Ένα νεαρό κορίτσι γράφει. Ο λόγος της χείμαρρος. Λέξεις πολύτιμες εκβάλλουν στο χαρτί, λέξεις πετράδια. Η γραφή της ατίθαση. Ικανή για όλα. Σπάει νόρμες, αναποδογυρίζει αλληλουχίες. Εκλεπτύνεται ως το ακρότατο σημείο και χάνεται ξαφνικά για να ξαναεμφανιστεί εκεί που δεν το περιμένεις. Γλώσσα που λύνεται και δένεται κατά πώς θέλει. Ανατρέποντας τον εαυτό της και ανασυστήνοντάς τον πάλι κατά πώς θέλει.
Θέλει;… Στέκομαι. Θέλει αλήθεια κάτι αυτός ο λόγος; Διαβάζω πάλι. Για να καταλάβω. Ν’ ανακαλύψω. Διαβάζω. Βλέπω πάλι αυτά που έβλεπα πριν. Παρατηρώ τις αρετές της γραφής. Αλλά… Αλλά φευ, δεν συγκινούμαι. «Η Ποίηση είναι εργοστάσιο παραγωγής ρεύματος», έλεγε ο W. Benjamin, και είναι αυτός ένας από τους καλύτερους ορισμούς της ποίησης απ’ όσους έχω συναντήσει. Η «αισθητική απόλαυση» τι άλλο είναι αν όχι συγκίνηση; Το ωραίο στην Τέχνη δεν έχει καμμιά σχέση με το ωραίο στην φύση. Η παρατήρηση του Χέγγελ ότι το ωραίο στην Τέχνη είναι ανώτερο από το ωραίο΄στην φύση, αν και τιμά την πρώτη, είναι λάθος. Γιατί η διάφορα δεν είναι διαφορά κλίμακας, αλλά ταυτότητας. Το ωραίο στην φύση υπηρετεί την ανάγκη, ενώ το ωραίο στην Τέχνη την υπερβαίνει. Τα λουλούδια είναι όμορφα γιατί πρέπει να προσελκύουν –με το χρώμα και το άρωμά τους- τα έντομα προκειμένου να τελεσθεί ο κύκλος της αναπαραγωγής. Το αγκάθι είναι άσχημο για μας τους ανθρώπους, γιατί δεν μας προσφέρεται προς βρώσιν, ενώ εκείνο απλώς αμύνεται στις επιθέσεις. Το ωραίο στην Τέχνη όμως δεν είναι χρηστικό.
Ωραίο στην Τέχνη είναι εκείνο που συγ-κινεί. Αυτό που κινητοποιεί το σύνολο του ψυχισμού. Αυτό το αμάλγαμα βούλησης, επιθυμίας, φαντασίας, γνώσης, που συνωθείται μέσα μας όχι πάντα ειρηνικά και αρμονικά -μάλλον το αντίθετο- και που ωστόσο αποτελεί την βαθύτερη ουσία μας, εκβάλλοντας στο παρελθόν και στο μέλλον, ατομικό και συλλογικό, ασύντακτα, αδιάκριτα, ανυπάκουα σε κάθε νόμο, εσωτερικό ή εξωτερικό. Σ’ αυτήν την άμορφη και σε διαρκή κίνηση μάζα του εσώτερου εγώ μας, βρίσκει τρόπο να εισέλθει το μαγικό χέρι της Τέχνης και να την ταράξει, παρωθώντας μας στην αυτοϋπέρβασή μας. Στήνοντας μια γέφυρα για το αλλού. Τον πέραν της ανάγκης τόπο. Γιατί στις ευτυχείς της στιγμές πάει πολύ βαθιά το μαχαίρι της Τέχνης. Τέμνει την ίδια την αιωνιότητα, φτάνοντας στον απώτερο τόπο της ενότητάς της. Κι εκεί συναντά απ’ τον αντίθετο δρόμο, από τα μύχιά του, τον άνθρωπο. Αυτή την μοναδικότητα, που συντίθεται από χρόνο και χώρο στην αδιαίρετη μορφή τους σαν μια πύκνωση. Με όλα τα σπέρματα της ύπαρξης μέσα της. Και είναι αυτά που αγγίζει, αναμοχλεύει και ζωντανεύει η Τέχνη, ανασύροντάς στην επιφάνεια το αόρατο, και όμως υπαρκτό, δείχνοντάς μας έτσι το ίδιο το άπειρο. Την απειρία των μορφών και των δυνατοτήτων του Είναι.
