὸ θαῦμα πρέπει νὰ σπείρεις τὸ αίμα σου
στὶς οχτὼ γενιὲς των ανέμων,
γιατὶ τὸ θαύμα δὲν εἶναι πουθενὰ παρὰ κυκλοφορεί μέσα
στὶς φλέβες του ανθρώπου



"Les anges sont blancs" - Hμερολόγιο καταστρώματος Α'


-Τα βρήκα σχεδόν όλα στο "Λογομνήμων"

Πρωί -Γ.Σεφέρης


Πρωί



Άνοιξε τα μάτια καὶ ξεδίπλωσε

τὸ μαύρο πανὶ πλατιά καὶ τέντωσέ το

άνοιξε τα μάτια καλά στύλωσε τα μάτια

προσηλώσου προσηλώσου τώρα ξέρεις

πὼς το μαύρο πανὶ ξεδιπλώνεται

όχι μέσα στον ύπνο μήτε μέσα στὸ νερό

μήτε σαν πέφτουνε τα βλέφαρα ρυτιδωμένα

καὶ βουλιάζουνε λοξά σαν κοχύλια,

τώρα ξέρεις πως το μαύρο δέρμα του τυμπάνου

σκεπάζει ολόκληρο τον ορίζοντά σου

όταν ανοίξεις τα μάτια ξεκούραστος, έτσι.

Ανάμεσα στὴν ισημερία της άνοιξης και την ισημερία

του φθινοπώρου

εδώ είναι τα τρεχάμενα νερά εδώ είναι ο κήπος

εδώ βουίζουν οι μέλισσες μες στὰ κλωνάρια

καὶ κουδουνίζουνε στ᾿ αυτιά ενὸς βρέφους

καὶ ο ήλιος να! και τα πουλιά του παραδείσου

ένας μεγάλος ήλιος πιο μεγάλος απ᾿ το φως.

Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Γιώργος Σεφέρης - Ο Στρατής Θαλασσινός


 Ο Στρατής Θαλασσινός περιγράφει έναν άνθρωπο
3. ΕΦΗΒΟΣ
Το καλοκαίρι στα δεκαέξι μου χρόνια τραγούδησε μια ξένη φωνή μέσα στ’αυτιά μου
ήταν θυμούμαι στην ακροθαλασσιά, ανάμεσα τα κόκκινα δίχτυα και μια βάρκα ξεχασμένη στην άμμο, σκελετός
δοκίμασα να την πλησιάσω τη φωνή εκείνη βάζοντας την ακοή μου πάνω στην άμμο
η φωνή χάθηκε
μα ένα πεφταστέρι
σα να ‘βλεπα για πρώτη φορά ένα πεφταστέρι
και στα χείλια η αρμύρα του κυμάτου.
Τη νύχτα εκείνη δεν ήρθαν πια οι ρίζες των δέντρων.
Την άλλη μέρα ένα ταξίδι ανοίχτηκε μέσα στο νου μου κι έκλεισε πάλι σα ζωγραφισμένο βιβλίο·
συλλογίστηκα να πηγαίνω κάθε βράδυ στ’ακρογιάλι
να μάθω πρώτα τ’ακρογιάλι κι έπειτα να πάρω το πέλαγο·
την τρίτη μέρα αγάπησα μια κοπέλα πάνω σε μια κορφή
είχε ένα άσπρο σπιτάκι σα ρημοκλήσι
μια γριά μάνα στο παραθύρι με σκυμμένα γυαλιά πάνω σε βελόνες, πάντα σιωπηλή
μια γλάστρα βασιλικό μια γλάστρα γαρούφαλα
την έλεγαν νομίζω Βάσω Φρόσω ή Μπίλιω·
έτσι ξέχασα τη θάλασσα.
Μια Δευτέρα του Οχτώβρη
βρήκα μια σπασμένη στάμνα μπροστά στο άσπρο σπιτάκι
η Βάσω (για συντομία) φάνηκε μ’ένα μαύρο φουστάνι αχτένιστα μαλλιά και κόκκινα μάτια
όταν τη ρώτησα:
«Πέθανε, ο γιατρός λέει πέθανε γιατί δε σφάξαμε το μαύρο κόκορα στα θεμέλια… που να βρεθεί μαύρος κόκορας εδώ-πέρα.. μονάχα άσπρα κοπάδια… και τα πουλιά τα πουλούν μαδημένα στην αγορά».
Δε φανταζόμουνα έτσι τη θλίψη και το θάνατο
έφυγα και ξαναγύρισα στη θάλασσα.
Τη νύχτα πάνω στην κουβέρτα του «Αι-Νικόλα» ονειρεύτηκα μια παμπάλαιη ελιά να δακρύζει.


