Τα λόγια είναι πάντα πιο λίγα από τα αισθήματα...
γι' αυτό ένα ματσάκι τρυφερές Μικρές Κυκλάδες, δώρο στους "ανέλπιστους" φίλους και συνταξιδιώτες σε τούτη την γεμάτη ανάσες κι υποσχέσεις μαγεμένη θάλασσα...
"Ποιητικά μόνον οικεί στ' αλήθεια ο άνθρωπος τη γης ετούτη" Martin Heidegger
Κυριακή 30 Μαρτίου 2008
Τετάρτη 26 Μαρτίου 2008
Κάθε ημέρα ποιητική καρδιάς
Ομολογώ πως δεν συμπαθώ και πολύ τις ημέρες-αφιερωμένες-στην μητέρα, την γυναίκα, την ποίηση κ.λ.π., γιατί μου φαίνονται σαν μέρες-άλλοθι στις ενοχές μας. Γιορτάζουμε νομίζω ό,τι δεν τιμούμε όπως του πρέπει κάθε μέρα. Επειδή λοιπόν πιστεύω ότι η ποίηση δεν είναι μια άνυδρη πνευματική ασχολία ή μια γλυκερή ασώματη μοναχικότητα, αλλά τρόπος ζωής και αισθήματος, χτύπος που ενώνει μυστικές στιγμές, βάζω σήμερα, συνειδητά «εκπρόθεσμα», ένα ποίημα του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, από τα «Σονέτα του σκοτεινού έρωτα», μελοποιημένο από έναν πολύ αξιόλογο, αν και όχι αρκετά γνωστό, μουσικό, τον Δημήτρη Μαραμή, για να τιμήσω την ποίηση, σαν αυτό που θα ήθελα να είναι:
Ένα κόκκινο του αίματος που ακατάπαυστα χτυπάει, που κοινωνείται κι ανταλλάσσεται σαν χειραψία καρδιάς. Ένας ολόφωτος μαγικός κύκλος που πάντα ανατέλλει. Μια μουσική αθωότητα εξευγενισμένη από τον χρόνο. Ένα άσμα εαρινών θαυμάτων. Ένα αδρό μέτωπο με τέσσερα όχι στις γωνίες να κόβουν το άδικο. Μια υπόσχεση κι ανάμνηση χρωμάτων. Μια λυγερή πευκοβελόνα. Ένα ατόφιο κομμάτι του μέσα ουρανού.
Κι ακόμα μια σταγόνα διάφανο νερό:
Ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του
(την έκλεψε ο βασιλιάς των γρύλλων)
σε μια σταγόνα διάφανο νερό
ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του.
Δεν θέλω τη φωνή για να μιλήσω.
Να φτιάξω μόνο ένα δαχτυλίδι
να το φορέσει η σιωπή
στο δάχτυλό της.
Σε μια σταγόνα διάφανο νερό
ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του.
(μα η φωνή αιχμάλωτη μακριά
έχει φορέσει γρύλλου φορεσιά)
Ένα κόκκινο του αίματος που ακατάπαυστα χτυπάει, που κοινωνείται κι ανταλλάσσεται σαν χειραψία καρδιάς. Ένας ολόφωτος μαγικός κύκλος που πάντα ανατέλλει. Μια μουσική αθωότητα εξευγενισμένη από τον χρόνο. Ένα άσμα εαρινών θαυμάτων. Ένα αδρό μέτωπο με τέσσερα όχι στις γωνίες να κόβουν το άδικο. Μια υπόσχεση κι ανάμνηση χρωμάτων. Μια λυγερή πευκοβελόνα. Ένα ατόφιο κομμάτι του μέσα ουρανού.
Κι ακόμα μια σταγόνα διάφανο νερό:
Ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του
(την έκλεψε ο βασιλιάς των γρύλλων)
σε μια σταγόνα διάφανο νερό
ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του.
Δεν θέλω τη φωνή για να μιλήσω.
Να φτιάξω μόνο ένα δαχτυλίδι
να το φορέσει η σιωπή
στο δάχτυλό της.
Σε μια σταγόνα διάφανο νερό
ένα παιδί γυρεύει τη φωνή του.
(μα η φωνή αιχμάλωτη μακριά
έχει φορέσει γρύλλου φορεσιά)
ένα παιδί γυρεύει ... |
Το c.d. θα το βρείτε σε μια καλαίσθητη έκδοση της Μικρής Άρκτου, στο βιβλίο-c.d., με τίτλο "Σονέτα του σκοτεινού έρωτα" του Φ. Γκ. Λόρκα
Ετικέτες
-Λόρκα Φεντερίκο Γκαρθία,
Νότες,
Ποίηση,
Πολιτισμός,
Σκέψεις,
Φιλικά
Δευτέρα 24 Μαρτίου 2008
25η Μαρτίου 1821!!! 25η Μαρτίου 2008???
