"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σκέψεις. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Διαλεκτικός... λυρισμός


(Γ. Κούρος)

«Κι οι ποιητές τι χρειάζονται σ’ έναν μικρόψυχο καιρό;»

Έχουν περάσει περισσότερα από τριάντα χρόνια, όταν ο Ελύτης έγραφε:
«Μπαίνοντας ο 20ος αιώνας στο τελευταίο του τέταρτο, αισθάνομαι άστεγος και περιττός. Όλα είναι κατειλημμένα –ως και τ’ άστρα. Οι άνθρωποι έχουν απαλλαγεί από κάθε παιδεία, όπως στην εποχή του Τζέγκις Χαν, και δεν ερωτεύονται ούτε κατ’ ιδέαν.»
Αν έτσι αισθανόταν ο ποιητής τη δεκαετία του ’70, μπορούμε να φανταστούμε πόσο «άστεγος και περιττός» νιώθει ο σημερινός ποιητής. Τόσο ώστε κάποιοι να μιλούν ακόμη και για το τέλος της Ποίησης. Μεταξύ αυτών και άνθρωποι που σέβομαι βαθύτατα, όπως ο ποιητής Βύρων Λεοντάρης. Σε ένα δοκίμιό του αναρωτιέται: «Ποια είναι λοιπόν η ηλικία της ποίησης σήμερα; Η ποίηση δεν υπήρξε από πάντα. Δεν υπήρξε για πάντα. Υπήρξε από κάποτε και κάποτε θα τελειώσει. Όσο για σήμερα η ποίηση λιγοστεύει.»
Πνέει τα λοίσθια λοιπόν η ποίηση; Ίσως και να είναι έτσι.
Θα επιχειρήσω ωστόσο μια μικρή, κατά μία μόνο λέξη, παραλλαγή στα λόγια του Λεοντάρη, που φωτίζει –ή σκιάζει- διαφορετικά το ερώτημα:
«Ποια είναι λοιπόν η ηλικία του ανθρώπου σήμερα; Ο άνθρωπος δεν υπήρξε από πάντα. Δεν υπήρξε για πάντα. Υπήρξε από κάποτε και κάποτε θα τελειώσει. Όσο για σήμερα ο άνθρωπος λιγοστεύει». Να κάτι στο οποίο θα συμφωνήσουμε φοβάμαι όλοι.
.................

(η συνέχεια εδώ)

Τετάρτη 25 Νοεμβρίου 2009

Σκέφτομαι και γράφω



Κατά τον πόλεμό του ο καθείς
Φτιάχνει το μνήμα του

------------------

Αρκετά κυνηγήσαμε ανεμόμυλους.
Ήρθε ο καιρός
να πολεμήσουμε ανέμους.

------------------

Οι άνθρωποι κάνουν παιδιά,
για να δανείζονται τα όνειρά τους,
όταν τελειώνουν τα δικά τους.

-ενίοτε τα κλέβουν κιόλας.

------------------

Καντιανός σύνθετος συνθετικός συλλογισμός

Ένα θέλω είναι πάντα μια αλήθεια.
Ένα ψέμα είναι πάντα ένα θέλω.
Άρα
Ένα ψέμα είναι πάντα μια αλήθεια.

------------------

Στην τέχνη όπως και στο έγκλημα
το αποτέλεσμα μετράει, όχι η επιθυμία.

------------------

Συνήθως οι άνθρωποι δεν διακρίνουν τη βλακεία από την αρετή.
Κι αυτό είναι μεγάλο λάθος.
Ενώ αντίθετα διακρίνουν την αρετή από την ομορφιά.
Κι αυτό είναι επίσης μεγάλο λάθος.

-γενικώς οι άνθρωποι κάνουν μεγάλα λάθη.

-------------------

Στην Μήδεια με αγάπη

Όταν το πάθος υπερβαίνει το ένστικτο
Ο άνθρωπος υπερβαίνει το ζώο.


(από Quinta essentia)

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

το Τίποτα που Ανθίζει

Το Ολοκαύτωμα, η Ποίηση & ο Paul Celan.

«… το να γράψει κανείς ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα…».
Η γνωστή αυτή φράση του Αντόρνο, μας –ή θα έπρεπε να μας- στοιχειώνει όλους. Ό,τι έγινε εκεί, δεν αφορά και δεν στιγματίζει μόνο εκείνους, τους ναζί, τους Γερμανούς, τους «άλλους». Το να δείξουμε αλλού, και να αποστρέψουμε το βλέμμα, δεν μας διασώζει, ούτε μας απαλλάσσει. Γιατί καθένας θα μπορούσε να ήταν εκεί, εκείνος. «Αυτό» που συνέβη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, δεν ήταν το ανοσιούργημα ενός παράφρονος, αλλά εκατομμυρίων καθημερινών ανθρώπων, ίδιων με όλους εμάς, που πίστεψαν, που ζητωκραύγασαν, που συμμετείχαν έμπρακτα, που αφιονίστηκαν με το παραλήρημα της δόξας και της δύναμης. Η διάσταση και η έκταση του «φαινομένου» δεν αφήνει περιθώρια ελαφρυντικών. Η ανθρωπότητα τότε ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με το θηρίο που βρυχάται στα υπόγειά της. Ξέβρασε τη λάσπη που κρύβει στα σωθικά της. Κι αυτό είναι κάτι που την σημάδεψε για πάντα. Είναι μια αβυσσαλέα ρήξη του ανθρώπινου «εγώ» με τον εαυτό του. Έκτοτε αυτό το «εγώ» κρέμεται στην ακρότητα της ύπαρξής του, από μια κλωστή. Μια κλωστή αμφιβολίας. Μετά την φρικαλεότητα του ναζισμού κανείς δεν μπορεί - ούτε δικαιούται- να είναι σίγουρος για τον εαυτό του. Κανείς δεν μπορεί –ούτε δικαιούται- να είναι σίγουρος για το έδαφος πάνω στο οποίο πατάει. Κανείς δεν μπορεί –ούτε δικαιούται- να διαβεβαιώνει για το «νόημα», για ένα όποιο νόημα.
Το Ολοκαύτωμα σκέπασε ολόκληρο τον κόσμο με τη στάχτη του, μια στάχτη, που ποτέ η ανθρωπότητα δεν θα μπορέσει να πετάξει από πάνω της.

Ο Paul Celan, που έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους μεγαλύτερους μεταπολεμικούς ποιητές, είναι ολόκληρος, από την κορυφή ως τα νύχια, από την αρχή ως το τέλος, σκεπασμένος με αυτή τη στάχτη. Συσσωματώνει στη ζωή και το λόγο του εκείνη την αβυσσαλέα ρήξη, εκείνη την καταλυτική αμφιβολία, εκείνο το αγιάτρευτο τραύμα της ανθρωπότητας.
Μεγαλωμένος στο ειρηνικό, πολυπολιτισμικό περιβάλλον του Τσερνόβιτς, από μητέρα Γερμανίδα και πατέρα Εβραίο, ήταν πρωτοετής φοιτητής τον Ιούλιο του 1939, όταν ξέσπασε ο πόλεμος, που τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του. Το ’41 τα γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν το Τσερνόβιτς, και οι γονείς του οδηγούνται σε στρατόπεδα εξόντωσης. Ο πατέρας του πεθαίνει από τις κακουχίες, και η μητέρα του που λατρεύει, και που τον έχει εκθρέψει με την γερμανική κλασική παιδεία, εκτελείται με μια σφαίρα στον αυχένα. Ο ίδιος εκτοπίζεται σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Όταν οι φίλοι του τον ρωτούν τι κάνει στο στρατόπεδο, απαντά μονολεκτικά: «σκάβω». Παράλληλα γράφει ποιήματα, στη γλώσσα της μητέρας του και των δολοφόνων της, την γερμανική, που είναι ταυτόχρονα γι’ αυτόν γλώσσα πατρίδα και γλώσσα εξορία. Αργότερα θα πει:

Ήταν χώμα μέσα τους, και
αυτοί έσκαβαν,

Αυτοί έσκαβαν κι έσκαβαν, έτσι περνούσε
η μέρα τους, η νύχτα τους. Και δεν δοξάζανε Θεό,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήθελε,
που, έτσι άκουγαν, όλα αυτά τα ήξερε.

Αυτοί έσκαβαν και δεν άκουγαν τίποτα πια
δεν έγιναν σοφοί, δεν εφεύραν κανένα τραγούδι,
δεν επινόησαν καμιά γλώσσα.
Αυτοί έσκαβαν.

Ήρθε μια γαλήνη, ήρθε και μια θύελλα,
ήθαν οι θάλασσες όλες.
Εγώ σκάβω, εσύ σκάβεις, σκάβει και το σκουλήκι,
κι αυτό τραγουδάει εκεί λέει: αυτοί σκάβουν.

Ω ένα, ω ουδένα, ω κανένα, ω εσύ:
πού πήγαινε, αφού στο πουθενά πήγαινε;
Ω εσύ σκάβεις κι εγώ σκάβω, και σκάβω μέσα μου ως εσένα,
και στο δάχτυλό μας ξυπνάει το δαχτυλίδι.


Με την ήττα των Γερμανών η περιπέτεια δεν τελειώνει. Ο γενέθλιος τόπος γίνεται σοβιετική επαρχία, που οι Ρώσοι θέλουν να εκκαθαρίσουν από τις μειονότητες των Εβραίων και των Ρουμάνων. Έτσι φεύγει για το Βουκουρέστι, απ’ όπου μετά από λίγα χρόνια, λόγω σκλήρυνσης του καθεστώτος, θα αναγκαστεί να ξαναφύγει κρυφά, και μέσω Βουδαπέστης να φτάσει στη Βιέννη, όπου δεν κατορθώνει να πάρει άδεια παραμονής. Καταλήγει στο Παρίσι, όπου εγκαθίσταται πλέον μόνιμα, τον Ιούλιο του 1948. Εκεί σπουδάζει, εργάζεται, γράφει ποίηση, ταξιδεύει, αναγνωρίζεται και βραβεύεται για το έργο του, μέχρι τον Απρίλιο του 1970, οπότε σε ηλικία πενήντα ετών, με διαταραγμένες τις φρένες, πέφτει στον Σηκουάνα και δίνει τέλος στην ζωή του.
Από τα νεκρά χείλη του, είναι σαν να ανεβαίνει ο «Ψαλμός»:

Κανένας δεν μας πλάθει ξανά από χώμα και πηλό,
κανένας δεν ευλογεί τη σκόνη μας.
Κανένας.

Δόξα σοι ο Κανένας.
Για την αγάπη σου θέλουμε
ανθίσει.
Σ’ εσέναν
απέναντι.

Ένα Τίποτα
ήμαστε, είμαστε, για πάντα
θα μείνουμε, που ανθίζει:
του Τίποτα, του
Κανενός το ρόδο.

Με
το στύλο φως ψυχής,
το στήμονα έρημο ουρανού,
τη στεφάνη κόκκινη
από τη λέξη πορφύρα, που τραγουδούσαμε
πάνω, ω πάνω
απ’ τ’ αγκάθι.


(από τη συλλογή «του κανενός το ρόδο», μετ. Χρήστος Λάζος)

Ο Paul Celan διαλέγεται με την ίδια του τη ζωή, με την ποίηση και το θάνατό του, με τον Αντόρνο, τον επίσης Εβραίο φιλόσοφο, που δεν συνάντησε στο ραντεβού, που μία και μοναδική φορά κανόνισαν, λες μέχρι κι αυτή η αποτυχημένη συνάντηση να επισφραγίζει την, παρά την αμοιβαία έλξη και αλληλεγγύη, διαφωνία τους.
Γιατί ο Paul Celan με την ίδια την τραγική του μοίρα επιτείνει την σκοτεινή απόφανση του στοχαστή, αλλά και απαντά ταυτόχρονα. Και η απάντησή του είναι καταφατική. Παρά την τραγική του ζωή και τον τραγικό του θάνατο, που είναι η επιτομή της τραγικότητας του ίδιου του ανθρώπου, ο Τσέλαν λέει:
Ναι, μπορεί να υπάρξει ποίηση μετά το Άουσβιτς. Μόνο που ποτέ δεν θα μπορέσει να είναι πάλι όπως ήταν πριν απ’ αυτό.
Η ποίηση μετά το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να είναι παρά το Τίποτα που ανθίζει.
Όπως και κάθε τι το ανθρώπινο…


Δείτε ακόμη:



Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2008

Ποιητικά δοκίμια ανθρωπογνωσίας

Στη σύντομη εισαγωγή ποιημάτων του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, των οποίων έχει επιμεληθεί την μετάφραση, ο Γιώργος Μπλάνας σημειώνει:

«Εδώ, λοιπόν, μπορούμε να πούμε πως άρχισε το ποίημα: στο τέλος –απ’ όπου θα έπρεπε να αρχίζουν όλα τα έργα τέχνης», έγραφε ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε στο περίφημο δοκίμιό του ΄Η φιλοσοφία της σύνθεσης΄, με το οποίο επιχείρησε να πείσει τους συγχρόνους του πως η δημιουργία ενός ποιήματος είναι κυρίως η μεθοδικά οργανωμένη διαδικασία κατασκευής ενός μύθου και πως η μορφή δεν είναι παρά η αισθητικής διάστασης σύμβαση που επιτρέπει την απρόσκοπτη μετάδοση στον αναγνώστη του μύθου. (…)
Το έργο του βασανιζόταν από το πάθος της θεωρίας, της στοχαστικής ενατένισης του κόσμου και του ανθρώπου. Οι στίχοι του δεν ήταν καλαίσθητες εξάρσεις λυρισμού –παρά την αμίμητη μουσικότητά τους- αλλά «μιμήσεις πράξεων σπουδαίων» οι οποίες σκόπευαν στην ανάδευση παθών και στην «κάθαρσή» τους με την επιβολή της κυρίαρχης διάνοιας.
Μικρά –ακαριαία θα μπορούσε κανείς να πει- δοκίμια ανθρωπογνωσίας, τα ποιήματα αυτά δεν άφηναν περιθώρια στον αναγνώστη να παραμείνει ο ίδιος μετά την ανάγνωσή τους, διότι ήταν ήδη προϊόντα ενός τέλους, μιας αυστηρής πνευματικής στόχευσης, μιας συγκεκριμένης θέσης για το ζήτημα που είχε «συλλάβει» η καρδιά και είχε «επεξεργαστεί ο νους».