4. ΠΑΛΙΚΑΡΙ
Ταξίδεψα ένα χρόνο με τον Καπετάν Δυσσέα
ήμουν καλά
στην καλοκαιριά βολευόμουνα στην πλώρη πλάι στη γοργόνα
τραγουδούσα τα κόκκινα χείλια της κοιτάζοντας τα χελιδονόψαρα
στη φουρτούνα τρύπωνα σε μια γωνιά στ’αμπάρι μαζί με το καραβόσκυλο που με ζέσταινε.
Σα βγήκε ο χρόνος είδα ένα πρωί μιναρέδες
ο ναύκληρος μου είπε:
«Είναι η Αγια-Σοφιά, θα σε πάω το βράδυ στις γυναίκες».
Έτσι γνώρισα τις γυναίκες που φορούν μονάχα κάλτσες
εκείνες που διαλέγουμε, μάλιστα.
Ήταν ένας περίεργος τόπος
ένα περιβόλι με δυό καρυδιές μια δράνα ένα πηγάδι
τριγύρω ο τοίχος με σπασμένα γυαλιά στην άκρη
ένα αυλάκι τραγουδούσε «Εις το ρεύμα της ζωής μου».
Τότες είδα για πρώτη μου φορά μια καρδιά τρυπημένη με την γνωστή σαΐτα
ζωγραφισμένη στον τοίχο με κάρβουνο.
Είδα τα φύλλα της κληματαριάς κίτρινα
πεσμένα χάμω
κολλημένα στις πλάκες στη φτωχή λάσπη
κι έκανα ένα βήμα να πάω πίσω στο καράβι
Τότες ο ναύκληρος μ’άρπαξε από το γιακά και με πέταξε μέσα στο πηγάδι·
το ζεστό νερό και τόση ζωή τριγύρω στο δέρμα…
Έπειτα το κορίτσι μου είπε παίζοντας απρόσεχτα με το δεξί του στήθος:
«Είμαι από τη Ρόδο, με αρρεβώνιασαν 13 χρονώ για 100 παράδες».
Και τ’αυλάκι τραγουδούσε «Εις το ρεύμα της ζωής μου».
Θυμήθηκα τη σπασμένη στάμνα μέσα στο δροσερό απομεσήμερο και συλλογίστηκα·
«Θα πεθάνει κι αυτή, πως θα πεθάνει;»
Της είπα μονάχα
«Πρόσεξε θα το χαλάσεις είναι η ζωή σου».
Το βράδυ στο καράβι δε βάσταξα να σιμώσω τη γοργόνα, τη ντρεπόμουνα.


Σημειώσεις για μια βδομαδα 
ΠΑΡΑΣΚΕΥΉ

Από τότες πόσες φορές πέρασε μπροστά στα μάτια μου μια γυναίκα, που της απόμειναν μονάχα τα μαλλιά, τα μάτια, το στήθος και τίποτε άλλο, γοργόνα ταξιδεύοντας στο πέλαγο, κι ανάμεσό τους κυκλοφορούσε το φρέσκο αεράκι σα γαλάζιο αίμα.