Στους καιρούς μας, λέει ο Γ. Σεφέρης, (…) όπου ο άνθρωπος γυρεύει από τον άνθρωπο το καθαρό, το στέρεο και τη συμπάθεια, είναι σωστό να μιλούμε για τέτοιους ανθρώπους όπως ο Μακρυγιάννης. Ακούστε τον:
«Πατρίς, να μακαρίζης όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, από ήσουνε χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογον των εθνών.
Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κ’ εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ’ εκείνους οπού λυώσαν τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, κ’ εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, (…) εκείνοι οι αθάνατοι τόσοι ολίγοι (ογδοήντα ένας εις την Λαγκάδα) γιόμωσαν τον τόπον κόκκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν εκείνοι οι ολίγοι ‘σ τ’ άλλο το μέρος των Θερμοπύλων κι’ αλλού. Αυτείνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, (…)
Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. (…)Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν. «Ποιος σας είπε, τους λενε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» (...) Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Τούρκους κι’ από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Τούρκων, κ’ έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. (…) Γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν –γιομόζουν αυτείνοι αγαθά. (…) Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίγοι. (…) Καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούν πολλούς, οπού ‘παιζαν το μπιλιάρδο μέσα στους καφφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών. Αυτείνοι βαθμολογούνται, αυτείνοι πληρώνονται βαριούς μιστούς. Οι αγωνισταί δυστυχούν. (…) Εις την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν.
Από όλα αυτά, καϊμένη πατρίδα, δεν θα σωθούν τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την αρετή εκείνοι οπού σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν, και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε. Μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους οπού σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς.
Συχωράτε με, αναγνώστες, οπού ‘φυγα από το προκείμενον. Μη στοχάζεστε ότ’ είμαι ή γόητας, είτε φαντασμένος, είτε εγώ αδικημένος. Λυπούμαι και γράφω αυτά. (…) Ότι τα τοιούτα δεν λευτερώνουν πατρίδα, την χάνουν. Κ’ έχω σκοπόν να ζήσω κ’ εγώ ‘σ αυτείνη την πατρίδα. Ότι έχω τόση αδύνατη φαμελιά και δεν ‘πιτηδεύομαι να κολακεύω τους δυνατούς. Και είμαι δυστυχής, και κλαίγω και την δυστυχισμένη μου πατρίδα, οπού δι’ αυτείνη χύσαμε το αίμα μας αδίκως.»
Και αλλού:
«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τό 'χουν σε δόξα, τό 'χουν σε τιμη' , το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.»
(Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα»)
Ο λόγος και πάλι στον Γ. Σεφέρη:
«Πολέμησε, αγωνίστηκε πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε -όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο- πάντα ορθός ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι.
(…)
Ο θυμός του, ο πόνος του και η τραγωδία του, δεν είναι ατομικές του υποθέσεις, αλλά υποθέσεις δικές σας και δικές μου και όλων μας· υποθέσεις όπου όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι. Έρχεται να μας ψιθυρίσει πως οι ομορφιές μας και τα στολίδια μας και τα υπάρχοντα, που τα νομίζαμε πολύτιμα, πάνε και πάνε, πάλιωσαν και τρίφτηκαν κι έγιναν σαρίδια…»
( «Ένας Έλληνας-ο Μακρυγιάννης», «Δοκιμές»)
«Πατρίς, να μακαρίζης όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθείς άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, από ήσουνε χαμένη και σβησμένη από τον κατάλογον των εθνών.
Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κ’ εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ’ εκείνους οπού λυώσαν τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, κ’ εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, (…) εκείνοι οι αθάνατοι τόσοι ολίγοι (ογδοήντα ένας εις την Λαγκάδα) γιόμωσαν τον τόπον κόκκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν εκείνοι οι ολίγοι ‘σ τ’ άλλο το μέρος των Θερμοπύλων κι’ αλλού. Αυτείνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια, (…)
Και τέλος πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. (…)Αυτούς τους αγωνιστάς κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν. «Ποιος σας είπε, τους λενε, να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» (...) Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Τούρκους κι’ από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Τούρκων, κ’ έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. (…) Γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν –γιομόζουν αυτείνοι αγαθά. (…) Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίγοι. (…) Καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούν πολλούς, οπού ‘παιζαν το μπιλιάρδο μέσα στους καφφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών. Αυτείνοι βαθμολογούνται, αυτείνοι πληρώνονται βαριούς μιστούς. Οι αγωνισταί δυστυχούν. (…) Εις την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν.
Από όλα αυτά, καϊμένη πατρίδα, δεν θα σωθούν τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την αρετή εκείνοι οπού σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν, και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε. Μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους οπού σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς.
Συχωράτε με, αναγνώστες, οπού ‘φυγα από το προκείμενον. Μη στοχάζεστε ότ’ είμαι ή γόητας, είτε φαντασμένος, είτε εγώ αδικημένος. Λυπούμαι και γράφω αυτά. (…) Ότι τα τοιούτα δεν λευτερώνουν πατρίδα, την χάνουν. Κ’ έχω σκοπόν να ζήσω κ’ εγώ ‘σ αυτείνη την πατρίδα. Ότι έχω τόση αδύνατη φαμελιά και δεν ‘πιτηδεύομαι να κολακεύω τους δυνατούς. Και είμαι δυστυχής, και κλαίγω και την δυστυχισμένη μου πατρίδα, οπού δι’ αυτείνη χύσαμε το αίμα μας αδίκως.»