Οι καίριες παρατηρήσεις του Γ. Μπλάνα πάνω στο έργο του Έντγκαρ Άλλαν Πόε, που αναδεικνύουν μια ποίηση στόχευσης και στοχασμού και μια ποιητική "σκηνοθεσίας του συναισθήματος και της σκέψης", θα μπορούσαν, πιστεύω, να εφαρμοστούν με την ίδια ακρίβεια και στην περίπτωση του Χόρχε Λουίς Μπόρχες, είτε πρόκειται για τα πεζά, είτε για τα ακραιφνώς ποιητικά κείμενά του. Η ίδια «γέννηση» από το τέλος, η ίδια «μεθοδικά οργανωμένη διαδικασία κατασκευής ενός μύθου», η ίδια «αυστηρή πνευματική στόχευση», η ίδια «στοχαστική ενατένιση του κόσμου και του ανθρώπου».

Ακολουθούν δυο τέτοια «ακαριαία δοκίμια ανθρωπογνωσίας» των δύο δημιουργών, που επαληθεύουν νομίζω τις παραπάνω επισημάνσεις, και τα οποία επιπλέον συγγενεύουν τόσο πολύ στον ποιητικό τους πυρήνα που θα μπορούσαν ακόμη και να διαβαστούν μαζί, σαν ένας ποιητικός διάλογος, που θέτει το ίδιο ερώτημα και απαντά με το ίδιο ερώτημα. (Ή αλλιώς περί λαβυρίνθων ο λόγος...)

Όνειρο μέσα σε όνειρο

Δέξου, λοιπόν, ένα φιλί και μια παραδοχή, τώρα –ιδίως- που φεύγω. Δεν είχες λάθος: όνειρο ήτανε η ζωή μου. Έχει, ωστόσο, σημασία αν ήταν μέρα ή νύχτα, ψευδαίσθηση ή όχι, η πτώση των ελπίδων μου; Όνειρο μέσα σε όνειρο είναι ό,τι ζούμε. Αυτό!

Στέκομαι. Ακούω κύματα να ωρύονται το μαρτύριο κάποιας ακτής. Κοιτάζω το χέρι μου: κρατάω μια φούχτα άμμο χρυσή… ασήμαντο απόκτημα! Και πώς γλιστράει ανάμεσα στα δάχτυλα, πώς χάνεται. Βουλιάζει κι εγώ θρηνώ. Θρηνώ. Βουλιάζει! Θεέ μου, αν έσφιγγα γερά το χέρι, θα την έσωζα; Θα την κρατούσα μακριά απ’ τ’ ανελέητο κύμα; Όνειρο μέσα σε όνειρο είναι ό,τι ζούμε; Αυτό;

(Έντγκαρ Άλλαν Πόε, περιοδικό «Ποιητική» τ. 1, μετάφραση Γιώργος Μπλάνας)



Ο λαβύρινθος

Δεν θα μπορέσει ο Δίας να μου λύσει
τα πέτρινα δίχτυα που με ζώνουν. Έχω ξεχάσει
τις μορφές των ανθρώπων που κάποτε ήμουν
σέρνω τη μοίρα μου στους μονότονους τοίχους ανάμεσα
που μισώ. Ολόισιοι δρόμοι που στρίβουν
και σχηματίζουν μυστικούς κύκλους
στων αιώνων τα βάθη. Πεζούλια
χαρακωμένα από το πέρασμα του χρόνου.
Πάνω στην αχνή σκόνη βρήκα σημάδια
που με φοβίζουν. Στα άδεια βράδια μου
φέρνει ένα μουγκρητό ο αγέρας
ή ένα απελπισμένο αντίλαλο που μουγκρίζει.
Ξέρω πως μέσα στα σκοτάδια είναι ο Άλλος,
που ‘ναι ταγμένος να εξαντλεί την ατέλειωτη μοναξιά
που πλέκει και ξεπλέκει αυτόν τον Άδη,
να λαχταρά ο αίμα μου, να τρέφεται απ’ το θάνατό μου.
Ψάχνουμε ο ένας τον άλλο. Ας ήτανε απόψε
η τελευταία μέρα της αναμονής.

(Χόρχε Λουίς Μπόρχες, «Το εγκώμιο της σκιάς», μετάφραση Δημήτρης Καλοκύρης)

Παρασκευή 10 Οκτωβρίου 2008

Σονέτο (2)

Επί του πρακτέου λοιπόν τρία σονέτα σήμερα: η περίφημη «Λήθη» του Λορέντσου Μαβίλη, ένα από τα «παραμελημένα» σονέτα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη, και το αγαπημένο μου από χρόνια «Πάθος» του Ιωάννη Γρυπάρη.
Παρατηρήστε, ακούστε, αισθανθείτε τον όμορφο ποιητικό τους λόγο. Την ροή και τον διαφορετικό ρυθμό τους, όπως το αίσθημα του καθενός ορίζει. Το πώς παίζουν, διαπλέκονται και εξελίσσονται τα σύμφωνα και τα συμπλέγματα, σαν μουσική υποκρουση του συναισθήματος. Πώς κάθε λέξη παίρνει τη θέση της χωρίς ούτε να περισσεύει, ούτε και να περνάει πάνω από το σύνολο, όπως ένας δεμένος θίασος φωνών. Την πυκνότητα, την καθαρότητα και την ευθυβολία των εικόνων, Το πώς πάλλεται, καθώς εναλλάσσεται από εικόνα σε εικόνα, αλλά και σε διαφορετικά υποστρώματα, το συναίσθημα. Πώς μένουν προσηλωμένα στο στόχο τους απ’ την αρχή μέχρι το τέλος, αλλά και πόσο στέρεα οικοδομούν και κλιμακώνουν το θέμα τους, από στίχο σε στίχο και από τετράστιχο σε τετράστιχο, ως την κορύφωση και την πύκνωση του εξάστιχου. Τέλος την λεπτότητα του ύφους, την πρωτοτυπία της ιδέας, την μουσικότητα της σύνθεσης και την ατμόσφαιρα που το καθένα υποβάλει ανάλογα με το θέμα του (ταραχή και θλίψη το πρώτο, τρυφερότητα και γαλήνη το δεύτερο, παραφορά και ορμητικότητα το τρίτο)
Απολαύστε με λίγα λόγια τρία κομψοτεχνήματα λόγου, με τον ίδιο τρόπο που κανείς απολαμβάνει μια Παναγιά γλυκοφιλούσα, «δια χειρός» κατανυκτικού αγιογράφου, κι ας μην πιστεύει σε κανένα Θεό…

(Θα σας πρότεινα να κλείσετε την μουσική στο πλάι, για ν’ ακούσετε την δική τους –άλλωστε σονέτο σημαίνει … τραγουδάκι :)


Λήθη

Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε
την πίκρια της ζωής. Όντας βυθίσει
ο ήλιος και το σούρουπο ακλουθήσει,
μην τους κλαις, ο καημός σου όσος και να ‘ναι.

Τέτοιαν ώρα οι ψυχές διψούν και πάνε
στης λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση
μα ο βούρκος το νεράκι θα μαυρίσει
α στάξει γι’ αυτές δάκρυ όθε αγαπάνε.

Κι αν πιουν θολό νερό ξαναθυμούνται,
διαβαίνοντας λιβάδια από ασφοδήλι,
πόνους παλιούς που μέσα τους κοιμούνται,-

Α δε μπορείς παρά να κλαις το δείλι,
τους ζωντανούς τα μάτια σου ας θρηνήσουν:
θέλουν – μα δε βολεί να λησμονήσουν.

(Λορέντσος Μαβίλης)



…Κι έπαψες να μιλείς. Ήμουν σιμά σου
και τόσο σπλαχνικό κι αγνό και πράο
ήταν κυρά το μάγο ανάβλεμμά σου
που τη στιγμή ποτέ δε λησμονάω!

Κι εμέθυσα απ’ τη γλύκα της ματιάς σου
που τήνε βλέπω ομπρός μου όπου κι αν πάω
κι η λίμνη κι η γαλήνη κι η καρδιά σου
όλα σου λέγαν πόσο σ’ αγαπάω

Κι ω μυστικό θαράπιο απ’ το κορμί μου
σαν άυλο γνέφι επέταξε η ψυχή μου
και το άχραντό σου ετύλιξε το σώμα

Και τη φωτίζουν του ματιού σου οι αχτίδες
και στον καθρέφτη του νερού την είδες
να τρεμολάμπει μες στο μπλάβο χρώμα.

(Κωνσταντίνος Θεοτόκης)



Πάθος

Ως πότε η ζωή μας να σαπίζη
σαν τα στεκάμενα νερά η θλιμμένη,
και μες στο βούρκο της λιμνιάς ν’ ανθίζη
λευκά παρθενικά η Νυμφαία* ντυμένη;

Το πάθος το τρανό ζητώ που ορίζει
τη μοίρα της ζωής σα να ήταν ξένη
και την τυφλήν απόφαση χαρίζει
που ρίχνουνται στα κύματα οι πνιγμένοι.

Πόθοι νόθοι κρυφοί και πόθοι στείροι,
που αποτρυγάτε το άρρωστο όνειρό μου,
ήρθε το πάθος το τρανό να σύρη

και μένα σκλάβο του έξω νου και νόμου,
να μάθω και να πω πως είναι ίσως
πιο δυνατή η αγάπη κι απ’ το μίσος.

(Ιωάννης Γρυπάρης)

*λευκό λουλούδι που φυτρώνει στις ακρολιμνιές

Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Σονέτο (1)