Γιατί τα λέω όλ’ αυτά; Για να επανέλθω στην νεαρή ποιήτρια που μου έδωσε το έναυσμα αυτής της διαδρομής. Για να βρω απάντηση στο γιατί η σημαντική και ενδιαφέρουσα γραφή της δεν κατορθώνει να φτάσει στην συγκίνησή μου. Για να ανακαλύψω και αποκαλύψω ότι ο λόγος είναι πως δεν επιτυγχάνει ν’ αγγίξει τον πυρήνα της ύπαρξής μου. Να φτάσει σ’ εκείνο το σημείο, όπου κάθε ανθρώπινο πλάσμα συναντάει το άλλο και τον εαυτό του εξ αρχής, και μαζί, και δια μέσου αυτής της συνάντησης, τον Κόσμο ολόκληρο. Όταν η Ποίηση δεν κατορθώνει να φτάσει σ’ αυτό το απώτατο σημείο αναπαρθένευσης της ύπαρξης, δεν μπορεί να παράξει «αισθητική συγκίνηση». Κι ας έχει όλα τα κλειδιά. Για να το επιτύχει πρέπει να θέλει να ξεκλειδώσει. Να θέλει να φτάσει ως το κέντρο του άπειρου κόσμου. Στην πρωτογενή Αλήθεια της Ύπαρξης, όπου συμπήγνυνται όλα τα πλάσματα, παρόντα, παρελθόντα και μέλλοντα, και όλες οι μορφές τους. Και βέβαια δεν υπάρχει ένας δρόμος, ένα ποίημα, ένα έργο για να φτάσεις ως εκεί. Γιατί αυτό το κέντρο δεν είναι ένα -πώς θα μπορούσε το άπειρο να έχει ένα κέντρο;- Κάθε αληθινό έργο τέχνης είναι ένας ακόμη δρόμος, ένας ακόμη τρόπος. Ένας καινούριος δρόμος, ένας καινούριος τρόπος.
Όταν όμως ο λόγος είναι μόνο εκφορά λέξεων, όσο όμορφες ή σημασιολογικά φορτισμένες να είναι αυτές οι λέξεις, δεν είναι παρά ένα ανούσιο παιχνίδι λέξεων. Ακόμα κι αν ο ήχος τους ικανοποιεί ηχητικούς κανόνες και γίνεται ευχάριστος στην ακοή μας (ρυθμός, παρηχήσεις, συνηχήσεις κ.λ.π.), δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα εύηχο παιχνίδι λέξεων. Ή ακόμα όταν ο λυρισμός χύνει ένα άρωμα πάνω στον λόγο δεν είναι και πάλι παρά ένα ευώδες παιχνίδι λέξεων. Παραμένει ένας βερμπαλισμός, που όσο κι αν αισθάνεσαι πως κάτω από τις λέξεις αναδεύει η ευαισθησία ενός ψυχισμού, προδίδει ότι το υποκείμενο δεν αποφασίζει να βουτήξει στο ίδιο του το βάθος. Έτσι το ποίημα παραμένει στην επιφάνεια των λέξεων και των σημασιών τους, ανίκανο να ταράξει και να συνεγείρει το υπαρκτικό γεγονός που λέγεται άνθρωπος με όλο το φορτίο της τραγικότητάς του. Και είναι τραγικό πλάσμα ο άνθρωπος. Χρειάζεται να το ξέρουμε αυτό. Δούλος συνάμα της θνητότητάς του, όπως όλα τα έμβια όντα αυτού του κόσμου, αλλά και ταγμένος από την ίδια του τη φύση να αναζητεί ένα νόημα που θα τον οδηγήσει στην υπέρβασή της. Αν η Ποίηση δεν κατορθώνει να τον ελευθερώσει από την πεπερασμένη συνθήκη της ανάγκης και να του ανοίξει τον δρόμο προς τον πέραν αυτής τόπο, προς τη Γνώση, την συν-αίσθηση του Παντός, αίροντας μ’ αυτόν τον τρόπο την καταλυτική επίγνωση του αναπόφευκτου τέλους της ατομικής ανθρώπινης ύπαρξης, δεν έχει κανέναν ρόλο να παίξει. Γιατί αυτή και μόνο αυτή είναι η αποστολή της, και η επιτυχής της έκβαση είναι το μόνο που την δικαιώνει.