Και αλλού:
«Όσοι έχουν την τύχη μας σήμερο στα χέρια τους, όσοι μας κυβερνούν, μεγάλοι και μικροί, και υπουργοί και βουλευταί, τό 'χουν σε δόξα, τό 'χουν σε τιμη' , το 'χουν σε ικανότη το να τους ειπείς ότι έκλεψαν, ότι πρόδωσαν, ότι ήφεραν τόσα κακά στην πατρίδα. Είναι άξιοι άνθρωποι και τιμώνται και βραβεύονται. Όσοι είναι τίμιοι κατατρέχονται ως ανάξιοι της κοινωνίας και της πολιτείας.»
(Στρατηγού Μακρυγιάννη, «Απομνημονεύματα»)
Ο λόγος και πάλι στον Γ. Σεφέρη:
«Πολέμησε, αγωνίστηκε πίστεψε, σακατεύτηκε, αηδίασε, θύμωσε. Αλλά έμεινε -όπως βγαίνει από το γράψιμό του το απελέκητο- πάντα ορθός ως το τέλος: άνθρωπος στο ύψος του ανθρώπου. Δεν έγινε μήτε υπεράνθρωπος μήτε σκουλήκι.
(…)
Ο θυμός του, ο πόνος του και η τραγωδία του, δεν είναι ατομικές του υποθέσεις, αλλά υποθέσεις δικές σας και δικές μου και όλων μας· υποθέσεις όπου όλοι μαζί, πεθαμένοι και ζωντανοί, είμαστε αλληλέγγυοι και συνυπεύθυνοι. Έρχεται να μας ψιθυρίσει πως οι ομορφιές μας και τα στολίδια μας και τα υπάρχοντα, που τα νομίζαμε πολύτιμα, πάνε και πάνε, πάλιωσαν και τρίφτηκαν κι έγιναν σαρίδια…»
( «Ένας Έλληνας-ο Μακρυγιάννης», «Δοκιμές»)
Ετικέτες
-Μακρυγιάννης,
-Σεφέρης Γιώργος,
Πολίτες,
Στοχασμοί
Σάββατο 22 Μαρτίου 2008
Εαρινό 2
Στέκεσαι στέρεος
Ανάποδα στου χρόνου τη λεωφόρο
To χέρι απλώνεις ρόζοι τ’ αστέρια
Δείχνεις
Τη σαπισμένη ρίζα
Βγάζουν δεκάρικα και σου πετούν
Κάποιοι φτύνουν στον κόρφο τους
Τρέχουν στον θάνατό τους έγκαιρα
Τινάζεται η πόλη πάνω σου σαν ρόγχος
Τεντώνεις τις κλειδώσεις
να εκτιναχθούν αλόγων δίχως χαλινάρι
χλιμιντρίσματα. Καβαλικεύεις
Tο ξέρεις πια πως εκδιώχθηκες
από τους στάβλους του ναού
Ένα τερέτισμα ανοιξιάτικης βροχής
ανάβει όλες τις μικρές Κυκλάδες του ορίζοντα να φέγγουν
Ωραία θαύματα και γαντοφορεμένοι μάγοι σου γελούν
Κι αυτός ο έρωτας του τσίρκου
που δίπλα – δίπλα ο ελέφαντας με τα χρυσά
κι ο σαλτιμπάγκος με τις τούμπες
κλαίνε αγκαλιασμένοι
Τσέρκι ένα δάκρυ ξημερώματα
στο ξεραμένο σιντριβάνι της Ομόνοιας
και βγαίνεις εθνική και βάλε
πείσμα
τα μάτια στο φεγγάρι
ένα χαμόγελο
στον κήπο των τρελών
γλιστράς κρυφά
και φεύγεις
(από "Δέντρα θαλάσσης ανεπλέκονταν...", σκηνή 4η)
Ανάποδα στου χρόνου τη λεωφόρο
To χέρι απλώνεις ρόζοι τ’ αστέρια
Δείχνεις
Τη σαπισμένη ρίζα
Βγάζουν δεκάρικα και σου πετούν
Κάποιοι φτύνουν στον κόρφο τους
Τρέχουν στον θάνατό τους έγκαιρα
Τινάζεται η πόλη πάνω σου σαν ρόγχος
Τεντώνεις τις κλειδώσεις
να εκτιναχθούν αλόγων δίχως χαλινάρι
χλιμιντρίσματα. Καβαλικεύεις
Tο ξέρεις πια πως εκδιώχθηκες
από τους στάβλους του ναού
Ένα τερέτισμα ανοιξιάτικης βροχής
ανάβει όλες τις μικρές Κυκλάδες του ορίζοντα να φέγγουν
Ωραία θαύματα και γαντοφορεμένοι μάγοι σου γελούν
Κι αυτός ο έρωτας του τσίρκου
που δίπλα – δίπλα ο ελέφαντας με τα χρυσά
κι ο σαλτιμπάγκος με τις τούμπες
κλαίνε αγκαλιασμένοι
Τσέρκι ένα δάκρυ ξημερώματα
στο ξεραμένο σιντριβάνι της Ομόνοιας
και βγαίνεις εθνική και βάλε
πείσμα
τα μάτια στο φεγγάρι
ένα χαμόγελο
στον κήπο των τρελών
γλιστράς κρυφά
και φεύγεις
(από "Δέντρα θαλάσσης ανεπλέκονταν...", σκηνή 4η)
Παρασκευή 21 Μαρτίου 2008
Πέμπτη 20 Μαρτίου 2008
Επίκαιρη δυσωδία
Α, οι χυδαίοι και βρόμικοι άνθρωποι που μοιάζουν πάντα οι ίδιοι,
που χρησιμοποιούν βρισιές αντί για τις συνηθισμένες λέξεις (…)
Θαυμαστή ανθρωπότητα που ζει σαν τα σκυλιά,
που είναι πιο χαμηλά απ’ όλα τα ηθικά συστήματα,
που γι’ αυτήν δεν επινοήθηκε καμμιά θρησκεία,
δεν δημιουργήθηκε καμμιά τέχνη,
δεν έγινε γι αυτήν καμμιά πολιτική!