Το δώρο ενός πολύ καλού φίλου, ένα βιβλίο με τα σονέτα του Κων. Θεοτόκη -την ύπαρξη των οποίων αγνοούσα, όπως και πολλοί άλλοι πιστεύω-, ήταν η αιτία να βυθιστώ πάλι, μετά από πολύ καιρό, στην θάλασσα των στίχων αυτού του εν πολλοίς παρωχημένου ποιητικού είδους.
Είναι αλήθεια ότι η ρίμα και το μέτρο δεν είναι στις προτιμήσεις μου, είτε όταν γράφω είτε όταν διαβάζω ποίηση. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι η ποίηση πρέπει να είναι κοντά στην φυσική ομιλούμενη γλώσσα. Να μπορεί ν’ ακολουθήσει την αναπνοή της εποχής που ζει, τον τόνο και τον παλμό της. Να αντλεί από τα υπόγεια ρεύματα και τις αναθυμιάσεις του καιρού της το αίσθημα, τις άδηλες ή ομολογημένες αγωνίες και επιθυμίες των ανθρώπων με τους οποίους συγχρωτίζεται, ούτως ώστε να αρθρώνει έναν λόγο που μετουσιώνει όλ’ αυτά σε ποιητικότητα –και επομένως τα αναβαθμίζει στην διαχρονία- και εν συνεχεία τα ενσταλάζει γόνιμα στο κοινωνικό σώμα. Αυτός είναι και ο λόγος που σε μια εποχή βίαιη, σπασμωδική, κατακερματισμένη, σαν την δική μας, η μελωδικότητα, και ο άλλοτε λυρικός, άλλοτε έντονα δραματικός, τόνος του σονέτου, δεν μπορεί ούτε να συντονιστεί με το συλλογικό φαντασιακό, ούτε να διεισδύσει στο ταραγμένο «κοινωνικό υποσυνείδητο», και επομένως να βρει ευήκοον ακροατήριο. Γι’ αυτό και διαφωνώ -αν και κατανοώ πολύ καλά, και ως ένα βαθμό συμμερίζομαι, τους λόγους- με την τάση που παρατηρείται από κάποιους, συχνότατα αξιόλογους, ανθρώπους του χώρου, για μια επιστροφή στα σχήματα αυτά. Πιστεύω ότι ο στίχος αφότου έσπασε τα δεσμά του, ποτέ δεν θα ξαναϋποκύψει σ’ αυτά οικειοθελώς.
Τα παραπάνω δεν μας εμποδίζουν φυσικά να απολαύσουμε τις αριστοτεχνικές αυτές ποιητικές κατασκευές, να εγκαταλειφθούμε στον τρυφερό ή σπαρακτικό κυματισμό τους, να γευτούμε την ομορφιά ενός ατόφιου ποιητικού λόγου.
Υπάρχει όμως κάτι ακόμα, ίσως πιο σημαντικό και από την αισθητική απόλαυση, που αυτό το συγκεκριμένο είδος, το σονέτο, προσφέρει, ιδιαίτερα σε όσους από εμάς παλεύουμε να κάνουμε ποίηση: Υψηλή ποιητική. Το σονέτο είναι αναμφισβήτητα ένα κομψοτέχνημα ποιητικού λόγου. Τα αυστηρά πλαίσια μέσα στα οποία είναι αναγκασμένο να κινηθεί (ρίμα, αριθμός στίχων, μέτρο) επιβάλλουν πολύ καλοδουλεμένη γραφή και υψηλών προδιαγραφών τεχνική. Απαιτούν λεπτοδουλειά που μοιάζει με κέντημα σε πολύ λεπτή γάζα. Σμίλεμα όχι μόνο στίχο-στίχο, όχι μόνο λέξη-λέξη, αλλά ακόμη και συλλαβή-συλλαβή, φθόγγο-φθόγγο. Επιπλέον η μικρή του έκταση επιβάλλει πυκνό και πολύ σφιχτά δομημένο ανάπτυγμα, που πρέπει να εξελίσσεται ανοδικά, χωρίς πουθενά να χάνεται στον δρόμο, χωρίς ούτε μία περιττή διακλάδωση, ή πλαδαρότητα, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να διατηρεί λαμπερό τον στίχο και το νόημά του απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Πρέπει ακόμη αυτό το μικρό, σαν μια ανάσα, ποιητικό αρχιτεκτόνημα, να έχει κομψότητα, λεπτότητα, λάμψη, αλλά και υποβλητικότητα. Αυτά προϋποθέτουν πρωτοτυπία, όχι κατ’ ανάγκην στο θέμα, όσο στους ποιητικούς τρόπους και τα ποιητικά «τεχνάσματα», ώστε το τελικό αποτέλεσμα να είναι σπινθηροβόλο, να έχει παλμό και να μπορεί να μεταδώσει την συγκίνηση και το αίσθημα που ο δημιουργός του επιθυμεί.
Φυσικά όλα τα σονέτα δεν επιτυγχάνουν αυτό το ύψιστο αποτέλεσμα. Εξαρτάται από τη μαστοριά του ποιητή. Στο βαθμό όμως που πλησιάζουν αυτές τις αρετές, αγγίζουν περισσότερο ή λιγότερο την λάμψη ενός ποιητικού διαμαντιού.
Όλ’ αυτά τα λέω όχι μόνο για να υμνήσω ένα ποιητικό είδος που τείνει να εκλείψει -κάτι όχι επιλήψιμο, αν ο χρόνος το έχει προσπεράσει-, αλλά κυρίως για να προτρέψω όλους εμάς που προσπαθούμε να γράψουμε ποίηση, να σκύψουμε πάνω σ’ αυτά τα μικρά αριστουργήματα, για να μάθουμε. Γιατί θα είναι καλό για την Ποίηση να καταλάβουμε, ότι η ελευθερία του στίχου, που κληρονομήσαμε από πρωτοπόρους και επαναστάτες αυτής της μεγάλης και ανθεκτικής παρά τους πανταχόθεν εχθρούς Τέχνης, δεν είναι ασυδοσία. Θέλω να πω ότι το να γράφουμε «ελεύθερα» (χωρίς ομοιοκαταληξία, μέτρο κ.λ.π.) δεν σημαίνει ότι μπορούμε να γράφουμε «άτεχνα». Το ανεξέλεγκτο παραλήρημα, οι λεκτικές ακροβασίες, οι κοινοτοπίες, οι επαναλήψεις, η άνευ λόγου συναισθηματική υπερβολή ή ο στόμφος, το ξεχείλωμα του κειμένου προς κάθε κατεύθυνση, η έλλειψη οργάνωσης, δομής και οικονομίας, η επίδειξη «ποιητικότητας», η λεξιλαγνεία και ο βερμπαλισμός, η απουσία βάθους ή/και πρωτοτυπίας, η άνευ λόγου παράθεση «ποιητικών» λέξεων ή αντίστροφα ευτελών καθημερινών, με στόχο μόνο τον εντυπωσιασμό και όχι κάποιο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, η απουσία γενικότερα στην εκάστοτε ποιητική κατασκευή οποιουδήποτε στόχου ή ουσίας (σκόπιμα δεν χρησιμοποιώ την λέξη «νόημα», γιατί ο στόχος μπορεί να είναι και μόνο ένα αίσθημα, μια εικόνα ή ο,τιδήποτε άλλο, όπως και να ‘χει όμως πρέπει να υπάρχει), όλ’ αυτά και άλλα πολλά που παρατηρούμε συχνά στην σύγχρονη ποιητική παραγωγή, δεν είναι εμπλουτισμός του ποιητικού λόγου, αλλά φτώχια του. Και το χειρότερο, έχουν επίπτωση πάνω στο ίδιο το σώμα της Ποίησης. Γιατί την ευτελίζουν, την καθιστούν αναξιόπιστη στα μάτια των πιθανών αποδεκτών της και επιτείνουν, αντί να πολεμούν, το ούτως ή άλλως -για λόγους πέραν των ατομικών μας επιθυμιών και δυνατοτήτων-αντιποιητικό κλίμα και πνεύμα της εποχής που ζούμε.
Φυσικά τα παραπάνω δεν έχουν σκοπό να αποθαρρύνουν, να αποτρέψουν ή να απογοητεύσουν. Κάθε άλλο. Αντίθετα είμαι της άποψης ότι όσο πιο πολύ, και πιο πολλοί, αισθανόμαστε την ανάγκη να εκφρασθούμε ποιητικά, τόσο μεγαλύτερη η πιθανότητα να ανακάμψει το γονατισμένο όραμά μας για μια ζωή όπου η ποίηση δεν θα είναι τέχνη, αλλά υπαρκτικός τρόπος. Αυτό όμως δεν αναιρεί την υποχρέωσή μας να τιμούμε αυτό στο οποίο υποτίθεται ότι πιστεύουμε. Να αναλαμβάνουμε την ευθύνη του και να προσπαθούμε να ανταποκριθούμε σ’ αυτήν. Η ευκολία του βγάζω όπως-όπως στο χαρτί ό,τι με ταλανίζει, ίσα για να απαλλαγώ απ’ αυτό ή, ακόμη χειρότερα, για να καταγραφώ ως ποιητής, δεν είναι σε καμμία περίπτωση Ποίηση. Είναι είτε απλό ξέδομα είτε μεγαλομανία, πράγματα που δεν αφορούν κανέναν άλλον εκτός από τον γράφοντα. Η Ποίηση όμως μας αφορά όλους και μάλιστα τόσο περισσότερο όσο αντιποιητικοί γίνονται οι καιροί. Είναι από τις λίγες ανάσες που μας έχουν απομείνει. Γι’ αυτό ας την σεβαστούμε. Η μελέτη των μεγάλων επιτευγμάτων της ποιητικής Τέχνης μάς βοηθάει να ανταποκριθούμε στην ευθύνη που αναλαμβάνουμε όταν πιάνουμε το μολύβι. Μη ξεχνάμε ότι η Ποίηση είναι η μόνη Τέχνη της οποίας τα μυστικά δεν διδάσκονται. Οι μόνοι δάσκαλοί μας είναι οι λαμπρές στιγμές του παρελθόντος της. Αυτές και η μόνη ευλογία μας. Και το σονέτο, σαν ένα πολύ υψηλών τεχνικών απαιτήσεων στιχούργημα, είναι ό,τι πρέπει «δάσκαλος» για μας τους… μαθητευόμενους της τέχνης. Αν λοιπόν δεν θέλουμε να μας καταραστεί και αυτή και ο χρόνος, ας κάτσουμε στα θρανία με σταυρωμένα χέρια και ας το ακούσουμε προσεκτικά.

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

Περιστάσεις (;)

σ' εσάς...

«Μια τυχαία συνάντηση…» θα μπορούσε κοινότοπα να τιτλοφορηθεί. Τι είναι όμως το τυχαίο; Ο Μπόρχες έλεγε σοφά «είμαι οι περιστάσεις μου».
Πού πέφτει ωστόσο το βάρος; Στο «περιστάσεις» ή στο «είμαι»; Οι περιστάσεις μάς δημιουργούν ή τις δημιουργούμε; Ή μήπως και τα δύο; Τύχη και εαυτός διαπλέκονται μ’ έναν τρόπο περίπου μυστηριακό. Είμαστε, θα έλεγα, οι περιστάσεις μας, όχι μόνο γιατί η τύχη θέλησε τις περιστάσεις μας, αλλά και γιατί κι εμείς τις θελήσαμε.
Αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις η τύχη, που έφερε τις φωνές κάποιων από μας μέσα σ’ αυτόν τον αχανή τόπο, σε απόσταση αναπνοής.
Θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε μισοαδιάφορα, μισοευγενικά, μισοχαρούμενα, χωρίς να ανταλλάξουμε ανάσες. Δεν το κάναμε. Γιατί; Δεν ξέρω. Οι εύκολες απαντήσεις πολλές. Κοινά ενδιαφέροντα, κοινές αξίες, κοινές ανησυχίες. Είναι και αυτά. Όμως στις πραγματικά ευ-τυχείς συναντήσεις σχεδόν ποτέ δεν είναι μόνο αυτά. Είναι πάντα και κάτι άλλο. Αξεδιάλυτο και παράξενο. Αδιευκρίνιστο και λίγο ανομολόγητο, σαν για να μην το… ματιάσουμε. Είναι ίσως μια συνάφεια άγνωστου βάθους, που ρέει σαν κρυφό νεράκι στα υποστρώματα του εδάφους μας, ψάχνοντας άνοιγμα ν’ αναβλύσει. Είναι ίσως μια ριζωμένη αναμονή και επιθυμία, πιο ισχυρή απ’ όλες τις αντιξοότητες παρελθούσες και παρούσες, που επιτάσσει την ενσάρκωση. Την φανέρωση και παρουσία ενός Έτερου που δεν θα θωρακίζεται στην φοβική ετερότητα, αλλά θα επιτρέπει την γονιμότητα της αφιλοκερδούς ανταλλαγής. Όχι την ταύτιση, όπως συνήθως αφελώς ευχόμαστε. Αλλά την συγκατάθεση στην μοναδική ιδιαιτερότητα που ο Άλλος είναι, αντί της ομοιότητας που θα θέλαμε να του επιβάλουμε, επιδιώκοντας επί της ουσίας την επιβεβαίωση της μονήρους στενότητάς μας. Όχι την νοσηρή αυτοκατάργηση μέσα σε μια βιασμένη και ισοπεδωτική φιλότητα, αλλά την ευ-δαίμονα αποδοχή του Άλλου σαν μέρους μιας ρέουσας, ζωηρής, λάμπουσας σύνθεσης. Ωσάν τα τέσσερα στοιχεία του νερού, της φωτιάς, της γης και του αέρα να σταλάζουν την ουσία τους προσεκτικά –ακολουθώντας λες μια σιωπηρά προσυμφωνημένη δέσμευση- για να συντελεστεί εκείνο το μικρό θαύμα της κοινότητας. Εκείνης της σπάνιας συλλογικότητας, χωρίς προεξάρχοντες, δυνατούς και αδύνατους, άξιους και ανάξιους, καλύτερους και χειρότερους. Εκείνης της πολύτιμης συνύπαρξης, όπου όλοι θέλουν να αναδείξουν και να απολαύσουν την φυσική λάμψη του Άλλου. Χωρίς ενδοιασμούς, χωρίς προδιαγραφές, χωρίς κυριαρχικές υστεροβουλίες.
Ύστερα από αναζήτηση και αποτυχημένους πειραματισμούς χρόνων, νομίζω πως τα παραπάνω –και όχι τα εύλογα αποτελέσματά τους, που είναι η αλληλοβήθεια, η συμπαράσταση, το μοίρασμα της καλής και της κακής στιγμής- είναι ο ορισμός της Φιλίας.
Και πιστεύω ότι όταν αυτή έρχεται, την αναγνωρίζεις διαμιάς από τον παρήγορο και λυτρωτικό τρόπο που κυλάει από ανάσα σε ανάσα, από βλέμμα σε βλέμμα, από κίνηση σε κίνηση, από κουβέντα σε κουβέντα. Από την ξαφνική –και ως δια μαγείας κοινή- αίσθηση οικειότητας, του «σαν να γνωριζόμαστε χρόνια». Από τον τρόπο που ρέει αβίαστα στα πιο διψασμένα κανάλια του εαυτού σου και της ζωής σου. Αυτά που αναζητούν την αθωότητα του ανιδιοτελούς «εμείς» μέσα από την κατάθεση αυθεντικών και ανοχύρωτων «εγώ».
Πιστεύω ακόμη πως τέτοιες συναντήσεις είναι ικανές να ανατρέψουν σωρεία απογοητεύσεων και σπαταλημένων προσδοκιών και να σε ξανακάνουν παιδί, επιτρέποντας στο όνειρο να αναμειχθεί με την πραγματικότητα, δίνοντας σ’ αυτή την τελευταία τον σπινθήρα που την κάνει Ζωή.

Σας ευχαριστώ γλυκείς μου μ’ όλη μου την ψυχή, που γίναμε μια τόσο ευτυχής περίσταση…

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2008

Διάλογοι

Πάω ή φεύγω. Μήπως μόνο πάω; Ή μόνο φεύγω; Τι χωρίζει το πάω από το φεύγω; Υπάρχουν τομές στην ρευστότητα; Στιγμές ισορροπίας; Σιγμές επικράτειας; Υπάρχουν στιγμές; Πάω και φεύγω. Διαρκώς. Εντός. Και εκτός. Ποτέ επί τα αυτά. Ατέρμονη διαδρομή. Εδώ και αλλού. Διαρκώς.
Μήπως μόνο πορεύομαι;

(χαρισμένο στην Φαίδρα)




Πάνω στον "χορό των ποιητών" του Μ. Χατζιδάκι

Πέμπτη 14 Αυγούστου 2008

το φεγγάρι λέει αλήθεια. (αρκεί να μπορείς να το κοιτάξεις κατάματα)

(του Γιώργου)

Δεν μπορώ να σιωπήσω δεν ξέρω και τι να υπερασπιστώ.
Η Τέχνη είναι Αλήθεια. Πρώτα και πάνω απ' όλα.
(Τα άλλα, τα μέσα και η φόρμα, έπονται και την υπηρετούν.Είναι μόνο τα βέλη που την δείχνουν.)

Ένα ολόγιομο φεγγάρι καταμεσής στον "Αύγουστο", το τραγούδι του έρωτα, και γρύλλοι μες στην νυχτερινή σιωπή... έτσι απλά και ανεπιτήδευτα λένε την Αλήθεια τους.
Όχι, δεν είναι Τέχνη ούτε το ισχυρίζονται.
Είναι μια απλή "χειροποίητη δημιουργία".
Σαν την χαρτοκοπτική που κάναμε παιδιά.
Μα... ο ουρανός ανοίγει και με καταπίνει.
Σε αντίθεση με μεγαλεπήβολες "υπερπαραγωγές".
"Έργα τέχνης" υπερφίαλα, που αντί να την δείξουν την αλήθεια, την καρφώνουν, και την ρίχνουν πληγωμένη κι αβοήθητη στο πεζοδρόμιο, να την χαζεύουν οι περαστικοί αδιάφορα.
Φευ, αυτά ποτέ δεν θα ανοίξουν τον ουρανό για χάρη μας.
Γιατί αφήνουν πίσω τους αισθήματα νεκρά
και μια στυφάδα απάτης.
Να το ξαναπώ. Η Τέχνη είναι Αλήθεια
(πρώτα και πάνω απ' όλα.)
Αναρωτιέμαι.
Μήπως πρέπει να ξαναβρούμε την "χειροποίητη" Αλήθεια μας;
Μήπως η κακοφορμισμένη "ελευθερία" έσκαψε κάθέ σπιθαμή εδάφους και μας άφησε στη μέση του τούνελ, τριγυρισμένους από αδιέξοδα;
Μήπως πρέπει να ξανασκύψουμε στον πηλό και το νερό για να φτιάξουμε πάλι ουρανό;

"Δεν ξέρω τι να υπερασπιστώ". Ψέματα.
Ξέρω τι. Δεν ξέρω πώς.

Τετάρτη 6 Αυγούστου 2008

Όλοι οι... ΚΑΛΟΙ χωράνε.