 
Ο Στρατής ο Θαλασσινός ανάμεσα στους αγάπανθους (ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΚΑΤΑΣΤΡΩΜΑΤΟΣ Β)

Δὲν ἔχει ἀσφοδίλια, μενεξέδες, μήτε ὑάκινθους-
πῶς νὰ μιλήσεις μὲ τοὺς πεθαμένους.
Οἱ πεθαμένοι ξέρουν μονάχα τὴ γλώσσα τῶν λουλουδιῶν-
γι᾿ αὐτὸ σωπαίνουν
ταξιδεύουν καὶ σωπαίνουν, ὑπομένουν καὶ σωπαίνουν
παρὰ δήμων ὀνείρων, παρὰ δήμων ὀνείρων.
Ἂν ἀρχίσω νὰ τραγουδῶ θὰ φωνάξω
κι ἂ φωνάξω-
Οἱ ἀγάπανθοι προστάζουν σιωπὴ
σηκώνοντας ἕνα χεράκι μαβιοῦ μωροῦ τῆς Ἀραβίας
ἢ ἀκόμη τὰ πατήματα μιᾶς χήνας στὸν ἀέρα.
Εἶναι βαρὺ καὶ δύσκολο, δέ μου φτάνουν οἱ ζωντανοὶ-
πρῶτα γιατί δὲ μιλοῦν, κι ὕστερα
γιατί πρέπει νὰ ρωτήσω τοὺς νεκροὺς
γιὰ νὰ μπορέσω νὰ προχωρήσω παρακάτω.
Ἀλλιῶς δὲ γίνεται, μόλις μὲ πάρει ὁ ὕπνος
οἱ σύντροφοι κόβουνε τοὺς ἀσημένιους σπάγκους
καὶ τὸ φλασκὶ τῶν ἀνέμων ἀδειάζει.
Τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει, τὸ γεμίζω κι ἀδειάζει-
ξυπνῶ
σὰν τὸ χρυσόψαρο κολυμπώντας
μέσα στὰ χάσματα τῆς ἀστραπῆς,
κι ὁ ἀγέρας κι ὁ κατακλυσμὸς καὶ τ᾿ ἀνθρώπινα σώματα,
κι οἱ ἀγάπανθοι καρφωμένοι σὰν τὶς σαΐτες τῆς  μοίρας
στὴν ἀξεδίψαστη γῆς
συγκλονισμένοι ἀπὸ σπασμωδικὰ νοήματα,
Θἄ῾λεγες εἶναι φορτωμένοι σ᾿ ἕνα παμπάλαιο κάρο
κατρακυλώντας σὲ χαλασμένους δρόμους, σὲ παλιὰ καλντερίμια,
οἱ ἀγάπανθοι τ᾿ ἀσφοδίλια τῶν νέγρων:
Πῶς νὰ τὴ μάθω ἐτούτη τὴ Θρησκεία;
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ Θεὸς εἶναι ἡ ἀγάπη
ἔπειτα ἔρχεται τὸ αἷμα
κι ἡ δίψα γιὰ τὸ αἷμα
ποὺ τὴν κεντρίζει
τὸ σπέρμα τοῦ κορμιοῦ καθὼς τ᾿ ἁλάτι.
Τὸ πρῶτο πράγμα ποὺ ἔκανε ὁ θεὸς εἶναι τὸ μακρινὸ ταξίδι-
ἐκεῖνο τὸ σπίτι περιμένει
μ᾿ ἕνα γαλάζιο καπνὸ
μ᾿ ἕνα σκυλὶ γερασμένο
περιμένοντας γιὰ νὰ ξεψυχήσει τὸ γυρισμό.
Μὰ πρέπει νὰ μ᾿ ἀρμηνέψουν οἱ πεθαμένοι-
εἶναι οἱ ἀγάπανθοι ποὺ τοὺς κρατοῦν ἀμίλητους,
ὅπως τὰ βάθη τῆς  Θάλασσας ἢ τὸ νερὸ μὲς στὸ ποτήρι.
Κι οἱ σύντροφοι μένουν στὰ παλάτια τῆς  Κίρκης-
ἀκριβέ μου Ἐλπήνωρ! Ἠλίθιε, φτωχέ μου Ἐλπήνωρ!
Ἤ, δὲν τοὺς βλέπεις;
-«Βοηθῆστε μας!»-
Στῶν Ψαρῶν τὴν ὁλόμαυρη ράχη.