Πόσο εγώ σας αγαπώ όλους σας, γιατί είστε έτσι,
μήτε ανήθικοι τόσο χαμερπείς που είστε, μήτε καλοί μήτε κακοί,
ανέγγιχτοι απ’ όλες τις προόδους,
πανίδα θαυμαστή του πυθμένα του ωκεανού της ζωής.
Φ. Πεσσόα
(Άλβαρο ντε Κάμπος, «θριαμβική ωδή», μετ. Μαρία Παπαδήμα)
http://www.esnips.com/doc/7252766f-ea8b-4d0c-9111-d3ea14c88645/05-Της-Επανάστασης
που χρησιμοποιούν βρισιές αντί για τις συνηθισμένες λέξεις (…)
Θαυμαστή ανθρωπότητα που ζει σαν τα σκυλιά,
που είναι πιο χαμηλά απ’ όλα τα ηθικά συστήματα,
που γι’ αυτήν δεν επινοήθηκε καμμιά θρησκεία,
δεν δημιουργήθηκε καμμιά τέχνη,
δεν έγινε γι αυτήν καμμιά πολιτική!
Πόσο εγώ σας αγαπώ όλους σας, γιατί είστε έτσι,
μήτε ανήθικοι τόσο χαμερπείς που είστε, μήτε καλοί μήτε κακοί,
ανέγγιχτοι απ’ όλες τις προόδους,
πανίδα θαυμαστή του πυθμένα του ωκεανού της ζωής.
Φ. Πεσσόα
(Άλβαρο ντε Κάμπος, «θριαμβική ωδή», μετ. Μαρία Παπαδήμα)
http://www.esnips.com/doc/7252766f-ea8b-4d0c-9111-d3ea14c88645/05-Της-Επανάστασης
Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008
Κρυώνω απόψε
Τρέμουν όλα τα χρόνια της αγρύπνιας
κολλάνε πάνω μου εκλιπαρώντας
κάποτε να τελειώσει
-τι να τελειώσει;
τελειώνει ποτέ ο κόσμος;-
Όλοι κοιμούνται τον ύπνο του αδίκου
-άλλαξαν οι καιροί-
Μόνο τα όνειρα σπαράζουν μες στις κούνιες
Κι εγώ δεν έχω τίποτα να τα σκεπάσω
ούτε να κόψω ένα κουρέλι από τη σάρκα μου
Μέχρι κι αυτή μια νύχτα
με μια φτυσιά μου γύρισε την πλάτη
Φύρανε κι ο Θεός
όλο κλαιγόταν πως τον κλέψανε
κάτι τσογλάνια σ’ έναν τσαμπουκά
Είδα κι απόειδα τον λυπήθηκα να ξεφτιλίζεται
και δεν του ξαναζήτησα
Μ’ απόψε τουρτουρίζει η ζωή μου
Πού νάβρω ένα ρούχο να σκεπάσω τη σιωπή
που όλο βογκάει μες στον πυρετό
Πού νάβρω που ο ίδιος ο Χριστός με γέλασε
και με ικέτεψε γυμνός πως τάχα έδωσε
τον τελευταίο του χιτώνα στους προδότες
Τι τώρα εγώ θα ντύσω
τους δικούς μου τους προδότες;
Πώς μες στο κρύο
μέλλον παρόν και παρελθόν
χρόνο ατόφιο να γεννήσω;
Στα εγγόνια στους προγόνους τι να πω
που μέσα μου κομμάτια
ζητάνε τη μορφή τους;
(από "Δέντρα θαλάσσης ανεπλέκονταν...", σκηνή 3η)
Τρέμουν όλα τα χρόνια της αγρύπνιας
κολλάνε πάνω μου εκλιπαρώντας
κάποτε να τελειώσει
-τι να τελειώσει;
τελειώνει ποτέ ο κόσμος;-
Όλοι κοιμούνται τον ύπνο του αδίκου
-άλλαξαν οι καιροί-
Μόνο τα όνειρα σπαράζουν μες στις κούνιες
Κι εγώ δεν έχω τίποτα να τα σκεπάσω
ούτε να κόψω ένα κουρέλι από τη σάρκα μου
Μέχρι κι αυτή μια νύχτα
με μια φτυσιά μου γύρισε την πλάτη
Φύρανε κι ο Θεός
όλο κλαιγόταν πως τον κλέψανε
κάτι τσογλάνια σ’ έναν τσαμπουκά
Είδα κι απόειδα τον λυπήθηκα να ξεφτιλίζεται
και δεν του ξαναζήτησα
Μ’ απόψε τουρτουρίζει η ζωή μου