Σήμερα επιτρέψτε μου να φλυαρήσω λίγο, μια που μού λείψατε και θέλω λίγη κουβεντούλα. Είναι αλήθεια ότι έχω βρει κάτι ωραία κείμενα που σκοπεύω να ανεβάσω, αλλά καλύτερα να περιμένω λίγο να μαζευτούμε από τις… καλοκαιρινές γύρες, για να τα χαρούν κι άλλοι. Επ’ ευκαιρία λοιπόν λέω να κουβεντιάσουμε λίγο για τα… καθ’ ημάς, τα των μπλόγκερς εννοώ. Αφορμή το «θέμα» που ανέκυψε στο μπλογκ του Περίπλου.
Κατ’ αρχάς να τονίσω ότι τον Περίπλου δεν τον ξέρω, και πρώτη φορά μπήκα στο μπλογκ του τώρα, για να καταλάβω την ανάρτηση του Κωστή. Επίσης δεν έχω απολύτως καμμία επαφή ή σχέση με τους «εμπλεκομένους» (μπλογκς ή πρόσωπα) στην εκεί «συζήτηση», και επομένως καμμία απολύτως ιδέα, γνώση ή προδιάθεση γι’ αυτούς, άρα ούτε κατά διάνοια δεν έχω σκοπό να πάρω θέση επί της ουσίας της διένεξης που ξετυλίχτηκε εκεί. Τα λέω αυτά γιατί τίποτα από όσα θα ακολουθήσουν δεν αφορά προσωπικά κανέναν, αλλά αποκλειστικά και μόνο το μπλόγκινγκ καθ’ αυτό.
Το ξεκαθαρίζω από την αρχή για να μην θεωρήσει κανείς ότι θέλω να τοποθετηθώ υπέρ ή κατά οποιουδήποτε.

Στην αρχή λοιπόν ομολογώ δεν κατάλαβα τι συνέβαινε, γιατί δεν καλοπρόσεξα –άλλωστε όταν πρωτοεπισκέπτομαι ένα μπλογκ, κυρίως κοιτάζω τις αναρτήσεις του, όχι τα σχόλια, και από τις αναρτήσεις δεν έβγαινε νόημα… Χθες κάθησα και διάβασα τα σχόλια της ανάρτησης με τίτλο «παγκάκι» και… κατάλαβα. Αλλά και που κατάλαβα, τι κέρδισα; Τίποτα. Αντίθετα… λυπήθηκα! Συνειδητοποίησα ότι έχασα χρόνο –και τον χρόνο επιτρέψτε μου να τον θεωρώ πολύτιμο, γιατί υπάρχουν πάρα πολλά ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουμε σ’ αυτόν τον κόσμο που εγώ τουλάχιστον δεν προλαβαίνω να τα κάνω μέχρι να πεθάνω, ακόμα κι αν… μακροημερεύσω… Επιπλέον αντί να απολαύσω μια καλή ανάρτηση και ενδεχομένως έναν ενδιαφέροντα και ουσιαστικό διάλογο επ’ αυτής, έγινα μάρτυς αλληλοκατηγοριών, απειλών και λοιπών δυσάρεστων πραγμάτων, των οποίων την ουσία και το περιεχόμενο ούτε κατανοούσα, ούτε με ενδιέφερε να κατανοήσω. Λυπήθηκα λοιπόν και αναρωτήθηκα αν αξίζει τον κόπο να αφιερώνουμε χρόνο και φαιά ουσία σε ένα «χόμπυ» που πολύ εύκολα μπορεί να εκφυλιστεί σε χώρο άκαρπων αντιπαραθέσεων, ευτελών συμπεριφορών, κακοηθειών κ.λ.π. Γύρισα λοιπόν στο… «σπίτι μου», το μπλογκ μου εννοώ, αποκαμωμένη και θλιμμένη και… έβαλα μουσική για να ηρεμήσω και να σκεφτώ ψύχραιμα. Νάναι καλά ένας νεοφερμένος επισκέπτης που βρήκα άμα τη επιστροφή, ο οποίος πολύ απλά και ανεπιτήδευτα μου είπε πως χάρηκε με μια μουσική μου επιλογή και ένιωσα ότι κάτι μοιράστηκα, αμέσως μετά και ο πολύ-πολύ καλός και παλιός –ο παλιότερος- μπλογκοφίλος, που επέστρεψε από τις διακοπές, με δώρα και καλωσορίσματα και ήρθα πάλι στα ίσια μου. Δόξα τω Θεώ. Γιατί ομολογώ ότι το μπλόγκινγκ το έχω αγαπήσει. Είναι ένας χώρος ζωντανός, με πολλές και διαφορετικές φωνές και πιστεύω ότι εκτός από γοητευτική, μπορεί να είναι μια ασχολία εποικοδομητική από πολλές απόψεις. Το διαδίκτυο είναι ένας χώρος που δεν μπορεί εύκολα να ποδηγετηθεί. Δίνει λοιπόν την δυνατότητα να διοχετευθούν και να κυκλοφορήσουν ανεμπόδιστα, να ανταλλαγούν, και ενδεχομένως να καρποφορήσουν, ανησυχίες, προβληματισμοί, ιδέες, γνώσεις, δημιουργικά εγχειρήματα. Εγώ δεν σας κρύβω ότι έχω μάθει πράγματα από εδώ, ενώ συνάμα έχω γνωρίσει αληθινά αξιόλογους ανθρώπους. Είναι κρίμα να το κακοποιούμε και να το αφήσουμε να εκφυλιστεί και αυτό όπως τόσα γύρω μας, που ξεκίνησαν με τις καλύτερες προθέσεις, και κατέληξαν να εκτρέφουν μικρότητες, εγωκεντρισμούς και σκοπιμότητες.

Τι μπορούμε να κάνουμε λοιπόν; Μα το προφανές. Να το προστατέψουμε. Εμείς οι ίδιοι. Γιατί άλλος δεν υπάρχει. Κι ούτε βέβαια θέλουμε κανενός είδους «έξωθεν» κανόνες.
Αν σκεφθεί με νηφαλιότητα κανείς την αναστάτωση που προέκυψε στο μπλογκ του Περίπλου, πιστεύω ότι το κύριο ζήτημα που αναδεικνύεται –πέρα από τα θέματα ουσίας με τα οποία δεν θέλω να ασχοληθώ σ’ αυτή την ανάρτηση-, είναι το ζήτημα των κανόνων συμπεριφοράς σ’ αυτό το νέο φαινόμενο που ονομάζεται μπλόγκινγκ. Γιατί, φίλοι μου, και το μπλόγκινγκ κοινωνική συμπεριφορά είναι –για να μην πω παιχνίδι, με την καλότατη όμως έννοια, μια που εν τέλει ένα παιχνίδι είναι όλα, και όσο καλύτερα παίζουμε, τόσο καλύτερα περνάμε! Αν θέλουμε λοιπόν να είναι ενδιαφέρον, αξιόλογο, να περνάμε όλοι καλά, και να μην αισθανόμαστε ότι χάνουμε την αξιοπρέπειά μας συμμετέχοντας σ’ αυτό, πρέπει να έχει τους κανόνες του. Συμπεριφορές σαν αυτές που αναπτύχθηκαν στην συγκεκριμένη ανάρτηση του Περίπλου, είναι άσχημες και δυσάρεστες. Και δεν τιμούν ούτε αυτούς που συμμετείχαν, ούτε εμάς που τις παρακολουθήσαμε. Δεν με απασχολεί διόλου, τουλάχιστον προς το παρόν, ποιος είχε δίκιο και γιατί. Δεδομένης της πλήρους άγνοιάς μου περί τα συγκεκριμένα μπλογκς, το να το ανακαλύψω αυτό θα απαιτούσε πολλαπλάσιο χρόνο, τον οποίο δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο να σπαταλήσω. Επειδή όμως είμαι κι εγώ σ’ αυτό το… ιδιότυπο, και αρκετά ατίθασο παιχνίδι για μεγάλους, και με αφορούν οι κανόνες του, με απασχολεί ο τρόπος που ειπώθηκαν όσα ειπώθηκαν, ο τρόπος που καθένας από τους «συνομιλητές» χειρίστηκε τον λόγο του –μη ξεχνάμε ότι το μπλόγκινγκ είναι κατά κύριο λόγο, λόγος, άρα η χρήση του έχει διαφορετική βαρύτητα από ότι στους άλλους τρόπους επικοινωνίας- και ο τρόπος που καθένας από τους συνομιλητές χειρίστηκε το «δίκιο» του, σε όποια πλευρά κι αν υπήρχε.
Ο τρόπος εν ολίγοις που εξελίχθηκε το όλο θέμα και έφτασε εκεί που έφτασε.



Τα λίγα λοιπόν που εγώ συνοψίζω σαν κανόνες χρήσιμους για την αποφυγή δυσάρεστων καταστάσεων, και τους οποίους μέχρι τώρα τηρώ και σκοπεύω και στο μέλλον να τηρήσω, εν είδει… «κώδικα δεοντολογίας» τόσο στο δικό μου μπλογκ, όσο και κατά την παρουσία μου στα μπλογκς των άλλων, είναι τα παρακάτω:
1. Το μπλογκ είναι ένας δημόσιος χώρος μεν, του οποίου όμως κάποιος έχει την ευθύνη.
2.
Άρα δεν είναι, δεν μπορεί να είναι, ξέφραγο αμπέλι. Δεν δικαιούται λοιπόν κανείς να μπαίνει και να λύνει τις όποιες διαφορές του με τρίτους. Άμεσα ή έμμεσα. Αν υπάρχουν «διαφορές», αυτές ας λυθούν ευπρόσωπα στα μπλογκς των εμπλεκομένων.
3. Η ανάρτηση είναι μια ευθαρσώς κατατεθειμένη άποψη ή δημιουργία. Ο σχολιασμός δεν μπορεί παρά να αφορά σ’ αυτή την άποψη ή δημιουργία.
Η ελευθερία του λόγου επιτρέπει –χωρίς να το επιβάλλει, αφού μόνο αν θέλουμε σχολιάζουμε, μπορούμε κάλλιστα και να γυρίσουμε την πλάτη σε κάτι ανούσιο, πληκτικό, βλακώδες κ.λ.π.- να πει ο καθένας την γνώμη του, θετική ή αρνητική, πάνω όμως στην ανάρτηση του μπλόγκερ ή σε σχέση με αυτή. Αν μάλιστα κρίνει ότι το θέμα είναι σοβαρό, μπορεί να αφιερώσει και ολόκληρη ανάρτηση-απάντηση στο δικό του μπλογκ και να αναπτυχθεί έτσι πιο ουσιαστικός διάλογος. Όλα αυτά είναι θεμιτά, και κατ’ εμέ μακάρι να γίνονταν και συχνότερα. Το να εμπλέκει όμως στα σχόλια, με τρόπο άσχετο με την συγκεκριμένη ανάρτηση, άλλα θέματα, είτε είναι βάσιμα αυτά που λέει είτε όχι, μόνο σε… κακοφορμίσεις μπορεί να οδηγήσει. Αν θέλει να πει κάτι, μπορεί να το πει στο δικό του μπλογκ με σχετική ανάρτηση, παίρνοντας και την ευθύνη του.
4. Εννοείται ότι ο διάλογος –χωρίς εισαγωγικά αυτή τη φορά- στον οποίο αναφέρομαι αμέσως παραπάνω, πρέπει να γίνεται χωρίς επιτήδευση και διάθεση κολακείας. Σ’ αυτό το σημείο επικεντρώθηκε ο Κωστής, όχι άδικα, αλλά ως προς αυτό, νομίζω ότι η μόνη άμυνα που διαθέτουμε είναι η αξιοπρέπεια και η οξύνοιά μας. Αν δεν θέλουμε «πελατειακές» σχέσεις, δεν έχουμε παρά να αποφεύγουμε αυτούς που τις επιδιώκουν. Στον βαθμό βέβαια που αυτό γίνεται φανερό, γιατί δεν μπορούμε να είμαστε και διαρκώς καχύποπτοι με τους πάντες, ούτε είναι πάντα εύκολο να διακρίνεις πότε πρόκειται για εκφράσεις αβρότητας ή ειλικρινούς επιδοκιμασίας και πότε για κολακεία. Ας έχουμε λοιπόν όσο μπορούμε τα μάτια ανοιχτά και… το καλάμι παρκαρισμένο...
5. Η παραπάνω «ελευθερία του λόγου» δεν αναιρεί ωστόσο την υποχρέωση ευπρέπειας και κοσμιότητας στον χειρισμό του λόγου και των απόψεών μας. Η ευγένεια ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ, ακόμη και αν διαφωνούμε απόλυτα με την οποιαδήποτε άποψη ή στάση. Διά-λογος σημαίνει ανταλλαγή επιχειρημάτων και όχι προσβλητικών χαρακτηρισμών και εκφράσεων. Ας βάλουμε λοιπόν τα μαχαίρια στα θηκάρια τους κι ας ανακαλύψουμε πιο έξυπνους και αποτελεσματικούς τρόπους για να αποκαλύψουμε όσους ενδεχομένως καπηλεύονται τον χώρο, ή προωθούν ίσως ακόμη και επικίνδυνες ιδέες -αν φυσικά υπάρχουν τέτοιοι.
6. Τέλος, το δεν κάνω λογοκρισία στις απόψεις που διατυπώνονται, δεν σημαίνει ότι επιτρέπω συμπεριφορές που προσβάλλουν τον χώρο μου. Γιατί, επανέρχομαι στην αρχική επισήμανση, το μπλογκ μπορεί να είναι δημόσιο βήμα, αλλά κάποιος έχει την ευθύνη του. Οι απρεπείς λοιπόν συμπεριφορές (ανεξάρτητα από το σωστό ή λάθος της γνώμης που υποστηρίζεται) προσβάλλουν αυτόν που το διατηρεί κατ’ αρχήν, και μετά τους επισκέπτες του. Και οι μεν επισκέπτες μπορούν πολύ απλά και αξιοπρεπώς ή όχι να αποχωρήσουν, ο μπλόγκερ όμως όχι. Άρα δικαιούται να μην επιτρέψει παρεκτροπές και αγένειες στον χώρο του οποίου έχει την ευθύνη.
7. Ο μόνος τρόπος να τηρηθούν αυτοί οι απλοί κανόνες είναι η αυτοδέσμευσή μας. Αλλιώς αργά ή γρήγορα είτε θα υπάρξουν έξωθεν παρεμβάσεις, τις οποίες κανείς μας δεν θέλει, είτε θα αυτοϋπονομευθούμε εκ των έσω και θα εκφυλίσουμε κάτι που ίσως και να μπορεί να εξελιχθεί σε κάτι πολύ δημιουργικό, και με την πολύ ουσιαστική έννοια επαναστατικό.