Τράνσβααλ, 14 Γενάρη ῾42

Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου, Φυγή- Γιώργος Σεφέρης


Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου

- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.
- Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.
- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.
- Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.
- Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.
- Γιατί εἶναι ἀπόμακρη φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.
- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.
- Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.
Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38

 
Φυγή

Δὲν ἦταν ἄλλη ἡ ἀγάπη μας
ἔφευγε ξαναγύριζε καὶ μᾶς ἔφερνε
ἕνα χαμηλωμένο βλέφαρο πολὺ μακρινὸ
ἕνα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στὸ πρωινὸ χορτάρι
ἕνα παράξενο κοχύλι ποὺ δοκίμαζε
νὰ τὸ ἐξηγήσει ἐπίμονα ἡ ψυχή μας.

Ἡ ἀγάπη μας δὲν ἦταν ἄλλη ψηλαφοῦσε
σιγὰ μέσα στὰ πράγματα ποὺ μᾶς τριγύριζαν
νὰ ἐξηγήσει γιατί δὲ θέλουμε νὰ πεθάνουμε
μὲ τόσο πάθος.

Κι ἂν κρατηθήκαμε ἀπὸ λαγόνια κι ἂν ἀγκαλιάσαμε
μ᾿ ὅλη τὴ δύναμή μας ἄλλους αὐχένες
κι ἂν σμίξαμε τὴν ἀνάσα μας μὲ τὴν ἀνάσα
ἐκείνου τοῦ ἀνθρώπου
κι ἂν κλείσαμε τὰ μάτια μας, δὲν ἦταν ἄλλη
μονάχα αὐτὸς ὁ βαθύτερος καημὸς νὰ κρατηθοῦμε
μέσα στὴ φυγή.

Φωτιές του Άι-Γιάννη, Έγκωμη -Γ.Σεφέρης


Φωτις το ϊ-Γιάννη

μοίρα μας, χυμένο μολύβι, δν μπορε ν᾿ λλάξει
δν μπορε ν γίνει τίποτε.
χυσαν τ μολύβι μέσα στ νερ κάτω π τ᾿ στέρια κι ς νάβουν ο φωτιές.

ν μείνεις γυμν μπροστ στν καθρέφτη τ μεσάνυχτα βλέπεις
βλέπεις τν νθρωπο ν περν στ βάθος το καθρέφτη
τν νθρωπο μέσα στ μοίρα σου πο κυβερν τ κορμί σου,
μέσα στ μοναξι κα στ σιωπ τν νθρωπο
τς μοναξις κα τς σιωπής
κι ς νάβουν ο φωτιές.

Τν ρα πο τέλειωσε μέρα κα δν ρχισε λλη
τν ρα πο κόπηκε καιρός
κενον πο π τώρα κα πρν π τν ρχ κυβερνοσε τ κορμί σου
πρέπει ν τν ερεις
πρέπει ν τν ζητήσεις γι ν τν ερει τουλάχιστο
κάποιος λλος, ταν θά χεις πεθάνει.

Εναι τ παιδι πο νάβουν τς φωτις κα φωνάζουν μπροστ στς φλόγες μέσα στ ζεστ νύχτα
(Μήπως γινε ποτς φωτι πο ν μν τν ναψε κάποιο παιδί, ρόστρατε)
κα ρίχνουν λάτι μέσα στς φλόγες γι ν πλαταγίζουν
(Πόσο παράξενά μας κοιτάζουν ξαφνικ τ σπίτια, τ χωνευτήρια τν νθρώπων, σν τ χαϊδέψει κάποια
νταύγεια).

Μ σ πο γνώρισες τ χάρη τής πέτρας πάνω στ θαλασσόδαρτο βράχο
τ βράδυ πο πεσε γαλήνη
κουσες π μακρι τν νθρώπινη φων τς μοναξις κα τς σιωπς
μέσα στ κορμί σου
τ νύχτα κείνη το ι-Γιάννη
ταν σβησαν λες ο φωτιές
κα μελέτησες τ στάχτη κάτω π τ᾿ στέρια.