Πού νάβρω ένα ρούχο να σκεπάσω τη σιωπή
που όλο βογκάει μες στον πυρετό
Πού νάβρω που ο ίδιος ο Χριστός με γέλασε
και με ικέτεψε γυμνός πως τάχα έδωσε
τον τελευταίο του χιτώνα στους προδότες
Τι τώρα εγώ θα ντύσω
τους δικούς μου τους προδότες;
Πώς μες στο κρύο
μέλλον παρόν και παρελθόν
χρόνο ατόφιο να γεννήσω;
Στα εγγόνια στους προγόνους τι να πω
που μέσα μου κομμάτια
ζητάνε τη μορφή τους;
(από "Δέντρα θαλάσσης ανεπλέκονταν...", σκηνή 3η)
Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008
Κάθε μέρα μια καινούρια απειλή
Τρέχει τ’ αθάνατο νερό της οικουμένης
μα πώς να πλύνει τόσους ήλιους από τόση ομίχλη;
Ένα κορίτσι γδύνεται την μάσκα των δακρύων
και αναβλύζει θάλασσα απ’ το πρόσωπο
που μέσα της το πνίγει.
Ξερονήσι ετούτο το σημείο το χωρίς επιστροφή
απ’ όπου βλέπεις πια
τόσο κοντά τα ερείπια της νέας πόλης
Μια ανεμόδαρτη φωνή ξεκούρδιστη
έρχεται – χάνεται χλωμή μέσα στους ανεμόμυλους
Κι ένα τρυγόνι πίσω από το κοπάδι
ξέμεινε πάνω στην κεραία
Ταξίδεψαν οι τόποι
Δεν έχει τόπο
Πώς να το στήσω αυτό το σύννεφο
στα ξύλινά του πόδια;
Κάθε μέρα μια καινούρια απειλή
που κάθε βράδυ σε σκοτώνει
Κι αυτός που τραγουδούσε πάντα τα βαθιά νερά
χαμένος μες στην άμμο
Το πιο παράξενο
πως ό,τι μένει τελικά ύστερ’ απ’ όλα
είναι εκείνο εκεί το πλουμιστό κουρέλι
στο σύρμα κρεμασμένο
ν’ αντέχει στους ανέμους
-ζωής μνημείο; ή θανάτου;-
Τι να πω;
Είναι τόσο λίγα αυτά που μπορεί να πει κανείς
που φτάνει να είναι ίδιες η σιωπή κι η φλυαρία
όταν κοιτάζεις τη θάλασσα
Τρέχει τ’ αθάνατο νερό της οικουμένης
μα πώς να πλύνει τόσους ήλιους από τόση ομίχλη;
Ένα κορίτσι γδύνεται την μάσκα των δακρύων
και αναβλύζει θάλασσα απ’ το πρόσωπο
που μέσα της το πνίγει.
Ξερονήσι ετούτο το σημείο το χωρίς επιστροφή
απ’ όπου βλέπεις πια
τόσο κοντά τα ερείπια της νέας πόλης
Μια ανεμόδαρτη φωνή ξεκούρδιστη
έρχεται – χάνεται χλωμή μέσα στους ανεμόμυλους
Κι ένα τρυγόνι πίσω από το κοπάδι
ξέμεινε πάνω στην κεραία
Ταξίδεψαν οι τόποι
Δεν έχει τόπο
Πώς να το στήσω αυτό το σύννεφο
στα ξύλινά του πόδια;
Κάθε μέρα μια καινούρια απειλή
που κάθε βράδυ σε σκοτώνει
Κι αυτός που τραγουδούσε πάντα τα βαθιά νερά
χαμένος μες στην άμμο
Το πιο παράξενο
πως ό,τι μένει τελικά ύστερ’ απ’ όλα
είναι εκείνο εκεί το πλουμιστό κουρέλι
στο σύρμα κρεμασμένο
ν’ αντέχει στους ανέμους
-ζωής μνημείο; ή θανάτου;-
Τι να πω;
Είναι τόσο λίγα αυτά που μπορεί να πει κανείς
που φτάνει να είναι ίδιες η σιωπή κι η φλυαρία
όταν κοιτάζεις τη θάλασσα
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008
τ' αηδόνια ξενυχτάνε ακόμα
Στην Μαριέλα
One bourbon, one scotch, one beer!