Τώρα για το θέμα της… «μπουρδολογίας» που ο ίδιος ο Περίπλους έθεσε, τι να πω; Ο καθένας δικαιούται να γράφει ό,τι θέλει και να το αξιολογεί ο ίδιος ή οι επισκέπτες του κατά την κρίση του/τους. Το μόνο που ίσως πρέπει να ειπωθεί σχετικά είναι πως το να μην παίρνουμε περί πολλού τους εαυτούς μας είναι ταπεινοφροσύνη, αλλά και το να συνειδητοποιούμε ότι έχει άλλη βαρύτητα και ευθύνη ο δημόσιος λόγος από τον ιδιωτικό είναι σεβασμός στον εαυτό μας και στους άλλους. Και τα δύο χρήσιμα και σοφά πράγματα…

Συγγνώμη αν σας κούρασα, αλλά νομίζω ότι το θέμα είναι σοβαρό και μας αφορά όλους. Νομίζω ότι θα ήταν χρήσιμο να συμφωνήσουμε σε κάποιους κανόνες, πριν αναγκαστούμε ένας-ένας να αρχίσουμε να αποχωρούμε, εγκαταλείποντας και αυτόν τον χώρο στους πάσης φύσεως κακοήθεις, τους οποίους αν θέλουμε μπορούμε εμείς οι ίδιοι να απομονώσουμε αποτελεσματικά.

Σας ευχαριστώ για την προσοχή και την αγάπη σας και σας εύχομαι ήρεμη και δημιουργική ημέρα.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2008

Αλιεύοντας

Η Ποίηση είναι πάνω από εμένα, εσένα, τον καθένα από ‘μας. Η Ποίηση είναι η ανθρώπινη φωνή, στην καρδιά του χρόνου. Αρθρώνεται από εμένα ή εσένα, αλλά δεν ανήκει σε κανέναν μας. Ανήκει σε όλους μας.
Αυτός ο χώρος δεν θέλω να είναι ένας χώρος όπου θα κοινοποιώ μόνο τους δικούς μου στίχους. Αγαπώ την Ποίηση πιο πολύ από τον εαυτό μου. Ή μάλλον όχι. Επειδή αγαπώ τον εαυτό μου, αγαπώ την Ποίηση. Γιατί ποιος μπορεί να είναι ο εαυτός μου, χωρίς τον ποιητικό τόπο. Χωρίς την ποιητική συνθήκη. Μιλώ για την Ποίηση, αλλά στο μυαλό μου έχω την Τέχνη. Κι ακόμη πιο πέρα. Στην συνείδησή μου η Ποίηση είναι ταυτισμένη με την ποιητική σύλληψη του Κόσμου. Γιατί η Ποίηση δεν είναι λόγια στο χαρτί. Είναι τρόπος ύπαρξης. Ματιάς. Σχέσης. Είναι γνώση. Μια άλλης τάξης διαμεσολάβηση της εμπειρίας. Γεννιέται από το βλέμμα μας. Και μέσα από το βλέμμα μας ξαναγεννάει τον κόσμο. Το πάθος, η έμπνευση, ο έρωτας, ο υπαρξιακός τρόμος, είναι όροι ποιητικοί. Όπως κι αν εκφράζονται, όπου κι αν απευθύνονται. Ο ποιητικός λόγος δεν είναι, δεν μπορεί να είναι μοναχικός. Αφότου κατατεθεί αποτελεί τόπο χωρίς φράχτες. Προσβάσιμο από όποιον έχει ανάγκη να πιει από το νεράκι του –που μπορεί να είναι και νερό που καίει, έτερον εκάτερον. Του ποιήματος μετέχει ο αναγνώστης ισότιμα με τον ποιητή, στον βαθμό φυσικά που ο τελευταίος κατορθώνει να μετουσιώσει το βίωμά του σε παλμό. Και να εισχωρήσει στην φλέβα. Ναι. Η Ποίηση είναι ενέσιμο υλικό. Που ρέει ενδοφλέβια. Που μας κάνει -αν προσφέρουμε τον καρπό μας- αδελφοποιτούς.
Είναι γι’ αυτό που σ’ αυτό το μπλογκ δεν βάζω μόνο δικά μου ποιήματα, αλλά ό,τι με συγκινεί. Ό,τι με τρέφει και με κρατάει ζωντανή. Εγκαινιάζω σήμερα μια καινούρια ετικέτα, με τίτλο «αλιεύοντας», όπου θα φιλοξενώ τον λόγο άγνωστων και όχι καταξιωμένων ποιητών, που ανακαλύπτω είτε στο διαδίκτυο είτε σε έντυπη μορφή. Γιατί η Ποίηση δεν είναι σε καμμία περίπτωση, μικρόψυχη και ιδιοτελής. Όσο περισσότερο κοινωνείται, τόσο περισσότερο μετουσιώνεται σε σάρκα και αίμα του θαύματος που όλοι προσδοκούμε.
Μοναδικό κριτήριο, το διευκρινίζω προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, η δική μου συγκίνηση. Δεν διεκδικώ ούτε στο ελάχιστο ρόλο κριτικού. Θα βάζω απλά, απλούστατα, ό,τι βρίσκει τον τρόπο να μου μεταδώσει την μυστική του ταραχή.
(μια που, ξέχασα να πω, κάθε ποίημα είναι ένα κρυφό ερώτημα που ψάχνει την διατύπωσή του…)
Ελπίζοντας να μεταλάβετε την ανάσα του.
Επειδή η αγωνία είναι ίσως η πρώτη ύλη τού μαζί. Και του ιερού.


Το πρώτο ποίημα αυτής της σειράς είναι του Δημοσθένη Μιχαλακόπουλου (από την σελίδα του ζώνη του Ωρίωνα).


το χέρι

Απέναντι από το κρεβάτι μου
ο Λευκάτας.
η μετέωρη σκέψη μου άσπρος, κάτασπρος βράχος, στη
θάλασσα που πλημμυρίζει το δωμάτιο, και βασανίζεται από τα διαδοχικά
κύματα των φουρτουνιασμένων ωρών. Κι ακούγονται φθόγγοι
ελληνικοί καθώς αφρίζει το πέλαγο.

Τις αυγές
η Σαπφώ βάφει το Ιόνιο με το αίμα της
για να ξημερωθώ
πεσμένος μπρούμυτα στο παγωμένο πάτωμα,

και το απλωμένο χέρι μου, σαν σε προσπάθεια να προλάβει να κλείσει στη
χούφτα του την άμμο απ’ την κλεψύδρα όλων των αιώνων,
έχει
τα σημάδια που του άφησε αυτό που δεν πρόφτασε να κρατήσει.
(το έργο είναι του Duane Keiser)

Σάββατο 5 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (μέρος 4)

Άλλο ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ιδιαίτερης σημειολογίας της ελληνικής γλώσσας είναι η λέξη «ωραίο», που στην νέα ελληνική έχει εκπέσει σε συνώνυμη με το όμορφο. Και εξηγώ αμέσως γιατί λέω «έχει εκπέσει». Ετυμολογική προέλευση του επιθέτου ωραίο, το ουσιαστικό «ώρα». Που σημαίνει πως ωραίο, κατά την αρχική του σημασία, είναι αυτό που συμβαίνει στην ώρα του. Δηλαδή αυτό που λαμβάνει χώρα στην κατάλληλη στιγμή, στο σωστό timing όπως θα έλεγε κάποιος άγγλος φίλος, επιστρατεύοντας ένα απαρέμφατο για να αποδώσει την αντίστοιχη έννοια. Αντίστοιχη, αλλά όχι όμοια. Γιατί το «timing», αν υιοθετήσουμε μια κυριολεκτική μετάφραση, σημαίνει «χρονικότητα». Δηλώνει δηλαδή τελείως ουδέτερα κάτι που έγινε σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή (γι’ αυτό άλλωστε μιλάμε για καλό και κακό timing), αλλά δεν παίρνει θέση επ’ αυτού. Αντίθετα η ελληνική λέξη τοποθετείται αξιολογικά ενώπιον αυτής της συνάντησης χρόνου και πράξης, αντικειμενικής συνθήκης και υποκειμενικής επιλογής κατάλληλης, αντίστοιχης με την συνθήκη, δράσης. Και την επιβραβεύει, εκφράζοντας τον θαυμασμό της. Το «ωραίο» λοιπόν δεν είναι ένα απλό συμβάν, αλλά παίρνει μια διάσταση φιλοσοφικής –ηθικής αυτή τη φορά- τάξης και πάλι. Η λέξη «ωραίο» δηλώνει ότι είναι ένα ευτυχές γεγονός, και ταυτόχρονα ένα «δέον γενέσθαι», τοποθετημένο σε περίοπτη θέση στην ιεράρχησή μας, και όχι ένα απλό γεγονός, το να αξιοποιηθεί με τον κατάλληλο τρόπο η συγκυρία. Και αναφωνεί όταν αυτό συμβαίνει: Ωραία! (στην επιρρηματική χρήση της λέξης μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι η διάκριση μεταξύ όμορφου-ωραίου επιβιώνει αμυδρά στο συλλογικό μας ασυνείδητο ως τις μέρες μας, παρά την φθορά που έχουν υποστεί οι αρκετά διαφορετικές αρχικές σημασίες τους, έχοντας εκπέσει στην απλή συνωνυμία τους, στην οποία αναφέρθηκα στην αρχή).


Ο κατάλογος τέτοιων εξαιρετικών φιλοσοφικής τάξης συλλήψεων, που ενσωματώνονται στα γλωσσικά σημεία – λέξεις της ελληνικής, αποτελώντας σκευή τους, είναι πάρα πολύ μακρύς.
Κλείνοντας θυμίζω μόνο σύντομα, μια ακόμη εκπληκτική κατά την γνώμη μου τέτοια σημασιοδότηση: την προέλευση της λέξης «ελευθερία» από το «ελεύσομαι» (= μέλλων του ρ. έρχομαι). Το ίδιο το σημαίνον και πάλι μας υποδεικνύει ότι η ελευθερία είναι πάντα «ερχόμενη». Άρα μια ευχή, επιθυμία, στόχος. Δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και εκ των προτέρων περιγράψιμο, αλλά κάποιος, ο εκάστοτε, πόθος μας. Ένα ποθούμενο μέλλον, το οποίο ίσως δεν κατορθώσει καν να γίνει ένα χειροπιαστό παρόν. Άλλωστε πραγματική και απόλυτη ελευθερία μπορεί να υπάρξει μόνο αν κανείς απαλλαγεί από τα δεσμά της ύλης και της φθοράς. Δηλαδή ποτέ. Είναι όμως αναγκαίος ο πόθος της, γιατί αποτελεί κίνητρο δράσης, κινητήρια δύναμη, προς μια κατεύθυνση συνυφασμένη με την φύση του ανθρώπου. Προς την συνεχή του άνοδο και απαλλαγή από τα όποια δεσμά, προς μια όσο γίνεται μεγαλύτερη προσέγγιση ενός αισθήματος έστω και οιονεί ελευθερίας, δηλαδή υπέρβασης των όρων και των ορίων που οι νόμοι είτε του ανθρώπου είτε της φύσης θέτουν. Και αν μεν τα δεσμά είναι κοινωνικής τάξης (δουλεία, αδικία κ.λ.π.) τον προτρέπει να τα ανατρέψει, αν δε είναι οι απαρέγκλιτοι νόμοι της φύσης (επιβίωση, θάνατος) τον προτρέπει να τα υπερβεί με τα άλλα μέσα που μόνο ο άνθρωπος διαθέτει: έμπνευση, φαντασία, τέχνη, έρωτα. Η μεγάλη αξία της σημασίας που η λέξη κλείνει στην αγκαλιά της, είναι ότι χωρίς την ευλογία της αειφόρου αυτής θεάς, που μας εμφορεί με την διαρκή επιθυμία να πορευόμαστε προς ένα μέλλον -έστω και ανέφικτο-, απαλλαγμένο από κάθε περιορισμό, δρασκελίζοντας όλα τα εμπόδια, ακόμη και αυτά που μας υπερβαίνουν, οι άνθρωποι δεν θα διαφέραμε σε τίποτα από τα άλλα ζώα του πλανήτη. Η νόηση μάς κάνει απλώς ικανότερους στον αγώνα της επιβίωσης, δεν αρκεί όμως για να μας διαφοροποιήσει υπαρκτικά από τους άλλους συγκατοίκους μας επί γης.
Εδώ, όπως και σε όλα τα προηγούμενα παραδείγματα, αλλά και σε πάμπολλα άλλα, η ελληνική γλώσσα μετατρέπεται σε μια πανέξυπνη, γηραιά κυρία, που μας ψιθυρίζει στ’ αυτί με τρυφερό χαμόγελο και ίσως ένα ίχνος θλίψης, μια μεγάλη αλήθεια.
Εναπόκειται σ’ εμάς, που έχουμε την τύχη να είμαστε οι πρώτοι και κατ’ εξοχήν αποδέκτες τής «μυστικής» φωνής της, να ακούσουμε προσεκτικά τα λόγια της, και να γίνουμε σοφότεροι. Που ίσως σημαίνει: ομορφότεροι και ωραιότεροι! (μακάρι και πιο, όλο και πιο,… ελεύθεροι! )

Παρασκευή 4 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (μέρος 3)

