«Χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάµενοι µετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὃν πεπιστεύκασι» (Πράξ. ιδ΄, 23). (δηλ.: Ἀφοῦ διὰ χειροθεσίας καὶ εὐχῶν ἐγκατέστησαν πρεσβυτέρους εἰς µίαν ἑκάστην Ἐκκλησίαν καὶ προσηυχήθησαν µὲ ἀφοσίωσιν, τὴν ὁποίαν καθίστων θερµοτέραν αἱ συνοδεύουσαι τὰς προσευχὰς νηστεῖαι, ἐνεπιστεύθησαν αὐτοὺς εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον πιστεύσει).
Πόσο βοηθάει ἡ νηστεία στὸν πνευματικό μας ἀγῶνα;
«Μὴ περιορίζεις τὸ καλὸ τῆς νηστείας μονάχα στὴν ἀποχὴ ἀπὸ τὰ φαγητά. Διότι ἡ ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἡ ἀποξένωση ἀπὸ τὰ κακά. Νὰ διαλύεις κάθε ἀδικία. Συγχώρησε τὸν πλησίον σου γιὰ τὴ λύπη ποὺ σοῦ προξένησε. Συγχώρησέ τον γιὰ τὰ χρέη. Δὲν τρῶς κρέατα, ἀλλὰ τρῶς τὸν ἀδελφό σου. Δὲν πίνεις κρασί, ἀλλὰ δὲν συγκρατεῖς τὶς βρισιές. Περιμένεις τὸ βράδυ, γιὰ νὰ πάρης τροφή, ἀλλὰ περνᾶς τὴ μέρα σου στὰ δικαστήρια.
Γι’ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία δὲν στενεύει τὴ νηστεία μόνο στὰ φαγητά. Τῆς δίνει εὐρὺ πνευματικὸ περιεχόμενο. Ἡ νηστεία εἶναι φάρμακο καὶ ὅπλο. Τὸ φάρμακο προϋποθέτει τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο καὶ τὴν κράση του. Ἀπαιτεῖ ἀκόμα τὴν κατάλληλη χρήση, τὴν ἀνάλογη δόση καὶ τὸν πρέποντα καιρό. Ἄκαιρη καὶ ἄκριτη χρησιμοποίηση μπορεῖ νὰ ἀποβῆ καταστρεπτικὴ καὶ θανατηφόρα. Κάτι ἀντίστοιχο θὰ λέγαμε καὶ γιὰ τὸν ὁπλισμό. Τὸ ὅπλο εἶναι ἄχρηστο καὶ ἐπικίνδυνο γιὰ ἐκεῖνον ποὺ δὲν γνωρίζει καλὰ τὸν χειρισμό του.
Ἔτσι καὶ ἡ νηστεία. Χρειάζεται πολλὴ προσοχὴ καὶ συνετὴ χρήση, γιὰ νὰ μὴ φέρουμε τὸ ἀντίθετο ἀποτέλεσμα. “Πρόσεχε πῶς ἀσκεῖς τὴν ἐγκράτεια, ἂν μπορῆς νὰ σηκώσης τὴ σωματικὴ ἀδυναμία καὶ ἀσθένεια καὶ μὴ ἐπιχειρῆς νὰ ἀνέβης παρὰ πάνω ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ μπορεῖς, γιὰ νὰ μὴ κατέβης πάρα κάτω ἀπὸ ἐκεῖ ποὺ φαντάζεσαι. Ὅπως, λοιπόν, ὁ κολυμβητὴς προχωρεῖ τόσο ἀνοικτά, ὅσο καὶ νὰ μπορῆ νὰ γυρίση, ἔτσι καὶ ἐσὺ τόσο ἀσκήσου, ὅσο μπορεῖς νὰ ἀντέξης, γιὰ νὰ μὴ βρεθῆς χαμηλά”, τονίζουν οἱ Πατέρες».
Χωρὶς εὐλογία πνευματικοῦ δὲν μποροῦμε νὰ καθορίσουμε ἐμεῖς τὸ μέτρο τῆς νηστείας.
- Γιὰ τὸν Ἅγιο Ἰάκωβο (Τσαλίκη) ἀναφέρεται:
«Ὅταν ἦταν Μεγάλη Σαρακοστὴ νηστεύαμε αὐστηρά», ἔλεγε, «παρ’ ὅλη τὴν κοπιαστικὴ δουλειά. Περιμέναμε πότε θὰ ἔλθη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ τῶν Βαΐων, γιὰ νὰ φᾶμε λίγο τηγανητὸ μπακαλιάρο παστό, ποὺ μᾶς φαίνονταν νόστιμο σὰν παστέλι ἤ λίγες φρέσκιες σαρδέλλες, τὸ μόνο ψάρι ποὺ ἔφθανε στὸ χωριὸ ἀπὸ τὴν θάλασσα καὶ αὐτὸ σπάνια. Ἡ μητέρα μου, γιὰ νὰ μὲ δοκιμάση ἄν νηστεύω μὲ τὴν καρδιά μου, μοῦ ἔλεγε καμμιὰ φορὰ κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Σαρακοστῆς:
– Παιδί μου Ἰάκωβε, εἶσαι τόσο ἀδύνατος, φάε ἕνα αὐγουλάκι νὰ δυναμώσης.
– Ἄν φάω μητέρα αὐγό, τῆς ἀπάντησα, δὲν θὰ καταλάβω Ἀνάσταση. Ἐγὼ θέλω νὰ φάω τὸ πασχαλινὸ αὐγό, γιὰ νὰ καταλάβω Πάσχα.