Σε όσα έγιναν και δεν ξεγίνονται. Στα Κυπαρίσσια και στ’ αδικημένα πεφταστέρια. Στον μώλο, τον Γιάννη και την Έστερ. Στα Κουφονήσια και στα γέλια τ' αλατιού. Σ’ αυτούς που ήρθαν και δεν έφυγαν. Στον Γιώργο, τον Αρκούδο, τον Σταμάτη. Στον Μπάμπη και την Σίσυ. Στον Σάκη που δεν ήθελε να φύγει κι έφυγε. Στον Γιάννη Κ., την Αγγελική και την Βανούλα. Στον Γιάννη Α. Στον πράσινο μπακαλιάρο τον ιπτάμενο πασών των θαλασσών και ναυαγίων. Στα ολόγιομα φεγγάρια, τις καντάδες και τα χέρια. Στον Τάκη και τον Ουρανό. Στον κ. Γιώργο που έπινε σαν άρχοντας. Στον Θέλγο και τον Πειραιά. Στους φοίνικες που εκρήγνυνται από μεθύσι χρώματος καρδιάς. Στο Basement B που ψάχνει πάντα ανάποδα την έξοδο κινδύνου. Στον Μόργκαν, την Μπιζού και την Λελούδω. Στον τοσοδούλη, τις καλύβες, την Αντίπαρο. Στον Μίσα και τον Γιάννη.
One bourbon, one scotch, one beer!
Στους δρόμους των νησιών ανθρώπων-πλοίων.
Στα τζάμια που τα λιώνουν οι σταγόνες της βροχής.
Σε όσους δεν φοβήθηκαν να ταξιδέψουν με καιρούς.
One bourbon, one scotch, one beer!
Στην τρέλα που θα ορίζει τους ορίζοντες να μην τελειώνουν.
Στην υγειά μας φιλενάδα!
One bourbon, one scotch, one beer!
Σε όσα έγιναν και δεν ξεγίνονται. Στα Κυπαρίσσια και στ’ αδικημένα πεφταστέρια. Στον μώλο, τον Γιάννη και την Έστερ. Στα Κουφονήσια και στα γέλια τ' αλατιού. Σ’ αυτούς που ήρθαν και δεν έφυγαν. Στον Γιώργο, τον Αρκούδο, τον Σταμάτη. Στον Μπάμπη και την Σίσυ. Στον Σάκη που δεν ήθελε να φύγει κι έφυγε. Στον Γιάννη Κ., την Αγγελική και την Βανούλα. Στον Γιάννη Α. Στον πράσινο μπακαλιάρο τον ιπτάμενο πασών των θαλασσών και ναυαγίων. Στα ολόγιομα φεγγάρια, τις καντάδες και τα χέρια. Στον Τάκη και τον Ουρανό. Στον κ. Γιώργο που έπινε σαν άρχοντας. Στον Θέλγο και τον Πειραιά. Στους φοίνικες που εκρήγνυνται από μεθύσι χρώματος καρδιάς. Στο Basement B που ψάχνει πάντα ανάποδα την έξοδο κινδύνου. Στον Μόργκαν, την Μπιζού και την Λελούδω. Στον τοσοδούλη, τις καλύβες, την Αντίπαρο. Στον Μίσα και τον Γιάννη.
One bourbon, one scotch, one beer!
Στους δρόμους των νησιών ανθρώπων-πλοίων.
Στα τζάμια που τα λιώνουν οι σταγόνες της βροχής.
Σε όσους δεν φοβήθηκαν να ταξιδέψουν με καιρούς.
One bourbon, one scotch, one beer!
Στην τρέλα που θα ορίζει τους ορίζοντες να μην τελειώνουν.
Στην υγειά μας φιλενάδα!
Τρίτη 11 Μαρτίου 2008
Αναντιστοιχία πλάτους
Η επαρχιακή πόλη που μεγάλωσα. Και στη μέση της μια μικρή πλατεία. Πολύ μικρή. Απορώ πώς χωράει η εκκλησία. Όταν ήμουν παιδί ήταν τεράστια αυτή η πλατεία. Το θυμάμαι καλά. Κουραζόμουν να τρέχω πάνω-κάτω. Και να παίζω κουτσό στις πλάκες. Κάτι πλάκες ίσαμε το μπόι μου. Εκσφενδονιζόμουν από πλάκα σε πλάκα για να τα καταφέρω. Και τα κατάφερνα. Τώρα πρέπει να κοντύνω το βήμα μου για να περπατήσω από πλάκα σε πλάκα. Τι κρίμα. Να κονταίνεις το βήμα σου όσο μεγαλώνεις… Και να μικραίνουν οι πλατείες… Τι ανάποδος εκσυγχρονισμός είναι αυτός; Καλά κατηγορούν τις κυβερνήσεις. Θα έπρεπε οι πλατείες να μεγαλώνουν μαζί με τους ανθρώπους που τις περπατούν. Κατ’ αντιστοιχίαν πλάτους. Το λέει άλλωστε κι η λέξη.