Δεν ξέρω αν ισχύει αυτό που συχνά λέγεται, ότι η ελληνική γλώσσα είναι πιο πλούσια από άλλες, λόγω του μεγάλου της λεξιλογίου. Πιστεύω όμως ότι ο πραγματικός της πλούτος οφείλεται κυρίως σε ένα άλλο, πέραν της υπαρκτής ή όχι υπεροχής της ως προς το πλήθος των λέξεων που την απαρτίζουν, ισχυρό πλεονέκτημα. Στον τρόπο με τον οποίο οι ελληνικές λέξεις φορτίζονται σημασιολογικά. Στον τρόπο δηλαδή με τον οποίο συνάπτεται το σημαίνον (φωνητικό σύμπλεγμα) με το σημαινόμενο (έννοια).
Η κατ’ αρχήν κοινή σε όλες τις γλώσσες συμβατική σχέση μεταξύ σημαίνοντος-σημαινομένου, η αυθαίρετη δηλαδή σύνδεση ενός φθογγικού συνδυασμού (σημαίνον) με μια σημασία (σημαινόμενο) που συναποτελούν το γλωσσικό σημείο (λέξη), κάμπτεται στην ελληνική, η οποία παρουσιάζει σε πολύ μεγάλη έκταση σε σχέση με τις άλλες γλώσσες μια «σχετική αιτιότητα», που μειώνει αντίστοιχα τον φύσει αυθαίρετο-συμβατικό χαρακτήρα αυτής της σύνδεσης.
Η διαφορά που διαπιστώνουμε αναλύοντας κάθετα, μελετώντας δηλαδή την ιστορική-ετυμολογική μορφή των ελληνικών λέξεων, βασίζεται στο ότι οι ελληνικές λέξεις, λόγω της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας που προαναφέρθηκε, έχουν «εσωτερικεύσει» τις σημασίες που η πορεία τους μέσα στον χρόνο κατέγραψε, και αποτυπώνουν έτσι όχι μόνο την/τις σημασία/ες που φέρουν ως λειτουργικά γλωσσικά σημεία του παρόντος, αλλά και την νοηματική διαχρονία της ελληνικής σκέψης. Ή για να το πω διαφορετικά μέσα στο όστρακο των φθόγγων κάθε λέξης κρύβονται σαν ζωντανός οργανισμός όλα τα νοήματα που κατά καιρούς ενδύθηκαν τη συγκεκριμένη φωνητική μορφή, καθώς και οι συνθέσεις, μεταλλαγές, διαπλοκές, με άλλες έννοιες και σημασίες, αποκαλύπτοντας ένα ολόκληρο πλέγμα νοηματικών αλληλουχιών και συναρτήσεων. Μπορεί κανείς μέσα σε μια και μόνο λέξη και στα παράγωγα ή σύνθετά της, να προσεγγίσει γνωσιολογικής, οντολογικής, ηθικής, δηλαδή φιλοσοφικής τάξης, ζητήματα, όπως έχουν αποτυπωθεί κατά την μακρά πορεία της χρήσης και εξέλιξης της γλώσσας, και συνακόλουθα της ελληνικής σκέψης.
Έτσι, βυθίζοντας το βλέμμα μέσα στην ελληνική λέξη / γλώσσα, βλέπεις συχνά σαν μέσα από υποβρύχιο γυαλί, το βάθος και την έκταση του ελληνικού πνεύματος στην κοινωνική και φιλοσοφική του διάσταση.



Ας χρησιμοποιήσω, για να γίνω πιο κατανοητή, δυο – τρία παραδείγματα, τελείως ενδεικτικά. Αν κάποιος θελήσει ωστόσο να μπει σ’ αυτό το συναρπαστικό «παιχνίδι», θα βρεθεί πολύ συχνά ενώπιον ανάλογων αποκαλυπτικών εκπλήξεων.
Ας δούμε για παράδειγμα τη λέξη «όμορφο».
Το φθογγικό σύμπλεγμα /omorfo/ είναι άραγε τελείως αυθαίρετα συνδεδεμένο με το σημαινόμενό του (έννοια της ομορφιάς), όπως συμβαίνει με την αντίστοιχη λέξη beau της γαλλικής, beauty της αγγλικής κ.λ.π., υπακούει δηλαδή μόνο σε μια σύμβαση που συνάπτει με τρόπο εξωτερικό τους συγκεκριμένους φθόγγους με την συγκεκριμένη σημασία, ή μήπως υπάρχουν εντός του φωνήματος κάποια στοιχεία που το συνδέουν με την σημασία που εκφράζει;
Όπως όλοι γνωρίζουμε το όμορφο είναι παραφθορά της λέξης εύμορφο, η οποία συντίθεται από το μόριο ευ + το ουσιαστικό μορφή. Η ίδια η λέξη-γλωσσικό σημείο επομένως εμπεριέχει την οντολογική διάσταση της έννοιας (ομορφιά) που σημαίνει. Μας επεξηγεί δηλαδή ότι όμορφο για την ελληνική σκέψη, είναι αυτό που έχει καλή μορφή. Και αν τα πράγματα σταματούσαν εδώ, θα είχαμε μεν μια κατ’ αρχήν προσέγγιση της οντολογικής υπόστασης της ομορφιάς, πράγμα ούτως ή άλλως σημαντικό, αλλά θα παρέμενε ως νοηματικό κενό ο ορισμός του «καλή»: ποια είναι η «καλή» μορφή; Μα η λέξη εισχωρεί ακόμη πιο πολύ στο φιλοσοφικό βάθος της «ευμορφίας». Το «ευ» προέρχεται από το ρ. ειμί. Άρα όμορφο είναι αυτό που έχει την μορφή που «είναι». Δηλαδή αυτό που πραγματώνει, που παίρνει την μορφή της ουσίας του, της αλήθειας του. Εκείνο επομένως που κατορθώνει να εξωτερικεύσει, να εκφράσει με την ίδια του την μορφή, αυτό που πραγματικά είναι. Τουτέστιν το αυθεντικό, το γνήσιο, το όχι επιτηδευμένο. Να τι είναι όμορφο! Πρόκειται για μια λέξη-ορισμό που εμπεριέχει και συνθέτει το οντολογικό, γνωσιολογικό και ηθικό ταυτόχρονα υπόβαθρο της κύριας έννοιας της αισθητικής.: Όμορφο είναι, γνωρίζω πως είναι, πρέπει να είναι, εκείνο που ενσωματώνει στην μορφή του, και αποκαλύπτει με αυτήν, τον εαυτό του αυτ-ούσιο (ας θυμηθούμε εν παρόδω, ότι και η ουσία από το ρ. ειμί προέρχεται). Αν σκεφτούμε το πόσο μελάνι έχει χυθεί από τα μεγάλα μυαλά της παγκόσμιας σκέψης για τον ορισμό τής τόσο δυσπρόσιτης φιλοσοφικά έννοιας της ομορφιάς, χωρίς συχνά επιτυχία, θα συνειδητοποιήσουμε την τεράστια αξία τής παραπάνω, σε μια και μόνο λέξη συμπυκνωμένης σκέψης.
Αν μάλιστα σ’ αυτήν συναρτήσουμε και την αριστοτελική «εντελέχεια» (>εν + τέλος = σκοπός + έχειν), ως συνέχεια της πρωτογενούς αυτής σημασιοδότησης, το οδοιπορικό μας στην ελληνική ονοματοθεσία αποκτά ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον και φιλοσοφικό εύρος.
Επεκτείνοντας το εννοιολογικό δίχτυ που υποβαστάζει την ελληνική γλώσσα σε όλη της την έκταση, θα μπορούσαμε να εντοπίσουμε την πολύ στενή σχέση μεταξύ κάλλους και καλού, διαπιστώνοντας, σ’ ένα όλο και διευρυνόμενο έδαφος, την άρρηκτη σχέση μεταξύ αισθητικής και ηθικής, που διατρέχει το ελληνικό πνεύμα, ή ενδιαφέροντα πλέγματα λέξεων που υποδηλώνουν ανάλογες εσωτερικές συναρτήσεις και νοηματικές συνεπαγωγές, όπως π.χ. αρετή, άριστος, αρμός, άρμα, αριθμός, αρμονία, κ.λ.π. που έλκουν όλες την προέλευσή τους άμεσα ή έμμεσα από το ρήμα «αραρίσκω» ( = συνάπτω, ενώνω, αρμόζω).


(συνεχίζεται...)

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (μέρος 2)


Αν και το σημείωμα αυτό δεν προβάλλει αξιώσεις επιστημονικής προσέγγισης, είναι απαραίτητο να λεχθούν εισαγωγικά και εν συντομία κάποια βασικά ιστορικά στοιχεία που προκύπτουν από την Ιστορικοσυγκριτική Γλωσσολογία και προϋποτίθενται για να κατανοηθούν καλύτερα όσα θα ακολουθήσουν (εννοείται ότι παραθέτω τις θεμελιωμένες σε αποδείξεις θεωρίες ή τις κρατούσες απόψεις, και όχι τις τυχόν νέες και υπό συζήτηση ακόμη θέσεις).

Ως γνωστόν η ελληνική γλώσσα ανήκει στην μεγάλη οικογένεια των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών. Από αυτή την οικογένεια κατάγονται επίσης η λατινική και η γερμανική. Περιορίζομαι μόνο σ’ αυτές τις πρωτογενείς γλώσσες, από τις οποίες προήλθαν οι περισσότερες και σημαντικότερες γλώσσες της κυρίως Ευρώπης, γιατί ούτε ο χώρος επιτρέπει, ούτε ο σκοπός αυτού του κειμένου απαιτεί την αναλυτική παρουσίαση όλων την ευρωπαϊκών γλωσσών.

Από τις τρεις αυτές μεγάλες μητέρες των σημερινών ευρωπαϊκών γλωσσών, η Ελληνική έχει αποδεδειγμένη ηλικία 4000 ετών, δεδομένου ότι τα πιο παλιά ευρήματα χρονολογούνται από το 2000 π.Χ.

Τα αντίστοιχα ιστορικά στοιχεία μάς πηγαίνουν για την Λατινική στον 3ο π.Χ. αι. Από την Λατινική προήλθαν οι λεγόμενες «ρομανικές» γλώσσες, δηλαδή η σύγχρονη ιταλική, η γαλλική, η ισπανική, η πορτογαλική και άλλες.
Οι λατινογενείς γλώσσες εμφανίστηκαν περί τον 7ο-8ο μ.Χ. αι., παίρνοντας τη θέση της λατινικής, η οποία εξαφανίζεται, ή, αν θέλετε, επιζεί ως κυτταρική μόνο μνήμη μέσα στις θυγατέρες της, όχι όμως μετεξελισσόμενη η ίδια σε ό,τι είναι σήμερα η ιταλική ή η γαλλική για παράδειγμα γλώσσα.

Η Γερμανική εμφανίζεται με τρεις επιμέρους μορφές: την γοτθική που έζησε από τον 6ο έως τον 16ο μ.Χ. αι., την βόρεια γερμανική που είναι οι σκανδιναβικές γλώσσες, με παλιότερα μνημεία κατά τον 9ο μ.Χ. αι., και την δυτική γερμανική, της οποίας οι σημαντικότερες «κόρες» που επιζούν μέχρι τις μέρες μας, είναι η Ολλανδική, η (κυρίως) γερμανική, που πρωτομιλιέται τον 7ο μ.Χ. αι., και η αγγλική, η οποία εμφανίζεται τον 4ο μ.Χ. αι.
Η αγγλική, αν και όχι κατ’ αρχήν λατινογενής, δέχτηκε πολύ ισχυρές επιρροές από την γαλλική, μέσω των Νορμανδών, λαού σκανδιναβικής καταγωγής, αλλά γλωσσικά εκγαλλισμένου, με αποτέλεσμα το μισό περίπου λεξιλόγιό της να προέρχεται από την γαλλική, και μ’ αυτόν τον τρόπο να συγγενεύει τελικά μαζί της σε πολύ μεγάλο βαθμό.

Σ’ αυτά ακριβώς τα ιστορικά στοιχεία βρίσκεται πιστεύω η ρίζα και η εξήγηση της διαφοροποίησης της ελληνικής γλώσσας από τις άλλες σύγχρονες ευρωπαϊκές γλώσσες που παρήγαγαν αξιόλογο πολιτισμό.
Στο ότι δηλαδή αφ’ ενός μεν είναι πρωτογενής γλώσσα, και μάλιστα η πιο «υπερήλικη» από τις άλλες δύο ομόλογές της, αφ’ ετέρου δε στο ότι η ιστορική συγκυρία τής επέτρεψε να έχει μια διαδρομή στον χρόνο, που δεν διακόπηκε από βίαιους ή ειρηνικούς θανάτους, διασπάσεις, αλλοιώσεις κ.λ.π., όπως έγινε με τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Μια πορεία αυτόνομη, διαρκή και σχετικά ομαλή, με συνεχείς φυσικά μετατροπές και προσαρμογές στις ανάγκες των καιρών, διατηρώντας ωστόσο τον κύριο κορμό της αναλλοίωτο και εξελισσόμενη αφ’ εαυτής, από το 2000 π.Χ. ως τις μέρες μας, κουβαλώντας μαζί της, καταγεγραμμένη στο σώμα της, όλη αυτή την μακραίωνη πορεία και ζωή της.
«Η έννοια της συνέχειας στην ελληνική γλώσσα δεν αποτελεί ευσεβή πόθο ή κούφιο ηχηρό σύνθημα, αλλά ζωντανή πραγματικότητα…» λέει ο Γ. Μπαμπινιώτης.
Αξίζει επίσης να αναφέρουμε τι γράφει σχετικά ο Γερμανός ιστορικοσυγκριτικός γλωσσολόγος H. Steinthal: «Η νέα ελληνική γλώσσα είναι από τα πιο θαυμαστά πράγματα στην ιστορία των γλωσσών. Όχι μόνο προς τις ρομανικές γλώσσες, που προήλθαν από την Λατινική, δεν επιτρέπεται να την συγκρίνουμε, αλλά ούτε προς την νέα Γερμανική, διότι η σχέση της προς την αρχαία Ελληνική διαφέρει από την σχέση της νέας Γερμανικής προς την παλιότερη… Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί πως η νέα Ελληνική συνδέεται με την αρχαία πολύ στενότερα απ’ όσο η σύγχρονη Γερμανική προς την Γερμανική του Καρόλου του μεγάλου…»

(τα αποσπάσματα είναι από την «Συνοπτική Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας» του Γ. Μπαμπινιώτη)
(συνεχίζεται...)