Για να γίνει όμως αυτό απαιτείται καθαρότητα. Χρειάζεται ο δημιουργός να απεκδυθεί όλων του των προσωπείων και να βουτήξει στο χάος που ανοίγεται μέσα του, κάτω απ’ όλες τις συμβάσεις και τους όρους. Να έχει το θάρρος να τα παίξει όλα για όλα. Και ν’ αντέξει. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, δεν είναι καθόλου εύκολο πράγμα ν’ αντικρίσεις τον ίλιγγο της αβύσσου. Να έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το Τίποτα απ’ όπου γεννιέται το κάθε Τι και να ανα-γνωρίσεις εκεί ένα κάτι. Να το δεις με νέα όραση και να το γεννήσεις από την πρώτη του ουσία. Είναι αυτό που λέει ο Ταρκόφσκι όταν δηλώνει ότι «ο Ποιητης δεν περιγράφει τον κόσμο, συμμετέχει στην δημιουργία του». Και είναι επίσης αυτό που εννοεί ο Μ.Hidegger, όταν λέει ότι «η Ποίηση εγκαθιδρύει την Α-λήθεια». Αίρει το στερητικό μόριο του λανθάνειν από το Είναι. Ανασύρει μορφές από την λανθάνουσα κατάσταση στην οποία βρίσκονται μέσα στην άβυσσο του Μηδενός. Κι αυτό απαιτεί γενναιότητα. Είναι άθλος η Ποίηση. Γιατί είναι αναμέτρηση με την ίδια την υπαρξιακή αγωνία τόσο του δημιουργού, όσό και του αναγνώστη. Είναι απόκρημνη. Γεμάτη χαράδρες που αν πέσεις μέσα τους δεν υπάρχει χώμα να πατήσεις. Μα αν κατορθώσεις να πιαστείς από το πέτο σου και βγεις, έχεις κερδίσει την αθανασία. Την μέσα σου αθανασία, όχι την έξω.
Η Ποίηση εν κατακλείδι δεν είναι λόγια στο χαρτί. Είναι πλάσματα φτιαγμένα από το πιο καθαρό, το πιο αγνό υλικό του ποιητή. Είναι αυτός ο αναγκαίος -αν και όχι ικανός, μια που απαιτούνται εν συνεχεία κι άλλα πολλά- όρος, για να ευτυχήσει να συγκινήσει τον αποδέκτη της. Γιατί μόνον έτσι θα μπορέσει -αν και οι εκφραστικές του δυνατότητες το καταστήσουν εφικτό- να φτάσει, να αγγίξει και να αφυπνίσει το ίδιο καθαρό ορυκτό της δικής του ύπαρξης. Την δική του ατόφια, ανόθευτη από την κοινωνική επιταγή Αλήθεια. Την αλήθεια που είναι έξω και πέραν από την δυνάστη του βίου, αυτήν που τον κρατάει δεμένο χειροπόδαρα εφ’ όρου ζωής του, την Ανάγκη. Αν η Ποίηση δεν ελευθερώνει τον άνθρωπο από αυτά τα δεσμά, προκειμένου να τον αναβαπτίσει στην πρωτογενή Ουσία που συνέχει όλα τα όντα, δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Και είναι γι’ αυτό που ο ποιητικός λόγος δεν είναι, δεν μπορεί ποτέ να είναι, εύκολος. Χρειάζεται να μυράνεις με πολλή βάσανο τον βωμό του για να κάνει το θαύμα του. Να σε λυτρώσει από τον ίδιο τον εντός σου θάνατο.