Λονδίνο, ούλιος 1932


γκωμη

ταν πλατς κάμπος κα στρωτός· π μακρι φαινόνταν
τ γύρισμα χεριν πο σκάβαν.
Στν οραν τ σύννεφα πολλς καμπύλες, κάπου-κάπου
μι σάλπιγγα χρυσ κα ρόδινη· τ δείλι.
Στ λιγοστ χορτάρι κα στ᾿ γκάθια τριγυρίζαν                          
ψιλς ποβροχάρισσες νάσες· θά χε βρέξει
πέρα στς κρες τ βουν πο παιρναν χρμα.

Κι γ προχώρεσα πρς τος νθρώπους πο δουλεύαν,
γυνακες κι ντρες μ τ᾿ ξίνια σ χαντάκια.
ταν μία πολιτεία παλιά· τειχι δρόμοι κα σπίτια                     
ξεχώριζαν σν πετρωμένοι μυνες κυκλώπων,
νατομία μις ξοδεμένης δύναμης κάτω π᾿ τ μάτι
το ρχαιολόγου το ναρκοδότη το χειρούργου.
φαντάσματα κα φάσματα, χλιδ κα χείλια, χωνεμένα
κα τ παραπετάσματα το πόνου διάπλατα νοιχτά                  
φήνοντας ν φαίνεται γυμνς κι διάφορος τάφος.

Κι νάβλεψα πρς τος νθρώπους πο δουλεύαν
τος τεντωμένους μους κα τ μπράτσα πο χτυποσαν
μ᾿ να ρυθμ βαρ κα γρήγορο τούτη τ νέκρα
σ ν περνοσε στ χαλάσματα τροχς τς μοίρας.                     

ξαφνα περπατοσα κα δν περπατοσα
κοίταζα τ πετούμενα πουλιά, κι εταν μαρμαρωμένα
κοίταζα τν αθέρα τ᾿ ορανο, κι ετανε θαμπωμένος
κοίταζα τ κορμι πο πολεμοσαν, κι εχαν μείνει
κι᾿ νάμεσό τους να πρόσωπο τ φς ν᾿ νηφορίζει.                   
Τ μαλλι μαρα χύνουνταν στν τραχηλιά, τ φρύδια
εχανε τ φτερούγισμα τς χελιδόνας, τ ρουθούνια
καμαρωτ πάνω π᾿ τ χείλια, κα τ σμα
βγαινε π τ χεροπάλεμα ξεγυμνωμένο
μ τ᾿ γουρα βυζι τς δηγήτρας,                                                          
χορς κίνητος.

Κι γ χαμήλωσα τ μάτια μου τριγύρω:
κορίτσια ζύμωναν, κα ζύμη δν γγίζαν
γυνακες γνέθανε, τ᾿ δράχτια δ γυρίζαν
ρνι ποτίζουνταν, κι γλώσσα τους στεκόταν                               
πάνω π πράσινα νερ πο μοιαζαν κοιμισμένα
κι ζευγς μενε μ᾿ νάερη τ βουκέντρα.
Κα ξανακοίταξα τ σμα κενο ν᾿ νεβαίνει·
εχανε μαζευτε πολλοί, μερμήγκια,
κα τ χτυποσαν μ κοντάρια κα δν τ λαβναν.                     
Τώρα κοιλιά της λαμπε σν τ φεγγάρι
κα πίστευα πς ορανς ταν μήτρα
πο τν γέννησε κα τν ξανάπαιρνε, μάνα κα βρέφος.
Τ πόδια της μείναν κόμη μαρμαρένια
κα χάθηκαν· μι νάληψη.
                        κόσμος                                                                                     
ξαναγινόταν πως ταν, δικός μας
μ τν καιρ κα μ τ χμα.
                        ρώματα π σκίνο
πραν ν ξεκινήσουν στς παλις πλαγις τς μνήμης
κόρφοι μέσα στ φύλλα, χείλια γρά·
κι᾿ λα στεγνσαν μονομις στν πλατωσι το κάμπου         
στς πέτρας τν πόγνωση στ δύναμη τ φαγωμένη
στν δειο τόπο μ τ λιγοστ χορτάρι κα τ᾿ γκάθια
που γλιστροσε ξέγνοιαστο να φίδι,
που ξοδεύουνε πολ καιρ γι ν πεθάνουν.