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Την γλώσσα μού έδωσαν ελληνική (μέρος 1)

Ενώ αναρωτιόμουν για το κατά πόσον προσφέρεται ένας χώρος όπως είναι το μπλογκ, για να αναρτήσω κάποιες σκέψεις για την «γλώσσα-πατρίδα», στην οποία είχε αναφερθεί και ο Θερσίτης πριν λίγο καιρό, και τις οποίες είχα υποσχεθεί σε συζήτηση που άνοιξε με αφορμή προηγούμενή μου ανάρτηση, διάβασα το ποστ της Χίμαιρας (aurora borealis) για τα greeklish, και ενθουσιάστηκα. Η αντίδραση μιας κοπέλας 16 ετών σε αυτή την βάναυση εκφορά του γραπτού μας λόγου είναι εντυπωσιακή, γιατί δεν στηρίζεται στην αναλυτική επιστημονική γνώση ή στον αποδεικτικό στοχασμό, αλλά πηγάζει από ένα υγιές «πολιτισμικό ένστικτο» -αν μου επιτρέπεται ο όρος- που καθώς φαίνεται δεν έχουν χάσει οι νέοι άνθρωποι, κι ας βομβαρδίζονται καθημερινά από τα υποπροϊόντα της σύγχρονης μαζικής «κουλτούρας» και από την γενικευμένη αισθητική και ηθική χυδαιότητα.
Η αντίδραση αυτή της Χίμαιρας, την οποία πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να πω ότι επικροτώ, και φυσικά υιοθετώ ως προς το περιεχόμενο και για το δικό μου μπλογκ, με βοήθησε να ξεπεράσω τις επιφυλάξεις μου για το αναπόφευκτα μακροσκελές του κειμένου που θα ακολουθήσει, και να σταθώ στο πλευρό εκείνων, και ιδιαίτερα των νέων, που ανησυχούν και σκέφτονται, ενισχύοντας τον σχετικό προβληματισμό με κάποια επιπλέον επιχειρήματα πάνω στο θέμα της γλώσσας.

Σε προηγούμενη ανάρτηση ( με τίτλο «η ποιητική πολυσημία των λέξεων της ελληνικής» ) είχα αναφερθεί τελείως επιγραμματικά –δίνοντας κατά βάση τον λόγο στον μεγάλο έλληνα στοχαστή Κ. Καστοριάδη και σε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κατά την γνώμη μου κείμενό του, στο οποίο και πάλι παραπέμπω-, στην πολυσημία των λέξεων της γλώσσας μας. Με αυτήν την «σπονδυλωτή» –λόγω της ιδιαιτερότητας του χώρου- ανάρτηση, θα επιχειρήσω μια περισσότερο διεξοδική, αν και όχι εξαντλητική, γιατί το ζήτημα είναι τεράστιο, προσέγγιση της ιδιαιτερότητας που χαρακτηρίζει τη σημασιοδότηση της ελληνικής γλώσσας.

Επειδή όμως συνήθως όταν οι Έλληνες μιλούν για τον ελληνικό πολιτισμό σε σχέση με άλλους πολιτισμούς, εμφορούνται από αισθήματα είτε αλαζονικά είτε συμπλεγματικά, σε κάθε περίπτωση δηλαδή αισθήματα ακραία και άδικα, θέλοντας να μιλήσω για την ελληνική γλώσσα, πρέπει κατ’ αρχήν να δηλώσω, ότι ο τρόπος που στέκομαι απέναντι στο ελληνικό γλωσσικό φαινόμενο, είναι αυτός του θαυμασμού και σεβασμού απέναντι σε ο,τιδήποτε σημαντικό έχει δημιουργήσει το ανθρώπινο πνεύμα, όποιας καταγωγής και προέλευσης. Θεωρώ τον οποιονδήποτε εθνικισμό απλώς φτώχια ψυχής και σκέψης. Δεν ντρέπομαι ωστόσο να πω ότι στην εκτίμηση και απόλαυση της ελληνικής πνευματικής παραγωγής, προστίθενται η φυσική αγάπη για ό,τι τρέχει μέσα στις ίδιες μου τις φλέβες –και ο πολιτισμός μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το ξέρουμε είτε όχι, τρέχει στις φλέβες μας-, καθώς και το αίσθημα ευθύνης για την διαφύλαξη και περαιτέρω καλλιέργεια των θησαυρών που μας έχουν παραδοθεί.
Έναν τέτοιο θησαυρό θεωρώ την γλώσσα μας, που βέβαια, όπως καλά γνωρίζουμε, πολλοί μεγάλοι δημιουργοί και διανοητές, έλληνες και ξένοι, έχουν τιμήσει. Αν υπάρχει ένας ιδιαίτερος λόγος για τον οποίο αισθάνομαι ότι πρέπει στις μέρες μας να ξανασκεφτούμε και να επανεκτιμήσουμε την αξία της ελληνικής γλώσσας είναι το ότι σήμερα το γλωσσικό μας σύμπαν κλυδωνίζεται περισσότερο απ’ ό,τι σε άλλες εποχές, γιατί πλήττεται ισχυρά από νέους παράγοντες και ύπουλους εχθρούς. Δεν μου αρέσει η κινδυνολογία, αλλά δεν μπορώ να μην επισημάνω την ραγδαία επέκταση και επικυριαρχία της αγγλικής γλώσσας σε όλες ανεξαίρετα τις εθνικές γλώσσες του δυτικού τουλάχιστον κόσμου, μέσω κυρίως του Δούρειου Ίππου της τεχνολογίας. Πιστεύω ότι η ελληνική γλώσσα αποτελούσε επί χιλιετίες τα τείχη του ελληνικού πολιτισμού και σήμερα κινδυνεύει να αλωθεί εκ των έσω. Δεδομένης μάλιστα της παγκοσμιοποίησης όχι μόνο των οικονομικών συναλλαγών, αλλά και των κοινωνικών, ιδεολογικών, πνευματικών κ.λ.π. ανταλλαγών, η δυνατότητα ανεξέλεγκτης εισροής ιδεών, συμπεριφορών και εν γένει πολιτισμικών στοιχείων από κάθε σημείο του πλανήτη είναι προφανής.
Τα παραπάνω δεν σημαίνουν ότι αντιτίθεμαι είτε στην τεχνολογία που διανοίγει τεράστιους ορίζοντες στην επικοινωνία και στην γνώση, είτε στην οικουμενικότητα της ανθρώπινης εμπειρίας, σκέψης και δημιουργίας, που μπορεί να οδηγήσει σε πολύ ενδιαφέρουσες γονιμοποιήσεις. Κάθε άλλο. Λέω μόνο ότι ειδικά στις παρούσες και μέλλουσες νέες συνθήκες θα πρέπει να είμαστε, όχι μόνο οι Έλληνες, αλλά όλοι οι λαοί και οι πολιτισμοί, σε εγρήγορση και επαγρύπνηση για να μη χαθούν μέσα στην θύελλα των εξελίξεων πολύτιμα πολιτισμικά αγαθά, που η μέχρι τώρα πιο αργή και πιο ελεγχόμενη διαδρομή της ανθρωπότητας διέσωσε, ένα από τα οποία θεωρώ και την ελληνική γλώσσα.

(συνεχίζεται...)

Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008

Κάθε ημέρα ποιητική καρδιάς

Ομολογώ πως δεν συμπαθώ και πολύ τις ημέρες-αφιερωμένες-στην μητέρα, την γυναίκα, την ποίηση κ.λ.π., γιατί μου φαίνονται σαν μέρες-άλλοθι στις ενοχές μας. Γιορτάζουμε νομίζω ό,τι δεν τιμούμε όπως του πρέπει κάθε μέρα. Επειδή λοιπόν πιστεύω ότι η ποίηση δεν είναι μια άνυδρη πνευματική ασχολία ή μια γλυκερή ασώματη μοναχικότητα, αλλά τρόπος ζωής και αισθήματος, χτύπος που ενώνει μυστικές στιγμές, βάζω σήμερα, συνειδητά «εκπρόθεσμα», ένα ποίημα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, από τα «Σονέτα του σκοτεινού έρωτα», μελοποιημένο από έναν πολύ αξιόλογο, αν και όχι αρκετά γνωστό, μουσικό, τον Δημήτρη Μαραμή, για να τιμήσω την ποίηση, σαν αυτό που θα ήθελα να είναι:
Ένα κόκκινο του αίματος που ακατάπαυστα χτυπάει, που κοινωνείται κι ανταλλάσσεται σαν χειραψία καρδιάς. Ένας ολόφωτος μαγικός κύκλος που πάντα ανατέλλει. Μια μουσική αθωότητα εξευγενισμένη από τον χρόνο. Ένα άσμα εαρινών θαυμάτων. Ένα αδρό μέτωπο με τέσσερα όχι στις γωνίες να κόβουν το άδικο. Μια υπόσχεση κι ανάμνηση χρωμάτων. Μια λυγερή πευκοβελόνα. Ένα ατόφιο κομμάτι του μέσα ουρανού.

Κι ακόμα μια σταγόνα διάφανο νερό:

Ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του
(την έκλεψε ο βασιλιάς των γρύλλων)
σε μια σταγόνα διάφανο νερό
ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του.

Δεν θέλω τη φωνή για να μιλήσω.
Να φτιάξω μόνο ένα δαχτυλίδι
να το φορέσει η σιωπή
στο δάχτυλό της.

Σε μια σταγόνα διάφανο νερό
ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του.

(μα η φωνή αιχμάλωτη μακριά
έχει φορέσει γρύλλου φορεσιά)


ένα παιδί γυρεύει ...

Το c.d. θα το βρείτε σε μια καλαίσθητη έκδοση της Μικρής Άρκτου, στο βιβλίο-c.d., με τίτλο "Σονέτα του σκοτεινού έρωτα" του Φ. Γκ. Λόρκα

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Το μαγικό παιχνίδι με τις μάσκες


Ξεκίνησε λίγο από περιέργεια, λίγο κατά τύχη, λίγο σαν παιχνίδι…
Σαν ένα παιχνίδι που θα μπορούσες να το ονομάσεις: ψέματα κι αλήθειες.
Εδώ κανείς δεν σε ελέγχει, από κανέναν δεν εξαρτάσαι. Άρα μπορείς να πεις ό,τι θέλεις. Να φορέσεις μια μάσκα, να υποδυθείς έναν ρόλο, να περάσεις ανάλαφρα και ατιμώρητα από το ψέμα στην αλήθεια, και αντίθετα, να κινήσεις πίσω από το γυαλί όποια νήματα θέλεις για να στήσεις όποιο παραμύθι θέλεις.
Έπειτα όμως διαπιστώνεις ότι καθόλου δεν κάνεις αυτό.
Καταλαβαίνεις ότι δεν σου λέει τίποτα ν’ αρχίσεις να λες ψέματα, να πονοκεφαλιάζεις για να κοροϊδέψεις… Ποιον; Και γιατί; Για την χαρά του παιχνιδιού θα πει κανείς. Όμως τελικά στον άλλον κόσμο, τον «κανονικό» μας δίνεται η ευκαιρία να πούμε όσα ψέματα θέλουμε, να παίξουμε όσους ρόλους θέλουμε, και μάλιστα να έχουμε και όφελος απ’ αυτό το… «παιχνίδι». Τι κι αν δεν το κάνεις εσύ; Το κάνουν όλοι οι άλλοι. Στην "αληθινή" ζωή, ελάχιστες είναι οι αλήθειες. Συνειδητοποιείς λοιπόν ότι αυτό που έχεις πιο πολύ ανάγκη είναι να μοιραστείς τα πιο αληθινά, τα πιο δικά σου πράγματα. Κι αυτό κάνεις. Αυθόρμητα, χωρίς να το αποφασίσεις. Γιατί το χρειάζεσαι.

Έτσι χωρίς να το καταλάβεις, αυτό το μαγικό παιχνίδι του «ψέματα κι αλήθειες», σε παρασύρει στους δικούς του κανόνες. Πιάνεις τον εαυτό σου να ακουμπάει τρυφερά και με πολλή φροντίδα σε μια θάλασσα βλεμμάτων, όσα κουβαλάς μέσα σου και δεν χωράνε πουθενά. Τις πιο «καλές» σου αλήθειες.

Γιατί, κακά τα ψέματα, στην… «επίγεια» ζωή μας ο ζωτικός μας χώρος όλο και στενεύει, το όνειρο κοντανασαίνει, η ευαισθησία μαραίνεται. Και μαζί τους μαραίνεται και η ψυχή μας. Κι εκεί που αισθάνεσαι όλο και περισσότερο αποκλεισμένος από την περιρρέουσα μιζέρια και ασφυκτιάς, ανακαλύπτεις αίφνης ότι μπορείς να εκπέμψεις όλ’ αυτά που στενο-χωρούνται μέσα σου και που –τι ειρωνεία!- τυχαίνει να είναι και τα πιο όμορφα κομμάτια σου -κι ας δείχνουν όλοι και όλα γύρω σου να τα κοιτούν καχύποπτα-, σ’ έναν αχανή χώρο, όπου μπορούν να κατοικήσουν και να αναπνεύσουν ελεύθερα!

Έναν χώρο φιλόξενο και –ω του θαύματος!- ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο! Έναν αχανή χώρο που όμως σφύζει από αντίστοιχες ανησυχίες, από ανάσες ζεστές. Κι εδώ, όπως παντού, επιλέγεις και επιλέγεσαι, όπως είναι φυσικό, από τους «συγγενείς». Συντονίζεσαι με το μήκος κύματος που σου ταιριάζει. Η επιλογή όμως έχει ένα και μοναδικό κριτήριο: το με ποιους αισθάνεσαι ότι μοιράζεσαι τις ίδιες, ή περίπου τις ίδιες, ευαισθησίες, αγωνίες, ελπίδες. Την ίδια, ή περίπου την ίδια ματιά στα πράγματα. Δηλαδή με ποιους νιώθεις ο εαυτός σου, χωρίς περικοπές και εκπτώσεις.
Κι έτσι, με τούτα και με τ’ άλλα, το μαγικό αυτό παιχνίδι, όχι μόνο γίνεται κομμάτι της καθημερινότητάς σου και τόπος και τρόπος συνάντησης με ανθρώπους που εμπιστεύεσαι –αν και αγνώστους!-, γίνεται απρόσμενη ελευθερία, τόσο προς τα έξω, όσο και προς τα έσω.
Γιατί ανακαλύπτεις ότι ίσως τελικά η πραγματική σου αλήθεια είναι ο προσωπικός σου μύθος.
Αυτός που κατοικεί στο κάτω-κάτω μέρος του εαυτού σου, ακόμη κι αν πρόκειται για ψευδαίσθηση που έγινε πίστη, ή όνειρο που έγινε όραμα. Κι όμως είναι αυτός που σε κυριαρχεί, και τρέφει ό,τι μένει όρθιο. Και το κυριότερο σ’ όλ’ αυτά, αυτός ο μύθος-αλήθεια, παύει να νιώθει αφόρητα μονάχος. Κοινωνείται και ανθεί μέσα από την αποδοχή εκείνων των τυχαίων –πλην εκλεκτών- προσώπων που αναδύθηκαν μέσα από τον αχανή αυτόν χώρο, ζωντανά, άρτια και περισσότερο ίσως παρόντα από πολλά άλλα, που περιφέρουν τις σκιές τους γύρω σου, στην «κανονική» ζωή.