(ο πίνακας είναι του Μαδένη)
Κυριακή 9 Μαρτίου 2008
του χαρτοπόλεμου η βία
Οι μάσκες όλο και πληθαίνουν γύρω μας (με απόκριες ή χωρίς),
κι εγώ σας αφιερώνω ένα επίκαιρο -αλλά και άκρως διαχρονικό- τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου, σε εκτέλεση απολύτως εναρμονισμένη με το κλίμα των ημερών.
Επί σκηνής, σε κατάσταση... διονυσιακής έμπνευσης, ο συνθέτης με τον Σωκράτη Μάλαμα.
Απολαύστε τους!
κι εγώ σας αφιερώνω ένα επίκαιρο -αλλά και άκρως διαχρονικό- τραγούδι του Θανάση Παπακωνσταντίνου, σε εκτέλεση απολύτως εναρμονισμένη με το κλίμα των ημερών.
Επί σκηνής, σε κατάσταση... διονυσιακής έμπνευσης, ο συνθέτης με τον Σωκράτη Μάλαμα.
Απολαύστε τους!
Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008
Το μαγικό παιχνίδι με τις μάσκες
Ξεκίνησε λίγο από περιέργεια, λίγο κατά τύχη, λίγο σαν παιχνίδι…
Σαν ένα παιχνίδι που θα μπορούσες να το ονομάσεις: ψέματα κι αλήθειες.
Εδώ κανείς δεν σε ελέγχει, από κανέναν δεν εξαρτάσαι. Άρα μπορείς να πεις ό,τι θέλεις. Να φορέσεις μια μάσκα, να υποδυθείς έναν ρόλο, να περάσεις ανάλαφρα και ατιμώρητα από το ψέμα στην αλήθεια, και αντίθετα, να κινήσεις πίσω από το γυαλί όποια νήματα θέλεις για να στήσεις όποιο παραμύθι θέλεις.
Σαν ένα παιχνίδι που θα μπορούσες να το ονομάσεις: ψέματα κι αλήθειες.
Εδώ κανείς δεν σε ελέγχει, από κανέναν δεν εξαρτάσαι. Άρα μπορείς να πεις ό,τι θέλεις. Να φορέσεις μια μάσκα, να υποδυθείς έναν ρόλο, να περάσεις ανάλαφρα και ατιμώρητα από το ψέμα στην αλήθεια, και αντίθετα, να κινήσεις πίσω από το γυαλί όποια νήματα θέλεις για να στήσεις όποιο παραμύθι θέλεις.
Έπειτα όμως διαπιστώνεις ότι καθόλου δεν κάνεις αυτό.
Καταλαβαίνεις ότι δεν σου λέει τίποτα ν’ αρχίσεις να λες ψέματα, να πονοκεφαλιάζεις για να κοροϊδέψεις… Ποιον; Και γιατί; Για την χαρά του παιχνιδιού θα πει κανείς. Όμως τελικά στον άλλον κόσμο, τον «κανονικό» μας δίνεται η ευκαιρία να πούμε όσα ψέματα θέλουμε, να παίξουμε όσους ρόλους θέλουμε, και μάλιστα να έχουμε και όφελος απ’ αυτό το… «παιχνίδι». Τι κι αν δεν το κάνεις εσύ; Το κάνουν όλοι οι άλλοι. Στην "αληθινή" ζωή, ελάχιστες είναι οι αλήθειες. Συνειδητοποιείς λοιπόν ότι αυτό που έχεις πιο πολύ ανάγκη είναι να μοιραστείς τα πιο αληθινά, τα πιο δικά σου πράγματα. Κι αυτό κάνεις. Αυθόρμητα, χωρίς να το αποφασίσεις. Γιατί το χρειάζεσαι.
Καταλαβαίνεις ότι δεν σου λέει τίποτα ν’ αρχίσεις να λες ψέματα, να πονοκεφαλιάζεις για να κοροϊδέψεις… Ποιον; Και γιατί; Για την χαρά του παιχνιδιού θα πει κανείς. Όμως τελικά στον άλλον κόσμο, τον «κανονικό» μας δίνεται η ευκαιρία να πούμε όσα ψέματα θέλουμε, να παίξουμε όσους ρόλους θέλουμε, και μάλιστα να έχουμε και όφελος απ’ αυτό το… «παιχνίδι». Τι κι αν δεν το κάνεις εσύ; Το κάνουν όλοι οι άλλοι. Στην "αληθινή" ζωή, ελάχιστες είναι οι αλήθειες. Συνειδητοποιείς λοιπόν ότι αυτό που έχεις πιο πολύ ανάγκη είναι να μοιραστείς τα πιο αληθινά, τα πιο δικά σου πράγματα. Κι αυτό κάνεις. Αυθόρμητα, χωρίς να το αποφασίσεις. Γιατί το χρειάζεσαι.