Καὶ ὅταν τελείωνε ἡ Σαρακοστὴ καὶ ἐρχόταν τὸ Πάσχα, μετὰ τὴν Ἀνάσταση, δὲν ἔτρωγα ἀμέσως τὸ αὐγό, ἀλλὰ τὸ ἔπαιρνα καὶ ἔβγαινα ἀπὸ τὸ χωριό, ἔξω στὸ ὕπαιθρο, στὴν ἐξοχή, ὅπου μέσα στὶς ἐρημικὲς λαγκαδιὲς ἔψαλα τὸ «Χριστὸς Ἀνέστη» καὶ τ’ ἀναστάσιμα τροπάρια μ’ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς μου, μὲ πόθο, μὲ κατάνυξη καὶ ἔφθανε σχεδὸν τὸ μεσημέρι. Τότε καθόμουν καὶ ἔτρωγα τὸ πασχαλινὸ αὐγὸ καὶ μοῦ μοσχοβολοῦσε».
«Τελειώνοντας λοιπὸν τὸ δημοτικό σχολεῖο, ἀκολούθησα τὸν πατέρα μου στὴν δουλειά του, τὴν κτιστική, καὶ πότε στό χωριό μας καὶ πότε σὲ ἄλλα χωριά, ὅπου ἔπαιρνε ὁ πατέρας μου δουλειές, τὸν ἀκολουθοῦσα καὶ ἔκανα τὸν ἐργάτη, κουβαλῶντας τὶς πέτρες καὶ τὰ μεγάλα τὰ ἀγκωνάρια. Μὲ πολὺ κόπο τοῦ ἔφτιαχνα τὴν λάσπη καὶ ἔκανα ὁ,τιδήποτε ἄλλη οἰκοδομικὴ ἐργασία χρειαζόταν. Ὅταν ἦταν περίοδος νηστείας ἤ ἡμέρα τῆς ἑβδομάδος νηστίσιμη, προτιμοῦσα νὰ μὴ φάω ἀρτύσιμο φαγητό, αὐτὰ δηλαδὴ ποὺ μᾶς πρόσφεραν οἱ ἰδιοκτῆτες τῶν σπιτιῶν ποὺ κτίζαμε, καὶ ἔτσι ἄν μὲν ἔβρισκα λίγες ἐλιές, πήγαινα παράμερα καὶ τὶς ἔτρωγα· πρᾶγμα ποὺ μετὰ ἀπὸ χρόνια τὸ θυμόταν οἱ ἄνθρωποι καὶ ἐρχόταν στὸ μοναστήρι καὶ μοῦ ἀνέφεραν τὰ περιστατικὰ αὐτὰ τῆς παιδικῆς μου ἡλικίας».
- Ὁ Ἀββᾶς Ἰωάννης ὁ Κολοβός, συμβουλεύοντας τοὺς νεώτερους αδελφούς ν’ ἀγαπήσουν τήν νηστεία, τούς ἔλεγε συχνά:
«Ὁ καλός στρατηγός, πού ἐπιχειρεῖ νά καταλάβη μιά πόλη ἐχθρική, γερά ὀχυρωμένη, κάνει ἀποκλεισμό στίς τροφές καί στό νερό. Μ’ αὐτόν τόν τρόπο ἀτονεῖ ἡ ἀντίστασις τοῦ ἐχθροῦ καί τέλος παραδίνεται. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει μὲ τὶς σαρκικὲς ὁρμές, πού ἀνελέητα πολεμοῦν τόν ἄνθρωπο στή νεότητά του. Ἡ εὐλογημένη νηστεία καταβάλλει τά πάθη καὶ τοὺς δαίμονας καί τελικά τ’ ἀπομακρύνη ἀπό τόν ἀγωνιστή.
Καί τό πανίσχυρο λιοντάρι, τούς ἔλεγε ἄλλη φορά, συχνά ἀπό τή λαιμαργία του πέφτει στήν παγίδα καὶ ὅλη του ἡ δύναμη καὶ ἡ μεγαλοπρέπεια ἐξαφανίζονται».
- Ὁ Ἀββᾶς Βενιαμίν μᾶς διηγεῖται τό ἀκόλουθο περιστατικό:
Ὅταν ἤμουν ἀκόμη ἀρχάριος στήν μοναχική ζωή καί νεοφερμένος στὴ σκήτη πῆγα νὰ θερίσω μὲ τοὺς ἄλλους ἀδελφούς. Στὴν ἐπιστροφὴ μᾶς μοίρασαν ἀπὸ ἕνα σφραγισμένο φλασκὶ λάδι.
Τὸ ἑπόμενο καλοκαίρι μᾶς εἶπαν νὰ πᾶμε τὸ περίσσευμα τοῦ λαδιοῦ στὴν Ἐκκλησία. Ὅλοι οἱ ἄλλοι ἀδελφοὶ πῆγαν σφραγισμένα τὰ φλασκιά, ὅπως τὰ εἶχαν πάρει. Κανένας δὲν εἶχε δοκιμάσει λάδι. Μόνο τὸ δικό μου βρέθηκε σὲ μία μεριὰ τρυπημένο. Τὸ εἶχα ἀνοίξει μὲ μία βελόνα κι’ εἶχα βάλει μία σταγόνα στὸ στόμα μου, γιὰ νὰ τὸ δοκιμάσω. Ἐνοίωσα τότε τόση ντροπή, σὰν νὰ εἶχα πέσει σὲ θανάσιμη ἁμαρτία».