Είναι γι’ αυτό που αποφάσισα, μέρες που είναι, μέρες που συνηθίζουμε να βάζουμε μάσκες για να υποδυθούμε έναν απωθημένο εαυτό, να κάνω το αντίθετο. Να βγάλω την διαδικτυακή μου μάσκα. Γιατί στον χώρο αυτόν κάνουμε πιστεύω το αντίθετο απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού. Βγάζουμε τις μάσκες και εκθέτουμε τον αγαπημένο, τον «καλό» μας εαυτό. Σ’ αυτό λοιπόν εδώ το στέκι, που καταθέτω και μοιράζομαι μαζί σας τις «καλές» μου αλήθειες, που αποκαλύπτω τον πιο δικό μου εαυτό, θα ήθελα να σας κοιτώ και να σας απευθύνω τον λόγο με ό,τι πιο δικό μου: το όνομά μου.

Καλοί μου φίλοι, καλή σας ημέρα.
Αγγέλα Αποστολοπούλου

Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2008

"Ποιος θα πάρει τη μισή μου ξενιτιά;" Άρης Αλεξάνδρου


Γιατί όλο και περισσότερο έχω την αίσθηση ότι είναι πιο εύκολο να βρεις κάποιον να πάρει τη μισή σου ξενιτιά, παρά ολόκληρη την πατρίδα σου;
Οι άνθρωποι συναντιούνται πιο εύκολα στην ένδεια και το έλλειμμά τους, παρά στον πλούτο και την πληρότητά τους τελικά;
Και γιατί εγώ πάντα πίστευα -ψέματα, όχι πάντα, από κάποια στιγμή και μετά- ότι οι καλύτερες σχέσεις δεν είναι αυτές που συναντιούνται δυό μισά, αλλά αυτές που εναρμονίζονται δυο ολόκληρα; (Και μιλάω για όλα τα είδη των ανθρώπινων σχέσεων.)
Κάνω λάθος;
(Παίρνοντας αφορμή μόνο από τον στίχο, και όχι ερμηνεύοντάς τον -λέει πολύ περισσότερα-, αναρωτιέμαι.)

"Το φιλί" του Klimt, ο πίνακας.

Κυριακή 6 Ιανουαρίου 2008

Λίγα λόγια αφιερωμένα σε μια ταλαντούχο νέα ποιήτρια

Ένα νεαρό κορίτσι γράφει. Ο λόγος της χείμαρρος. Λέξεις πολύτιμες εκβάλλουν στο χαρτί, λέξεις πετράδια. Η γραφή της ατίθαση. Ικανή για όλα. Σπάει νόρμες, αναποδογυρίζει αλληλουχίες. Εκλεπτύνεται ως το ακρότατο σημείο και χάνεται ξαφνικά για να ξαναεμφανιστεί εκεί που δεν το περιμένεις. Γλώσσα που λύνεται και δένεται κατά πώς θέλει. Ανατρέποντας τον εαυτό της και ανασυστήνοντάς τον πάλι κατά πώς θέλει.
Θέλει;… Στέκομαι. Θέλει αλήθεια κάτι αυτός ο λόγος; Διαβάζω πάλι. Για να καταλάβω. Ν’ ανακαλύψω. Διαβάζω. Βλέπω πάλι αυτά που έβλεπα πριν. Παρατηρώ τις αρετές της γραφής. Αλλά… Αλλά φευ, δεν συγκινούμαι. «Η Ποίηση είναι εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος», έλεγε ο W. Benjamin, και είναι αυτός ένας από τους καλύτερους ορισμούς της ποίησης απ’ όσους έχω συναντήσει. Η «αισθητική απόλαυση» τι άλλο είναι αν όχι συγκίνηση; Το ωραίο στην Τέχνη δεν έχει καμμιά σχέση με το ωραίο στην φύση. Η παρατήρηση του Χέγγελ ότι το ωραίο στην Τέχνη είναι ανώτερο από το ωραίο΄στην φύση, αν και τιμά την πρώτη, είναι λάθος. Γιατί η διάφορα δεν είναι διαφορά κλίμακας, αλλά ταυτότητας. Το ωραίο στην φύση υπηρετεί την ανάγκη, ενώ το ωραίο στην Τέχνη την υπερβαίνει. Τα λουλούδια είναι όμορφα γιατί πρέπει να προσελκύουν –με το χρώμα και το άρωμά τους- τα έντομα προκειμένου να τελεσθεί ο κύκλος της αναπαραγωγής. Το αγκάθι είναι άσχημο για μας τους ανθρώπους, γιατί δεν μας προσφέρεται προς βρώσιν, ενώ εκείνο απλώς αμύνεται στις επιθέσεις. Το ωραίο στην Τέχνη όμως δεν είναι χρηστικό.
Ωραίο στην Τέχνη είναι εκείνο που συγ-κινεί. Αυτό που κινητοποιεί το σύνολο του ψυχισμού. Αυτό το αμάλγαμα βούλησης, επιθυμίας, φαντασίας, γνώσης, που συνωθείται μέσα μας όχι πάντα ειρηνικά και αρμονικά -μάλλον το αντίθετο- και που ωστόσο αποτελεί την βαθύτερη ουσία μας, εκβάλλοντας στο παρελθόν και στο μέλλον, ατομικό και συλλογικό, ασύντακτα, αδιάκριτα, ανυπάκουα σε κάθε νόμο, εσωτερικό ή εξωτερικό. Σ’ αυτήν την άμορφη και σε διαρκή κίνηση μάζα του εσώτερου εγώ μας, βρίσκει τρόπο να εισέλθει το μαγικό χέρι της Τέχνης και να την ταράξει, παρωθώντας μας στην αυτοϋπέρβασή μας. Στήνοντας μια γέφυρα για το αλλού. Τον πέραν της ανάγκης τόπο. Γιατί στις ευτυχείς της στιγμές πάει πολύ βαθιά το μαχαίρι της Τέχνης. Τέμνει την ίδια την αιωνιότητα, φτάνοντας στον απώτερο τόπο της ενότητάς της. Κι εκεί συναντά απ’ τον αντίθετο δρόμο, από τα μύχιά του, τον άνθρωπο. Αυτή την μοναδικότητα, που συντίθεται από χρόνο και χώρο στην αδιαίρετη μορφή τους σαν μια πύκνωση. Με όλα τα σπέρματα της ύπαρξης μέσα της. Και είναι αυτά που αγγίζει, αναμοχλεύει και ζωντανεύει η Τέχνη, ανασύροντάς στην επιφάνεια το αόρατο, και όμως υπαρκτό, δείχνοντάς μας έτσι το ίδιο το άπειρο. Την απειρία των μορφών και των δυνατοτήτων του Είναι.
Γιατί τα λέω όλ’ αυτά; Για να επανέλθω στην νεαρή ποιήτρια που μου έδωσε το έναυσμα αυτής της διαδρομής. Για να βρω απάντηση στο γιατί η σημαντική και ενδιαφέρουσα γραφή της δεν κατορθώνει να φτάσει στην συγκίνησή μου. Για να ανακαλύψω και αποκαλύψω ότι ο λόγος είναι πως δεν επιτυγχάνει ν’ αγγίξει τον πυρήνα της ύπαρξής μου. Να φτάσει σ’ εκείνο το σημείο, όπου κάθε ανθρώπινο πλάσμα συναντάει το άλλο και τον εαυτό του εξ αρχής, και μαζί, και δια μέσου αυτής της συνάντησης, τον Κόσμο ολόκληρο. Όταν η Ποίηση δεν κατορθώνει να φτάσει σ’ αυτό το απώτατο σημείο αναπαρθένευσης της ύπαρξης, δεν μπορεί να παράξει «αισθητική συγκίνηση». Κι ας έχει όλα τα κλειδιά. Για να το επιτύχει πρέπει να θέλει να ξεκλειδώσει. Να θέλει να φτάσει ως το κέντρο του άπειρου κόσμου. Στην πρωτογενή Αλήθεια της Ύπαρξης, όπου συμπήγνυνται όλα τα πλάσματα, παρόντα, παρελθόντα και μέλλοντα, και όλες οι μορφές τους. Και βέβαια δεν υπάρχει ένας δρόμος, ένα ποίημα, ένα έργο για να φτάσεις ως εκεί. Γιατί αυτό το κέντρο δεν είναι ένα -πώς θα μπορούσε το άπειρο να έχει ένα κέντρο;- Κάθε αληθινό έργο τέχνης είναι ένας ακόμη δρόμος, ένας ακόμη τρόπος. Ένας καινούριος δρόμος, ένας καινούριος τρόπος.
Όταν όμως ο λόγος είναι μόνο εκφορά λέξεων, όσο όμορφες ή σημασιολογικά φορτισμένες να είναι αυτές οι λέξεις, δεν είναι παρά ένα ανούσιο παιχνίδι λέξεων. Ακόμα κι αν ο ήχος τους ικανοποιεί ηχητικούς κανόνες και γίνεται ευχάριστος στην ακοή μας (ρυθμός, παρηχήσεις, συνηχήσεις κ.λ.π.), δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εύηχο παιχνίδι λέξεων. Ή ακόμα όταν ο λυρισμός χύνει ένα άρωμα πάνω στον λόγο δεν είναι και πάλι παρά ένα ευώδες παιχνίδι λέξεων. Παραμένει ένας βερμπαλισμός, που όσο κι αν αισθάνεσαι πως κάτω από τις λέξεις αναδεύει η ευαισθησία ενός ψυχισμού, προδίδει ότι το υποκείμενο δεν αποφασίζει να βουτήξει στο ίδιο του το βάθος. Έτσι το ποίημα παραμένει στην επιφάνεια των λέξεων και των σημασιών τους, ανίκανο να ταράξει και να συνεγείρει το υπαρκτικό γεγονός που λέγεται άνθρωπος με όλο το φορτίο της τραγικότητάς του. Και είναι τραγικό πλάσμα ο άνθρωπος. Χρειάζεται να το ξέρουμε αυτό. Δούλος συνάμα της θνητότητάς του, όπως όλα τα έμβια όντα αυτού του κόσμου, αλλά και ταγμένος από την ίδια του τη φύση να αναζητεί ένα νόημα που θα τον οδηγήσει στην υπέρβασή της. Αν η Ποίηση δεν κατορθώνει να τον ελευθερώσει από την πεπερασμένη συνθήκη της ανάγκης και να του ανοίξει τον δρόμο προς τον πέραν αυτής τόπο, προς τη Γνώση, την συν-αίσθηση του Παντός, αίροντας μ’ αυτόν τον τρόπο την καταλυτική επίγνωση του αναπόφευκτου τέλους της ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης, δεν έχει κανέναν ρόλο να παίξει. Γιατί αυτή και μόνο αυτή είναι η αποστολή της, και η επιτυχής της έκβαση είναι το μόνο που την δικαιώνει.
Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται καθαρότητα. Χρειάζεται ο δημιουργός να απεκδυθεί όλων του των προσωπείων και να βουτήξει στο χάος που ανοίγεται μέσα του, κάτω απ’ όλες τις συμβάσεις και τους όρους. Να έχει το θάρρος να τα παίξει όλα για όλα. Και ν’ αντέξει. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα ν’ αντικρίσεις τον ίλιγγο της αβύσσου. Να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το Τίποτα απ’ όπου γεννιέται το κάθε Τι και να ανα-γνωρίσεις εκεί ένα κάτι. Να το δεις με νέα όραση και να το γεννήσεις από την πρώτη του ουσία. Είναι αυτό που λέει ο Ταρκόφσκι όταν δηλώνει ότι «ο Ποιητης δεν περιγράφει τον κόσμο, συμμετέχει στην δημιουργία του». Και είναι επίσης αυτό που εννοεί ο Μ.Hidegger, όταν λέει ότι «η Ποίηση εγκαθιδρύει την Α-λήθεια». Αίρει το στερητικό μόριο του λανθάνειν από το Είναι. Ανασύρει μορφές από την λανθάνουσα κατάσταση στην οποία βρίσκονται μέσα στην άβυσσο του Μηδενός. Κι αυτό απαιτεί γενναιότητα. Είναι άθλος η Ποίηση. Γιατί είναι αναμέτρηση με την ίδια την υπαρξιακή αγωνία τόσο του δημιουργού, όσό και του αναγνώστη. Είναι απόκρημνη. Γεμάτη χαράδρες που αν πέσεις μέσα τους δεν υπάρχει χώμα να πατήσεις. Μα αν κατορθώσεις να πιαστείς από το πέτο σου και βγεις, έχεις κερδίσει την αθανασία. Την μέσα σου αθανασία, όχι την έξω.
Η Ποίηση εν κατακλείδι δεν είναι λόγια στο χαρτί. Είναι πλάσματα φτιαγμένα από το πιο καθαρό, το πιο αγνό υλικό του ποιητή. Είναι αυτός ο αναγκαίος -αν και όχι ικανός, μια που απαιτούνται εν συνεχεία κι άλλα πολλά- όρος, για να ευτυχήσει να συγκινήσει τον αποδέκτη της. Γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει -αν και οι εκφραστικές του δυνατότητες το καταστήσουν εφικτό- να φτάσει, να αγγίξει και να αφυπνίσει το ίδιο καθαρό ορυκτό της δικής του ύπαρξης. Την δική του ατόφια, ανόθευτη από την κοινωνική επιταγή Αλήθεια. Την αλήθεια που είναι έξω και πέραν από την δυνάστη του βίου, αυτήν που τον κρατάει δεμένο χειροπόδαρα εφ’ όρου ζωής του, την Ανάγκη. Αν η Ποίηση δεν ελευθερώνει τον άνθρωπο από αυτά τα δεσμά, προκειμένου να τον αναβαπτίσει στην πρωτογενή Ουσία που συνέχει όλα τα όντα, δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Και είναι γι’ αυτό που ο ποιητικός λόγος δεν είναι, δεν μπορεί ποτέ να είναι, εύκολος. Χρειάζεται να μυράνεις με πολλή βάσανο τον βωμό του για να κάνει το θαύμα του. Να σε λυτρώσει από τον ίδιο τον εντός σου θάνατο.

Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

και μια σκέψη για τους "υπερλεξιστές"



Όταν ο λόγος διαρρηγνύει τα ιμάτιά του, γίνεται Ποίηση.
Όταν η λέξη διαρρηγνύει τα ιμάτιά της, γίνεται κουρέλι.