Έτσι χωρίς να το καταλάβεις, αυτό το μαγικό παιχνίδι του «ψέματα κι αλήθειες», σε παρασύρει στους δικούς του κανόνες. Πιάνεις τον εαυτό σου να ακουμπάει τρυφερά και με πολλή φροντίδα σε μια θάλασσα βλεμμάτων, όσα κουβαλάς μέσα σου και δεν χωράνε πουθενά. Τις πιο «καλές» σου αλήθειες.
Γιατί, κακά τα ψέματα, στην… «επίγεια» ζωή μας ο ζωτικός μας χώρος όλο και στενεύει, το όνειρο κοντανασαίνει, η ευαισθησία μαραίνεται. Και μαζί τους μαραίνεται και η ψυχή μας. Κι εκεί που αισθάνεσαι όλο και περισσότερο αποκλεισμένος από την περιρρέουσα μιζέρια και ασφυκτιάς, ανακαλύπτεις αίφνης ότι μπορείς να εκπέμψεις όλ’ αυτά που στενο-χωρούνται μέσα σου και που –τι ειρωνεία!- τυχαίνει να είναι και τα πιο όμορφα κομμάτια σου -κι ας δείχνουν όλοι και όλα γύρω σου να τα κοιτούν καχύποπτα-, σ’ έναν αχανή χώρο, όπου μπορούν να κατοικήσουν και να αναπνεύσουν ελεύθερα!
Έναν χώρο φιλόξενο και –ω του θαύματος!- ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο! Έναν αχανή χώρο που όμως σφύζει από αντίστοιχες ανησυχίες, από ανάσες ζεστές. Κι εδώ, όπως παντού, επιλέγεις και επιλέγεσαι, όπως είναι φυσικό, από τους «συγγενείς». Συντονίζεσαι με το μήκος κύματος που σου ταιριάζει. Η επιλογή όμως έχει ένα και μοναδικό κριτήριο: το με ποιους αισθάνεσαι ότι μοιράζεσαι τις ίδιες, ή περίπου τις ίδιες, ευαισθησίες, αγωνίες, ελπίδες. Την ίδια, ή περίπου την ίδια ματιά στα πράγματα. Δηλαδή με ποιους νιώθεις ο εαυτός σου, χωρίς περικοπές και εκπτώσεις.
Κι έτσι, με τούτα και με τ’ άλλα, το μαγικό αυτό παιχνίδι, όχι μόνο γίνεται κομμάτι της καθημερινότητάς σου και τόπος και τρόπος συνάντησης με ανθρώπους που εμπιστεύεσαι –αν και αγνώστους!-, γίνεται απρόσμενη ελευθερία, τόσο προς τα έξω, όσο και προς τα έσω.
Γιατί ανακαλύπτεις ότι ίσως τελικά η πραγματική σου αλήθεια είναι ο προσωπικός σου μύθος.
Αυτός που κατοικεί στο κάτω-κάτω μέρος του εαυτού σου, ακόμη κι αν πρόκειται για ψευδαίσθηση που έγινε πίστη, ή όνειρο που έγινε όραμα. Κι όμως είναι αυτός που σε κυριαρχεί, και τρέφει ό,τι μένει όρθιο. Και το κυριότερο σ’ όλ’ αυτά, αυτός ο μύθος-αλήθεια, παύει να νιώθει αφόρητα μονάχος. Κοινωνείται και ανθεί μέσα από την αποδοχή εκείνων των τυχαίων –πλην εκλεκτών- προσώπων που αναδύθηκαν μέσα από τον αχανή αυτόν χώρο, ζωντανά, άρτια και περισσότερο ίσως παρόντα από πολλά άλλα, που περιφέρουν τις σκιές τους γύρω σου, στην «κανονική» ζωή.
Είναι γι’ αυτό που αποφάσισα, μέρες που είναι, μέρες που συνηθίζουμε να βάζουμε μάσκες για να υποδυθούμε έναν απωθημένο εαυτό, να κάνω το αντίθετο. Να βγάλω την διαδικτυακή μου μάσκα. Γιατί στον χώρο αυτόν κάνουμε πιστεύω το αντίθετο απ’ ό,τι οπουδήποτε αλλού. Βγάζουμε τις μάσκες και εκθέτουμε τον αγαπημένο, τον «καλό» μας εαυτό. Σ’ αυτό λοιπόν εδώ το στέκι, που καταθέτω και μοιράζομαι μαζί σας τις «καλές» μου αλήθειες, που αποκαλύπτω τον πιο δικό μου εαυτό, θα ήθελα να σας κοιτώ και να σας απευθύνω τον λόγο με ό,τι πιο δικό μου: το όνομά μου.
Καλοί μου φίλοι, καλή σας ημέρα.
Αγγέλα Αποστολοπούλου
Καλοί μου φίλοι, καλή σας ημέρα.
Αγγέλα Αποστολοπούλου
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)